Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

Ο άγιος Νεκτάριος, η δαιμονισμένη και ο ορθολογιστής κληρικός




Από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ»
Σώτου Χονδρόπουλου

O υμνογράφος σε κάποιο από τα απολυτίκια της ακο­λουθίας έγραψε: «Δόξα τω εν εσχάτοις τοις καιροίς λαμπρώς σε αγιάσαντα.»
Πραγματικά από το πρώτο εκείνο σημάδι της φανέλλας με τον παράλυτο στο Αρεταίειο o Θεός παραχώρησε στο λαό μια αδιάκοπη θαυματουργική παρουσία τού διαλεκτού Του κληρικού, του πάλαι ποτέ Πενταπόλεως. Παραχώρησε έναν ευλογημένο και καλόβολο νεοφανή μεσίτη, έναν συμ­παραστάτη παρηγορητή, έναν θεραπευτή στις ανίατες αρ­ρώστιες. 
Πολλοί από τους ορθόδοξους Έλληνες, που θανατοκρύωναν και πονούσαν με φρικτούς πόνους κι έπασχαν α­πελπισμένοι από ανίατες αρρώστιες, όπου κι αν βρίσκονταν, σε οποιαδήποτε ακροτοπιά της γης, σε ώρες «έσχατης απελ­πισίας», έβλεπαν ολοζώντανο ένα γέροντα καλόγερο με σκούφο να τους χαμογελά απαλά, να τους παρηγορεί και να τους βεβαιώνει ότι θα γίνονταν πάλι καλά, ότι o Θεός δεν θα τους εγκατέλειπε, παρά νάχουν πίστη και υπομονή.
- Ποιος είσαι του λόγου σου, Παππούλη; αναρωτούσαν μέσα σε έκσταση.
- Είμαι o πρώην Πενταπόλεως, o Νεκτάριος της Αιγίνης, αποκρινόταν και χανόταν.
Δεν χρειάζεται ν' αναφέρουμε πρόσωπα και πράγματα και ειδικές «επιμέρους» περιπτώσεις.
Έχουν άλλωστε γρα­φτεί ολόκληρα βιβλία για τα σημεία και τα θαύματα, πολύ περισσότερο για την απελευθέρωση δαιμονισμένων. Έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται εφόσον συνεχίζον­ται οι καταπληκτικές τούτες ευεργεσίες.
Αξίζει όμως ν' αφηγηθούμε με κάποια συντομία εδώ την ιστορία μιας δαιμονισμένης κοπέλλας από τον Πειραιά, της Αικατερίνης Κράκαρη, που υπόφερε χρόνια και χρόνια από το φοβερό δαιμόνιο κι έγινε κατόπι καλόγρια στα 1917 και ονομάστηκε Παρθενία έξω από το μοναστήρι της Αίγινας, χωρίς τότε να γιατρευτεί. Αυτή επεσκέφτηκε με τα ράσα τον άγιο γέροντα στα 1919, ένα χρόνο προτού κοιμηθεί, κι όταν της διάβασε την ευχή, ταράχτηκε η ψυχή του.
- Την βασανίζει ένα από τα πιο φοβερά δαιμόνια... πρό­φεραν τότε τα χείλη του.
Σχεδόν πολλοί από τους επιζώντες παλιοί Πειραιώτες, σίγουρα θα θυμούνται τον επιστάτη στο Γυμνάσιο της πλα­τείας, τον Μάρκο Κράκαρη, που κατοικούσε δωρεάν σε κάτι επί τούτου εκεί καμαράκια. Είχε λοιπόν αυτός και μια θυγα­τέρα σαν το κρύο νερό που την έλεγαν Κατερίνα. Από μι­κρή, όσοι την έβλεπαν, προφήτευαν ότι σαν μεγαλώσει θα κάψει καρδιές, θα γίνει μεγάλη και τρανή, γυναίκα άρχοντα, τέτοια ήταν η δύναμη της ομορφιάς της. Άλλα o πατέρας της o επιστάτης ήταν λιγάκι απρόσεκτος στη ζωή του, ήταν βλάστημος, βλαστημούσε και τα Θεία και σε μια ώρα οργής, που έστειλε στο δαίμονα την κόρη του, το παιδί του, ευθύς αυτή άλλαξε όψη, μελάνιασε, μούγγρισε σα μοσχάρι, έπεσε χάμου και χτυπιόταν. Από τότε έγινε αιχμάλωτη ενός αμεί­λικτου και φοβερού δαιμόνιου.
- Τρία είμαστε, ομολόγησε αυτό το ίδιο το δαιμόνιο μια μέρα σ' ένα σεβάσμιο γέροντα εξομολόγο, που διάβαζε τους εξορκισμούς. Το ένα είναι μακριά στην Κίνα, το άλλο πιλα-τεύει τη Ρωσία και το τρίτο σου κουβεντιάζει...
Φόβος, τρόμος και καημός έπεσε στο φτωχόσπιτο τού Πειραιά. Τρεις χειροδύναμοι άνδρες και o πατέρας δεν κα­τάφερναν να φέρουν σε λογαριασμό αυτή τη δεκαεξάχρονη τότε κοπέλλα, όταν την έπιανε η μανία της καταστροφής. Χρειαζόταν να τη δένουν σφιχτά, να την επιτηρούν, να μη φεύγουν λεπτό από σιμά της.
Και προτού γίνει καλόγρια, όλο την έταζαν στο Θεό, όλο την έτρεχαν σε κατανυκτικές ολονυκτίες. Το γκρεμισμένο πια εκκλησάκι της παλιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι της Αθήνας, o άγιος Ελισαίος, όπου λειτουργούσε ένας άλλος κληρικός του Θεού, o παπα-Νικόλας o Πλανάς (Σήμερα επί­σημα ανεγνωρισμένος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας) κι έψελναν οι δυο ταπεινοί και συνάμα μεγάλοι κολυβάδες, o Μωραϊτίδης κι o Παπαδιαμάντης, άπειρες φορές φιλοξενούσε την παρουσία της, άκουγε τις φοβερές βλα-στήμιες που τόξευε από το στόμα της το φοβερό τριμέτωπο δαιμόνιο. Άλλοτε γρύλιζε σα γουρούνι, άλλοτε γκάριζε σα γάιδαρος και μόνο στην ιερή ώρα της «μετουσιώσεως των Θείων Δώρων» λούφαζε και χανόταν.
Στις τόσες και τόσες τυραγνίες που κατά καιρούς υπό­φερε η ίδια και οι δικοί της ήρθε και κάποιος Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο, επαγγελματίας κληρικός, που λειτουργού­σε μηχανικά κι εκτελούσε δίχως πίστη, κατανόηση, δίχως συντριβή την φοβερή αναίμακτο Θυσία. Απομακρυσμένος από την Άγια χάρη, ζώντας μέσα στον παροδικό και πλάνο κόσμο και τη λάμψη του, νόμιζε πως η πίστη στο Χριστό Σωτήρα ήταν μια πίστη σε συμβολική θρησκεία σαν όλες τις ανθρώπινες θρησκείες. Κι έτσι ακολουθούσε την αποστολή του σαν υπάλληλος ενός οργανισμού. Όπου σαν βρέθηκε για υποθέσεις του στην Αθήνα κι άκουσε να λένε για την κοπέλλα του Πειραιά και για τις μαντείες που τόξευε κάπου-κάπου το δαιμόνιο, χαμογέλασε επιτιμητικά.
- Δεν κυκλοφορούν δαιμόνια σήμερα, δήλωσε. Η κο­πέλλα φαίνεται πάσχει από σχιζοφρένεια.
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι απομακρύνονται από το Θεό, αρνούνται και το διάβολο, δεν πιστεύουν εύκολα στην ύπαρξή του.
- Το και το, επέμεναν μερικοί γνωστοί και φίλοι του. Όπου ένα δειλινό κατέβηκε o καλός σου στον Πειραιά, κατέβηκε με τα φρεσκοσιδερωμένα του ράσα, ροδοκόκκινος, καταγεμάτος υγεία, πήρε αμάξι κι έφτασε καταμπροστά στο Γυμνάσιο της πλατείας.
Στο μεταξύ κι ώσπου να φθάσει ίσαμε την εξώθυρά τους, η δαιμονόπληκτη Κατερίνα, περιορισμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, πληροφορούσε με χλευαστική διάθεση την πορεία του, την από στιγμή σε στιγμή άφιξη του.
- Χμ, το πουλάκι μου, ανάκραζε κάθε τόσο. Έρχεται o Αλεξανδρινός ρασοφόρος. Τώρα βρίσκεται στην Ομόνοια... τώρα βγάζει εισιτήριο στον ηλεκτρικό σιδερόδρομο... τώρα φτάνει κορδωμένος στην πρώτη θέση, στο Φάληρο... Νάτον, το πουλάκι μου, σηκώθηκε, βγαίνει με τον κόσμο έξω στην πλατεία. Για ιδές τον, ψάχνει για αμάξι... Μωρέ γλέντι που έχω να κάνω!.. Θα σου τον συγυρίσω μια χαρά...
Οι δικοί της που γνώριζαν τη μαντική δύναμη του δαιμό­νιου, κατάλαβαν ότι κάποιος επρόκειτο να τους επισκεφθεί.· Έφτασε λοιπόν, ζήτησε τον πατέρα της άρρωστης, είπε τ' όνομα του, τον τίτλο του, το σκοπό του. Τον δέχτηκαν ευθύς αμέσως. Σαν κληρικό σταυροφόρο, ευχαρίστως τον οδή­γησαν εκεί που την είχαν περιορισμένη.
Η κοπέλλα στην αρχή βλοσυρή, με αινιγματικό ύφος, ύστερα πιο μαλακωμένη, τον έβλεπε και σώπαινε. Πιό έπειτα χασκογελούσε. Σε λίγο έπιασε να τον κοροϊδεύει.
- Παπαδάκο μου, τι όμορφος και τσαχπίνης που δεί­χνεις...
Την παρατηρούσε, την περιεργαζόταν «αφ' υψηλού», υπερβέβαιος για το αλάνθαστο της σκέψης του. Έ, βλέπεις, σήμερα η επιστήμη...
- Περίεργο, φαίνεται εντελώς καλά... ψιθύρισαν τα χείλη του. Φυσικά, όταν έρχεται η κρίσις...
Ξάφνου ζύγωσε κοντά του, άπλωσε το χέρι της με οι­κειότητα στο στήθος του κι έβγαλε από το κρυφό τσεπάκι το ρολόι του.
Το νου σας, πάτερ, φώναξε η μητέρα της. Θα σάς το σπάσει...
- Μπα, πως θα το σπάσει.. Έτσι δα σπάζουν το ατσάλι;
Δεν πρόφτασε ν' αποτελειώσει τη φράση του κι ακού­στηκε ένα «κρακ» και το ρολόι έγινε τέσσαρα κομμάτια. Ση­κώθηκε τρομαγμένος. Μα στο μεταξύ τα χέρια της άρρωστης γυρόφερναν το λαιμό του, έσφιγγαν την αλυσίδα από κά­ποιον χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του και τα χείλη της σα να πετούσαν φλόγες. Έλεγε φοβερά κι ανομο­λόγητα:
- Βρε παληάνθρωπε, ρυπαρέ, σκουλήκι, εσύ δεν είσαι που δεν άφησες απείραχτη γυναίκα, απείραχτο κορίτσι στην Αλεξάνδρεια; Τολμάς να υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχω; Θα αραδιάσω όλα τα ωραία που έπραξες σαν ρασοφόρος θεομ­παίχτης... Δεν έκανες την τάδε ημερομηνία εκείνο... δεν σκάρωσες κάπου στο Κάφρ-Ζαγιάτ το άλλο...
O Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο δεν άντεξε. Σωριά­στηκε σύγκορμος χάμου. Έτρεξαν, φώναξαν, κάλεσαν βοή­θεια και τον πήραν σηκωτό από την καμαρούλα, ενώ η άρρω­στη συνέχισε να λέει, να λέει...
Και κάθε τόσο μούγκριζε σα θηρίο του δρυμού.
Στο μεταξύ μεσολάβησε η προχείρισή της σε μοναχή και η επίσκεψη της στα 1919 στην Αίγινα, ζώντος τού Αγίου. Το δαιμόνιο έδειχνε πως την είχε αφήσει, λούφαζε μέσα της κι αποκοιμόταν. Μα κει που ήταν έτοιμοι να χαρούν να πανη­γυρίσουν, νάσου και πάλι φανερωνόταν ύπουλο και δόλιο.
Τέλος κάποια μέρα, σε κάποια κατανυκτική ολονυκτία που την έφεραν με συνοδεία και παρακάλεσαν από τα φυλλοκάρδια τους να τους λυπηθεί o Θεός και να την ελευθε­ρώσει η να την ξεσηκώσει, να την πάρει, να γλιτώσουν φτω­χοί βιοπαλαιστές από τέτοια δοκιμασία, άνοιξε ξαφνικά το στόμα της και πέταξε κάτι το σημαδιακό αλλά δυσνόητο.
- Άδικα με κουκουλώνετε με ράσα και με κουβαλάτε στις εκκλησίες. Τίποτα δεν κάνετε. Είμαι πολύ δυνατός, κα­νείς δεν μπορεί άπ' αυτούς να με βγάλει... Ένας μόνο μπο­ρεί να με βγάλει... o νυχάς.
Κατάπληξη και σιγή απλώθηκε τριγύρω.
- Ποιος νάταν άραγε αυτός o νυχάς, ποιόν εννοούσε τάχα; αναρωτήθηκαν οι συγγενείς και φίλοι. Χμ, μυστήριο...
Τέλος, όταν κοιμήθηκε o γέροντας της Αίγινας και δια­δόθηκαν τα θαύματα που έκανε ειδικά σε δαιμονισμένους, αποφάσισαν να ξαναπροβούν πάλι σε μια προσπάθεια και να τη φέρουν στον ιερό του τάφο. Την ξεσήκωσαν, την πήραν, την έσυραν στο βαπόρι, την τράβηξαν στο μοναστήρι με συνοδεία πέντε άνδρες συγγενείς και οκτώ γυναίκες.
Είδαν κι έπαθαν ώσαμε να την ανεβάσουν. Παρά τόσο να τους γκρεμοτσακίσει στις ανηφοριές, παρά κάτι να τους διαλύσει και να πέσει να σκοτωθεί.
- O νυχάς, ούρλιαζε, μόλις έφθασαν σιμά στον ιερό τάφο. O νυχάς... ου τρομάρα μου, ξεπερνάει τον Καψάλη της Κεφαλλονιάς. Αυτός βλέπεις είναι και Δεσπότης...
Τέλος, την επαύριο, μετά την ακολουθία της θείας Λει­τουργίας κι αφού την άλειψαν με λάδι σε σχήμα σταυρού
Στα δέκα χρόνια ξανάνοιξαν πάλι τον τάφο, ξανασήκωσαν από το φέρετρο το καπάκι και o νεκρός ήταν πάντα ανέπαφος. Ήρεμος, γαλήνιος, κοιμόταν λαφριά και σκορ­πούσε τριγύρω ευωδία! Μόνο στα είκοσι χρόνια από την κοίμηση του o Θεός επέτρεψε τη διάλυση του κορμιού, όπως έγινε και σε πολλούς άλλους όσιους και την «κατ' άνθρωπον» κατάλειψη των οστών. Όμως η ευωδία ήταν διάχυτη ανάμεσα τους και απόμεινε για πάντα. Όχι μόνον αυτό αλλά και όποιο αντικείμενο, θήκη, καλύπτρα, σκούφος, άγγιζε κι από το ακοίμητο καντήλι τού τάφου, έπεσε χάμου, σπάραξε, έβγαζε συνέχεια αφρούς από το στόμα και σχεδόν στράγγι­σε, έγινε κατακίτρινη, σαν νεκρή. Σε μισή ώρα όμως άνοιξε τα μάτια και ψιθύρισε:
- Αχ, που βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα!...
Όπως αποκαλύφθηκε πιο έπειτα το δαιμόνιο αποκαλού­σε τον Άγιο ιδρυτή της Μονής, νυχά, γιατί μια και δεν είχε λιώσει ακόμα το κορμί του, στα κεχριμπαρένια χέρια του, στα ισχνά κρινοδάχτυλά του, μεγάλωσαν κάπως τα νύχια του.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης του 1926. Ζήτησε κι αφιερώθηκε στο μοναστήρι σαν καλόγρια κι αργότερα έγινε και μεγαλό­σχημη. Η τακτική μελέτη που έκανε στα ιερά κείμενα και η βαθύτατη ευλάβεια της άφησε εποχή. Δούλεψε ώσαμε τα τελευταία της εκεί στο κοινόβιο (Σεπτέμβρης 1968) σαν γραμματέας και πρακτικογράφος. O στρωτός καλλιγραφικός της χαρακτήρας σώζεται μέχρι σήμερα στο βιβλίο Πρακτικών της Μονής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου