ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Μαρτίου 29, 2020

Μεταλαμβάνοντας σε καιρούς πανδημίας


π. Νικόλαος Λουδοβίκος
(απόσπασμα από άρθρο του στο Αντίφωνο)
Ο άνθρωπος λοιπόν, σε μια θεολογική προοπτική είναι όχι το τελειότερο, αλλά επίσης το ατελέστερο των κτιστών όντων, ακριβώς γιατί είναι το μόνο που έχει επίγνωση της ατέλειάς του και η ίδια η αιτία της επιθυμίας του είναι, παραδόξως, «ἡ ἔφεσις τῆς οἰκείας καὶ πλήρους ὀντότητος» , κατά τον μεγαλοφυή λόγο του Μαξίμου Ομολογητή (Πρὸς Μαρίνον, 12CD) – δεν έχει τον εαυτό του αλλά τον αναζητεί. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν μπορεί να ταυτισθεί, όπως π.χ. στον Αριστοτέλη, απλώς με τον δοσμένο εαυτό του, η φύση του πραγματώνεται κινούμενη έξω της, όχι για να εγκαταλείψει εαυτήν αλλά για να συναντήσει την αιώνια πηγή της: η επιθυμία του ανθρώπου, στο βάθος της, εκφράζει τον μετα-λογικό πόθο αφθαρτοποίησης της φύσης του, στην συνάντηση με την δημιουργό και θεοποιούσα επιθυμία του Θεού. Να το θαύμα του Χριστού: ο Θεός να επιθυμεί, εξ αγάπης, να ζήσει την ζωή του πλάσματός του και αποκτά έτσι έναν αιώνιο, ανθρώπινο μαζί και θείο εαυτό και ο άνθρωπος, από την άλλη, αγαπά και επιθυμεί να ανοίγεται στην ίδια την ζωή του Θεού, βρίσκοντας τον αυθεντικό και πλήρη εαυτό του σ’ Αυτόν – το μυστήριο της θεανθρωπίας του Χριστού είναι λοιπόν το μυστήριο της απόλυτης αμοιβαίας αγάπης, όπου ο καθένας ποθεί να ζήσει την ζωή του άλλου, τόσο πολύ, που εντέλει οι δύο (και εδώ ο δεύτερος, ο ανθρώπινος πόλος, είναι η επιθυμία της Θεοτόκου) καθίστανται ένα όν, μία υπόσταση, με δύο όμως φύσεις. Η αλήθεια και η πληρότητα των δύο φύσεων του Χριστού, στην πλήρη τους έκφραση μέσω δύο ακέραιων φυσικών ενεργειών και θελήσεων, οντολογικά συνδεδεμένων άρρηκτα και ασύγχυτα μέσα στην μία υπόσταση/πρόσωπο του ένσαρκου Λόγου (αφού είναι Αυτός, ως προσωπική ύπαρξη, που θέλει και ενεργεί ταυτόχρονα ως Θεός και άνθρωπος), δημιουργεί την θεολογική ανάγκη εισαγωγής ενός πολυσήμαντου νέου θεολογικού όρου, προκειμένου αυτό να περιγραφεί: πρόκειται για την έννοια του τρόπου της υπάρξεως. Έννοια καταρχήν Τριαδολογική, όπου περιγράφει τον τρόπο ακριβώς της υποστατικής διαφοροποίησης των τριών Θείων Προσώπων, εν σχέσει προς την μία αντιδιδόμενη Ουσία, θα χρησιμοποιηθεί εντέλει και στην Χριστολογία, προκειμένου να περιγράψει το πώς, χωρίς καθόλου να χαθούν οι φυσικές ιδιότητες των δύο φύσεων, η ανθρώπινη υφίσταται και δρα με τον τρόπον της Θείας, μέσα στην μία και ενιαία Θεία υπόσταση του Λόγου, υπόσταση η οποία αποτελεί το Εγώ του Χριστού – αφού ο Χριστός είναι ο ίδιος ο Λόγος, ως, ταυτόχρονα, «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Έτσι, έχουμε στον Χριστό πλήρη και πραγματική ανθρώπινη φύση, θέληση και ενέργεια, δρώσα όμως με τον τρόπον της φύσης του Θεού Λόγου, επειδή Αυτός είναι το μόνο υποκείμενο/υπόσταση. Χρειάζεται κάποια προσοχή στο σημείο αυτό: δεν έχουμε απλώς την πληρότητα της φύσης του κτιστού στο Χριστό, αλλά και την δυνατότητα της φύσης αυτής «ἐνεργεῖσθαι καὶ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τὸν ἑαυτῆς θεσμόν», να υποδέχεται δηλαδή την άκτιστη ενέργεια του Θεού, αλλά και να ενεργεί πέρα από τα φαινόμενα φυσικά της όρια, κατά την ακριβή έκφραση του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή. Η Χριστολογική αυτή θεολογία μεταφέρεται αυτούσια στην θεολογία της Θείας Ευχαριστίας, όπως θα δούμε.
Αλλά, ας επιστρέψουμε ξανά στην ανθρωπολογία. Από όσα ειπώθηκαν στην αρχή της προηγούμενης παραγράφου, φαίνεται πως ο αυθεντικός ορίζοντας του ανθρώπινου εαυτού (αυτό φανερώνει και πραγματώνει ο Χριστός ) είναι ο ίδιος ο Θεός, ο άνθρωπος μόνον ως θεάνθρωπος βρίσκει την αλήθεια και την πληρότητά του. Και επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει με ανθρώπινες δυνάμεις, μόνον ως μετοχή στο γεγονός του Χριστού μπορεί να συμβεί – και για την ακρίβεια αυτό το προσφέρει ο Χριστός δια των Μυστηρίων. Ο Χριστός γίνεται ο θεωμένος εαυτός μας μέσα μας, δια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και εντέλει, με την Θεία Ευχαριστία, όταν η τελευταία αποτελεί το όχημα της συνειδητής επιθυμίας μας για την εν Θεώ εαυτότητά μας. Γι’ αυτό και η ένωση μεταξύ Χριστού και ανθρώπου, είναι, όπως το λέγει ο Νικόλαος Καβάσιλας μεγαλύτερη από κάθε γήινη ένωση («ὑπὲρ πᾶσαν ἕνωσιν», Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς, Α, 5-7) και καμμιά ανθρώπινη λέξη δεν μπορεί να την εκφράσει – ούτε η «φιλία», ούτε η «συνάφεια», ούτε ο «γάμος», ούτε η σύναψη η ίδια των μελών του σώματος με την κεφαλή – διότι, εάν τα δύο τελευταία διαιρεθούν αφανίζονται και ο άνθρωπος πεθαίνει, ενώ και όταν ο άνθρωπος πεθάνει τίποτα δεν τον χωρίζει από τον Θεό. Προχωρεί μάλιστα ακόμη περισσότερο ο μεγάλος αυτός θεολόγος: με τί μπορεί να ενωθεί κανείς πιο απόλυτα, ερωτά, παρά με τον ίδιο του τον εαυτό; Αλλά όμως, επιλέγει, και αυτή ακόμη η αυτονόητα ισχυρότερη πάντων ένωση είναι πιό αδύναμη από την ένωση με τον Χριστό. Ο άνθρωπος του Θεού «συνῆπται τῷ Σωτῆρι μᾶλλον ἢ ἑαυτῷ· φιλεῖ γὰρ ἐκεῖνον μᾶλλον ἢ ἑαυτόν». Ως πεμπτουσία λοιπόν του ανθρώπινου εαυτού , δια της Ευχαριστιακής κοινωνίας, ο Χριστός γίνεται, στην κυριολεξία τα πάντα για τον άνθρωπο, συμπλέκεται με το είναι του, δεν υπάρχει τίποτα χρειαζόμενο στον άνθρωπο, το οποίο Αυτός δεν παρέχει, αφού, κατά τον Καβάσιλα, «καὶ γεννᾶ γὰρ καὶ αὔξει καὶ τρέφει, καὶ φῶς ἐστι καὶ πνοή, καὶ πλάττει μὲν αὐτοῖς ὀφθαλμὸν ἑαυτῷ, φωτίζει δὲ ἑαυτῷ πάλιν, παρέχει δὲ ὁρᾶν ἑαυτόν. Καὶ τροφεὺς ὢν καὶ τροφή ἐστι, καὶ αὐτὸς μὲν ἐστὶν ὁ παρέχων τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς, αὐτός δέ ἐστιν ὃ παρέχει· καὶ ζωή μέν ἐστιν ζῶσιν, ἀναπνέουσι δὲ μύρον, ἰμάτιον δὲ ἐνδύσασθαι βουλομένοις. Καὶ μὴν αὐτός μέν ἐστιν ὣ δυνάμεθα βαδίζειν, αὐτός δέ ἐστιν ἡ ὁδός, καὶ πρός γε ὅτι τὸ κατάλυμα τῆς ὁδοῦ καὶ τὸ πέρας. Μέλη ἐσμέν, ἐκεῖνος κεφαλή· ἀγωνίζεσθαι δέον συναγωνίζεται, εὐδοκιμοῦσιν ἀγωνοθέτης ἐστι· νικῶμεν, στέφανος ἐκεῖνος εὐθύς.» (ο.π. παρ.8)
Θέλω να πω δηλαδή, πως στα πλαίσια της Ορθόδοξης θεολογίας η Ευχαριστία δεν έχει καθόλου χαρακτήρα συμβολικό ή μεταφορικό, ή κάτι παρεμφερές – πρόκειται για μετοχή πραγματική και οντολογική στο ίδιο το θεωμένο, λόγω της υποστατικής ένωσης με την Θεία φύση του Χριστού, ανθρώπινο σώμα του Χριστού, το οποίο υπάρχει με τον τρόπον υπάρξεως της πρώτης και είναι πλήρες των ακτίστων ενεργειών της. Στην απαστράπτουσα ποιητική θεολογική γλώσσα του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου, συνοψίζονται πολλά ανάλογα πατερικά κείμενα:
«Σῶμα γὰρ τὸ σόν, τὸ ἄχραντον καὶ θεῖον, ἀστράπτει ὅλον πυρὶ θεότητός σου, ἀναφυραθὲν καὶ συμμιγὲν ἀρρήτως· τοῦτο οὒν καμοὶ ἐδωρήσω, Θεέ μου· τὸ γὰρ ρυπαρὸν καὶ φθαρτὸν τοῦτο σκῆνος τῷ παναχράντῳ ἑνωθὲν σώματί σου καὶ μιγὲν τὸ αἷμα μου τῷ αἵματί σου ἡνώθην, οἶδα, καὶ τῇ θεότητί σου, καὶ γέγονα σὸν καθαρώτατον σῶμα, μέλος ἔκλάμπον, μέλος ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγὲς καὶ διαυγὲς καὶ λάμπον» (Τῶν θείων ὕμνων οἱ ἔρωτες, SC 156, 176-178).
Η θεολογική λοιπόν παράδοση είδε εξαρχής την Θεία κοινωνία ως «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν ἐν Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθαρτήριον ἀλεξίκακον» (Ἰγνατίου Θεοφόρου, Πρὸς Ἐφεσίους, PG5, 753B-756A) – να διώκει ασθένειες ψυχής και σώματος, όχι να προκαλεί. Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό πρέπει να εφαρμόσουμε και στην Ευχαριστιακή ενσάρκωση του Λόγου, την θεολογική έννοια της μεταβολής του τρόπου της υπάρξεως – «μεταβαλῶν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ», είναι η καθαγιαστική ρήση της Λειτουργίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Δεν πρόκειται, πράγματι για μετουσίωση· ο Ζουμπουλάκης έχει κατά το ήμισυ δίκαιο. Η ουσία των προσφερθέντων υλικών στοιχείων, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη φύση του Χριστού, παραμένει αναλλοίωτη – και οφείλει να παραμείνει αναλλοίωτη, διότι αλλιώς θα ήταν ωσάν ο Θεός να μετανοεί για το είδος των όντων που έπλασε και να ζητά να αφανίσει ή αλλοιώσει την φύση τους. Ωστόσο, η κτιστή αυτή ύλη υπάρχει πλέον, εν αγίω Πνεύματι, ελεύθερη από τα κτιστά της όρια, δηλαδή υπάρχει με τον τρόπο υπάρξεως της άκτιστης φύσης, «ἐνεργουμένη καὶ ἐνεργοῦσα ὑπὲρ τὸν ἑαυτῆς θεσμόν», πλήρης της χάριτος του θεωμένου σώματος του Χριστού. Τούτο σημαίνει πως τα Τίμια Δώρα, ακόμη και αν υποστούν εξωτερική φθορά (όπως, για παράδειγμα, η μούχλα) ή αναμιχθούν αθελήτως (ή και, υποθετικά, κακοβούλως) με ιούς και μικρόβια, η παρούσα χάρις δεν επιτρέπει να καταστούν επιβλαβή για την υγεία του πιστού, ακριβώς διότι, όπως πάλι ο Συμεών ο Νέος θεολόγος επέμενε, αποτελούν ήδη πραγματικότητα και παρουσία της Βασιλείας του Θεού (πρβλ. τα λόγια του Χριστού «κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει», Μαρκ. 16,18).
Ανέφερα το τίμιο όνομα της «Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» και αμέσως ανεδύθη το μείζον χαρακτηριστικό της όλης αυτής παγκόσμιας πλέον συμφοράς, για το οποίο κανείς σχεδόν δεν μιλά: πρόκειται ίσως για την πρώτη τέτοια συμφορά που αντιμετωπίζεται με τις Εκκλησίες και τα παντοειδή ιερά, κλειστά. Στο σούπερ μάρκετ μπορεί κανείς να παραμείνει για ώρα, έστω σε απόσταση από τον άλλον (που ξαφνικά έγινε επιθετικά σχεδόν εχθρικός), η εκκλησιαστική όμως κοινότητα δεν έχει δικαίωμα να συναχθεί, έστω με τους όρους των συνάξεων των υπερκαταστημάτων. Οι έξι λόγοι για τους οποίους κανείς μπορεί να βγαίνει από το σπίτι του δεν περιλαμβάνουν την ανάγκη της απευθείας αναφοράς της κοινότητας στον Πατέρα (του οποίου ωστόσο η νοσταλγία προβάλλεται στο πρόσωπο του ηγέτη και των «ειδικών»). Είναι τόσο δε αυτονόητη αυτή η απαγόρευση, μαζί με τις ψυχαγωγικές, καλλιτεχνικές και πολιτικές συνάξεις, και της λατρεύουσας κοινότητας – άλλωστε ακούσαμε κατά κόρον αυτές τις μέρες πως η «θρησκεία» είναι «εσωτερική υπόθεση», τη στιγμή που το Χριστιανικό γεγονός είναι απολύτως και πρωτίστως, ακριβώς κοινότητα λατρείας – που θα έλεγε κανείς πως, από την άποψη αυτή, εκείνο που θα παραμείνει καινοφανές και αξιομνημόνευτο όταν η συμφορά κοπάσει, θα είναι ακριβώς αυτό το νέο σύστημα αυταπόδεικτης ιεράρχησης αξιών και πραγμάτων, όπου η αυτονόητη σε άλλες εποχές κοινή επικλητική αναφορά στον Θεό, τον δυνάμενον σώζειν, δεν ανήκει πια στους πρωτίστως αναγνωρίσιμους φορείς αυτοσυνειδησίας (αλλά και σωτηρίας ή νοηματοδοσίας) των κοινωνιών, στη στιγμή της μεγάλης κρίσης. Τα πνευματικά μέσα της αντιμετώπισης της τελευταίας, τα Μυστήρια και οι Ευαγγελικές αρετές, τίθενται εμφανώς σε παρένθεση, δεν εκπηγάζουν πλέον γνήσια ελπίδα θεραπείας, προστασίας και βοήθειας, άξιας να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Η υπόθεση του Θεού λειτουργεί μόνον «ιδιωτικά» και à la carte, μέσα σε αυτό το αυτονόητο πλαίσιο μιας κλεισμένης στα δεδομένα της κτιστότητας θεώρησης του ανθρώπου, σε αντίθεση προς την παραπάνω ανοικτή προς το επέκεινα θεώρηση – και αυτό αποτελεί μέρος αυτού που αποκαλώ Βελούδινο Ολοκληρωτισμό σε υπό έκδοση βιβλίο μου.
Συνεπώς, για να επιστρέψουμε, το Θείο επέκεινα ζη (τι απόλυτη και εξαίσια και μοναδική ευτυχία!) ανάμεσά μας και ο άρτος και ο οίνος έχουν μεταβληθεί όντως και απολύτως σε σώμα και αίμα Χριστού.

Σάββατο, Μαρτίου 28, 2020

Κυριακή δ΄Νηστειών: Πίστη, προσευχή, νηστεία


άγιος Νικόλαος Αχρίδος

OI μαθητές ρώτησαν τον Χριστό για το ακάθαρτο πνεύμα: «διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «δια την απι­στίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ιζ’ 20). Η απιστία σας φταίει, τους είπε ο Κύ­ριος. Εάν είχατε πίστη, έστω ίσαμε τον μικρό κόκκο του συναπιού, θα μπορούσατε να πείτε στο βουνό αυτό, πήγαινε από εδώ εκεί κι αυτό θα πήγαινε. Τίποτα δε θα σας ήταν αδύνατο.
Η αιτία τής αδυναμίας τους επομένως ήταν η απι­στία. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίστη, τόσο μεγαλύτε­ρη είναι κι η δύναμη. Λιγότερη η πίστη, λιγότερη κι η δύναμη. Νωρίτερα ο Κύριος είχε δώσει στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι’ 1). Κι εκείνοι είχαν κάνει καλή χρήση τής δύ­ναμης αυτής για κάποιο διάστημα. Στο μέτρο όμως που η πίστη τους αδυνάτισε, είτε από το φόβο των ανθρώπων είτε από υπερηφάνεια, εξασθένησε κι η δύναμη που τους είχε δοθεί.
Στον Αδάμ είχε δοθεί εξουσία πάνω σ’ όλα τα πλά­σματα. Με την παρακοή του όμως, με την απληστία και την υπερηφάνεια του, έκανε κακή χρήση κι έχασε την εξουσία του. Οι απόστολοι τώρα, από κάποιο σφάλμα τους, έχασαν τη δύναμη και την εξουσία που τους είχε δοθεί. Η απώλεια τής δύναμης αυτής μπορεί ν’ ανακτηθεί μόνο με πίστη, πίστη, περισσότερη πίστη. Γι’ αυτό ο Κύριος στην περίπτωση αυτή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δύναμη της πίστης. Η πίστη μπορεί να με­τακινήσει όρη. Τίποτα δεν αδυνατεί μπροστά στην πί­στη. Ο κόκκος τού σιναπιού είναι πολύ μικρός, η μυρω­διά του όμως μπορεί να καλύψει ολόκληρο πιάτο φαγη­τό. Γράφει ο Κύριλλος Ιεροσολύμων σε μια από τις κατηχήσεις του: «Όπως ο κόκκος τού συναπιού, που είναι μικρός στο μέγεθος αλλά δυνατός στην επίδρασή του, όταν τον σπέρνεις σ’ ένα μικρό χώρο βγάζει πολλά βλα­στάρια κι όταν μεγαλώνει μπορεί να στεγάσει ακόμα και πουλιά, έτσι κι όταν υπάρχει πίστη στην ψυχή, σύ­ντομα κάνει πράγματα μεγάλα. Γι’ αυτό πίστεψε στον Κύριο, για να λάβεις απ’ Αυτόν πίστη μεγάλη που ξε­περνάει την ανθρώπινη δύναμη». Αν έχεις πίστη, έστω όσο ο κόκκος του σιναπιού, τα βουνά θα υποχωρήσουν μπροστά σου και θα μετακινηθούν από το ένα μέρος σε άλλο.
Γιατί ο ίδιος ο Κύριος δεν μετακίνησε βουνά; Γιατί δεν του ήταν απαραίτητο. Έκανε μόνο τα θαύματα εκείνα που ήταν αναγκαία για την ωφέλεια των ανθρώπων και για τη σωτηρία τους. Είναι όμως μεγαλύτερο θαύμα η μετακίνηση των βουνών από τη μετατροπή τού νερού σε κρασί, από τον πολλαπλασιασμό των άρτων, από τη θεραπεία δαιμονισμένων κι όλων των λογιών ασθενειών, από το περπάτημα πάνω στο νερό ή το γα­λήνεμα της ανταριασμένης θάλασσας μ’ ένα Του λόγο ή μιά Του σκέψη; Δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση ν’ αποκλειστεί η περίπτωση πιστών του Χριστού, όταν ανταποκρίνονται σε ειδικές ανάγκες κι έχουν δυνατή πί­στη, να κάνουν και το θαύμα μετακίνησης κάποιου βουνού. Αλλ’ υπάρχουν μεγαλύτερα βουνά, πιο δύσβατα υψίπεδα και πιο δυσβάσταχτα βάρη και πιο εξαντλητική κούραση για την ψυχή τού ανθρώπου από τις γήινες μέριμνες, τις αλυσίδες και τα εγκόσμια δεσμά; Όποιος μπορεί ν’ αφαιρέσει το βάρος αυτό από την ψυχή τού ανθρώπου και να το ρίξει στη θάλασσα, αυτός έχει με­τακινήσει ουσιαστικά το μεγαλύτερο και βαρύτερο βου­νό τού κόσμου.
«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προ­σευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ’ 21). Το είδος αυτό των δαιμόνων δε διώχνεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
Η νηστεία κι η προσευχή είναι οι δυο στύλοι τής πί­στης. Είναι οι δυο φωτιές που καίνε τα πονηρά πνεύμα­τα. Με τη νηστεία ηρεμούν και αδρανούν όλα τα σωμα­τικά πάθη και κυρίως η φιληδονίαΜε την προσευχή ηρεμούν και αδρανούν όλα τα πάθη τής ψυχής, της καρδιάς και του νου, όπως εκδίκηση, φθόνος, μίσος, κακία, υπερηφάνεια, φιλοδοξία, επιθυμία και τέλεση πονηρών πράξεων κ.ά. Με τη νηστεία καθαρίζονται τα δοχεία τού σώματος και της ψυχής από το δυσώδες περιεχό­μενό τους, από τα εγκόσμια πάθη και την κακία. Με την προσευχή προσελκύουμε στο άδειο και καθαρμένο δοχείο τής καρδιάς τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Κι η πληρότητα της πίστης κατορθώνεται με την ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από αμνημόνευτα χρό­νια εφαρμόσει τη νηστεία σαν ένα δοκιμασμένο και αποτελεσματικό φάρμακο για όλα τα ψυχικά πάθη, σαν ένα δυνατό όπλο ενάντια στα πονηρά πνεύματαΌλοι εκείνοι που υποτιμούν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποτιμούν ή απορρίπτουν μια σαφή και καθοριστική οδηγία τού Κυρίου Ιησού στο σχέδιο της σωτηρίας τού ανθρώπουΗ προσευχή δυναμώνει και ενισχύεται με τη νηστεία. Η πίστη βεβαιώνεται και από τη μια και από την άλλη. Κι η πίστη μετακινεί βουνά, εκβάλλει δαίμο­νες και κάνει τα αδύνατα δυνατά.
Τα τελευταία λόγια τού Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο δε φαίνονται να σχετίζονται με το γεγονός που μας απασχολεί. Μετά το μεγάλο θαύμα τής θεραπείας τού δαιμονισμένου νέου παιδιού κι ενώ οι συγκεντρω­μένοι άνθρωποι θαύμαζαν τα γενόμενα, ξαφνικά ο Κύ­ριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές Του για το πάθος Του.
«Μέλλει ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται» (Ματθ. ιζ’ 22-23). Γιατί μετά το θαύμα αυτό, όπως κι υστέρα από κάποια άλλα θαύματα, ο Χριστός μιλάει στους μαθητές Του για το πάθος Του; Ώστε όταν έρθει ο προδιαγεγραμμένος καιρός να μη δειλιάσουν, να μη φοβηθεί η καρδιά τους. Τους το λέει αυτό μετά από τα μεγάλα θαύματά Του, μετά τις τιμές, τη δόξα και την ευχαρίστηση που τον περιμένουν και τον υποδέχονται οι άνθρωποι, για να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Το λέει αυτό όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τους αποστόλους αλλά κι εμάς, ώστε μετά από τέ­τοια μεγάλα και θαυμαστά έργα να μην περιμένουμε ανταμοιβή από τους ανθρώπους, αλλά να προετοιμα­στούμε να δεχτούμε τα χειρότερα και σκληρότερα χτυ­πήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι από εκείνους που ευεργετήσαμε πολύ.
Ο Κύριος δεν προείπε μόνο τα πάθη και το θάνατό Του, αλλά και την ανάστασή Του. Στο τέλος όλων αυτών ακολουθεί η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προλέγει στους μαθητές Του κάτι που μοιάζει απίθανο, για να τονώσει την πίστη τους σε όσα πρόκει­ται να γίνουν. Να τους διδάξει, για να πιστέψουν όσα τους είπε. Πρέπει κάθε άνθρωπος νά ’χει πίστη ίσαμε τον κόκκο τού σιναπιού ή και λιγότερη, για να προετοιμαστεί, να περιμένει κάθε είδος πειρασμού και βασά­νων σ’ αυτόν τον κόσμο. Πρέπει να ξέρουν με σιγουριά όμως πως στο τέλος όλων αυτών περιμένει η Ανάστα­ση.
Όλη τη δόξα τού κόσμου κι όλους τους επαίνους των ανθρώπων πρέπει να τους λογαριάζουμε σαν ένα απόλυτο μηδέν. Μετά απ’ όλους τους θριάμβους που μπορεί να μας προσφέρει ο κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε για πειρασμούς. Πρέπει να δεχτούμε όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας με ταπείνωση και υπομονή. Δεν πρέπει ν’ αφηγούμαστε και να κοκορευ­όμαστε με όσα έχουμε κάνει για τους ανθρώπους, για την πόλη ή για το χωριό μας, για το έθνος ή για την πατρί­δα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν οι πειρα­σμοί μας πιέζουν. Αν κάναμε κάτι για κάποιους από τους γνωστούς μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό έργο γίνεται από το Θεό με όργανο εμάς. Ο Θεός επομένως είναι απόλυτα δίκαι­ος όταν μας στέλνει πειρασμούς μετά από εγκόσμια δό­ξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά από πλούτη, περιφρόνηση μετά από τιμές, αρρώστια μετά από υγεία, απομόνωση και μοναξιά μετά την απόλαυση πλήθους φίλων. Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλ­νει αυτά. Γνωρίζει πως όλα αποβλέπουν στο καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να επιζητούμε τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, να μην οδεύουμε προς τον τάφο με συ­νοδεία την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Και δεύτερο ότι δεν πρέπει ν’ αποβλέπουμε σε ανταπόδοση για τα καλά μας έργα από τους ανθρώ­πους και τον κόσμο σ’ αυτήν τη ζωή, γιατί τότε δε θά ’χουμε τίποτα να ζητήσουμε ή να λάβουμε στη μέλλουσα. Εύχομαι να μην ακούσουμε στη θύρα τής ουράνιας βασιλείας: «Πορεύεσθε απ’ εμού· το μισθό σας τον λά­βατε».
Εύχομαι αυτό να μη μας συμβεί. Για να μη χαθούμε ποτέ μαζί με την αναπόφευκτη καταστροφή αυτού του κόσμου, από τον οποίο λάβαμε δόξα, εγκώμια και τι­μές, ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας διδάσκει πως, μετά από τη μεγαλύτερη δόξα, τα εγκώμια και τις τιμές που μπορεί να μας δώσει ο κόσμος, πρέπει να προετοιμα­στούμε ν’ αναλάβουμε το σταυρό Του. Σ’ Εκείνον πρέ­πει η αιώνια δόξα κι η τιμή, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώ­ρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2020

METANOIAΣ Ο ΚΑΙΡΟΣ


Ο Κύριος λέει: «Ο λαός αυτός με το στόμα του με πλησιάζει, και με τα χείλη του με τιμάει, ενώ η καρδιά του βρίσκεται μακριά από μένα· με σέβονται σύμφωνα με ανθρώπινες εντολές που έχουν μάθει. Γι’ αυτό θα συνεχίσω να κάνω στο λαό αυτόν έργα θαυμαστά, ώστε η σοφία των σοφών του να χαθεί και η σύνεση των συνετών του να εξαφανιστεί.( ΗΣΑΙΑΣ)
Ο Κύριος του σύμπαντος λέει στους ιερείς: «Ο γιος τιμάει τον πατέρα του και ο δούλος τον κύριό του. Αν εγώ είμαι ο πατέρας σας, πού είναι η τιμή που μου αποδίδετε; Κι αν εγώ είμαι Κύριός σας, πού είναι ο σεβασμός που μου έχετε; Με περιφρονείτε και ρωτάτε: “πώς σε περιφρονούμε;” Με το να προσφέρετε στο θυσιαστήριό μου μιαρές προσφορές. Και ρωτάτε: “πώς μολύναμε το θυσιαστήριο;” Με το να μη δίνετε πολλή σημασία στο τραπέζι μου. Όταν μου προσφέρετε θυσία τυφλό ζώο, νομίζετε πως αυτό είναι σωστό; Όταν μου προσφέρετε ένα κουτσό ή άρρωστο ζώο, νομίζετε πως αυτό είναι σωστό; Προσφέρτε το στον κυβερνήτη σας· θα ευχαριστηθεί; Θα σας δεχτεί ευνοϊκά; Νομίζετε λοιπόν ότι θα εξευμενίσετε μ’ ένα τέτοιο δώρο έναν Θεό για να σας σπλαχνιστεί και να σας δεχτεί ευνοϊκά; Γιατί στην πραγματικότητα αυτό κάνετε! Μακάρι κάποιος από σας να έκλεινε τις πόρτες του ναού για να μην ανάβετε άσκοπα φωτιά στο θυσιαστήριό μου. Δεν είμαι ευχαριστημένος από σας και δε θα δεχτώ καμιά θυσία από τα χέρια σας». Ο Κύριος του σύμπαντος το λέει.
«Από την ανατολή μέχρι τη δύση μεγάλη είναι η φήμη μου ανάμεσα στα έθνη», λέει ο Κύριος του σύμπαντος. «Σε κάθε τόπο προσφέρεται λιβάνι σ’ εμένα και θυσίες καθαρές, γιατί είμαι μεγάλος ανάμεσα στα έθνη.Εσείς όμως με λησμονήσατε λέγοντας: “το τραπέζι του Κυρίου δεν έχει και μεγάλη σημασία. Μπορούμε να προσφέρουμε στο Θεό τροφή ό,τι έχουμε για πέταμα”. Και παρ’ όλα αυτά βαρυγκωμάτε: “τι κόπος”, λέτε, “η υπηρεσία μας!” Έτσι εξοργίζετε εμένα, τον Κύριο του σύμπαντος. Προσφέρετε θυσία το κουτσό ζώο, το άρρωστο, ακόμη και το κλεμμένο. Μπορώ να το δεχτώ από τα χέρια σας;» Ο Κύριος το λέει.
«Αν κάποιος μου τάξει ένα ζώο χωρίς ελάττωμα από το κοπάδι του, αλλά με εξαπατήσει και μου προσφέρει θυσία ένα ζώο ευνουχισμένο, αυτός να είναι καταραμένος, γιατί εγώ είμαι μεγάλος βασιλιάς κι όλα τα έθνη με σέβονται». Αυτά λέει ο Κύριος του σύμπαντος.( ΜΑΛΑΧΙΑΣ)
Kύριε, άνoιξε τα χείλη μoυ· και τo στόμα μoυ θα αναγγέλλει την αίνεσή σoυ.
Eπειδή, δεν θέλεις θυσία, αλλιώς θα είχα πρoσφέρει· σε oλoκαυτώματα δεν αρέσκεσαι.
Θυσίες τoύ Θεoύ είναι συντριμμένo πνεύμα· συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, Θεέ, δεν θα καταφρoνήσεις.
Eυεργέτησε τη Σιών με την εύνoιά σoυ· οικοδόμησε τα τείχη τής Iερoυσαλήμ.
Tότε, θα ευαρεστηθείς σε θυσίες δικαιoσύνης, σε πρoσφoρές και oλoκαυτώματα·
τότε, θα πρoσφέρoυν μoσχάρια επάνω στo θυσιαστήριό σoυ.
(ΨΑΛΜΟΙ)

Τρίτη, Μαρτίου 24, 2020

Λόγος στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου


Θεοφάνους του Κεραμέως, αρχ/που Ταυρομενίου
Σήμερα η Εκκλησία φωτίζεται μυστικά και λάμπει, πανηγυρίζοντας την πρώτη των εορτών. Σήμερα αρχίζει να καταργείται το τείχος της έχθρας και να ενώνονται με μυστικό τρόπο η γη με τα ουράνια. Σήμερα την τιμωρία, που λύπησε την προμήτορα (Εύα) ο αρχαγγελικός χαιρετισμός μετέτρεψε σε χαρά και αφανίστηκε η παλιά μελαγχολία. Σήμερα η Παρθένος Μαριάμ παίρνει τη θέση των θρόνων των Σεραφίμ, κρατώντας με απερίγραπτο τρόπο, αυτόν που κάθεται πάνω σ’ αυτούς. Σήμερα φαίνεται να εκπληρώνεται το μυστήριο της βάτου, με την αποξηραμένη φύση να ενώνεται η φωτιά της Θεότητας. Η μεν λοιπόν εορτή, αν και είναι κορυφαία όλων των εορτών, περιέχει πολλά μυστήρια. Εμείς δε, επειδή μας πιέζει ο χρόνος, θα αναφερθούμε με συντομία σε μερικά θέματα του ευαγγελίου, και θα τα εξηγήσουμε σε σας που αγαπάτε τον Θεό. «Τις ημέρες εκείνες έμεινε έγκυος η Ελισάβετ η γυναίκα του Ζαχαρία, και έκρυβε την εγκυμοσύνη της για πέντε μήνες». Επειδή ο Ζαχαρίας, δεν πίστεψε στον Γαβριήλ, δεν μπορούσε να μιλήσει, η δε Ελισάβετ έμεινε έγκυος, και για λίγο έκρυβε τον εαυτό της. Μερικοί μεν πιστεύουν, ότι λόγω των γηρατειών της ντρεπόταν, σεβόμενη την παράκαιρη εγκυμοσύνη, εμείς δε λέμε, ότι δεν έκρυβε τον εαυτό της γι’ αυτό τον λόγο. Γιατί γι’ αυτήν η εγκυμοσύνη ήταν περισσότερο αιτία χαράς, όχι γιατί θα γινόταν μητέρα, το γλυκό πράγμα και όνομα, αλλά και από τον ίδιο το νόμο ήταν τιμή για τις μητέρες, στην οποία χαρά δεν μετείχαν οι στείρες και άκαρπες. Γιατί λοιπόν να ντρεπόταν επειδή κέρδισε την ευλογία του νόμου και συγχρόνως έμοιαζε με την παράκαιρη εγκυμοσύνη της ευτυχισμένης Σάρρας; Και ότι με την γέννηση θα έπαυε η ντροπή της ατεκνίας, το μαθαίνουμε από τα λόγια της. Γιατί λέει: «Ο Θεός είδε τη στενοχώρια μου και φρόντισε να με απαλλάξει από την ντροπή που ένιωθα μπροστά στους ανθρώπους για την ατεκνία μου». Για ποιο λόγο λοιπόν έκρυβε τον εαυτό της; Καταγόταν από τον Ααρών και ήταν σύζυγος του μεγάλου ιερέα, ονομαστή στην αρετή και την προσεκτική ζωή της. Φοβόταν λοιπόν, από την αρχή να φανερώσει την εγκυμοσύνη, μήπως πολλοί δεν πιστέψουν και δεχτούν την ίδια τιμωρία με τον Ζαχαρία. Γιατί γι’ αυτόν που έβλεπε την φύση, ήταν αληθινά απίστευτο, γυναίκα περασμένης ηλικίας, με ζαρωμένο το σώμα, ρυτιδωμένο το πρόσωπο, προχωρημένη στα γηρατειά, με στείρα φύση, να γίνεται μητέρα παιδιού. Γιατί ήδη σταμάτησαν να λειτουργούν σ’ αυτή όπως και στη Σάρρα, εκείνα με τα οποία πραγματοποιείται η εγκυμοσύνη. Όχι λοιπόν από ντροπή αλλά από φροντίδα έκρυβε τον εαυτό της. Επειδή με τη σταδιακή αύξηση του εμβρύου η κοιλιά μεγάλωνε και οι μαστοί γέμιζαν γάλα, τότε δεν έκρυβε αυτό που δεν μπορούσε να μη το πιστέψει κάποιος.
«Κατά τον έκτο μήνα ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στην πόλη της Γαλιλαίας Ναζαρέτ σε μια παρθένο, που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον που τον έλεγαν Ιωσήφ». Θα ρωτήσει δε κάποιος, από αυτούς που πολύ ενδιαφέρονται, για ποιο λόγο κατά τον πρώτο μήνα για τους Εβραίους έγινε αυτό το μυστήριο; Γιατί ήταν φανερό ότι ο έκτος μήνας που συνελήφθη ο Ιωάννης, ήταν ο πρώτος μήνας του χρόνου. Επειδή δε αυτός ο αισθητός κόσμος, δημιουργήθηκε αυτόν τον καιρό, και με την παράβαση του ανθρώπου καταστράφηκε μαζί του και αυτός, έπρεπε με τον ερχομό του Κυρίου να αναδημιουργηθεί και η κτίση και να αναπλαστεί ο άνθρωπος. Γι’ αυτό τον πρώτο μήνα αρχίζει να βλαστάνει η ακαλλιέργητη γη, δηλ. η Παρθένος, τον χωρίς σπορά σωτήρα. Αυτή την αναγέννηση της κτίσεως προβλέποντας ο προφήτης έλεγε, «Θα είναι ο ουρανός καινούργιος και η γη καινούργια». Και όπως ακριβώς, όταν περάσει η σκοτεινιά του χειμώνα, έρχεται η ανοιξιάτικη λαμπρότητα, κατά τον ίδιο τρόπο τελείωσε και ο χειμώνας της ειδωλολατρίας και άρχισε να λάμπει η άνοιξη της φανέρωσης του Θεού. Και όταν ο ήλιος κατά την περιφορά του στον ουρανό βρίσκεται στο σημείο που ονομάζουν Κριό, τότε και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, χωρίς να απομακρύνεται από τους κόλπους του Πατέρα ήλθε στο ύψωμα της δικής μας φτώχειας. Γιατί αληθινά έγινε υψοποιός αυτή η ταπείνωση, και σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή και σαν κριάρι αψεγάδιαστο θυσιάστηκε. […]
Της τάξεως των αρχαγγέλων ως πρώτο γνωρίζουμε τον Μιχαήλ, όπως μας αναφέρει η προφητεία του Δανιήλ, στον οποίο και ανατέθηκε η φύλαξη του Ιουδαϊκού λαού, όπως αναφέρουν τα ιερά λόγια· πώς λοιπόν δεν έγινε αυτός υπηρέτης του μυστηρίου, αλλά ο Γαβριήλ αναφέρει το μυστήριο στην Παρθένο; Επειδή κατά την δημιουργία η γυναίκα δημιουργήθηκε δεύτερη, μετά τον άνδρα, γι’ αυτό ο δεύτερος των αρχαγγέλων προς το δεύτερο γένος, όπως είναι εύλογο, αποστέλλεται για να αναγγείλει τον δεύτερο χωρισμό του κόσμου. Και επειδή το όνομα Γαβριήλ σημαίνει δύναμη Θεού, προκειμένου να σαρκωθεί ο Υιός του Θεού, ο οποίος είναι σοφία και δύναμη του Θεού, εύλογα αυτός αναγγέλλει το μυστήριο. Γιατί δεν στέλλεται ο άγγελος προς τον μνηστήρα Ιωσήφ αλλά προς την Παρθένο; Επειδή γνώριζε ότι δεν είχε καμιά σχέση ο Ιωσήφ με την γέννηση τού Κυρίου αν και ήταν φύλακας και φρόντιζε την Παρθένο. Άλλα επειδή από την αρχή έγινε η είσοδος της αμαρτίας από την γυναίκα, από το ίδιο γένος πραγματοποιείται η είσοδος της λυτρώσεως. […]
«Χαίρε εσύ, προικισμένη με τη χάρη του Θεού· ο Κύριος είναι μαζί σου». Αντίθετος ήταν ο λόγος που ειπώθηκε στην Παρθένο, από εκείνο που άκουσε η Εύα. Από αυτή ξεκίνησαν οι λύπες των πόνων, εδώ δε συνοδεύει την γέννηση η χαρά. Γιατί η γέννηση από την Παρθένο έγινε χωρίς πόνο. Γιατί; Επειδή κάθε ηδονή συνοδεύεται από τον πόνο, όπου όμως η ηδονή δεν προηγήθηκε της γεννήσεως, ούτε ο πόνος ακολούθησε. Αυτό και η προφητεία του Ησαΐα προανήγγειλε «πριν έλθουν οι πόνοι του τοκετού, διαφεύγει αυτούς και γεννά μάλιστα τέκνο αρσενικό».
«Να, θα μείνεις έγκυος». Πρόσεξε την ακρίβεια της λέξεως. Δεν είπε «να, θα γεννήσεις υιό», για να μη λάβουν αφορμή αυτοί που μετά δεν δέχθηκαν την αλήθεια και τόλμησαν να πουν ότι ο λόγος του αγγέλου κατέβασε την σάρκα από τον ουρανό. Εξασφάλισε, λοιπόν, τον εαυτό του από πριν λέγοντας, «θα μείνεις έγκυος», φανερώνοντας ότι από τη δική της παρθενική κοιλιά πήρε τη δική μας φύση. Γιατί έπρεπε την ίδια ακριβώς φύση να φορέσει, την οποία ήρθε να διορθώσει. Και επειδή ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, όπως λέει ο προφήτης, ο ίδιος για τον εαυτό του έκτισε τον πανάγιο ναό από τα ολοκάθαρα αίματα της αγνής κόρης, που είναι σύμφωνα με την προφητεία του Δανιήλ, ο ακρογωνιαίος λίθος που κόπηκε όχι από ανθρώπινο χέρι από το σκιερό βουνό, και όπως λέει ο Αββακούμ, θα αφανίσει τα έργα των δαιμόνων. Επόμενο, λοιπόν, ήταν, αυτός που γεννήθηκε να φέρει κατάλληλη ονομασία για το έργο του και αυτός που ήλθε για τη σωτηρία του κόσμου να ονομαστεί Ιησούς, από τον οποίον αγγέλλεται η σωτηρία του κόσμου. «Θα τον ονομάσεις Ιησού. Αυτός θα γίνει μέγας και θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου». Αυτά, σύμφωνα με τα ανθρώπινα έχουν λεχθεί, και με τα παρακάτω της θυμίζει τις θείες προφητείες. Γιατί είχε πεισθεί η Παρθένος, ότι ορκίστηκε ο Κύριος στον Δαβίδ ότι από τους απογόνους του θα τοποθετήσει στον θρόνο του. Φανερώνει λοιπόν, ότι η προφητεία εκπληρώθηκε. «Σ’ αυτόν θα δώσει ο Κύριος το θρόνο του Δαβίδ, του προπάτορά του». Και αυτό σύμφωνα με τα ανθρώπινα. Γιατί ως Θεός είναι αιώνιος βασιλιάς, έχοντας αιώνια τη δύναμη, ως άνθρωπος δε λέγεται, ότι παίρνει τη βασιλεία από τον Πατέρα, όπως και ο ίδιος λέει στους μαθητές μετά την Ανάσταση. «Μου δόθηκε όλη η εξουσία στον ουρανό και στη γη». Και «θα βασιλέψει για πάντα στους απογόνους του Ιακώβ». Δεν αναφέρεται στους πραγματικούς απογόνους του Ιακώβ, αλλά στον νοητό Ισραήλ, που συγκεντρώθηκε απ’ όλα τα έθνη, που τον διάλεξε η χάρη, ο οποίος είναι έθνος άγιο και βασιλικό ιερατείο. Σ’ αυτούς τους πιστούς απογόνους του Ιακώβ, ο Χριστός έχει βασιλέψει αιωνίως, βασιλεία που δεν έχει τέλος. Τί απάντησε σ’ αυτά η Μαριάμ; Άκουσε καθαρά την φωνή της Παρθένου. «Πώς θα μου συμβεί αυτό αφού δεν έχω συζυγικές σχέσεις με άνδρα;» Γιατί γνώριζε ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν άνδρας της, αλλά ήταν προστάτης της και ήταν αδύνατο να έλθει αυτή σε επαφή με άνδρα. Γιατί αν ήλπιζε ότι κάποτε θα ερχόταν σε επαφή με τον Ιωσήφ κατά το φυσικό νόμο, δεν θα θεωρούσε αδύνατη την εγκυμοσύνη, γιατί του γάμου αποτέλεσμα είναι η σύλληψη. Αλλά επειδή είχε την πληροφορία ότι ήταν αφιερωμένη στον Θεό, και ουδέποτε θα της αφαιρεθεί το άνθος της παρθενίας, λογικά απορούσε για τον τρόπο της γεννήσεως. Και πώς θα μου συμβεί αυτό, λέει, επειδή είναι αδύνατο να έχω σχέση με άνδρα; Ο αρχάγγελος όμως, βλέποντας ότι δεν απιστεί, αλλά εξέταζε για να μάθει τον τρόπο, λέει, «Το Άγιο Πνεύμα θα έρθει επάνω σου και η δύναμη του Θεού θα σε καλύψει». Κοίταξε πως φανέρωσε εδώ όλη την Τριάδα. Γιατί αν και σαρκώθηκε μόνο ο Υιός και έγινε άνθρωπος, δεν σταμάτησε να είναι Θεός, αλλά ήταν μαζί με τον σαρκωμένο και ο Πατέρας και το Πνεύμα, για το αδιαίρετο της ίδιας ουσίας. Και αυτό είναι εκείνο που λέει ο θείος Απόστολος: «Σ’ αυτόν κατοικεί σωματικά όλη η θεότητα», δηλαδή πραγματικά. Γιατί έγινε για την Παρθένο, σαν νυμφικός θάλαμος η δύναμη του Θεού, που την σκέπαζε σαν σύννεφο, λαμπάδα δε του γάμου, ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος, κρεβάτι δε η απάθεια και γάμος η αφθαρσία. Και χωρίς ένωση με άνδρα η εγκυμοσύνη, αμόλυντη δε η γέννηση. «Θα σε καλύψει» δε είπε, αντί θα σε περιβάλει, θα σε οχυρώσει, θα σε περικυκλώσει. Βεβαιώνοντας δε ο άγγελος την Παρθένο και από αυτά που έβλεπε, ανήγγειλε την εγκυμοσύνη της Ελισάβετ. «Μάθε ακόμη» λέει «ότι η συγγενής σου Ελισάβετ συνέλαβε γιο στα γηρατειά της, κι έτσι, αυτή που την αποκαλούσαν στείρα βρίσκεται τώρα στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της». Θα ρωτήσει κάποιος, πώς είναι συγγενής της; Γιατί η μεν Παρθένος καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, δηλαδή από τη φυλή του Ιούδα, η δε Ελισάβετ από γένος Λευιτικό. Πώς, λοιπόν, την ονομάζει συγγενή της Παρθένου; Πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουμε ότι ενώθηκε η Λευιτική φυλή με τη βασιλική. Γιατί επρόκειτο από τη φυλή του Ιούδα να έλθει ο Χριστός, ο οποίος ήταν και βασιλιάς και αρχιερέας. Από που προερχόταν η συγγένεια μεταξύ τους; Ας πούμε τι αναφέρουν οι παραδόσεις; Ο Ματθάν ο καταγόμενος από την Βηθλεέμ που ήταν και ιερέας, γέννησε τρεις κόρες, την Μαρία, την Άννα και τη Σωβή. Κόρη της Σωβής ήταν η Ελισάβετ, και της Άννας η υπέραγνη Δέσποινα. Από δύο, λοιπόν, αδελφές προέρχονταν η Ελισάβετ και η Παρθένος. Γιατί ο μεν Ζαχαρίας επειδή δεν πίστεψε στον άγγελο αμέσως τιμωρήθηκε με αφωνία, η δε Παρθένος αν και είπε «Πώς θα μου συμβεί αυτό» δεν τιμωρείται, αλλά διδάσκεται τον τρόπο; Επειδή ο μεν Ζαχαρίας είχε ως παράδειγμα τον Αβραάμ και τη Σάρρα, στους οποίους έπρεπε αποβλέποντας, να μην απιστήσει στο μήνυμα. Το να γεννήσει δε παρθένος, ήταν πραγματικά παράδοξο, και παράξενο για τη φύση. Άλλωστε λέγοντας αυτά προς τον άγγελο η Παρθένος δεν απιστούσε, αλλά ζητούσε να μάθει για το υπερφυσικό γεγονός. Αφού διδάχθηκε τον τρόπο και αφού άκουσε «το Άγιο Πνεύμα θα έρθει επάνω σου και η δύναμη του Θεού θα σε καλύψει» δέχεται με ευγνωμοσύνη το χαρμόσυνο μήνυμα, και αφήνει όλο τον εαυτό της στο θέλημα του Θεού και λέει, «είμαι μια δούλη του Κυρίου· ας γίνει το θέλημά του σ’ εμένα όπως μου το είπες». Και αμέσως ο λόγος του αγγέλου πραγματοποιήθηκε, και μέσα στην κοιλιά της είχε Θεό, και δεν γνώριζε η μητέρα του Θεού τι θα πει γάμος. Αφού δε συνέλαβε τον Δημιουργό της, πηγαίνει γρήγορα στην ορεινή Ιουδαία για να κάνει μέτοχο της χαράς και του θαύματος την Ελισάβετ. Αλλά ο φωτισμένος προφήτης που ήταν μέσα στην κοιλιά της στείρας, και πριν ακόμα δει τον ήλιο, αναγνώρισε τον Ήλιο της δικαιοσύνης, να βρίσκεται στην παρθενική κοιλιά σαν σε ελαφριά νεφέλη και αναγγέλλει τον Κύριο με σιωπή. Επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει, το φανέρωσε με σκίρτημα και έδωσε τιμή προς την Παρθένο από την μητέρα του, προσκυνώντας τον κυοφορούμενο Κύριο, στον οποίο ανήκει κάθε τιμή και δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, σ’ όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
 ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Κυριακή, Μαρτίου 22, 2020

Ποτήριον σωτηρίου...

Σταυρος_ Крест Иисуса Христа_nasterii-arbanasi-(6)Μείνε με το βλέμμα καρφωμένο σε Αυτόν και ο πόνος σου θα μεταμορφωθεί σε ουράνια πνευματική γλυκύτητα. Οι πληγές της καρδιάς σου θα γιατρευτούν από τις πληγές του Ιησού. «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» (Ψ. 115, 4) Σε όσους το πίνουν εδώ στη γη, το Ποτήριο του Χριστού υπόσχεται μετοχή στη Βασιλεία της χάρης του Χριστού. Προετοιμάζει γι’ αυτούς τις καθέδρες της επουράνιας αιώνιας δόξης. Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το Ποτήριο, απόστρεψε το βλέμμα σου από τους ανθρώπους που σου το δίνουν• σήκωσε τα μάτια σου στον Ουρανό και πες : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» Το Ποτήριο του Χριστού είναι το δώρο του Θεού. Εμπιστεύσου την καρδιά σου με απλότητα σε Αυτόν από τον οποίο Εκείνος γνωρίζει τη δόση από το (είναι μετρημένες και οι τρίχες της κεφαλής σου) λυτρωτικό Ποτήριο που πρέπει να λάβεις. Ο Κύριος παρέμεινε σιωπηλός ενώπιον του Πιλάτου και του Ηρώδου, δεν έκανε καμία προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό Του. Μιμήσου αυτήν την αγία και σοφή σιωπή Του όταν βλέπεις τους εχθρούς σου να σε κατηγορούν προσπαθώντας να κρύψουν τις μοχθηρές προθέσεις τους κάτω από το πρόσχημα της ορθοφροσύνης.
Είτε το Ποτήριο έρχεται σταδιακά σαν σύννεφα που βαθμιαία πυκνώνουν, είτε ξαφνικά σαν λυσσώδης ανεμοστρόβιλος, πες στο Θεό «Γεννηθήτω το θέλημά Σου».
Με ταπείνωση και απόλυτη προσήλωση μάθετε την προσευχή την οποία προσέφερε ο Κύριος προς τον Πατέρα Του στον Κήπο της Γεσθημανή, στις δύσκολες ώρες του πόνου πριν από το Πάθος Του και το θάνατο στο Σταυρό. Μ’ αυτή την προσευχή αντιμετωπίστε και υπερνικήστε κάθε θλίψη. «Πάτερ μου,» προσευχήθηκε ο Λυτρωτής μας, «ει δύνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ως συ» (Μτ. κστ , 39). Όποιος πίνει το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και ευλογώντας τον πλησίον του, λαμβάνει θεία ανάπαυση, την χάρη της ειρήνης του Χριστού. Είναι σαν από τώρα να απολαμβάνει τον πνευματικό Παράδεισο του Θεού”.


iconandlight

Σάββατο, Μαρτίου 21, 2020

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως:Ομιλία εις τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)


Ο ίδιος ο Κύριος, για τον οποίο και δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δεν έλεγε πριν από τον Σταυρό, «όποιος δεν παίρνει τον σταυρό του για να με ακολουθήση, δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 38); Βλέπετε ότι και πριν εμπηχθή, ο Σταυρός ήταν που έσωζε; Αλλά και όταν ο Κύριος προέλεγε καθαρά στους μαθητάς το πάθος του και τον θάνατο δια του Σταυρού, ο δε Πέτρος μη υποφέροντας να τ’ ακούση και γνωρίζοντας ότι αυτός έχει εξουσία τον παρακαλούσε, «έλεος σ’ εσένα, Κύριε, δεν θα σου συμβή τούτο» (Ματθ. 16, 22), αυτόν μεν ο Κύριος τον επετίμησε, διότι στο θέμα τούτο συλλογιζόταν ανθρωπίνως και όχι θείως· αφού δε προσκάλεσε τον όχλο μαζί με τους μαθητάς του τους είπε· «όποιος θέλει να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή τον εαυτό του, ας σήκωση τον σταυρό του και ας με ακολουθήση· διότι όποιος θέλει να σώση την ψυχή του, θα την χάση, όποιος δε χάση την ψυχή εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Ματθ. 16, 25).
Προσκαλεί βέβαια και τον όχλο μαζί με τους μαθητάς και τότε διαμαρτύρεται και παραγγέλλει αυτά τα μεγάλα και υπερφυή φρονήματα, τα πραγματικά όχι ανθρώπινα αλλά θεία, για να δείξη ότι δεν απαιτεί αυτές τις προσπάθειες μόνο από τους εκλεκτούς μαθητάς, αλλά και από κάθε άνθρωπο που πιστεύει σ’ αυτόν. Ν’ ακολουθή τον Χριστό σημαίνει να ζη κατά το ευαγγέλιό του παρουσιάζοντας κάθε αρετή και ευσέβεια. Ν’ απαρνήται τον εαυτό του αυτός που θέλει ν’ ακολουθήση και να σηκώνη τον σταυρό του, σημαίνει να μη λυπήται τον εαυτό του όταν το απαιτή ο καιρός, αλλά να είναι έτοιμος για τον ατιμωτι­κό θάνατο υπέρ της αρετής και της αληθείας των θείων δογμά­των. Τούτο δε, το ν’ αρνηθή κανείς τον εαυτό του και να παραδοθή σ’ έσχατη ατιμία και θάνατο, αν και είναι μέγα και υπερφυές, δεν είναι παράλογο· διότι οι βασιλείς της γης δεν θα εδέχονταν ποτέ, όταν μάλιστα μεταβαίνουν σε πόλεμο, να τους ακολουθήσουν άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτούς. Πού λοιπόν είναι το αξιοθαύμαστο, εάν και ο βασιλεύς των ουρανών, αφού επεδήμησε στη γη κατά την επαγγελία του, τέτοιους ακολούθους ζητεί προς αντιμετώπισι του κοινού εχθρού του γένους; Αλλά οι μεν βασιλείς της γης δεν μπορούν να αναζωώσουν τους φονευθέντας στον πόλεμο ούτε ν’ ανταπο­δώσουν κάτι ταιριαστό στους πρωταγωνιστάς από αυτούς· τί θα μπορούσε τάχα να λάβη από αυτούς κάποιος που δεν ζη πλέον; Αλλά και γι’ αυτούς, αν ο θάνατος είναι υπέρ ευσεβών, η ελπίς είναι στον Κύριο· έτσι δε ο Κύριος ανταποδίδει ζωή αιώνια σ’ αυτούς που επρωτοστάτησαν στο να τον ακολουθούν.
Και οι μεν βασιλείς της γης ζητούν από τους ακολούθους των να είναι έτοιμοι προς θάνατο, ο δε Κύριος τον μεν εαυτό του έδωσε σε θάνατο υπέρ ημών, σ’ εμάς δε παραγγέλλει να εί­μαστε έτοιμοι για θάνατο όχι υπέρ αυτού αλλά υπέρ ημών των ιδίων. Και δεικνύοντας τούτο, ότι ο θάνατος είναι υπέρ των εαυτών μας, προσθέτει, «όποιος θέλει να σώση την ψυχή του θα την χάση και όποιος την χάση εξ αιτίας εμού και του ευαγ­γελίου, αυτός θα την σώση» (Μάρκ. 8, 35). Τί σημαίνει τούτο, όποιος θέλη να την σώση, θα την χάση, και όποιος θα την χάση, θα την σώση; Διπλός είναι ο άνθρωπος, ο εκτός, δηλαδή το σώμα, και ο εντός μας, δηλαδή η ψυχή. Όταν λοιπόν ο εκτός από εμάς άνθρωπος παραδώση τον εαυτό του στον θάνατο, χάνει την ψυχή του που χωρίζεται από αυτόν· αυτός λοιπόν που την έχα­σε έτσι υπέρ του Χριστού και του ευαγγελίου, πραγματικά θα την σώση και θα την κερδίση, προξενώντας σ’ αυτήν ζωή ουρά­νια και αιώνια και παραλαμβάνοντάς την κατά την ανάστασι σ’ αυτήν την κατάστασι, ενώ δι’ αυτής θα φανή και αυτός ουρά­νιος και αιώνιος, ακόμη και στο σώμα. Ο φιλόζωος όμως που δεν είναι έτσι έτοιμος να χάση τη ζωή, διότι αγαπά τον πρόσ­καιρο τούτον αιώνα και τα πράγματα του αιώνος τούτου, θα ζημιώση την ψυχή του στερώντας την την πραγματική ζωή και θα την χάση, παραδίδοντάς την, αλλοίμονο, στην αιώνια κόλασι μαζί του. Αυτόν θρηνώντας κατά κάποιον τρόπο και ο πανοικτίρμων Δεσπότης και δεικνύοντας το μέγεθος του δεινού, λέγει,«τί θα ωφελήση τον άνθρωπο, αν κερδίση όλον τον κόσμο, αλλά χάση την ψυχή του; Ή τί μπορεί να δώση ο άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του;» (Μάρκ. 8, 36). Διότι δεν πρόκειται να κατεβή μαζί του η δόξα του ούτε τίποτε άλλο από αυτά που φαίνον­ται πολύτιμα και τερπνά στον αιώνα τούτο, τα οποία προέκρινε από τον σωτηριώδη θάνατο. Τί δε μεταξύ αυτών θα μπορούσε να ευρεθή αντάλλαγμα της λογικής ψυχής, της οποίας δεν είναι ισάξιος όλος αυτός ο κόσμος;
Εάν λοιπόν και τον κόσμο όλον ημπορούσε να κερδίση ένας άνθρωπος, αδελφοί, τούτο δεν θα πρόσφερε σ’ αυτόν κανένα όφελος, εφ’ όσον θα έχανε την ψυχή του· πόσο είναι το κακό, αφού ο καθένας μόνο ελάχιστο πολλοστημόριο απ’ αυτόν τον κόσμο μπορεί ν’ αποκτήση, αν με την προσπάθεια για το ελάχιστο τούτο χάση την ψυχή του, μη επιθυμώντας να σήκωση τον τύπο και το λόγο του Σταυρού και ν’ ακολουθήση τον δοτήρα της ζωής; Διότι σταυρός είναι και ο προσκυνητός τύπος και ο λόγος του τύπου τούτου.
Αλλ’ επειδή προηγήθηκε ο λόγος και το μυστήριο αυτού του τύπου, κι’ εμείς σήμερα θα εξηγήσωμε τούτο προηγουμέ­νως προς την αγάπη σας. Μάλλον δε πριν από μας εξήγησε και τούτο ο Παύλος· ο Παύλος που καυχάται στον Σταυρό, που φρονεί ότι δεν γνωρίζει τίποτε έκτος από τον Κύριο Ιησού, κι’ αυτόν εσταυρωμένον. Τί λέγει λοιπόν εκείνος; Σταυρός είναι το να σταυρώσωμε την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ότι είπε τούτο μόνο για την τρυφή και τα υπογάστρια; Πώς τότε γράφει στους Κορινθίους ότι, «επειδή υπάρχουν έρι­δες ανάμεσά σας, είσθε ακόμη σαρκικοί και περιπατείτε κατά το ανθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ώστε και αυτός που αγαπά δόξα ή χρήματα, ή απλώς θέλει να επιβάλη το θέλημά του και προσπα­θεί έτσι να νικήση, είναι σαρκικός και περιπατεί κατά την σάρ­κα. Γι’ αυτά ακριβώς δημιουργούνται και οι έριδες, όπως λέγει και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος· «από πού προέρχονται οι μεταξύ σας πόλεμοι και μάχες; Δεν προέρχονται από εδώ, δηλαδή από τις ηδονές σας που αγωνίζονται μέσα στα μέλη σας; Αγωνίζεσθε αλλά δεν μπορείτε να επιτύχετε, μάχεσθε και πολεμείτε» (Ιακ. 4, 1). Τούτο λοιπόν είναι το να σταυρώση την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, το να καταστή ο άνθρωπος αδρανής προς κάθε τι που απαρέσκει στον Θεό. Εάν δε και το σώμα τον τα­λαιπωρή και τον στενοχωρή, πρέπει ο καθένας να το ανεβάζει εναγωνίως προς το ύψος του Σταυρού. Τί θέλω να ειπώ; Ο Κύ­ριος, όταν ήλθε επί της γης, έζησε βίον ακτήμονα, και δεν έζη­σε μόνο, αλλά και εκήρυξε λέγοντας, «όποιος δεν αποτάσσεται από όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκά 14. 33).
Αλλά κανείς, παρακαλώ, αδελφοί, ας μη δυσανασχετή, όταν ακούη που διακηρύσσομε ανόθευτο το θέλημα του Θεού, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο, μήτε να δυσαρεστηθή νομί­ζοντας δυσκολοκατόρθωτα τα παραγγέλματα· αλλά πρώτο μεν να αντιλαμβάνεται εκείνο, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και βιασταί την αρπάζουν, και ν’ ακούη τον κορυφαίο των Αποστόλων του Χριστού Πέτρο, ότι «ο Χριστός έπαθε για χάρι μας, αφήνοντας σ’ εμάς υπογραμμό, για ν’ ακολουθήσωμε τα ίχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Έπειτα να συλλογίζεται επίσης και τούτο, ότι ο καθένας, αφού κατανοήση αληθινά πόσα οφείλει στον Δεσπό­τη, όταν δεν μπορή ν’ ανταποδώση το παν, το ένα μέρος να το προσφέρη με μετριοφροσύνη, όσο μπορεί και προαιρείται, ως προς δε το μέρος πάλι που ελλείπει να ταπεινώνεται εμπρός του και ελκύοντας την συμπάθεια δια της ταπεινώσεως αυτού του είδους αναπληρώνει την έλλειψι. Εάν λοιπόν κανείς βλέπη τον λογισμό του να ορέγεται πλούτο και πολυκτημοσύνη, ας γνωρίζη ότι ο λογισμός αυτός είναι σαρκικός, και γι’ αυτό κινείται έτσι· αντιθέτως ο προσηλωμένος στον Σταυρό δεν μπορεί να κινήται προς κάτι τέτοιο. Είναι γι’ αυτό ανάγκη να τον ανεβάσωμε τον λογισμό στο ύψος του Σταυρού, για να μη ρίψη ο ίδιος τον εαυτό του κάτω και χωρισθή από τον σταυρωθέντα σ’ αυτόν Χριστό.
Πώς λοιπόν θ’ αρχίση να τον ανεβάζη στο ύψος του Σταυρού; Ελπίζοντας στον Χριστό, τον χορηγό και τροφέα του σύμπαντος, ας απόσχη από κάθε πόρο που προέρχεται από αδικία, το δε εισόδημα που έχει από δίκαιο πορισμό, χωρίς να προσκολλάται πολύ ούτε σ’ αυτό, ας το χρησιμοποιή καλά, καθιστώντας όσο είναι δυνατό κοινωνούς σ’ αυτό τους πτωχούςΗ εντολή διατάσσει ν’ αρνήται κανείς το σώμα και να σηκώνη τον σταυρό του· και το έχουν μεν το σώμα οι φίλοι του Θεού και ζώντες κατά τον Θεό, αλλά αν δεν είναι πολύ προσδεδεμένοι σ’ αυτό, το χρησιμοποιούν ως συνεργό στα αναγκαία, αν δε το καλέση ο καιρός, είναι έτοι­μοι να το προδώσουν και αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σωματικά κτήματα και μέσα· ενεργώντας κανείς κατά τον ίδιο τρόπο, αν δεν μπορή να κάμη τίποτε μεγαλύτερο, καλώς και θεαρέστως πράττει. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του να κινήται βιαιότερα ο λογισμός της πορνείας; Αυτός ας γνωρίζη ότι δεν έχει ακόμη σταυρώσει τον εαυτό του. Πώς λοιπόν θα τον σταυρώση; Ας αποφεύγη τις περίεργες θέες των γυναικών, καθώς και τις αταίριαστες προς αυτές συνήθειες και τις άκαιρες συνομιλίες, ας μειώνη τις τροφές που ενισχύουν το πάθος, ας απέχη από την πολυποσία, από την οινοφλυγία, την αδηφαγία, την πολυϋπνία· ας αναμιγνύη την ταπεινοφρο­σύνη με αυτήν την αποχή των παθών, επικαλούμενος με συν­τριβή καρδίας τον Θεό κατά του πάθους· τότε θα ειπή και αυτός, «είδα τον ασεβή να υπερυψώνεται και ν’ ανεβαίνη σαν οι κέδροι του Λιβάνου, και προσπέρασα δια της εγκρα­τείας, και δεν ήταν εκεί, και τον ανεζήτησα δια της προσευ­χής με ταπείνωσι, και δεν ευρέθηκε σε μένα ο τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ε. ερμηνευτική απόδοσις).
Πάλι, ενοχλεί ο λογισμός της φιλοδοξίας; Εσύ στη σύγκλητο και στην συνεδρίασι να ενθυμήσαι την γι’ αυτό συμβου­λή του Κυρίου στα ευαγγέλια· στις συνομιλίες να μη ζητής να υπερέχης των άλλων, τις αρετές, αν έχης, να τις ασκής μόνο στα κρυφά, αποβλέποντας μόνο προς τον Θεό και από αυτόν μόνο βλεπόμενος και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου το ανταποδώση στα φανερά (Ματθ. 6, 6). Εάν δε και μετά την αποκο­πή κάθε πάθους πάλι σ’ ενοχλή ο εσωτερικός λογισμός, να μη φοβηθής· διότι σου γίνεται πρόξενος στεφάνων, επειδή δεν πεί­θει με τις ενοχλήσεις του ούτε ενεργεί, αλλ’ είναι κίνημα νε­κρό, νικημένο από τον αγώνα σου κατά Θεόν.
Τέτοιος είναι ο λόγος του Σταυρού, ως τέτοιος δε, όχι μόνο στους προφήτες πριν συντελεσθή, αλλά και τώρα μετά την τέλεσί του, είναι μυστήριο μέγα και πραγματικά θείο. Πώς; Διότι φαινομενικώς μεν παρουσιάζεται να προξενή ατίμωσι στον εαυτό του αυτός που εξευτελίζει τον εαυτό του και τον τα­πεινώνει σε όλα, και πόνο και οδύνη αυτός που αποφεύγει τις σωματικές ηδονές, και αυτός που δίδει τα υπάρχοντα καθίστα­ται αίτιος πτωχείας στον εαυτό του· αλλά δια της δυνάμεως του Θεού αυτή η πτωχεία και η οδύνη και η ατιμία γέννα δόξα αιώ­νια και ηδονή ανέκφραστη και πλούτο ανεξάντλητο, τόσο στον παρόντα όσο και στον μέλλοντα εκείνον κόσμο. Εκείνους δε που δεν πιστεύουν σ’ αυτόν και δεν επιδεικνύουν δι’ έργων την πίστι ο Παύλος τους τοποθετεί δίπλα στους αφανιζομένους, και σ’ αυτούς τους ειδωλολάτρες μάλιστα. Διότι λέγει, «κηρύσσομε Χριστόν εσταυρωμένο, που είναι στους Ιουδαίους μεν σκάνδα­λο λόγω της απιστίας των προς το σωτηριώδες πάθος, στους Έλληνες δε μωρία, διότι δεν προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από τα πρόσκαιρα λόγω της απιστίας προς τις θείες επαγγελίες οπωσδήποτε· σ’ εμάς δε τους προσκεκλημένους Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).
Τούτο λοιπόν είναι η σοφία και δύναμις του Θεού, το να νικήση δι’ ασθενείας, το να υψωθή δια ταπεινώσεως, το να πλουτήση δια πτώχειας. Όχι μόνο δε ο λόγος και το μυστήριο του Σταυρού, αλλά και ο τύπος είναι θείος και προσκυνητός, διότι είναι σφραγίς ιερά, σωστική και σεβαστή, αγιαστική και τελεστική των υπερφυών και απορρήτων αγαθών που ενεργή­θηκαν στο γένος των ανθρώπων από τον Θεό, αναιρετική κατά­ρας και καταδίκης, καθαιρετική φθοράς και θανάτου, παρεκτική αϊδίου ζωής και ευλογίας, σωτηριώδες ξύλο, βασιλικό σκήπτρο, θείο τρόπαιο κατά ορατών και αοράτων εχθρών, έστω και αν οι οπαδοί των αιρετικών φρενοβλαβώς δυσαρεστούνται. Αυτοί οι τελευταίοι δεν επέτυχαν την αποστολική ευχή, ώστε να κατορθώσουν να καταλάβουν μαζί με όλους τους αγίους, τι είναι το πλάτος και το μήκος, το ύψος και το βάθος· ότι ο Σταυ­ρός του Κυρίου παριστάνει όλη την οικονομία της σαρκικής παρουσίας και περικλείει όλο το κατ’ αυτήν μυστήριο, εκτείνε­ται προς όλα τα πέρατα και περιλαμβάνει όλα, τα άνω, τα κάτω, τα γύρω, τα ενδιάμεσα. Προβάλλοντας δε κάποια πρόφασι, για την οποία έπρεπε κι’ αυτοί, αν είχαν νου, να τον προσκυνούν μαζί μας, αποτροπιάζονται το σύμβολο του βασιλέως της δό­ξης, το οποίο κι’ ο ίδιος ο Κύριος ονομάζει φανερώς ύψος και δόξα του, όταν επρόκειτο ν’ ανεβή σ’ αυτό· κατά την μέλλουσα δε παρουσία κι’ επιφάνειά του προαναγγέλλει ότι θα έλθη το σημείο τούτου του Υιού του ανθρώπου με πολλή δύναμι και δόξα.
Αλλά, λέγουν· σ’ αυτό προσηλωμένος επέθανε ο Χριστός και γι’ αυτό δεν ανεχόμαστε να βλέπωμε το σχήμα και το ξύλο στο οποίο έχει θανατωθή. Το δε εναντίον μας χρεώγραφο, που συντάχθηκε δια της παρακοής μας ως προς το ξύλο, με το άπλωμα του χεριού του προπάτορος, σε τί προσηλώθηκε και με τί πράγμα έφυγε από τη μέση και αφανίσθηκε κι’ έτσι επανήλ­θαμε στην ευλογία από τον Θεό; Με τί δε ο Χριστός απέβαλε και απεμάκρυνε τελείως τις αρχές και τις εξουσίες των πνευμά­των της πονηρίας, οι οποίες επεβλήθηκαν στην φύσι μας από το ξύλο της παρακοής, και τις κατήσχυνε θριαμβευτικώς και έτσι εμείς ανακτήσαμε την ελευθερία; Με τί ελύθηκε το μεσό­τοιχο και καταργήθηκε κι’ εθανατώθηκε η προς τον Θεό έχθρα μας και δια μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε με τον Θεό κι’ εδιδαχθήκαμε την προς αυτόν ειρήνη; όχι στον Σταυρό και δια του Σταυρού; Ας ακούσουν τον απόστολο, που στους μεν Εφεσίους γράφει, «ο Χριστός είναι η ειρήνη σας, αυτός που έλυσε το μεσότοιχο του φραγμού, για να οικοδομήση μέσα του τους δύο σ’ ένα νέον άνθρωπο, επιβάλλοντας ειρήνη, και για να συνδιαλλάξη και τους δύο σ’ ένα σώμα με τον Θεό δια του Σταυ­ρού, φονεύοντας την έχθρα που είναι σ’ αυτόν (Εφ. 2, 14-16). Προς τους Κολοσσαείς δε γράφει, «ενώ ήσαστε νεκροί από τα παραπτώματα και την ακροβυστία της σάρκας σας εζωοποίησε μαζί του, χα­ρίζοντάς σας όλα τα παραπτώματα, εξαλείφοντας το χειρόγρα­φο που περιείχε τις εναντίον μας αποφάσεις, σηκώνοντάς το από τη μέση και καρφώνοντάς το στον Σταυρό· ξεγυμνώνοντας δε τις αρχές και τις εξουσίες, τις διεπόμπευσε δημοσία θριαμ­βεύοντάς τες επάνω στο Σταυρό» (Κολ. 2, 13).
Δεν θα τιμήσωμε λοιπόν εμείς και δεν θα χρησιμοποιήσου­με το θείο τούτο τρόπαιο της κοινής ελευθερίας του γένους, το οποίο και μόνο με τη θέα του τον μεν αρχέκακο όφι φυγαδεύει και διαπομπεύει και καταισχύνει, διακηρύσσοντας την ήττα και την συντριβή του, δοξάζει δε και μεγαλύνει τον Χριστό, επιδει­κνύοντας στον κόσμο τη νίκη του; Και όμως, αν ο Σταυρός εί­ναι παραβλεπτέος, διότι σ’ αυτόν υπέμεινε τον θάνατο ο Χρι­στός, ούτε ο θάνατός του δεν πρέπει να είναι σεβαστός και σωτήριος· πώς λοιπόν κατά τον απόστολο εβαπτισθήκαμε στον θάνατό του (Ρωμ. 6, 3); Πώς δε θα συμμετάσχωμε και στην ανάστασί του, αν βέβαια εγίναμε σύμφυτοι με τον θάνατό του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, αν κα­νείς προσκυνούσε σχήμα σταυρού που δεν έφερε επιγεγραμμένο το δεσποτικό όνομα, δικαίως θα κατηγορείτο ότι πράττει κάτι ανάρμοστο. Επειδή δε «στο όνομα του Ιησού Χριστού θα καμφθούν όλα τα γόνατα, των επουρανίων και επιγείων και κα­ταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τούτο δε το προσκυνητό όνομα επιφέρει ο Σταυ­ρός, πόσο παράφρον δεν θα ήταν να μη γονατίζωμε στον Σταυ­ρό του Χριστού;
Αλλ’ εμείς, κλίνοντας μαζί με τα γόνατα και τις καρδιές, εμπρός, ας προσκυνήσωμε μαζί με τον ψαλμωδό και προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στον τόπο όπου εστάθηκαν τα πόδια του και όπου εξα­πλώθηκαν τα χέρια που συνέχουν το σύμπαν και όπου ετεντώθηκε για μας το ζωαρχικό σώμα, και, προσκυνώντας και ασπαζόμενοι αυτόν με πίστι, ας παίρνωμε πλούσιον τον από εκεί αγιασμό και ας τον φυλάττωμε. Έτσι και κατά την υπερένδοξη μέλλουσα παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, βλέποντάς τον να προηγήται λαμπρώς, θα αγαλλιάζωμε και θα χοροπηδούμε διαπαντός, διότι επετύχαμε την από τα δεξιά θέσι και την υπεσχημένη μακαρία φωνή και ευλο­γία, σε δόξα του σαρκικώς σταυρωθέντος για μας Υιού του Θεού.
Διότι σ’ αυτόν πρέπει δοξολογία μαζί με τον άναρχο Πατέ­ρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2020

ΥΠΟΜΟΝΗ


-Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. (Λκ κδ 29)

-ΙΔΟΥ ΕΓΩ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.(Μτθ κη΄20)


Παρασκευή Γ΄Χαιρετισμοί
Εαρινή Ισημερία

Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2020

Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας: Περί των Γαλιλαίων, ων το αίμα Πιλάτος έμιξε μετά των θυσιών αυτών


«Παρήσαν δε τινες εν αυτώ τω καιρώ απαγγέλλοντες αυτώ περί των Γαλιλαίων, ων το αίμα Πιλάτος έμιξε μετά των θυσιών αυτών, και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· δοκείτε ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι αμαρτωλοί παρά πάντας τους Γαλιλαίους εγένοντο, ότι τοιαύτα πεπόνθασιν; ουχί, λέγω υμίν, αλλ΄ εάν μη μετανοήτε, πάντες ωσαύτως απολείσθε.» (Λκ. 13, 1-3).
Αν νομίζετε ότι δεν μας αφορούν εμάς αυτά τα λόγια του Χρίστου κάνετε λάθος. Για μας τα είπε. Πέστε μου, όταν εμείς σήμερα βλέπουμε κάποιον συνάνθρωπο μας να παθαίνει ζημιά, δεν χαιρόμαστε και δεν λέμε: δόξα τω Θεώ, δεν είμαι τόσο αμαρτωλός όπως αυτός και δεν με τιμώρησε εμένα ο Θεός. Τέτοιους ακριβώς ανθρώπους ελέγχει εδώ ο Χριστός.
«ή εκείνοι οι δέκα και οκτώ, εφ΄ ους έπεσεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ και απέκτεινεν αυτούς, δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο παρά πάντας τους ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ; ουχί, λέγω υμίν, αλλ΄ εάν μη μετανοήσητε, πάντες ομοίως απολείσθε.» (Λκ. 13, 4-5). Οι άνθρωποι εκείνοι που πάνω τους έπεσε ο πύργος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί στην Ιερουσαλήμ; Βεβαίως όχι, αν όμως δεν μετανοήσετε όλοι σας θα πεθάνετε με τον ίδιο τρόπο.
Βαριά πλήγματα και συμφορές που παθαίνουν κάποιοι άνθρωποι δεν σημαίνουν πως οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο αμαρτωλοί από τους άλλους. Ο Κύριος τους τα στέλνει αυτά για να συμμορφωθούν εκείνοι που ακόμα μένουν αμετανόητοι και τους όποιους ο Κύριος αργεί να τιμωρήσει, διότι περιμένει την μετάνοιά τους. Να μη νομίζουμε ότι οι άλλοι είναι πιο αμαρτωλοί από μας. Πρέπει αντίθετα να σκεφτόμαστε πως είμαστε πιο αμαρτωλοί απ' όλους.
Όταν βλέπετε κάποιον συνάνθρωπο σας να δυστυχεί να μην τον περιγελάτε και να μην χαίρεστε επειδή αυτόν τιμώρησε ο Κύριος και όχι εσάς. Αντίθετα, με φόβο βάλτε τον εξής λογισμό: είμαι πιο αμαρτωλός απ' αυτόν, τότε γιατί αυτόν και όχι έμενα πλήγωσε ο Θεός; Και να μετανοείτε όταν βλέπετε τη συμφορά του πλησίον σας διότι λέει ο Κύριος: εάν μη μετανοήσητε, πάντες ομοίως απολείσθε.
«Ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται» (Μθ. 3, 10). Ο Κύριος περιμένει την μετάνοιά μας, όμως η αξίνα είναι ήδη έτοιμη και το δένδρο της ζωής μας μπορεί να κοπεί αν δεν μετανοήσουμε. Ο χρόνος της ζωής μας είναι πολύ περιορισμένος και δεν γνωρίζουμε πόσες μέρες μάς έμειναν ακόμα. Ο θάνατος βρίσκεται επί θύρας, ανά πάσα στιγμή η αξίνα που θα κόψει το δένδρο της ζωής μας μπορεί να ενεργοποιηθεί.
Μετά το λόγο του για τον πύργο στο Σιλωάμ ο Κύριος είπε την παραβολή της άκαρπης συκιάς, η οποία τρία χρόνια δεν έδινε καρπούς. Ο κύριος του αμπελιού είπε στον αμπελουργό να την κόψει. Εκείνος όμως επειδή ήταν άνθρωπος σπλαχνικός λυπήθηκε τη συκιά και παρακάλεσε τον κύριό του να την αφήσει ακόμα για ένα χρόνο. «Κύριε, άφες αυτήν και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν και βάλω κόπρια, καν μεν ποιήση καρπόν· ει δε μήγε, εις το μέλλον εκκόψεις αυτήν» (Λκ. 13, 8-9). Υπάρχουν και μεταξύ μας άνθρωποι που μοιάζουν αυτή την άκαρπη συκιά. Και η ζωή αυτών των ανθρώπων ανά πάσα στιγμή μπορεί να κοπεί.
Η αγία μας Εκκλησία είναι για μας πολυεύσπλαχνη μητέρα, η οποία ικετεύει το Θεό, και Τον παρακαλεί να είναι μακρόθυμος με μας. Η αγία μας Εκκλησία χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να σταματήσει αυτούς που ακολουθούν το δρόμο της αμαρτίας και να τους οδηγήσει στην οδό της μετάνοιας. Να θυμόμαστε πάντα ότι η ζωή μας είναι πολύ σύντομη, ότι όλοι μας κουβαλάμε επάνω μας το φορτίο των αμαρτιών μας, άλλοι μικρότερο και άλλοι μεγαλύτερο, και ότι είμαστε άκαρπη συκιά και ότι ο Κύριος περιμένει από μας τους αγαθούς καρπούς της δικαιοσύνης.
Να θυμόμαστε ότι η αξίνα πάντα βρίσκεται στη ρίζα του δένδρου της ζωής μας και να μην χάνουμε ούτε μία στιγμή για να προλάβουμε να μετανοήσουμε πριν η αξίνα αυτή μάς χτυπήσει. Αμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 14, 2020

Κυριακή Β΄Νηστειών: Κακό και αμαρτία(Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς)


Τονίζει ότι, αν μας βρίσκουν κακά, αυτό οφείλεται στις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι το φυσικό κακό, και αυτό έχει σημασία, ενώ το αισθητικό κακό είναι δευτερεύον.
1. Το από τη φύση του κακό, δηλαδή η αμαρ­τία, έχει από εμάς τους ίδιους την αρχή, το σχετικό όμως με την αίσθησή μας κακό, δηλαδή το οδυνηρό και επίπονο, θα μπορούσε να γίνει και από τον Θεό που σαν ιατρός συγκρατεί μέσω αυτού και θεραπεύει το αληθινά κακό, και όταν αυτοί που αμάρτησαν είναι θεραπεύσιμοι προσφέρει τις παντός είδους φροντίδες, ενώ όταν είναι αθεράπευτοι, τους παίρνει και από τη ζωή ακόμη για τη σωτηρία των άλλων. Για τις υπόλοιπες όμως συμφορές εμείς είμαστε αίτιοι, καθιστώντας τους εαυτούς μας άξιους για καυτήρες, ενώ εκείνος και έτσι είναι ευεργέτης και σωτήρας ως καθαιρέτης του πραγματικά κακού. Πολλές φορές μάλιστα προσθέτει στους ανδρείους και αγώνισμα, τις προσβολές των μη από τη φύση τους κακών. Όπως δηλαδή η νόσος δεν έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, έστω και αν αυτό που νοσεί είναι το από εκείνον δημιουργημένο ζώο, έτσι ούτε η αμαρτία δεν έχει γίνει από αυτόν, έστω και αν αυτή που εκτρέπεται προς αυτήν είναι η δημιουργημένη από αυτόν λογική ψυχή. Γιατί αυτή, αφού τιμή­θηκε με αυτεξουσιότητα και ελεύθερη ζωή, γιατί αν δεν είχε αυ­τή την τιμή θα ήταν μάταια λογική, αφού έλαβε τη γνώμη ελεύ­θερη από κάθε ανάγκη, αν παραμένει δίπλα στον Θεό και συνά­πτεται με αυτόν με την αγάπη, τηρεί για τον εαυτό της το αγαθό και την κατά φύση ζωή, αν όμως, χορταίνοντας κατά κάποιο τρόπο εκείνη την ιερή προσήλωση στο αγαθό, κλίνει προς τις κάτω σαρκικές ηδονές, εκτρεπόμενη από το από τη φύση του καλό, νοσεί ως προς το από τη φύση του κακό, δηλαδή την αμαρτία, δημιουργώντας για τον εαυτό της τον θάνατο με την έκπτωσή της από τη ζωή με τη θέλησή της.

2. Επειδή λοιπόν τέτοιοι είμαστε σχεδόν όλοι και χρειαζόμαστε κοινωφελή διδασκαλία και συμβουλή, θα εκθέσομε τώρα τους λόγους προς σας κυρίως από τους λόγους του Θεού, ώστε, αφού αντιληφθείτε ότι αίτιο της παγκόσμιας επιβολής των κακών εί­ναι η αμαρτίαας εγκαταλείψομε τη γνώμη μας που αγαπά την αμαρτία, και ας μετατρέψομε τους εαυτούς μας προς κάθε τι θεάρεστο, και έτσι, εξιλεώνοντας και λατρεύοντας το Θείο με έργα αρετής, ας μετατρέψομε σε έλεος την εναντίον μας οργή του Κυ­ρίου. Γιατί αυτός είναι που μέσω του Μωϋσή μας διαβεβαίωσε και μας είπε, «εάν ακούσεις με προσοχή τη φωνή του Κυρίου του Θεού σου και πράξεις τα αρεστά σ’ αυτόν και υπακούσεις στις εντολές του, καμμιά νόσο δεν θα σου επιφέρω· γιατί εγώ είμαι ο Κύριος που σε θεραπεύει» (Εξ. 15, 26).

3. «Εάν λοιπόν βαδίζετε σύμφωνα με τα προστάγματά μου (Λευίτ. 26, 3-38 με παραλείψεις) και φυλάξετε τις εντολές μου και τις εφαρμόσετε, θα σας έρθει κάθε αγαθό και θα κατοικήσετε με ασφάλεια και δεν θα έρθει πόλεμος στον τόπο σας· και θα δώσω ειρήνη στον τόπο σας, και θα κοι­μηθείτε και δεν θα υπάρχει κανείς να σας φοβίζει· και θα διώξετε τους εχθρούς σας και θα πέσουν ενώπιόν σας φονευμένοι. Και πε­νήντα από σας θα καταδιώξουν εκατό και εκατό από σας θα κα­ταδιώξουν μυριάδες· και θα πέσουν με μάχαιρα οι εχθροί σας μπροστά σας· και θα είμαι Θεός σας και σεις θα είσθε λαός μου. Και θα φάγετε τα αγαθά της γης παλαιά και νέα, και εγώ δεν θα σας θεωρήσω βδελυρούς, αλλά θα περπατήσω μαζί σας, και θα είμαι Θεός σας εγώ που σας υποσχέθηκα αυτά τα πράγματα. Εάν όμως δεν με υπακούσετε και δεν εφαρμόσετε όλα τα προ­στάγματά μου, αλλ’ απειθήσετε σ αυτά και η ψυχή σας δυσανα­σχετήσει για τις αποφάσεις μου, ώστε να μη εκτελείτε όλες τις εντολές μου, τότε εγώ θα σας συμπεριφερθώ έτσι· θα προκαλέσω σε σας κάθε νόσο και φτώχεια που θα λειώνει την ψυχή σας και τα αγαθά σας θα τα φάγουν οι αντίπαλοί σας. Γιατί θα στρέψω το πρόσωπό μου επάνω σας και θα πέσετε μπροστά στους εχθρούς σας, και θα σας υποδουλώσουν αυτοί που σας μισούν, και θα τραπείτε σε φυγή χωρίς να σας καταδιώκει κανείς· και αν ούτε και μετά από αυτά δεν με υπακούσετε» (δηλαδή το να επιστρέψετε), «θα συνεχίσω να σας παιδεύω», λέγει, «επτά φορές. Θα συντρίψω την υπερβολική υπερηφάνεια σας, και η δύναμή σας θα αποδειχθεί ανώφελη, αχρηστευόμενη από την ξηρασία και την αφορία της γης και από την ακαρπία των δένδρων των αγρών. Και αν μετά από αυτά δεν θέλετε να με υπακούσετε, θα σας προσθέσω άλλες επτά πληγές· θα αποστείλω εναντίον σας τα άγρια θηρία και θα σας καταβροχθίσουν και θα σας καταστή­σουν λίγους, και οι δρόμοι σας θα γίνουν έρημοι. Και έπειτα από αυτά, αν δεν διορθωθείτε, θα σας πατάξω ακόμη επτά φορές, και θα επιφέρω επάνω σας μάχαιρα που θα τιμωρήσει την καταπά­τηση της διαθήκης μου, και θα καταφύγετε στις πόλεις σας· και θα σας αποστείλω θάνατο και θα παραδοθείτε στα χέρια των εχθρών σας, όταν θα σας θλίψω με την έλλειψη άρτων. Εάν και με όλα αυτά δεν πειθαρχήσετε σ’ έμενα, αλλά βαδίζετε πλάγια από μένα, και εγώ θα πορευθώ προς εσάς πλάγια, και θα σας τιμωρήσω σύμφωνα με τις αμαρτίες σας, και θα φάγετε τις σάρ­κες των υιών και των θυγατέρων σας. Και θα καταστήσω έρημες τις πόλεις σας, θα κατερημώσω τα ιερά σας και δεν θα οσφραίνομαι την οσμή των θυσιών σας. Θα κατερημώσω επίσης τη γη σας και θα μείνουν έκπληκτοι γι’ αυτήν οι εχθροί σας που κα­τοικούν σ’ αυτήν. Και θα σας διασπείρω στα έθνη, και θα σας καταφάγει η επερχόμενη μάχαιρα. Και σε όσους απομείνουν από σας θα προκαλέσω δειλία και θα τους διώξει ο ήχος φύλλου που πέφτει, και θα φύγουν σαν από πόλεμο και θα αφανισθούν μέσα στα έθνη, και θα τους καταφάγει η γη των εχθρών τους».

4. Βλέπεις μέχρι που φθάνει η οργή του Κυρίου; Αν και βέβαια «είναι σπλαχνικός και ελεήμωνμακρόθυμος και πολυέλεος, και παραβλέπει τις κακίες των ανθρώπων», αλλ’ οπωσδήπο­τε εκείνων που μετανοούν και επιστρέφουν από τις κακίες τους. Γιατί «λέγει ο Κύριος· επιστρέψατε, και θα επιστρέψω σε σας». «Και θα επιστρέψεις προς τον Κύριο τον Θεό σου, και θα ακού­σεις τη φωνή του. Γιατί ο Κύριος ο Θεός σου είναι Θεός σπλα­χνικός, και δεν θα σε εγκαταλείψει και δεν θα σε αφανίσει, αλλά θα βρεις βοηθό τον Κύριο τον Θεό σου, και θα τον ζητήσεις με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου στη θλίψη σου». Θα θλιβείς όμως, αν πεισθείς στις γνώμες μου, όχι μόνο γιατί πάσχεις, αλλά και γιατί παρέβλεψες τις εντολές του Κυρίου και δεν φύλαξες τα προστάγματά του, γι’ αυτό και παραδόθηκες στις αθεράπευτες συμφορές· και μέσα στις θλίψεις σου θα ζητή­σεις την απαλλαγή από τα κακά και θα υποσχεθείς τη φύλαξη των εντολών, και θ’ αποδείξεις με έργα πραγματοποιημένη την υπόσχεση, για να επιτύχεις αποτελεσματικά τη θεία βοήθεια. Αλλά ποιές είναι οι εντολές του Κυρίου; Ο σωστός σεβασμός προς αυτόν και η αγάπη προς αυτόν, η αγνεία και σωφροσύνη του σώματός μας, η φιλαλληλία και το να μη επιθυμεί κανείς τίποτε από τα αγαθά του πλησίον του, ούτε να τον κακοποιεί σε τίποτε, αλλά να τον αγαθοποιεί με όλη τη δύναμή του, και γε­νικά ο καθένας να πράττει προς τον πλησίον εκείνα τα οποία επιθυμεί και ο ίδιος να επιτύχει από τον καθένα.

5. Αλλά πρόσεχε και κατά λέξη, αν θέλεις, την απόφαση ενα­ντίον εκείνων που παραβαίνουν κάτι από τα όσα λέχθηκαν «με εξόργισαν», λέγει, «με ανύπαρκτο θεό, και εγώ θα τους κάνω να ζηλοτυπήσουν για μη έθνος»· και πάλι· «είμαι Θεός ζηλωτής, που ανταποδίδω αμαρτίες πατέρων επάνω στα τέκνα και επάνω στα τέκνα των τέκνων μέχρι την τρίτη και τέταρτη γενεά για εκείνους που με μισούν», και, «επικατάρατος είναι αυτός που δεν τιμά τον πατέρα του ή τη μητέρα του· και θα πει όλος ο λαός, γένοιτο, γένοιτο»· και, «αυτός που κακολογεί πατέρα ή μητέρα, να τιμωρείται με θάνατο, καθώς και υιός που αντιλέγει στον πατέρα για το δίκαιο», και «εάν έχει κανείς ανυπάκουο υιό που δεν υπακούει στα λόγια του πατέρα ή της μητέρας, αφού τον συλλάβουν, να τον οδηγήσουν στη γερουσία και να πουν, ο υιός μας αυτός είναι ανυπάκουος και ερεστικός, και μη υπακούοντας στα λεγόμενά μας γλεντοκοπά και μεθοκοπά. Και θα τον λιθοβολήσουν οι άνδρες της πόλεως με λίθους και θα βγάλετε από ανά­μεσά σας τον κακό».

6. Και ποιές είναι οι τιμωρίες αυτών που παραβαίνουν τα παραγγέλματα της αγνείας; δεν είναι ο θάνατος το επιτίμιο γι’ αυτά; Γιατί λέγει, «δεν θα υπάρξει πόρνη ανάμεσα στις θυγατέ­ρες του Ισραήλ, και δεν θα υπάρξει πόρνος από τους υιούς του Ισραήλ»· και, «βεβηλώθηκε», λέγει, «ο λαός με την εκπόρνευση» και «πέθαναν με την πληγή εικοσιτέσσερις χιλιάδες»· και αν δεν σηκωνόταν ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, από ζήλο να θα­νατώσει επ’ αυτοφώρω εκείνον που διέπραττε την πορνεία μαζί με την πορνευόμενη διαπερνώντας τους με το δόρυ με ένα κτύπη­μα, όλοι θα αφανίζονταν, και θα τιμωρούνταν και οι αθώοι ως ένοχοι, γιατί δεν τιμωρούσαν την παρανομία. Γι’ αυτό και έλεγε προς τον Μωϋση ο Θεός· «ο Φινεές κατέπαυσε τον θυμό μου και δεν αφάνισα από το ζήλο μου τους υιούς Ισραήλ». Εάν η πορ­νεία είναι τόσο πολύ απαγορευμένη και έτσι τιμωρείται, τί θα πάθει αυτός που μοιχεύει; Πραγματικά δεν θα αθωωθεί. Γι’ αυτό και ο θείος νόμος λέγει, «αν βρεθεί άνθρωπος να κοιμάται με γυναίκα συζευμένη με άλλον άνδρα, να θανατώνετε και τους δυο και να βγάζετε από ανάμεσα σας τον κακό».

7. Αλλ’ αυτά, λέγει, είναι του παλαιού νόμου· τί σχέση έχουν με εμάς, τον λαό της Καινής Διαθήκης; Δεν άκουσες όμως τον νομοθέτη και Δεσπότη Χριστό που λέγει, «δεν ήρθα να καταλύ­σω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω», και «γιώτα ένα ή μια στιγμή δεν θα καταργηθεί από το νόμο, μέχρι που να γίνουν όλα»; Αν έτσι είναι αυτό, θα θανατωθεί οπωσδήποτε και θα παραδοθεί στους εχθρούς με τρόπο αισχρό νικημένος και θα υποστεί όλα τα δεινά ο υπόδικος σε απόφαση του θανάτου και των άλλων ποινών που έχουν απειληθεί λόγω της αμαρτίας. Ένα φάρμακο υπάρχει που έχει βρεθεί από τη σοφία και χάρη του μόνου Θεού και Σωτήρα Χριστού, το να θανατώσομε τους εαυτούς μας ως προς την αμαρτία με τη μετάνοια, και έτσι, αφού αποδώσομε μόνοι μας το χρέος στις αποφάσεις βάσει του νόμου, να ντυθούμε με την αρετή τον στο όνομα του Χριστού νέον άνθρωπο, και με αυτόν τον τρόπο να ελευθερωθούμε από το νόμο, ζώντας σύμφωνα με τον Χριστό που πρόσφερε τον εαυτό του λύτρο για χάρη μας. Αλλωστε, αν δεν απαγόρευε την αμαρτία η Καινή Διαθήκη, καλώς θα την υπολόγιζες θέλοντας να δικαιώ­σεις τον εαυτό σου εσύ που ενέχεσαι σε θανατηφόρα απόφαση, τώρα όμως όχι μόνο το τέλος της αμαρτίας απαγόρευσε, αλλά και αυτό που είναι πολύ ελαφρότερο απ’ αυτήν, τις πρώτες δηλαδή αρχές της αμαρτίας, και καταδικάζει σ’ αιώνιο θάνατο αυτούς που υπέπεσαν σ’ αυτές σα να διέπραξαν ολόκληρη την αμαρτία. Γιατί λέγει· «λέχθηκε στους παλαιούς, να μη φονεύσεις, και όποιος φονεύσει, θα είναι ένοχος κατά την κρίση. Εγώ όμως σας λέγω, ότι όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελ­φού του, θα είναι ένοχος κατά την κρίση».

8. Βλέπεις; Την άδικη οργή έκρινε ίση με το φόνο, τοποθετώντας και τα δύο κάτω από όμοια καταδίκη. Όποιος όμως προ­χωρήσει μέχρι του σημείου, ώστε λοιδορώντας τον αδελφό του να τον αποκαλέσει μωρό, «θα είναι ένοχος», λέγει, «στη γέεννα του πυρός»· και πάλι· «ακούσατε ότι λέχθηκε, να μη μοιχεύσεις· εγώ όμως σας λέγω ότι, οποιοσδήποτε βλέπει γυναίκα με διάθε­ση να την επιθυμήσει, ήδη εμοίχευσε αυτήν μέσα στην καρδιά του». Βλέπεις; Και εδώ εξίσωσε την πορνεία με τη μοιχεία· γιατί δεν είναι κάθε γυναίκα συζευγμένη με άνδρα. Μάλλον ούτε την πορνεία, αλλ’ εκείνον που θέλησε να πορνεύσει, και μάλιστα που κίνησε το πάθος μόνο με το λογισμό και με την εμπαθή θέαση, τον ανεκήρυξε ολοκληρωμένο μοιχό· γιατί είναι κριτής σκέψεως και εννοιών της καρδιάς και γνωρίζει τον νου μέσα μας, τον οποίο κατασκεύασε οικειότατο προς τον εαυτό του, σαν κάποια νοητή σελήνη και έσχατο φως, δεκτική της νοερής ακτίνας του θείου και ανώτατου φωτός.

9. Εκείνοι λοιπόν που καθιστούν το δοχείο του θείου φωτός δοχείο αισχρής και πραγματικά σκοτεινής ηδονής και με την εμπαθή συγκατάθεση αποδεικνύουν τον θεόκτιστο ναό του Θε­ού διαμονή δαιμόνων και πραγματικό ειδωλείο, ποιά υπερβολή ατοπημάτων παρέλειψαν, ώστε να επονομασθούν από το αι­σχρότερο των αμαρτημάτων, τη μοιχεία; Αν είμαστε όλοι συζευμένοι μ’ ένα άνδρα, με τον μόνο νυμφίο Χριστό, όπως βροντοφω­νάζει ο Παύλος, και γίναμε μαζί του ένα πνεύμα, προσκολλημέ­νοι στη θεότητα εκείνου με το νοερό της ψυχής, και είμαστε μέλη του αόρατα συμφυτρωμένοι με αυτόν, αυτός που την ένωση αυ­τή την μίανε με τη συγκατάθεση της πορνείας, άραγε δεν σου φαίνεται ότι έχει καταντήσει να είναι και να καλείται ολοκληρω­μένος μοιχός, ή καλύτερα είναι και κάτι περισσότερο και πολύ χειρότερο από μοιχό, επειδή διέλυσε θεία απαθή συνύπαρξη με τον Θεό; Τί πάλι μας διέταξε για τους όρκους; δεν τον απαγό­ρευσε ως επιορκία και δεν τον είπε με σαφήνεια έργο του πονηρού;

10. Αλλά γιατί τα λέγω αυτά με λεπτομέρειες, ενώ είναι δυνατό να συμπεριλάβω το παν σ’ ένα λόγο; Γιατί λέγει· «αν δεν ξεπερά­σει η δικαιοσύνη σας τη δικαιοσύνη των Γραμματέων και Φαρισαίων» (δηλαδή των εκπληρωτών του παλαιού νόμου), «δεν θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 20). Εμείς όμως, από τους οποίους ζητείται κάτι περισσότερο από εκείνους, με τα έργα μας δεν είμαστε ούτε σαν εκείνους ή λίγο κάτω από εκεί­νους, αλλά εμείς που έχομε διδαχθεί να εγκρατευόμαστε και από τους συζύγους (γιατί λέγει, «ο καιρός από τώρα και στο εξής είναι περιορισμένος, ώστε και όσοι έχουν γυναίκες, να είναι σαν να μη έχουν γιατί έρχεται και φεύγει το σχήμα του κόσμου αυτού»)· εμείς λοιπόν που ακούσαμε και πιστέψαμε αυτά, όχι μόνο δεν εγκρατευόμαστε από τις δικές μας συζύγους, αλλά και ποθούμε τις ξένες· εμείς που έχομε προσταχθεί να μη ορκιζόμα­στε ούτε σε τρίχα (γιατί λέγει, «να μη ορκισθείς ούτε στην κεφα­λή σου, γιατί δεν είσαι σε θέση να κατασκευάσεις μια τρίχα λευ­κή ή μαύρη»)· εμείς λοιπόν δεν φρίττομε που συχνά επικαλού­μαστε την ανώτατη κεφαλή του παντός, τον ίδιο τον Θεό και τα άγια του Θεού, αλλά τόσο πολύ, αλλοίμονο!, προχώρησε η φο­βερή τόλμη, ώστε και τα ίδια τα απόρρητα σύμβολα του σωτήρι­ου πάθους, το θείο αίμα του Θεού των θεών (Δευτ. 10, 17), που μια φορά στους αιώνες χύθηκε για χάρη της ζωής του κόσμου (αλλοίμονο! πώς δεν μας εγκαταλείπεις, ήλιε, όπως και τότε τους θεοκτόνους;), να τα τοποθετούμε επάνω σε χαρτί σαν μελάνι, επιβεβαι­ώνοντας τους όρκους, τους οποίους ο αληθινός Δεσπότης χαρα­κτήρισε όλους έργο του πονηρού, και έτσι, αλλοίμονο!, καθι­στούμε συνεργό του πονηρού αυτόν που κατέλυσε το κράτος εκείνου.

11. Αλλά ως προς το Θείο τέτοιοι είμαστε, τους συνανθρώπους μας όμως πώς τους μεταχειριζόμαστε; Όχι σχεδόν σαν αλλόφυ­λους και πολέμιους; Αλλοίμονο, τι να κάνω! Πώς να εκτραγωδήσω τη δημόσια και κοινή συμφορά; Σχεδόν σε τίποτε άλλο δεν ευδοκιμούμε, παρά στη φθορά ο ένας εναντίον του άλλου και στην κακομεταχείριση των κατωτέρων· σχεδόν όλος ο κόσμος έγινε, αλλοίμονο!, παρανάλωμα της μεταξύ μας μάχης, και αν για λίγο υποκριθούμε την φαινομενική αναμεταξύ μας ειρήνη, οι δυνάστες αυξάνομε περισσότερο την βία εναντίον των φτω­χών, επιβάλλοντας βαρύτερη φορολογία στους χειρωνακτικά εργαζόμενους. Ποιός στρατιώτης αρκείται τώρα στο μισθό του; Ποιός άρχοντας δεν καμαρώνει για τις αρπαγές; Οι σκυλοτρόφοι και οι χοιροβοσκοί, σαν άγριοι χοίροι και αιμοβόροι σκύλοι, διασπαράσσουν την περιουσία των απροστάτευτων. Γι’ αυτό κραυγάζουν εναντίον όλων σας οι φτωχοί, εναντίον των ηγετών, των έπειτα από αυτούς, των στρατιωτικών, των υπηρετών τους, μη υποφέροντας την ανηλεή και μισάνθρωπη συμπεριφορά των φορολόγων και την συνεχή βία και αδικία από όσους από σας είσθε δυνατώτεροι πάνω στη γη· ήδη έφθασε και μέχρι τους μο­ναχούς το ρεύμα της ξεχυνόμενης ορμητικά αδικίας.

12. Έπειτα θαυμάζομε πως μας εγκατέλειψε ο Θεός, πως γίναμε περίγελως των αντιθέτων, πως κατέστη ισχυρότερο από μας κάθε έθνος και κατατρέχει τη χώρα λεηλατώντας την αλύπητα· ενώ πρέπει να θαυμάζομε την υπερβολή της ανοχής του Θεού, πώς δεν έρριξε από τον ουρανό φωτιά εναντίον μας, όπως στην περί­πτωση του Κορέ και των γύρω από αυτόν, πώς δεν μας έστειλε στον άδη ζωντανούς, σχίζοντας για μας τη γη και ανοίγοντας χάσμα και βάραθρο, όπως στην περίπτωση του Δαθάν και Αβειρών και όλων των υπαρχόντων τους, πώς δεν μας παρέδωσε αμέσως σε πανωλεθρία, όπως πολλά έθνη πολλές φορές, που είχαν διαπράξει ανεπανόρθωτα πράγματα. Πραγματικά λίγα μαστιγώ­ματα δεχθήκαμε για τις όσες αμαρτίες διαπράξαμε.

13. Αρα λοιπόν, επειδή τιμωρεί με ευσπλαγχνία, οπωσδήποτε αναμένοντας την επιστροφή μας, τώρα λοιπόν και εμείς, νουθετούμενοι μετά το πάθημά μας, ας επιστρέψομε προς αυτόν και απορρίπτοντας τα έργα του σκότους όλοι ας γίνομε του φωτός· ας αγαπήσομε ο ένας τον άλλο και με τα έργα ας δείξομε την απαλλαγμένη από υποκρισία αγάπη μας, ώστε και η αγάπη του Θεού να παραμείνει σε μας δοξαζόμενη έμπρακτα απέναντι σε όλα τα έθνη που μας πολεμούν. Ας παύσομε να επιθυμεί ο κα­θένας τα του πλησίον, ώστε έτσι, απέχοντας από κάθε αδικία, να βρούμε βοηθό τη δικαιοσύνη του Θεού, που θα θέσει κάτω από τα πόδια μας τους ασεβείς και θα κάνει δικά μας τα κτήμα­τα εκείνων. Ας σταματήσομε τους φρικωδέστατους όρκους, με τους οποίους, ενώ νομίζομε ότι επιβεβαιώνομε τις πράξεις μας, αθετούμε τον θείο όρο, γι’ αυτό και συνεχώς αποτυγχάνομε, γιατί διώχνομε την από τον Θεό ασφάλειά μας. Ας μετατρέψο­με τον βίο προς το θεοφιλέστερο και σωφρονέστερο, ώστε ο πα­τέρας της αγνείας Θεός να μας αγαπά σαν παιδιά του και να μας φέρει επάνω από κάθε λέπρα και φθορά συμπράττοντας σε όλα με μας και πολεμώντας μαζί μας εκείνους που μας πολε­μούν. Ας ρυθμίσομε κάθε έργο και λόγο και διανόημά μας σύμ­φωνο προς τη θεία αρέσκεια, και αφού έτσι επιστρέψομε ως προς όλα καθαροί, ας πέσομε γονατιστοί και ας κλάψομε μπρο­στά στον Κύριο τον Θεό μας ζητώντας τη συγχώρηση των αμαρ­τημάτων μας.

14. Έτσι και αυτός, αφού επιστρέψει, θα μας καθαρίσει από κά­θε αμαρτία, και, αφού μας λευκάνει σαν το χιόνι και μας κατα­στήσει λαμπρότερους από το χρυσάφι, θα μας δοξάσει μαζί με τον εαυτό του στους ατελείωτους αιώνες. Μας έδειξε με πολλούς τρόπους τη φιλανθρωπία του, με την παραβολή του ασώτου, με τη συμπάθεια προς τον ταπεινωθέντα τελώνη, με τη φροντίδα προς το πλανημένο όπως εμείς πρόβατο. Μας έδειξε έμπρακτα το απερίγραπτο της συμπάθειας με τον ληστή που σταυρώθηκε και βασίλευσε μαζί του, με τον Μανασσή που έζησε παρανομώτατα ανάμεσα στους βασιλείς και έπειτα μετανόησε και έγινε δεκτός· με την ευσπλαγχνία που έδειξε στους Νινευίτες συγχωρώ­ντας πολλών ετών πλήθος αμαρτημάτων για τριήμερη μετά­νοια. Αυτός (πω, πω, τι απερίγραπτο μέγεθος αγαθότητας!), αφού έκλινε τους ουρανούς, κατέβηκε για μας και έκανε τον εαυτό του για μας κήρυκα της μετανοίας, δείχνοντάς μας με έργα και λόγια, πώς να την αποκτήσομε, και υποσχέθηκε σ’ αυ­τούς που αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν με υπακοή όχι μόνο απαλλαγή από παντός είδους κακά, αλλά και την ουράνια και αιώνια βασιλεία του.

15. Αυτή τη βασιλεία είθε να επιτύχομε όλοι εμείς, αφού πράξομε έργα μετάνοιας, με τη χάρη αυτού του χορηγού της μετάνοιας Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
 
ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ