ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Σάββατο, Ιουνίου 30, 2018

Κυριακή 1η Ιουλίου 2018: Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται


Αναβαίνοντας σήμερα την νοητή κλίμακα των μακαρισμών φτάνουμε σε υψηλό σκαλοπάτι: Μακάριοι οι ελεήμονες γιατί αυτοί θα ελεηθούν.  
Ο ελεήμονας άνθρωπος φτάνει ως τον θρόνο του Θεού , γίνεται ο ίδιος Θεός για τον αδελφό του κατά χάριν θεού γιατί ο μοναδικός και πρώτος ελεήμων , αυτός ο οποίος ανατέλει για τους αγαθούς και τους πονηρούς και  βρέχει επί δικαίους και αδίκους.
 Όταν ο Χριστός λοιπόν μας καλεί στην ελεημοσύνη, ουσιαστικά  μας καλεί στην μίμηση Του, μας καλεί να γίνουμε ισόθεοι. Και δεν πρέπει να μας τρομάζει μια τέτοια προοπτική διότι σκοπός του ανθρώπου είναι η τελειότητα και η θέωση, να ξανακερδίσει αυτό πού απλοχερα μας προσφέρει ο Θεός: τον χαμένο παράδεισο και να κερδίσουμε ξανά τον γνήσιο και ζωντανό εαυτό μας τον θεωμένο άνθρωπο.
Ελεημοσύνη μαζί με την ύψιστη έκφραση της ,την αδιάκριτη κατά Θεόν αγάπη είναι το κέντρο της χριστιανικής πίστης και ήθους, το μέγα μήνυμα πού καταθέτει η Εκκλησία στον κόσμο. Αλλά είναι και το μέγα κίνητρο για τον Θεό, η μεγάλη δύναμη πού τον σπρώχνει κατά κάποιον τρόπο προς ευεργεσίαν της ανθρωπότητας. Από ελεημοσύνη επτώχυνε και εκενώθη ο Θεός, γενόμενος άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Από ελεημοσύνη έγινε υπόδικος για τους κατάδικους, απλός για τους απλούς , υπεύθυνος για τους αμαρτωλούς, εσταυρωμένος για τους τεθανατωμένους τη αμαρτία, αναστημένος για τους νεκρούς, ατιμασμένος για τους ατιμασμένους. Από ελεημοσύνη μας παραθέτει το δείπνο της βασιλείας Του, ενώ σε μας άξιζε μόνο θάνατος και περιφρόνηση. Αντί να γίνουμε εμείς επαίτες του ελέους Του, γίνεται εκείνος ζητιάνος της αγάπης μας, παίρνοντας την πρωτοβουλία να μας πλησιάσει. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ασκών την ελεημοσύνη, ζηλοί ένα από τα θεία ιδιώματα.
Πρώτον πρέπει να γίνουμε ελεήμονες προς τον εαυτό μας αποδεχόμενοι την πρόσκληση του Θεού και έπειτα ελεήμονες προς τον αδελφό για να κερδίσουμε την βασιλεία Του. 
Είναι γνωστή σε όλους μας η διδασκαλία της Εκκλησίας για την ελεημοσύνη και την προσφορά αγάπης προς το πλησίον. Επίσης, πολλές είναι οι μαρτυρίες της Γραφής για την δύναμη και την αξία της ελεημοσύνης: "Μακάριος ο άνθρωπος που ελεεί όλη την ημέρα... ιλαρόν δότιν αγαπά ο Θεός... ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν" κλπ. 
Γνωστή επίσης είναι η παραβολή της Κρίσεως. Αυτός που φάνηκε σπλαχνικός στους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού φτωχούς, ασθενείς, φυλακισμένους, πεινασμένους, γυμνούς, απελπισμένους αυτος τελικά και ελεήθηκε. Αντίθετα όποιος τους περιφρόνησε, γνώρισε την πίκρα και την οργή του Θεού και την αιώνια καταδίκη. Είναι επίσης γνωστή η παραβολή των δέκα εκείνων παρθένων, που οι μεν πρώτες είχαν έλαιον έργου αγάπης και δικαιώθηκαν , ενώ οι πέντε άλλες, ενώ διήγαν παρθενική και καθαρή ζωή, μην έχοντας όμως έργα ελεημοσύνης, έμειναν εκτός νυμφώνος Χριστού. 
Δεν φτάνει να είναι κανείς ηθικός και έντιμος αλλά πρέπει να προσφέρεται και να προσφέρει. Αυτός είναι ο μακάριος άνθρωπος και σε αυτήν και στην άλλη ζωή, ο προσφέρων και προσφερόμενος. Βέβαια, όταν ο Χριστός λέει ότι αυτοί θα ελεηθούν δεν αναφέρεται σε μια υπολογιστική εμπορική συμφωνία μεταξύ Αυτού και ανθρώπων( δώσε μου για να σου δώσω). Πολλοί άνθρωποι φιλανθρωπεύουν και ελεούν για να κερδίσουν τον έπαινο των ανθρώπων ή την συγκατάθεση του Θεού , Τον οποίον εκλαμβάνουν ανθρωπομορφικά.  Έτσι υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων κατά τους Πατέρες: οι δούλοι, οι μισθωτοι, και οι αληθινοί υιοί του Θεού. Ο δούλος ελεεί γιατί φοβάται πώς αν φανεί άσπλαχνος θα πάει στην κόλαση. Κάνει το καλό γιατί φοβάται το κακό.Βλέπει τον Θεό ως τιμωρό και εκδικητή. Ο μισθωτός ελεεί και ποιεί το καλό για να κερδίσει την βασιλεία του Θεού. Νομίζει ότι κάνοντας το καλό υποχρεώνει τον Θεό σε μία συμφωνία. Ο Θεός όμως δεν είναι εκδικητής ή τιμωρός ή έμπορος να χρωστά και να οφείλει σε κανέναν. Τον Παράδεισο τον παρέχει απλόχερα. Οι δουλικοί και εμπορικοί μένουν εκτός του νυμφώνος ή τουλάχιστον απολαμβάνουν τα ελάχιστα ως ελάχιστοι. Για να μην αναφερθούμε στην άθλια ψευδαπάτη, εκείνων οι οποίοι ελεούν από ιδιοτέλεια, είτε για την δόξα των ανθρώπων είτε για την ηθική τους ευχαρίστηση και ηδονή.Για αυτό και ο Χριστός μακαρίζει αυτούς που ελεούν από αγάπη, όσους βλέπουν τον πλησίον τους όχι μόνον τον εαυτό τους αλλά και τον ίδιο τον Θεό τους, όσους απαρνούνται την τυραννία της ιδιοκτησίας των πραγμάτων και δεν κατέχουν τίποτα αλλά τα προσφέρουν σε όσους υστερούνται. Αυτοί οι ελεήμονες είναι πραγματικά παιδιά του Θεού και αυτοί θα ελεηθούν. 
Ελεημοσύνη είναι και να ξεπερνάμε το εγω μας και να φτάνουμε κοντα στον αδελφό, έτσι ώστε να φτάνουμε εγγύτερα στον Θεό. Η προσφορά αγάπης, συμπαράστασης, συνοδύνης και χαράς, ακόμα και ευαγγελικού λόγου με διάκριση προς τον άλλο είναι και αυτή έκφραση ελεημοσύνης. Επίσης τέλειος βαθμός ελεημοσύνης είναι η πλήρη αφεση και συγχωρητικότητα προς τον άλλο, αλλά και η υποβίβαση του εγώ μας για να ανέβει πνευματικά ο άλλος.
Ο Θεός, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ζητά από εμάς να λάβει αφορμή, για να μάς προσφέρει όλα τα αγαθά Του. Όταν επομένως κανείς ξοδεύει για ελεημοσύνη, τότε πλουτίζει, τότε είναι μακάριος και τρισμακάριος. Όταν η καρδιά μας εκχυλίζει το έλεος, τότε έχουμε στην κατοχή μας όλα τα πλούτη του Θεού τα ουράνια.
Όμως ο Θεός δεν θέλει απλώς και μόνο να ελεούμε τους αδελφούς μας. Θέλει να πράττουμε την ελεημοσύνη χαρούμενα, με ανοιχτή καρδιά. Ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Εκείνος που συμπαραστέκεται στον αδελφό του και πιστεύει ότι ο αδελφός του είναι ο ίδιος ο Χριστός, πρέπει να χαίρεται που αξιώνεται να εργάζεται το έργο της αγάπης. Διότι είναι παράλογο να ανακουφίζουμε τον πόνο του αδελφού μας και εμείς να λυπούμαστε.
Εκείνος που ενεργεί την ελεημοσύνη με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, χαίρεται πάντα και ευχαριστεί τον Κύριο για ο,τι μπόρεσε να κάμει. Στο πρόσωπο του αδελφού του που βοηθά, βλέπει τον Κύριο και το γεγονός αυτό δίνει φτερά στην ψυχή του και φθάνει ψηλά στους ουρανούς. Εκεί ακούει, όπως ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, τον αγγελικό λόγο: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτος από τον Θεό». Διότι η ελεημοσύνη είναι πραγματικά μία θυσία δοξολογίας προς τον ελεήμονα Θεό. Και όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, το θυσιαστήριο του ελεήμονος ανθρώπου, δεν είναι οικοδόμημα πέτρινο επάνω στο όποιο θυσιάζεται ο Χριστός, άλλα το ίδιο το πανάγιο Σώμα του Χριστού.
Κάθε αδελφός του Χριστού, οπουδήποτε και αν ευρίσκεται είναι ένα ιερό και άγιο θυσιαστήριο επάνω στο όποιο μπορούμε να προσφέρουμε την θυσία της αγάπης. Επομένως ο κάθε πτωχός αδελφός μας- και πτωχός νοείται εδώ όποιος έχει ανάγκη υλική ή ρήματος ή βρίσκεται σε σκότος πνευματικό, όχι μόνον δεν πρέπει να περιφρονήται από εμάς, αλλά και να είναι πρόσωπο άξιο ευλάβειας και σεβασμού. Ο αγιογραφικός λόγος τονίζει ότι ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν. Και ο χρυσορρήμων Πατήρ μας θέτει το ερώτημα: «Εάν ο Θεός δανείζεται από εμάς, επομένως είναι χρεώστης μας. Στην μέλλουσα ζωή, λοιπόν, θέλεις να έχεις τον Θεό κριτή ή χρεώστη;»
Ας αγαπήσουμε την ελεημοσύνη. Πραγματικά κανένα αγαθό δεν ημπορεί να εξισωθεί με αυτήν. Αυτή μας καθαρίζει από τις αμαρτίες και μας χορηγεί το θείο έλεος, δηλαδή την σωτηρία. Όπως λέγει ο υμνητής της Άγιος Ιωάννης, στην μέλλουσα Κρίση «ενώ εσύ σωπαίνεις αυτή θα σε υπερασπίζεται. Ή, καλύτερα, ενώ εσύ σωπαίνεις, αμέτρητα στόματα ευχαριστούν για σένα. Λοιπόν τρέξε και αγόρασε την σωτηρία δια της ελεημοσύνης».
Ας μην σκεφθεί κανείς μας ότι δεν έχουμε τα απαραίτητα υλικά αγαθά για να κάνουμε ελεημοσύνη. Διότι ελεημοσύνη είναι και ένα ποτήρι κρύο νερό που θα προσφέρουμε στο όνομα του Χριστού. Ελεημοσύνη είναι και μία ευχή που θα κάνουμε στον Χριστό για κάποιον αδελφό μας. Ελεημοσύνη είναι και η λύπη που θα δοκιμάσουμε για μία δοκιμασία ή αρρώστια του αδελφού μας.
Ελεημοσύνη είναι να έχεις καρδιά. Διότι κατά τον λόγο ενός μεγάλου Αγίου, του αββά Παμβώ, εάν έχεις καρδιά μπορείς να σωθείς.Αυτή η καλλιέργεια προσφέρει στον εαυτό μας και ακτινοβολεί στους γύρω. Ο έχων καρδίαν είναι το δώρο της βασιλείας για τους άλλους τρυγύρω.
Ελεήμων καρδιά κατά τον άγιο αββά Ισαάκ τον Σύρο είναι: να φλέγεται από αγάπη ή καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ό άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια πού συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ' αυτή την κατάσταση, μικραίνει ή καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι' αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς πού τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από το Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, πού συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού.
ππκ 2013-(6)2018

Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2018

Εις τον απόστολον Παύλον

 
Καὶ τὴν κακοποίηση καὶ τὴν προσβολὴ γιὰ τὸ κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὴν τιμή, καὶ τὸ θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὴ ζωή, καὶ τὴ φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὸν πλοῦτο, καὶ τοὺς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τὶς ἀνέσεις, καὶ ὄχι ἁπλὰ περισσότερο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο, καὶ τὴ λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τὴ χαρά, καὶ τὸ νὰ εὔχεται γιὰ τοὺς ἐχθροὺς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὸ νὰ τοὺς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καὶ ἀνάτρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων, ἢ καλύτερα ἐμεῖς τὴν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τὴ νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τὴ φύλασσε. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἦταν σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τὸ ὅτι ὁ Παῦλος, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτὰ παρὰ ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερὸ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἀπόφευγε, τὸ νὰ ἀντιμάχεται τὸ Θεό, καὶ τίποτε ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δὲν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τὸ νὰ ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ δὲ λέγω τίποτε ἀπὸ τὰ παρόντα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὰ μέλλοντα. Καὶ μὴ μοῦ πεῖς τὶς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ χρήματα καὶ τὶς σατραπεῖες καὶ τὶς δυναστεῖες, γιατὶ οὔτε ἱστὸ ἀράχνης τὰ θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλὰ σκέψου αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στοὺς οὐρανοὺς καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὴ σφοδρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τὸ Χριστό. Γιατὶ ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀγάπη δὲ θαύμασε οὔτε τὴν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.
Εἶχε μέσα του πιὸ μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζὶ μὲ τοῦτο θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν πιὸ εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ χωρὶς αὐτό, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ τὶς κυριότητες, οὔτε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη αὐτὴν ἤθελε περισσότερο νὰ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους καὶ τοὺς κολασμένους, παρὰ χωρὶς αὐτὴν ἀνάμεσα στοὺς πρώτους καὶ τιμημένους. Γιατὶ κόλαση γι᾿ αὐτὸν ἦταν μία, τὸ νὰ χάσει τὴν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτὸ ἦταν γιὰ τὸν Παῦλο γέεννα, αὐτὸ τιμωρία, αὐτὸ ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἀπόλαυση, τὸ νὰ πετύχει τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἦταν ἡ ζωή του, αὐτὸ ὁ κόσμος του, αὐτὸ ὁ ἄγγελὸς του, αὐτὸ τὰ παρόντα, αὐτὸ τὰ μέλλοντα, αὐτὸ βασιλεία, αὐτὸ ὑπόσχεση, αὐτὸ τὰ ἄπειρα ἀγαθά. Καὶ κάθε ἄλλο ποὺ δὲν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δὲν τὸ θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τὰ ὁρατά, ὅπως τὸ σάπιο χόρτο. Καὶ οἱ τύραννοι καὶ οἱ πόλεις ποὺ ἄφριζαν ἀπὸ θυμὸ τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καὶ οἱ τιμωρίες καὶ τὰ πάρα πολλὰ βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικὰ παιχνίδια. Ἀλλὰ βέβαια τὰ ὑπόφερε γιὰ τὸ Χριστό.


ιερός χρυσόστομος

Τετάρτη, Ιουνίου 27, 2018

Πώς προσεγγίζουμε τους αγίους;


Ελισσαίου Σιμωνοπετρίτου ( Καθηγουμένου Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας)


Ζώντας στό Ἅγιον Ὅρος πάνω ἀπό τρεῖς δεκαετίες, καί καταργώντας τόν τόπο μέ τόν τρόπο μου, ἔχω διαπιστώσει ἀρκετές φορές τήν διάθεσι τῶν ἐπισκεπτῶν ἤ προσκυνητῶν νά συναντήσουν μιὰ φωτισμένη μορφή ἀποβλέποντας ὡστόσο νά συναντήσουν ἕνα μάγο ἤ ἔστω ἕνα θαυματουργό ἤ διορατικό καί προορατικό, περιορίζοντας ἤ μᾶλλον ὑποτιμώντας καί ἀχρειώνοντας ἔτσι πολύ τό πεδίο τῆς ἐν Χριστῷ ἁγιότητος. Δέν φαίνεται μέ τήν ἔρευνα καί σχέσι αὐτή νά ἐπιδιώκωμε τόσο τήν κάθαρσι τῶν παθῶν μας καί τόν ἁγιασμό «οὗ χωρίς οὐδείς δέεται τόν Κύριο», ὅσο τό νά χορτάσωμε τήν ἐγωϊστική περιέργειά μας, πού ἄν δέν τό πετύχωμε, ἀρχιζομαι νά ἀμφιβάλλωμε γιά τήν δυνατότητα ὑπάρξεως σήμερα Ἁγίων καί μπορεῖ νά καταλήξωμε στήν βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἰσχυριζόμενοι ὅτι χάθηκαν σήμερα οἱ Ἅγιοι, λές καί ἡ ἁγιότητα «βγαίνει στό παζάρι», κατά ἔκφρασι ἁγιορείτικη ἤ «κτυπᾶ κουδούνια».

Ὁ μακαρίτης παπα-Ἐφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε «Ἀλλοίμονο στόν ἅγιο πού βγῆκε ἡ φήμη του μέχρι τήν Ἀθήνα» ἤ «μέ τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ διαβόλου διαδόθηκε ὅτι εἶμαι ἅγιος»…

Τελευταία φορά πού ἐπισκεφθήκαμε τόν μακαριστό γέροντα Παΐσιο, πρίν βγῆ ἀπό τό Ὄρος γιά τό νοσοκομεῖο, τόν βρήκαμε πολύ ἁρπαγμένο.
«Γιατί, γέροντα, εἶσθε ἔτσι;», τόν ρώτησα.
«Τὶ νά μήν εἶμαι, εὐλογημένη ψυχή, ἐκεῖ πέρα, ἄς ὑποθέοωμε νά ποῦμε; Τρελλάθηκε ὁ κόσμος! Ἅγιο μέ ἀνεβάζουν, ἅγιο μέ κατεβάζουν. Ἐμένα καί τόν παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια. Ὁ παπα-Ἐφραίμ εἶναι ἅγιος μεγάλος μάλιστα. Ἐγώ τί παλαιοσκουριασμένος τενεκές, νά ποῦμε εἶμαι, νά μέ ἐλεήση ὁ Θεός… Ξέρετε, αὐτή τήν στιγμή στό Ἅγιον Ὄρος ζοῦνε πενήντα ἅγιοι καί μεγάλοι ἅγιοι. Ἀλλά εἶναι ἔξυπνοι, ὄχι σάν καί μένα τόν βλάκα πού βγῆκε τό ὄνομά μου καί βλέπετε τί τραβάω καθημερινά» (περίμεναν στίς καστανιές νά τόν συναντήσουν ἀρκετές δεκάδες ἐπισκέπτες). «Παρακαλοῦν, λοιπόν, τόν Χριστό μας καί τοῦ λένε: Μή μᾶς δοξάσης ἐδῶ κάτω, κράτα τό στεφάνι γιά τήν ἄλλη ζωή. Καί ὁ φιλοτεκνος Πατέρας, νά ποῦμε, ἀκούει τά φιλότιμα παιδιά Του καί τούς κάνει τήν χάρι. Ξέρετε, ὅμως; Ἐμεῖς ἐδῶ ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ Ὄρους ἔχομε ὑγρασία καί δέν εὐδοκιμεῖ ἡ ἁγιότητα τόσο καλά. Γι’ αὐτό ἔχομε μόνο δεκατέσσαρες. Ἐσεῖς ἀπό τήν ἄλλη μεριά πού σᾶς βλέπει περισσότερο ὁ ἥλιος ἔχετε τριανταέξι»…

Τά λόγια αὐτά τοῦ πολυπονεμένου καί πολυχαρισματούχου ὁσίου τῶν ἡμερῶν μας κατ’ ἐπανάληψιν τά βεβαιώθηκα ἐμπειρικά, συναντώντας χωρίς προγραμματισμό καί εἰδική ἔρευνα ἁγίους καί μάλιστα μεγάλων πνευματικῶν μέτρων. Βρίσκονται καί στά Κοινόβια, βρίσκονται καί στήν Ἔρημο. Ποικιλία μορφῶν καί χαρισμάτων! Τό μεγάλο τους καί κοινό μυστικό εἶναι αὐτή ἡ ἐπίμονα ἐπιδιωκόμενη κρυφιότης ἀπό ἐκείνη τήν ἐμπορική αἴσθησι τῆς ἁγιότητος πού ἔχομε οἱ πολλοί, ἀλλά καί ἡ βαθύτατη ταπείνωσις καί ἡ χειρότερη εἰκόνα πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους – τό ἑλκτικό ἄλλωστε σημεῖο τῆς ἁγιαστικῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου.

Τόν Λώτ δέν τόν πείραξε ὁ ἀσφυκτικός σοδομιτικός περίγυρος νά διακριθῆ στήν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τόν Μωϋσῆ ἐπηρέασε ἡ φαραωνιτική καί εἰδωλομανοῦσα Αἴγυπτος. Τί, ὅμως, ὠφέλησε τόν Γιεζή ποὺ ζοῦσε κοντά στόν προφήτη Ἐλισαῖο ἤ τούς υἱούς Ἠλεὶ ποὺ «ἤσθιον ἐκ τῶν θυσιῶν τοῦ ἱεροῦ»; Ἀκόμη, σέ ποιό σημεῖο βλέπομε νά ὠφελήθηκε ἀπό τήν τριετῆ συμβίωσί του μέ τήν περί τόν Κύριο δωδεκάριθμη ἀποστολική χορεία ὁ ἄθλιος Ἰούδας; Ἄλλωστε τοῦ τά ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς ὡστόσο νά αἰσθανώμαστε ὅτι πολλές φορές βρισκόμαστε σέ παράλληλη μέ αὐτόν πορεία ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. 

Καλό εἶναι νά συναντοῦμε Ἁγίους, δύσκολο ὅμως νά τούς προσεγγίζωμε ὅπως ἁρμόζει. Ἡ τάσις τῆς «γεροντολαγνείας», ὅπως ὀvoμάζεται ἀπό συγχρόvoυς μας ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, δηλαδή τό νά γυρίζωμε ὅλη τήν οἰκουμένη καί νά ψάχνωμε γιά διορατικούς καί φωτισμένους Ἁγίους, παίρνοντας ἀπό ὅλους συμβουλές καί μή ἐφαρμόζοντας καμμία ἀπ’ αὐτές, εἶναι καί πρόβλημα σοβαρό, εἶναι καί ἀφορμή κάποιας μορφῆς αἰσιοδοξίας. Πρόβλημα παραμένει, ἄν περιθριγκωθῆ ἀπό αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀναζήτησι φτωχῆς καί μή ἰάσιμης ἀνθρωποπαθοῦς θαυματουργίας, στά ἴδια μέτρα τῶν πολυπληθῶν ἀπατεώνων μάγων καί τῶν γιόγκι. Ἀφορμή χαρᾶς καί ἐλπίδος, γιατί φαίνεται μία ἀκτίνα ἀναζητήσεως τοῦ τελείου προτύπου στήν πορεία τῆς ζωῆς μας, ὁπότε καί ὁ ὅρος «γεροντολαγνεία» χάνει ἀμέσως τό περιεχόμενό του, ἀφοῦ ἐμπίπτομε στά κανονικά καί παραδοσιακά ὅρια τῆς ἀπαραίτητης προσωπικῆς μας σχέσεως μέ ἕνα πεπειραμένο καί φωτισμένο πνευματικό ὁδηγό, ἀπ’ τόν ὁποῖο πλησιάζοντας τόν προσδοκοῦμε βοήθεια γιά νά ξεπλύνωμε τόν ἐρρυπωμένο χιτώνα τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μας καί νά βιώσωμε ὀρθόδοξα καί ταπεινά τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς σχέσεως τοῦ διδύμου Γέροντας-ὑποτακτικός.

Στό σημεῖο πάλι αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνωμε κάποια μικρή παρατήρησι. Στήν προσπάθειά μας νά βροῦμε «ἅγιο» πνευματικό καθοδηγητή, ἄν τά πνευματικά αἰσθητήριά μας εἶναι εἰσέτι ἀγύμναστα, μπορεῖ ἀντί ποιμένος νά βρεθῆ ξαφνικά μπροστά μας λύκος, ὁπότε σέ συνδυασμό μέ μία διαστρεβλωμένου τύπου ὑπακοή πού ἐγγίζει τά ὅρια ἀπό μέν τήν θέσι τοῦ «ἁγίου» πνευματικοῦ της ψυχαναγκαστικῆς καταδυναστεύσεως τῆς προσωπικότητος τοῦ πιστοῦ, ἀπό δέ τήν θέσι τοῦ ἀναζητοῦντος τήν ἐπίμονη αἴσθησι ἀπολύτου παραιτήσεως ἀπό κάθε ἀνάληψι προσωπικῆς του εὐθύνης γιά τήν περαιτέρω πνευματική του πορεία καί τελεία ἐγκατάλειψι στήν βούλησι τοῦ πνευματικοῦ, τότε τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσεγγίσεώς του μέ μακροχρόνιες καί πολλές ἐλπίδες εὑρεθέντος «ἁγίου Γέροντος» θά εἶναι καταστρεπτικές γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ὑποτακτικοῦ. Καί ἔχομε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Δυστυχῶς…

Ἐπίσης πρέπει νά γίνη σαφής διάκρισις μεταξύ τῶν ὅρων «ὑπακοή» καί «συμβουλευτική γνώμη». Διότι ἡ μέν ὑπακοή, πού κατά κόρον ζητοῦν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ πνευματικοί ἀπό τούς κοσμικούς πιστούς, εἶναι καθαρά μοναχική ἀρετή, πού δίνεται αὐτοθέλητα ὡς ὑπόσχεσις ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων κατά τήν διάρκεια τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καί ὀφείλεται ἰσοβίως πρός τόν συγκεκριμένο Γέροντα τοῦ μοναχοῦ, ἡ δέ συμβουλευτική γνώμη πού δίνει ὁ κάθε μή μοναχός πνευματικός σέ κοσμικούς πιστούς, δέν ἐνέχει τό στοιχεῖο τῆς ὑποχρεωτικῆς τηρήσεως τῆς συμβουλῆς, ἄσχετα ἄν εἶναι ἡ σωστή ἤ ὄχι καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα καί περιεχόμενο.

Στό σημεῖο αὐτό μπλέκονται ἐπικίνδυνα στίς μέρες μας οἱ δύο ὅροι καί ἔχομε περιπτώσεις καί νεαρῶν ἐγγάμων διακόνων ἀκόμη πού ἀναλαμβάνουν ἀνεύθυνα ρόλο μεγάλου γέροντος καί δή καί ἡλικιωμένων ἀνθρώπων μέ συμπεριφορά ἀπαράδεκτης καταδυνάστευσης τοῦ προσώπου. Μάλιστα ἡ τεκμηρίωσις τοῦ «γεροντικοῦ» αὐτοῦ ρόλου βρίσκει εὔκολα ὑλικό στά πνευματικά βιβλία, πού ἡ μελέτη καί ἡ κατανόησή τους ἀπαιτοῦν ὡστόσο κάποιες βασικές γνωστικές προϋποθέσεις καὶ ἀφοροῦν μόνο καί μόνο Μοναχούς πού ὑποσχέθηκαν ἰσόβια ὑπακοή -ὄχι ὑποταγή. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά δημιουργῆται μία κατάσταση μπερδεμένη καί οἱ ἄνθρωποι νά ζοῦν μέ μία παράξενη καί ἰδιότυπη πνευματικότητα, φορτωμένοι πέρα ἀπό τά προσωπικά τους προβλήματα κά μέ τίς ἀντιευαγγελικές καί ἐνίοτε καί σχιζοφρενικές ἐντολές τῶν «φωτισμένων γερόντων», στίς ὁποῖες ἐνίοτε εὔκολα διακρίνεται τό ψυχολογικό φαινόμενο τῆς μεταβίβασης. Ὅσα ἐμεῖς δέν τά κάνομε ἀπό ἀνικανότητα ἤ ἀπό αἴσθησι πνευματικῆς μεγαλειότητος, τά ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς δυστυχεῖς «ὑποτακτικούς» μας. Καί ὅταν φθάνουν κάποτε συντετριμμένοι καί ἀπελπισμένοι σέ κάποιον νορμάλ πνευματικό, ἄν ποτέ προλάβουν νά φθάσουν, δέν ἔχουν τήν παραμικρή δύναμι ἐπανορθώσεως τῶν ὅσων γκρεμίστηκαν ἅπαξ διαπαντός καί τελεσιδίκως μέσα τους…

Στοιχεῖο ἐπικίνδυνο γιά τήν δημιουργία ἀγαθῶν σχέσεων μέ ἅγιο πρόσωπο εἶναι καί ἡ προσπάθεια μιμήσεως ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν του, ὅπως τό ντύσιμο, ἡ ὁμιλία, τό ψάλσιμο, ἡ ἄσκησις. Ἡ προσπάθεια αὐτή, ὅσο καί ἄν φαντάζη φυσιολογική, ἐνέχει μεγάλο κίνδυνο ἀπολυτοποιήσεως αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν στοιχείων, πού ὡστόσο δέν ἀποτελοῦν ἀναγκαστικά μέσα ἐλεύσεως στήν καρδιά τοῦ μιμούμενου τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου πού θέλει νά μιμῆται. Ἄλλωστε δέν εἴμαστε ὅλοι γιά ὅλα, οὔτε ἔχομε κοινές τίς φυσικές καί πνευματικές δυνατότητες προσλήψεως τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ, πού μέ κανένα τρόπο δέν ἐξαναγκάζεται νά μᾶς ἀναδείξη ἁγίους μέ τήν υἱοθέτησι ξηρῶν τύπων, ἔστω καί αὐτῶν μέ τούς ὁποίους ἐκφράζονται οἱ Ἅγιοι. Ἐξ ἄλλου ἄλλο ἡ μοναχική ζωή, ἄλλο ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πορεία.

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κοζάνης εἶπε κάτι πολύ σοφό: «Τά τῶν ἁγίων εἶναι ὅλα θαυμαστά καί ἀξιέπαινα, ὄχι ὅμως καί ἀξιομίμητα»! Ρῆσις πατερική, ἀφοῦ μελετώντας τά Συναξάρια διαπιστώνομε πόσο διαφορετικοί χαρακτῆρες εἶναι ὁ κάθε Ἅγιος ἀπό τόν ὁποιοδήποτε ἄλλο, κατά τό παύλειο «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ». Καί ὅμως, ὅλοι εἶναι ἅγιοι. Καί οἱ Μάρτυρες καί οἱ ἀσκητές. Καί οἱ ποιμένες στόν κόσμο καί οἱ στυλίτες τῆς ἐρήμου. Καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ σπηλαιῶτες. Καί οἱ ἄγαμοι καί οἱ ἔγγαμοι. Καί οἱ ἀπό κοιλίας μητρός ἡγιασμένοι καί οἱ ἐν ἐσχάτῃ ὥρᾳ μετανοήσαντες. Ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος ὅλους μᾶς ἀγκαλιάζει καί μᾶς ἀποδέχεται, ἐξαγιάζοντας τά προσωπικά μας στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἰδική μας καί μοναδική ἰδιοπροσωπία. Δέν μᾶς μεταποιεῖ σέ ἄβουλα ὄργανα.

Δέν νομίζομε πώς τό θέμα τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἁγίων τελειώνει ἐδῶ. Ἄλλωστε, διαβάζοντας τούς Βίους τῶν Ἁγίων, πού εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος προσεγγίσεως τοῦ στοιχείου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἁγιότητος, μή ἐμποδιζόμενης ἀπό τοπικά ἤ χρονικά ἐμπόδια, κάθε φορὰ μπορεῖ νά ἐπισημάνωμε κάτι τό διαφορετικό, πού μέχρι τότε δέν τό εἴχαμε προσέξει· καί μιὰ ἀσήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια τοῦ βίου μπορεῖ νά γίνη ἀφορμή συγκλονιστικῆς ἐπαναδιαχαράξεως τῆς πνευματικῆς μας πορείας καί ἀξιολογήσεως τῶν στόχων μας.

Γιά νά ἐπανέλθωμε στόν ἀρχικό ἀφορισμό, εἶναι ἀπολύτως ἀληθές ὅτι χρειάζεται πολλή ταπείνωσις. ἀλλά καί εἰδικός φωτισμός ἀπό τόν Τρισάγιο Κύριο νά προσεγγίζωμε οἰκοδομητικά καί ὅπως πρέπει ἕνα Ἅγιο. Ἄλλωστε δέν εἶναι μιὰ σμικρογραφία τοῦ ἀπολύτου Ἁγίου καί τῆς πρώτης πηγῆς καί τῆς ἁγιότητος, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας; Ὅπως γιά νά πλησιάσωμε σωστικά τόν Κύριο, τόν ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενον, χρειάζεται νά ἔχωμε στήν ψυχή μας τόν ἁγνόν φόβον Του, διότι εἶναι πῦρ καταναλίσκον, μπροστά στήν αἴσθησι τοῦ Ὁποίου καί ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Ἠσαΐας καί ὁ Ἰώβ ἐδειλίασαν σφόδρα, κατά τόν ἴδιο τρόπο μία ἀπρόσεκτη καί ἀσεβής προσέγγισις ἑνός Ἁγίου ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἀποβῆ θανατηφόρος πνευματικῶς ἐγγισμός, ὅπως αὐτός τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἀπό τόν γνωστό Ὀζά κατά τήν πανηγυρική ἐπαναμεταφορά της στήν Σιών.

Ἀντί, λοιπόν, νά ψάχνωμε φιλοπερίεργα γιά Ἁγίους, προτιμότερο εἶναι ἀλλά καί ἀσφαλέστερο, νά πλησιάζωμε στά μυστήρια τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας ἐν ταπεινώσει καί αἰσθήσει τῆς παναναξιότητός μας καί νά ζητοῦμε ἀδιαλείπτως τό μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού διαχρονικῶς μᾶς προστάσσει «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος Κύριος ὁ Θέος». Μ’ αὐτό τόν τρόπο καί οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες Τόν πλησίασαν καί ἔγιναν φωστῆρες λάμψαντες καί ἕως αἰώνων μέλλοντες νά λάμπουν στό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ζῶντες ἐν σώματι ὑπῆρξαν γνήσιοι φίλοι του Θεοῦ καί στήριξαν καί παρεκάλεσαν πλήθη λαοῦ τοῦ Κυρίου. Τώρα ἀπό τούς οὐρανούς κατεβάζουν σύννεφα θείων δωρεῶν στούς πιστούς μέ τά ποικίλα θαύματα πού ἐπιτελοῦν καθημερινά σέ ὅσους προσπίπτουν καί ζητοῦν τίς εὐεργετικές ἱκεσίες τους πρός τόν Κύριο ἤ μελετοῦν τίς θαυμαστές βιογραφίες τους.

Ἐν τέλει καί ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί ὁ Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου καί ὁ Φιλόθεος τῆς Πάρου καί ὁ Γεώργιος τῆς Σίψας καί ὁ Ἱερώνυμος τῆς Ἀναλήψεως καί ὁ Γερβάσιος τῶν Πατρῶν καί ὁ Ἐπιφάνιος τῶν Ἀθηνῶν καί ὁ Πορφύριος τῶν Καυσοκαλυβίων καί ὁ Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί ὁ Παΐσιος τῆς Παναγούδας καί ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ὁσίου Δαβίδ καί ὁ Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ καί ὁ παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης καί ὁ Δαμασκηνός τοῦ Μακρυνοῦ καί ὁ Γαβριήλ Διονυσιάτης καί ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης καί ὁ Ἀρσένιος καί ὁ πάπα-Χαράλαμπος τοῦ γερο-Ἰωσήφ καί ὁ Γέροντας Ἰουστίνος τοῦ Τσέλιγιε ἤ ὁ γερο-Κλεόπας τῆς Ἠσυχαστρίας καί εἴ τι ἕτερος… ὅλοι ὑπῆρξαν καί εἶναι Ἅγιοι καί μεγάλοι, ἀλλά κανείς δέν μοιάζει μέ κάποιον ἄλλον. Ὁ καθένας ἔχει τό προσωπικό του χρῶμα στόν ἅγιο βίο του. Αὐτή εἶναι ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ μας!

Μᾶς σέβεται εἰς τό ἔπακρον καί μᾶς ἁγιάζει ὁλοτελῶς, ὅταν παραδοθοῦμε ταπεινά καί χωρίς κρατούμενα στό θέλημά Του, μή περιμένοντας ὁποιονδήποτε δουλικό μισθό γιά τά «κατορθώματά» μας, οὔτε φωτοστέφανο δόξης καί ἁγιότητος, παρά μόνον ἐκζητοῦντες μέ τελωνικό αἴσθημα μετανοίας καί συντριβῆς τό μέγα καί πλούσιον ἔλεος τῆς φιλανθρωπίας Του, ὅπως ἔκαναν καί ὅλοι οἱ φανεροί καί ἀφανεῖς Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὧν ταῖς εὐχαῖς ἐλεῆσαι καί σῶσαι ἡμᾶς Κύριος ὁ Θεός. Ἀμήν.


ολοκληρο εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2018

ΕΥΦΡΑΝΘΗΤΙ, στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα...



"σε ποιον θα επιβλέψω; Σε ποιόν θα ρίξω βλέμμα συμπαθείας λέει Κύριος ο Θεός ; Σε ποιον άλλον παρά μόνον στον πτωχό και τον ταπεινό και τον περιφρονημένο απ’ τους ανθρώπους;"

Λίγο πριν τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο οι άνθρωποι είχαν απομακρυνθεί απ’το Θεό , είχαν ξεχάσει τις φωνές των προφητών, είχαν κουραστεί να περιμένουν τη σωτηρία και ήταν παραδομένοι στο σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου.Μια πραγματικότητα πού λίγο απέχει από τα σημερινά εσχατολογικά χρόνια της αποστασίας και του θανάτου.

Να όμως που μέσα στο κλίμα αυτό της απελπισίας υπάρχουν και άγιοι άνθρωποι που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.Αυτοί πού αποτελούνε το υπόλοιπο(λείμμα).

Αυτοί βαστάζουν συνήθως τα ονείδη και την περιφρόνηση του κόσμου. Και θεωρούνται μικροί και περιφρονημένοι και πολλές φορές καταραμένοι και ξεχασμένοι από τον Θεό, όταν βέβαια καταδεχτεί ο υψηλός καταξιωμένος κόσμος, ν ασχοληθεί μαζί τους. 

Αυτοί όμως ζούν και υπομένουν με την προσμονή του Κυρίου και κάνουν την περιφρόνηση των άλλων και την απομόνωση τους από τους πολλούς, αγώνα εσωτερικό και κρυφή πάλη καλής αγωνίας στην ένδον καρδία τους.

Αυτοί θα δικαιωθούν και θα γεννήσουν προφήτες και δικαίους και θα αξιωθούν ακόμα και την θεοτοκία. Ζαχαρίας και Ελισάβετ, Ιωακείμ και Άννα, Άννα του Σαμουήλ, ο Συμεών και η του Φανουήλ, ο ληστής, η πόρνη και ο τελώνης, οι των αποστόλων πρώτοι και έσχατοι για τον κόσμο.

Αυτός κατεβάζει το δυναστικό πνεύμα από τον θρόνο της υπεροχής και ανυψώνει τους ταπεινούς!Αυτός εκείνους πού ζουν με την πείνα Του, τους γεμίζει με πληρότητα και όσους είναι αυτάρκεις από τον εαυτούλη  τους , τους ξαποστέλνει άδειους και κενούς.Αυτός αφαιρεί κάθε δάκρυ από όσους πόνεσαν και δίνει την χαρά σε όσους δεν έπαψαν να στηρίζονται σε Αυτόν. Αυτός ποιεί πολύτεκνο σε αρετές όποιον γονάτισε και πίστεψε σε Αυτόν με πνεύμα συντετριμμένον και αφήνει ξηρά και άγονη την γή πού δεν ποτίστηκε με δάκρυα.

ΕΥΦΡΑΝΘΗΤΙ, στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ρῆξον καὶ βόησον, ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα!

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2018

Κυριακή 24-6-2018:«Μακάριοι οι διψώντες και οι πεινώντες την δικαιοσύνην,ότι αυτοί χορτασθήσονται».


«Μακάριοι οι διψώντες και οι πεινώντες την δικαιοσύνην,ότι αυτοί χορτασθήσονται».

Ήδη φτάσαμε στον τέταρτο μακαρισμό: Ευτυχισμένοι λέει ο Κύριος αυτοί που διψούν και πεινούν για την δικαιοσύνη γιατί αυτοί θα χορταστούν.

Με άλλα λόγια, εκείνοι που διψούν και πεινούν ακόρεστα για την επικράτηση του θελήματος του Θεού, όσοι πάσχουν και αγωνίζονται για αυτήν την επικράτηση θα δικαιωθούν από τον Θεό.

Δικαιοσύνη: το παγκόσμιο αίτημα κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής, το έσχατο καταφύγιο, το μέγα ζητούμενο του αδικουμένου και καταπιεσμένου. Αυτού που ζητά δίκιο και καταξίωση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Τι όμως ορίζεται ως δικαιοσύνη; Οι φιλόσοφοι ορίζουν το δίκαιο ως το κάθε φορά ορθόν, είναι το κατά κρίσιν της κοινωνίας των ανθρώπων ορθότερον . Οπωσδήποτε λοιπόν το δίκαιο είναι κάτι το σχετικό, εξαρτάται από την θεώρηση και το θέλημα των πολλών ή των ισχυρών, γι αυτό συχνά ότι είναι δίκαιο για τον ένα για τον άλλο είναι άδικο και αντίστροφα.

Η Εκκλησία όμως δεν εκφράζεται σε αυτόν τον κόσμο με σχετικότητες. Στον ζυγό της ανθρώπινης δικαιοσύνης βαραίνει συχνότερα το σπαθί και η ράβδος της εξουσίας.Ενώ κι αν ακόμα αποδοθεί όσο το δυνατόν δικαιοσύνη, κάποιος από τα δύο μέρη θα υπομείνει την ποινή,την τιμωρία,την επί ίσοις ατιμωση,ακόμα και τον θανατο. Είναι λοιπόν ο φόβος της τιμωριας σε έναν άδικο κόσμό, ο οποίος χαλιναγωγεί τον ανθρωπο και όχι η ευγενεια της αγάπης.Γι αυτό ο προφήτης Ησαΐας ονομάζει κάθε ανθρώπινη δικαιοσύνη "κουρέλι εμπρός στήν κριση του Θεού" και προσκαλεί τους κατοίκους της γης να μαθουν την Δικαιοσύνη.

Αυτή η δικαιοσύνη είναι η πείνα για τον Ερχομό της Βασιλειας Του και η δίψα για να επικρατήσει το θέλημα Του όπως στον Ουρανό έτσι και στην γή. 

Αυτή η πείνα και η δίψα είναι η αναζήτηση του Θεού με πόθο και ένταση ζήλου ακορέστου, για την οποία ζήτηση ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης είπε ότι είναι αυτή η ίδια η εύρεση του Θεού. Αν στον κόσμο μακάριοι, ευτυχισμένοι θεωρούνται οι χορτάτοι, στην πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού μακάριοι είναι όσοι πεινούν και διψούν. Όπως ο χορτάτος σε αγαθά ή σοφία ή άλλη υπεροχή,δεν μπορεί να σκεφτεί τον πεινασμένο και διψώντα, αλλά ζει μέσα στον εαυτό του και για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορεί να μπεί στο μυστήριο της αναζήτησης και της εύρεσης του Θεού, γιατί δεν του λείπει ο Θεός. Είναι τόσο γεμάτος με τον εαυτό του, τις ιδέες του,τα αγαθά, την απληστία του, την σοφία, την δύναμη του. Είναι μάλλον αξιολύπητος γιατί δεν έχει χώρο για την διαφορετική πείνα που οδηγεί στον πραγματικό χορτασμό.Δεν έχει χώρο για τον Θεό.Αλλά αυτός που πεινά και διψά την δικαιοσύνη θα χορταστεί.Αυτός πορεύεται στον Θεό άδειος από θεωρίες και ιδέες και υπερηφάνεια. Γυμνός και νηστικός από κάθε θεώρηση και επιθυμία άλλη. Αυτός ταπεινώνεται μπροστά στον Θεό. Είναι αυτός που ζητά τον Κύριο και δεν θα του λείψει πλέον κάθε αγαθό, κατά τον Ψαλμωδό.

Πείνα και δίψα για την δικαιοσύνη του Θεού είναι το μαρτύριο και η μαρτυρία γι Αυτόν. Αν οι επί γης αγωνιστές και μάρτυρες κάθε υψηλής ιδέας μακαρίζονται ως ήρωες, πόσο μάλλον εκείνοι οι οποίοι μοχθούν και αγωνίζονται και παλεύουν για την διάδοση του Ευαγγελίου και για τον νόμο του Θεού σε έναν εχθρικό και άξενο κόσμο;

Είναι επίσης η πείνα και η δίψα για τον λόγο Του, ο οποίος είναι κατά τον ψαλμό "ηδύτερος και από μέλι". Είναι η πείνα και η δίψα για την Θεία Κοινωνία. Είναι η πείνα και η δίψα για το θείο του φως, σε όσους έχουν προχωρήσει πνευματικά. Είναι η πείνα και η δίψα για την παραμονή στον οίκο Του, όπου εκτυπώνεται η αιώνια κατοικία μαζί Του, αλλά και στην κατάσταση της προσευχής, όπου η καρδιά τροφοδοτείται συνεχώς με την νοερή επικοινωνία μαζί Του.Είναι η μακαριότητα αυτών οι οποίοι έλαβαν την χάρη Του και φοβούνται πλέον να μην την χάσουν και πάψουν να υπάρχουν πλέον.

Είναι όμως και πείνα και δίψα πραγματική, σωματική. Είναι ο μακαρισμός της εγκράτειας. Με γεμάτο στομάχι δεν τίκτεται νους λεπτός. Είναι και  η παρηγοριά όσων πεινούν και διψούν και βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά δεν γογγύζουν, ούτε χάνουν την πίστη και την ευχαριστία τους. Γι αυτούς θα μεριμνήσει ο Θεός όπως μεριμνά για τα πετεινά του ουρανού.Αυτοί πεινούν για την δικαιοσύνη , ήτοι την βασιλεία του Θεού, γι αυτό και όλα τ'άλλα θα τους προστεθούν.
Είναι ακόμα αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι, οι αγνοί και καθαροί, οι οποίοι βλέπουν το άδικο γύρω τους και η ψυχή τους επαναστατεί. Όταν επικρατήσει όμως το θέλημα του Θεού στην γή, θα αποκατασταθεί κάθε δικαιοσύνη και εκείνοι θα βρούν την ανάπαυση.
Ο Ιερός Χρυσόστομος συνδέει άμεσα τους πεινώντας και διψώντας την δικαιοσύνη με την ελεημοσύνη. Δικαιοσύνη είναι να μοιράζεται κάποιος αυτά που δεν του ανήκουν, αλλά με αφθονία του παρέχει ο Θεός, με εκείνους που τα στερούνται. Αυτός δεν υπολογίζει την απώλεια των φθαρτών αγαθών μπροστά στην αγάπη για τους αδελφούς του, κάνει καλή διαχείριση ως οικονόμος του Θεού και γι αυτό δεν θα του λείψουν ποτέ τα ελέη, για να έχει να σκορπά στα χέρια των ενδεών.Έτσι αποκαθίστανται αδικίες, λείπει η οργή, εξαφανίζεται η εκδίκηση, πραΰνεται το δίκαιο μίσος και παύει να υπάρχει ο φθόνος. Αλλά θεραπεύεται πρώτιστα η εκμετάλλευση και απληστία και ο άνθρωπος ζεί με την καλή την πείνα και την δίψα και είναι γι'αυτό ευλογημένος.Όταν ο άγιος Αυγουστίνος ζητούσε εγκράτεια και αγνότητα από τον Θεό "αλλά όχι ακόμα", ίσως δεν ήταν οι εμπειρίες της ζωής για τις οποίες διψούσε, αλλά η ανάγκη να μην τον χορτάσει ποτέ ο Θεός με αποκαλύψεις και να μην τον ξεδιψάσει ακόμα με την αγάπη και το έλεος Του.

Τελικά, δικαιοσύνη του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός, όπως αυτός είναι η ζωντανή Του βασιλεία, η παράκληση,η γη της επαγγελίας, ο χορτασμός,η ειρήνη και η κορύφωση, όπως και το δώρημα κάθε μακαρισμού. Αυτός είναι ο άρτος ο οποίος χορταίνει και ο λόγος ο γλυκύτερος από μέλι και το νερό το οποίο όποιος το πίνει δεν ξαναδιψά.  Αυτός είναι η θέα και η τρυφή των αγίων ψυχών και τώρα και στην αιωνιότητα στον παράδεισο. Αυτός η χαρμονή και η επαγγελία του Θεού σε αυτούς που έμειναν πεινασμένοι και διψασμένοι γι Αυτόν."Ο λόγος μου είναι τροφή αληθινή πού οδηγεί στην αιώνια ζωή, όποιος διψά ας έλθει σε μένα και ας πιεί και θα γίνει εντός του ο λόγος μου ύδωρ αθανασίας πού θα ρέει συνεχώς με την ισχύ του Αγίου Πνεύματος, αυτός δεν θα ξαναδιψάσει στον αιώνα".

Πόσο φανερό είναι λοιπόν, ότι οι μακαρισμοί δεν αναφέρονται σε διαφορετικές κατηγορίες χριστιανών, αλλά στον ένα και μοναδικό αυτό άνθρωπο, ο οποίος θέλει να γνωρίσει τον Θεό. Δεν είναι η πείνα και η δίψα για δικαιοσύνη γέννημα της πραότητας; Ο πράος πού θα βρεί δικαιοσύνη και δικαίωση παρά μόνο στον Θεό, αφού ο ίδιος για χάρη του Θεού,ούτε διεκδικητικός ούτε θορυβώδης είναι. Ο ταπεινός δεν εξαρτά τα πάντα από την θεία μέριμνα; Αυτός που ζει σε μετάνοια δεν τα περιμένει πιά όλα από τον Θεό, αφού θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και παρητημένο από το δικαίωμα και περιπλανάται άδειος και κενός από κάθε εγωϊσμό και θέλημα σε αυτόν τον κόσμο;

Κύριε, πεινάμε για την δικαιοσύνη σου, διψάμε για το θέλημα σου! Εσύ είσαι ο χορτασμός ο αχόρταστος εκείνων που σε αγαπούν και σε ζητούν με όλη την δύναμη της ψυχής και της διάνοιας τους! Μην μας εγκαταλείψεις για τα αμαρτήματα μας, αλλά όσο το δυνατόν γρηγορότερα δείξε μας την επί γης βασιλεία της δικαιοσύνης Σου. Αμην.

23-6-18 ππκ

Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2018

+γερ. Μωϋσή Αγιορείτου- Εύλαλη σιωπή(απόσπασμα)


Η πολυλογία, η φλυαρία, η κενολογία, η περιττολογία, η αργολογία, η φαιδρολογία δηλώνει κενοδοξία, αδιακρισία κι εσωτερική ανησυχία. Η ησυχία γεννά την ωραία σιωπή κι αυτή εξυφαίνει τον λόγο. Δεν πρόκειται για ανενεργό στάση, για παθητική πράξη, για οκνηρό έργο, για φυγόπονη απραξία, αλλά για επιλεγμένη εργασία αυτογνωσίας, αυτοπαρατήρησης, ενδοσκαφής και εντρυφήσεως στα θεία. Λέγει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «Απόκτησε την εσωτερική σου γαλήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα σωθούν γύρω σου, χωρίς εσύ να το ξέρεις». Δεν χρειάζεται συνέχεια να μιλάμε. Ο κόσμος κουράστηκε από τα πολλά, τα παχειά, τ’ αδιαφανή, τα υποκριτικά, τα ξύλινα λόγια. Οι άλλοι δεν βρίσκονται πάντοτε πλάι μας για να μας ακούνε, αλλά και για να τους ακούμε. Λέγει ένας σοφός «ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά και ένα στόμα- περισσότερο ν΄ακούμε και λιγότερο να μιλάμε». Εμείς κυκλοφορούμε σαν να έχουμε δέκα στόματα και κανένα αυτί. Μιλά ο άλλος και δεν τον ακούμε και σκεφτόμαστε τι θα πούμε εμείς. Έτσι, όπως λέγει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχουμε παράλληλους μονολόγους. Δεν διαλεγόμαστε και δεν επικοινωνούμε.
Ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος δεν κήρυττε ποτέ. Ήταν ειρηνικός, φωτεινός, χαρούμενος πάντοτε. Τον ρωτούσαν : «Πώς είσαι έτσι Γεώργιε;». «Είμαι χριστιανός» απαντούσε. Και γίνονταν κι εκείνοι χριστιανοί για να ομορφύνει η ζωή τους. Ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας έλεγε : «Μετάνιωσα που μίλησα, όχι γιατί σιώπησα». Η πολυλογία θα φέρει αμαρτία. Ο λόγος δεν είναι πάντοτε ουσιαστικός κρίκος των ανθρώπων. Η έλλειψη πνευματικότητος κάνει τον λόγο να διαχωρίζει κι όχι να ενώνει τους ανθρώπους. Δύο άνθρωποι που ταξιδεύουν μαζί δεν χρειάζεται συνέχεια να συνομιλούν. Επαναλαμβάνω: ο κόσμος σήμερα κουράστηκε πολύ από τα πολλά λόγια, κενού περιεχομένου, φθαρμένα, κακομεταχειρισμένα, παραποιημένα, δίχως ανταπόκριση βιώματος.
Ένα πρόσωπο σιωπηλό, σημαντικό, ιερό, ωραίο είναι της Παναγίας. ‘Ολος ο βίος της είναι μια απέραντη σιωπή. Ελάχιστοι λόγοι της Θεοτόκου διεσώθηκαν. Πρόκειται για τη σεμνή, καθαρή, ταπεινή και σιωπηλή κόρη της Ναζαρέτ. Η Παναγία μας είναι βίωση της σιγής, η προσωποποίηση της σιωπής, η ερωτευμένη της ησυχίας. «Όσον εμβαθύνομεν εις το Μυστήριον της Παναγίας, τόσον καθαρώτερον και θεωρούμεν και ακούμεν τον λόγον της σιγής. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και ανακαλύπτομεν το θείον εις την σιγήν, την σχέσιν Της προς την δημιουργίαν, προς ότι βαθύ και μεγάλο υπάρχει εις την ζωήν μας» (Μητροπ. Χαλκηδόνος Μελίτων). Δεν ήξερε να μιλήσει η Παναγία; Δεν μπορούσε κάτι να πει; Δεν είχε λόγο; Ηθελημένα σιωπούσε από ταπείνωση. Άφηνε να μιλά ο Υιός Της. Ήταν συνεχώς στη σκιά του. Το βροντερό κήρυγμα της Θεοτόκου είναι η συνεχόμενη σιωπή της. Αυτή η σιωπή της ελέγχει αυστηρά κάθε γυναικεία φλυαρία.
Καλείται να μαθητεύσει ο πιστός στον διδακτικό και σοφό λόγο της σιωπής. Η εγνωσμένη παραίτηση από τον λόγο δηλώνει εμπειρία. Σωπαίνει κανείς στη μεγάλη χαρά. Δεν βρίσκει ικανά λόγια να την εκφράσει. Σωπαίνει και στον βαθύ πόνο. Χάνει τα λόγια του. Τα κάνει καυτό δάκρυ. Τι να πει κανείς στη μητέρα που θάβει το μικρό της παιδί. Ειλικρινά θυμώνω όταν ακούω κοινότοπα λόγια, υψηλά, υπερβατικά, απάνθρωπα ενίοτε, σκληρά για την πονεμένη μάνα. Καλύτερα να μην πούμε τίποτε. Καλύτερα να προσευχηθούμε. Είπαμε δεν χρειάζεται πάντοτε να μιλάμε, να θέλουμε να παρηγορήσουμε τους άλλους μ’ έναν τόσο απόμακρο τρόπο.
Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής. Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα. Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου. Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας. Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.
Κουρασθήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά. Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων. Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους. Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεώς μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.
Η σιωπή φαίνεται από τα παραπάνω λεχθέντα νάχει μια άγνωστη, μυστική, ισχυρή δύναμη, που δεν αγαπά τη φθορά της επιπόλαιης συζητήσεως, της πρόχειρης κουβέντας, του άστατου ρευστού λόγου. Είναι ελεύθερη, άνετη, ασυμβίβαστη, μακάρια η σιωπή. Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν’ αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφρόσυνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια πως να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες; Ο απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέγει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι αγίοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει : Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα· στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει. Δεν θέλει ο Άγιος να μας κάνει επιφυλακτικούς, καχύποπτους και κλειστούς, αλλά διακριτικούς. Είναι χαρά ν’ ακούει κανείς τους λόγους των αγίων. Είναι μεγαλύτερη όμως χαρά «να συλλαμβάνεις τα κύματα και την διάσταση, την πρόταση, την έκταση και την έκσταση της σιωπής και της θεολογίας της σιωπής των αγίων» (ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης).
Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του. Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα: «Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.
Η σιωπή μόνη δεν σημαίνει τίποτε. Αξίζει κανείς να σιωπά έχοντας μόνιμη κουβέντα με τον Θεό, έχοντας ταπεινή αίσθηση περί του εαυτού του, έχοντας κι εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα κι ημερότητα. O όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε: «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα. Ο αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα. Ο μέγας της διακρίσεως πάτηρ, ο αββάς Ποιμήν, λίαν εύστοχα παρατηρεί: Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο. Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται: «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!».
Η ήσυχη, ασκητική και σοφή έρημος διδάσκει, αδελφοί μου αγαπητοί, πολλά τον ανήσυχο κόσμο από αγάπη και με πόνο. Ο κόσμος κατασκευάζει καθημερινά ένα λόγο αυθάδη, εγωπαθή, άσοφο και αντίθεο. ‘Εχει στοιχεία δαιμονιώδη, αφού δημιουργεί αυτονόμηση, ισχυρή αυτοπεποίθηση, εξουσιαστική κυριαρχία και φιλόδοξη αυτάρκεια, τα οποία θεωρεί ευφυή τεχνάσματα του νου, ενώ πρόκειται για παραδοξολογήματα. Θεωρεί τη γλώσσα του όπλο κατατροπώσεως των άλλων, των εχθρών και όχι αδελφών. Κι ενώ δι’ αυτού του τρόπου οδηγείται σε φοβερά αδιέξοδα, δεν ταπεινώνεται και δεν μετανοεί παραδεχόμενος την ήττα του κι αποφασίζοντας μια πιο ανεκτική και επιεική στάση προς τον πλησίον του. Είναι μεγάλη ασοφία να νομίζεις πως είσαι σοφός με το να κάνεις και να λες ότι θέλεις παντού και πάντοτε. Η υπεροψία της λογομανίας αποτελεί αταπείνωτη επιβολή επί πάντων και τελικά μωρία.

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2018

Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς


Γεννημένος το 1896 στο χωριό Αδάμοβκα της επαρχίας Χάρκωφ, ο μακάριος ιεράρχης Ιωάννης ανήκε στην ευγενή οικογένεια των Μαξίμοβιτς. Βαπτίσθηκε με το όνομα Μιχαήλ, ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση στη στρατιωτική σχολή της Πολτάβας και εν συνεχεία σπούδασε Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Χάρκωφ. Η επανάσταση και η κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε, τον έπεισε για το πρόσκαιρο των επίγειων πραγμάτων, και το ανίσχυρο των ανθρώπινων δυνάμεων, οπότε και έλαβε την απόφαση να απαρνηθεί τη ματαιότητα του κόσμου για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1921), η οικογένειά του κατέφυγε στο Βελιγράδι, όπου ολοκλήρωσε τις θεολογικές σπουδές του.
Εισήλθε στη Μονή του Μίλκοβο, όπου έζησε σε μια κοινότητα είκοσι Ρώσων και Σέρβων μοναχών, που τηρούσαν στην εντέλεια τις αρχές της μοναχικής πολιτείας. Το 1926 εκάρη μοναχός από τον μητροπολίτη Αντώνιο Κραποβίτσκυ (1863-1936), έναν από τους λαμπρότερους Ρώσους ιεράρχες, που είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν από την επαναστατική θύελλα. Παίρνοντας το όνομα του αγίου συγγενή του Ιωάννη του Τομπόλσκ, oρίσθηκε σύντομα επιτηρητής και καθηγητής στο σερβικό ιεροδιδασκαλείο της Μπίτολα, όπου άσκησε μεγάλη επίδραση στους μαθητές του με την ασκητική βιοτή του και την πατρική φροντίδα του. Μετά την επιθεώρηση των κοιτώνων, περνούσε τη νύχτα προσευχόμενος, και δεν έδινε ανάπαυση στον εαυτό του παρά μια δυο ώρες, γονατιστός μπροστά στις εικόνες. Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα ότι από τη μοναχική του κουρά και ύστερα δεν πλάγιασε ποτέ να κοιμηθεί. Έτρωγε μία φορά την ημέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, και κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή τρεφόταν μόνον με πρόσφορα, περνώντας την πρώτη και τελευταία εβδομάδα εν πλήρη ασιτία. Από την Πέμπτη προετοιμαζόταν για τη Λειτουργία της Κυριακής, χωρίς να τρώει σχεδόν τίποτε. Όταν διάβαζε τις ευχές, έδειχνε να μιλάει στον Χριστό και στους παρόντες αγίους, και εξερχόταν του ιερού με την όψη του να λάμπει. Ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο οποίος ήταν στην κεφαλή της επισκοπής, τον επισκεπτόταν συχνά και έλεγε: «Είναι άγγελος του Θεού με όψη ανθρώπου». Διατηρούσε επίσης θερμές σχέσεις μεέναν άλλον άγιο της εποχής μας, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, συνάδελφό του στο ιεροδιδασκαλείο.
Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος, παρά τους δισταγμούς του, και στάλθηκε στη Σαγκάη, όπου ανάλωσε τις δυνάμεις του στη στήριξη και παρηγορία των πολλών Ρώσων προσφύγων. Άρχισε με τη συμφιλίωση των Ορθοδόξων των διαφορετικών εθνοτήτων, τους οποίους χώριζαν έριδες περί δικαιοδοσίας, και οργάνωσε την αρωγή στους φτωχούς. Με κάθε καιρό έτρεχε ο ίδιος μέσα στους δρόμους για να μαζέψει τα άρρωστα και ορφανά παιδιά, ρωσόπουλα ή κινεζόπουλα. Το ορφανοτροφείο που ίδρυσε υπό την προστασία του αγίου Τύχωνος Ζαντόνσκ, άρχισε με οχτώ παιδιά και κατέληξε να στεγάζει 3.500, όταν η έλευση των κομμουνιστών ανάγκασε την κοινότητα να καταφύγει πρώτα σε ένα νησί των Φιλιππίνων και κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε, και μάλιστα επέκτεινε την ασκητική πολιτεία του, τελούσε δε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά. Έχοντας προσβληθεί από έλκη στα σκέλη, αρνιόταν να χειρουργηθεί, και όταν τελικά ενέδωσε στις πιέσεις των ενοριτών, το ίδιο το βράδυ της επέμβασης βρισκόταν στην εκκλησία για να τελέσει την Aγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Αρκούνταν στα πιο ταπεινά ενδύματα, φορούσε μόνο ελαφριά σανδάλια που συχνά τα έδινε σε κάποιον φτωχό, και λειτουργούσε ανυπόδητος προς μεγάλο σκανδαλισμό ορισμένων. Επεκτεινόμενος έτσι προς τον Θεό δια της ασκήσεως, με την ίδια αυστηρότητα των παλαιών Πατέρων, είχε λάβει από τον Θεό το δώρο της διορατικότητος, που το χρησιμοποιούσε με διάκριση για τη σωτηρία και οικοδομή των ψυχών. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας επισκεπτόμενος αρρώστους, προσκομίζοντας σε αυτούς τη Θεία Κοινωνία και παρηγορώντας τους με την παρουσία του Θεού, και δεν περιφρονούσε ούτε τους φυλακισμένους ούτε τους ψυχασθενείς, οι οποίοι τον υποδέχονταν με γαλήνη και χαρά, ακούγοντας προσεκτικά τις ομιλίες του.
Κατά την ιαπωνική κατοχή, ενώ η ρωσική κοινότητα της Σαγκάης βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, ο θαρραλέος ιεράρχης ανέλαβε με κίνδυνο της ζωής του τη διοίκησή της, ενώ συνέχισε να επισκέπτεται το ποίμνιό του ακόμη και μέσα στη νύχτα, στις πιο επικίνδυνες συνοικίες. Με την έλευση των κομμουνιστών το 1949, οι Ρώσοι πρόσφυγες, πέντε χιλιάδες τον αριθμό, εκτοπίστηκαν σε ένα νησί των Φιλιππίνων που το έπλητταν συχνά τυφώνες. Προστατευμένο όμως από τις προσευχές του ποιμένα του, το προσφυγικό στρατόπεδο έμεινε απρόσβλητο κατά τους είκοσι επτά μήνες της διαμονής τους εκεί. Λίγο μετά την αναχώρηση της πλειονότητας των προσφύγων, ένας τρομερός τυφώνας κατέστρεψε oλοσχερώς το στρατόπεδο.
Έχοντας εξασφαλίσει από τις Αρχές της Ουάσιγκτον την άδεια μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ποίμνιό του, ο ακούραστος ποιμένας, ζώντας πάντα μέσα στη μεγαλύτερη ένδεια, φρόντισε για την εγκατάσταση του ποιμνίου του. Έπειτα από δύο χρόνια ορίστηκε το 1951 αρχιεπίσκοπος της εν Υπερορία Ρωσικής Εκκλησίας για τη Δυτική Ευρώπη. Έχοντας αρχικά την έδρα τον στο Παρίσι, διέμενε αργότερα στις Βρυξέλλες. Ένα από τα βασικά του μελήματα ήταν να εργαστεί για τη συμφιλίωση των Ρώσων Ορθοδόξων που ήσαν διαιρεμένοι σε τρεις δικαιοδοσίες. Δεν περιοριζόταν όμως στις ποιμαντικές ανάγκες των Ρώσων μεταναστών, αλλά έδειχνε έντονο ενδιαφέρον και για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στη Δύση, και εκδήλωνε βαθιά ευλάβεια για τους προ του Σχίσματος αγίους της Δύσης, τη λειτουργική μνήμη των οποίων προσπάθησε να επαναφέρει στην Ευρώπη, όπως και στην Κίνα, και εν συνεχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο άγιος συνέχιζε να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τον θείο Νόμο, δίχως να λογαριάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός που επέσυρε πάνω του την κριτική των μεν, ενώ οι δε έβλεπαν με θαυμασμό στο πρόσωπό του έναν δια Χριστόν σαλό της εποχής μας.
Μια ημέρα ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας, θέλοντας να βεβαιώσει τους πιστούς του ότι η αγιότητα δεν ήταν επ’ ουδενί ένα πράγμα του παρελθόντος, φώναξε στην ομιλία του: «Να που στους δρόμους του Παρισιού κυκλοφορεί σήμερα ένας άγιος Ιωάννης ο Aνυπόδητος!». Χωρίς να απαρνηθεί τίποτε από την ασκητική πολιτεία του, διάβαζε όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, κατά την ορισμένη ώρα, ακόμη και στις αποβάθρες ενός σταθμού, και τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα πνευματικών του τέκνων. Επανειλημμένως πιστοί τον είδαν ανυψωμένο από τη γη, και περιβαλλόμενο από φως. Συνήθιζε να λέει: «Η πολλή δουλειά δεν μου επιτρέπει να μην προσεύχομαι», συνοψίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ασκητική πολιτεία του με το ποιμαντορικό του έργο.
Το 1962 εστάλη επειγόντως στο Σαν Φρανσίσκο για να αποκαταστήσει την ειρήνη στους κόλπους της Ρωσικής κοινότητας, που είχε διαιρεθεί γύρω από το ζήτημα της ανέγερσης Καθεδρικού Ναού. Υπομένοντας αγόγγυστα τις συκοφαντίες, δίχως ποτέ να κρίνει τον άλλο ή να χάνει την εσωτερική ειρήνη του, δέχτηκε ακόμη και να εμφανισθεί, αντίθετα με τους ιερούς Κανόνες, στο αστικό δικαστήριο για να απαντήσει στις κατηγορίες για υπεξαίρεση πόρων που του απέδιδαν. Ήταν μεν αυστηρός σε ό,τι αφορούσε το ήθος των πιστών του και τη διατήρηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, αλλά μοίραζε αφειδώς την αγάπη του Θεού σε όλους εκείνους που προσέτρεχαν σ’ αυτόν, δείχνοντας πάντα μια πρόσχαρη φροντίδα για τα παιδιά. Έχοντας προβλέψει πολύ πριν την ημέρα της εκδημίας του, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 19 Ιουνίου του 1966, στο Σηάτλ, αφού τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και προσευχήθηκε επί τρεις ώρες στο Ιερό.
Η κηδεία του στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο υπήρξε ένας θρίαμβος της συμφιλιωμένης Ορθοδοξίας, ενώ μεταξύ των χιλιάδων πιστών που επί έξι ημέρες προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμά του, πολλοί ήσαν εκείνοι που παρατήρησαν ότι δεν εμφάνιζε ίχνος φθοράς, και ότι ανέδιδε εξαίσια ευωδία. Έκτοτε, ο μακάριος ιεράρχης έδωσε πολλές φορές μαρτυρία για την ουράνια αρωγή του προς τους πιστούς κάθε δικαιοδοσίας, που τον επικαλούνταν.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)

Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2018

Ο διακριτικός πνευματικός και ο ληστής



Ὁ πάτερ Σάββας δὲν καθότανε σὲ µοναστῆρι, παρὰ σὲ µία βραχότρυπα. Ἤτανε βαθύγερος καὶ διαβόητος πνευµατικός. Ἤξερε, ἀνάλογα µὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἐρχότανε σ’ αὐτόν, νὰ φέρνεται. Ἄλλοτε ἔβαζε βαριούς κανόνες, γιατί ἔβλεπε πὼς τοὺς ἄντεχε ὁ ἁµαρτωλός. Κι ἄλλοτε διάβαζε µονάχα τὴν εὐχὴ κι ὕστερα σιγὰ - σιγὰ ἔβαζε νηστεῖες καὶ µετάνοιες κι ἀγρυπνίες. Κάποια φορά ἕνας φοβερὸς ληστὴς εἶχε πάει σ’ αὐτὸν νὰ ξοµολογηθεῖ. «Βαρέθηκα, τοῦ εἶπε, νὰ σκοτώνω. Λέω νὰ σώσω τὴν ψυχή µου. Ἂν θέλεις διάβασέ µου τὴν εὐχή, ἀλλά κανόνα µὴ µοῦ βάζεις, γιατί δὲν βαστάω τέτοια». Ὁ πάτερ Σάββας τὸν κοίταξε µὲ ἱλαρή µατιὰ καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε:

«Ἕνα κανόνα σοῦ βάζω. Νὰ µὴν ξαναβλάψεις ἄνθρωπο». Ὁ ληστὴς ἀπόρεσε: «Καλά, αὐτὸ τ’ ἀποφάσισα», εἶπε. «Ἔ, αὐτό φτάνει». «Καὶ τίποτε ἄλλο;» «Τίποτε ἄλλο. Ἂν θέλεις, νηστεύεις µονάχα Τετράδη καὶ Παρασκευή. Καὶ νὰ λὲς ποῦ καὶ ποῦ: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε τὸν ἁµαρτωλόν». Βουρκώσανε τὰ µάτια τ’ ἀνθρώπου. Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ξανᾶρθε. «Γέροντα— λέει— αὐτα ποὺ µοὖπες τὰ κάνω. Θέλω καὶ κανέναν ἄλλο κανόνα». Ὁ πάτερ Σάββας τότε τοῦ λέει: «Ἂν βαστᾶς, νήστευε καὶ τὴ Δευτέρα. Κάνε καὶ σαράντα µετάνοιες κάθε βράδι πρὶν πλαγιάσεις». Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ἦρθε πάλι στὸν γέροντα ὁ ληστής. «Λέω νὰ νηστεύω καὶ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέµπτη. Καὶ νὰ πουλήσω ὅλα µου τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ καθίσω ἐδῶ γιὰ πάντα». Καὶ πρόσθεσε µὲ λυγµούς. «Πῶς ξεπλερώνεται ὁ Θεὸς;» Ἡ καρδιὰ του εἶχε µαλακώσει ὁλότελα. 

Β.Μουστάκης 

Σάββατο, Ιουνίου 16, 2018

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018: Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσιν την γην


Αφού ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι και τους κατά Θεόν πενθούντας, ανεβαίνει μία βαθμίδα: Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσιν την γην, την γην της επαγγελίας δηλαδή της υποσχέσεως , τον παράδεισο. 
Η σειρά των μακαρισμών έχει εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε στην Αγία Γραφή τίποτε δεν είναι τυχαίο ή άνευ σημασίας. Η αρετή της πραότητας, της αοργησίας, μπαίνει αμέσως μετά την ταπεινοφροσύνη και το πένθος για της αμαρτίες, γιατί προέρχεται απ΄αυτές. 



Ας δούμε ποιος άνθρωπος οργίζεται εύκολα. Μα βέβαια αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και παράλληλα έχει ξεχάσει τις δικές του αδυναμίες και τα δικά του λάθη. Οργιζόμαστε γιατί κάποιος αδελφός μας δεν συμπλέει με το θέλημά μας, γιατί δεν έχουμε την ταπείνωση να υποτάξουμε το θέλημά μας στο θέλημα του Θεού, ούτε την αγάπη να προτάσσουμε απ΄το θέλημά μας την ανάγκη να μην στενοχωρήσουμε τον αδελφό μας. Επίσης οργιζόμαστε με τα λάθη των άλλων γιατί έχουμε υποβαθμίσει τα δικά μας λάθη και δεν πενθούμε γι αυτά. Όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης η αρετές είναι κλίμακα κι ανεβαίνει κανείς σ΄αυτές σκαλοπάτι - σκαλοπάτι. Πρώτα ασκείται στην αρετή της ταπεινοφροσύνης, μέσω αυτής ανακαλύπτει τις αδυναμίες του και τα λάθη του και θρηνεί γι αυτά κι έτσι δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση κι ανοχή στα λάθη των άλλων και βάζει την αγάπη του για τον πλησίον πάνω απ΄το θέλημά του. 


Μακάριοι οι πράοι γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τον Παράδεισο με απλά λόγια ή αλλιώς ευτυχισμένοι όσοι έχουν πραότητα γιατί αυτοί θα κατακυριέψουν την γη, θα κυριαρχήσουν τελικά στον κόσμο. Σε έναν κόσμο ανταγωνισμών, συγκρούσεων και αναταράξεων , σε μια κοινωνία στην οποία παλεύουν να κυριαρχήσουν αυτοί που φωνασκούν, κραυγάζουν για να υποστηρίξουν κάθε ιδιοτελές και άνομο συμφέρον, σε έναν κόσμο στον οποίο οι κυρίαρχοι και ηγέτες χρησιμοποιούν κάθε μαζικό μέσο για να επιβληθούν και να χειραγωγήσουν τους ανθρώπους, αυτοί που θα επικρατήσουν πέρα από κάθε προσδοκία θα είναι τελικά οι πραείς, αυτοί που σιώπησαν από ταπείνωση και δια Χριστόν πένθος, αλλά όχι φυσικά από συμφέρον ή δειλία. Αυτοί που σιώπησαν όχι γιατί δεν είχαν κάτι να καταθέσουν αλλά γιατί ανέθεσαν την φροντίδα και την μέριμνα και την ελπίδα τους στον Θεό, τον Κύριο των δυνάμεων, γιατί έχουν εμπιστοσύνη στην τελική νίκη του Χριστού και της Εκκλησίας. 

Μακάριοι είναι οι πράοι , αυτοί που έχουν την γαλήνη της βεβαιότητας. Εκείνοι είναι πράγματι το αλάτι της γης. Ομοιάζουν στον ίδιο τον Χριστό που είπε : « Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία και θα βρείτε την ανάπαυση». Ο πράος άνθρωπος έρχεται για να φέρει την συμφιλίωση και την ειρήνη στον κόσμο των σατανικών συρράξεων. Έρχεται για να κατευνάσει την δαιμονική οργή και να κατασιγάσει κάθε βλάσφημη κραυγή. Αυτός πού κατάφερε την πραότητα, λένε οι Πατέρες, κέρδησε την απάθεια, δηλαδή το προνόμιο να μην επηρεάζεται από τα ανθρώπινα πάθη, να στέκεται πέρα και πάνω από τις τριβές και την προσβολή της αμαρτίας. Οι πραείς είναι τα αληθινά παιδιά της βασιλείας του Θεού, αυτοί που με την αγάπη και την απλότητα τους, ομορφαίνουν την ζωή.
Σημειώνει α άγιος της Κλίμακος Ιωάννης:
Πραότης σημαίνει νὰ παραμένη ἀκίνητη καὶ ἀτάραχη ἡ ψυχή, τόσο στὶς ἀτιμίες ὅσο καὶ στοὺς ἐπαίνους.Θυμὸς σημαίνει εὐμετάβλητη καὶ εὐέξαπτη συμπεριφορὰ καὶ ἀσχημοσύνη τῆς ψυχῆς.Ὀργὴ σημαίνει νὰ διατηρῆς συνεχῶς μέσα σου κάποιο μίσος, νὰ ἐνθυμῆσαι δηλαδὴ τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔγινε. Ὀργὴ σημαίνει νὰ ἐπιθυμῆς νὰ ἐκδικηθῆς αὐτὸν ποὺ σὲ παρώξυνε. Ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὀνομάζεται καὶ εἶναι «εἰρήνη ψυχῆς», ἐνῷ ἡ ὀργὴ «ταραχὴ καρδίας», τότε ὁπωσδήποτε τίποτε ἄλλο δὲν ἐμποδίζει τὴν παρουσία Του μέσα μας ὅσο ὁ θυμός. Ἡ ἀρχὴ τῆς μακαρίας ἀνεξικακίας εἶναι τὸ νὰ γίνωνται δεκτὲς οἱ ἀτιμίες μὲ ἐσωτερικὴ πικρία καὶ ὀδύνη. Τὸ μέσον, νὰ ἀντιμετωπίζονται χωρὶς λύπη. Καὶ τὸ τέλος, ἐὰν ὑπάρχη τέλος, νὰ θεωροῦνται ὡς ἔπαινοι. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀοργησίας εἶναι νὰ σιωποῦν τὰ χείλη, ἐνῷ ἡ καρδιὰ εὑρίσκεται σὲ ταραχή. Τὸ μέσον εἶναι νὰ σιωποῦν οἱ λογισμοί, ἐνῷ ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται σὲ ὀλίγη ταραχή. Καὶ τὸ τέλος, νὰ ἐπικρατῆ στὴν θάλασσα τῆς ψυχῆς μόνιμη καὶ σταθερὰ γαλήνη, ὅσο καὶ ἂν φυσοῦν οἱ ἀκάθαρτοι ἄνεμοι. Αντίθετα η ανθρωπότητα είναι μάρτυρας αυτής της τραγικής πραγματικότητας: η οργή γεννάει οργή, το μίσος μίσος, η αμφισβήτηση την απελπισία, η ιδιοτέλεια την απομόνωση. Λοιπόν, πρέπει να παραθεωρείται η αδικία και να αμνηστεύεται το ψεύδος; Να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στην ατίμωση, με πρόφαση την ψυχική μας γαλήνη; Ας αναλογιστούμε την μεγαλύτερη επανάσταση του κόσμου, η οποία ήταν η εκούσια παράδοση του Ισχυρού των ισχυρών στον ατιμωτικό Σταυρό. Όπως μας λέει ο απόστολος Πέτρος:λοιδορούμενος (ο Χριστός)οὐκ ἀντελοιδόρει,πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως. 
Αυτή η πίστη του σταυρού νίκησε τον κόσμο. Μήπως οι μεγαλύτερες αλήθειες, οι θερμότερες ομολογίες, η λαλίστερη ανταπόδοση δεν έγιναν από ανθρώπους του Πνεύματος, ατάραχους, απαθείς, χωρίς μνησικακία και εκδικητικότητα, αλλά με μία σταθερότητα μοναδική, με μια απαράμιλλη ευγένεια, στην οποία κανείς δεν μπορούσε να αντιτάξει αντίλογο, κανείς δεν μπορούσε να την ταπεινώσει ή να χαμηλώσει την φωτιά της, διότι την ενέπνεε η μοναδική και αναμφισβήτητη Αλήθεια, μπροστά στην οποία σβήνει και σιωπά κάθε ψέμα και κάθε κακία και δύναμη αυτού του κόσμου; Είναι λοιπόν φανερό ότι η πραότητα δεν είναι εξωτερική επιτήδευση και υπαναχώρηση, αλλά μια πνευματική κατάσταση, η οποία κάνει τον πνευματικό άνθρωπο, όχι μόνο άτρωτο, αλλά στο τέλος ανίκητο. Γιατί την υπόθεση του υπερασπίζεται ο ίδιος ο Θεός. "Ανάστηθι Κύριε, υψωθήτω η χειρ σου, μη επιλάθη των πενήτων Σου, εις τέλος".Η πραότητα τελικά δεν σβήνει την δύναμη της παρρησίας,ούτε την ακυρώνει,αλλά εμποδίζει την ύπαρξη της οργής.Εκεί είναι η ουσιαστική διαφορά της με την σιωπή.
Αυτός ο μακαρισμός  αναφέρεται στα παρόντα ως δικαίωση των ανθρώπων του Θεού κάθε στιγμή, αλλά κυριώς  στα έσχατα. Και δεν θα κληρονομήσουν οι πραείς τον τραγικό κόσμο της πτώσης, ο οποίος θα ανακαινισθεί, αλλά τον ανακαινισμένο κόσμο της βασιλείας του Θεού. Ζούμε στον κόσμο της πνευματικής ερήμου, οι πραείς όμως θα ζήσουν και θα φέρουν τον παραδείσιο κόσμο, σε αυτούς θα εκπληρωθούν οι υποσχέσεις του Θεού εν τη κοινωνία των αγίων.Ουσιαστικά, ο Κύριος προλέγει με αυτόν τον μακαρισμό την δόξα της Εκκλησίας. Εκεί στο μέσον αυτής δεσπόζει ο Παράκλητος. Αυτός κατακυρίευσε κάθε κληρονομία στο όνομα του Χριστού. Η Εκκλησία είναι το βασίλειο των πραέων. Όσο εξαπλώνονται οι πραείς στην γη, τόσο και η Εκκλησία και το αντίστροφο. Αυτό το οποίο υποσχέθηκε ο Κύριος, είναι μια γη χωρίς ταραχή, εκδίκηση και θάνατο. Τότε οι φωνές των πραέων ,έως τότε φωνές αύρας λεπτής,θα ακουστούν ως βροντές στα πέρατα της γης και όσοι στερήθηκαν και έχασαν τις υλικές απολαύσεις και τα κτήματα,για χάρη της απάθειας και της ειρήνης θα κυριεύσουν πάνω σε όλα!Ας την αξιωθούμε και εμείς. Αμην.

ππκ 16-6-2018

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2018

Αγίου Αυγουστίνου-Οι περιπλοκές της φιλοδοξίας


Ποθούσα με απληστία δόξα, τιμές, κέρδη, συζυγική συμβίωση και Εσύ γελούσες για μένα. Τα πάθη αυτά μ’ ενέβαλλαν σε φοβερή αμηχανία. Εσύ δεν ήσουν απέναντί μου ευμενής, τόσο περισσότερο, όσο μου επέτρεπε να βρίσκω μεγαλύτερη χαρά σ’ εκείνο, που δεν ήσουν Εσύ.
Κοίταξε την καρδιά μου, Κύριε, Συ που αξίωσες τις αναμνήσεις μου και την εξομολόγησή μου.
Πόση ήταν η δυστυχία μου! Κέντριζες στην ανοικτή πληγή της την ψυχή μου, για να εγκαταλείψει τα πάντα και να στραφεί προς Εσένα, που είσαι υπεράνω όλων και που χωρίς Εσένα δε θα υπήρχε τίποτε. Πόσο ήμουν δυστυχής και πόσο με βοηθούσες να συναισθάνομαι τη δυστυχία μου! Ήταν η μέρα που ετοιμαζόμουν ν’ απαγγείλω ένα πανηγυρικό στον Αυτοκράτορα. Σκόπευα ν’ απαριθμήσω αρμαθιά ψευδολογημάτων, αυτά δε τα ψευδολογήματα αποσπούσαν τα χειροκροτήματα των ακροατών, που δεν ήσαν διόλου θύματα. Η σκέψη αυτή συγκλόνιζε την καρδιά μου, που άναψε κάτω από την επήρεια των στοχασμών εκείνων, οι οποίοι την κατέτρωγαν.
Κάποτε, περνώντας από μια οδό του Μιλάνου, συνάντησα ένα ζητιάνο, μεθυσμένο, εύθυμο και χαρούμενο. Αναστέναξα και παρατήρησα στους φίλους μας σε πόσο μεγάλες συμφορές μας ρίχνουν οι παραφροσύνες μας. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, τους κόπους και τους μόχθους, τι άλλο επιδιώκομε, εφόσον σύρομε το βάρος των παθών μας κάτω από το βούκεντρο της απιστίας μας, παρά να φθάσομε σ’ εκείνη την ασφαλή ευθυμία, την οποία ο επαίτης απέκτησε πριν από μας, ή την οποία εμείς ποτέ δεν θα αποκτήσομε; Ό,τι πέτυχε ο ζητιάνος χάρη στο χρήμα των διαβατών, δηλαδή τη χαρά της προσωρινής ευτυχίας, εγώ επιζητούσα σε δύσβατα μονοπάτια και σε μύριους ελιγμούς. Χωρίς αμφιβολία δεν ήταν πραγματικά ευτυχής, αλλ’ εγώ επιδίωκα με τις φιλόδοξες επιχειρήσεις μου μια ακόμη λιγότερο σταθερή ευτυχία. Οπωσδήποτε, εκείνος ήταν ευθυμότατος, ενώ εγώ βρισκόμουν κάτω από την εξουσία της αγωνίας. Εκείνος ήταν ηρεμότατος, ενώ εγώ ήμουν πολύ ανήσυχος. Εάν κανείς με ρωτούσε: τι προτιμάς, να κυριεύεται η ψυχή σου από τη θλίψη ή από τη χαρά; Θα ψήφιζα υπέρ της χαράς. Εάν όμως μου απευθυνόταν το ερώτημα: τι θα προτιμούσες, να είσαι σα το ζητιάνο ή να μένεις αυτός που είσαι, θ’ απαντούσα να μείνω αυτός που είμαι. Αλλά γιατί; Εξαιτίας της διαστροφής μου; Χάρη της αλήθειας; Δεν έπρεπε να πιστεύω τον εαυτό μου ανώτερο, επειδή ήμουν σοφώτερος από τον επαίτη, δεδομένου ότι η γνώση δεν μου πρόσφερε μεγαλύτερη απόλαυση και ότι με τη γνώση έβρισκα το μέσον ν’ αρέσω στους ανθρώπους, όχι για να τους διδάσκω, αλλ’ απλά για να τους αρέσω.
Μακριά από την ψυχή μου εκείνοι που της λέγουν ότι «η ευτυχία είναι υποκειμενική. Ο επαίτης έβρισκε την ευτυχία του στη μέθη, εσύ ήθελες να την βρεις στην δόξα». Αλλά, σε ποια δόξα, ω Θεέ μου! Σε δόξα που δεν βρισκόταν σε Σένα. Η χαρά του ζητιάνου δεν ήταν πραγματική, αλλά και η δόξα μου δεν ήταν πραγματική δόξα και τάραζε περισσότερο το πνεύμα μου. Την ίδια νύκτα ο ζητιάνους θ’ αποκοίμιζε τη μέθη του. Εγώ είχα κοιμηθεί και ξυπνήσει, θα κοιμόμουν δε και θα ξυπνούσα πάλι με τη μέθη μου. Και για πόσο χρόνο άραγε, ω Θεέ μου; Ναι, η ευτυχία είναι υποκειμενική, το παραδέχομαι, αλλ’ η χαρά των αγίων ελπίδων είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη παρά η ευτυχία στη ματαιότητα. Αλλά τότε υπήρξε πραγματική διαφορά μεταξύ εμένα και του επαίτη. Αναμφίβολα αυτός ήταν ευτυχέστερος από μένα, γιατί αυτός ήταν εύθυμος, ενώ εμένα με κατέτρωγε η σκέψη. Αλλ’ ήταν ευτυχέστερος γιατί είχε προμηθευτεί το κρασί του, ευχόμενος στον δωρητή χαρά και ευτυχία, ενώ εγώ ζητούσα τη δόξα μου με το ψεύδος.
Μίλησα συχνά με τους φίλους μου για τέτοιου είδους θέματα και πολλές φορές, σε παρόμοιες περιπτώσεις, μελετούσα τον εαυτό μου για να μάθω πού βρίσκομαι και έβρισκα κακή την κατάστασή μου.
Έπασχα γι’ αυτό και διπλασίαζα το κακό μου. Οποιαδήποτε ευτυχία κι αν μου χαμογελούσε, δεν ήμουν ικανός να τείνω προς αυτήν το χέρι μου, γιατί αυτή άνοιγε μακριά από μένα τα φτερά της προτού μπορέσω να την πιάσω.

από τις εξομολογήσεις