Ήθελα να φωνάξω εύγε - εύγε απευθυνόμενος σε εκείνα τα παιδιά που παρελαύνοντας στις 28 Οκτωβρίου, μπροστά από την «εξουσία» κρατική και εκκλησιαστική, απέστρεψαν το πρόσωπο τους σε άλλη κατεύθυνση. Ήταν σαν να μην ήθελαν να μολύνουν το βλέμμα τους. Έφυγαν τιμώντας την ημέρα και απαξιώνοντας εμάς, που είμαστε οι υπεύθυνοι του κακού μας του καιρού. Ναι, στο πρόσωπο του Δημάρχου, που με βλέμμα ανήσυχο σαν να περίμενε τα χειρότερα, στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου, στα πρόσωπα των ατάκτως ισταμένων γύρω του λοιπών Δημοτικών αρχόντων, έδειξαν τα παιδιά μας, τα παιδιά την Ελλάδος απαξίωση και περιφρόνηση. Τα είδα και ήθελα να τα επευφημήσω, αλλά σκέφθηκα πως θα ήταν πρόκληση, γιατί και στα πρόσωπα των κληρικών ίσως δεν μπόρεσαν ίσαμε τα τώρα να διακρίνουν τους διακόνους της αγάπης, αλλά να είδαν ένα ακόμα βαγόνι του συστήματος. Θυμήθηκα τα λόγια προς τους νέους, του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στην ενθρόνιση Του (9/5/1998). «Παιδιά μου, χρυσά της Ελλάδος παιδιά. Είσθε το καμάρι το Γένους, δαφνοστεφανωμένη απαντοχή μας. Όμως σας πονέσαμε πολύ με την υποκρισία μας και σας ευτελίσαμε μέσα σας την έννοια το χρέους. Σας χρεώνουμε τις παρεκτροπές σας, ενώ είμαστε οι ηθικοί αυτουργοί των. Σας στερήσαμε την αγάπη, σας αφήσαμε έρμαιους στα κύματα του κατακλυσμού της Βαβυλώνας. Σας αναγκάσαμε να ζείτε σ' ένα κόσμο απάνθρωπο, ανηλεή και ανοικτίρμονα. Σας υποδείξαμε να ακολουθήσετε δρόμους, πού εμείς δεν βαδίζαμε. Σας αφαιρέσαμε την πίστη και την ελπίδα. Γκρεμίσαμε από μέσα σας κάθε ιδανικό. Κι όμως λέμε ότι σας αγαπάμε. Σεις, με την οξύνοιά σας καταλάβατε την ασυνέπειά μας. Και μας εγκαταλείψατε. Δεν μας εμπιστεύεστε πια, δεν θέλετε να ζήσετε στον κόσμο πού εμείς σας ετοιμάσαμε. Και στραφήκατε στην αναζήτηση της χίμαιρας μέσ' απ' τα ναρκωτικά, στην επιβεβαίωση σας μέσ' από τη βία. Παιδιά μου, σήμερα αυτός πού σας ομιλεί, παίρνει πάνω του την ευθύνη για τις απέναντι σας αμαρτίες όλης της γενηάς του, και σας ζητά συγγνώμη. Θέλει όμως ταυτόχρονα να σας πει πώς καμιά αμαρτία δική μας και καμιά αστοχία δική σας δεν μπορεί να σας κλείσει το δρόμο προς την καταξίωση. Τα αδιέξοδα πλήθυναν. Τώρα η αδυσώπητη ανάγκη σας καλεί σε απόφαση. "Όταν αλύπητη βαρειά ξεσπά η ανάγκη και προστάζει, ανάξιος είναι όποιος διστάζει" (Κ. Παλαμάς). Υπάρχει ένας χώρος πού δεν θα σας προδώσει ποτέ. Είναι ο χώρος της Εκκλησίας. Ελάτε σ' αυτόν, ελάτε στην πίστη, ελάτε στο Χριστό. Θα βρείτε ό,τι έχετε χρόνια τώρα στερηθεί. Και μαζί την αληθινή ελευθερία, την αληθινή δικαιοσύνη, την αληθινή αλήθεια.» Και όλη την υπόλοιπη μέρα μέχρι τα ξημερώματα της άλλης που γράφω τούτο το σημείωμα δεν έφυγε η θλίψη από την καρδία μου. Κάποιοι απαιτούσαν την απομάκρυνση της πολιτικής ηγεσίας από τις παρελάσεις. Κάπου το πέτυχαν. Ηράκλειο, να φύγουν όλοι εκτός τον Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο. Η παρέλαση στην Θεσσαλονίκη ματαιώθηκε. Ο ανώτατος άρχοντας αναρωτιόταν αν είναι προδότης; Οι πολιτικοί μιλούσαν για κατάλυση της τάξεως αποδοκιμαζόμενοι. Στην Σύρο και τον Πειραιά οι Μητροπολίτες Δωρόθεος και Σεραφείμ επευφημούνται από το πλήθος. Σε όλη την Ελλάδα το ίδιο σκηνικό. Την ημέρα του ΟΧΙ, ξανακουγόταν στεντόρεια ένα μυριόστομο ΟΧΙ στην όποια κατοχή της ευλογημένης πατρίδας μας. Που πάμε; Τι θα κάνουμε; Τα ίδια αναρωτιόταν και ο Γεώργιος Βλάχος στην Καθημερινή της 4ης Νοεμβρίου του 1940 και απαντούσε. «Λοιπόν;... Θὰ συνεχίσωμεν τὴν συζήτησιν; Θὰ βάλωμεν κάτω ἕναν καφὲν καὶ θὰ σταθῶμεν γύρω ἀπὸ τὸ φλιτζάνι του οἱ ἀπόλεμοι, οἱ ἄχρηστοι, οἱ καφενόβιοι, διὰ νὰ τὰ ποῦμε, περὶ τοῦ ποιὸς θὰ νικήση καὶ ποιὸς θὰ ἐπικρατήση;... Πρὸς Θεοῦ! Θὰ νικήση ἡ Ἑλλάς! Ὅλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ! Χωρὶς συλλογισμούς, χωρὶς συζητήσεις, χωρὶς κεφάλια τὰ ὁποῖα ἀργοκινοῦνται καὶ ἀμφιβάλλουν, χωρὶς μυαλό. Μυαλὸ δὲν χρειάζεται. Χρειάζεται ἐνθουσιασμὸς καὶ παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος ἀλόγιστον καὶ καρδιά. Μὲ αὐτὸ τὸ ὑλικὸν ἔγινεν ὁ Ἀγὼν τοῦ Εἰκοσιένα. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα νικοῦν οἱ λαοί. Ἤρθατε νὰ πάρετε τὴν Ἤπειρον;... ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ.Ἔχετε Στρατούς, ἔχετε Στόλους, ἔχετε ἀεροπλάνα, εἶσθε σαράντα πέντε ἑκατομμύρια καὶ εἴμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θὰ μᾶς κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Καὶ θὰ προχωρήσωμεν καὶ θὰ νικήσωμεν καὶ θὰ σᾶς πετάξωμεν εἰς τὴν θάλασσαν. Γίνεται;... Γίνεται, δὲν γίνεται, αὐτὸ πρέπει νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ βροντοφωνῆ ἡ καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ… Θάρρος λοιπόν! Ὅ,τι θέλομεν ἀληθινά, μὲ ὅλην μας τὴν δύναμιν, γίνεται. Ὅ,τι ἀποφασίσωμεν μὲ τὴν ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ.» Και τι έγινε; ΘΑΥΜΑ. Η διαταγή το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 από το Γενικό επιτελείο, ήταν υποχώρηση από την Ήπειρο και άμυνα χαμηλότερα στην Κεντρική Ελλάδα. Μα υπήρξε ανυπακοή από τους λεοντόκαδρους της Ηπείρου με αποτέλεσμα ΝΙΚΗ και απελευθέρωση της Κορυτσάς, της πρώτης πόλης που απελευθερώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Ναι νικήσανε η πίστη στο Θεό και η αγάπη στην Ελλάδα. Περιμέναμε και τότε την βοήθεια από Δυσμάς που δεν έφτασε ποτέ. Όπως ακριβώς έγινε το 1453, το 1821 έτσι και το 1940. Σήμερα 2011 πάλι θα μας βοηθήσουν οι φίλοι μας από την Δύση. Μας κούρεψαν, μας σκλάβωσαν, μας κρατούν σε διάσταση. Λες να φοβούνται την ομόνοια μας και παίζουν με το μέλλον της Ελλάδας. Ο Μ. Πέτρος, ο ιδρυτής της Ρωσικής αυτοκρατορίας, συντάσσοντας τη διαθήκη του προς το ρωσικό λαό, έγραφε το 1771. «Οι Έλληνες είναι ο μεγαλύτερος λαός που είδε πότε η υφήλιος. Σ’ αυτούς οφείλουμε τα πάντα. Αν δεν ήταν αυτοί, ο κόσμος ολόκληρος θα ήταν τυφλός. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήνουμε σήμερα τους απογόνους του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Μ. Αλεξάνδρου, τους πρώτους των χριστιανών, στα νύχια της μαύρης δουλείας. Δεν μπορώ να βλέπω περισσότερο τα βάσανα των Ελλήνων. Καταραμένος να είναι εκείνος ο Ρώσος, ο οποίος θα αδικήσει ποτέ έναν Έλληνα». Αδέλφια Έλληνες πρέπει Να ορθοποδήσουμε. Μπορεί να γίνει; Ναι θα γίνει. Και θα γίνει όταν γυρίσουμε στο Θεό και με λόγια σαν του Δαβίδ στον 69ο ψαλμό του πούμε: «Ο ΘΕΟΣ, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον. αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου· ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ βουλόμενοί μου κακά· ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε εὖγε. ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε, ὁ Θεός, καὶ λεγέτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου. ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς.» ΑΠΌ ΤΟ AMEN |
Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011
ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ του Πρεσβυτέρου Σεραφείμ Δημητρίου, Αρχιμανδρίτη
Ανδρέας Κάλβος- ᾨδὴ ἔκτη, Αἱ εὐχαί
α´
Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν.
β´
῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας.
γ´
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες·
δ´
Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,
μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες.
ε´
Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα.
ς´
Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα.
ζ´
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
ὄχι ψωμί, φιλήματα
῾ς τὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐν ᾧ λάμπουν ῾ς τὰ χείλη σας
χρυσὰ ποτήρια!
η´
Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους λαοὺς καλεῖτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
θ´
Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι
τὰ τρέμοντα βασίλειά σας,
τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσι
τὴν ἀρετήν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λειτουργούς της.
ι´
Θέλετε θησαυροὺς
πολλοὺς διὰ ῾ναγοράσητε
κρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους,
καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαμα
τῆς κολακείας.
ια´
Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν.
ιβ´
Διὰ ῾νὰ θεμελιώσητε
τὴν τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,
καὶ αὐτὸν ἐπολεμήσατε
εἰς τὴν Ἑλλάδα.
ιγ´
Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ χέρια σας ἁπλόνετε!
τραβήξετέ τα ὀπίσω·
βλέπει ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτει
διὰ τοὺς πανούργους.
ιδ´
Ὅταν τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,
τότε βοήθειαν ἤθελεν,
ἐνδυναμώθη τώρα
φθάνει ἡ ἰσχύς του.
ιε´
Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες -
τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε -
ἰδού - εἰς τους οὐρανοὺς
προστάτης ὁ θεὸς
μόνος σας εἶναι.
ις´
Καὶ ἂν ὁ θεὸς καὶ τ᾿ ἄρματα
μᾶς λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ῾νὰ χρεμετήσωσι
῾ς τὸν Κιθαιρῶνα Τούρκων
ἄγριαι φορᾶδες.
ιζ´
Παρά.... Αἴ, ὅσον εἶναι
τυφλὴ καὶ σκληροτέρα
ἡ τυραννίς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
σωτήριοι θύραι.
ιη´
Δὲν μὲ θαμβόνει πάθος
κανένα· ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μου
τ᾿ ἀνοικτὸν στόμα.
Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2011
Απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη...
Αξίζει όμως να εξετάσωμε συνετώς και την εκφορά που έγινε στον καθένα τους όταν απέθαναν. Ο μεν πτωχός λοιπόν όταν εκοιμήθη είχεν αγγέλους να τον προστατεύουν και να τον υπηρετούν, οι οποίοι τον οδηγούσαν με καλές ελπίδες στον τόπον της αναπαύσεως.
«Ο δε πλούσιος αποθανών», λέγει, «ετάφη».
Με κανένα καταλληλότερον τρόπον δεν θα ημπορούσε η Γραφή να περιγράψει, και μάλιστα μονολεκτικώς, την άδοξο κατάληξη του πλουσίου. Διότι όταν ο αμαρτωλός αποθνήσκει, όντως θάπτεται, επειδή είναι χοϊκός κατά το σώμα, γήινος δε και κατά την ψυχήν, αφού με την συμπάθεια προς την σάρκα, έχει υποβιβάσει την φυσικήν υπεροχή της ψυχής προς τα υλικά, και δεν αφήνει καμμίαν αγαθήν ανάμνηση της ζωής του, αλλά καλύπτεται από άδοξο λήθη, και έχει το ίδιο τέλος με τα βοσκήματα.
Διότι όπως ο τάφος δέχεται το σώμα, έτσι και ο άδης την ψυχή: δύο σκοτεινά δεσμωτήρια που μοιράζονται του πονηρού ζώου την τιμωρίαν. Και ποίος δεν θα κατηγορούσε τον άθλιον για την απερισκεψία του; Όσον ευρίσκετο επάνω από το χώμα, εκαυχάτο, υπερηφανεύετο, περιφρονούσε όλους τους οικείους και συνανθρώπους του, και θεωρούσε σχεδόν σαν μύρμηκες και σκώληκες όποιους συναντούσε, έτοιμος να διαρραγεί από την κενοδοξίαν.
Όταν όμως απεσπάσθη από την ζωήν αυτή, και εστερήθη σαν μαστιγωμένος δούλος από εκείνα που δεν του ανήκαν, των οποίων από μωρίαν ενόμιζε πως είναι κύριος, τότε κρημνίζεται στην αντίρροπο της υπερηφανείας ταπεινότητα, και εκφωνώντας γραώδεις οδυρμούς επικαλείται διαρκώς και ανωφελώς τον Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξει την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη», ζητώντας έλεος, το οποίον δεν έδωσε τότε που είχε πρόχειρον την εξουσία να ευεργετεί.
Και είχε την αξίωση να έλθει βοηθός του κατά του πυρός ο Λάζαρος, επιθυμώντας να απομυζήση τον δάκτυλο του λεπρού, δροσισμένον με λίγο νερό. Αυτές είναι οι απερισκεψίες των φιλοσωμάτων, αυτό είναι το τέλος των φιλοπλούτων.
Οφείλει λοιπόν όποιος είναι συνετός και ανησυχεί για το μέλλον, να αποφύγει την πείραν των ομοίων κακών, θεωρώντας την παραβολήν, ως φάρμακον που μας προφυλάσσει από την ασθένεια, και να ασκήσει την συμπάθεια και την φιλανθρωπίαν ως αιτίαν της μελλούσης ζωής.
Όσιος Αστέριος Αμασείας
διαβάστε όλο τον λόγο στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου εδώ
Σάββατο, Οκτωβρίου 29, 2011
Εν ολίγοις...
Ο πρόεδρος; Τα πρόσωπα λαμπρύνουν τους θεσμούς και όχι οι θεσμοί τα πρόσωπα. Είναι τραγικό να βλέπεις έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας να κλαίει, αλλά ευχόμαστε να είναι δάκρυα συναίσθησης και όχι αγανακτήσεως. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να είναι Μαρία Αντουανέτα στην χώρα πού ο άρτος ο επιούσιος εκλείπει. Τί μιλάνε τώρα; Ας μιλούσανε όταν έπρεπε. Ο καθένας μας κρίνεται στο αεί παρόν του, όχι από το παρελθόν του, έστω και αν ήταν στο αντάρτικο στο βουνό.
Φασίζουσα μειοψηφία είναι οι σύντρομοι και πανικόβλητοι, απόβλητοι της εξουσίας πού αποδοκιμάστηκαν από τον λαό, του οποίου οι εκδηλώσεις ήταν αυθόρμητες και ουσιαστικά όχι υποκινούμενες . Ο λαός δεν έχει πατερούληδες. Πολύ περισσότερο δεν έχει πατερούληδες από κομματα της συντριπτικής μειοψηφίας. Ποιός νοήμων άνθρωπος πιστεύει κάτι τέτοιο;Ο λαός προστατεύει την δημοκρατία και τους θεσμούς. Όπως επίσης το ΟΧΙ και οι εθνικοι επέτειοι ανήκουν στον λαό, ο οποίος διαχειρίζεται τους εορτασμούς των.Θα μπορούσε βέβαια να γίνει ΚΑΙ παρέλαση, αλλά η παρέλαση είναι γιορτή μνήμης και συναίσθησης.Η μνήμη και συναίσθηση εορτάστηκε ως ζωντανή υπόμνηση και παρούσα επαναλαμβανόμενη άρνηση από τον λαό. Οπότε ουσιαστικά ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΕΓΙΝΕ.
Η μούντζα;Τα γρονθοκοπήματα;Οι ύβρεις; Είναι ελληνικότατο προϊόν. Καμία ασέβεια. Eίναι υποκρισία να συζητάμε την θεμιτότητα τους. Το θέμα είναι να μην φτάναμε ως εκεί.Αν μπορούσαν οι νεκροί του 40 να βγουν από τους τάφους θα επιδοκίμαζαν. Ας θυμηθούμε τις χειρονομίες του Καραϊσκάκη.Ο σεβασμός κερδίζεται δεν απαιτείται. Αναρωτιέμαι ποιός ήταν περισσότερο αυθάδης: ο μουτζώνων ή ο απαιτών τον λόγον κάνοντας τον ανήξερο μουντζωμένος; Το μόνο αρνητικό. Η ώθηση των παιδιών μας προς τον μηδενισμό με αυτά και με εκείνα.
Εμφύλιος δεν θα γίνει. Εμφύλιος υφίσταται από πάντα. Απλώς κάναμε πώς δεν υπήρχε.Μόνο πού τώρα τα γεγονότα θα είναι απρόβλεπτα και δυστυχώς ποτέ για καλο μας...
Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011
Η "εκδίκηση" της Παναγιάς
15 Aυγούστου 1940: Η φασιστική και αντίχριστη Ιταλία τορπιλίζει το "Έλλη" την ημέρα πού η Ελλάδα και ολόκληρο το Γένος, γιόρταζε την Κοίμηση της Μεγάλης Μάνας και Δέσποινας της Ρωμηοσύνης. Μεγάλη ύβρις πού ούτε τα κτήνη δεν αποτολμούν...
Μερικούς μήνες μετά η Υπέρμαχος Στρατηγός, βγαλμένη λες από την εποχή της μεγάλης Ρωμανίας και την Αγία Λαύρα του 1821 οδηγεί τα παιδιά της Ελλάδος ενάντια στην αλαζονική και σιδηρόφραχτη ιταλική πολεμική μηχανή, πού άφησε τα σάπια κόκκαλα της και καταρρακωμένο τον εωσφορικό εγωισμό της στα ηρωϊκά και αφιλόξενα βουνά της Πίνδου.
Τα παιδιά θέλησαν να εκδικηθούν για την Μάνα τους. Αλλά η Μάνα πρόφτασε και "εκδικήθηκε" για τα παιδιά της....
Ημέρα Κυρίου επί πάντα υβριστήν και υπερήφανον και επί πάντα υψηλόν και μετέωρον.
Καλή λευτεριά και καλή ανάσταση στις ψυχές των Ελλήνων, καλή επιστροφή στην Πατρίδα της καρδιάς . Καλή λευτεριά και στην επίγεια Πατρίδα μας.
Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφόν αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφόν αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θα’ ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα Αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη Λευτεριά.
θα’ ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα Αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη Λευτεριά.
Κ.Χ.Μύρης
Κάτω τα ξερά σας από το «Όχι»
Δεν ήταν δικοί σας πρόγονοι. Γι’ αυτό μην τρέξετε τις επόμενες ημέρες να βγάλετε από τα κομματικά σας μπαούλα τις γαλανόλευκες και μην γυαλίζετε τους ιστούς. Μην ψάχνετε τα πρωτόκολλα για το πού θα καθίσει ο καθένας από εσάς στις δεξιώσεις που θα χλαπακώσετε τόσο όσο θα έφθανε να ταϊστεί ο πληθυσμός της Αθήνας για όλη την διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Μην κάνετε τον κόπο να μάθετε παπαγαλία τον λόγο που θα σας γράψουν (για άλλη μια φορά) για το τι ήταν το «ΟΧΙ» γιατί αυτή η λέξη δεν μαθαίνεται. Αυτή την λέξη καλά θα κάνετε να μην την ακουμπήσετε ούτε με ένα από τα δειλά και τιποτένια κύτταρα του εγκεφάλου σας. Αυτή την λέξη δεν την αξίζετε. Ούτε οι μεν, ούτε οι δε ούτε και οι παραπέρα. Καλύτερα μάλιστα στις δημόσιες υπηρεσίες το τριήμερο του «εορτασμού» η σημαία να είναι μεσίστια. Θρήνο να ορίζει και όχι γιορτή διότι την χώρα αυτή που σας κανάκεψε χρόνια τώρα την έχετε ξεφτιλίσει.
Το «Όχι» δεν πρέπει να το ξεστομίσουν για πολλοστή φορά οι Yes men.
Για ποιο «Όχι» θα μιλήσετε;
Για τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Νέας Μακεδονίας;
Για τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Θράκης και του Αιγαίου;
Για το «yes» στο σχεδίου Ανάν ή στα μπακαλόχαρτα του Αλμούνια;
Για το "yes" στο Μνημόνιο και όσα ακολούθησαν;
Οι πρόγονοι που είπαν «Όχι» δεν γέννησαν παιδιά που λένε συνεχώς «Ναι».
Γιατί εκείνο το «Όχι» δεν το είπαν πολιτικοί.
Οι πολιτικοί το ’40 το είπαν και το ’44 το ξείπαν.
Για να μην αναφέρουμε τους πολιτικούς «άνδρες»
της Ελλάδας επί γερμανικής κατοχής.
Το «Όχι» για τους Έλληνες κρατάει 69 χρόνια αλλά οι πρόγονοι τους οποίους εσείς μιμείστε το πωλούσαν φθηνά ανάλογα με το τι θα κονομούσαν στην κάθε θητεία τους.
Κανένας νοήμων Έλληνας δεν ζήτησε τα τραβηγμένα προς δεξιά και βόρεια σύνορά του πίσω, αλλά κανένας επίσης από αυτούς δεν ανέχεται άλλο ζόρισμα στην αξιοπρέπειά του. Τι νομίζετε ότι είναι το όνομα και το σύνορο; Είναι αυτό που δεν πρόκειται κανένας Yes man να καταλάβει: Συναισθηματικός προσδιορισμός.
Άντε λοιπόν να γιορτάσετε την 4η Ιουλίου της mama America, την 21η Απριλίου των ηλιθίων, την 4η Αυγούστου των ναζιστοθρεμένων, την 25η Οκτωβρίου των «καλός ο κομμουνισμός αλλά το μπρέργκερ καλύτερο» και οι οικολόγοι να μαζέψετε μαργαρίτες μέχρι το Διεθνές Δικαστήριο να ορίσει ημέρες εορτασμού μειονοτήτων Ελλάδας.
Ανδρείκελα δεκαετίες ολόκληρες είσαστε που αλλάζετε κουστουμάκι ανάλογα με τους προσωπικούς σας ήρωες (που δυστυχώς για εσάς) ούτε ένας δεν υπήρξε Έλληνας.
Ούτε ένας δεν τόλμησε να πει «Όχι».
Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011
H ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
OXI 1940 -ΟXI 2011
Αρνιέμαι
Μουσική : Mίκης Θεοδωράκης
Στίχοι : Ιάκωβος Καμπανέλλης
Πρώτη εκτέλεση: Bασίλης Παπακωνσταντίνου
Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά
αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε
αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.
Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό.
Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να 'χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό.
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ-ΖΗΤΩ Η 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940-ΕΛΛΗΝΕΣ ΨΗΛΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ
ΚΑΙ ΜΥΡΣΙΝΗ ΕΣΥ ΔΟΞΑΣΤΙΚΗ
ΜΗΝ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΑΣ
ΜΗ ΛΗΣΜΟΝΑΤΕ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΟΥ...
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ
ΟΧΙ ΣΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΕΥΤΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΕΙΝΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
ΑΔΕΛΦΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΗ ΔΩΣΕΤΕ
ΓΑΙΑΝ ΚΑΙ ΥΔΩΡ ΣΕ ΑΛΛΟΤΡΙΟΥΣ ΚΑΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΥΣ ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ!
ΟΥΔΕΜΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ
ΕΘΝΙΚΗ Ή ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ!
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΟΥΛΩΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ!
Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011
ΜΕΓΑΝ ΕΥΡΑΤΟ ΕΝ ΤΟΙΣ ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ...
Παντελής Πάσχος
Ὁ Μεγαλομάρτυς
ἅγιος Δημήτριος
Ἀπὸ τὸ «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος, Ἀθῆναι 1987.
Ὁ Μεγαλομάρτυς
ἅγιος Δημήτριος
Ἀπὸ τὸ «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος, Ἀθῆναι 1987.
Ὁ μεγάλος ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ προφήτης Δαβίδ, σ' ἕνα λυρικώτατον ψαλμὸ του ἔχει ὀνομάσει μύρο τὸν ἐν πνεύματι σύνδεσμο τῶν ἀδελφῶν μας, ποὺ ἔχουν, κάτω ἀπ' τὴν ἁγιασμένη σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, κοινούς τοὺς πόθους, τὶς λαχτάρες, τὸν πόλεμο μὲ τὸν δαίμονα τὸν πολυκέφαλο, τοὺς ἀκατάπαυστους ἀγῶνες γιὰ τὴν προσέγγιση τῆς ἁγιότητος, γιὰ τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Σήμερα αὐτὰ τὰ μύρα τοῦ Προφητάνακτος, ποὺ χύνονται μὲ πλούσιαν εὐωδία στὰ ἀδερφωμένα πνευματικὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνισχύονται καὶ δυναμώνουν ἀπὸ μία νέα «μυροθήκη» ποὺ ἄνοιξε στὴν ἔνδοξη καὶ πολύπαθη πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁλόκληρη ἡ πόλη ἔγινε μιὰ κρήνη καὶ ἀναβλύζει μυροβόλα νάματα, ποὺ τρέχουν σὰν ποτάμια σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη, νὰ στηρίζουν καὶ νὰ καθαρίζουν ἀπ' τὰ πάθη καὶ τὶς ἀρρώστιες τοὺς πιστούς, καὶ νὰ πνίγουν τὴν ψυχρὴ ἀνάσα τῶν ἀπίστων. Αὐτή ἡ κρήνη, μὲ τὰ τερπνὰ καὶ ἰαματικὰ ὁρμήματα τοῦ μύρου, ποὺ κατακλύζει τὸ πνευματικὸ σύμπαν τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ὁ τάφος τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ προστάτου κάθε χριστιανοῦ, τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Οἱ ἅγιοι ἀνήκουν σ' ὅλη τὴν Ἐκκλησία, καὶ κάθε πιστὸς ποὺ ζητάει τὴ βοήθεια καὶ μεσιτεία του, πρὸς τὸ Θεό, γιὰ κάθε δύσκολη περίσταση, προστρέχει καὶ παρακαλεῖ μὲ παρρησία τοὺς ἁγίους, χωρὶς νὰ σκέφτεται ποῦ ἁγίασαν ἢ ποῦ μαρτύρησαν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν στὸν τόπο ὅπου περπάτησε κ' ἔζησε καὶ πότισε μὲ τὸ αἷμα του ὁ Ἅγιος, νιώθουν νὰ 'χουν ἕναν ἰδιαίτερο δεσμὸ μαζί του. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀρχαία πολιτεία μὲ τοὺς πολύτιμους βυζαντινοὺς θησαυρούς, τὴ Θεσσαλονίκη. Σὲ κάθε χωριὸ καὶ κάθε πολιτεία, ὅπου ὑπάρχει ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸ μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, γίνονται τελετὲς καὶ πανηγύρια, μὲ πολλοὺς εὐσεβεῖς πιστούς, ποὺ ἔρχονται νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιο. Μὰ στὴν ἔμορφη πόλη τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πανηγυρίζεται ἡ μνήμη του μὲ τὴν πιὸ ἐπιβλητικὴ μεγαλοπρέπεια, γιατί εἶναι ἡ πατρίδα ὅπου γεννήθηκε κι ὅπου μαρτύρησε, κι ὅπου ἄπειρα θαύματα ἔκαμε, καὶ τὴν ἔσωσε τόσες φορὲς ἀπὸ φανεροὺς κινδύνους. Μαζεύονται λοιπὸν σήμερα στὴ Θεσσαλονίκη, ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς Ὀρθοδοξίας εὐλαβεῖς προσκυνηταί, νὰ τιμήσουν τὴ μνήμη του καὶ ν' ἁγιαστοῦν ἀπὸ τὰ μύρα τοῦ ἁγίου τάφου του τὰ ἰαματικά. Καὶ οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀνηφορίζουν γιὰ νὰ πᾶνε στὴν μεγαλόπρεπην ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Δημητρίου, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸν ἑσπερινὸ ἢ τὴν θεία Λειτουργία. Πολὺς ὁ κλῆρος, μὲ τὰ λαμπερά τους ἄμφια στολισμένοι, καὶ πανηγυρικοὶ ξεχωριστὰ οἱ εὐσεβεῖς καλλίφωνοι ἱεροψάλται, μὲ τὴ γνήσια βυζαντινὴ μελωδία, ποὺ ψάλλουν στὸ μεγάλο πανηγύρι τοῦ Μεγαλομάρτυρος. Κι ὅσοὶ πιστοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ πᾶνε μὲ τὸ σῶμα τους ἐκεῖ, βρίσκονται «πνεύματι» μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ μυροβλήτου, κι ἀκοῦνε τὸ χορὸ τῶν ἱεροψαλτῶν νὰ ψάλλει τὸ τροπάρι τῆς Λιτῆς:
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου φαιδρύνει καὶ λαμπρύνει ὅλη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μὲ τὸ εὐῶδες ἄρωμα τοῦ μύρου του μᾶς προσκαλεῖ νὰ πᾶμε κοντά του. Νὰ διώξει καὶ νὰ γιατρέψει ἐκεῖνος, μὲ τὸ μύρο του, τὶς βρωμερὲς πληγὲς ποὺ ἀφήνει ἡ ἁμαρτία στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας. Ν' ἁπαλύνει τὸν πόνο μας καὶ τὴν ἀδυναμία μας, νὰ στερεώσει τὴν ἀδύνατη καὶ χλιαρὴ πίστη μας, νὰ μᾶς δώσει νέες δυνάμεις γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες μας, γιὰ νὰ πολεμήσουμε τοὺς ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ δαίμονος. Ἡ ἀναστροφὴ τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν κόσμο τῶν ἁγίων, εἶναι ἡ μεγαλύτερη παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση, ποὺ δίνει στὰ παιδιά της ἡ Ὀρθοδοξία.
Ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (296). Ὅταν μεγάλωσε ἀκολούθησε τὸ στρατιωτικὸ στάδιο, καὶ ἡ ἀνδρεία του ἡ μεγάλη καὶ ἡ σπάνια σύνεσή του τὸν ἀνέβασαν γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Κι ὁ βασιλιάς, ἐκτιμώντας τὴν ἀνδρεία, τὴ φρόνηση καὶ τὴ στρατηγικὴν ἱκανότητά του, τὸν διόρισε στρατηγὸ ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς Θεσσαλίας, στὴν ὁποίαν ἀνῆκε κ' ἡ Θεσσαλονίκη. Ὅμως ὁ στρατηγὸς Δημήτριος ἤτανε χριστιανός, κι ὁ βασιλιὰς εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν γυρνώντας ὁ Μαξιμιανὸς ἀπ' τοὺς πολέμους στὴν Θράκη καὶ τὴν Ἀσία, πέρασε κι ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη, οἱ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἒβλεπαν πόσους εἰδωλολάτρες κάθε μέρα ἔκαμνε χριστιανοὺς ὁ ἄρχοντας Δημήτριος, πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπαν, πὼς ὁ στρατηγὸς του ἄρχισε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ βλασφημεῖ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ κηρύχνει κρυφὰ καὶ φανερὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, Ὁ αὐτοκράτωρ κάλεσε τὸ Δημήτριο ἀνήσυχος. Εἶδε τότε, πὼς ὅλὰ ὅσὰ τοῦ εἶπαν εἶναι ἀλήθεια. Γιατί μ' ὅσα κι ἂν ἔταξε στὸ Δημήτριο, ἐκεῖνος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐλπίζοντας, πὼς θ' ἀλλάξει γνώμη καὶ πίστη, διέταξε νὰ τὸν κλείσουν σὲ μιὰ φοβερὴ καὶ βρωμερὴ φυλακή, σ' ἕναν ἀπ' τοὺς ὑγροὺς καὶ λασπώδεις θαλάμους τῶν δημοσίων λουτρῶν, κοντὰ στὸ στάδιο. Κ' ὕστερα, ὁ βασιλιάς, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, διέταξε νὰ γίνουν οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες στὸ στάδιο. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στοὺς ἀθλητάς, ξεχώριζε ἕνας γίγαντας, ὀνομαζόμενος Λυαῖος, ποὺ τὸν ἔσερνε κοντά του πάντοτε ὁ βασιλιὰς καὶ τὸν εἶχε γιὰ καμάρι γιατί μὲ ὅσους πάλεψε ὅλους τοὺς εἶχε νικήσει. Αὐτὸς ὁ γιγαντόσωμος καὶ χεροδύναμος εἰδωλολάτρης ξέσκιζε τὶς σάρκες τῶν παλαιστῶν σὰ νά 'τανε ἀρνάκια. Τὸν εἶχαν φοβηθεῖ οἱ πάντες καὶ δὲν ἔβγαινε κανεὶς νὰ τὰ βάλει μαζί του. Τότε κεῖνος ἄρχισε νὰ περπατεῖ φανταχτερὰ καὶ νὰ προκαλεῖ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἔλεγαν πὼς «παίρνουν δύναμη ἀπ' τὸ θεό τους», νὰ παλέψουν μαζί του. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα γενναῖο παλληκαρόπουλο, με χριστιανικὴ καρδιὰ καὶ πίστη, τρέχει στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς τοῦ Δημητρίου. Τοῦ λέγει πὼς ὁ Λυαῖος σκοτώνει ἀνθρώπους στὸ στάδιο, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ τὸν δυναμώσει στὴν πάλη του μὲ τὸ θεριόψυχο Λυαῖο. Ὁ Δημήτριος σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο τοῦ νεαροῦ Νέστορος καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις!» Ἡ προφητικὴ αὐτὴ φράση τοῦ Ἁγίου ἐπαλήθευσε γρήγορα καὶ ἀπόλυτα. Πῆγε ὁ Νέστωρ στὴ μέση τοῦ σταδίου καὶ εἶπε, πὼς θέλει νὰ παλέψει μὲ τὸν πανύψηλο Λυαῖο. Οἱ εἰδωλολάτραι τὸν κοίταξαν μὲ μιὰ εἰρωνεία περιφρονητική. Οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν ἀπὸ μέσα τοὺς θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεό, νὰ δυναμώσει τὸν καινούργιο Δαβίδ, γιὰ νὰ νικήσει τὸ νέο σκληροτράχηλο Γολιάθ. Ρίχνει τὸ φτωχικὸ μανδύα του ὁ Νέστωρ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν οὐρανό: «Ὁ Θεὸς Δημητρίου, βοήθει μοι!» Ὅρμησε τότε μὲ θάρρος πάνω στὸ γίγαντα. Γιὰ λίγο, οἱ ἀναπνοὲς τῶν θεατῶν σταμάτησαν. Κ' ὕστερα εἶδαν ὅλοι τὸν ἀνίκητον ὥς τώρα Λυαῖο, νὰ κείτεται νεκρὸς μέσα στὸ στάδιο. Οἱ εἰδωλολάτραι, κυριολεκτικὰ ἐφρύαξαν. Καὶ πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους, ὁ Μαξιμιανός. Δίνει ἐντολὴ τότε, νὰ βγάλουν τὸ Νέστορα ἔξω ἀπ’ τὸ στάδιο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Κ' ἔτσι ἀλήθεψε ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ, ἀπ' τὴ λύπη του ποὺ ἔχασε τὸ Λυαῖο, δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπ' τὸ θάνατο μόνο τοῦ Νέστορος. Ὁ θυμὸς του τὸν ἔφερε στὸ Δημήτριο. Καί, χωρὶς ἄλλη δίκη ἢ κρίση, δίνει διαταγὴ νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς του. Ὁ Δημήτριος εἶδε τοὺς στρατιῶτες καὶ κατάλαβε τὸ σκοπό τους. Σήκωσε τὰ χέρια του νὰ προσευχηθεῖ, καὶ τὰ κοντάρια τους τὸν βρῆκαν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου λογχίστηκε καὶ τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας πιστός, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆρε τὸ δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μανδύα του, βουτηγμένο στὸ ἅγιο αἷμα του. (Μ’ αὐτὰ ὁ χριστιανὸς αὐτός, Λοῦπος ὀνομαζόμενος, σταύρωνε τοὺς δαιμονισμένους• καὶ κάθε λογῆς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἔκανε καλά. Τὰ πολλὰ θαύματα ἔφθασαν καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ἴδια μέρα ποὺ τὸ 'μαθε, ἔδωκε διαταγὴ καὶ θανάτωσαν τὸ μάρτυρα Λοῦπο). Οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ ἔθαψαν κρυφά. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ θέλησε νὰ δοξάσει τὸν Ἅγιό του σ’ ὅλὸ τὸν κόσμο, οἰκονόμησε καὶ ἔβγαινε μύρο ἀπ' τὸ κορμὶ του τόσο πολύ, ποὺ ἔπαιρναν οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ξένοι, ὅσοι ἔρχονταν νὰ γιατρευτοῦν καὶ δὲν τελείωνε ποτέ! Τὸ ἔπιναν οἱ χριστιανοί, κι ὅ,τι ἀρρώστια καὶ ἂν εἴχανε γιατρεύονταν. Ὅλοι ἔτρεχαν στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τοὺς κάνει καλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ θὰ χρειαζόταν ὧρες ὁλόκληρες νὰ ὁμιλεῖ κανείς, γιὰ ν' ἀναφέρει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία τόσες φορὲς ἐγλύτωσε ἀπὸ πεῖνα, ἀπὸ θανατικό, ἀπὸ αἰχμαλωσία κι ἀπὸ ἄλλα δεινά. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν τιμοῦν, καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ παίρνουν τ' ὄνομά του, καὶ τοῦ χτίζουν ἐκκλησίες, καὶ πανηγυρίζουν στὴ μνήμη του. Φαίνεται, πὼς ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ σ' ἄλλες χῶρες ὑπῆρχαν ἀρχαιότερες ἐκκλησίες πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὴν Καππαδοκία λ.χ., σ' ἕνα χωριό, ὀνομαζόμενο Δρακοντιάνα, ἕνας γεωργὸς ξεπέτριζε ἕνα χωράφι του νὰ τὸ ἰσιώσει καὶ νὰ τὸ κάμει ἁλώνι γιὰ ν' ἁλωνίζει. Βρῆκε ὅμως σωροὺς ἀπὸ πέτρες, καὶ σκάβοντας εἶδε κάτι παμπάλαια θεμέλια, ἀπὸ χρόνια πολλὰ παραχωμένα μέσα στὴ γῆ. Ὁ γεωργὸς συνέχισε νὰ σκάβει. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ του ἕνα νέο καβαλάρη καὶ τοῦ λέγει: «Γιατί, ἄνθρωπέ μου, χαλνᾶς τὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ τὸ φκιάσεις ἁλώνι; Ἂν τὸ κάμεις αὐτὸ θὰ πάθεις μεγάλο κακό. Ἐγὼ πού σου μιλῶ εἶμαι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη...». Πῆγαν ὕστερα ὅλοι οἱ χωριανοὶ κ' ἔσκαψαν βαθιά, ὥσπου βρῆκαν.τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μετὰ ἔχτισαν καινούργιο ναὸ καὶ ἱστόρησαν τὸν ἅγιο Δημήτριο πάνω στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «ἐπειδὴ διὰ τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος συνεσταυρώθη μὲ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο εἶναι ἐζωγραφημένος ὁμοῦ ἐν μιᾷ εἰκόνι». Γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν «τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Σταυρικοῦ». Καὶ σ' αὐτή τὴν ἐκκλησία ὁ Ἅγιος ἔκαμε πάμπολλα θαύματα, ὅπως καὶ στὴ Θεσσαλονίκη.
Τὸ βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ βρεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, κ ἴσως δὲν πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε πιὸ πολὺ ἐμεῖς ἐδῶ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ κάμει σήμερα, εἶναι νὰ μελετήσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ' τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ἁγίου Νέστορος ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα στὶς μεγάλες λύπες μας, στὶς στενοχώριες, στὶς ἀρρώστιες, στὶς περιστάσεις ὅπου μᾶς πνίγει ὁ σύγχρονος ἄδικος καὶ σκληροτράχηλος εἰδωλολάτρης, ποὺ λατρεύει σὰν θεὸ τὸ χρῆμα του καὶ τὴν ἐξουσία του, τὴν περιουσία του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅταν μᾶς πιέζουν μὲ τὴν κίβδηλη καὶ βαρειὰ μεγαλοπρέπειά τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ, νὰ βλέπουμε τὸν μικρὸ Νέστορα καὶ τὸν Δαβίδ, καὶ νὰ μὴν φοβούμαστε τοὺς σύγχρονους Λυαίους καὶ Γολιάθ, ὅποιοι κι ἂν εἶναι. Ἐμεῖς νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Νέστωρ: «Θεὲ Δημητρίου, βοήθει μοι!» Καὶ τότε: εἴτε εἶσαι ἡ ἀδύνατη χήρα, μὲ τ' ἀνήλικα ὀρφανά• εἴτε ὁ ἄρρωστος πατέρας, μὲ μιὰ φοῦχτα ἀπροστάτευτα παιδιά• εἴτε ἡ γριούλα ἡ ἔρημη, μέσα σὲ μιὰ κρύα κάμαρη• εἴτε ὁ ρογιασμένος τσοπάνος στὸ ξεχασμένο μαντρί, ποὺ σοῦ στέλνουν μουχλιασμένο ψωμὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα• εἴτε ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ὑπάλληλος, ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐργοδότης σου καὶ πλουτίζει ἐκεῖνος μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, ἐνῶ ἐσὺ πεινᾶς καὶ ὑποφέρεις• εἴτε εἶσαι, τέλος, ἕνας ἀδύνατος σὲ γνωριμίες κοινωνικὲς κ' ἔχεις ν' ἀντιμετωπίσεις ἐχθροὺς σατανικὰ ὁπλισμένους (ἀκόμη καὶ κάτω ἀπ' τὴν ὑποκριτικὴ εὐσεβοφροσύνη τους)• — ὅποιος καὶ νὰ 'σαι, γύρισε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια σου στὸν οὐρανὸ καὶ «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου» θὰ σὲ βοηθήσει. Ὅσο κι ἂν φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς ἀνέχεται καμμιὰ φορὰ τὸ ἄδικο καὶ τὸ στραβό, εἶναι δίκαιος, καὶ τὸ πληρώνει μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ξέρει. Ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ Λυαῖος, ἂν δὲν εἶναι πάνω του ὁ φόβος καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσει. Κι ὅσο μικρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ Νέστωρ, ὅταν ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του θὰ νικήσει.
Μποροῦμε, μάλιστα, νὰ παρακαλοῦμε καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο, νὰ μᾶς λυτρώνει μὲ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸ Θεό, ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν φανερῶν καὶ τῶν ἀφανῶν ἐχθρῶν μας. Κι ἂς λέμε αὐτὸ τὸ τροπάρι ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ Ἁγίου: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως». Δηλαδή: «Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σ' ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη, καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες καὶ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως, πού μᾶς κατατρέχει, σὰν νὰ ‘μαστε σκλάβοι, καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε, κι ἀλλάζουμε ὅλο-ἕνα τόπο μὲ τόπο, καὶ πλανιόμαστε σὰν τ' ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε καὶ δός μας ἀνάπαυση, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβύσε τὴν ἀγανάκτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸν Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος» (ἀπόδοση: Φ. Κόντογλου).
* * *
Τελειώνοντας, ἂς θυμηθοῦμε πάλι μ’ εὐλάβεια τὸ μαρτύριο τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Σήμερα, βέβαια, δὲν μᾶς ζητοῦν νὰ μαρτυρήσουμε γιὰ τὴν πίστη μας, οὔτε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶ νὰ παιδευτοῦμε γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, τιμὴ τῶν Ἁγίων εἶναι καὶ ὅταν ζεῖ κανεὶς ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι. «Τὸν δὲ καιρὸν ἐτοῦτον, λέγει ἕνας παλαιὸς συγγραφέας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν εἶναι νὰ μᾶς βιάζη εἰς τὴν πίστιν μας, μηδὲ ἀνάγκην ἔχομεν νὰ μαρτυρήσωμεν, τόσο μόνον θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἡμᾶς, ὅτι καθὼς εἶναι ἡ χριστιανικὴ τάξις, ἔτζι νὰ περιπατοῦμεν• καθὼς ἀρέσκει τὸν Χριστόν, ἔτζι νὰ περνοῦμεν• ὄχι μὲ πολυποσίαις καὶ πολυφαγίαις, ὄχι μὲ χοροὺς καὶ παιγνίδια, ὄχι μὲ συκοφαντίαις καὶ καταδοσίαις, ὄχι μὲ πορνείαις καὶ ἀσωτείαις, ὄχι μὲ φόνους καὶ μοιχείαις καὶ ἔχθραις, καὶ μὲ ἄλλα δαιμονικὰ ἔργα• ἀλλὰ μὲ σωφροσύνην καὶ παρθενίαν, μὲ ἀγάπην καὶ ὁμόνοιαν, μὲ νηστείαν καὶ ἐγκράτειαν, καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι• διότι, εἰ μὲν πολιτευώμεσθεν καθὼς ὁρίζει ὁ Χριστός, ἔχομεν καὶ μισθὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, διὰ τὰς ἑορτάς μας καὶ τὰς πανηγύρεις• εἰ δὲ περνοῦμεν τὴν ζωήν μας, κάμνοντας ὅσα ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ μισοῦν οἱ Ἅγιοι, μόνον ὅσον κοπιάζομεν καὶ μοχθοῦμεν. Διὰ τοῦτο, ἂς ποιοῦμεν καθὼς εἶναι τῆς χριστιανικῆς τάξεως, ἵνα καὶ ὁ Θεὸς εὐφραίνεται εἰς τὰ ἔργα μας, καὶ οἱ Ἅγιοι χαίρωνται εἰς τὰς ἑορτάς μας». Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο λατρεύεται ὁ Θεός, τιμοῦνται οἱ Ἅγιοί του καὶ προάγονται πνευματικὰ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, πόλις Θεσσαλονίκη•
ἀγάλλου καὶ χόρευε, πίστει λαμπροφοροῦσα,
Δημήτριον τὸν πανένδοξον ἀθλητήν,
Καὶ μάρτυρα τῆς ἀληθείας,
ἐν κόλποις κατέχουσα ὡς θησαυρόν•
ἀπόλαυε τῶν θαυμάτων τὰς ἰάσεις καθορῶσα•
καὶ βλέπε καταράσσοντα τῶν βαρβάρων τὴ θράση,
καὶ εὐχαρίστως τῷ Σωτήρι ἀνάκραξον• Κύριε, δόξα σοι.
ἀγάλλου καὶ χόρευε, πίστει λαμπροφοροῦσα,
Δημήτριον τὸν πανένδοξον ἀθλητήν,
Καὶ μάρτυρα τῆς ἀληθείας,
ἐν κόλποις κατέχουσα ὡς θησαυρόν•
ἀπόλαυε τῶν θαυμάτων τὰς ἰάσεις καθορῶσα•
καὶ βλέπε καταράσσοντα τῶν βαρβάρων τὴ θράση,
καὶ εὐχαρίστως τῷ Σωτήρι ἀνάκραξον• Κύριε, δόξα σοι.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου φαιδρύνει καὶ λαμπρύνει ὅλη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μὲ τὸ εὐῶδες ἄρωμα τοῦ μύρου του μᾶς προσκαλεῖ νὰ πᾶμε κοντά του. Νὰ διώξει καὶ νὰ γιατρέψει ἐκεῖνος, μὲ τὸ μύρο του, τὶς βρωμερὲς πληγὲς ποὺ ἀφήνει ἡ ἁμαρτία στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας. Ν' ἁπαλύνει τὸν πόνο μας καὶ τὴν ἀδυναμία μας, νὰ στερεώσει τὴν ἀδύνατη καὶ χλιαρὴ πίστη μας, νὰ μᾶς δώσει νέες δυνάμεις γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες μας, γιὰ νὰ πολεμήσουμε τοὺς ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ δαίμονος. Ἡ ἀναστροφὴ τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν κόσμο τῶν ἁγίων, εἶναι ἡ μεγαλύτερη παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση, ποὺ δίνει στὰ παιδιά της ἡ Ὀρθοδοξία.
Ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (296). Ὅταν μεγάλωσε ἀκολούθησε τὸ στρατιωτικὸ στάδιο, καὶ ἡ ἀνδρεία του ἡ μεγάλη καὶ ἡ σπάνια σύνεσή του τὸν ἀνέβασαν γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Κι ὁ βασιλιάς, ἐκτιμώντας τὴν ἀνδρεία, τὴ φρόνηση καὶ τὴ στρατηγικὴν ἱκανότητά του, τὸν διόρισε στρατηγὸ ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς Θεσσαλίας, στὴν ὁποίαν ἀνῆκε κ' ἡ Θεσσαλονίκη. Ὅμως ὁ στρατηγὸς Δημήτριος ἤτανε χριστιανός, κι ὁ βασιλιὰς εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν γυρνώντας ὁ Μαξιμιανὸς ἀπ' τοὺς πολέμους στὴν Θράκη καὶ τὴν Ἀσία, πέρασε κι ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη, οἱ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἒβλεπαν πόσους εἰδωλολάτρες κάθε μέρα ἔκαμνε χριστιανοὺς ὁ ἄρχοντας Δημήτριος, πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπαν, πὼς ὁ στρατηγὸς του ἄρχισε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ βλασφημεῖ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ κηρύχνει κρυφὰ καὶ φανερὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, Ὁ αὐτοκράτωρ κάλεσε τὸ Δημήτριο ἀνήσυχος. Εἶδε τότε, πὼς ὅλὰ ὅσὰ τοῦ εἶπαν εἶναι ἀλήθεια. Γιατί μ' ὅσα κι ἂν ἔταξε στὸ Δημήτριο, ἐκεῖνος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐλπίζοντας, πὼς θ' ἀλλάξει γνώμη καὶ πίστη, διέταξε νὰ τὸν κλείσουν σὲ μιὰ φοβερὴ καὶ βρωμερὴ φυλακή, σ' ἕναν ἀπ' τοὺς ὑγροὺς καὶ λασπώδεις θαλάμους τῶν δημοσίων λουτρῶν, κοντὰ στὸ στάδιο. Κ' ὕστερα, ὁ βασιλιάς, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, διέταξε νὰ γίνουν οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες στὸ στάδιο. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στοὺς ἀθλητάς, ξεχώριζε ἕνας γίγαντας, ὀνομαζόμενος Λυαῖος, ποὺ τὸν ἔσερνε κοντά του πάντοτε ὁ βασιλιὰς καὶ τὸν εἶχε γιὰ καμάρι γιατί μὲ ὅσους πάλεψε ὅλους τοὺς εἶχε νικήσει. Αὐτὸς ὁ γιγαντόσωμος καὶ χεροδύναμος εἰδωλολάτρης ξέσκιζε τὶς σάρκες τῶν παλαιστῶν σὰ νά 'τανε ἀρνάκια. Τὸν εἶχαν φοβηθεῖ οἱ πάντες καὶ δὲν ἔβγαινε κανεὶς νὰ τὰ βάλει μαζί του. Τότε κεῖνος ἄρχισε νὰ περπατεῖ φανταχτερὰ καὶ νὰ προκαλεῖ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἔλεγαν πὼς «παίρνουν δύναμη ἀπ' τὸ θεό τους», νὰ παλέψουν μαζί του. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα γενναῖο παλληκαρόπουλο, με χριστιανικὴ καρδιὰ καὶ πίστη, τρέχει στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς τοῦ Δημητρίου. Τοῦ λέγει πὼς ὁ Λυαῖος σκοτώνει ἀνθρώπους στὸ στάδιο, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ τὸν δυναμώσει στὴν πάλη του μὲ τὸ θεριόψυχο Λυαῖο. Ὁ Δημήτριος σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο τοῦ νεαροῦ Νέστορος καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις!» Ἡ προφητικὴ αὐτὴ φράση τοῦ Ἁγίου ἐπαλήθευσε γρήγορα καὶ ἀπόλυτα. Πῆγε ὁ Νέστωρ στὴ μέση τοῦ σταδίου καὶ εἶπε, πὼς θέλει νὰ παλέψει μὲ τὸν πανύψηλο Λυαῖο. Οἱ εἰδωλολάτραι τὸν κοίταξαν μὲ μιὰ εἰρωνεία περιφρονητική. Οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν ἀπὸ μέσα τοὺς θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεό, νὰ δυναμώσει τὸν καινούργιο Δαβίδ, γιὰ νὰ νικήσει τὸ νέο σκληροτράχηλο Γολιάθ. Ρίχνει τὸ φτωχικὸ μανδύα του ὁ Νέστωρ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν οὐρανό: «Ὁ Θεὸς Δημητρίου, βοήθει μοι!» Ὅρμησε τότε μὲ θάρρος πάνω στὸ γίγαντα. Γιὰ λίγο, οἱ ἀναπνοὲς τῶν θεατῶν σταμάτησαν. Κ' ὕστερα εἶδαν ὅλοι τὸν ἀνίκητον ὥς τώρα Λυαῖο, νὰ κείτεται νεκρὸς μέσα στὸ στάδιο. Οἱ εἰδωλολάτραι, κυριολεκτικὰ ἐφρύαξαν. Καὶ πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους, ὁ Μαξιμιανός. Δίνει ἐντολὴ τότε, νὰ βγάλουν τὸ Νέστορα ἔξω ἀπ’ τὸ στάδιο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Κ' ἔτσι ἀλήθεψε ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ, ἀπ' τὴ λύπη του ποὺ ἔχασε τὸ Λυαῖο, δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπ' τὸ θάνατο μόνο τοῦ Νέστορος. Ὁ θυμὸς του τὸν ἔφερε στὸ Δημήτριο. Καί, χωρὶς ἄλλη δίκη ἢ κρίση, δίνει διαταγὴ νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς του. Ὁ Δημήτριος εἶδε τοὺς στρατιῶτες καὶ κατάλαβε τὸ σκοπό τους. Σήκωσε τὰ χέρια του νὰ προσευχηθεῖ, καὶ τὰ κοντάρια τους τὸν βρῆκαν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου λογχίστηκε καὶ τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας πιστός, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆρε τὸ δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μανδύα του, βουτηγμένο στὸ ἅγιο αἷμα του. (Μ’ αὐτὰ ὁ χριστιανὸς αὐτός, Λοῦπος ὀνομαζόμενος, σταύρωνε τοὺς δαιμονισμένους• καὶ κάθε λογῆς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἔκανε καλά. Τὰ πολλὰ θαύματα ἔφθασαν καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ἴδια μέρα ποὺ τὸ 'μαθε, ἔδωκε διαταγὴ καὶ θανάτωσαν τὸ μάρτυρα Λοῦπο). Οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ ἔθαψαν κρυφά. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ θέλησε νὰ δοξάσει τὸν Ἅγιό του σ’ ὅλὸ τὸν κόσμο, οἰκονόμησε καὶ ἔβγαινε μύρο ἀπ' τὸ κορμὶ του τόσο πολύ, ποὺ ἔπαιρναν οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ξένοι, ὅσοι ἔρχονταν νὰ γιατρευτοῦν καὶ δὲν τελείωνε ποτέ! Τὸ ἔπιναν οἱ χριστιανοί, κι ὅ,τι ἀρρώστια καὶ ἂν εἴχανε γιατρεύονταν. Ὅλοι ἔτρεχαν στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τοὺς κάνει καλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ θὰ χρειαζόταν ὧρες ὁλόκληρες νὰ ὁμιλεῖ κανείς, γιὰ ν' ἀναφέρει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία τόσες φορὲς ἐγλύτωσε ἀπὸ πεῖνα, ἀπὸ θανατικό, ἀπὸ αἰχμαλωσία κι ἀπὸ ἄλλα δεινά. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν τιμοῦν, καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ παίρνουν τ' ὄνομά του, καὶ τοῦ χτίζουν ἐκκλησίες, καὶ πανηγυρίζουν στὴ μνήμη του. Φαίνεται, πὼς ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ σ' ἄλλες χῶρες ὑπῆρχαν ἀρχαιότερες ἐκκλησίες πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὴν Καππαδοκία λ.χ., σ' ἕνα χωριό, ὀνομαζόμενο Δρακοντιάνα, ἕνας γεωργὸς ξεπέτριζε ἕνα χωράφι του νὰ τὸ ἰσιώσει καὶ νὰ τὸ κάμει ἁλώνι γιὰ ν' ἁλωνίζει. Βρῆκε ὅμως σωροὺς ἀπὸ πέτρες, καὶ σκάβοντας εἶδε κάτι παμπάλαια θεμέλια, ἀπὸ χρόνια πολλὰ παραχωμένα μέσα στὴ γῆ. Ὁ γεωργὸς συνέχισε νὰ σκάβει. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ του ἕνα νέο καβαλάρη καὶ τοῦ λέγει: «Γιατί, ἄνθρωπέ μου, χαλνᾶς τὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ τὸ φκιάσεις ἁλώνι; Ἂν τὸ κάμεις αὐτὸ θὰ πάθεις μεγάλο κακό. Ἐγὼ πού σου μιλῶ εἶμαι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη...». Πῆγαν ὕστερα ὅλοι οἱ χωριανοὶ κ' ἔσκαψαν βαθιά, ὥσπου βρῆκαν.τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μετὰ ἔχτισαν καινούργιο ναὸ καὶ ἱστόρησαν τὸν ἅγιο Δημήτριο πάνω στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «ἐπειδὴ διὰ τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος συνεσταυρώθη μὲ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο εἶναι ἐζωγραφημένος ὁμοῦ ἐν μιᾷ εἰκόνι». Γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν «τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Σταυρικοῦ». Καὶ σ' αὐτή τὴν ἐκκλησία ὁ Ἅγιος ἔκαμε πάμπολλα θαύματα, ὅπως καὶ στὴ Θεσσαλονίκη.
Τὸ βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ βρεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, κ ἴσως δὲν πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε πιὸ πολὺ ἐμεῖς ἐδῶ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ κάμει σήμερα, εἶναι νὰ μελετήσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ' τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ἁγίου Νέστορος ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα στὶς μεγάλες λύπες μας, στὶς στενοχώριες, στὶς ἀρρώστιες, στὶς περιστάσεις ὅπου μᾶς πνίγει ὁ σύγχρονος ἄδικος καὶ σκληροτράχηλος εἰδωλολάτρης, ποὺ λατρεύει σὰν θεὸ τὸ χρῆμα του καὶ τὴν ἐξουσία του, τὴν περιουσία του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅταν μᾶς πιέζουν μὲ τὴν κίβδηλη καὶ βαρειὰ μεγαλοπρέπειά τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ, νὰ βλέπουμε τὸν μικρὸ Νέστορα καὶ τὸν Δαβίδ, καὶ νὰ μὴν φοβούμαστε τοὺς σύγχρονους Λυαίους καὶ Γολιάθ, ὅποιοι κι ἂν εἶναι. Ἐμεῖς νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Νέστωρ: «Θεὲ Δημητρίου, βοήθει μοι!» Καὶ τότε: εἴτε εἶσαι ἡ ἀδύνατη χήρα, μὲ τ' ἀνήλικα ὀρφανά• εἴτε ὁ ἄρρωστος πατέρας, μὲ μιὰ φοῦχτα ἀπροστάτευτα παιδιά• εἴτε ἡ γριούλα ἡ ἔρημη, μέσα σὲ μιὰ κρύα κάμαρη• εἴτε ὁ ρογιασμένος τσοπάνος στὸ ξεχασμένο μαντρί, ποὺ σοῦ στέλνουν μουχλιασμένο ψωμὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα• εἴτε ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ὑπάλληλος, ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐργοδότης σου καὶ πλουτίζει ἐκεῖνος μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, ἐνῶ ἐσὺ πεινᾶς καὶ ὑποφέρεις• εἴτε εἶσαι, τέλος, ἕνας ἀδύνατος σὲ γνωριμίες κοινωνικὲς κ' ἔχεις ν' ἀντιμετωπίσεις ἐχθροὺς σατανικὰ ὁπλισμένους (ἀκόμη καὶ κάτω ἀπ' τὴν ὑποκριτικὴ εὐσεβοφροσύνη τους)• — ὅποιος καὶ νὰ 'σαι, γύρισε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια σου στὸν οὐρανὸ καὶ «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου» θὰ σὲ βοηθήσει. Ὅσο κι ἂν φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς ἀνέχεται καμμιὰ φορὰ τὸ ἄδικο καὶ τὸ στραβό, εἶναι δίκαιος, καὶ τὸ πληρώνει μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ξέρει. Ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ Λυαῖος, ἂν δὲν εἶναι πάνω του ὁ φόβος καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσει. Κι ὅσο μικρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ Νέστωρ, ὅταν ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του θὰ νικήσει.
Μποροῦμε, μάλιστα, νὰ παρακαλοῦμε καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο, νὰ μᾶς λυτρώνει μὲ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸ Θεό, ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν φανερῶν καὶ τῶν ἀφανῶν ἐχθρῶν μας. Κι ἂς λέμε αὐτὸ τὸ τροπάρι ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ Ἁγίου: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως». Δηλαδή: «Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σ' ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη, καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες καὶ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως, πού μᾶς κατατρέχει, σὰν νὰ ‘μαστε σκλάβοι, καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε, κι ἀλλάζουμε ὅλο-ἕνα τόπο μὲ τόπο, καὶ πλανιόμαστε σὰν τ' ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε καὶ δός μας ἀνάπαυση, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβύσε τὴν ἀγανάκτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸν Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος» (ἀπόδοση: Φ. Κόντογλου).
Τελειώνοντας, ἂς θυμηθοῦμε πάλι μ’ εὐλάβεια τὸ μαρτύριο τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Σήμερα, βέβαια, δὲν μᾶς ζητοῦν νὰ μαρτυρήσουμε γιὰ τὴν πίστη μας, οὔτε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶ νὰ παιδευτοῦμε γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, τιμὴ τῶν Ἁγίων εἶναι καὶ ὅταν ζεῖ κανεὶς ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι. «Τὸν δὲ καιρὸν ἐτοῦτον, λέγει ἕνας παλαιὸς συγγραφέας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν εἶναι νὰ μᾶς βιάζη εἰς τὴν πίστιν μας, μηδὲ ἀνάγκην ἔχομεν νὰ μαρτυρήσωμεν, τόσο μόνον θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἡμᾶς, ὅτι καθὼς εἶναι ἡ χριστιανικὴ τάξις, ἔτζι νὰ περιπατοῦμεν• καθὼς ἀρέσκει τὸν Χριστόν, ἔτζι νὰ περνοῦμεν• ὄχι μὲ πολυποσίαις καὶ πολυφαγίαις, ὄχι μὲ χοροὺς καὶ παιγνίδια, ὄχι μὲ συκοφαντίαις καὶ καταδοσίαις, ὄχι μὲ πορνείαις καὶ ἀσωτείαις, ὄχι μὲ φόνους καὶ μοιχείαις καὶ ἔχθραις, καὶ μὲ ἄλλα δαιμονικὰ ἔργα• ἀλλὰ μὲ σωφροσύνην καὶ παρθενίαν, μὲ ἀγάπην καὶ ὁμόνοιαν, μὲ νηστείαν καὶ ἐγκράτειαν, καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι• διότι, εἰ μὲν πολιτευώμεσθεν καθὼς ὁρίζει ὁ Χριστός, ἔχομεν καὶ μισθὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, διὰ τὰς ἑορτάς μας καὶ τὰς πανηγύρεις• εἰ δὲ περνοῦμεν τὴν ζωήν μας, κάμνοντας ὅσα ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ μισοῦν οἱ Ἅγιοι, μόνον ὅσον κοπιάζομεν καὶ μοχθοῦμεν. Διὰ τοῦτο, ἂς ποιοῦμεν καθὼς εἶναι τῆς χριστιανικῆς τάξεως, ἵνα καὶ ὁ Θεὸς εὐφραίνεται εἰς τὰ ἔργα μας, καὶ οἱ Ἅγιοι χαίρωνται εἰς τὰς ἑορτάς μας». Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο λατρεύεται ὁ Θεός, τιμοῦνται οἱ Ἅγιοί του καὶ προάγονται πνευματικὰ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀνδρείους μπορεῖ νὰ βγάζει κάθε πατρίδα. Ἁγίους μόνο ἡ Ἑλλάδα.
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
«Ὁ λαός μας ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς Ἀθανασίας, γιατί ἔφτασε στὴν ἄκρη τῆς Θυσίας» (Βασίλης Ρώτας, ποιητὴς)
. Οἱ Μεγάλες Ἡμέρες τοῦ Γένους μας. Ἡ ἐθνικὴ ἐπέτειος τοῦ ’40. Περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τα, ὄχι μόνο νὰ κλαῖς, ἀλλά, κυρίως, νὰ καμαρώνεις. Λίγο νὰ σηκωθοῦμε, μᾶς ἔπνιξαν οἱ ἀναθυμιάσεις… τὸ Μνημόνιο, ἡ Τρόικα, ὁ Βενιζέλος, ἡ Βάσω, ἡ Ἄννα, πτώματα ἄταφα, χαμένα πράγματα, καντιποτένιοι ἄνθρωποι. Στρεφόμαστε, γυρίζουμε πρὸς τὴν ἱστορία, ὄχι σὰν φυγάδες ἀπὸ τὸ παρόν, μὰ γιὰ νὰ ἀντικρίσουμε νηφαλιότερα τὸ ἐπερχόμενο μέλλον καὶ νὰ παρηγορηθοῦμε λίγο. Ἰδίως τώρα ποὺ θόλωσε ὁ νοῦς μας καὶ μᾶς βρῆκε τὸ κακό, τὸ «πισωγύρισμα» στὴν ἱστορία, (ἡ καημένη ἡ γλώσσα μας, τί τράβηξε ἀπὸ τοὺς γλωσσοκόπανους τῆς δῆθεν «δημοτικιᾶς»), ἡ μελέτη, λοιπόν, τῆς ἱστορίας φρονηματίζει, «διὰ τὸ μηδεμίαν ἐτοιμοτέραν εἶναι τοῖς ἀνθρώποις διόρθωσιν τῆς τῶν προγεγενημένων πράξεων ἐπιστήμης» κατὰ τὸν Πολύβιο. Οἱ πράξεις, τὰ κατορθώματα τῶν περασμένων, διορθώνουν τοὺς ἀπογόνους καὶ ὄχι τὰ «ἀσκιὰ γιομάτ’ ἀγέρα», τὰ λόγια τὰ κούφια.
. Τὸ βλέπω μὲς στὴν τάξη. Ἐνθουσιάζονται τὰ παιδιὰ καὶ ἀποτυπώνεται στὴν μνήμη τους ἀνεξίτηλα ἡ διήγηση μιᾶς ἱστορίας, στὴν ὁποία δεσπόζει ἕνα ὡραῖο καὶ σπουδαῖο πρόσωπο. Συναρπάζονται μὲ αὐθόρμητες, ζωντανές, ἀψιμυθίωτες ἀφηγήσεις. Πανηγύρι στὴν τάξη γίνεται, ὅταν φέρνεις μπροστά τους ἱστορίες χαρούμενες, «πεποικιλμένες» μὲ ἡρωισμὸ καὶ θυσία.
. Φέτος ἔχω χαρὰ μεγάλη, γιατί δὲν ἔφτασαν ἀκόμη στὴν μικρή, ἀκριτική μας πόλη τὰ βιβλία ποὺ ἡ ἀβελτηρία (τὸ σωστὸ ἀβελτερία ἐκ τοῦ ἀ+βέλτερος) καὶ ἡ εὐήθεια τοῦ ΥΠΠΔΒΜ (ὑπουργοῦ «ποδοβολητὸ») στέρησε ἀπὸ τοὺς Ἑλληνόπαιδες.
. Δύο μῆνες τώρα διδάσκω φωτοτυπώνοντας κείμενα ἔξοχα τῶν κορυφαίων τῆς λογοτεχνίας μας, πάλαι τε καὶ ἐπ’ ἐσχάτων. Ἀπὸ τὸν Αἴσωπο καὶ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο ἕως τὸν Ἐλύτη. (Ὁμιλῶ γιὰ τὰ γλωσσικὰ ἐγχειρίδια). Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Νὰ εἶσαι τώρα δασκάλα γ´ δημοτικοῦ, νὰ ἀνοίγεις τὸ βιβλίο γλώσσας τῆς τάξης (α´ τεῦχος, σελίδα 79) καὶ νὰ διαβάζεις, ἐνώπιον τῶν μαθητῶν σου, τὸ ἀφιερωματικὸ κείμενο γιὰ τὸ ἔπος τοῦ ’40. Ἀντὶ ὅμως γιὰ μαρτυρίες Ἑλλήνων στρατιωτῶν, τῶν ἡρώων ποὺ κρατοῦσαν ὄρθιοι τὰ διάσελα τῆς Ἱστορίας, «κεῖται» ἕνα κακόμοιρο, καταθλιπτικὸ κείμενο μιᾶς δεκάχρονης ἑβραιοπούλας ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, τῆς Ροζίνας. Γράφει στὸ ἡμερολόγιό της: «Τὴν Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940 δὲν πήγαμε σχολεῖο. Εἶχε κηρυχτεῖ ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος. Ἀναστατωμένα ἤμασταν ἐμεῖς τὰ παιδιά. Οἱ Ἰταλοὶ βομβάρδισαν τὴν Θεσσαλονίκη. Στὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου γίνηκαν πολλὲς καταστροφές». Αὐτό, τίποτε ἄλλο. Ἡ γ´ τάξη δημοτικοῦ, χιλιάδες Ἑλληνόπουλα, τέτοιες ἠττοπαθεῖς γελοιότητες διδάσκονται γιὰ τὸ ἠρωϊκὸ ’40. Καὶ στὴν Ε´ ποὺ διδάσκω φέτος (α´ τεῦχος, σελ. 74) τὸ ἐπίκαιρο κείμενο τιτλοφορεῖται ὡς ἑξῆς : «Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο» καὶ ὑπότιτλο «καὶ ἐμεῖς πήγαμε στὸ ὑπόγειο». Τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, ὅταν δόνησε τὴν πατρίδα μας ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστράτευσης, ὑπῆρχε ἔστω κι ἕνας Ἕλληνας ποὺ κρύφτηκε ὀρνιθοειδῶς στὸ ὑπόγειό του; Ἦταν πανηγύρι ἐκείνη ἡ μέρα, μέθυσε ὁ λαός μας μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα, ποῦ τὸ βρῆκαν τὰ δείλαια ἀνθρωπάκια τοῦ διαβίου τὸ ὑπόγειο; Ἐπιλογὲς ἀντάξιες μίας Δραγώνα, μίας Ρεπούση καὶ τῆς «ὑψηλοτάτης» διαβιοϋπουργοῦ (χρυσοστόλιστο τίποτε μεγαλαυχίας …. καὶ τίποτε ἄλλο).
. Εἶναι γεγονὸς-παρενθέτω μία σκέψη- πὼς τὰ ἀσπόνδυλα προοδευτικὰ μαλάκια, ὡς θὰ ἔλεγε ὁ Ζουράρις, νιώθουν δυσφορία, μιὰν «ἐσωτερικὴ» ἐνόχληση καὶ ἀδιαθεσία, ὅταν ἀναφέρονται στὰ πανηγύρια τοῦ Γένους καὶ τῆς Πίστης. Πουλημένες ψυχές, χωρὶς ἰθαγένεια τόπου, Γραικύλοι ἀληθινοί, δὲν πιάνουν τὸ νόημα τῆς γιορτῆς, μετροῦν τὶς χαμένες ἐργατοῶρες ἢ τὴν «καθυστέρηση στὴν ἀναπτυξιακὴ πορεία τῆς χώρας». Θυμᾶμαι ἐκεῖνο τὸ σπιθαμιαίου (πνευματικοῦ) ἀναστήματος «πολιτικὸ ζῶον», (ἀριστοτελικὸς ὁ ὅρος), ὁ Σημίτης, νὰ πολιορκεῖται ἀπὸ δημοσιογραφικὰ μικρόφωνα, ἔξω ἀπὸ μία ἐκκλησία, ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων. (Τί μαρτύριο γιὰ κάτι τέτοιους ὁ ἐκκλησιασμός!). Τί δήλωσε ὁ… ἀθεόφοβος. «Τὰ Θεοφάνεια σηματοδοτοῦν τὴν πρόοδο τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας». Ἔτσι ἀκριβῶς. Γι’ αὐτὸ καταντήσαμε ζήτουλες τῆς Οἰκουμένης…
. Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὰ ὑποκείμενα καὶἂς πιάσουμε τὰ κείμενα. Ἐπεισόδια ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς γιορτινὲς ἡμέρες τοῦ πολέμου. Νὰ ξεθολώσει ὁ νοῦς μας λίγο, νὰ ξαποστάσουμε ἀκουμπώντας στὶς ἀετοράχες τῆς Πίνδου καὶ στὰ ψηλώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου.
. Τὸ 1960 ὁμιλητής, κατὰ τὴν ἐορτάσιμο ἡμέρα, στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν εἶναι ὁ Στρατὴς Μυριβήλης.
Ἀντιγράφω: «Εἶχε ὀργανωθεῖ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγῶνος, ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος ἀπ’ τὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα ἕνα φίλο γιατρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία καὶ πήγαινα κάπου-κάπου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ τὰ ποῦμε. Ὁ κόσμος ἔκαμε κάθε μέρα οὐρὰ γιὰ νὰ δώσει τὸ αἷμα του γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιὰ ποὺ περίμεναν τὴ σειρά τους. Μία μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπὶ τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρὸς εἶδε μέσα στὴ σειρὰ τῶν αἱμοδοτῶν, ποὺ περίμεναν, νὰ στέκεται καὶ ἕνα γεροντάκι.
- Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
- Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νὰ δώσω αἷμα.
Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία καὶ συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τὸ δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιὸ ζωηρή.
- Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τὸ αἷμα μου εἶναι καθαρό, καὶ ἀκόμα ποτές μου δὲν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πὼς οἱ δύο, πῆγαν ἀπὸ αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στὴ γυναίκα μου, θὰ ᾽ναι κι ἄλλοι πατεράδες, ποὺ μπορεῖ νὰ χάσουν τὰ παλληκάρια τους, γιατί δὲν θὰ ἔχουν οἱ γιατροί μας αἷμα νὰ τοὺς δώσουν. Νὰ πάω νὰ δώσω κι ἐγὼ τὸ δικό μου. Ἄιντε, πήγαινε γέρο μου, μοῦ εἶπε κι ἂς εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Κι ἐγὼ σηκώθηκα καὶ ἦρθα».
. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἱστορίες. Εἶναι Συναξάρια. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε ἕνα συμβὰν ἡρωισμοῦ. Ἀνέβηκαν ψηλότερα ὁ γέρος καὶ ἡ χαροκαμένη γερόντισσα, ἡ γυναίκα του. Τρία παιδιὰ χαλαλίζουν γιὰ τὴν πατρίδα. Ἀγόγγυστα, χωρὶς νὰ τὰ βάζει μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ κράτος, μὲ τὸν πόλεμο ὁ λεβεντόγερος προσέρχεται νὰ δώσει, νὰ ἀδειάσει τὸ βασανισμένο, τὸ πικραμένο του κορμὶ κι ἀπὸ τὸ λιγοστό, δικό του αἷμα. Τὸ κοινότοπον «μέχρι τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματος» ἐδῶ τὸ κατανοοῦμε.
. Ἔφτασε πολὺ ψηλὰ στὴν κλίμακα ὁ γεροέλληνας. Στὴν κορυφή της. Στὸ «οὐ λογίζεται τὸ κακόν». Στὸ «πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει». Δὲν ἔχουμε ἐδῶ τὸν κανόνα τῆς ἀρετῆς ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀρετὴ τῆς ἀνδρείας. Εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ «αὔτη ἀπόγνωσιν ἀναιρεῖ» (Κλίμαξ, Ἰωάννου Σιναΐτου). «Ἀνδρείους μπορεῖ νὰ βγάζει κάθε πατρίδα. Ἁγίους ὅμως μόνο ἡ Ἑλλάδα».
Δημήτρης Νατσιὸς
Δάσκαλος Κιλκὶς
Δάσκαλος Κιλκὶς
Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2011
Ένας μεγάλος ιατρός και άγιος του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Από την εφημερίδα «Μακεδονία», 23/10/2011
Η Ελληνική Χειρουργική Εταιρεία πρόσφατα ανακήρυξε προστάτη της τον Άγιο Λουκά, αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως της Κριμαίας. Η κίνηση αυτή φανερώνει την πίστη των ιατρών επιστημόνων αλλά και την ομολογία τους. Ο Άγιος Λουκάς υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα, ένας κορυφαίος επιστήμονας, με πλούσια έρευνα, σημαντικές και πρωτότυπες αποκαλύψεις, ήταν ο πρώτος που έκανε μεταμόσχευση οργάνων σε άνθρωπο, έσκυψε με συγκίνηση στον ανθρώπινο πόνο και εργάστηκε υπεράνθρωπα για την άρση του.
Γεννήθηκε το 1877 και εκοιμήθη το 1961. Εφέτος συμπληρώθηκαν πενήντα έτη από την εκδημία του. Γεννήθηκε στην Κριμαία και ονομαζόταν Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο Γιασενέτσκι. Δεν πτοήθηκε διόλου να δώσει την ορθόδοξη μαρτυρία του σε μία εποχή, που μάλλον ήταν η χειρότερη της ιστορίας της χώρας του. Το τυραννικό και ολοκληρωτικό καθεστώς στάθηκε ιδιαίτερα εχθρικό στην Εκκλησία και τους πιστούς της. Ο Λουκάς είχε μεγαλώσει πνευματικά στη Λαύρα του Κιέβου. Το 1903 πήρε το πτυχίο της ιατρικής και παρακολούθησε οφθαλμολογία. Το 1904 στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο εργάζεται στην Άπω Ανατολή ως χειρουργός με επιτυχία. Εκεί νυμφεύεται και από τον γάμο του αποκτά τέσσερα παιδιά. Σύντομα γίνεται παντού γνωστός για τα ιατρικά του κατορθώματα. Το 1917 συλλαμβάνεται από το άθεο καθεστώς.
Το 1920 εκλέγεται καθηγητής της ανατομίας και της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Το 1921 χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος και το 1923 επίσκοπος. Η σύζυγός του είχε εκδημήσει νέα, λόγω σοβαρής ασθένειας. Από τότε συνδύαζε τα λειτουργικά του καθήκοντα με την παράδοση των ιατρικών μαθημάτων και τη συνέχιση των εγχειρήσεων. Πάντα φορούσε το ράσο του και τον σταυρό του. Αυτό του στοίχισε ακριβά. Έτσι διώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και ταλαιπωρείται. Εξορίζεται, ασθενεί σοβαρά από καρδιακή ανεπάρκεια. Στην παγωμένη Σιβηρία λιώνει τους πάγους με την αγάπη του, συνεχίζει να εγχειρίζει ασθενείς. Χάνει την όραση του ενός ματιού του. Το 1941 με την είσοδο των Γερμανών στη Ρωσία εργάζεται εθελοντικά σε στρατιωτικό νοσοκομείο για την περίθαλψη πολλών τραυματιών.
Το 1947 γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως. Φροντίζει τους φτωχούς, θεραπεύει δωρεάν τους ασθενείς, ανοίγει τις κλειστές εκκλησίες, κηρύττει συνεχώς. Σώζονται 750 κηρύγματά του σε 5.000 σελίδες. Το 1956 τυφλώνεται. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά. Στις 11.6.1961 αναχωρεί για τον ουρανό. Το 1995 αναγνωρίστηκε άγιος από την εκκλησία της Ρωσίας. Στην Ελλάδα κυρίως έκανε γνωστό με τα βιβλία του ο αρχιμ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος. Πολλοί είναι αυτοί που τιμούν της μνήμη του για την πλούσια θαυματουργική του χάρη.
Ο Άγιος Λουκάς, παρά την τεράστια προσφορά του στον πονεμένο και φτωχό άνθρωπο, καταταλαιπωρήθηκε από το ανάλγητο καθεστώς. Στη διάρκεια της εβδομηντάχρονης σοβιετικής θηριωδίας διώχθηκαν 4.000 επίσκοποι, 250 εκτελέστηκαν, ορισμένοι θάφτηκαν ζωντανοί, 500.000 κληρικοί φυλακίστηκαν ή εκτελέσθηκαν, καθώς και πολλοί χριστιανοί μόνο και μόνο για την πίστη τους. Ο σκληρός διωγμός δεν έκανε τον άγιο να αλλάξει το φρόνημά του. Δεν προσκύνησε το κόμμα, για να τιμηθεί για τις σπουδαίες του έρευνες. Δεν φοβήθηκε τους καταδότες, τους προδότες, τους συκοφάντες, τους μυστικούς αστυνομικούς, τους άθεους και τους υλιστές.
Παρά τις πολλές διώξεις, τις άδικες φυλακίσεις, τις φρικτές εξορίες, τις παγωνιές της Σιβηρίας, δεν αγανάκτησε, δεν κάκιωσε, δεν κλείστηκε στον εαυτό του, δεν παραπονέθηκε, αλλά βοήθησε πιο πολύ τους πονεμένους συνανθρώπους του, με το νυστέρι, με το μελάνι, με τον λόγο, με την προσευχή, με το παράδειγμα και το βίωμά του. Τη γνώση, την ευφυΐα, τη μελέτη, τα χαρίσματά του τα έδωσε αφειδώλευτα στον πολύ ανθρώπινο πόνο. Ήταν ένας σπουδαίος, ένας μεγάλος ιατρός. Είναι ένας σπουδαίος, ένας μεγάλος άγιος.
Πηγή: http://www.makthes.gr/news/opinions/82083/
Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011
Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου-Ο Δούρειος ίππος της Λειτουργικής Αναγεννήσεως;(Πρεσβυτέρου Βασιλείου Σπηλιοπούλου)
ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσή του στόν 32ο κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μᾶς παρέχει μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία σχετικά μέ τό πόσο «κανονική», πόσο σύμφωνη δηλαδή μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί ἄρα πόσο δεκτή ἤ ὄχι, εἶναι ἡ Λειτουργία αὐτή. Μολονότι, λοιπόν, ὁ ἅγιος λέει ὅτι ἡ Λειτουργία αὐτή «εἶναι δεκτή», λέει ὅμως ἐπίσης ὅτι «ἠπράκτησε». Λίγο μάλιστα πιό κάτω ὁμολογεῖ ὅτι κατά τόν Μανουήλ Μαλαξό ἡ Λειτουργία αὐτή ἠπράκτησε ἀπό τούς καιρούς τοῦ Μ. Βασιλείου. Γιατί, λοιπόν, ἡ ξαφνική προσπάθεια ἐπαναφορᾶς μιᾶς Λειτουργίας τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε;Προφανῶς γιά ὑπόπτους λόγους. Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι στή χώρα μας ἡ Λειτουργία αὐτή τελέστηκε γιά πρώτη φορά τό 1894 ἀπό τόν Μητροπολίτη Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα, στήν τελετή ἐνηλικιώσεως τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου. Τελέστηκε συνεπῶς ὡς ἕνα ἐκκλησιαστικό ὑπερθέαμα ἐνώπιον τῶν παρευρισκομένων «γαλαζοαίματων». Γιά τούς ἴδιους ὅμως λόγους, γιά τόν ἐντυπωσιασμό δηλαδή τῶν πιστῶν, τελεῖται καί σήμερα καί γι’ αὐτό ὁσάκις τελεῖται διαφημίζεται καί δεόντως.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ καί τή μαρτυρία τοῦ Βαλσαμῶνος, στόν ὁποῖο βασίστηκε γιά τήν συγγραφή τοῦ «Πηδαλίου». Ἄς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Βαλσαμών γιά τή Λειτουργία αὐτή, ὅταν ἐρωτᾶται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μάρκο ἄν οἱ Λειτουργίες πού λέγεται ὅτι εγράφησαν ἀπό τους Ἀποστόλους Μάρκο καί Ἰάκωβο εἶναι δεκτές:
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπαντᾶ ὁ Βαλσαμών, γράφοντας προς τούς Κορινθίους λέει «ἀδελφοί παρακαλῶ ὑμᾶς, δι’ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τό αὐτό λέγητε πάντες, καί μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα ἦτε δέ κατηρτισμένοι ἐν τῶ αὐτῷ νοΐ, καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». Λέμε ,λοιπόν, πώς οὔτε ἀπό συνοδικό κανόνα μάθαμε γιά Λειτουργία τοῦ Μάρκου, μόνο δε ὁ 32ος τῆς ἐν Τρούλῳ λέει πώς ἔχει συντεθεῖ Λειτουργία ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. Ὅμως, ὁ 85ος τῶν ἁγίωνἈποστόλων καί ὁ 39ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ἀπαριθμῶντας τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί τά ἀποστολικά, δέν ἀναφέρουν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἤ τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἀλλά καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δέν τίς γνωρίζει καθόλου. Νομίζουμε λοιπόν, καταλήγει ὁ Βαλσαμών, ὅτι δέν εἶναι δεκτές διότι καί ἄν ἀκόμαἔχουν γραφεῖ, περιέπεσαν σέ πλήρη ἀπραξία ὅπως κι ἄλλα πολλά. Αὐτό φαίνεται ἀπό τον 85ο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τόν 2ο τῆς ἐν Τρούλῳ. Ὁ μέν ἀποστολικός ὁρίζει γιά τίς δύο ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος καί τίς διαταγές τῶν ὀκτώ βιβλίων αὐτοῦ νά ἀναγινώσκονται ἀλλά νά μή δημοσιεύονται, γιά τά μυστικά πού περιέχουν, ὁ δέ 2ος τῆς ἐν Τρούλῳ θέλει οὔτε νάἀναγινώσκονται ἐξ αἰτίας τῶν νοθεύσεων ἀπό τούς ἑτεροδόξους. Γι’ αὐτό ὀφείλουν ὅλες οἱ τοπικές Ἐκκλησίες νάἀκολουθοῦν τό παράδειγμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά ἱερουργοῦν κατά τίς παραδόσεις τῶν ΠατέρωνἸωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Διότι λέει τό 51ο κεφάλαιο τοῦ 1ου τίτλου, τοῦ 2ου βιβλίου τῶν βασιλικῶν[1] ὅτι γιά ὅσα θέματα δέν ὑπάρχει νόμος νά ἀκολουθεῖται ἡ παράδοση τῆς Νέας Ρώμης»[2]. (ἐλεύθερη ἀπόδοση)
Γεννᾶται λοιπόν τό ἐρώτημα: ἄν ἡ Λειτουργία αὐτή δέν ἔγινε δεκτή, λόγῳ νοθεύσεώς της ἀπό χέρια ἑτεροδόξων, τό 12ο αἰῶνα – τότε ἔζησε ὁ Βαλσαμών – πόσο πιό ἄδεκτη καθίσταται σήμερα καί πόσο πιό νοθευμένη πρέπει νά θεωρεῖται; Ἐξ ἄλλου ὁ Βαλσαμών μᾶς παρέχει καί μιά ἄλλη σχετική πληροφορία στήν ἑρμηνεία του στόν 32ο κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ ὅπου λέει : «σημείωσαι, ὅτι ἀπό μόνο τοῦ παρόντος κανόνος φαίνεται τήν θεία ἱεροτελεστίαν παραδοθῆναι καί ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πρώτως ἐπισκοπεύσαντος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἥτις τέως παρ’ ἡμῖν οὐδέ εὐρίσκεται, οὐδέ γιγνώσκεται ὡς ἀπρακτήσασα»[3] (ἡ ὑπογράμμιση δική μας). Στή συνέχεια μάλιστα μᾶς δίνει τήν πολυτιμότατη πληροφορία πώς ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας βρέθηκε στήν Πόλη καί ζήτησε νά τελέσει τήν Λειτουργία τοῦ Μάρκου δέν τό ἔπραξε «ἀρκεσθέντων πάντων τῆ καταθέσει καί μόνῃ τοῦ Πατριάρχου, εἰπόντος μηκέτι τοῦτο ποιῆσαι[4]». Ἰδού ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἰδού ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες. Ὁ ἕνας Πατριάρχης ἀρνεῖται τήν «ἀνανέωση» χωρίς τό κόμπλεξ νά χαρακτηριστεῖ φανατικός καί χωρίς νά ὑποχωρήσει γιά λόγους ψευδοευγένειας καί ψευδοταπείνωσης καί ὁ ἄλλος ὑπακούει ταπεινά χωρίς ἀμφισβητήσεις καί ψευτοεπιχειρηματολογία, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ἀξιοσημείωτη πάντως εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ὑπάρχει καί στα δύο παραπάνω κείμενα σχετικά μέ τους συγγραφεῖς τῶν Λειτουργιῶν Μάρκου – Ἰακώβου. Ποιά εἶναι, ὅμως, τά «ἐκσυγχρονιστικά» ἤ «ἀρχαιοπρεπῆ» σημεῖα τῆς Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου;
ΘΕΣΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Τή Λειτουργία αὐτή συνηθίζουν νά τελοῦν ὄχι πάνω στήν καθιερωμένη καί καθαγιασμένη ἁγία Τράπεζα, ἀλλά σέ ἕνα τραπέζι πού τοποθετεῖται στή μέση τοῦ Ναοῦ. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι ἀντίθετη ἀσφαλῶς μέ τήν Ἱερά Παράδοσή μας καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως μακροχρόνιο αἴτημα μερικῶν δυτικοσπουδασμένων «καθηγητῶν», κληρικῶν καί λαϊκῶν (π.Βασίλειος Θερμός[5], π.Δημήτριος Τζέρπος[6], κος Πέτρος Βασιλειάδης[7] κ.α), πού ἐπίμονα ζητοῦν τήν κατάργηση τοῦ τέμπλου καί συνεπῶς τήν διάκριση τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.Ὁ 69ος ὅμως Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ξεκαθαρίζει ὅτι τό ἅγιο Βῆμα εἶναι προορισμένο μόνο γιά τούς κληρικούς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, μάλιστα, στή 1η του ὑποσημείωση στόν παραπάνω Κανόνα προτρέπει: «ἐντεῦθεν ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομον συνήθειαν, ὅπου ἐπικρατεῖ εἰς πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχωνται λέγω, λαϊκοί μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ἥτις [συνήθεια] μή διακρίνουσα ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάμνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί ὑποκάτω εἰς τήν ποινήν τοῦ βασιλέως Ἄχαζ…»[8]. Ἄν μέ τήν εἴσοδο τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο Βῆμα καταργεῖται ἡ διάκριση τῶν χαρισμάτων, πόσο πιό εὔκολα μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι καταργεῖται μέ τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς διάκρισης τοῦ Βήματος, τήν ἰσοπέδωση τοῦ τριμεροῦς Ναοῦ, πού ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὑφίσταται, καί τήν παροχή δυνατότητος σέ ὅλους, ἄνδρες, παιδιά καί γυναῖκες, νά βλέπουν ἀπό ἀπόσταση ἀναπνοῆς ὅσα ὁ Θεός ἔδωσε στούς ἱερεῖς νά τελοῦν;
Κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης «τό μέν ἅγιο βῆμα τά ἅγια τῶν ἁγίων εἰκονίζει, τά ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν καί αὐτόν τόν οὐρανόν,۠ ἡ δε ἁγία τράπεζα τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τό σεβάσμιον μνῆμα…»[9]. Καί συνεχίζει «ὅταν δέ ἱεροτελῶμεν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ καί μάλιστα τήν φρικτήν ἱερουργίαν, τότε τό μέν θυσιαστήριον τύπον ἔχει οὐρανοῦ, ὁ δε ναός τά περίγεια σημαίνει…»[10]. Τό τέμπλο ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν σημερινή μορφή ἀπό τον 5ο κιόλας αἰῶνα, ἐνῶ πολύ νωρίτερα ὑπῆρχε ὡς χαμηλό τέμπλο. Σκοπός του δέν εἶναι ἁπλῶς νά κρύψει ἀλλά ἔχει πολύ βαθύ θεολογικό χαρακτήρα ἀφοῦ διδάσκει τούς πιστούς ὅτι ὁ Χριστός δέν ἐπιδεικνύεται ἀλλά μετέχεται, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία δέν εἶναι θέαμα ἀλλά μετοχή.
Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά ἀναφέρουμε, γιά νά φανεῖ πόσο ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί πόσο ἀθεολόγητη εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ Βήματος, ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ὄχι μόνο ὑπῆρχε τό τέμπλο, ἀλλά καί ὅτι μετά τήν Μεγάλη Εἴσοδο ἔκλειναν τά Βημόθυρα, παράδοση πού τηρεῖται μέχρι καί σήμερα στό Ἅγιον Ὅρος, σέ ἄλλες μονές, καί σέ μερικές ἐνορίες. Τηρεῖται ἐπίσης σέ ὅλες τίς ἐνορίες κατά τήν τέλεση τῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας τή Μ. Τεσσαρακοστή. Kλείονται δέ τά βημόθυρα ὥστε, κατά τον ἅγιο Χρυσόστομο, «ὄταν ἴδῃς ἀνελκόμενα τά ἀμφίθυρα, τότε νόμισον διαστέλλεσθαι τόν οὐρανόν ἄνωθεν, καί κατιέναι τούς ἀγγέλους»[11]. Οἱ πιστοί, λοιπόν, προετοιμάζονται γιά τήν ὥρα τῆς Ἀποκαλύψεως, γιά τήν ὥρα πού θά ἐμφανισθεῖ ὁ Χριστός στήν Πύλη καί θά τούς καλέσει σέ κοινωνία.
Δυστυχῶς ὅμως, καί ἄν ἀκόμα ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου τελεσθεῖ ἐπί τῆς κανονικῆς Ἁγίας Τραπέζης ἡ θέση της δέν παραμένει ἡ ὀρθή καί παραδεδομένη ἀλλά ἀντιστρέφεται, ὥστε ὁ λειτουργός ἱερεύς νά κοιτᾶ προς τόν λαό, ὅπως γίνεται καί στούς παπικούς. Ἡ πράξη αὐτή μᾶς ἀνάγει ἀπ’ εὐθείας στήν πρό τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τέλεση τῶν ἐξορκισμῶν, ὅπου ὁ ἀνάδοχος ἀποτάσσεται τό Σατανᾶ καί ὅλες του τίς ἐνέργειες στρεφόμενος πρός την Δύση καί συντάσσεται μέ τό Χριστό, ἐκπροσωπώντας τό νήπιο, στρεφόμενος πρός τήν Ἀνατολή. Ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τόν Διάβολο στή Δύση. Δυστυχῶς πρός τή Δύση στρέφεται καί ὁ καινοτόμος Λειτουργός τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου, καί ὄχι πρός τόν Χριστό. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ΗΛΙΟΣ τῆς Δικαιοσύνης πού ἔρχεται γιά νά φωτίσει καί θερμάνει, «τοποθετεῖται» στήν Ἀνατολή καί αὐτό εἶναι παράδοση ἀποστολική, ὄπως φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ὅπου λέει ὅτι «τούτου χάριν πάντες μέν ὁρῶμεν κατά ἀνατολάς ἐπί τῶν προσευχῶν, ὀλίγοι δέ ἴσμεν ὅτι τήν ἀρχαία ἐπιζητοῦμεν πατρίδα, τόν παράδεισον, ὅν ἐφύτευσεν ὁ Θεός ἐν Ἐδέμ, κατά ἀνατολάς»[12]. Ὅταν, βέβαια, καταπατοῦμε τόσο μακραίωνες παραδόσεις γιά νά «καταξιωθοῦμε» στα μάτια τοῦ κόσμου, ὅταν τό μόνο πού μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ αὐτοπροβολή, τότε σίγουρα πρέπει πρός τή Δύση νά στρεφόμεθα, διότι μόνον ὁ ἄρχοντας αὐτῆς μπορεῖ νά ἰκανοποιήσει τέτοιες ἀνάγκες. Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει ξεκαθαρίσει ὅτι «εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ γινώσκεται ὅτι ἐμέ πρῶτον μεμίσηκε. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει»(Ἰωάν. ΙΕ, 18)
ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΥΧΩΝ[13]
Μιά ἄλλη καινοτομία, ζητούμενη ἀπό τους ἀνανεωτές, πού εἰσάγεται μέ τήν «ἀρχαιοπρεπή» Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωση τῶν μυστικῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἀκόμα καί κληρικοί πού διαβάζουν μυστικῶς τίς εὐχές στή Θ. Λειτουργία, κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου παρασύρονται ἀπό τήν πρωτοτυπία καί ἀπαγγέλουν τίς εὐχές γιά νά συγκινηθεῖ καί ἐντυπωσιαστεῖ περισσότερο ὁ κόσμος. Οἱ εὐχές ὅμως τῆς Λειτουργίας διαβάζονταν μυστικῶς ἀπό τον πρῶτο αἰῶνα μέχρι καί σήμερα.Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στή μελέτη του «Περί τῶν ἱερῶν μνημοσύνων» φανερώνει τή μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν παραπέμποντας στόν ἅγιο Διονύσιο, μαθητή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τάς μυστικάς εὐχάς καί εὐλογίας, τάς ἐπικλήσεις τάς ἁγιαστικάς καί τελειωτικάς τῶν μυστηρίων ἐξ ἀγράφου παραδόσεως ἐν τῶ Ζ΄ Κεφαλαίῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας λέγει εἶναι – τάς δε τελεστικάς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτόν ἐν γραφαῖς ἐφερμηνεύειν, οὔτε τό μυστικόν αὐτῶν, ἤ τάς ἐνεργουμένας ἐκ Θεοῦ δυνάμεις, ἐκ τοῦ κρυφίου προς τό κοινόν ἐξάγειν, ἀλλ’ ὡς ἡ καθ’ ἡμᾶς ἱερά παράδοσις ἔχει, ταῖς ἀνεκπομπεύτοις μυήσεσιν αὐτάς ἐκμαθών»[14]. Ἀπό τόν ἀρχαιότατο ἅγιο Διονύσιο μέχρι τον σύγχρονο ἅγιο Νεκτάριο ἡ Ἐκκλησία δέν συζητοῦσε τό θέμα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, διότι ἡ μυστική ἀνάγνωση ἦταν αὐτονόητη, ἀφοῦ ὅλοι σέβονταν αὐτό πού παρέλαβαν ἀπό τούς προηγουμένους μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση χωρίς νά τό κρίνουν καί νά πολυπραγμονοῦν.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, στό Πηδάλιο λέει ἀκριβῶς τά ἴδια παραπέμποντας καί αὐτός στόν ἅγιο Διονύσιο καί συμπεραίνει ὅτι «…ὅθεν ἡ πράξις τῆς Ἐκκλησίας ἀείποτε μυστικῶς, καί οὐχ ἐκφώνως, ὡς τά κυριακά λόγια, ἀναγινώσκουσα τάς εὐχάς ταύτας, τήν σιωπημένην καί ἄγραφον καί μυστικήν ταύτην παράδοσιν αἰνίττεται»[15]. Ἀκόμα καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, στήν ἑρμηνεία του στή Θεία Λειτουργία, λέει ὅτι «ὁ ἱερεύς ἔνδον εὐχήν ποιεῖται ἡσυχῆ καί καθ’ ἑαυτόν»[16], «ὑποχρεώνοντας» τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης νά θαυμάσει τήν ἀρτιότητα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί νά πεῖ: «βλέπεις πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξις καί ὅτι ὡς διά μεσίτου τοῦ ἱερέως, ὅστις εὔχεται ἔνδον μυστικῶς, ἀναφέρονται αἱ δεήσεις τοῦ λαοῦ πρός τόν Θεόν»[17];.
Ὁ ἅγιος Συμεών, βέβαια, ἀναφέρει καί ἕνα ἄλλο ἀμέτρητο πλῆθος μαρτυριῶν γιά τίς μυστικές εὐχές ὄχι μόνο στή Θεία Λειτουργία ἀλλά σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια ὅπως γιά τήν πρώτη εὐχή τοῦ Βαπτίσματος (ὁ ἀρχιερεύς τότε καθ’ ἑαυτόν προσευχόμενος»[18]), γιά τήν δεύτερη εὐχή τοῦ εὐχελαίου (« Μετ’ αὐτήν καί ἄλλη δευτέρα μυστικῶς»[19]), γιά τήν εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας ( «κλίνωμεν τάς κεφαλάς, εἰς σχῆμα δουλείας καί ἱκεσίας…Διά τοῦτο καί ἐπεύχεται μετ’ εὐλαβείας καί σιωπῆς συστελλόμενος καί φοβούμενος, ἐν ᾧ ὁμιλεῖ καί μεσιτεύει προς τον Θεόν…»[20] ), γιά τήν ἀκολουθία τῆς Τριθέκτης, ἡ ὁποία «τύπον ἀποσώζει τῆς καθολικῆς μεγάλης ἱερᾶς λειτουργίας ἕως τήν μεγάλην εἴσοδον»[21] ( στό σχεδιάγραμμά της συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν φράση «ὁ ἱερεύς μυστικῶς»).
Τέλος, ὁ Μ. Βασίλειος, στόν Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγο του, ὑπεραμυνόμενος τῶν ἀγράφων, ἀποστολικῶν παραδόσεων, καταρρίπτει τόν ἀνόητο ἰσχυρισμό ὅτι τό «μυστικῶς» ἀναφέρεται στήν «μυστική βίωση» καί ὄχι στόν τρόπο ἀναγνώσεως. Ἀπαντώντας, λοιπόν, στό ὑπό πολλῶν τεθέν ἐρώτημα ἀπό ποῦ παραλάβαμε μερικές ἀποστολικές παραδόσεις ἀπαντᾶ ἀναρωτόμενος «οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καί ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καί ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνοι διδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τά σεμνά σιωπῇ διασώζεσθαι; Ἅ γάρ οὐδ’ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀμυήτοις, τούτων πῶς ἄν εἰκός τήν διδασκαλίαν ἐκθριαμβεύειν ἐν γράμμασιν; Οὗτος ὁ λόγος τῆς τῶν ἀγράφων παραδόσεως, ὡς μή καταμεληθεῖσαν τῶν δογμάτων τήν γνῶσιν εὐκαταφρόνητον γενέσθαι τοῖς πολλοῖς διά συνήθειαν»[22]. Ἕνας Μέγας Βασίλειος, αἰσθάνεται τή συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀνάγκη νά ὑπακούσει καί νά σεβασθεῖ ὅσα παρέλαβε, σέ ἀντίθεση μέ τούς σημερινούς πολύ μικρούς «βασιλείους», σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐπιδόξους «ἀνανεωτές» τῆς Λατρείας μας, οἱ ὁποῖοι ὅλα τά περιεργάζονται, ὅλα τά ἀμφισβητοῦν, τίποτα δέν τους ἀναπαύει καί τίποτα δέν υἱοθετοῦν.
Τέλος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταρρίπτει τό περί «μυστικῆς βιώσεως» φέροντας ὡς ὑπόδειγμα προσευχῆς τήν προφήτιδα Ἄννα, μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, λέγοντας ὅτι «τοῦτο γάρ ἐστι μάλιστα εὐχή ὅταν ἔνδον αἱ βοαί ἀναφέρονται. Τοῦτο μάλιστα ψυχῆς πεπονημένης, μή τῶ τόνῳ τῆς φωνῆς, ἀλλά τῆ προθυμία τῆς διανοίας τήν εὐχήν ἐπιδείκνυσθαι. Οὔτω καί Μωϋσῆς ηὔχετο, διό καί μηδέν αὐτοῦ φθεγγομένου, φησίν ὁ Θεός τί βοᾶς προς με; Ὁ δέ Θεός πρό ταύτης τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει»[23]. Μάταια φωνάζουν, λοιπόν τίς εὐχές μερικοί ἱερεῖς καί μάλιστα τόσο δυνατά ὥστε, καί μέ τή χρήση τῆς τεχνολογίας, νά ἀκοῦν τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας ὄχι μόνον οἱ λαϊκοί πού μετέχουν στήν Λειτουργία ἀλλά καί ἀλλόπιστοι, καί ἄνθρωποι πού κοιμοῦνται ἤ βρίσκονται σέ καθημερινές ἀνάρμοστες πρός τήν ἱερότητα τῆς Θ. Λειτουργίας ἀσχολίες, μέσῳ τοῦ Ραδιοφώνου καί τῶν μεγαφώνων. «Ὁ Θεός τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει».
Οἱ πιστοί ἑκατοντάδες χρόνια τώρα βιώνουν τό Θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας, διδαγμένοι ἀπό τίς Ἀσώματες δυνάμεις, σιωπηλά, «καθώς καί οἱ Ἄγγελοι ἀσωμάτως μεταδίδονται ἀλλήλοις τήν Θείαν γνῶσιν καί ὁμιλοῦσιν ἐπίσης νοερῶς χωρίς γλώσσης[24]», βιώνουν δηλαδή ὡς Σῶμα Χριστοῦ τήν Λειτουργία, ὡς πρόσωπα καί ὄχι ὡς ἄτομα πού προσπαθοῦν καθένας μόνος του νά κατανοήσει μέ τό μυαλό τά τελούμενα. Δέν μένουν ἀποσπασμένοι ἀπό τό Σῶμα, ἀφοσιωμένοι στό βιβλιαράκι τους καί «παρακολουθώντας», ὅπως διδάσκουν οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις, ἀλλά ἀφήνονται καλύτερα στήν συμμετοχή ἐκ βάθους καρδίας.
Ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ἀναφέρει γιά τίς ἐκφωνήσεις τῶν ἱερέων κάποια στοιχεῖα πού δέν ἀφήνουν τό παραμικρό περιθώριο σέ ὅσους θέλουν νά ὑποτιμήσουν τήν συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή Λατρεία. «Εἰκονίζει, λοιπόν, ἡ φωνή τοῦ ἱερέως εἰς τούς δεομένους μιάν ἀπόκρισιν θείαν καί προξενεῖ πληροφορίαν βεβαίας ἐλπίδος εἰς τήν ψυχήν τῶν νοούντων. Κοινωνεῖ δέ τρόπον τινά εἰς τόν ἴδιον καιρόν ὁ ἱερεύς τῶν ὠδῶν καί δεήσεων ἡμῶν διά τῆς ἐκφωνήσεως, καί ἡμεῖς ὁμοίως κοινωνοῦμεν τῶν εὐχῶν αὐτοῦ δίδοντες ἀκρόασιν μέ σιγήν εἰς τάς ἐκφωνήσεις καί προσεπιφωνοῦντες καί ἡμεῖς κἄν τό ἀμήν»[25].
Συνοψίζοντας, λοιπόν, συνοψίζουμε τό τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι «οὐδέ γάρ ὅλως μυστήριον τό εἰς δημώδη καί εἰκαῖαν ἀκοήν ἔκφορον»[26] καί τό «μανιφέστο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «δέχομαι τά εἰρημένα, οὐ πολυπραγμονῶ τά σεσιγημένα, κατανοῶ τά ἀποκαλυφθέντα, οὐ περιεργάζομαι τά συγκεκαλυμμένα,۬ διά τοῦτο γάρ συγκεκάλυπται»[27].
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ἀγνοώντας ὅμως οἱ ἐπίδοξοι «ἀνανεωτές» ὅλα τά παραπάνω ἰσχυρίζονται ἀκριβῶς ὅτι στήν Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου ὁ λαός μετέχει καλύτερα ἐπειδή ἀκριβῶς βλέπει καί ἀκούει τά πάντα. Ἐξυπηρετεῖ συνεπῶς καί σ’ αὐτό τό σημεῖο τούς τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», οἱ ὁποῖοι ἐκτός τῶν ἄλλων ζητοῦν καί τήν μεγαλύτερη συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή Λειτουργία ἐννοώντας, μαζί μέ την ἀκρόαση καί ἐποπτεία τῶν πάντων, τήν συμψαλμωδία. Ἄλλη μιά προτεσταντικογενής παρανόηση!Τό παραμύθι τῆς μή συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ προσβάλλει τόν ἴδιο τόν εὐλογημένο λαό τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ δέν ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ὡς συλλειτουργία καί συμψαλμωδία πού συμβαδίζει μέν μέ τήν προτεσταντίζουσα «γενική ἱερωσύνη», ἀλλά ὡς ἑκούσια μετοχή ἑκάστου μέλους τοῦ Σώματος, ὡς ἀνάπτυξη καί καλλιέργεια τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματός του. Καί αὐτό εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό τήν συμψαλμωδία.
«Οἱ μέν ἱερεῖς, ἅμα ἀρχίσωσι τούς Θείους ὕμνους ἔσωθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τά περί τόν Θεόν πρώτας τάξεις τῶν Ἀγγέλων εἰκονίζουσιν, οἱ δέ διάκονοι μέ τούς ἀναγνώστας καί ὑμνωδούς, οἱ ὁποῖοι κατά τήν τάξιν διαδέχονται τούς Θείους ψαλμούς καί τάς ἱεράς Γραφάς τήν μέσην χορείαν τῶν οὐρανίων ταγμάτων ἐμφαίνουσι. ὅλος δέ ὁ λαός, εὐσεβής ὤν καί ὀρθός κατά τήν πίστιν ἑνώνεται ἐξ ἰδίας προαιρέσεως ψυχῆς μέ τούς μελωδοῦντας καί ζητᾶ ἀπό τοῦ Θεοῦ ἔλεος»[28]. Ἰδού τό κριτήριο γιά τή συμμετοχή ἤ μή τοῦ λαοῦ: Ἡ προαίρεση γιά συμμετοχή σ’ αὐτό πού ὁ ψάλτης ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ ζητεῖ, καί ὄχι ἡ συμψαλμωδία. Ἡ τράπεζα τῆς Θείας Λειτουργία «γέμει» καί ὅποιος θέλει ἀπολαμβάνει τῆς πνευματικῆς τροφῆς στό μέτρο πού θέλει καί βιώνει κατά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως καί τήν ἐπιθυμία του. Ἀπόλυτο πνεῦμα ἐλευθερίας!
Ὁ ἅγιος Συμεών ὅμως καί πάλι μᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ συμψαλμωδία ἀντίκειται στήν λειτουργία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί στή διάκριση τῶν χαρισμάτων τοῦ Σώματος. «Ἐπειδή μιμεῖται ἡ Ἐκκλησία τῶν ἄνω ἀγγέλων τήν εὐταξίαν, διά τοῦτο καθώς καί ἐκείνοις εἶναι διάφορος ἡ τάξις καί ὁ βαθμός, καί οἱ πρῶτοι μέν τῆ τάξει ἀμέσως μετέχουσι τοῦ Θείου Φωτός, οἱ δεύτεροι δέ διά τῶν πρώτων καί οἱ τελευταῖοι διά τῶν μέσων, καθώς ἑρμηνεύει ὁ σοφός εἰς τά Θεία Διονύσιος. ὁμοίως καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὁ μέν ἱεράρχης ἀμέσως εἰς ἱεράν προσεγγίζει τράπεζαν, οἱ δε ἱερεῖς καί οἱ λειτουργοί διά μέσου αὐτοῦ τοῦ ἀρχιερέως, διά δε τῶν ἱερέων καί λειτουργῶν μετέχουσι καί οἱ λαϊκοίτῆς φρικτῆς κοινωνίας καί τῶν ἱερῶν ὕμνων[29]» (δική μας ὑπογράμμιση). Καί διδάσκει ὁ ἅγιος Συμεών ὅτι «διά τοῦτο καί ἕκαστος πρέπει νά φυλάξη τήν τάξιν, καθώς καί ὁ Παῦλος παραγγέλει λέγων, ἕκαστος ἐν ᾗ ἐκλήθη τάξει ἐν αὐτῇ μενέτω, διά νά εὑρίσκεται περισσότερον εἰς αὐτόν τό θεμέλιον τῶν ἀρετῶν, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὁποία καί εἰς τους ἀγγέλους εἶναι καί ἐν τῶ μέλλοντι θέλει εἶναι»[30]. Τί κάνουν, λοιπόν, ὅσοι προπαγανδίζουν μιά ὑποτιθέμενη ἐνεργώτερη συμμετοχή τοῦ λαοῦ; Ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ φεμινίστριες: ξεσηκώνοντας τόν λαό νά διεκδικήσει ἀνύπαρκτα δικαιώματα τόν ὁδηγοῦν στήν ὑπερηφάνεια καί ἔτσι ἡ Λατρεία ἀντί γιά σωτήρια καταντᾶ μοιραία. Ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μιά ἐωσφορική πτώση καί τίποτα ἄλλο.
ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ
Ὡς προέκταση τῆς δῆθεν ἐνεργότερης συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἔγινε συνήθεια οἱ πιστοί νά κοινωνοῦν ὅπως οἱ ἱερεῖς, νά λαμβάνουν δηλαδή ξεχωριστά τό Σῶμα καί ξεχωριστά τό Αἷμα τοῦ Κυρίου. Πολλές δε φορές οἱ πιστοί λαμβάνουν καί μέ τό χέρι τόν ἅγιο Ἄρτο. Ὁ τρόπος ὅμως αὐτός μεταδόσεως, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποκλείει φυσικά τά μικρά παιδιά ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ καινοτομία ἀνεπίτρεπτη, εἶναι καί ἰδιαιτέρως ἐπικίνδυνος ἀφοῦ ὁ λαός μας δέν ἔχει συνηθίσει, καί καλῶς δέν ἔχει συνηθίσει, νά κοινωνᾶ ἔτσι. Πειραματιζόμαστε καί «παίζουμε» ἐν οὐ παικτοῖς.Ὁ ἅγιος Συμεών λέει σχετικά ὅτι « ὁ δέ ἀρχιερεύς δίδει εἰς τούς προσελθόντας διά τῆς λαβίδος τήν Μετάληψιν, κατά τήν ὁπτασίαν καί τοῦτο τοῦ Ἡσαΐου. Ἐπειδή δέν πρέπει ὅλοι νά μετέχωσι, ὡς εἴπομεν, ἀμέσως τῶν Θείων καί φρικτῶν, ἀλλά πρέπει εἰς τά θεῖα νά εὐλαβώμεθα καί νά συστελώμεθα…»[31] καί ὅτι «οἱ λοιποί δέ ἔξω τοῦ βήματος κοινωνοῦσιν, οὔτε εἰς τάς χεῖρας τόν Θεῖον ἄρτον λαμβάνουσι ὡς ὑποκείμενοι εἰς τήν τάξιν, ἐπειδή εἶναι τοῦ ἐσχάτου βαθμοῦ καί ἄν ἤθελον τούς ὑπερέχει κατά τήν ἀρετήν»[32] μιλώντας γιά τούς ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες καί λαϊκούς.
Ἡ ἐξήγηση ὅμως τῆς εἰσαγωγῆς αὐτοῦ τοῦ καινοφανοῦς τρόπου μεταλήψεως ἔρχεται ἀπό τό στόμα τοῦ π. Δημητρίου Τζέρπου, λειτουργιολόγου, ὑπερμάχου τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» καί συνεπῶς καί τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου. Ὁ π. Δημήτριος ἀναφερόμενος στήν ξεχωριστή μετάληψη λέει ὅτι «πρόκειται ἴσως γιά τήν πιό πολύτιμη ἐμπειρία ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού μᾶς διασώζει ζωντανή ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου καί ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή βάση γιά τήν ἀντιμετώπιση ἀναλόγων συγχρόνων προβλημάτων»[33]. Κατ’ ἀρχήν καί μόνο ὁ ὅρος «ἀρχαία ἐκκλησία», ἀλλά καί ἡ ἐμμονή σ’ αὐτό πού ὀνομάζεται ἔτσι, δείχνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στήν πραγματικότητα δέν πιστεύουν σέ μιά ζωντανή Ἐκκλησία ὅπου τό Ἄγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί Τήν κατευθύνει ἀλλά κατά ἕνα φονταμεταλιστικό τρόπο πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία πέθανε καί μόνο ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων χρόνων ἦταν ζωντανή καί αὐθεντική. Ἐξάλλου δέν εἶναι ἀνόητο νά λέμε ὅτι κάτι ἐντελῶς πρακτικό εἶναι «ἡ πιο πολύτιμη ἐμπειρία»; Ἄν ἦταν ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε εἰσάγει τήν λαβίδα ἀπορρίπτοντας τόν ξεχωριστό τρόπο μεταδόσεως. Γιατί λοιπόν τόση σημασία σέ κάτι τόσο πρακτικό;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ἴδιος ἱερεύς ἀποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τούς λόγους βίαιης ἐπαναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου πού εἶναι καί οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους κάποιοι θέλουν ὅλα νά ἀλλάξουν. Γράφει ὁ π.Δημήτριος ὅτι «θέμα μετάδοσης ἀσθενειῶν διά μέσου τῆς Θ. Κοινωνίας δέν τίθεται γιά τήν Ἐκκλησία… Τό μόνο πού τίθεται στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ψυχολογική διευκόλυνση τῶν ὀλιγοπίστων χριστιανῶν κατά τήν προσέλευσή τους στή Θ. Κοινωνία»[34].
Ἔχουμε δικαίωμα νά ἐνισχύουμε τήν ὀλιγοπιστία τῶν πιστῶν (μάλλον ἀπίστων); Ἄν ἔχει κανείς τέτοιους λογισμούς ἤ δέν πιστεύει στή Θεότητα τοῦ Κυρίου, ἤ δέν πιστεύει ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι Αὐτός ὁ Κύριος, καί στίς δυό περιπτώσεις, δέν μπορεί νά κοινωνήσει, δέν ἔχει νόημα νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ποιοί εἶναι αὐτοί ὅμως πού παρότι δέν πιστεύουν ἔρχονται νά κοινωνήσουν; Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται τίς παραμονές τῶν μεγάλων ἐορτῶν, ἐντελῶς ἀπροετοίμαστοι, χωρίς νά ἔχουν ἐξομολογηθεῖ, χωρίς νά ἔχουν συναίσθηση, ἔχοντας, ἴσως, πάρει πρωτύτερα καί το πρωϊνό τους ἁπλά γιά τό καλό, ἤ γιατί τούς ἔστειλε ἡ «εὐσεβής» γιαγιά ἤ ἀκόμα καί γιά νά ὑπάρχει στίς ἑορτές τους καί λίγος Χριστούλης Αὐτούς, λοιπόν, τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται γιά τό ἐτήσιο καθῆκον τους τίς περισσότερες, μάλιστα, φορές ἀρκετή ὥρα μετά τήν ἀπόλυση τῆς Θ. Λειτουργίας πρέπει νά τούς διευκολύνουμε ἀκόμη περισσότερο; Σέ τί θά τούς βοηθήσει αὐτό παρά στήν ἐνίσχυση τῆς ἀπιστίας τους; Μήπως ὀφείλουμε, ὡς σωστοί πατέρες, ἀπό ἀγάπη νά τούς ἐμποδίσουμε ἀπό τή Θεία Κοινωνία πού μπορεῖ ἀκόμα καί νά τους θανατώσει καί κατά τήν ψυχή ἀλλά καί κατά τό σῶμα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες;
ΑΜΦΙΑ
Μία ἀκόμα ἀπό τίς καινοτομίες πού εἰσάγει ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι καί ἡ πρωτοτυπία τῶν ἀμφίων. Οἱ «ἀνανεωτές» πολλές φορές ἔχουν ζητήσει ἐκτός ἀπό τήν κατάργηση τοῦ ράσου καί τήν ἀλλαγή στα ἱερά ἄμφια. Ἐκεῖνο πού οὐσιαστικά θέλουν νά πετύχουν εἶναι ἡ κατά τό δυνατόν ἐξομοίωση μέ τά ἄμφια τῶν παπικῶν ὥστε τά βήματα πρός τήν ἕνωση νά φαίνονται λιγότερα. Μέ τή Λειτουργία λοιπόν αὐτή τό ζητούμενο ἔρχεται πιό κοντά ἀφοῦ, κατ’ αὐτήν, πολλοί λειτουργοί καί μάλιστα ἀρχιερεῖς, φροντίζουν νά φοροῦν διαφορετικά ἄμφια. Γιά παράδειγμα ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν πολλές φορές τελεῖ τήν Λειτουργία ὄχι μέ τόν καθιερωμένο ἀρχιερατικό σάκκο ἀλλά μέ τό ἱερατικό φαιλόνιο καί ὠμοφόριο σάν αὐτό πού βλέπουμε στίς ἁγιογραφίες, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι αὐτά ἦταν τά ἄμφια τῆς ἐποχῆς. Ἐκεῖνο βέβαια πού ξεχνοῦν ὅσοι χρησιμοποιοῦν τό ἐπιχείρημα αὐτό εἶναι ὅτι οἱ ἱερείς τῆς ἐποχῆς δέν πήγαιναν νά λειτουργήσουν μέ πανάκριβα αὐτοκίνητα. Μιμούμαστε τήν ἐποχή καί τους ἁγίους μόνο στήν ἐνδυμασία ἀντί νά τούς μιμηθοῦμε στή ζωή καί τά ἔργα.Πάντως ἡ καθιέρωση τῆς αὐθαιρεσίας αὐτῆς βολεύει τούς ἀνανεωτές πού εὔκολα μποροῦν νά τήν μιμηθοῦν γιά νά ἐπιβάλλουν τελικῶς τήν ὁμοιομορφία μέ τους παπικούς πού θέλουν. Ὁ π. Δημήτριος Τζέρπος χαρακτηριστικά μᾶς λέει γιά τά ἄμφια πού χρησιμοποιοῦνται στη Λειτουργία αὐτή : «ἄμφια λιτά, τελετουργικές κινήσεις μέ φυσική ἐκφραστικότητα, ἀπαλλαγμένες ἀπό τό φόρτο τῶν μεταγενέστερων περίπλοκων συμβολισμῶν»[35]. Ἔτσι αἰσθάνονται οἱ «ἀνανεωτές» ὅταν λειτουργοῦν ἤ μετέχουν στη Θεία Λειτουργία; Φορτωμένοι ἀπό συμβολισμούς; Καί μποροῦν ὅταν στήν κυριολεξία τρώγονται μέ τά ροῦχα τους (γράφε ἄμφια) νά βιώσουν τό θαῦμα τῆς Θ.Λειτουργίας καί νά μιλήσουν γιά την ἄνωθεν εἰρήνη; Ἀπορίας ἄξιο!
Τί λένε οἱ πατέρες γιά τον «φόρτο» τῶν συμβολισμῶν; Ὅλοι ἀναφέρουν ἑρμηνεύοντας τήν Θεία Λειτουργία ὅλους τούς ὑπάρχοντες σ’ αὐτήν ἁγίους συμβολισμούς πού βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο ὅ,τι βλέπει μέ τά σωματικά μάτια νά τό ἀναγάγει σέ πολύ ὑψηλότερες ἔννοιες, ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις νά τόν ὁδηγεῖ σέ μνήμη Θεοῦ, ὅπως διδάσκουν οἱ νηπτικοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Συμεών ὅμως δέν ἀρκεῖται νά μᾶς δώσει τούς συμβολισμούς ἀλλά προσθέτει ὅτι «αὐτά τά τοιαῦτα σημαίνουσι καί ἀκόμη μεγαλύτερα ὅ,τι δύναται τις νά ἐννοήση διά τά Θεῖα»[36]. Διαβάζοντας ἐξάλλου τήν περιγραφή τῶν ἀρχιερατικῶν ἀμφίων, τῶν κατασκευασμένων μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ, στήν Παλαιά Διαθήκη, θά διαπιστώσει ὅτι ἡ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, πού τόσο ἐνοχλεῖ τούς «ἀνανεωτές», μοιάζει μέ κουρέλι μπροστά στήν μεγαλοπρέπεια πού ζητᾶ ὁ Θεός. Τέλος οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνανεωτῶν ὅτι τά ἄμφια πρέπει νά εἶναι ὅλα λευκά, καί μάλιστα τό στιχάρι, ἔρχεται σέ ἀντίθεση καί μέ τήν πολύχρωμη στολή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέ τίς στολές συγχρόνων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καί πολύχρωμα στιχάρια καί στολές φοροῦσαν καί μεγαλοπρεπῶς λειτουργοῦσαν.
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ἡ τελευταῖα καινοτομία πού εἰσάγει στή λειτουργική ζωή ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι τό παλαιοδιαθηκικό ἀνάγνωσμα πού ἀναγινώσκεται κατά τήν τελεσή της καί πού ἀποτελεῖ καί αὐτό πάγιο αἴτημα τῶν «ἀνανεωτῶν» καί γιά τίς ἄλλες Λειτουργίες. «Γίνεται εὐρύτατα λόγος καί γιά την ἐπαναφορά τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ ἀναγνώσματος στή Θεία Λειτουργία», μᾶς λέει ὁ π. Δημήτριος Τζέρπος, ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα μᾶς ἐνημερώνει ὅτι τό θέμα ἔχει συμπεριληφθεῖ γιά νά συζητηθεῖ στη μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο[37].Δέν εἶναι ὑποκρισία ὅμως νά συζητᾶμε κάτι τέτοιο ὅταν ἔχουμε περικόψει τά ἀναγνώσματα τῶν πανηγυρικῶν ἑσπερινῶν γιά νά μπορέσει ὁ ἱεροκήρυκας νά μιλήσει ἀκόμα περισσότερο παίζοντας μέ τά νεῦρα μας κολακεύοντας τόν ἐπίσκοπό του, ὅταν ἔχουμε περικόψει τά παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα τῶν παραμονῶν τῶν μεγάλων ἑορτῶν καί διαβάζουμε μόνον τρία ἀπό τά 10 καί πλέον, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τό Ψαλτήρι, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τήν στιχολογία τῶν βιβλικῶν ὠδῶν στούς κανόνες τοῦ ὄρθρου, ἀλλά καί τίς στιχολογίες τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν δέν ψάλλουμε τούς κανόνες πού ἔχουν συχνές ἀναφορές στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τά Τυπικά τῆς Θείας Λειτουργίας καί τό παλαιοδιαθηκικό Κοινωνικό πού τό ἀντικαταστήσαμε μέ τραγουδάκια βάλς σάν τό «ἁγνή Παρθένε» πού ναί μέν συνέγραψε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὄχι ὅμως γιά νά ἀντικαταστήσει τό κοινωνικό. Ἄς ἐπαναφέρουμε ΟΛΑ τά παλαιοδιαθηκικά στοιχεῖα τῆς Λατρείας καί τότε ἄς συζητήσουμε καί γιά ἄλλα.
Ἐν κατακλεῖδι ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου περιέχει ὅλα ὅσα ζητοῦν οἱ «ἀνανεωτές» κρυμμένα πίσω ἀπό τόν δούρειο ἵππο τῆς «ἀρχαιοπρέπειας». Ὅμως κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά πειράζει τήν Λατρεία καί νά μεταίρει ὅρια αἰώνια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες. Τέλος πρέπει νά ἀπαντήσουμε σέ ὅσους ὑποστηρίζουν ὅτι μόνο τά δόγματα δέν ἀλλάζουν ἐνῷ ὅλα τά ἄλλα ἐπιδέχονται ἀλλαγῶν, μέ τά λόγια τοῦ Μ. Βασιλείου «εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιϊστῶντες τό κήρυγμα»[38] καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «Παράδοσις ἐστίν μηδέ πλέον ζήτει»[39].
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στις ἐπόμενες σελίδες ἀποδεικνύονται στήν πράξη τά ὅσα ὑποστηρίξαμε στό κείμενο περί τῆς λεγομένης Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου. Ἀποδεικνύεται μέ τόν πιό αδιάψευστο τρόπο τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπαναφορά τῆς Λειτουργίας αὐτῆς δέν ἔχει ἄλλο σκοπό παρά νά φέρει μιά βίαιη ἀνανέωση στή Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνανέωση πού μέ τή σειρά της ἔχει ὡς μοναδικό σκοπό νά ἀρθοῦν οἱ Λειτουργικές διαφορές μέ τους παπικούς καί νά ἐπέλθει γρηγορότερα καί μέ ὅσο τό δυνατόν λιγότερες ἀντιδράσεις ἀπό τους Πιστούς ἡ ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν». Ἡ Μία, ὄμως, Ἁγία καί Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ὀργανισμός, ἑταιρεία ἤ θρησκεία γιά νά συζητᾶ γιά ἕνωση ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια. Ἡ δέ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκλησίας μας εἶναι τόσο τέλεια πού δέν χρειάζεται τήν παραμικρή ἀλλαγή, ἀλλά ἀρκεῖ κανείς νά τή ζήσει, ἀρκεῖ κανείς νά ἀφεθεῖ σ’ αὐτήν γιά νά καταλάβει τό πόσο εὔκολα σέ φέρνει σέ Κοινωνία μέ τόν ἴδιο τό Θεό.Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού χρειάζεται, ἄν δέν βιώνουμε τήν τελειότητα τῆς Λατρείας μας ἔτσι, δέν εἶναι νά ἀλλάξουμε τή Λατρεία ἀλλά τόν ἑαυτό μας. Τόσοι καί τόσοι ἅγιοι ἔχουν γίνει οἱ κρίκοι τῆς Παράδοσης αὐτῆς τῆς Λατρείας καί ὁμολόγησαν τήν τελειότητά της. Τόσοι καί τόσοι θνητοί ἄνθρωποι βίωσαν αὐτήν τήν τελειότητα καί κέρδισαν τήν ἀθανασία, ἔγιναν μέσα ἀπό αὐτήν Θεοί κατά Χάριν. Οὔτε ἔνας ἅγιος δέν τόλμησε νά πειράξει ἤ νά γκρινιάξει ἔστω γιά τήν Θεοπατροπαράδοτη Λατρεία μας. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, πού θέλουν ἀλλαγές καλό θά ἦταν νά φτάσουν πρῶτα στά μέτρα τῶν ἁγίων καί ἔπειτα νά μᾶς ξαναποῦν τή γνώμη τους, ἄν βέβαια, πρᾶγμα διόλου ἀπίθανον, δέν θεωροῦν ὅτι ἔχουν κατά πολύ ξεπεράσει τά μέτρα αὐτά.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΡΟΣ
[1] Συλλογή βυζαντινῶν νόμων
[2] P.G 138, σελ. 953
[3] P.G 137,σελ. 621
[4] Αὐτόθι
[5] Βλπ «Τά Ἱερά Ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου» τοῦ Κλάδου ἐκδόσεων τῆς ἐπικοινωνιακῆς καί μορφωτικῆς ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 134
[6] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάϊος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 426
[7] Περιοδικό «Σύναξη»τεῦχος 72, σελ. 38
[8] Πηδάλιον Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, σελ. 281
[9] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 123
[10] Αὐτόθι σελ. 319
[11] P.G 62, σελ.. 69
[12] P.G 138, σελ. 839 – 841
[13] Γιά την μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας βλέπε τά πρακτικά τοῦ Α΄ Λειτουργικοῦ Συνεδρίου πού ὀργάνωσε ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν στη Θεσσαλονική καί ἐξέδωσε τό περιοδικό Θεοδρομία: «Θεοδρομία» ἔτος Δ, Τεύχη 1 – 3 Ἰανουάριος –Σεπτέμβριος 2002 σελ. 156 κ.ε ὅπου ἡ εἰσήγηση πάνω στό θέμα τοῦ Ἀρχιμ,῏ Νικοδήμου Μπαρούση. Βλέπε ἐπίσης τή συνοπτική ἐργασία τοῦ π.Εὐθυμίου Μουζακίτη πού βρίσκεται στην ιστοσελίδα μας.
[14] Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως «Μελέτη περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί τῶν ἱερῶν μνημοσύνων» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 105.
[15] Πηδάλιο σελ. 645, ὐπος. 3
[16] Ἀγίου Νικολάου Καβάσιλα 16ος καί 24ος λόγοι στη Θεία Λειτουργία.
[17] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 297.
[18] Αὐτόθι σελ. 91
[19] Αὐτόθι σελ. 231
[20] Αὐτόθι σελ. 273
[21] Αὐτοθί σελ. 292
[22] Πηδάλιον σελ.
[23]P.G 54, σελ. 646
[24] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βας. Ρηγοπούλου 1985, σελ.349
[25] Αὐτόθι σελ. 459
[26] P.G 32, σελ. 189
[27] P.G 56 σελ. 136
[28] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βας. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 319 -320
[29] Αὐτόθι σελ. 330
[30] Αὐτόθι σελ. 128
[31] Αὐτόθι σελ. 128
[32] Αὐτόθι σελ. 128
[33] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 426
[34] Αὐτόθι σελ. 431
[35] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 429
[36] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 107
[37] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 428 καί 431 ὑποσημείωση 23
[38] Πηδάλιον σελ. 643