Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2017

Ο ελεήμων Παππούλης της Νερατζιώτισσας



Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, ὁ ταπεινὸς λευΐτης τῆς Νερατζιώτισσας στὸ Μαρούσι, ἔμοιαζε ἀπόλυτα μὲ τὸ φιλάνθρωπο Κύριό μας.
Ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς συμπάθειας, ἦταν «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ».
Ζοῦσε πραγματικὰ σὲ ἕνα παροξυσμὸ ψυχικῆς κενώσεως στὶς ἀνάγκες τοῦ πλησίον, αὐτοπροσφερόταν στοὺς ἐνδεεῖς, στὰ μοναχικὰ πρόσωπα, στοὺς ἀξιοπρεπεῖς, τοὺς ὁποίους οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς κατήντησαν νεοπτώχους, ἐμπεριστάτους. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν δὲν ἄφηνε ποτὲ τὰ χέρια τοῦ Γέροντος ἀδειανά.
- Κοιμᾶμαι, ἔλεγε χαριτολογώντας, φτωχὸς καὶ ξυπνάω πλούσιος. Χρήματα δὲν ἔχω καὶ χωρὶς χρήματα δὲν μένω.
Καὶ δὲν τὰ ὑπολόγιζε τὰ χρήματα ὁ Γέροντας. Αὐτὰ εἶναι γιὰ νὰ ἀλλάζουν χέρια καὶ νὰ καλύπτουν ἀνάγκες, ἔλεγε.
Ἡ μοναδικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν εἶναι ὅτι μὲ αὐτὰ μποροῦμε νὰ ἀγοράσουμε Παράδεισο. Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεῷ» (Παρ. ιθ΄ 17).
Καὶ τοῦτο γιατὶ τίποτα ἀπὸ ὅσα ὁ ἄνθρωπος σκορπίζει σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη δὲν πηγαίνει χαμένο.
Ἡ «ἐλεημοσύνη ἐξιλάσεται ἁμαρτίας (Σοφ. Σειρ. 3, 30), μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ βάρος πολλῶν ἁμαρτιῶν καὶ μᾶς καθαρίζει καὶ μᾶς ἁγνίζει. Μᾶς ἀνοίγει τὶς πόρτες τοῦ Παραδείσου.
Ὅταν μᾶς ἔρχονται χρήματα νὰ μὴν χαιρόμαστε ἄσκοπα. Νὰ προβληματιζόμαστε γιὰ τὴ σωστή τους χρήση.
Ἄλλωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ γραφίδα τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, δὲν λέει: «Ὁ ἐλεήμων ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησι, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. 111, 9) καὶ ἀλλοῦ πάλι: «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα» (Ψαλμ. 40, 1).
Γι'αὐτὸ καὶ στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του ὁ παντελεήμων Θεάνθρωπος διακηρύσσει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» ( Ματθ. ε΄ 7).
Ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος, μᾶς λέει ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μοιάζει μὲ λιμάνι σὲ ὅσους παλεύουν μὲ τὰ βιοτικὰ κύματα.
Δέχεται ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς ναυαγούς, τοὺς κλυδωνιζομένους, τοὺς κινδυνεύοντες καὶ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ δίνη.
Καὶ εἴτε εἶναι κακοί, εἴτε ἀγαθοί, εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἐκεῖνοι ποὺ κινδυνεύουν, τοὺς δέχεται στὴν ἀγκαλιά του, στὰ γαλήνια νερά του.
Μακάριοι οἱ συνάνθρωποί μας, οἱ ὁποῖοι γίνονται λιμάνια σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πέσει στὴν τρικυμία τῆς φτώχειας, τῆς ἀνέχειας, τῆς ἐλλείψεως τῶν ἀναγκαίων βιοτικῶν ἀγαθῶν.
Τὰ χρήματα ὁ Γέροντας Ἀθανασιος δὲν ἤθελε νὰ μένουν ἐπάνω του. Τὰ ἔνοιωθε μίασμα. Αὐτά, ἔλεγε, σταύρωσαν τὸν Χριστό μας.
Αὐτὰ φέρνουν πρόσκαιρη εὐτυχία, ἀλλὰ μόνιμη δυστυχία στὸν κόσμο. Ἀλλοίμονο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὰ φιλάνε. Ἔχουν φίδια στὸν κόρφο τους.
Χαρακτηριστικὸ τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἐλεήμονος καρδιᾶς τοῦ Γέροντος εἶναι τὸ ἑξῆς περιστατικό.
Κάποια μέρα τὸν ἐπισκέφθηκε ἀπελπισμένη μιὰ χήρα γυναίκα. Κινδύνευε νὰ τῆς κάνουν έξωση, ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ πληρώσει τὸ ἐνοίκιο.
Ὁ Γέροντας τὴ συμπόνεσε, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχε καθόλου χρήματα.
- Παιδί, της εἶπε, δὲν ἔχω δραχμὴ στὴν τσέπη μου. Ὅμως, μὴ φύγεις. Κάθησε ἔξω στοὺς πάγκους νὰ δῶ τί μπορεῖ νὰ γίνει.
Ὁ εὔσπλαχνος Γέροντας κατέφυγε μὲ θέρμη στὴν ἀγαπημένη του προσευχή.
- Γιατί ἄφησες, Θεέ μου, τὰ παιδιά σου νὰ ἔλθουν σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, καὶ αὐτὴ τὴ δούλη σου καῖ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ τὴν πετάξουν στὸ δρόμο!
Σὲ λίγο μιὰ εὐκατάστατη κυρία κατέφθασε καὶ τοῦ παρέδωσε ἕνα φάκελο μὲ σεβαστὸ ποσό.
Ὁ Γέροντας οὔτε ἄνοιξε τὸ φάκελο νὰ δεῖ πόσα χρήματα περιεῖχε. Φώναξε μὲ χαρὰ τὴ χήρα καὶ τῆς τᾶ παρέδωσε.
Ἡ γυναίκα ἀνοίγοντας τὸ φάκελο ἔμεινε άφωνη. Μὲ τὸ ποσὸ τοῦ περιεχομένου του ξωφλοῦσε τὸν ἰδιοκτήτη της.
Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συμπόνοια τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου δὲν σταματοῦσε μόνο στὸ δόσιμο χρημάτων.
Ἡ προσωπικὴ προσφορὰ εἶχε μεγαλύτερη ἀξία. Ἐπιδίωκε νὰ ἔρχεται ἀρωγὸς σὲ κάθε ἐμπερίστατο, κάθε κινδυνεύοντα.
Ἦταν εὐσυμπάθητος μὲ τοὺς ἀρρώστους, μὲ τοὺς ἀνίατα ἀσθενεῖς, τοὺς κατακοίτους ἡλικιωμένους, αὐτοὺς ποὺ δύσκολα κάνουν ἀκόμη καὶ στοιχειώδεις κινήσεις.
Ἔτρεχε νὰ βοηθήσει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἤθελαν κάποιο δίπλα τους, νὰ τοὺς συμπαρασταθεῖ στὴν καθημερινότητά τους.
Ἔχουν ἀναφερθεῖ ζωντανὰ παραδείγματα ἀσθενῶν ποὺ συχνὰ ἐπισκεπτόταν ὁ Γέροντας, καὶ τῶν ὁποίων οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ οἰκεῖοι συνέπασχαν μαζί τους.
Ἦταν ὁ ἀρωγὸς σὲ ἀσθενεῖς καὶ στοὺς συνοδούς τους, ποὺ καὶ αὐτοὶ χρειάζονταν στήριξη καὶ ἀγάπη.
Ἦταν ὁ ἄγγελος παρηγοριᾶς τῶν ἐγκαταλειμμένων φυματικῶν τῆς περιοχῆς.
Τοὺς πήγαινε αὐγὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα καὶ ἔπαιρνε τὰ λερωμένα ροῦχα τους, τὰ ἔπλενε, τὰ σιδέρωνε καὶ τοὺς τὰ πήγαινε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Μαρούσι στὰ Μελίσσια.
Καὶ ὅλα αὐτὰ «ἐν τῷ κρυπτῷ». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ προσωπικὴ προσφορὰ διαλαλεῖται, δὲν διατυμπανίζεται, δὲν διαφημίζεται, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ΄ 3).
Ὅσο, ὅμως, καὶ ἂν κρυβόταν, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε, πρὸς οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν νὰ φανερώνονται οἱ πάμπολλες ευεργεσίες του. Ἂν καὶ σίγουρα πολλὰ ἔμειναν κρυφά.
Πρὶν κοιμηθεῖ τὸν ὕπνο τῶν δικαίων στὶς 17 Αὐγούστου τοῦ 1967 ἔλεγε:
— Γυμνὸς ἦρθα, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω.
Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν παραδώσει τὴν ψυχούλα του στὰ χέρια τοῦ παντελεήμονος καὶ πανοικτίρμονος Θεοῦ μας δέχθηκε ἐπίσκεψη τῆς προσωποποιημένης ἐλεημοσύνης.
Ἡ μοναχὴ ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε στὶς τελευταῖες στιγμές του τὸν ρώτησε ποιός τὸν επισκέφτηκε, καὶ τῆς εἶπε:
— Ἡ ἐλεημοσύνη, παιδί μου!
— Καὶ τί τῆς εἴπατε, ρώτησε ἐκείνη;
— Τῆς εἶπα ὅτι ὅ,τι εἶχα τὸ ἔδωσα. Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο!

Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2017

Το κάλλος θα σώσει τον κόσμο...



Αρχ. Βασιλείου Γοντικάκη

Το θέμα είναι να πιστέψης σ’ Αυτόν που είναι η ζωή· να εγκαταλείψης τον εαυτό σου ολόκληρο σ’ Αυτόν τον εαυτό σου, με την πίστι και την απιστία σου· τον εαυτό σου, ζωντανό ή πεθαμένο.
Δεν έχει τελικά σημασία εάν νοιώθω ότι ζω ή ό­τι είμαι νεκρός· ή εάν και οι άλλοι νομίζουν ότι πέθανα. Σημασία έχει να βρίσκωμαι εγκαταλελειμμένος κοντά σ’ Αυτόν που είναι αγάπη.
Καλύτερα να είμαι άρρωστος και νεκρός κοντά σ’ Αυτόν που είναι η ζωή, παρά ζωντανός κατά φαντασία, μακριά Του.
Σημασία έχει η τόλμη της πίστεως και η δύναμι της υπομονής, που ξεπερνά τη λογική. «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».
Αυτό που μας σώζει δεν είναι αυτό που κάνομε ή μπορούμε να κάνωμε εμείς· αλλά αυτό που ανατέλλει από την τόλμη της πίστεως και της υπομο­νής, από την τόλμη της θυσίας του εαυτού μας (έ­στω και άρρωστου).
Μπορούμε να πούμε ότι και η δημιουργία του κόσμου όλου είναι μια πράξι τόλμης και θυσίας του Θεού.
Δημιουργηθήκαμε από αγάπη, που είναι θυσία και προσφορά. Σωζόμαστε με την ίδια κίνησι της αγάπης και της προσφοράς του εαυτού μας από ευγνωμοσύνη σ’ Αυτόν πού πρώτος μας αγάπησε.
Στην καρδιά της θείας Λειτουργίας λάμπει αυ­τή η αλήθεια της θείας δόξης και αγάπης· της θυ­σίας του Υιού του Θεού και της πίστεως που σώζει τον κόσμο.
Άγιος ει και πανάγιος και μεγαλοπρεπής η δόξα σου·
ος τον κόσμον σου ούτως ηγάπησας
ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή δούναι,
ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται,
αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον.
Αυτή η έκρηξι της θείας αγάπης δημιουργεί και συντηρεί το μυστήριο της ζωής και της σωτη­ρίας του κόσμου. Αυτή καταυγάζει τα σύμπαντα. Αυτή σφραγίζει το Άγιον Όρος και κάνει θεία Λει­τουργία όλη του τη ζωή, καθιστώντας τη μονολόγιστη ευχή («Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με») α­ναπνοή των μοναχών.
Με την ευχή ομολογούμε την πίστι μας σ’ Αυ­τόν και ζητούμε το έλεός Του: Κύριε, Ιησού Χρι­στέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν.
Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, ο Θεός, ο δυνατός (σε γνωρίζω και δεν σε γνωρίζω, είσαι απερινόητος).
Εγώ είμαι αδύνατος και αμαρτωλός. Ομολογώ την αδυναμία μου (που τη γνωρίζω και δεν τη γνωρίζω). Ζητώ το έλεός Σου. Βοήθει μου τη απιστία. Ελέησόν με.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν.
Αυτό λέγεται με τα χείλη, με τον νου και την καρδιά. Λέγεται με το σημείο του τιμίου σταυρού, με τις μετάνοιες. Όσο πιο πολύ συνειδητοποιώ αυ­τό που λέω, αυτό που συμβαίνει: ότι Αυτός είναι ο δυνατός, ο Θεός της αγάπης και εγώ είμαι αδύνατος, τόσο και η ενέργεια της ευχής προχωρεί ως ευλογία και εμποτίζει τον νου και την καρδιά μου. Με κρατά στη ζωή. Και με χαροποιεί η αίσθησι ό­τι, ενώ είμαι αδύνατος και αμαρτωλός, είμαι αντικείμενο της αγάπης του Δυνατού.
Και εγκλιματίζεται ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον χώρο της αγάπης και ησυχίας. Γίνεται ένα με την ευχή. Ενώνεται φυσιολογικά η αναπνοή και ο χτύ­πος της καρδιάς του με αυτήν. Και με κάθε κίνησι των σπλάγχνων του δεν αναπνέει μόνο το οξυγόνο του αέρα, αλλά και τη χάρι του Πνεύματος, ως παράκλησι θεία. Βρίσκεται στο φυσικό του κλίμα και περιβάλλον, που τον γεμίζει με χαρά.
Τα πάντα φωτίζονται έσωθεν:
Όπως το πρόσωπο του Κυρίου και τα ιμάτιά Του έλαμψαν από την άχτιστη και προαιώνια δό­ξα της Θεότητος, – το κάλλος της Παρθένου λάμπει έσωθεν, εί­ναι ο της κοιλίας αυτής καρπός – παρόμοια, οι ταπεινοί και δοσμένοι στον Θεό λάμπουν από μια εσωτερική χάρι και ελευθερία. Δοξολογούν αυθόρμητα, εκούσια και ακούσια, τον Θεό μέρα και νύχτα.
Και η πλησμονή της αναπαύσεως, ως δύναμι που τους τρέφει και φως που τους φωτίζει, παρουσιάζεται σ’ όλα τους τα έργα και τις κινήσεις.
Κάτι το αληθινό, αχειροποίητο και ελεύθερο, αναδύεται ακόπως ως θεία δωρεά απ’ όλη τους την ύπαρξι. Αλλά, για να γίνη αυτό, πρέπει κανείς πολύ να κουραστή, να περάση δοκιμασίες, να πεθάνη ατέλειωτες φορές -«καθ’ ημέραν αποθνή­σκω». Να γίνη (συχνά) μαρτύριο η ζωή του και “κρανίου τόπος” η διαμονή του. Να το αποδεχθή χωρίς δυσανασχέτησι. Τότε μία αίγλη ακτίστου δόξης ανατέλλει γι’ αυτούς τους πονεμένους και σφαγμένους, που χαρίζει την ελευθερία του μέλλον­τος αιώνος από σήμερα, προς όφελος των πολλών.
Το κάλλος αυτής της πνευματικής ανέσεως, που δεν είναι απλώς καρπός κόπου και θυσίας αλλά δωρεά της Χάριτος, πλάθει μέσα στο πέρα­σμα των αιώνων το ήθος, το πρόγραμμα, τις ακολουθίες, την αρχιτεκτονική των ναών των μονών και όλου του Όρους. Κάτι το αόρατο και άκτιστο διαμορφώνει τα ορατά και κτιστά.
Ολόκληρο το μυστήριο της Εκκλησίας, που εί­ναι απόδειξι της μεθ’ ημών παρουσίας του Κυρίου, φανερώνεται ως κάλλος αμήχανον μέσα απ’ όλη τη λειτουργική θεολογία και λατρευτική ζωή, με τα τυπικά, τις προσευχές, τα λειτουργικά σκεύη, τις εικόνες και την υμνολογία, όπου ψάλλεται σε όλους τους ήχους η δογματική αλήθεια που έγινε ποίησι.
Και όπως το κάλλος της θείας καλοσύνης σώ­ζει, η αληθινή σωτηρία μέσα στην Εκκλησία γεννά αγίους-καλλιτέχνες. Και συνεχίζεται η ζωή, ως φιλοκαλία Παραδείσου.
Όταν τον δέκατο τέταρτο αιώνα συκοφάντη­σαν τους ησυχαστές του Αγίου Όρους ως πεπλανημένους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι συνασκητές του υπερασπίσθηκαν τη γνησιότητα της μοναχικής εμπειρίας, μιλώντας για το φως της Με­ταμορφώσεως. Η θεολογία του ακτίστου φωτός είναι αυτή που ορίζει τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ζωής των μοναχών.
Είπαν ότι το φως της Μεταμορφώσεως δεν εί­ναι ούτε κτιστό ούτε η αμέθεκτη ουσία του Θεού. Δεν είναι λάμψι υλική, που μια στιγμή φαίνεται και μετά χάνεται. Δεν είναι ίνδαλμα φαντασίας, που ρίχνει τον άνθρωπο «πολλάκις … εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ». Είναι η άκτιστη χάρι και ενέργεια που προΐεται αχωρίστως από τη θεία ουσία. Είναι η φυσική δόξα της Θεότητος. Είναι Θεότης. Είναι «κάλλος δε αληθινόν και εράσμιον περί την θείαν και μακαρίαν φύσιν». Είναι η βασιλεία του Θεού.
Και γίνονται κοινωνοί αυτής της χάριτος όχι οπωσδήποτε οι διανοητικά ισχυροί ή οι θεολογικά καταρτισμένοι, αλλά οι πνευματικά κεκαθαρμένοι, με την ταπείνωσι, τη συντριβή της καρδιάς, την πίστι και την αγάπη. Αυτοί που διαρκώς μετανοούν, ζητούν το έλεος του Κυρίου και παρακαταθέτουν τον εαυτό τους και όλους τους άλλους Χριστώ τω Θεώ.
Αυτοί δέχονται μέσα τους τη Χάρι και τη βιώ­νουν ως ανάπαυσι ψυχής, Βασιλεία του Θεού και δύναμι αγάπης.
Ζης το γεγονός ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Πιστεύεις όχι επειδή κάποιος κάτι σου είπε, αλλά επειδή γεννιέται μέσα σου η πίστι, γεννιέται μέσα σου η ζωή. Αντανακλάται από παντού μια χάρι άκτιστη. Και ακούγεται από την ησυ­χία «φωνή αύρας λεπτής».
Δεν υπάρχει κάτι που να το συνηθίζης. Όλα εί­ναι μια ειρηναία έκπληξι, ανατολή φωτός που ταυτίζεται με τη ζωή και σωτηρία του κόσμου. Όλα τροφοδοτούν μια πηγή παρακλήσεως, που νοιώ­θεις μέσα σου να ενοποιή τα πάντα.
Μένεις μόνος και βρίσκεις όλους. Χάνεις δυνά­μεις με το πέρασμα του χρόνου και χαίρεσαι μυστικώς, γιατί χάνεται κάτι το πρόσκαιρο και φθειρόμενο, ενώ μένει το αιώνιο και ανανεούμενο, που λέει καλά για όλο τον κόσμο.
Ξεκουράζεσαι με τον κόπο. Αγαπάς τους τα­πεινούς. Αδελφώνεσαι με τους βασανισμένους. Εντυπωσιάζεσαι από τους ανύπαρκτους. Αυτοί, ως οι τολμηροί της πίστεως και ελεύθεροι, δόθηκαν στον Δυνατό. Δεν ζήτησαν τίποτε για τον εαυτό τους. Δέχθηκαν το πλήρωμα της ζωής. Έζησαν το «αρ­κεί σοι η χάρις μου» που είπε ο Κύριος στον Παύλο. Και σου μεταδίδουν δωρεάν, χωρίς να ζητούν κανένα αντάλλαγμα, τη χάρι που πήραν από την πηγή της ζωής.
Έτσι, ο απλός και αληθινός αγιορείτης είναι αυτός που σε βοηθά με μόνη την παρουσία του. Δεν θέλει να καταπλήξη κανένα με τις αρετές και τις γνώσεις του. Δεν θέλει να επιπλήξη κανένα για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις του. Ο ίδιος κατα­κρίνει τον εαυτό του ολοχρονίς. Και φανερώνεται δι’ όλης της συμπεριφοράς του η ευσπλαγχνία του Θεού, που του μαλάκωσε την καρδιά και τον κα­τέπληξε, κατά τη φράσι του αγίου Ιγνατίου: «καταπέπληγμαι την επιείκειαν» του Θεού.
Η αγάπη που συναντάς, η λεπτότης που βρί­σκεις, σου κάνουν καλό.
Και η επίθεσι που δέχεσαι αργότερα από πειρασμούς και συμφορές που πέφτουν επάνω σου, η μία μετά την άλλη, με πρόθεσι να σε εξαφανίσουν κυριολεκτικά, σε ευεργετούν περισσότερο.
Τότε βρίσκεις μια θεία επίσκεψι και ξένη παρη­γοριά. Σαν να είχε μαζευτή πολύ πουρί γύρω σου. Σαν να ήσουν φασκιωμένος, γυψωμένος από γεγο­νότα και αισθήσεις που σε πνίγανε. Και ενώ εσύ δεν μπορούσες να ελευθερωθής, ήλθαν άλλοι έξω­θεν και σε χτύπησαν, θέλοντας να σε σκοτώσουν. Χτύπαγαν μετά μανίας. Έριχναν τα τείχη που σε είχαν φυλακίσει. Έσπαζαν τη γερή κρούστα από κάποιο ψέμα που σε είχε περιβάλει· ενώ αυτοό χτύπαγαν μανιασμένα, εσύ άκουγες έντρομος.
Εν τέλει, αυτοί που θέλησαν να σε εξαφανίσουν σε ελευθέρωσαν από μια ψευτιά και αορασία καταχνιάς, που σε χώριζε από την αλήθεια. Σ’ αφήσα­νε μόνο, «ημιθανή τυγχάνοντα», αλλά σκεπασμέ­νο από τη φροντίδα κάποιου καλού Σαμαρείτη, πού τον ένοιωσες δίπλα σου.
Και αποδείχθηκαν βοηθοί σου οι πειρασμοί που θέλησαν να σε εξαφανίσουν. Έκαναν αυτό που εσύ έπρεπε να κάνης, και δεν το μπορούσες. Έζησες την αλήθεια του Γεροντικού: «Έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος».
Κατέστρεψαν ό,τι χρειαζόταν καταστροφή. Και φάνηκε μέσα σου κάτι που δεν καταστρέφεται, γιατί έχει άλλη αντοχή και φύσι· «χαίρει εν τοις παθήμασι».
Τελικά μας σώζει αυτό που μας καταστρέφει, όπως σώζει τον σπόρο ο θάνατός του μέσα στη γη, όταν έλθη η ώρα του. Σωτηρία δεν είναι οι επι­τυχίες και η σταδιοδρομία μας στον χώρο της φθοράς αλλά η κατάργησι του θανάτου και η βα­σιλεία της αγάπης.
Και θέωσι δεν είναι η απόκτησι των αρετών αλλά η υπ’ αυτών θεία αλλοίωσι και μεταμόρφωσι.
Και το βραβείο στους αγίους δεν δίδεται, κατά τον αββά Ισαάκ, για τις αρετές ούτε για τον κόπο των αρετών, αλλά για την ταπείνωσι που απ’ αυ­τές γεννιέται. Με την ταπείνωσι ο άνθρωπος συστέλλεται. Χάνεται. Γίνεται «ως μη ελθών εις το είναι»· και ταυτόχρονα διαστέλλεται, γινόμενος κατά χάριν χώρα του Αχωρήτου.
Όλα αυτά αποκτούν υπόστασι και αξία όταν τα βλέπης σαρκούμενα στη ζωή των Αγίων, δη­λαδή στη ζωή και στο ήθος των όντως ταπεινών.
απόσπασμα από Εισήγησι που έγινε στις 5 Μαρτίου του 2005 σε συνέδριο πού διεξήχθη στο Καίμπριτζ της Μ. Βρεταννίας με θέμα: «Το κάλλος θα σώση τον κόσμο».

Τρίτη, Αυγούστου 29, 2017

Ο Ηρώδης και ο φόβος των τυράννων αυτού του κόσμου


Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρεται σε έναν φόβο και σεβασμό του Ηρώδη απέναντι στον Πρόδρομο και πώς έπαιρνε συμβουλές από αυτόν και τον άκουγε με ευχαρίστηση.
Αυτός ο σεβασμός δεν είναι τίποτα άλλο από τον φόβο και την δεισιδαιμονία πού δείχνουν οι άνθρωποι της εξουσίας απέναντι στους αγνούς και αληθινούς ανθρώπους, τους οποίους δεν τους σκιάζει κακό και εξάρτηση και ζούν την απόλυτη ελευθερία. Ελέγχονται και πάσχουν. Φοβούνται πώς θα τους κάνουν κακό. Είναι ο καθρέφτης αυτών πού θα έπρεπε να είναι. Κρύβονται από αυτούς και όταν δεν μπορούν να κρυφτούν ή να τους κρύψουν, τους αφανίζουν.
Ο Ηρώδης είχε να χάσει πολλά, θρόνο, εξουσία, ηδονική ευμάρεια, πλούτη, θέση. Ο Πρόδρομος είχε απελευθερωθεί από τα πιο ασήμαντα(τροφή, ενδυμασία, κατοικία) έως και τα σπουδαιότερα(φόβο απέναντι στην εξουσία και την τυραννία των ανθρώπων).
Ο Ηρώδης ήταν σκλάβος παθών και υλικών πραγμάτων. Ο Πρόδρομος ήταν ελεύθερος άνθρωπος, μιλούσε αντί από θρόνων μέσα από τον τάφο του, ως υπόλογος Προφήτης έναντι του Θεού.
Έτσι συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο. Οι τύραννοι και οι σφετεριστές, οι αιματοβαμμένοι βασιλείς και όσοι στηρίζουν την εξουσία τους πάνω στην βία και την καταπίεση, ζούν μέσα στην τρομοκρατία και τον φόβο της εκδίκησης. Περιστοιχίζονται από μάγους και αστρολόγους και γκουρού και "πνευματικούς" συμβούλους, όχι μόνο για να τους προστατεύουν από τα επερχόμενα κακά, αλλά και για να ξεπλένουν τις αμαρτίες τους ενώπιον του απρόσωπου Θεού, του υπερφυσικού εκδικητικού τέρατος, πού τους έχει βάλει στο μάτι. Αυτές είναι οι αυλές και οι θρόνοι και τα κογκλάβια του κόσμου. Απαρτίζονται από ασυνείδητους, δεισιδαίμονες, απαίδευτους ανθρωπίσκους, πού η συνείδηση τους ξυπνά μόνον μέσα από τους εφιάλτες τους.Ενώ οι προφήτες και οι δίκαιοι ζούν με την ελπίδα, την γαλήνη, την ηρεμία συνείδησης, την αγάπη πού έξω βάλει κάθε φόβον.
Και πολλοί λίγοι από την άρχουσα τάξη,είναι αυτοί πού γνωρίζουν τον όντα Θεό και αλλάζουν δρόμο και νου και πορεία.Και αυτοί γίνονται ποιμένες των αδελφών τους, γιατί έτσι έταξε ο Θεός. Οι περισσότεροι όμως συμπαρασύρουν τον λαό τους στον όλεθρο, αφού πρώτα τον διαφθείρουν με τον τρόπο της ζωής και τις συνήθειες τους. Γιατί συνήθως όλη η βρώμα πάει προς τα κάτω και βρίσκει ηδεία ανταπόκριση. Είτε από φτηνό μιμητισμό είτε από φόβο γι αυτούς πού χρίστηκαν ανώτεροι ανάμεσα στους ανθρώπους.

Στήν ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου - Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης



Τόν εἶπαν καί «Ἠλία». «Καί ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας πού πρόκειται νά ἔρθει» (Ματθ. 11, 14). «Καί αὐτός θά πορευτεῖ πρίν ἀπό τόν Κύριο μέ τή δύναμη καί τό πνεῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία» (Λουκ. 1, 17).
Πολλοί τόν ἀποκάλεσαν καί «διδάσκαλο». «Ἦρθαν δέ καί τελῶνες νά βαφτιστοῦν καί τοῦ εἶπαν, δάσκαλε τί νά κάνουμε»; (Λουκ. 3, 12).
Ἀκόμη ὀνομάστηκε «ἑτοιμαστής». «Γιατί θά πορευτεῖς πιό μπροστά ἀπό τόν Κύριο, νά ἑτοιμάσεις στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τό δρόμο τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1, 76).
Καί «κήρυκας» ὀνομάστηκε. «Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε στήν ἔρημο καί κήρυττε βάπτισμα μετανοίας γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν καί κήρυττε λέγοντας. Ἔρχεται πίσω ἀπό μένα αὐτός πού εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό μένα». (Μάρκ. 1, 4-7).
Ὁ ἴδιος χαρακτήρισε τόν ἑαυτό του σάν φωνή. «Ποιός εἶσαι, πές μας. Ποιός εἶσαι γιά νά δώσουμε καί ἐμεῖς ἀπάντηση σ’ αὐτούς πού μᾶς ἔστειλαν. Πῶς θεωρεῖς ἐσύ τόν ἑαυτό σου; Καί ἐκεῖνος εἶπε. Ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή ἐκείνου πού φωνάζει στήν ἔρημο» (Ἰωάν. 1, 22).
Εἶναι καί λέγεται καί «Βαπτιστής». «Φτάνει ὁ Ἰησοῦς στόν Ἰορδάνη ἀπό τή Γαλιλαία γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη» (Ματθ. 3, 13). «Ὁ δέ Ἰωάννης βρισκόταν ἐκεῖ καί βάπτιζε καί ἔρχονταν ὅλοι νά βαπτιστοῦν» (Μάρκ. 1, 4).
Πῆρε καί τό ὄνομα «ὁμολογητής». «Καί ὁμολόγησε καί δέν ἀρνήθηκε. Καί ὁμολόγησε ἐπίμονα καί εἶπε: Ἐγώ δέν εἶμαι ὁ Χριστός» (Ἰωάν. 1, 20).
Ἀναμφισβήτητα εἶναι καί «Μάρτυς». «Ἐκεῖνος δέν ἦταν τό φῶς, ἀλλά εἶχε σκοπό νά μαρτυρήσει, γιά τό φῶς» (Ἰωάν. 1, 8).
Αὐτός ἀκόμα ἀξιώθηκε νά ὑπογράψει τήν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά ὀνομαστεῖ γι’ αὐτό «ὑπογραφεύς τῆς Τριάδος». «Ἐκεῖνος ὅμως πού μέ ἔστειλε νά βαπτίζω στό νερό, Ἐκεῖνος μου εἶπε: Σ’ ὅποιον θά δεῖς νά κατεβαίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά μένει ἐπάνω του, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού θά βαπτίζει μέ Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἐγώ τόν εἶδα Αὐτόν καί ἔδωσα τή μαρτυρία μου γι’ αὐτόν ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ». (Ἰωάν. 1, 33-34).
Ὀνομάστηκε ἀκόμα «Δίκαιος καί Ἅγιος». «Ὁ Ἡρώδης φοβόταν τόν Ἰωάννη, γιατί γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἦταν δίκαιος καί ἅγιος ἄνθρωπος» (Μάρκ. 6, 20).
Τόν ἀποκάλεσαν καί «Ἀπόστολο». «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι τό παραδέχεστε καί τό λέτε πώς σᾶς εἶπα ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι ὁ Χριστός καί ὅτι ἐγώ ἔχω σταλεῖ, νά πορευτῶ πρίν ἀπό Ἐκεῖνον» (Ἰωάν. 3, 28).
Ἕνα ἄλλο ὀνομά του εἶναι «Εὐαγγελιστής». «Παρηγοροῦσε τό λαό μέ πολλά καί διάφορα ἄλλα, ἀλλά συγχρόνως τοῦ χάριζε καί τό χαρούμενο μήνυμα, τό Εὐαγγέλιο» (Λουκ. 3, 18).

Ἀκόμα ἔχει καί τό ὄνομα «Νυμφαγωγός». «Αὐτός πού ἔχει τή νύφη εἶναι Νυμφίος. Ἐκεῖνος πού εἶναι φίλος τοῦ Νυμφίου εἶναι αὐτός πού στέκεται στό πλάι του, τόν ἀκούει καί χαίρεται μέ βαθιά χαρά τή φωνή Του. Ἀπ’ αὐτή τή χαρά γέμισε καί ἡ δική μου ψυχή, γιατί ἀξιώθηκα νά σταθῶ πλάι στόν Νυμφίο Χριστό» (Ἰωάν. 3, 29-30).
Λέγεται καί «Λύχνος». «Ἐκεῖνος ἦταν τό λυχνάρι πού ἔκαιγε καί φώτιζε, ἐσεῖς δέ γιά μιά στιγμή θελήσατε νά κάνετε ἱλαρά τά πρόσωπά σας μέ τό δικό Του φῶς». (Ἰωάν. 5, 35).
Πῆρε καί τόν τίτλο «Ἔλεγχος τοῦ Ἡρώδη». «Γιατί ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στόν Ἡρώδη. Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου τοῦ Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). «Ὁ Ἡρώδης ἐπειδή ἐλεγχόταν ἀπό τον Ἰωάννη γιά τήν Ἡρωδιάδα τόν ἔκλεισε στή φυλακή». (Λουκ. 3, 19).
Αὐτά τά τόσο μεγάλα καί τόσο σπουδαῖα ὀνόματα πῆρε ὁ Ἰωάννης. Μ’ αὐτά ἔχει τιμηθεῖ, γι’ αὐτό καί οἱ πράξεις του ἦταν σύμφωνες μέ τούς τίτλους του. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἐκεῖνος «πού δέ γεννήθηκε ἄνθρωπος μεγαλύτερός του στόν κόσμο» (Ματθ. 6, 11). Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο πραγματικά ὁ προφήτης Δαυίδ ψάλλει, σάν νά δανείζεται τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα καί λέει: «Ἑτοίμασα λυχνάρι γιά τόν Χριστό μου. Πάνω σ’ αὐτό δέ, θά φανερωθεῖ καί θά λάμψει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά τόν χρίσει Μεσσία καί βασιλιά» (Ψαλμ. 131, 17-18).
Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος Ἠλίας, ὄχι ὁ Θεσβίτης, ἀλλά αὐτός πού στάθηκε ἀνάμεσα στό νόμο καί στή Χάρη καί ἔγινε πρόδρομος τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἱστορικά, ἔζησε μετά τόν Ἠλία τό Θεσβίτη, ἐκεῖνος πού εἶχε ὅμοια μ’ αὐτόν ἔμπνευση καί δύναμη, ὅπως προεῖπε ὁ ἀρχάγγελος στόν πατέρα του Ζαχαρία (Λουκ. 1, 17).
Καί σέ ποιόν Ζαχαρία τά εἶπε αὐτά ὁ ἄγγελος; Στό Ζαχαρία πού τό αἷμα του φωνάζει πιό δυνατά ἀπό τό αἷμα τοῦ δίκαιου Ἄβελ (Ματθ. 23, 35).
Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού σκίρτησε στήν κοιλιά τῆς μάνας του, πρίν ἀκόμα δεῖ τό φῶς τῆς ἡμέρας, γιατί πληροφορήθηκε τήν παρουσία τοῦ κυοφορούμενου Δεσπότη του. Αὐτός χρησιμοποίησε τή γλώσσα τῆς μάνας του καί, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα στήν κοιλιά της, προανάγγειλε τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τή Θεοτόκο Μαρία, λέγοντας: «Καί πῶς ἔγινε σέ μένα αὐτό τό πράγμα νά ἔρθει στό σπίτι μου ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου;» (Λουκ. 1, 43).
Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας θά μαλακώσει τίς καρδιές τῶν γονιῶν καί θά τίς ξαναφερει κοντά στά παιδιά τους καί «θά κάνει τούς παραστρατημένους νά ἀποκτήσουν φρόνηση ἁγίων καί δικαίων ἀνθρώπων καί ἔτσι θά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά δεχτοῦν τόν Κύριο καί νά γίνουν λαός Του» (Λουκ. 1, 17).
Αὐτός ὑπῆρξε καρπός θεϊκῆς ὑποσχέσεως, τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ Γαβριήλ, τό τρυφερό κλωνάρι πού χαρίστηκε ἀπό τόν Θεό, στό ξεραμένο ἀπό τήν ἡλικία δέντρο. Τό καρπερό λουλούδι τῆς στείρας. Ὁ προφήτης πού εἶναι γιός προφήτη. Ὁ τρόφιμος τῆς ἐρήμου. Αὐτός πού ἑτοίμασε καί ἑτοιμάζει τούς ἀνθρώπους ὅλης τῆς οἰκουμένης στούς πνευματικούς ἀγῶνες καί στό καλοδέξιμο τοῦ Κυρίου. Ὁ λαμπερός δορυφόρος τοῦ Ἡλίου, πού λάμπει παντοτινά. Τό λυχνάρι τοῦ θεϊκοῦ Φωτός. Ὁ στρατιώτης τοῦ αἰώνιου βασιλιᾶ. Ὁ Νυμφαγωγός τοῦ Νυμφίου. Ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότη. Ἡ φωνή τοῦ Λόγου, πού ἱεράτευσε σάν τόν Μελχισεδέκ αἰώνια, ὡς ἀπάτορας, ἀμήτορας καί ἀγεννεαλόγητος. Ὁ ἱερέας πού ἀξιώθηκε νά ἱερουργήσει ἀκόμα καί τή Βάπτιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἄκουσε μέ τά ἴδια του τ’ ἀφτιά τόν Θεό Πατέρα νά μιλάει. Αὐτός πού βάπτισε τόν Υἱό καί Αὐτός πού εἶδε τόἍγιο Πνεῦμα.
Αὐτός πού ὑπῆρξε τό τέλος τοῦ νόμου· Αὐτός πού μεσολάβησε ἀνάμεσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στούς ἀνθρώπους. Αὐτός πού ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες καί στοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐξαντλεῖται κάθε προφητική διακονία. Ὁ κήρυκας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια. Ἡ θύρα ἀπό τήν ὁποία μπαίνουμε στό χῶρο τῆς μετάνοιας. Αὐτός πού ὑπῆρξε τό κόσμημα καί ἡ λαμπρότητα τῶν παρθένων, Αὐτός πού ἑτοίμασε τή σωτηρία μας. Αὐτός πού νομοθέτησε τή σωφροσύνη καί ἔγινε χαλινάρι στούς παράνομους καί φαύλους καί ἀκόμη Αὐτός πού χειραγώγησε ὅσους σεβάστηκαν τό θεϊκό νόμο.
Αὐτός εἶναι ὁ μεγάλος Ἰωάννης. Τό ὄνομα πού βγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί μεταφέρθηκε ἀπό τούς οὐρανούς στό Ζαχαρία μέ τήν ἀρχαγγελική φωνή. Αὐτός εἶναι ἡ φωνή πού γεννήθηκε ἀπό τόν κωφάλαλο πατέρα. Αὐτός πού μέ τή σιωπή τοῦ πατέρα του κατάργησε τή στειρότητα τῆς μάνας του. Αὐτός φανέρωσε τόν «Ἀμνό τοῦ Θεοῦ» μέ τό δάχτυλό του, δίνοντας σ’ αὐτό δύναμη πιό μεγάλη καί ἀπό τόν καλύτερο ρήτορα. Αὐτός πού στό πρόσωπό του ἔχει δικαίωμα νά καυχιέται ἡ ἐγκράτεια. Αὐτός πού ἔζησε σάν ἄσαρκος τήν ἐπίγεια ζωή του, πού βρέθηκε σάν πολύτιμος μαργαρίτης μέσα στή λάσπη. Αὐτός πού σάν πολύτιμος θησαυρός βρέθηκε σέ εὔθραυστο καί φτηνό θησαυροφυλάκιο. Αὐτός πού ἀπείλησε τίς ἄκαρπες ψυχές μέ τό ξινάρι τῆς Θείας δικαιοσύνης, ἡ φιλέρημη τρυγόνα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἀσταμάτητο στόμα, ἡ φωνή ἐκείνου πού φωνάζει στήν ἔρημο καί ἀντηχεῖ βροντερά στά πέρατα τοῦ κόσμου, λέγοντας «ἑτοιμάστε τό δρόμο τοῦ Κυρίου, κάνετε ἴσια τά μονοπάτια ἀπ’ ὅπου θά περάσει ὁ Κύριος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 3, 3 -Ἰωάν. 1, 23).
Αὐτός εἶναι ἡ γλῶσσα πού μέ τά θεϊκά της λόγια καί μέ τήν ἁγνή φωνή της, ἀκόμα καί μετά τό θάνατό του, ἐλέγχει τόν Ἡρώδη καί κηρύττει τόν Χριστό, λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2).
Στόν Θεό ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ μεγαλωσύνη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν

Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2017

Ο Βαπτιστὴς ἀπετέμνετο, καὶ Ἡρῴδης ἐταράττετο...




Ξημερώνει και πάλι η αιματοβαμμένη μνήμη αυτού πού ονομάστηκε από το αψευδές στόμα του Κυρίου, μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους. 
Το μαρτύριο του δεν είναι μόνο καιρός περισυλλογής και μετά σεβασμού και δέους τιμής, είναι και μια ευκαιρία να φιλοσοφήσουμε απάνω στον θύτη και το θύμα. Ο Πρόδρομος θανατώνεται και μάλιστα ατιμωτικά και όντας αθώος, αλλά δεν είναι αυτός αξιολύπητος, αλλά ο δήμιος του ο Ηρώδης.
Ο ομώνυμος του Προδρόμου, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στους περίφημους ύμνους του στον προστάτη του άγιο, γράφει πώς ο Βαπτιστής απετέμνετο, αλλά ο Ηρώδης εταράττετο. Και νεκρός ο προφήτης, ελέγχει την άνοια και την τυραννία και και την κακία του σφαγέα. Και δή τώρα πού είναι μάρτυρας, ελέγχει με τον θάνατο του, τον άδικο βασιλιά, τον μοιχό και δολοφόνο,αυτόν τον οποίο έλεγξε δημόσια ανάμεσα σε τόσους μοιχούς στο Ισραήλ, για να δείξει πώς ούτε ο βασιλιάς δεν εξαιρείται και δεν είναι πάνω από τον Νόμο του Θεού. Το αίμα το τίμιο το μαρτυρικό, κατά την προσφυή παράσταση ενός ποιητού, γίνεται ποτάμι φρικτό πού πνίγει τους τυράννους, τους δυνάστες. 
Δύναμη έχει ο μάρτυρας της αληθείας, ο άγιος και όχι ο τύρρανος, πού ελέγχεται από τύψεις κολάσεως και ταραχή δειλίας. Αυτός πού θανατώνει τον δίκαιο το κάνει από φόβο! Και αυτός πού θανατώνεται κοιτώντας κατάματα τον θάνατο, είναι ο νικητής!
Ο δε Γερμανός Πατριάρχης, υμνογράφος των ιδιόμελων της λιτής, μας καλεί λευχειμονούντας να πανηγυρίσουμε το μαρτυρικό του Προδρόμου τέλος. Αυτό είναι το ήθος το εορταστικό της εκκλησίας μας. Εκεί πού οι άλλοι βλέπουν ένα τέρμα,την ήττα, εμείς βλέπουμε ένα τέλος και τέλος στην ελληνική σημαίνει τελείωση, νίκη, αναγωγή στον θρίαμβο , στον κόσμο του Θεού, πού πρωτοπόροι είναι οι μάρτυρες. Αυτή την μαρτυρική χαρά, την διά του θανάτου νίκη, μόνο η ορθοδοξία την προσφέρει σε όλες τις διαστάσεις. Γιατί δεν είναι ένα σύμβολο, μια αφετηρία για μίμηση όπως συμβαίνει με τους αγωνιστές του κόσμου και ως εκεί, είναι η ανατολή στον όντως κόσμο, στην όντως ζωή. Η Εκκλησία μας το ονομάζει, μετά Χριστού συμβασιλεία.Kαι εμείς βασιλικά τιμούμε τον μέγα Ιωάννη!
Η ιστορία επαναλαμβάνεται και αφορά όλες τις εποχές: Η διεφθαρμένη ηθικά εξουσία επιχειρεί να φιμώσει την αντίδραση του αγνού ανθρώπου πού έχει για νόμο του την χάρη του Θεού. Λίγο από εκδικητικότητα, λίγο από δεισιδαιμονία, πώρωση και ηδονοφιλία ο άρχοντας υποχωρεί στους ανήθικους πού κινούν παρασκηνιακά τα νήματα και ο δίκαιος οδηγείται στην εξόντωση και την εξουθένωση. Στο τέλος οι καταστάσεις ανατρέπονται:το θύμα τιμάται σαν μάρτυρας και ο δήμιος ελέγχεται και καταδικάζεται από όλους. 
Όμως ειδικά για την περίπτωση του Προδρόμου εμείς χαιρόμαστε. Χαιρόμαστε γιατί ένα πάσχα σχεδόν πριν από την σταύρωση του Κυρίου μας, σκοτώθηκε εκείνος μαρτυρικά, προδιαγράφοντας ΚΑΙ με το τέλος του,όπως με όλη του την ζωή και παρουσία,το έργο και τον θάνατο του Χριστού.Εκήρυξε δε και στον Άδη.Όλη μα όλη η προσωπικότητα του, από την γέννηση ως το έργο του και από την διδασκαλία τού ως τον τρόπο του θανάτου του είναι προδρομική. Και εμείς τιμούμε και σεβόμαστε μια τέτοια αφοσίωση, μια τέτοια ταπείνωση, μια τέτοια διάθεση εναρμόνισης με το θέλημα του Θεού.
Εζησε ως σκιά του Ενός! Υπάρχει πλέον υπέροχο μεγαλείο από το να ζήσεις και να υπάρξεις ως η Σκιά του Θεού;

Κυριακή, Αυγούστου 27, 2017

Ο Ιερός Χρυσόστομος για τον αποθηκευμένο πλούτο



« Όπως τα λιοντάρια, όπως οι λεοπαρδάλεις, όπως οι αρκούδες, όταν περιορισθούν και φυλακισθούν στο σκοτάδι, ανάβουν το θυμό τους και μεγαλώνουν την οργή τους, έτσι ακριβώς και ο πλούτος, όταν κλεισθεί και παραχωθεί, βρυχάται πιο δυνατά από το λιοντάρι και ταράσσει (το εσωτερικό σου) πάντοτε. Αν όμως βγάζεις τον πλούτο από το σκοτάδι (από τα αθέατα μέρη όπου τον φυλάσσεις» και τον διασκορπίζεις στα στομάχια των φτωχών, το θηρίο γίνεται πρόβατο, ο εχθρός γίνεται προστάτης, ο σκόπελος λιμάνι, το ναυάγιο γαλήνη.
            Κάτι ανάλογο θα δεις και στα πλοία. Όταν το φορτίο είναι πολύ βαρύ, βυθίζεται το σκάφος στη θάλασσα και ταλαιπωρείται. Όταν όμως είναι κανονικό φορτίο, το πλοίο γίνεται καλοτάξιδο. Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα σπίτια μας. Όταν συγκεντρώσεις χρήματα περισσότερα από την ανάγκη σου, ένα μικρό φύσημα του ανέμου και η τυχαία περίσταση από απροσδόκητα πράγματα βυθίζει αύτανδρο το σκάφος. Αν όμως αποθηκεύσεις τόσα όσα ακριβώς απαιτεί η ανάγκη, ακόμη και καταιγίδα να ξεσπάσει, εύκολα διασχίζεις τα κύματα.
            Μην επιθυμείς λοιπόν περισσότερα, για να μην τα χάσεις όλα. Ούτε να συγκεντρώνεις περισσότερα από όσα χρειάζεσαι, για να μη χάσεις κι αυτά που σου είναι τελείως απαραίτητα. Ούτε να ξεπερνάς τα καθορισμένα όρια, για να μη στερηθείς όλα μαζί τα υπάρχοντα σου. Αλλά να περικόπτεις το περιττό, για να πλουτίζεις με τα αναγκαία».
             ( ΕΠΕ 33, 176-178)


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2011/11/blog-post_20.html#ixzz4qwa0EEOK

Σάββατο, Αυγούστου 26, 2017

Κυριακή ΙΒ’ Ματθαίου: Περί πλούτου και πλουσίων (Αγ. Λουκάς Κριμαίας)


Ακούσατε σήμερα το ευαγγελικό ανάγνωσμα περί του πλούσιου νεανίσκου, ο οποίος δεν ήθελε να μοιράσει την περιουσία του για να γίνει κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Τότε ο Κύριος είπε στους μαθητές του ότι είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα παρά να μπει πλούσιος στην Βασιλεία των Ουρανών.
Πριν δώσουμε ερμηνεία για τον λόγο που είπε ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκο, ακούστε τι λέει ο απόστολος Ιάκωβος για τους πλούσιους: «Άγε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις΄ ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν εσται και φάγεται τας σάρκας υμών΄ ως πυρ εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις΄ ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ’ υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ εισεληλύθασιν΄ ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών ως εν ημέρα σφαγής, κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον ουκ αντιτάσσεται υμίν» (Ιακ. 5, 1-6).
Βλέπετε τι φοβερά λόγια είπε ο απόστολος Ιάκω­βος για τους πλούσιους και πόσο βαριά τους κατηγόρησε; Και τί μπορεί να είναι πιο φοβερό από τα λόγια του Κυρίου Ιησού Χριστού που λέει ότι δύσκολο είναι για έναν πλούσιο να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού;
Γιατί είναι δύσκολο; Κατά την εποχή του Χριστού μεταξύ του λαού του Ισραήλ κυριαρχούσε η γνώμη ότι ο πλούτος είναι ευλογία του Θεού, γι’ αυτό τους πλούσιους ανθρώπους τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν πολύ.
Όταν ο Κύριος είπε ότι ο πλούτος είναι εμπόδιο να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού, οι κατάπληκτοι μαθητές του Τον ρώτησαν: «Τις αρα δύναται σωθήναι» (Μτ. 19, 25). Και αυτοί είχαν την γνώμη ότι οι πλούσιοι έχουν την ευλογία του Θεού. Αν οι πλούσιοι δεν θα σωθούν, τότε ποιός θα σωθεί; Ο Κύριος τους απάντησε: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λκ. 18, 27).
Ας σκεφτούμε καλύτερα αυτά τα λόγια. Όταν εκείνος ο νέος είπε στον Κύριον την επιθυμία του να Τον ακολουθήσει, ο Κύριος τον ρώτησε: «Γνωρίζεις τις εντολές;» «Ναι, -απάντησε εκείνος-, βεβαίως, γνωρίζω όλες τις εντολές και από μικρός τις τηρώ». Αλλά ο Κύριος έδειξε, και σ’ αυτόν και σ’ όλους τους άλλους ότι δεν είναι αρκετό να τηρεί κανείς μόνο τις εντολές του παλαιού νόμου, δηλαδή εκείνες τις δέκα εντολές που και εσείς τις γνωρίζετε.
Γιατί δεν είναι αρκετό; Οι Εβραίοι ήταν σίγουροι ότι οι εντολές είναι το παν΄όποιος τηρεί τις εντολές είναι καθαρός και άγιος και θα γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος όμως είπε ότι τα πράγματα καθόλου δεν είναι έτσι.
Τί ζητάνε από τους ανθρώπους οι εντολές του παλαιού νόμου; Η πρώτη εντολή διδάσκει να προσκυνούν οι άνθρωποι τον ένα και μοναδικό Θεό, μόνο Αυτόν να τιμούν και να μην έχουν άλλους θεούς ε­κτός απ’ Αυτόν. Η δεύτερη εντολή απαγορεύει να προσκυνάνε οι άνθρωποι τα είδωλα. Αυτό τί σημαίνει; Ότι όλοι όσοι δεν προσκυνούν τα είδωλα αυτόματα γίνονται καθαροί και άγιοι;Εμείς όλοι προσκυνάμε έναν Θεό. Όλοι είμαστε άγιοι;
Ο νόμος υπαγορεύει να σεβόμαστε τον πατέρα και την μητέρα μας. Μήπως αυτό σημαίνει ότι είμαστε άγιοι επειδή σεβόμαστε τους γονείς μας και δεν τους πετάμε στο δρόμο όταν γερνάνε; Μήπως αυτό και μόνο μας κάνει δίκαιους ενώπιον του Θεού;
Οι εντολές λένε να μην μοιχεύουμε, να μην φονεύουμε, να μην κλέβουμε, να μην ζηλεύουμε τον πλησίον μας, να μην επιθυμούμε τίποτα απ’ τα δικά του και να μην επιθυμούμε τη γυναίκα του. Και αυτό τί σημαίνει; Αν δεν είμαστε δολοφόνοι, δεν είμαστε κλέφτες, ούτε πόρνοι, ούτε ψευδομάρτυρες, αν από ζήλεια δεν αρπάζουμε την περιουσία των συνανθρώπων μας, αυτό σημαίνει ότι είμαστε καθαροί και άγιοι ενώπιον του Θεού;
Όλες οι εντολές του παλαιού νόμου είναι αρνητικές και λένε να μην είμαστε αυτοί και αυτοί. Δεν λένε όμως πώς πρέπει να είμαστε. Απαγορεύουν μόνο να κάνουμε τις πιο χονδρές, τις πιο άσχημες αμαρτίες. Οι εντολές αυτές προορίζονταν για έναν λαό σκληρό, όπου οι άνθρωποι έκαναν τα πρώτα απλά βήματα στην διόρθωσή τους.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε ότι δεν ήλθε να καταργήσει το νόμο αλλά να τον «πληρώσει». Η λέξη αυτή στη σλαβική γλώσσα έχει δύο σημασίες -«εκπληρώνω» και «συμπληρώνω».
Ο Κύριος μας έδωσε έναν καινούριο νόμο, ο οποίος είναι πιο τέλειος σε σύγκριση με τον παλαιό νόμο του Μωυσέως. Μας έδωσε τις εννέα σωτήριες εντολές των μακαρισμών. Μας λέει ότι καθαροί και άγιοι ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί που δεν κλέβουν και δεν φονεύουν, δεν είναι αυτοί που τηρούν τις εντολές του νόμου του Σινά, αλλά αυτοί που είναι πνευματικά τέλειοι. Αυτοί που είναι γεμάτοι ταπείνωση, αυτοί που χύνουν δάκρυα για τις αμαρτίες τους και την αδικία που βλέπουν στον κόσμο. Αυτοί που με συντετριμμένη καρδιά βλέπουν τον Σταυρό του Χριστού. Αυτοί θα κληρονομήσουν την Βασιλεία των Ουρανών.
Μακαρίζει τους πράους, αυτούς που διψάνε και πεινάνε την αλήθεια, τους ελεήμονες και τους ειρηνοποιούς. Υπόσχεται την Βασιλεία του Θεού σ’ αυτούς που διώκονται για την αλήθειασ’ αυτούς που οι άλλοι τους χλευάζουν και λοιδορούν για το όνομα Του.
Αυτός, συνεπώς, είναι καθαρός και άγιος που είναι τέλειος πνευματικά. Και ο Κύριος από όλους μας ζητάει να είμαστε τέλειοι πνευματικά όπως είναι τέλειος ο Επουράνιος Πατέρας μας.
Ο Κύριος στην επί του όρους ομιλία Του μας έδωσε τέτοιες εντολές που κάνουν την καρδιά μας να τρέμει. Πως να μην φροντίζουμε για το αύριο, πως να συγχωρούμε τους εχθρούς μας και να τους αγαπάμε, πως να δώσουμε στον άλλον το τελευταίο μας πουκάμισο. Και όμως όλα αυτά πρέπει να τα κάνουμε για να γίνουμε τέλειοι.
Στον νεαρό που ήθελε να γίνει τέλειος και είχε ήδη εκπληρώσει όλο τον παλαιό νόμο ο Χριστός είπε: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Και μόλις το άκουσε ο νεαρός εκείνος έφυγε λυπημένος γιατί είχε μεγάλο πλούτο και δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που του ζητούσε ο Κύριος.
Γιατί ο Κύριος του ζήτησε να πουλήσει όλα όσα είχε και να δώσει στους φτωχούς; Γιατί το να έχει κανείς μεγάλο πλούτο είναι τελείως ασυμβίβαστο με το να ζει σύμφωνα με τις εντολές του ΧριστούΠώς μπορεί ένας άνθρωπος πράος και ταπεινός να χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας να υποφέρουν οι αδελφοί του και να πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τον πλούτο του, να χτίζει καινούρια σπίτια, να αγοράζει καινούρια άλογα και ακριβά ρούχα;
Σίγουρα δεν μπορεί, γιατί αν είναι σπλαχνικός θα μοιράζει συνέχεια αυτά που έχει. Και τότε όταν μοιράσει όλα θα εκπληρώσει τον νόμο του ΧριστούΑν κρατάει για τον εαυτό του τον πλούτο του, αυτό σημαίνει ότι αγαπάει τον εαυτό του πιο πολύ από τον πλησίον του. Αλλά ο Κύριος είπε να αγαπάμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας. Και αν έτσι αγαπάμε τον πλησίον μας δεν θα δώσουμε στον ανήμπορο και τον πεινασμένο όλα όσα έχουμε; Θα μπορέσουμε τότε να ζούμε έτσι όπως ζουν οι πλούσιοι στην Αμερική;
Στις ανούσιες και τρελές διασκεδάσεις σπαταλάνε τα χρήματα που κερδίζουν γι’ αυτούς οι εργάτες με δικό τους ιδρώτα και αίμα…
Γι αυτό και λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός ότι, αν δεν θέλουμε να αφήσουμε τον πλούτο μας, δεν θα εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού, διότι σ’ αυτή την περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι και μισάνθρωποι εγωιστές. Αλλά μπορούν να έχουν τέτοιοι άνθρωποι θέση στη Βασιλεία του Θεού; Πιο εύκολα να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Ποιά σχέση όμως έχουν όλα αυτά με μας, τους ανθρώπους που δεν έχουν πλούτο; Έχουν άμεση σχέση. Σκεφθείτε τι είναι αυτό που βλάπτει την ψυχή εκείνων των ανθρώπων που έχουν πλούτο; Την βλάπτει το ότι τα γήινα αγαθά, τις διάφορες απολαύσεις, την πολυτέλεια αυτοί οι άνθρωποι βάζουν πάνω απ’ όλα. Τα θεωρούν πιο σημαντικά και από τα πνευματικά αγαθά, τα οποία αποκτούν οι άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν υλικά αγαθά, έχουν όμως τον μεγάλο πλούτο τής αγάπης του Θεού και του πλησίον.
Αυτός που είναι προσκολλημένος στα γήινα, που ζητά απολαύσεις, αυτός πάσχει ακριβώς απ’ εκείνο το πάθος που δεν αφήνει τους πλούσιους να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού.
Είναι λίγοι μεταξύ μας αυτοί που αν και δεν έχουν λεφτά και κάποιες φορές δεν έχουν και τα απαραίτητα, θέλουν όμως λεφτάθέλουν απολαύσεις και διασκεδάσεις και δεν αμαρτάνουν, γιατί απλώς δεν έχουν την δυνατότητα να αμαρτήσουν. Και αν είχαν θα έκαναν και εκείνοι τις ίδιες αμαρτίες σαν εκείνον τον πλούσιο στην πόρτα του σπιτιού του οποίου καθόταν ο Λάζαρος έτοιμος να πεθάνει από φτώχεια και πείνα.
Αν εμείς, παρ’ όλο που δεν είμαστε πλούσιοι, ζητάμε τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής΄ αν ο σκοπός της ζωής μας είναι η ευημερία, αν όλες οι σκέψεις μας είναι πώς να περάσουμε καλύτερα σε αυτή την ζωή και μόνο αυτό επιδιώκουμε, τότε σίγουρα είμαστε μακριά απ’ αυτό που ζητάει ό Κύριος. Διότι άνθρωποι που επιζητάνε την καθαρότητα της καρδιάς, άνθρωποι ελεήμονες, αυτοί επιδιώκουν μόνο το να είναι κοντά στον Θεό, να έχουν κοινωνία μαζί του, ζητάνε την χάρη και την αγάπη Του, θέλουν να είναι αδέλφια τού Χριστού.
Πολλές φορές ο φτωχότερος άνθρωπος, που δεν έχει τίποτα πάνω στη γη, αλλά διακονεί τον Θεό, πολλές φορές αυτός ο άνθρωπος, είναι πιο πλούσιος ακόμα και από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμουΟ πλούτος του είναι η θεία χάρη, η καθαρότητα της καρδιάς, η αγάπη και η συμπάθεια για τους πεινασμένους και δυστυχισμένους αδελφούς του. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα ο πλούτος τους είναι η θερμή αγάπη του Θεού, του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Τώρα είναι εύκολο να καταλάβουμε την απάντηση που έδωσε o Χριστός στην γεμάτη απορία ερώτηση των μαθητών του: «Και τίς δύναται σωθήναι;» (Λκ. 18, 26). Η απάντησή του ήταν: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λκ. 18, 27).
Για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά. Αυτός μπορεί να στερήσει των πνευματικών αγαθών τους σκληρόκαρδους και άσπλαχνους πλούσιους ανθρώπους. Και μπορεί να δώσει την μεγαλύτερη χαρά εν Κυρίω στους πιο φτωχούς και τους πιο περιφρονημένους ανθρώπους που πεθαίνουν της πείνας.
Ο Θεός μπορεί όλους να σώσει. Μπορεί να σώσει και τον πλούσιο, αν εκείνος μετανοήσει, αν μισήσει τον πλούτο του και κάνει πράξη τον λόγο του Χριστού«Ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και… δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αυτό το έκανε ένας από τους μεγαλύτερους αγίους ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας. Όταν ήταν είκοσι χρονών οι γονείς του πέθαναν και εκείνος έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Μια μέρα άκουσε στην εκκλησία αυτά τα λόγια του Ευαγγελίου: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Τα λόγια αυτά του έκαναν μεγάλη εντύπωση, μπήκαν βαθιά μέσα στην καρδιά του και κυρίεψαν εξολοκλήρου το νου του. Ο Μέγας Αντώνιος πήγε, πούλησε την περιουσία του, μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς και ο ίδιος έφυγε στην έρημο, οπού έζησε μέχρι το βαθύ γήρας. Είχε αρνηθεί όλα τα γήινα αγαθά αλλά έλαβε από τον Θεό πλούτο ασύγκριτα μεγαλύτερο. Ο Θεός του έδωσε το χάρισμα της προφητείας και της θαυματουργίας και ο Μέγας Αντώνιος έγινε αδελφός και φίλος του Χριστού.
Έτσι πρέπει και εμείς να δεχθούμε τα λόγια του Χριστού περί του γήινου πλούτου. Να διώξουμε από την καρδιά μας την προσκόλληση στα γήινα αγαθά. Και μόνο ένα πράγμα να επιδιώκουμε: το να είμαστε φίλοι και αδελφοί του Θεού, που αγαπάνε τον Χριστό και τους οποίους αγαπά Εκείνος.
(«Λόγοι και Ομιλίες» Αγ. Λουκά επισκόπου Κριμαίας, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη») 

To βρήκα στο Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2017

Εγώ δε λέγω μη αντιστήναι τω πονηρώ...


+Λ. Ζιλέ

«Ἐγὼ δὲ λέγω µὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» (Ματθ. 5, 39). Λόγος σκανδαλώδης καὶ πολὺ παράξενος στά µάτια τῶν ἀνθρώπων — τῶν ἀνθρώπων γενικὰ κι ὄχι µόνο τῶν ἀπίστων. Τὸ ἀριστερὸ µάγουλο πού πρέπει νά στρέψωµε σ’ αὐτόν πού µᾶς ἐρράπισε τὸ δεξιό. Τὸ ἱµάτιο πού πρέπει ν’ ἀφήσουµε σ’ αὐτόν πού µᾶς πῆρε καὶ τὸ χιτώνα. Τὰ δύο µίλια πού πρέπει νά περιπατήσουµε µ’ ἐκεῖνον πού µᾶς ἀγγάρεψε ἕνα µίλι. Ἡ εὐλογία πού πρέπει νά δώσουµε στόν ἄλλο πού µᾶς καταράσθηκε. Τὶ ὑποδοχὴ βρίσκουν οἱ ἐντολὲς αὐτὲς µεταξὺ ἐκείνων πού θὰ ἔπρεπε πρῶτοι νά τὶς δεχθοῦν καί νά τὶς καταλάβουν; Ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης τοῦ ἐχθροῦ, τόσο στό πεδίο τῆς διεθνοῦς, ὅσο καὶ στό ἐπίπεδο τῆς προσωπικῆς ζωῆς, ἔχει ἄραγε ἐπαρκῶς ἐξερευνηθῆ; «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύµατος ἐστε...» (Λουκ. 9, 55). 

Εὐαγγελικὴ «µή-ἀντιστάση». Ἡ ἐκλογὴ δέν ἔγκειται στό νά διαλέξουµε µεταξὺ τοῦ νά πολεµήσουµε καὶ νά µὴν πολεµήσουµε. Ἀλλὰ µεταξὺ τοῦ νά πολεµήσουµε καὶ τοῦ νά ὑποφέρουµε καὶ διὰ τοῦ πόνου νά νικήσουµε. Οἱ µάχες δηµιουργοῦν τὶς φαινοµενικὲς νίκες, ποὺ δέν εἶναι παρὰ αὐταπάτη καὶ µαταιότης, ἐφόσον ὑψίστη πραγµατικότης εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Ὁ πόνος τοῦ µὴ ἀντισταµένου ἀναγγέλλει καὶ τονίζει αὐτὴν τὴν ὑπέρτατη πραγµατικότητα τοῦ Ἰησοῦ. Τέτοια εἶναι ἡ πραγµατικὴ νίκη. «Ἱκανόν ἐστι» (Λουκ. 22, 38), λέει ὁ Ἰησοῦς, ὅταν οἱ µαθηταὶ του τοῦ παρουσιάζουν δύο µάχαιρες. Οἱ µαθηταὶ δέν εἶχαν καταλάβει τὸ νόηµα ἐκείνης τῆς ἄλλης φράσεως: «ὁ µὴ ἔχων (βαλάντιον) πωλησάτω τὸ ἱµάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγορασάτω µάχαιραν» (Λουκ. 22, 36). Ὁ Ἰησοῦς εἶχε θελήσει νά πῆ: Ὑπάρχουν ἐποχές πού πρέπει νά θυσιάσουµε ἀκόµη κι αὐτό πού φαίνεται τελείως ἀναγκαῖο. Γιά νά µπορέσουµε ἔτσι νά συγκεντρώσουµε τὴν ἐπαγρύπνησή µας στίς ἐφόδους τοῦ κακοῦ. Μὰ τόσο ἡ ἐπίθεση, ὅσο καὶ ἡ ὑπεράσπιση ἀνήκουν στόν κόσµο τοῦ πνεύµατος.


εδώ