ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Ιουλίου 29, 2012

Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό - Ὑπέροχες συμβουλές (ἀββᾶ Ἰσαάκ)


Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Βασισμένο στούς Ἀσκητικούς Λόγους τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
Ἡ ψυχή πού ἀγαπάει τόν Θεό βρίσκει ἀνάπαυση μόνο κοντά Του. Μόλις ἐλευθερωθεῖς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, ἡ καρδιά σου θά συνδεθεῖ μέ τόν Θεό. Ὅπως τά βρέφη τρέφονται πρῶτα μέ τό γάλα καί μετά μέ τό ψωμί, ἔτσι καί οἱ ἀρχάριοι  στή χριστιανική ζωή πρῶτα πρέπει νά κόψουν αὐτά πού τούς συνδέουν μέ τόν κόσμο καί μετά νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό. Ἡ σωματική ἐργασία προηγεῖται ἀπό τήν ψυχική.
Ὅπως ὁ Θεός στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου πρῶτα ἔφτιαξε τό χωμάτινο σῶμα καί μετά φύσηξε καί τοῦ ἔδωσε «πνοήν ζωῆς», ἔτσι καί στά πνευματικά, πρῶτα θ’ ἀρχίσουμε μέ τούς σωματικούς κόπους καί κατόπιν θά προχωρήσουμε στή συστηματική καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Πρῶτα βάζει στό σπίτι κανείς  θεμέλια καί μετά τό χτίζει. Ἀλλιώτικα δέν γίνεται. Ἡ ψυχική ἐργασία γεννιέται ἀπό τή σωματική, ὅπως τό στάχυ βγαίνει ἀπό τόν γυμνό κόκκο τοῦ σταριοῦ.
Οἱ κόποι πού κάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν συγκρίνονται μέ τήν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τόν κόπο τοῦ γεωργοῦ ὅταν σπέρνει, ἀκολουθεῖ ἡ χαρά ὅταν θερίζει. Τό ψωμί πού τρώει τοῦ φαίνεται γλυκό, γιατί εἶναι ὁ καρπός τοῦ ἱδρώτα του.
Ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ κόπο πνευματικό καί πολλή προσπάθεια, ἀλλά μετά ἀκολουθεῖ ἡ ἀγαλλίαση. Γι’ αὐτό περιφρόνησε τά πάντα καί θά ἔχεις βοηθό τόν Θεό.
Αὐτός πού ἀποφεύγει τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, αἰσθάνεται στήν ψυχή του τή δόξα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά ξεκουράσει τόν ἑαυτό του μέ τίς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, αὐτός εἶναι τυφλός στήν ψυχή, γιατί δέν παραδόθηκε ὁλοκληρωτικά στόν Θεό.
Μή δένεσαι μέ χρυσάφι, ἤ ἀσήμι, ἤ μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο θησαυρό τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Συνήθιζε τόν ἑαυτό σου νά μήν ἔχει δικαιώματα στή ζωή αὐτή, γιά νά μή φτάσεις στό σημεῖο, μέ τό ἕνα χέρι νά μαζεύεις καί μέ τό ἄλλο νά σκορπᾶς.
Νά κάνεις ἐλεημοσύνη ἀπό τόν κόπο σου καί τόν ἱδρώτα σου καί ὄχι ἀπό τίς ἀδικίες. Νά ἐλεεῖς τούς φτωχούς ἔστω κι’ ἄν σ’ ἀδικοῦν καί σέ βρίζουν. Ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μόνη της σάν ἀρετή, ἄν δέν ὑπάρχει πρῶτα ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Αὐτή θά μᾶς στηρίξει, ὥστε ὄχι μόνο νά ὑπομένουμε τήν ἀδικία, ἀλλά νά περιμένουμε μέ χαρά τήν ἀγνωμοσύνη, πού εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς δείξουν. Νά λυπᾶσαι νά ὑποφέρεις καί νά καίγεσαι ὅταν ὁ ἀδελφός σου ἔχει ἀνάγκη, γιατί αὐτό ἔκανε καί ὁ Χριστός. Καί ἄν κανείς σέ χτυπήσει στό πρόσωπο νά μή λυπηθεῖς, ἀλλά νά χαρεῖς, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί νά μήν τοῦ πεῖς κανένα ψυχρό λόγο.
Ν’ ἀγαπήσεις τήν προσευχή, γιατί θά σέ παρηγορήσει πολύ στή ζωή σου. Διάβαζε τίς θεῖες Γραφές καί ἀγάπα τή φτώχεια, γιατί αὐτή θά σ’ ὁδηγήσει στόν Θεό. Μίσησε τήν ξεκούραση τοῦ σώματος καί τίς ἀνέσεις, γιατί αὐτά εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Περιόρισε τίς συναναστροφές σου μέ τούς ἀνθρώπους καί φρόντισε περισσότερο γιά τήν ψυχή σου, ὥστε ν’ ἀποκτήσεις ἐσωτερική εἰρήνη καί γαλήνη. Ἀγάπησε τή σωφροσύνη καί φρόντισε, μέ τήν προσευχή καί τόν ἀγώνα σου, ἡ ψυχή σου νά μένει καθαρή ἀπό ρυπαρούς λογισμούς.
Μήν ἀποκάμνεις δουλεύοντας στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ γιά νά μή ντροπιασθεῖς μία μέρα, ὅταν βρεθεῖς μπροστά Του, γιά νά δώσεις λογαριασμό γιά τά ἔργα σου. Προφυλάξου ἀπό τά μικρά σφάλματα γιά νά μή πέσεις στά μεγάλα. Δούλευε στήν ἀρετή καί μή δεσμεύεσαι ἀπό τήν ἀπόλαυση καί τήν ἀνάπαυση πού προσφέρουν τά πάθη. Ἀγάπησε τά φτωχά ροῦχα καί ὄχι αὐτά πού φαντάζουν καί φαίνονται ὡραῖα. Περισσότερο νά σ’ ἐνδιαφέρει ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς καί ὄχι τοῦ σώματος.
Αὐτός πού εἶναι φλύαρος, μπορεῖ ποτέ ν’ ἀποκτήσει καθαρό νοῦ; Μπορεῖ ποτέ νά ἔχει κανείς ταπεινούς λογισμούς, ὅταν ἐπιθυμεῖ ν’ ἀπολαύσει τήν ἀνθρώπινη δόξα; Ὅταν ὑποταχθεῖ κανείς στίς σωματικές αἰσθήσεις, εἶναι σάν νά τρώει τήν τροφή τῶν θηρίων, ἐνῶ ὅταν τίς νικήσει, εἶναι σάν νά τρώει τήν τροφή τῶν ἀγγέλων.
Μέ τήν ταπεινοφροσύνη ἀτονοῦν τά σαρκικά πάθη, ἐνῶ μέ τήν ὑπερηφάνεια παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτει κανείς στήν πορνεία. Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τήν ψυχή μέ τήν ἁγνότητα. Ὁ ἐγωϊσμός δημιουργεῖ ἀκαταστασία καί ταραχή στήν ψυχή καί μολύνεται ὁ νοῦς μέ τούς ἀκάθαρτους λογισμούς. Ἡ ταπεινοφροσύνη ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν Θεό.
Νά κάνεις ἐλεημοσύνη καί νά φροντίζεις γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους,πού εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μήν παραμελεῖς ποτέ τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Πρῶτα θά φωτίσεις τόν ἑαυτό σου καί μετά τούς ἄλλους.
Μή νομίζεις ὅτι μέ τήν ἐλεημοσύνη τελείωσες τίς ὑποχρεώσεις σου στόν Θεό. Χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας γιά νά καθαρίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τά πάθη, κι’ ἔτσι θά γίνει εὐπρόσδεκτη στόν Θεό ἡ προσφορά πού κάνεις στούς συνανθρώπους σου. Γιατί καί θαύματα νά κάνεις, ἀκόμη καί νεκρούς ν’ ἀναστήσεις, ἄν δέν φροντίζεις συγχρόνως γιά τήν ψυχή σου, δέν ἔκαμες τίποτα.
Πῶς θά ὁδηγήσεις ἄλλους στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἄν ἐσύ προηγουμένως δέν ἔχεις γνωρίσει τόν Θεό; Ἐνῶ εἶσαι ἄρρωστος, προσπαθεῖς νά κάνεις τούς ἄλλους καλά; Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι πρῶτα θά καθαρισθεῖς ἐσύ καί μετά θά καθαρίσεις τούς ἄλλους. Γιά νά φτάσει κανείς στόν Θεό, χρειάζεται νά θυσιάσει καί φαγητά καί ποτά καί ροῦχα πολυτελῆ καί ἐπαίνους καί ὅ,τι ἄλλο τραβάει τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο. Νά γίνεις φτωχός μέ τήν ταπείνωσή σου καί ὄχι πλούσιος μέ τήν ἀναισχυντία σου.
Νά συμφιλιώνεις τούς  συνανθρώπους σου μέ τήν ἀρετή σου καί ὄχι μέ τά λόγια σου. Μέ τήν πραότητά σου καί τήν γλυκύτητα θά σβήνεις τήν πυρκαϊά τοῦ θυμοῦ καί τῆς φιλονεικίας. Νά ἐλέγχεις τούς ἀκόλαστους μέ τήν ἐνάρετη συμπεριφορά σου.
Ὅπου κι ἄν πᾶς νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ξένο. Ἔτσι θά προσέξεις καί δέν θά βλάψεις τούς ἄλλους. Σέ κάθε περίπτωση νά κάνεις πώς δέν γνωρίζεις τίποτε, γιά νά μή σέ κυριέψει ὁ ἐγωϊσμός. Κι ἄν ἀκόμη σέ κατηγορήσουν, ἐσύ νά τούς συγχωρεῖς καί νά μήν κρατᾶς κακία μέσα σου. Νά πιστέψεις ὅτι γιά κάθε πράγμα ἔχεις ἀνάγκη νά σέ διδάξουν, καί ὄχι νά διδάξεις ἐσύ τούς ἄλλους. Ποτέ νά μήν ὑποδείξεις κάτι στόν ἄλλο, ἄν δέν τό ἔζησες προηγουμένως ἐσύ στήν ἴδια σου τή ζωή. Νά μιλᾶς καί νά συμπεριφέρεσαι σάν μαθητής καί ὄχι σάν  δάσκαλος. Νά κατακρίνεις τόν ἑαυτό σου καί νά παίρνεις τήν τελευταία θέση. Νά εἶσαι τίμιος καί νά ἐμπνέεις σεβασμό στούς ἄλλους. Κι’ ἄν εἶναι ἀναγκαῖο νά διδάξεις, αὐτό νά τό κάνεις μέ ταπείνωση, γιά νά ὠφελήσεις τούς ἀκροατές σου.
Ν’ ἀγωνίζεσαι μέ τήν προσευχή, τά δάκρυα καί τίς νηστεῖες καί ν’ ἀποφεύγεις νά διαβάζεις τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν. Γιά νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό χρειάζεται πολλή νηστεία. Τά πολλά καί ὡραῖα φαγητά δέν ἀφήνουν τόν νοῦ νά πλησιάσει τόν Θεό. Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ γνωρίζονται μέ προσευχή καί νηστεία. Νά διαβάζεις τά ἱερά Εὐαγγέλια γιά νά παραδειγματίζεσαι ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο διαβάζεις τά ἱερά κείμενα, τόσο προχωρᾶς στή γνώση τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν μελετᾶς τήν Ἁγία Γραφή νά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό φροντίδες καίἀπό μέριμνες βιοτικές, ὥστε νά ποτίζεται ἡ ψυχή σου ἀπό τή θεία ἀνάγνωση. Αὐτά πού διαβάζεις νά προσπαθεῖς νά ἐφαρμόζεις, γιά νά μή μένει ἡ ψυχή σου στό σκοτάδι. Στόν καιρό τοῦ πνευματικοῦ πολέμου βοηθάει πολύ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν πού ἔχουμε κάμει, γιατί ὑπάρχει στήν ψυχή μας ἀπόθεμα πνευματικό.
Τό μέλι εἶναι πολύ ὡραῖο. Ὅταν ὅμως φάει κανείς πάρα πολύ, μπορεῖ νά τοῦ δημιουργήσει ἐμετό. Ἔτσι καί στά πνευματικά, δέν πρέπει νά βγαίνεις ἀδιάκριτα ἀπό τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων σου. Νά κάνεις μόνο ἐκεῖνο πού μπορεῖς. Αὐτό θέλει ὁ Θεός. Τ’ ἄλλα θά τ’ ἀναπληρώσει ὁ Ἴδιος μέ τή χάρη Του. Γιατί ὑπάρχει καί ὁ φόβος ν’ ἀπελπισθεῖς, διαβάζοντας τίς ὑψηλές καταστάσεις πού ἔφτασαν οἱ ἅγιοι. Προχώρα στήν πνευματική ζωή μέ ταπεινό φρόνημα καί ὁ Θεός δέν θά σ’ ἐγκαταλείψει. Μήν προσπαθεῖς νά φτάσεις πνευματικές καταστάσεις πού ὑπερβαίνουν τίς δυνάμεις σου, γιατί θά πέσεις ὁπωσδήποτε, καί τήν πτώση σου αὐτή θά τήν ἐκμεταλλευθεῖ ὁ διάβολος.
Οἱ ὑψηλές πνευματικές κορυφές εἶναι πολύ δύσκολο νά κατακτηθοῦν.Ἀπαιτοῦν ταπείνωση καί πολύ κόπο καί μακροχρόνιους ἀγῶνες. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐπισκιάζει εὔκολα τόν ἄνθρωπο, γιατί πρέπει προηγουμένως νά καθαρισθεῖ ἀπό κάθε μολυσμό. Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ τά γνωρίζουν αὐτοί πού μέ τήν ἄσκηση καί τήν ταπείνωση ἀγωνίστηκαν στή ζωή τους γιά πολλά χρόνια. Μόνο στούς ταπεινούς ὁ Θεός φανερώνει τά μυστήριά Του.
Ἄν θέλεις νά ἐπιδοθεῖς στήν προσευχή καί στήν ἀγρυπνία, πρέπει νά κόψεις κάθε ἐπαφή σου μέ τόν κόσμο καί τήν ἁμαρτία. Χρειάζεται ἀκόμη ὑπομονή καί ἡσυχία. Μή φοβᾶσαι ἀπό τήν ταραχή πού δημιουργεῖ ὁ διάβολος κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτό τό κάνει, γιατί γνωρίζει τήν ὠφέλεια πού θά ἔχουμε μετά ἀπό τήν προσευχή. Γι’ αὐτό ἀγωνίζεται μέ κάθε τρόπο νά σβήσει τή λαμπάδα τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή σου ὅμως πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνη, ὥστε νά γεμίσει ἡ ψυχή σου ἀπό τό θεῖο φῶς. Τέλος, ὅσο εἰρηνικός εἶσαι ἐσωτερικά, τόσο περισσότερο ὁ νοῦς σου θά ἐννοεῖ τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη τῶν ἁγίων Γραφῶν καί μ’ ὅλο τόν πνευματικό σου ἀγώνα, γρήγορα θά φτάσεις στήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.
Εἰναί αἰσχρό οἱ φιλοσαρκοι καί γαστρίμαργοι νά ἐξέταζουν τά πνευματικά πράγματα, ὅπως ἡ πόρνη νά μιλάει γιά σωφροσύνη. Καί ὅπως, ὅταν τό σῶμα πάσχει ἀπό μεγάλη ἀρρώστια, ἀποφεύγει τά παχειά φαγητά, ἔτσι κι’ ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά φτάσει στά θεῖα πράγματα ὅταν καταγίνεται μέ τά κοσμικά. Ὅπως ἡ φωτιά δέν μπορεῖ ν’ ἀνάψει τά βρεγμένα ξύλα, ἔτσι καί ἡ θεία φωτιά δέν μπορεῖ νά θερμάνει τήν καρδιά πού ἀγαπάει τήν ἀνάπαυση. Ὄπως ἡ πόρνη δέν περιορίζεται σ’ ἕνα μόνο ἐραστή, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού καταγίνεται μέ πολλά πράγματα δέν μπορεῖ να κατανοήσει τά σπουδαιότερα, πού εἶναι τά θεῖα.
Ὅπως ἐκεῖνος πού δέν εἶδε μέ τά μάτια του τόν ἥλιο δέν μπορεῖ νά διηγηθεῖ στούς ἄλλους πῶς εἶναι τό φῶς του, ἔτσι κι αὐτός πού δέν γεύτηκε τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά μιλήσει γιά πνευματικά πράγματα. Ἄν κάτι δέν τό ἔχεις ἀνάγκη καί σοῦ περισσεύει, δῶστο στόν ἀδελφό σου, γιατί ἔτσι θά πλησιάσει περισσότερο ἡ καρδιά σου τόν Θεό. Ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη νά δίνεις πλουσιοπάροχα, κάνοντάς την μέ χαρά, «ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Γιά τό ψωμί πού δίνεις στόν φτωχό θά πάρεις μισθό στήν ἄλλη ζωή. Μήν ἐξετάζεις ἄν σ’ αὐτόν πού κάνεις ἐλεημοσύνη ὑπάρχει πραγματική ἀνάγκη ἤ ὄχι. Ἐσύ κάνε τό καθῆκον σου καί ὁ Θεός θά κρίνει σωστά. Γιατί κάνοντας ἀδιάκριτα ἐλεημοσύνη, θά προσελκύσεις καί τούς σκληρόκαρδους στό καλό.
Σ’αὐτό μᾶς διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού ἔτρωγε μαζί μέ τούς τελῶνες καί τούς ἁμαρτωλούς. Δέν προτιμοῦσε τούς καλούς καί τούς ἄξιους, ἀλλά τούς ἀνάξιους, γιά νά τούς προσελκύσει καί νά τούς δημιουργήσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι κι’ ἐσύ νά κάνεις τό καλό σέ ὅλους, εἴτε εἶναι φίλοι σου εἴτε ἐχθροί σου.
Κι’ ὅταν κάνεις τό καλό, μήν περιμένεις ἀμοιβή ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιατί θά σέ ἀνταμείψει ὁ Θεός. Πρόσεξε μήπως πέσεις στήν παγίδα καί μαζεύεις πράγματα, γιά νά κάνεις δῆθεν ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει ἀξία μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ὅταν γίνεται ἀπό τό ὑστέρημά σου. Ὅσο λιγότερα ἔχεις, τόσο πιό εὐτυχισμένος εἶσαι καί πολύ εὔκολα θά πλησιάσεις τόν Θεό. Τά πολλά ὑλικά πράγματα δένουν τόν ἄνθρωπο στήν γῆ  αὐτή, καί δέν τόν ἀφήνουν νά δεῖ τήν Αἰώνια Βασιλεία. Ἡ ἀφθονία τῶν πραγμάτων εἶναι ἐχθρός τῆς ἐγκράτειας.
Εἰναι εὐτυχισμένος ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά  βρεῖ ἡσυχία γιά νά ἔλθει σ’ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίς πολλές ἐργασίες. Γιατί ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει δουλειές καί δέν θά σταματήσουν ποτέ. Βέβαια, καί ἡ ἐργασία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν προκοπή τῆς ψυχῆς. Οἱ Πατέρες μάλιστα ὁρίζουν ὅτι οἱ ἀρχάριοι στήν πνευματική ζωή πρέπει νά καταγίνονται πολύ μέ τή σωμάτικη ἐργασία, γιά νά μή τούς πειράζει ὁ σατανᾶς, χωρίς φυσικά νά παραλείπουν καί τήν προσευχή.
 Καί προσευχή καί ἐργασία.
Νά μήν ἀμελεῖς τίς μετάνοιές σου, γιατί αὐτό φοβίζει τόν σατανᾶ. Νά γνωρίζεις ὅτι θά σέ πολεμήσουν πολύ οἱ δαίμονες, ὅταν ἀρχίζεις νά προσκυνᾶς τόν Θεό σου. Κανένα πρᾶγμα στόν πνευματικό ἀγώνα δέν εἶναι ἀνώτερο ὅσο ἡ ἀσκητική προσπάθεια, πού τόσο φθονοῦν οἱ δαίμονες, γιατί καίγονται ὅταν βλέπουν τούς χριστιανούς νά πέφτουν γονατιστοί μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο.
Νά ζητᾶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί Αὐτός θά φωτίσει τό σκοτάδι τῆς καρδιᾶς σου καί θά κάνει ν’ ἀνθίσει μέσα σου ἕνας πνευματικός παράδεισος. Πρῶτα ὅμως πρέπει νά κόψεις κάθε ἁμαρτωλό πρᾶγμα πού σέ συνδέει μέ τόν κόσμο καί μετά νά στραφεῖς στόν ἐσωτερικό σου κόσμο, γιά νά ξεριζώσεις ὅ,τι σάπιο ὑπάρχει.
Αὐτά ὅπως σοῦ εἶπα καί πιό πάνω, δέν εἶναι εὔκολα πράγματα. Τό νά καθαρίσει κανείς τόν ἑαυτό του ἀπό τούς σαρκικούς μολυσμούς ἀπαιτεῖ ἀγώνα μεγάλο πού θά διαρκέσει πολύ καιρό. Καί αὐτά στά λέω ὄχι γιά νά σέ ἀπελπίσω γιά τή σωτηρία σου, ἀλλά γιά νά σέ βοηθήσω νά προχωρᾶς συνεχῶς, μέχρις ὅτου γευθεῖς τή γλυκύτητα πού προσφέρει ὁ Θεός. Γιατί ἡ γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ψευτική καί πρόσκαιρη. Μόνο κοντά στό Θεό θά βρεῖς πραγματική παρηγοριά καί καταφύγιο.
Νά μισήσεις  τά ἁμαρτωλά ἔργα καί τότε θά σέ πλησιάσει ὁ Θεός καί θά σοῦ στείλει τή χάρη Του.
Κοντά στόν Θεό θά βρεῖς εἰρήνη καί χαρά, ἀρκεῖ νά Τόν ἀγαπήσεις μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου.
Κοντά στόν Θεό θ’ ἀπολαύσεις τήν αἰώνια μακαριότητα στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἀγάπησε ἀληθινά τόν Θεό καί τότε θά γίνεις εὐτυχισμένος.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ
Αναδημοσίευση από: Ομοθυμαδόν

Διαβάστε περισσότερα: Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας: Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό - Ὑπέροχες συμβουλές (ἀββᾶ Ἰσαάκ)
http://churchofagianapa.blogspot.com/2012/07/blog-post_29.html#ixzz21zs2PPE0

Σάββατο, Ιουλίου 28, 2012

Ιερώνυμος καταπέλτης προς πάντες - "Κυρά μου ποια είσαι εσύ που αποφασίζεις για τον εκκλησιασμό;"



Μήνυμα προς τους Ευρωπαίους εταίρους ότι «Δεν είμαστε αποικία», έστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμος, από την Φλώρινα, όπου βρίσκεται.
«Ναι, μας χρειάζονται οι ξένοι και οι Ευρωπαίοι μας. Αλλά είμαστε η Ελλάδα, είμαστε ο Παρθενώνας, είμαστε η Φλώρινα, δεν είμαστε η αποικία. Αυτό πρέπει να το πιστέψουμε μέσα μας και δεν είναι δύσκολο να το πιστέψουμε» δήλωσε ο Ιερώνυμος.
Ταυτόχρονα άσκησε κριτική σε όσους θέλουν να αποκόψουν την εκκλησία από την κοινωνία και υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί η προσευχή στα σχολεία. «Κυρά μου ποια είσαι εσύ που θα βγάλεις εγκύκλιο και θα αποφασίσεις ότι δε θα εκκλησιάζονται τα παιδιά» είπε ο Ιερώνυμος φωτογραφίζοντας τη βουλευτή της ΔΗΜΑΡ Μαρία Ρεπούση.

Διαβάστε το κείμενο της ομιλίας του Αρχιεπισκόπου από τον επίσημο δικτυακό τόπο της Εκκλησίας της Ελλάδος:
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, σε ομιλία του από την Φλώρινα, ζήτησε να οχυρώσουμε την πατρίδα μας για το μέλλον μέσα στην παράδοση και την θρησκεία. Ξεκινώντας από το κίνημα του διαφωτισμού που έβαλε ως κέντρο του κόσμου τον άνθρωπο, διαγράφοντας κάθε μεταφυσικό, είπε πως δεν μπορεί οι σπουδαγμένοι να έρχονται και να τα διαγράφουν όλα.
Χαρακτηριστικά ανέφερε :
«Σήμερα υποφέρουμε από αυτό το πράγμα. Δεν είμαστε αντίθετοι στις σπουδές, πρέπει να σπουδάσουμε. Σε όλα τα κράτη να πάμε. Να πάρουμε γνώσεις, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε την παράδοση μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα θεμέλια και τις ρίζες μας. Γιατί προοδεύουν τόπο πολύ αυτοί οι Έλληνες που πάνε έξω και οι επιστήμονες - από αυτούς - έχουν καταλάβει τις μεγαλύτερες θέσεις, ενώ εδώ δεν είναι αρεστοί και αν έρθουν τους διώχνουνε; Είναι ερωτηματικά αυτά.
Σ΄εναν υπουργό, με τον οποίο συζητούσα μπροστά από λίγο καιρό, του είπα, η πατρίδα μας έχει ανάγκη από μορφωμένους ανθρώπους, αλλά που να έχουνε μέσα τους την πατρίδα, την παράδοση.  Έναν που πάει και βγάζει το ΜΙΤ, το Χάρβαρντ κλπ τον θέλουμε, αλλά επειδή έμαθε πέντε γλώσσες, έμαθε πολλά πράγματα, δεν σημαίνει ότι θα του δώσουμε μια καρέκλα και ένα μολύβι για να υπογράφει κατά την δική του άποψη και να βγάζει και εγκύκλιο που να λέει απαγορεύεται η προσευχή στα σχολεία.
Κυρά μου τα παιδιά είναι δικά μου, τα παιδιά είναι δικά μας. Ποια είσαι εσύ που θα βγάλεις εγκύκλιο, χωρίς να ρωτήσεις αυτούς που πάλεψαν και παλεύουν σ΄ αυτό τον τόπο γι΄ αυτό το χώρο. Ποιό είναι το δικαίωμα σου, που εσύ θα αποφασίζεις ότι δεν θα εκκλησιάζονται τα παιδιά. Τους ρώτησες τους γονείς;»

Και συνέχισε:
«Δεν είμαστε εναντίον των ανθρώπων που σπούδασαν και φέρνουν πολιτισμό εδώ. Όχι τους χρειαζόμαστε διότι η Ελλάδα από αυτό έζησε. Αλλά για προσέξτε πιο είναι το μυστικό της Ελλάδος. Δεν διώχνει το ξένο, το παίρνει αλλά το αφομοιώνει και το κάνει δικό της. Είναι κάτι που πρέπει να το προσέξουμε αυτό ιδιαίτερα.Θα ήθελα να το πω στους αρχιερείς μας, αλλά και στα πολιτικά πρόσωπα, ότι αυτή η ηττοπάθεια, αυτό το να μην πούμε την λέξη Εκκλησία... γιατί ξέρετε, έχει πολιτικό κόστος, να μην πούμε ότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα βρίσκονται σ αυτήν την κατάσταση, αλλά να βρούμε μια λέξη που θα λέει ότι τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στην υπ’ αριθμό τάδε, τάδε.
Λες και δεν θα ψάξουν να τα βρουν αυτοί που μας λένε ότι στην ιστορία στην Μικρά Ασία συνωστίζονταν οι Έλληνες σαν στο λεωφορείο για να μπούνε για να φύγουνε. Λοιπόν θα πρέπει να το καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο, σε μια γραμμή δύσκολη και επομένως όλα αυτά τα ερωτηματικά που είπαμε στην Έκκλησία και εδώ ελέχθησαν, δεν γίνονται με τέτοιες σκέψεις.
Πρέπει να δούμε τι θέλουμε. Την θέλουμε την πατρίδα μας; την θέλουμε την θρησκεία μας; τις θέλουμε τις παραδόσεις μας; Να έχουμε το θάρρος και να το πούμε και να το στηρίξουμε και να προχωρήσουμε. Οι Έλληνες είναι λίγο φοβισμένοι, είναι λίγο μαζεμένοι, το λέω γιατί το ζω. Οι εκκλησιές μας γεμίζουνε και περιμένουν μια σπίθα. Ο τόπος μας υποφέρει και υπάρχει κίνδυνος αυτή η σπίθα κάποια στιγμή να ξεσπάσει».
Και κατέληξε:

«Ναι μας χρειάζονται οι ξένοι και οι Ευρωπαίοι μας χρειάζονται και όλοι μας χρειάζονται. Αλλά είμαστε η Ελλάδα, είμαστε ο Παρθενώνας, είμαστε η Φλώρινα, δεν είμαστε η αποικία. Αυτό πρέπει να το πιστέψουμε μέσα μας και δεν είναι δύσκολο να το πιστέψουμε. Εμείς πρέπει να το καλλιεργήσουμε... η φλόγα που πρέπει να δώσουμε οι Δεσποτάδες, οι Περιφερειάρχες οι Βουλευτές. Και να μην φοβούνται αυτούς τους λίγους για τους οποίους λέει το γραφικό «ουκ ευρέθει ο τόπος αυτών». Δεν θα βρεθεί ο τόπος τους, θα φύγουν και θα χαθούν και δεν θα υπάρχουν.
Θα υπάρξει ο Γερμανός Καραβαγγέλης, θα υπάρξουν όλοι αυτοί που υπάρχουν εδώ πέρα. Αν εμείς δεν το βάλουμε αυτό μέσα μας στην καρδιά μας, αλλά σκεφτόμαστε σαν κακομοίρηδες δεν θα πάμε μπροστά. Αν όμως πούμε αυτό είμαστε και θα μείνουμε και θα αγωνιστούμε, θα μας σεβαστούν ακόμα περισσότερο αλλιώς η Μεσόγειος θα γίνει Περσικός κόλπος. Θα πρέπει να τα δούνε οι μεγαλύτεροι, να σκεφτούν, να συμβουλέψουν. Ναι, αυτά που πήραμε να τα δώσουμε, είμαστε έντιμοι, αλλά δεν θα μας πνίξετε. Όταν με επισκέφθηκε ο Γερμανός Υπουργός στο γραφείο μου τα είπαμε αυτά. Αυτοί που θεμελίωσαν την Ε.Ε. ντρέπονται σήμερα για εκεί που φτάσαμε.
Η Ελλάδα είναι η ευκαιρία να δώσει το παράδειγμα και το έναυσμα. Να ξεκινήσει από εκεί. Εμείς έχουμε πατρίδα, έχουμε παράδοση, έχουμε θρησκεία και εκείνοι οι οποίοι δεν τα θέλουν και θέλουν να κάνουν εγκυκλίους, ας πάνε όπου θέλουνε. Είναι ελεύθεροι, δεν τους μισούμε, δεν τους διώχνουμε, αλλά δεν μπορούν οι λίγοι να χαλάσουν το σύμπαν. Εδώ είναι οι φίλοι μας, κύριε Περιφερειάρχα και κύριε Αντιπεριφερειάρχα, κύριε βουλευτά, που θα έχετε και δυσκολίες αν το πείτε αυτά στην Βουλή γιατί θα πούνε είσαι καθυστερημένους, αλλά χρειάζεται να το πούμε εδώ, όπως λέτε και εσείς οι Βουλευτές, από εκεί το παίρνουμε, κόκκινες γραμμές.
Εμείς βάζουμε κόκκινη γραμμή εκεί, πίσω από αυτή δεν πηγαίνουμε... Είναι και άλλοι που δεν συμφωνούν. Εγώ συμφωνώ με αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί μου, γιατί ο αγώνας μας γι' αυτό γίνεται ν' ακoύμε και αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί μας."».
 
 
εδω 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΙ’ ΟΙ ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ τοῦ (†) Φώτη Κόντογλου


τοῦ (†) Φώτη Κόντογλου, ιδιαίτερα επίκαιρο ...
Υστερα ἀπὸ πολλὴ ἀπαντοχή, ἦρθε τέλος πάντων ἡ ἄνοιξη. Ἄρχισε ἡ γλυκύτητα τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἥλιος! Χαρὰ Θεοῦ! Ὅλα εἶνε χαρούμενα, ὁ οὐρανός, ἡ στεριά, ἡ θάλασσα, τὰ βουνά, τὰ δέντρα, τὰ ζῶα, τὰ πουλιά, οἱ ἄνθρωποι. Ἀκόμα κ᾿ οἱ ἄψυχες καὶ ψυχρὲς πέτρες σὰν νὰ μιλοῦνε, σὰν νὰ τραγουδοῦνε ἀπὸ χαρά. Τώρα δὲν ὑπάρχει κανένα ἄψυχο. Εὐχαριστοῦνε τὸν ζωοδότη ποὺ τοὺς δίνει τὴ ζωή, γιὰ νὰ χαίρουνται. Εὐχαριστοῦμε κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστὸ ποὺ ἀναστήθηκε, γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς χάρισε καὶ γιὰ τὴ φλέβα τῆς χαρᾶς ποὺ ἀναβρύζει μέσα στὴν καρδιά μας, κ᾿ εὐφραινόμαστε ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ πλάση του, μαζὶ μ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά του. Σήμερα, σὰν νὰ μεταμορφωθήκαμε ὅλοι σὲ Ἀγγέλους, καὶ δοξολογοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ εἶπε στὸν Ἰώβ: «Τὸν καιρὸ ποὺ γινήκανε τὰ ἄστρα, μὲ ὑμνήσανε μὲ τὶς φωνές τους ὅλοι οἱ Ἄγγελοί μου». Τώρα, τὸν ὑμνοῦν ὄχι μοναχὰ οἱ Ἄγγελοι, ποὺ τότε μονάχα ἐκεῖνοι εἴχανε πλασθῆ, ἀλλὰ κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὅσα ἄλλα πλάσματα, πλασθήκανε ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

Ὁλόκληρη ἡ κτίση δοξάζει Ἐκεῖνον πού, μὲ τὴν παντοδυναμία του, τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ χάος κι ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀνυπαρξίας. Κυττάζοντας αὐτὴ τὴν ἐξαίσια κτίση, ποὺ εἶνε στὸν αἰῶνα καταστολισμένη μὲ ἀμέτρητες χάρες, ὁ νοῦς μου πηγαίνει πάλι, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες ἀνοιξιάτικες μέρες, στὸν Θεό, ποὺ εἶπε στὸν Ἰώβ: «Θὰ σὲ ρωτήσω, κ᾿ ἐσὺ θὰ μοῦ ἀποκριθῇς: Ποῦ ἤσουνα τὸν καιρὸ ποὺ θεμελίωνα τὴ γῆ; Πές μου το, ἂν ἔχῃς γνώση… Ἔφραξα τὴ θάλασσα μὲ καστρόπετρες, τῆς ἔβαλα σύνορα, καὶ τῆς εἶπα: Ὥς ἐδῶ θἄρθῃς καὶ δὲν θὰ πᾶς παραπέρα, καὶ μέσα στὸν ἑαυτό σου θὰ σκάζουνε τὰ κύματά σου. Ἢ μαζί σου ἔβαλα τάξη στὸ χάραγμα τῆς αὐγῆς; Κι’ ὁ αὐγερινὸς γνωρίζει τὴν τάξη του… Ἢ μήπως ξέρεις τὸ δίχτυ τῆς Πούλιας καὶ τὸν φράχτη τοῦ Ὠρίωνα, ἢ γνωρίζεις τὰ γυρίσματα τοῦ οὐρανοῦ; Ἢ θὰ φωνάξῃς τὸ σύννεφο καὶ θἄρθῃ, καὶ θὰ σοῦ ὑπακούσῃ καὶ θὰ ῥίξῃ φοβερὴ νεροποντή; Ἢ θὰ στείλῃς τ᾿ ἀστροπελέκια καὶ θὰ τρέξουνε; Ποιός ἔδωσε στὶς γυναῖκες τὴ σοφία τ᾿ ἀργαλιοῦ καὶ τὴ γνώση στὸ κέντημα; Ἢ ἀπὸ τὴ δική σου φώτιση στέκεται ἀκίνητο τὸ γεράκι καὶ πετᾶ, κυττάζοντας κατὰ τὸ νοτιά; Ἤ, μὲ τὴ δική σου προσταγὴ ψηλώνει στὸν οὐρανὸ ὁ ἀητός, κι᾿ ὁ ἁγιούπας (γύψ) κάθεται ἀπάνω στὴ φωλιά του καὶ κλωσσᾶ, ποὺ εἶνε κανωμένη στὴν ἄκρη στὸν βράχο, κι᾿ ἀπὸ κεῖ γυρεύει νὰ βρῇ τὴ θροφή του; Τὰ μάτια του ἀπὸ μακρυὰ σημαδεύουνε…».

Φέρνοντας στὸν λογισμό μου αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι τὴ φύση, φύση ἁγιασμένη, ἱερὸ ἔργο τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, ποὺ δημιουργώντας την, ἔχυσε τὴν ἀγάπη του μέσα σὲ κάθε πλάσμα, στὶς φλέβες τῆς γῆς, στὶς φλέβες τῆς θάλασσας, στὶς φλέβες τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας, καὶ μέσα στὴν ἡσυχία ποὺ εἶνε γύρω μου, νοιώθω μυριάδες πλάσματα, φωνὲς ποὺ δὲν ἀκούγονται, καὶ ποὺ ἔρχουνται ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ βρίσκουνται μακρυά, ἀλλὰ κι᾿ ἀπὸ τὰ χρωματιστὰ λουλούδια, ἀπὸ τὰ χλωρὰ καὶ καινούργια φύλλα τῶν δέντρων, ἀπὸ τὰ σκαθάρια, ἀπὸ τὰ μαμούδια, ἀπὸ τὰ πεταλούδια κι᾿ ἀπὸ τὰ μυγάκια ποὺ τριγυρίζουν πετώντας ἀνάμεσα στὰ δροσερὰ ἄνθια καὶ στὶς πρασινάδες. Μονάχα τὰ πουλάκια τ᾿ ἀκούγω νὰ κελαϊδοῦν μὲ τ᾿ αὐτιά μου. Ὅλα σήμερα εἶνε εὐτυχισμένα.

Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε ζεστὴ καὶ μοσκοβολημένη, κι᾿ ὁ ἀγέρας μπαίνει δροσερὸς μέσα σου καὶ φτάνει ὥς τὴν καρδιά σου. Ἀπὸ μέσα της ἔχουνε φύγει τὰ πάθη ποὺ τὴ μολεύανε, κι᾿ ἀπόμεινε καθαρή. Κι᾿ οὔτε νὰ νοιώσῃς κἄν μπορεῖς πιὰ τί θὰ πῇ κακία. Μέσα σὲ μιὰ τέτοια βλογημένη πλάση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουνε ἄνθρωποι φθονεροί, ραδιοῦργοι, μικρολόγοι, φιλοκατήγοροι, ἀχάριστοι, αἱμοβόροι. Ἡ κακία σοῦ φαίνεται σὰν ψευτιά, σὰν ἕνας βραχνᾶς ποὺ σκόρπισε, καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ στὸν κόσμο.

Ὡστόσο, λίγο παραπέρα ἀπὸ τοῦτο τὸ μικρὸ περιβολάκι, ποὺ εἶνε τρυπωμένο ἀνάμεσα σὲ μικρὰ σπίτια καὶ σὲ μαντρότοιχους, οὐρλιάζει τὸ ἀνύσταχτο τέρας ποὺ λέγεται ζωή, κοινωνία καὶ πολιτισμός, ἡ σατανικὴ τούτη μηχανὴ ποὺ τὴν ἔκανε ἡ πονηρὴ διάνοια τ᾿ ἀνθρώπου. Τὴν ἔκανε γιὰ νὰ τὴν ἔχῃ σκλάβα του, μὰ ἐκείνη τὸν ἅρπαξε στὶς ρόδες της, τὸν μπέρδεψε στὰ γκρανάζια της, καὶ τὸν στριφογυρίζει δίχως ἔλεος. Τὸν ζάλισε σὰν τὸν σκύλο ποὺ κυνηγᾶ τὴν οὐρά του. Ὁ δυστυχὴς παραπατᾶ ζαλισμένος, λαχανιασμένος, μισοπεθαμένος, μὰ ὡστόσο, αὐτὸ τὸ κουρέλι θαρρεῖ πὼς γίνηκε θεός, τρισευτυχισμένος ἐξουσιαστὴς τῆς γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ, σκλάβος ποὺ ἔκανε ὁ ἴδιος τὶς ἁλυσίδες ποὺ εἶνε δεμένος γιὰ πάντα.

 
Κατεβαίνω στὴ Βαβυλῶνα [=Ἀθήνα] ὅσο μπορῶ πιὸ σπάνια, κι᾿ ὅποτε κατέβω στοὺς μεγάλους δρόμους, κιντυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου. Συλλογίζομαι τὴ φωλιά μου, τὸ κηπάκι μου, τὰ πουλάκια, τὶς πεταλοῦδες, τὰ μερμήγκια, τὰ μυγάκια, ὅλα αὐτὰ τὰ ξεχασμένα πλάσματα ποὺ εἶνε σὰν ἐμένα, τιποτένια καὶ βιάζουμαι νὰ γυρίσω πίσω. Στὴν πολιτεία σὰν νὰ εἶμαι ξένος καὶ ξενητεμένος, σὰν νὰ ἦρθα πρώτη φορὰ σὲ μεγαλούπολη. Οἱ φάτσες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι εἶνε δίχως ἔκφραση. Μοῦ φαίνουνται τόσο ξένοι, ποὺ λὲς καὶ βρίσκουνται στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, κι᾿ ἀκόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολὺ μακρυά! Ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι, ἄλλα φερσίματα. Ἄλλα μυαλά, ἄλλα αἰσθήματα, ἀπότομοι, ἀσυμπάθητοι, ἀδιάφοροι, πεθαμένοι!

Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!

Ἄλλα κοπάδια σπρώχνουνται μπροστὰ στὶς ἐκκλησιὲς τῆς νέας θρησκείας, στοὺς κινηματογράφους. Οἱ πόρτες, τὰ τζάμια κ᾿ οἱ τοῖχοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ γυμνὲς γυναῖκες ζωγραφισμένες. Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ᾿ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ κάνῃ. Ἔ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Κ᾿ ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες, κι᾿ ἀκόμα δὲν ἡσύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία. Δὲν πᾶς ν᾿ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή. Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσῃς μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες! Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ κατάλαβες! «Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη [τὸ ὀρθό: «παρεσυνεβλήθη»] τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». «Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ὀρθότερο: ἀνακατεύτηκε] μαζὶ μὲ τὰ ζῷα τὰ ἄλογα, κ᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτά».

Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι᾿ ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, ποὺ καὶ στὸν τόπο τους εἶνε ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ᾿ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», ποὺ εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», π᾿ ἀνάθεμά την, ποὺ ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πρᾶγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι᾿ ἀσυμπάθιστο. Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.

Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια ποὺ στέκουνται σὰν τοὺς κρατῆρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο ποὺ τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρὶς νὰ τὰ γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε γεμᾶτα κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνῃ τὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου. Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι᾿ ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα. Κι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νἄχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἀπ᾿ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι᾿ οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπῃ ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πὼς δὲν θἄχῃ πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα ποὺ τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ πάλιωσε πιὰ σήμερα.

Λένε πὼς ἡμεῖς ἤμαστε τοῦ παλιοῦ καιροῦ, καὶ πὼς δὲ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴ σύγχρονη ζωή. Αὐτὸ δὲν τὸ κρύβουμε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοῦτα ποὺ γράφω. Ἀλλά, γι᾿ αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤμαστε πολὺ καλά. Πάρα πολὺ καλὰ μάλιστα!

Σήμερα, ὅπως φαίνεται, τελείωσε ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀποχωριστοῦμε αὐτὸν τὸν ἀγαπημένον ἄνθρωπο. Θέλουμε νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ εἶδος ποὺ πάγει νὰ χαθῇ, ὅπως σβήσανε τὰ μαμούθ, οἱ πλειστόσαυροι κ᾿ οἱ πτεροδάκτυλοι. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε ἄνθρωπος λίγο-πολὺ μοναχὰ στὸ ἐξωτερικό του, ἂς δώσῃ στὸν ἑαυτό του ὅποιο ὄνομα θέλει, ἀφοῦ δὲν καταδέχεται νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Γιατὶ ὅπως λέγει, τὸν ξεπέρασε τὸν ἄνθρωπο.

Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


[ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Φώτης Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του, σελ. 134. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν καθημερινὴ πολιτικοκοινωνικὴ ἐφημερίδα τῆς Ἀθήνας «Ἐλευθερία», τὴν Κυριακὴ 10 Μαΐου 1964, στὴ στήλη «Κυριακάτικα Θέματα»].

[ἐπιλογή· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]
Χριστιανική Σπίθα
εδώ

αυτό το κείμενο δημοσιεύτηκε μόλις το 1964, άραγε τί θα έγραφε σήμερα ο ζωγράφος της πονεμένης ρωμηοσύνης; 




γ.σεφέρης, υστερόγραφο






Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα 
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν καλάμια.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα 
τη φωνή των παιδιών την αυγή 
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας 
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν 
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα. 
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους 
δε βγαίνει καν από το στόμα τους. 
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας 
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα. 
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε 
ό, τι μπορούμε να είμαστε 
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα 
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές, 
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας 
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε 
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί 
που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας 
στα χάσματα της μνήμης –
Κύριε , όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

(Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος)

Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2012

Η Βούλα, η Ρεπούση και οι... άλλοι


Αν είχαμε δημοκρατία, αν είχαμε τσίπα, αν είχαμε αιδώ, αν είχαμε φιλότιμο (αν είχαν δηλαδή οι κρατούντες) θα έπρεπε να έχουν ανοίξει λαγούμι να κρυφτούν, μετά από αυτό που έκαναν στην αθλήτρια Βούλα Παπαχρήστου και δεν έκαναν στην Ρεπούση, π.χ., ή σε όλους εκείνους (ντόπιους και ξένους) που βρίζουν και προσβάλουν τον ελληνικό λαό και την ιστορία του.
Η Παπαχρήστου δημοσίευσε στη σελίδα της -κακώς-, ένα ηλίθιο -κατ'εμέ- "ανεκδοτάκι" που κρίθηκε ρατσιστικό(!) και την απέκλεισαν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου!
Ενα κορίτσι που χρησιμοποίησε την υπαρκτή πραγματικότητα της ανεξέλεγκτης εισβολής εγχρώμων, για να πει ένα τάχα έξυπνο ανέκδοτο, από αυτά που -συνήθως- λένε τα σημερινά παιδιά, νομίζοντας ότι θα καταπλήξουν.... 
Αστοχο αλλά όχι και τόσο μείζον θέμα ώστε να την αποκλείσουν από τους "άσπιλους" Ολυμπιακούς!
Θα αρκούσε ίσως μια επίπληξη.
Η Ρεπούση, τώρα, η οποία δεν είναι καθόλου.... παιδί και είπε και έγραψε σε βιβλίο τα περίφημα περί "συνωστισμού" στην προκυμαία της Σμύρνης, αντί να διωχθεί για προσβολή ιστορικής μνήμης και διαστρέβλωση της ιστορίας, έγινε βουλευτής!
Δηλαδή η άποψή της για τα γεγονότα της Σμύρνης, δεν συνιστά ρατσισμό κατά των Ελλήνων; 
΄H αυτό το είδος του ρατσισμού επιτρέπεται (για να μην πω επιδιώκεται...) ;
Η Ρεπούση επίσης -μεταξύ άλλων-έγραφε στη σελίδα της στο facebook, την περασμένη άνοιξη: 
"Ανοίγουν αύριο τα σχολεία, μετά τις διακοπές του Πάσχα.
 Τα παιδιά μαζί με τους δασκάλους ή τους καθηγητές τους θα υποχρεωθούν και πάλι να στηθούν στο προαύλιο για να προσευχηθούν. 
Αλήθεια, σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό σχολείο γίνεται αυτό; 
Νομίζω σε κανένα. 
Γνωρίζετε εσείς κανένα σχολείο που να είναι υποχρεωτική η πρωινή προσευχή;
 Να είναι υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός; 
Και να υπάρχουν εικόνες αγίων στους τοίχους;"

Δεν ακούσαμε να κατηγορείται η εν λόγω, για ρατσισμό κατά των Ορθοδόξων χριστιανών, κατά της κρατούσης θρησκείας, εναντίον του θρησκευτικού αισθήματος των Ελλήνων.


Και φυσικά δεν είναι μόνο η Ρεπούση.
Είναι όλοι αυτοί που, άλλοι μεν τρώγοντας με χρυσά κουτάλια από διάφορες δήθεν ανθρωπιστικές οργανώσεις (ΜΚΟ κ.τ.λ.), άλλοι δε εξαργυρώνοντας τα κόμπλεξ τους περί "προοδευτισμού" κατεδαφίζουν οτιδήποτε ελληνικό και υπερασπίζονται άκριτα και με επιλεκτική "ανθρωπιά", κάθε τι που δεν έχει ελληνική ταυτότητα. 
Από κοντά βέβαια αφιονίζονται και με ό,τι χριστιανικό γιατί η Εκκλησία είναι το μοναδικό ανάχωμα στις μηδενιστικές τους υπερπροσπάθειες.
Ωραία, έδιωξαν αυτό το κορίτσι που φέρθηκε επιπόλαια, δίχως να διώξουν κανέναν από όλους εκείνους που δεν ενήργησαν επιπόλαια αλλά μετά λόγου γνώσεως πολεμούν ιδέες, ιδανικά και αξίες που μέσα τους μπορούμε να ανακαλύψουμε και πάλι την αξιοπρέπειά μας.
Και λοιπόν;
Νομίζουν ότι με τέτοια μέσα, μπορούν να μας κάμψουν;
To "γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος" είναι ελληνική παροιμία και το "ίτε παίδες Ελλήνων" ελληνικό βίωμα.....
Ας μην το ξεχνούν!
 
 
 http://anazhthseis-elena.blogspot.gr/2012/07/blog-post_3026.html

ΔΙΩΞΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ



ΔΙΩΞΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ
Γιάννη Ζερβού

    H καταχρηστική χρήση του όρου «φασισμός» τις τελευταίες δεκαετίες, μας έχει κάνει να ξεχνάμε την ουσία της φασιστικής ιδεολογίας, με βάση την οποία προκλήθηκαν και οι φρικαλεότητες του Β' Πα­γκοσμίου Πολέμου. Επίσης, η προβολή των διωγμών των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς έχει υποβαθμίσει στη μνήμη μας τον αντιχριστιανικό και κατ’ ουσίαν νεοπαγανιστικό προσανατολισμό του ναζισμού.
 Ο ιστορικός Ουίλιαμ Σίρερ, στο μνημειώδες έργο του «Η άνοδος και η πτώσις τού Γ’ Ράιχ», αξιολογώντας το βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ «Ο Αγών μου», επισημαίνει ότι όπως ο Δαρβίνος, έτσι και ο Χίτλερ είδε τη ζωή ως «ένα κόσμον εις τον οποίον το εν πλάσμα τρέφε­ται με το άλλο και όπου ο θάνατος τού ασθενέστερου εξασφαλίζει την ζωήν τού ισχυρότερου... Ο ισχυρότερος πρέπει να κυριαρχή και όχι να αναμιγνύεται με τον ασθενέστερον, θυσιάζων ούτω το μεγαλείον του». Έτσι, ο Χίτλερ απονέμει το δικαίωμα του «κυριάρχου» στους Αρίους.
Ο Άριος, κατά τον Χίτλερ, είναι ο Προμηθέας της ανθρωπότητας, αυτός που έθεσε τα θεμέλια και ύψωσε τους τοίχους «παντός μεγάλου οικοδομήματος εις τον ανθρώπινον πολιτισμόν» (Ουίλιαμ Σίρερ, « Η άνοδος και η πτώσις τού Γ’ Ράιχ», τόμος Α', σελ. 148).
 Η παραπάνω αντίληψη, που είναι ο πυρήνας της φασιστικής ιδεολογίας και πρακτικής, ανα­προσαρμόζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με το λαό και τον πολιτισμό που θεωρεί «ανώτερο» ο καθένας. Είναι η αποδοχή του διαταραγμένου κόσμου της πτώσης, όπου ο νόμος της ζούγκλας κυριαρχεί. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με την διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία κηρύσσει την άρνηση της πτώσης, την ελπίδα Σωτηρίας του κάθε ανθρώπου ως εικόνος του Θεού και την προσδοκία της Ανάστασης. Άλλωστε, στο περιοδικό των Ες -Ες «Schwartze Korps» τονίζεται ότι «Η πτώση -και όλη η έννοια της αμαρτίας όπως έχει διατυ­πωθεί από την Εκκλησία, η οποία περιλαμβάνει ανταμοιβή ή τιμωρία σ' έναν άλλο κόσμο - είναι απαράδεκτη για το Βόρειο άνθρωπο, αφού είναι ασύμβατη με την «ηρωική» ιδεολογία τού αίματός μας» (Μπάρλεϊ, ο.π., σελ. 259).
 Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι Εβραίοι εμφανίσθηκαν ως ο πρωταρχικός στόχος των ναζιστών, στην πραγματικότη­τα αυτοί απέβλεπαν στην εκθεμελίωση των Χριστιανικών εκκλησιών. Οι Εβραίοι απετέλεσαν πρωταρχικό στόχο ως φυλετικώς «εξοβελιστέοι». Οι εκκλησίες της Γερμανίας (ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική) αποτελούσαν στόχο λόγω της ριζικής αντίθεσης της ουσίας της Χριστια­νικής Διδασκαλίας - στο βαθμό που και οι σχισματικές εκκλησίες την αντιλαμβάνονται - προς τη ναζιστική ιδεολογία και αντίληψη του πολιτισμού. Κατά τον ιστορικό Μάικλ Μπάρλεϊ, «Οι ναζιστές περιφρονούσαν το Χριστια­νισμό για τις Ιουδαϊκές του ρίζες... Στα μάτια των ναζιστών, ο Χριστιανισμός ήταν «ξένος» και «αφύσικος», άλλως αυτό που περιγράφηκε ως το «μεταθανάτιο δη­λητήριο των Εβραίων», ένας όρος που οι ναζιστές δανείστηκαν από τον Νίτσε» (ο.π., σελ. 255-256).
 Ο Ουίλιαμ Σίρερ παραθέτει ολόκληρο κεφάλαιο για τις διώξεις των εκκλησιών. Ο Χίτλερ, για λόγους στρατηγικής, φρόντισε να συγκαλύψει τους στόχους του και υπέγραψε «κονκορδάτο» με το Βατικανό το 1934. Ο Πάπας και η ρωμαιοκαθολική ιεραρχία ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν, αλλά απογοητεύθηκαν πλήρως. «Κατά την διάρκειαν των επομένων ετών χιλιάδες καθολικών ιερέων, κα­λογραιών και λαϊκών ηγετών συ­νελήφθησαν, πολλοί εξ αυτών βάσει χαλκευθεισών κατηγοριών περί «ανηθικότητος» ή «λαθρεμπορίου ξένου συναλλάγματος»» (Σίρερ, ο.π., σελ. 353-354).
 Όσον αφορά τις προτεσταντικές εκκλησίες, οι ναζιστές δημιούργησαν το «Κίνημα Πίστεως των Γερμανών Χρι­στιανών», με στόχο την προσαρμογή της Χριστιανικής θρησκείας στη ναζιστική ίδεολογία και την αποβολή κάθε ξένου και ιδίως εβραϊκού στοιχείου. Ως αντίβαρο στην τάση αυτή ιδρύθηκε η «Εξομολογητική εκκλησία», υπό την ηγεσία του Πάστορα Νημαίλλερ, αντιτιθέμενη στην ναζιστικοποίηση των προτεσταντικών εκκλησιών. Το 1937, ο Νημαίλλερ συνελήφθη, για να κλεισθεί σε στρατόπε­δο συγκέντρωσης και να απελευθερωθεί το 1945 από τα συμμαχικά στρατεύματα.
 Οι «Γερμανοί-Χριστιανοί» προσπάθησαν να απαλλάξουν το Χριστιανισμό από τα κατά την άποψή τους ιουδαϊκά στοιχεία. «Η Παλαιά Διαθήκη καταργήθηκε ως Ιερό βιβλίο, ενώ τα Ευαγγέλια ξαναγράφτηκαν, για να αποδείξουν ότι ο Χριστός δεν ήταν Εβραίος... Ο Χριστός που συμπονούσε και υπέφερε αντικαταστάθηκε από έναν οργισμένο εκκαθαριστή τοκογλύφων (αργυραμοιβών) ή έναν Παγκόσμιο Στρατιώτη, κατά πως οι Γερμανοί Χριστιανοί «λύτρωναν το Λυτρωτή» (Μπάρλεϊ, ο.π., σελ. 258).
 Πιο ακραίοι και από τους «Γερμανούς Χριστιανούς» ήταν οι νεοπαγανιστές, με επιφανέστερο εκπρόσωπο τον Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ, οι οποίοι δεν αρκούνταν στην «προσαρμογή» του Χριστιανισμού στα γερμανικά και εθνικοσοσιαλιστικά δεδομένα, αλλά απέρριπταν τε­λείως το Χριστιανισμό ως προϊόν του Εβραϊσμού. Η με­γαλύτερη νεοπαγανιστική ένωση ήταν το «Κίνημα Γερ­μανικής Πίστης» του Γιάκομπ Χάουερ, με κύριο στόχο την υπονόμευση του περιεχομένου του Χριστιανισμού (Μπάρλεϊ, ο.π., σελ. 255).
 Αν και για λόγους στρατηγικής, ο Χίτλερ δεν υιοθέτη­σε ανοιχτά την άποψη αυτή, στην πραγματικότητα οι απόψεις του συνέπιπταν και σε επίπεδο κατωτέρων στε­λεχών. Σύμφωνα με τον Μπάρλει, «στην πραγματικότητα οι απόψεις του ήταν ένα μίγμα υλιστικής βιολογίας, ψευδονιτσεϊκής περιφρόνησης θεμελιωδών... χριστιανικών άξιών και έντονου αντικληρικαλισμού» (Μπάρλεϊ, ο.π., σελ. 716). Ο Χίτλερ, στις ιδιωτικές του συζητήσεις θεωρούσε το Χριστιανισμό οργανωμένο ψεύδος, προσδοκώντας ότι το «σάπιο κλαδί» θα έπεφτε μόνο του και ότι θα απομείνουν ως πιστοί οπαδοί «μερικές περίεργες γριές, όσο γίνεται πιο γκαγκά και πτωχές τω πνεύματι».
 Είναι αλήθεια ότι ο διωγμός των εκκλησιών της Γερ­μανίας δεν έφτασε την ένταση του διωγμού των Εβραίων, κυρίως λόγω των βαθιών ριζών του Χριστιανισμού στη χώρα. Ο Χίτλερ, για λόγους τακτικής, συγκράτησε τα ακραία στοιχεία του κόμματός του.
Όμως, σταδιακά μέχρι το 1939, τα ιδιωτικά χριστιανικά και τα εκκλησιαστικά σχολεία είχαν κλείσει, η πρόσβαση των κληρικών στα σχολεία εμποδίσθηκε, το μάθημα των Θρησκευτικών καταργήθηκε, προωθείτο εν γένει η άποψη ότι η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση.
 Στο Ολδεμβούργο, οι τοπικές ναζιστικές αρχές διέταξαν την αφαίρεση των Εσταυρωμένων από τα σχολεία στις Ρωμαιοκα­θολικές περιοχές, καθώς και των πορτρέτων του Λούθηρου. Οι Προτεστά­ντες συμμορφώθηκαν, αλλά οι Ρωμαιοκαθολικοί αντέδρασαν, με αποτέλεσμα οι εντόπιοι ναζί να κάνουν πίσω. Παράλληλα, έγινε προσπάθεια αποξένωσης του λαού από τη ζωή των χριστιανικών εκκλησιών, ιδίως με την κατάργηση των χριστιανικών αργιών και την καθιέρωση, άλλων, ή το μποϋκοτάζ των χριστιανικών εορτασμών.
 Στην Άνω Σιλεσία, όπου υπήρχε και πολωνική μειο­νότητα, επιχείρησαν να μποϋκοτάρουν το παραδοσιακό προσκύνημα της αγίας Άννας, κλείνοντας τον ξενώνα της τοπικής εκκλησίας, καθώς και με άλλους τρόπους. Όμως, ως αντίδραση, η συμμετοχή ξεπέρασε τις 150.000 λαού, συμπεριλαμβανομένων και μη ρωμαιοκαθολικών, όπως Σοσιαλδημοκρατών, Κομμουνιστών και Εβραίων.
 Η χιτλερική νεολαία επιδόθηκε συχνά σε αντιχριστιανικούς βανδαλισμούς με βεβηλώσεις Εκκλησιών και καταστροφές αγαλμάτων Αγίων και προσκυνημάτων. Ο Μπάρλι καταγράφει μια περίπτωση στην περιοχή Βούπερταλ-Μπάρμεν, όπου μέλη της χιτλερικής νεολαίας χρησιμοποίησαν ένα σταυρό για στόχο σκοποβολής και στη συνέχεια κάρφωσαν την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» σε μια εβραϊκή επιχείρηση, κραυγάζοντας «Κάτω οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί». (Μπάρλι, ο.π., σελ. 252-267, ιδιαίτερο κε­φάλαιο με τίτλο « Η φαιά λατρεία και οι Χριστιανοί»)
Ήταν φανερό ότι οι Χριστιανικές Εκκλησίες θα ήταν ο επόμενος στόχος του ναζισμού. Τούτο επιτείνει και την ευθύνη των ηγεσιών των Προτεσταντών και των Ρω­μαιοκαθολικών, οι οποίοι δεν αντιστάθηκαν, αλλά συ­νεργάσθηκαν με το χιτλερικό καθεστώς και δεν φρόντισαν να μετατρέψουν σε αντιναζιστική στάση την αγανάκτηση των οπαδών τους.
Δεν έλειψαν όμως μεμονωμένες περιπτώσεις Χρι­στιανών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αντιναζιστική αντίσταση. Χαρακτηριστική περίπτωση η μυστική οργάνω­ση «Λευκό Ρόδο», την οποία είχαν δημιουργήσει χριστιανοί φοιτητές του Μονάχου. Ανάμεσα στους πρωτεργάτες της ήταν και ένας Χριστιανός Ορθόδοξος, ο Αλεξάντερ Σμόρελ, ο οποίος, μαζί με άλλα πέντε μέλη της οργάνωσης, καρατομήθηκε το 1943.
Κατά τα λοιπά, είναι ολοφάνερες οι συγκρίσεις με τις επιθέσεις που δέχεται η πίστη μας στην Ελλάδα, με κριτήρια αρχαιολατρικά και εθνοφυλετικά. Όμως και οι επιδιώξεις κάποιων που επικαλούνται τα «ανθρώπινα δικαιώματα» στη χώρα μας, προκειμένου να θέσουν την Εκκλησία στο περιθώριο, δεν φαίνεται να διαφέρουν από ορισμένες ακραίες ναζιστικές πρακτικές που είχαν στό­χο την αποχριστιανοποίηση της Γερμανίας στο διάστημα 1933-1945.


Από το περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ    www.egolpion.com
2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011


 ΒΡΕ ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ! ΟΙ "ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ" ΣΕ ΤΙ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ; ΣΕ ΤΙ ΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΤΑΧΑ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΔΕΞΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ....ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΡΕΠΟΥΣΗ; ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ;


ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΝΘΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΑ, ΑΣ ΜΗΝ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΙΑ ΤΟΥΣ ΩΡΑ . ΤΑ ΕΙΠΕ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ:

" Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους,δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα,γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους,ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό,
δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός.
Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα,
αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου ... "
μπέρτολτ μπρεχτ


ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΠΩΣ Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΔΕΝ ΘΑ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΩΡΑ;;;

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΚΙΜΑ ΘΑ ΣΑΣ ΦΑΕΙ ΟΛΟΥΣ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΕΣ.

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ


1. Η Ορθοδοξία αποτιμά με ρεαλισμό τον ανθρώπινο λόγο, αναγνωρίζουσα την αποφασιστική του σημασία για την δόμηση και λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό δηλώνει σε ένα εκπληκτικό για την ακρίβεια και σαφήνειά του κείμενο ο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται για την Ομιλία του «Εις το πρόσεχε σεαυτώ»1, που αποτελεί επιτομή της ορθόδοξης ανθρωπολογίας: «Την του λόγου χρήσιν δέδωκεν ημίν ο κτίσας Θεός, ίνα τας βουλάς των καρδιών αλλήλοις αποκαλύπτωμεν και διά το κοινωνικόν της φύσεως, έκαστος τω πλησίον μεταδώμεν, ώσπερ εκ τινων ταμιείων των της καρδίας κρυπτών προφέροντες τα βουλεύματα»2.
Ο λόγος αποτελεί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και συντελεί στη φανέρωση των ενδομύχων σκέψεων για την πραγμάτωση της κοινωνίας (επικοινωνίας) μεταξύ των ανθρώπων. Η ανθρωπολογική κατοχύρωση της σημασίας του λόγου δίνεται από τον άγιο Πατέρα στη συνέχεια: «Ει μεν γαρ γυμνή τη ψυχή διεζώμεν, ευθύς αν από των νοημάτων αλλήλοις συνεγινόμεθα. Επειδή δε υπό παραπετάσματι καλυπτομένη ημών η ψυχή τας εννοίας εργάζεται, ρημάτων δείται και ονομάτων προς το δημοσιεύειν τα εν τω βάθει κείμενα»3. Η συγκάλυψη της ψυχής από το σώμα επιβάλλει την χρήση του λόγου ως μέσου εκφράσεώς της.
Αλλά και η λειτουργία του λόγου περιγράφεται από τον Μ. Βασίλειο: «Επειδάν ουν ποτε λάβηται φωνής σημαντικής η έννοια ημών, ώσπερ πορθμείω τινί τω λόγω εποχουμένη διαπερώσα τον αέρα, εκ του φθεγγομένου μεταβαίνουσα προς τον ακούοντα, εάν μεν εύρη γαλήνην βαθείαν και ησυχίαν, ώσπερ λιμέσιν ευδίοις και αχειμάστοις, ταις ακοαίς των μανθανόντων ο λόγος εγκαθορμίζεται. Εάν δε οίον ζάλη τις τραχεία ο παρά των ακουόντων θόρυβος αντιπνεύση, εν μέσω τω αέρι διαλυθείς ο λόγος, εναυάγησε»4. Συνδέεται, έτσι, η φυσική λειτουργία του ανθρωπίνου λόγου με την χρήση του στο εκκλησιαστικό κήρυγμα και μεταφερόμεθα από τον Μ. Βασίλειο στο κέντρο της εκκλησιαστικής λατρευτικής πράξεως.
Υπόβαθρο, φυσικά, των λόγων του Μ. Βασιλείου είναι η αριστοτελική θεωρία περί «ενδιαθέτου» και «προφορικού» λόγου, την οποία διέσωσε στη χριστιανική διατύπωσή της ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός5. Ο λόγος ο προφορικός είναι κατά τον Μ. Βασίλειο6, «νους προπεμπόμενος», όπως ο ενδιάθετος είναι «λόγος εγκείμενος»7. Έτσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογική ερμηνεία της «λογικής» λειτουργίας του ανθρώπου.
Η πατερική διδασκαλία δέχεται ομόφωνα την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του ανθρώπου ως προς τα ζώα, διότι, πέρα από όλα τα άλλα, μόνο τον άνθρωπο προίκισε ο Θεός με το χάρισμα του λόγου8. Στη φύση των ζώων απουσιάζει ο λόγος σε όλες τις εκδοχές του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος καλείται «λογικός» και τα ζώα «άλογα», και είναι υποχείρια στον άνθρωπο9. Οι άνθρωποι «διά λόγου τον Θεόν επεγνώκαμεν» και «λόγω τον Κτίστην γεραίρομεν»10. Από την καθημερινή χρήση δηλαδή, που επιβάλλει το «κοινωνικόν» του ανθρώπου, ο λόγος αίρεται στη σφαίρα της θεογνωσίας και της ομολογίας της, διά της γραπτής ή προφορικής εκφράσεως των εμπειριών της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης11.
2. Στην αγιοπατερική παράδοση γίνεται σαφέστατα η διάκριση ανάμεσα στη δύναμη του λόγου, με την οποία είναι εκ Θεού οπλισμένος ο άνθρωπος και στην γλώσσα ως «σημαντική» του λόγου. Τα ρήματα δηλαδή και ονόματα, τα οποία δημιουργεί με τη λογική του δύναμη12 ο άνθρωπος13. Ο Θεός «πραγμάτων εστί δημιουργός, ου ρημάτων ψιλών»14. Η γλώσσα, ως σύνολο ρημάτων και ονομάτων, και ο μηχανισμός της διασυνδέσεώς τους, είναι επιτεύγματα του ανθρώπου. Καμμία ανθρώπινη γλώσσα, συνεπώς, δεν δημιούργησε ο Θεός, ώστε να μπορεί να καυχηθεί κάποιος λαός, ότι η γλώσσα του είναι θεόσδοτη. Ο Τριαδικός Θεός δεν έχει ανάγκη ονομάτων ή ρημάτων, για να κοινωνήσει μαζί μας15. Δεν αποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ανθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στον άνθρωπο και θεάται από τον θεόπτη άνθρωπο, ως άκτιστη «δόξα» και «βασιλεία», ως Φως υπερφυσικό και υπερουράνιο. Ο άνθρωπος εκφράζει τη θεοπτική του εμπειρία με την γλώσσα, που χρησιμοποιεί, χωρίς πάλι να μπορεί να ταυτισθεί ποτέ η θεοπτική εμπειρία με τα χρησιμοποιούμενα για την έκφραση της κτιστά ρήματα και νοήματα.
Θεολογούμεν, «ως αν η δυνατόν εξαγγείλαι διά την της φύσεως ημών πτωχείαν»16. Επειδή ο Θεός «υπερέχει πάντα νουν», κατά τον Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται με την «καθαράν καρδίαν» (Ματθ. 5, 8), διά της σιωπής: «Εκείνο γαρ σιωπώμεν, ο διά ρημάτων αδυνατούμεν εξαγγείλαι»17. Αυτό εκφράζει θεόπνευστα ο άγιος Κοσμάς Μαϊουμά στον Κανόνα των Χριστουγέννων: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («Επειδή είναι ακίνδυνο, λόγω του (θείου) φόβου, ευκολότερα λατρεύουμε τον Θεό με την σιωπή (μας)»).
Η ποικιλία εξ άλλου, των ανθρωπίνων γλωσσών είναι αποτέλεσμα της διαιρέσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως διδάσκει η Γραφή με τη διήγηση για τον Πύργο της Βαβέλ (Γεν. Κεφ. 11). Συντελείται, έτσι, η διάσπαση και διάθλαση της μιας ανθρώπινης γλώσσας σε πολλές και οι άνθρωποι ονομάζουν τα πράγματα «κατά την επιχωριάζουσαν εν εκάστω έθνει συνήθειαν»18. Από την εσωτερική-καρδιακή ενότητα οδηγήθηκε η ανθρωπότητα στην καρδιακή και γλωσσική σύγχυση και διαίρεση. Η Πεντηκοστή, με την «του Πνεύματος επιδημίαν», θα είναι η επανασύνδεση των ανθρωπίνων καρδιών στην «κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και σε μία γλώσσα, την γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, εκφραζομένη ως «ενότητα της πίστεως» και κοινή δοξολογία. «Εις ενότητα πάντας εκάλεσε (ο Θεός) και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Η γλωσσική στις ανθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ως καρπός της αμαρτίας, αλλά αποκαθίσταται η εσωτερική ενότητα, την οποία προσπαθεί κατά το δυνατό, να εκφράσει η ατελής και πεπερασμένη ανθρώπινη (οποιαδήποτε) γλώσσα.
3. Αφού καμμία γλώσσα δεν έχει θεία προέλευση, γι’ αυτό και καμμία γλώσσα δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της το χαρακτήρα της ιερής γλώσσας. Είναι γνωστή από την ιστορία η πλάνη των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών, την οποία αντιμετώπισε ως αίρεση η Ορθοδοξία στα πρόσωπα μεγάλων πατερικών μορφών της19. Η πατερική παράδοση δέχεται τη σχετικότητα όλων των γλωσσών στην έκφραση των εμπειριών της θείας αποκάλυψης. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, έτσι, κάθε εθνικιστική θεώρηση της εβραϊκής γλώσσας, μη δεχόμενος κατ’ αρχήν στο ελάχιστο την ιστορική προτεραιότητά της, αλλά και τονίζοντας ότι χρησιμοποιήθηκε «εις το νηπιώδες των άρτι τη θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω της νηπιότητας των ανθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικά η απλή εβραϊκή, μέχρις ότου ο Λαός του Θεού, ως Νέος Ισραήλ, χρησιμοποιήσει ως τελειότερη -αλλά πάντοτε ατελή- γλώσσα την Ελληνική.
Στα όρια της θείας συγκαταβάσεως νοείται και η γλώσσα της Εκκλησίας. Το γεγονός της θείας σαρκώσεως υπήρξε,  άλλωστε, η  αυτομετάφραση του Θείου Λόγου στην ανθρώπινη «γλώσσα», για την κοινωνία του ανθρώπου μαζί Του. Ο Θεός «αυτεπάγγελτος» σαρκώνεται «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν». Εισέρχεται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα «εν σαρκί» και κοινωνεί μαζί μας στη δική μας «γλώσσα», διότι, όπως λέγει στον νυκτερινό Του μαθητή Νικόδημο: «Ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς αν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;» (Ιω. 3, 12). Όπως παρατηρεί σχετικά, πάλι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεί  ταις ανθρωπίναις ακοαίς την εαυτού φωνήν» ο Χριστός. Αν, τώρα, θέλαμε μια άλλη συσχέτιση, η Μεταμόρφωση στο Θαβώρ ήταν η (αυτο) ερμηνεία του Θεανθρώπου, με την φανέρωση της θεότητάς Του.
4. Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί κατά την επίγεια δράση Του τις γλώσσες του περιβάλλοντός Του (αραμαϊκή και ελληνική), όπως και οι Μαθητές και Απόστολοί Του. Άλλωστε, από τον γ’ π.Χ. αιώνα στην ιουδαϊκή διασπορά είχε επικρατήσει η ελληνιστική κοινή (πρβλ. τη Μετάφραση των Ο’). Έτσι η εβραϊκή παρέρχεται ως «σκιά» και δίνει τη θέση της στην Ελληνική Κοινή, που γίνεται η γλώσσα της Καινής, αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης, για την Εκκλησία. Η ελληνική γλώσσα σε όλες της τις ιστορικές μορφές και μετά την αποστολική εποχή γίνεται η γλώσσα των Πατέρων, διακονεί το κήρυγμα της αληθείας, στα όρια της ελληνο-ρωμαϊκής Οικουμένης, και μέσω αυτής καλεί η Εκκλησία στην σωτηρία.
Η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της Αγίας Γραφής και του μεγαλύτερου και περισσότερο πρωτότυπου μέρους της πατερικής παραδόσεως, γίνεται η γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εντάσσεται στο θείο σχέδιο της σωτηρίας. Κατά την ευρύτατα γνωστή ερμηνεία, το «πλήρωμα του χρόνου», ως ο «καιρός» της θείας σαρκώσεως, δεν σχετίζεται μόνο με το πανίερο πρόσωπο της Δεσποίνης Μαρίας, αλλά και με τις ιστορικές συνθήκες, την πολιτειακή και γλωσσική ενότητα της εποχής, στο πλαίσιο της Pax Romana και της lingua franca. Έτσι, στα όρια της Εκκλησίας, από τη νηπιακή γλώσσα, την εβραϊκή, συντελείται η μετάβαση στη γλώσσα της ανθρωπίνης ενηλικιώσεως, την ελληνική, έξω από κάθε έννοια ε­θνι(κιστι)κών ανταγωνισμών ή σκοπιμοτήτων. Ευαγγέλιο και ελληνική γλώσσα θα συνδεθούν αναπόσπαστα, όχι ως γλώσσα μόνο ενός έθνους, αλλά γλώσσα όλης της Οικουμένης. Αυτή η γλώσσα γίνεται η ανθρώπινη -ιστορική- σάρκα του θείου «Λόγου», ενωμένη «αδιαίρετα», αλλά και «ασύγχυτα» μαζί Του.
Αυτή την διαχρονική σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας επισημαίνει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σε ό,τι αφορά στην γλώσσα, κηρύσσοντας την ανάγκη γνώσεως της Ελληνικής για την κατανόηση του Ευαγγελίου ως Ορθοδοξίας. Αδελφοί μου -έλεγε στο κήρυγμά του- «να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν (γλώσσαν)...». Και σε άλλο σημείο: «Πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι, διότι διαβάζοντας ελληνικά, τα ηύρα, οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του ανθρώπου»21. Μη ξεχνάμε δε, ότι ελληνικά εδώ είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου και των Πατέρων και όχι η απλουστευμένη ελληνική, τα Ρωμαίικα.
5. Η ελληνική γλώσσα με την πρόσληψή της από την Εκκλησία, βαπτίζεται στο εκκλησιαστικό σώμα, πεθαίνει και αναγεννάται, και γίνεται γλώσσα της Εκκλησίας, με μια ιδιαιτερότητα όμως, που την διαφοροποιεί από τα Ελληνικά του εκτός της Εκκλησίας κόσμου. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της εκκλησιοποιημένης ελληνικής γλώσσας, θα μέναμε στα ακόλουθα σημεία:
α) Η ελληνική, ως γλώσσα της Εκκλησίας-Ορθοδοξίας, είναι γλώσσα διακονική και ποιμαντική. Όπως σ’ όλους τους χώρους, έτσι και εδώ, η Ορθοδοξία δεν υποδουλώνεται στο πρόσλημμα. Το βάρος πέφτει στο προσφερόμενο, στο μήνυμα της αλήθειας και όχι στο ένδυμά του. Οι Άγιοι, Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας, όσο και αν κατέχουν τον ελληνικό λόγο, είναι θεούμενοι και όχι απλώς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες όχι ως «διδάσκαλοι του Γένους», αλλά ως μυσταγωγοί στη θεία, την «άνωθεν» σοφία, στον τρόπο δηλαδή θεώσεως-σωτηρίας. Η παιδεία, και μαζί και η γλώσσα, είναι γι’ αυτούς ένα από τα αριστοτελικά «μέσα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο νοείται ο φοβερός εκείνος λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επειδή ούτω δοκεί τισιν»22, με τον οποίο αποστομώνει τους «υπεράγαν ορθοδόξους», τους Φιλισταίους της παιδείας «συντηρητικούς» της εποχής του. Γι’ αυτό και δεν θα διστάσει να γράψει στον Σταγείριο: «Αττικός συ την παίδευσιν; αττικοί και ημείς»23. Η γλώσσα όμως ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλο Πατέρα, απολυτοποιείται ή θεωρείται καθ’ αυτήν, ως αυτονομημένο μέγεθος και αφορμή καυχήσεως.
Όπως η χρήση της τέχνης στην εκκλησιαστική παράδοση δεν την καθιστά μέσο αυτοπροβολής ή κοσμικής διακρίσεως, έτσι και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι γι’ αυτήν παρά μέσον στην επιτέλεση της ποιμαντικής και ιεραποστολικής της διακονίας. Στο χώρο δε ειδικά της ιεραποστολής καταξιώνεται κάθε ανθρώπινη γλώσσα, και η ατελέστερη και απλούστερη, και γίνεται φορέας του μηνύματος της σωτηρίας (κορεατικά-σουαχίλι). Η Ορθοδοξία δεν ιεροποίησε καμμία γλώσσα, όπως ειπώθηκε παραπάνω. Οι άγιοί μας προσφέρουν «τω Λόγω τους λόγους», «Λό­γω πλέκοντες εκ λόγων μελωδίαν, ω των προς ημάς ήδεται δωρημάτων» (Ιαμβικός κανόνας Χριστουγέννων).
β) Η χρήση της γλώσσας γίνεται στην Εκκλησία (Ορθοδοξία) χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις- ακόμη και καλλιτεχνικές. Γι’ αυτό και οι Πατέρες δεν θηρεύουν την γλωσσική τελειότητα για προσωπική καταξίωση. Η τελειότητα της γλώσσας των Μεγάλων Πατέρων είναι απλώς καρπός της υψηλής παιδείας τους και όχι αποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κατακρίνει το «κατεγλωττισμένον και έντεχνον» και επαινεί «το απλούν και ευγενές» του λόγου24. Γι’ αυτό και τους μεγαλύτερους αιρετικούς της εποχής του, τους Ευνομιανούς (ακραίους Αρειανούς), τους αποκαλεί «κομψούς τω λό­γω», διότι στήριζαν την «θεολογία» τους στην ωραιολογία και τον εξ αυτής εντυπωσιασμό. Γενικά, για την πατερική παράδοση όλων των αιώνων ισχύει ένας απαράβατος κανόνας, που εφαρμόζει, άλλωστε, σ’ όλες τις περιπτώσεις: Όποιος έχει να πει κάτι βαθύ και αληθινό το λέει με κάθε απλότητα και σαφήνεια. Μόνο αυτός, που δεν έχει να αρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την στρυφνότητα του λόγου του και την ακαταληψία.
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι και στην πατερική παράδοση απαντούν αρχαϊκές μορφές, όπως τα προσωδιακά μέτρα στην υμνογραφία, ή τα Έπη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως πάλι διακονείται η εκκλησιαστική αλήθεια. Ούτε, πάλι, πρόκειται για επίδειξη γνώσεων, όπως έχει ειπωθεί! Ο Γρηγόριος αντιμετωπίζει τα αντιχριστιανικά μέτρα του Ιουλιανού του Παραβάτου (εμπόδιζε στους Χριστιανούς τα κλασσικά γράμματα) ή τους χρησιμοποιούντες παρόμοια γλωσσική μορφή Απολλιναρίους (πατέρα και υιό), που καθιστούσαν την γλώσσα μέσο αιρετικής προπαγάνδας. Κινείται, δηλαδή, στα όρια της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Αλλά και αργότερα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός (†750) θα μας δώσει τους περίφημους Ιαμβικούς Κανόνες του (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή) και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τα Ανακρεόντειά του. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι η αρ­χαΐζουσα ποίηση του δευτέρου, όπως και του Γρηγορίου, δεν πέρασε στην εκκλησιαστική λατρεία, του πρώτου δε οι Ιαμβικοί Κανόνες -αληθινά ποιητικά αριστουργήματα- μπήκαν στην λατρεία, αλλ’ ως «δεύτεροι» Κανόνες των αντιστοίχων εορτών, με πρώτους εκείνους, που γράφτηκαν στην τρέχουσα γλώσσα και με τα καθιερωμένα πια εκκλησιαστικά τονικά (και όχι προσωδιακά) μέτρα.
Την προτεραιότητα, συνεπώς, στην εκκλησιαστική λειτουργική πράξη έχει «η δύναμις των ρημάτων», η εγκλεισμένη στα λόγια Χάρη, και όχι το ένδυμα, γλωσσικό ή μουσικό, η μορφή. Την στάση δε των θεουμένων Πατέρων απέναντι στην γλώσσα εκφράζει καθοριστικά ένα ιστορικό ανέκδοτο, συνδεόμενο με το πρόσωπο του αγίου Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος (της Κύπρου). Συμμετείχε σε μια Θεία Λειτουργία στη Λήδρα, την σημερινή Λευκωσία. Ο επίσκοπος της πόλεως Τριφύλλιος ήταν αρχαϊστής. Έτσι, στο κήρυγμά του το γνωστό χωρίο του Ευαγγελίου «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) το μετέβαλε σε «άρον τον σκίμποδά σου και πε­ριπάτει». Τότε ο άγιος Σπυρίδων σηκώθηκε για να εγκαταλείψει την σύναξη, λέγοντας, ότι δεν μπορεί να ανεχθεί το να ντρέπεται κανείς να χρησιμοποιήσει την γλώσσα, που δεν ντράπηκε ο ίδιος ο Θεός, στο πρόσωπο του Χριστού, να χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπόν κανείς, γιατί η πατερική Ορθοδοξία μένει έξω από κάθε είδος γλωσσικών αγώνων και από κάθε γλωσσικό μονισμό, που εμπνέει η αντορθόδοξη συντηρητικότητα.
γ) Η εκκλησιαστική γλώσσα έχει σαφήνεια και απλότητα. Ο μη εγκλωβισμός της σε οποιεσδήποτε τάσεις και χρήσεις, συντελεί στο να διατηρεί εκφραστική καθαρότητα. Ως ιστορική σάρκα του «θείου λόγου» είναι και αυτή «χωρίς αμαρτία», όπως η «ανθρωπότητα (ανθρώπινη φύση) του Χριστού. Αποφεύγεται ο εντυπωσιασμός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ο λόγος της Ορθοδοξίας πρέπει να περνά από τις ακοές στην καρδιά των ακουόντων, αβίαστα και άμεσα. Γι’ αυτό και η (πατερική) Ορθοδοξία απευθύνεται στην γλώσσα (από κάθε άποψη) κάθε ανθρώπου. Συγκαταβαίνει αυτή, κατά το θείο παράδειγμα, στο επίπεδο του ανθρώπου και δεν αδιαφορεί για την προσληπτική του δύναμη. Το κάλλος του εκκλησιαστικού λόγου, βγαίνει αβίαστα από το στόμα του αληθινού ποιητή. Και αυτό το ζει κανείς στα μοναστήρια και τις σκήτες, όπως της αγιορειτικής πολιτείας, συζητώντας με τους Γέροντες και ακούοντας τον εύχυμο λόγο τους, που κινείται στα απέραντα όρια της Χάρης. Εδώ ακριβώς, ανακύπτει το πρόβλημα των μεταφράσεων στην Λατρεία. Η «κατανόηση» δεν είναι καρπός της μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) των κειμένων, αλλά λειτουργικής εμπειρίας (πρβλ. τους «φιλακόλουθους» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) και εμπειρικής, τουλάχιστον, θεολογικής γνώσης. Αν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, και ο σοφότερος πανεπιστημιακός φιλόλογος δεν θα μπορεί να συλλάβει το «απόθετον κάλλος», το θεολογικό νόημα του κειμένου.
δ) Υπάρχει μία λανθασμένη εντύπωση, καλλιεργουμένη ιδιαίτερα σε εθνικιστικούς κύκλους, ότι η Ορθοδοξία οφείλει την αίγλη της στην ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, λησμονώντας ότι η ελληνικότητα στην Εκκλησία δεν είναι μέγεθος αυθυπόστατο, αλλά «μέσο» και όργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στην αγιοπνευματική Χάρη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας όλη την σχετική πατερική στάση, επισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, μάλλον επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ». (Και αν κανείς από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους φιλοσόφους, η σχέση σταματά στις λέξεις, στα σημαινόμενα όμως απ’ αυτές υπάρχει μεγάλη απόσταση-διαφορά)26. Ο ελληνικός λόγος ακόμη, όπως και η άφθαστη, στα μέτρα του κόσμου, ελληνική φιλοσοφία, αποφορτίζονται νοηματικά και αναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στα εκκλησιαστικά μέτρα και στις ποιμαντικές ανάγκες. Έτσι γίνεται λόγος της Εκκλησίας, εκκλησιαστικός.
Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι οι γλωσσικές «ατέλειες» του εκκλησιαστικού λόγου. Ποιος φιλόλογος λ.χ. θα δεχόταν ποτέ την γνωστή εκείνη φράση της Αποκαλύψεως: «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 8); Τί είναι φιλολογικά αυτό το «ο ην»; Ο συγγραφέας όμως της Αποκαλύψεως μένει έξω από τους φιλολογικούς κανόνες. Δεν είναι άγνοια της γλώσσας εδώ, αλλά εκκλησιοποίηση της γλώσσας. Μόνο αυτή η αδόκιμη μορφή «ο ην» (αντί «ο ων») εκφράζει την διαχρονική διάρκεια, ή μάλλον την υπερχρονικότητα σ’ αυτό, που το ανθρώπινο μυαλό αντιλαμβάνεται ως παρελθόν.
Την ίδια ευτολμία -για να σταθούμε στα σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει και η χρήση από τους Πατέρες του δ’ αιώνα του όρου «ομοούσιος». Δεν υπήρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικά όρος από αυτόν, αφού χρησιμοποιήθηκε από φοβερούς αιρετικούς, όπως οι Γνωστικοί, ο Σαβέλλιος και ο Παύλος ο Σαμοσατέας, πρόδρομοι του Αρείου. Και όμως αυτός ο τόσο κακόηχος όρος γίνεται εκκλησιαστικός κατ’ εξοχήν για τη διατύπωση της σχέσεως των αγιοτριαδικών Προσώπων. Ποια ουσιαστική μεταλλαγή και ανανοηματοδότηση δέχεται ο όρος «ομοούσιος» στην πατερική εκκλησιαστική γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία ουσία και ένα πρόσωπο. Θεός όχι τριαδικός, αλλά μονοπρόσωπος. Τα πρόσωπα δεν είναι παρά μάσκες-προσωπεία του ενός στην ουσία θείου προσώπου. Στην γλώσσα όμως του εκκλησιαστικού Συμβόλου ο όρος σημαίνει: Τα τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν ομού τη μία θεία ουσία. Μία η ουσία του Θεού, τρία τα Πρόσωπα της Θεότητας. Ανατινάζεται, έτσι, κυριολεκτικά η παλαιά νοηματοδότηση του όρου. Η λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται ως «καινή κτίση».
6. Στην συνάφεια όμως αυτή ανακύπτει ένα ερώτημα: Τί γίνεται με τις μεταφράσεις; Ειπώθηκε παραπάνω, ότι στην Ορθοδοξία δεν νοούνται ιερές γλώσσες. Η Πεντηκοστή βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτή στην διακονία του Ευαγγελίου, με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Όσο και αν το πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) είναι αναντικατάστατο -αυτό είναι φιλολογικός νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται εκκλησιαστικά δεκτή στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Η μεταφορά από το πρωτότυπο στη μετάφραση είναι ένα είδος μετενσαρκώσεως του «θείου λόγου» στην συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να αρνηθεί η Ορθοδοξία. Το αναντικατάστατο όμως του ελληνικού πρωτοτύπου συναρτάται με τον πλούτο και την πλαστικότητα του ελληνικού λόγου, όπως θα παρατηρήσει ο πρώτος Γενάρχης της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Η των Ελλήνων φωνή πολύ ευρυχωροτέρα της Λατίνων και σαφεστέρα...»27. Αρκεί να σκεφθούμε, ότι το θεολογικό πρόβλημα του Filioque οφείλεται και σ’ αυτή την στενότητα της Λατινικής γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + εκπορεύεσθαι).
Στην Εκκλησία δεν μπορούμε, συνεπώς, να μιλούμε για «εθνικές» γλώσσες, αλλά για γλώσσα εκκλησιαστική, υπερεθνική, που υπερβαίνει γενικά όλες τις καθιερωμένες χρήσεις και όλα τα αυτονόητα. Αυτό ισχύει και για τη θέση της Ελληνικής στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Όλες οι μορφές του ελληνικού λόγου καταφάσκονται εκκλησιαστικά, ανάλογα με τις ποιμαντικές ανάγκες. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε την κοινή (ελληνιστική) γλώσσα στην Καινή Διαθήκη. Αργότερα όμως οι Πατέρες θα γίνουν αττικότεροι, ανάλογα με την σχολική τους παιδεία και την γλώσσα του περιβάλλοντός τους. Το πατερικό όμως κήρυγμα είναι πάντοτε σε γλώσσα απλούστερη και ευληπτότερη. Και στο σημείο αυτό η πατερική προσαρμοστικότητα είχε μια συγκεκριμένη αιτία: την αιρετική πρόκληση. Πρώτοι οι Γνωστικοί και τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσική μορφή, αποβλέποντας στη διάδοσή τους.
Αυτό θα επαναληφθεί και στα νεώτερα χρόνια. Όταν οι δυτικές προπαγάνδες άρχισαν να χρησιμοποιούν απλούστερη γλωσσική μορφή, η Εκκλησία καταφεύγει και αυτή στον δημώδη λόγο, για να ενισχύσει το πλήρωμα και αποκρούσει τον κίνδυνο. Τον 16ον αιώνα, οι δυτικοί αιρετικοί, Παπικοί και Προτεστάντες, χρησιμοποιούσαν στην προπαγάνδα τους μεταφράσεις. Η Εθναρχία των Ορθοδόξων Πατριαρχών βρήκε την χρυσή τομή: η λατρεία διατηρεί την γλωσσική μορφή της (πρωτότυπο), το κήρυγμα όμως γίνεται σε απλή γλωσσική μορφή (δημοτική)28.
Κλασσικό παράδειγμα σ’ αυτή την «συγκατάβαση» πάλι ο Πατροκοσμάς. Κατείχε υψηλή παιδεία για την εποχή του. Στο κήρυγμά του όμως χρησιμοποιεί τον γλωσσικό κώδικα του μέσου Ρωμηού, πλουτίζοντάς τον με εκφράσεις από το Ευαγγέλιο και την λατρεία, προσιτές ως ακούσματα στο λαϊκό αισθητήριο. Ο «δημοτικισμός» όμως του Πατροκοσμά δεν είναι τεχνητός, όπως εκείνος του Ψυχάρη, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν βιάζει, άλλωστε, την γλώσσα, για να καταλήξει σε κάποια «φτειαχτή» μορφή της. Πρόκειται για ένα «εθνικό δημοτικισμό», χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Στόχος του δεν ήταν η δημαγωγία, αλλ’ ο φωτισμός του Λαού στην ολότητά του. Ο πατερικός δε αυτός δρόμος του Πατροκοσμά ήταν και η αιτία της επιτυχίας του, σ’ αντίθεση με άλλους κήρυκες της εποχής του, που κλεισμένοι στα γλωσσικά τείχη τους, δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν τον Λαό και ν’ αγγίξουν την ψυχή του. Και αυτό επαναλαμβάνεται σε κάθε εποχή.
7. Ο Πατροκοσμάς, πιστεύω, λειτουργεί εκκλησιαστικά, και γι’ αυτό για μας και «εθνικά», και σε μια άλλη κατεύθυνση. Διασώζει την συνέχεια του ελληνικού-εκκλησιαστικού λόγου, αποκρούοντας τον μονισμό των Προπαγανδών, που έρχονταν από την Δύση. Ακόμη άνοιξε ένα δρόμο, που προφυλάσσει από την πόλωση, τεχνητή οπωσδήποτε, ανάμεσα στην δημοτική και καθαρεύουσα, που μας επέβαλαν από τα γραφεία τους ο Κοραής και ο Ψυχάρης, άγευστοι και οι δύο της εκκλησιαστικής ελευθερίας.
Το έργο αυτό της διακοπής της συνέχειας του ελληνικού λόγου ασκούσαν με τον δικό τους τρόπο και οι προτεσταντικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής τον 19ον αι. Εφάρμοζε, μάλιστα, η Βιβλική Εταιρεία (B.F.B.S.) μια κακόβουλη τακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα. Για να αποσπάσουν την άδεια των Ελληνικών Εκκλησιαστικών Αρχών, στην πρώτη έκδοση δημοσίευαν την μετάφραση μαζί με το πρωτότυπο. Στις επανεκδόσεις όμως αφαιρούσαν το πρωτότυπο, αφήνοντας μόνη την μετάφραση. Καλλιεργούσαν, έτσι, στον ελληνικό Λαό την συνείδηση, ότι η νεοελληνική μετάφραση είναι το αγιογραφικό κείμενο. Για την Παλαιά Διαθήκη, εξ άλλου, καταφεύγοντας στο «πρωτότυπο» εβραϊκό, απέρριπταν σιωπηρά και στην πράξη το κείμενο της Μεταφράσεως των Ο’, που ναι μεν δεν είναι το πρωτότυπο για μεγάλο αριθμό παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, είναι όμως το παραδοσιακό κείμενο της Εκκλησίας, ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, δυστυχώς, από την Βιβλική Εταιρεία ως σήμερα, υποθάλπεται δε και από εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία συνευδοκούν στην κυκλοφορία της Μεταφράσεως χωρίς το πρωτότυπο για λόγους οικονομίας, λησμονώντας όμως, ότι για τον Ελληνισμό η παραθεώρηση του πρωτοτύπου της Καινής Διαθήκης είναι πρόβλημα εθνικό, διότι αναιρείται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η γλώσσα του Ευαγγελίου, που γέννησε την νεοελληνική γλωσσική μορφή.
Οι επιχειρούντες καινοτομίες στην Λατρεία, όποιοι και αν είναι, είτε παρασυρόμενοι, είτε εν γνώσει τους, συμπράττουν με τους οπαδούς και «πράκτορες» των ξένων προπαγανδών, συμβάλλοντας στην διάσπαση της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας μας. Η κί­νηση αυτή είναι μία όψη του «χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας», η οποία στην ουσία είναι η βούληση για αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι δεν υπάρχει συνέχεια στο Έθνος μας, αφού είναι Νεοελληνικό Έθνος, αλλά και στην Εκκλησία μας, διότι είναι Νεοελληνική Εκκλησία. (Αυτό διατεινόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης τον 19ο αιώνα). Η λατρεία μας όμως αποδεικνύει την διπλή αυτή συνέχεια. Είναι μάλιστα, τραγικό να απορρίπτουμε οι Έλληνες την κιβωτό της γλώσσας και του πολιτισμού μας, που είναι η εκκλησιαστική λατρεία, με την παιδαριώδη ψευδαίσθηση ότι, αν μεταφρασθούν τα κείμενα της λατρείας, θα συρρεύσει ο κόσμος -και μάλιστα οι Νέοι- στην λατρεία. Δεν είναι η γλωσσική μορφή του λατρειακού λόγου, που απομακρύνει τον σημερινό άνθρωπο από την Εκκλησία, αλλ’ η ασυνέπεια, η απουσία γνησιότητας και αγωνιστικότητας και η σύμπραξή μας με τις δυνάμεις της Νέας Εποχής (πολιτικά και θρησκευτικά), που καταπιέζουν τον άνθρωπο και αλλοτριώνουν την κοινωνία.
8. Γίνεται λοιπόν κατανοητή η ακόλουθη αλήθεια. Η Εκκλησία-Ορθοδοξία σώζει και στο θέμα της γλώσσας τον Ελληνισμό και όχι ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία γίνεται ο κυματοθραύστης των επιβουλών εναντίον της γλώσσας μας. Διότι όχι μόνον καταφάσκει και συντηρεί την ελληνική γλώσσα σ’ όλη την ιστορική της διαχρονία, αλλά και διασώζει και μεταδίδει τα ακούσματα του καθαρού ελληνικού λόγου. Δεν είναι γλώσσα, που διδάσκεται μέσω των κειμένων, αλλά ζωντανή εκκλησιαστική γλώσσα, που λαλείται και ψάλλεται στην εκκλησιαστική λατρεία. Η πορεία του Έθνους μας σήμερα, μέσα στην χοάνη της Ενωμένης Ευρώπης, πείθει αναντίρρητα, ότι η Εκκλησία με όλη την ζωή και κίνησή της είναι ο χώρος, στον οποίο θα σωθεί ή μπορεί να σωθεί η γλώσσα μας. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς ακόμη και σε σπουδαστές της Θεολογίας ή Φιλολογίας: μόνον εκείνοι, που έχουν άμεση επαφή με την λατρεία και την γλώσσα της, χειρίζονται άνετα τον ελληνικό λόγο. Συμβαίνει δηλαδή αυτό, που διαπιστώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άνθρωποι μικρής σχολικής παιδείας, ως τον Μακρυγιάννη, στο γραπτό τους λόγο φανερώνουν την σχολική ανεπάρκειά τους. Στον προφορικό τους όμως λόγο διασώζουν την ζωντανή ελληνική γλώσσα, έξω από κάθε καλούπι και ιδεολογική δέσμευση. Αυτό σημαίνει, ότι μόνο στην εκκλησιαστική λατρεία θα παρέχεται η δυνατότητα άμεσης επαφής και κοινωνίας με τον «έλληνα λόγο», την γλωσσική μας παράδοση. Διότι η εκκλησιαστική λατρεία θα διασώζει τα ακούσματα του αυθεντικού ελληνικού λόγου μέσα στην ακατάλυτη συνέχειά του.

Βιβλιογραφική Σημείωση.
Ειδικές μελέτες για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας είναι οι ακόλουθες: Κ.Γ. Μπόνη, Η γλώσσα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1970. Χρ. Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970. Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αυτές βρίσκει κανείς και την λοιπή βιβλιογραφία.
(2010)
1.    Το κείμενο στην Ελληνική Πατρολογία του Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου του Μεγάλου εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», Λόγος επί τη εορτή των τριών Ιεραρχών, Εν Αθήναις 1958.
2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. («Ο Θεός, που μας έπλασε, μας έδωσε την χρήση του λόγου, για να φανερώνουμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις των καρδιών (μας) και, λόγω της κοινωνικότητας της φύσης (μας), να μεταδίδουμε ο καθένας στον πλησίον, προσφέροντας σαν μέσα από κάποια ταμεία τις σκέψεις από τα βάθη της καρδιάς μας»).
3. PG 31, 197CD. («Διότι, αν ζούσαμε με γυμνή από το σώμα ψυχή, αμέσως θα επικοινωνούσαμε μεταξύ μας με τις σκέψεις (μας). Επειδή όμως η ψυχή μας σκέπτεται, καλυπτομένη με το παραπέτασμα του σώματος, έχει ανάγκη από λόγια και λέξεις, για να ανακοινώσει αυτά, που βρίσκονται στο βάθος της»).
4. Στο ίδιο. («Όταν, λοιπόν, η σκέψη εκφρασθεί με την φωνή, μεταβαίνει από τον ομιλητή σ’ αυτόν, που ακούει, διασχίζοντας τον αέρα, μεταφερόμενη με τον λόγο σαν πορθμείο. Και αν μεν βρει άκρα γαλήνη και ησυχία, σαν σε γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, αγκυροβολεί ο λόγος στις ακοές των ακροατών. Αν όμως, σαν κάποια σφοδρή θύελλα, ο θόρυβος των ακροατών πνεύσει αντίθετα, τότε ναυαγεί ο λόγος, διαλυόμενος στον αέρα»).
5. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Β (21) 35.
6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, όπ.π., σ. 13 ε.
7. Βλ. πατερικά παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975, σ. 14 ε.ε.
8. Ιερός Χρυσόστομος, PG 47, 428.
9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.
10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.
11. Στο ίδιο.
12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.
13. Βλ. Γένεση 2, 19 ε.
14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.
15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.
16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.
17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.
18. Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.
19. Για το ζήτημα βλ. στου Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής, Εν Αθήναις 1986, σ. 345 ε.ε.
20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 32 ε.
21. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου (επισκ.), Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1977, σ. 204, 285.
22. Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ’.
23. PG 37, 308.
24. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 36-37.
25. Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δε επιτελουμένης, επιτραπείς Τριφύλλιος διδάξαι το πλήθος, επεί το ρητόν εκείνο παράγειν εις το μέσον εδέησε, το, «άρον σου τον κράββατον και περιπάτει», σκίμποδα αντί του κραββάτου μεταβαλών το όνομα, είπε. Και ο Σπυρίδων αγανακτήσας. ου συ γε, έφη, αμείνων του κραββάτου ειρηκότος, ότι ταις αυτού λέξεσιν επαισχύνη κεχρήσθαι; Και τούτο ειπών απεπήδησε του ιερατικού θρόνου, του δήμου ορώντος».
26. Περί των ιερώς ησυχαζόντων Α’, 1, 11.
27. PG 160, 698.
28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι., Αθήναι 20042, σ. 43 επ.

ΠΗΓΗ:
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



 http://www.impantokratoros.gr/georgios-metallhnos-ellhnlogos.el.aspx