ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Παρασκευή, Μαΐου 03, 2013

Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; ...


Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους, ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ δαιμονισμένο (Ἰωάν. η´ 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ ὅσοι τοὺς γέννησε τὸ σκοτάδι, κρατοῦσαν αὐτὸν ποὺ δὲ χωράει πουθενὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Δὲν ἔλεγε ἄδικα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γι᾿ αὐτούς, «Ἐσᾶς ποῦ σᾶς γέννησαν οἱ ὀχιές, ποιὸς σὰς συμβούλευσε νὰ ξεφύγετε τὴ μελλοντικὴ ὀργή;» (Ματθ. γ´ 7). Διότι πραγματικὰ θὰ μείνει πάνω τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸν ἀντιμετώπιζαν Αὐτόν, τὸ βλαστὸ τῆς ἐπιείκειας, μὲ ῥαπίσματα καὶ ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μὲ ὅρκους ἀπὸ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ δικαστὴς τῶν ὅρκων (Μαρκ. ιδ´ 65).
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν δίκαζαν τὸ δικαστὴ καὶ ἔκριναν τὸν Κριτὴ τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καὶ ὁ Κύριος σιωποῦσε, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκοτάδι θριαμβολογοῦσε, τὸ δημιούργημα ἔδειχνε θράσος καὶ ὁ Δημιουργὸς ἔδειχνε ὑπομονή.
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα καὶ ὁ ταῦρος στεκόταν ἥσυχος, ὅταν τὸ λιοντάρι ὠρυόταν καὶ οἱ ταῦροι στέκονταν ἀγέρχοι, ὅπως ἔχει γραφεῖ στοὺς ψαλμούς, «Μὲ περικύκλωσαν πολλὰ καὶ μὲ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι. Ἄνοιξαν τὸ στόμα τοὺς ἐναντίον μου, ὅπως τὸ λιοντάρι ποὺ ἁρπάζει καὶ ὠρύεται» (Ψαλμ. κα´ 12).
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν γάβγιζαν τὰ σκυλιὰ καὶ ὁ Δεσπότης ἔδειχνε ἀνοχή. Ὅταν οἱ λύκοι ἅρπαζαν καὶ τὸ πρόβατο δὲν ἔφερνε ἀντίσταση. Ὅταν ὁ λῃστὴς δεχόταν πρόσκληση στὴ ζωή, ἐνῷ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου συρόταν στὸ θάνατο. Ὅταν ἔβγαζαν ἐκείνη τὴν ἄτακτη καὶ ὀλέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Τὸ αἷμα Του πάνω μας καὶ στὰ παιδία μας» (Ἰωάν. ιθ´ 15, Ματθ. κζ´ 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστὲς τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ κατήγοροι, οἱ σκοτισμένοι στὴ διάνοια, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. ιστ´ 6, Μαρκ. η´ 15, Λουκ. ιβ´ 1), τὸ συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ κακότατοι, οἱ ψιθυριστές, οἱ μισόκαλοι. Καὶ δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον», διότι τοὺς βάραινε ἡ παρουσία τῆς Θεότητος μὲ σάρκα καὶ τοὺς στενοχωροῦσε ὁ ἔλεγχος γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ μισοῦν τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς δικαίους.
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν φραγγέλωσαν καὶ βασάνισαν τὸ ἅγιο σῶμα Ἐκείνου ποὺ ὑπέφερε τὰ πάθη μὲ τὴ θέλησή Του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς παλιὲς πληγὲς τῶν ἁμαρτημάτων μας. Ὅταν σήκωνε τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω στοὺς ὤμους Του, τρόπαιο κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὅταν φοροῦσαν ἀγκάθινο στεφάνι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Ὅταν ἕντυσαν μὲ πορφύρα περιπαιχτικὰ Αὐτὸν ποὺ χαρίζει ἀφθαρσία σὲ ὅσους ξαναγεννιοῦνται μὲ νερὸ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰωαν. γ´ 5, Ματθ. κζ´ 48). Ὅταν κάρφωσαν στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τὸ Δεσπότη τῆς οὐρανίας στρατιᾶς τῶν Ἀγγέλων.
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν ἔδεσαν σὲ καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι καὶ Τὸν πότισαν καὶ ἔδιναν χολὴ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔρριξε τὸ μάνα (Ἐξ. ιστ´ 13-15). Ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καὶ σκιζόταν τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ κατάπληκτα ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀσεβῶν. Ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καὶ ντυνόταν τὸ σκοτάδι σὰν σάκο, πενθώντας τὴν πτώση τῶν Ἰουδαίων. Διότι ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τὶς συμφορὲς τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ Ζωή, δηλαδὴ ὁ Χριστός, ἦταν κρεμασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ Λῃστές, καὶ ὁ ἕνας Τὸν χλεύαζε καὶ Τὸν κατηγοροῦσε, ὁ δὲ ἄλλος μὲ τὴ μετάνοιά του ἅρπαζε τὸν Παράδεισο (Λουκ. κγ´ 39-43).
 Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸ σῶμα παραδινόταν γιὰ νὰ ταφεῖ.
Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες Τὸν φύλαγαν καὶ ἡ γῆ ἔκρυβε Αὐτὸν ποὺ στήριξε τὴ γῆ ἐπάνω στὰ νερὰ (Γεν. α´ 9). Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι κρύβονταν, μὴν μπορώντας νὰ ὑποφέρουν τοὺς πολλοὺς πειρασμούς.
 Ὅμως πρόσεχε, ἀγαπητέ, τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ κατορθώματα τῆς χαρᾶς ποὺ ἦλθε μετὰ τὸ πάθος. Ὁ ἀτιμασμένος μεταβαλλόταν σὲ ἔνδοξο καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Τότε εἶχε ὠδῖνες τοκετοῦ ἡ γῆ καὶ κυοφόρησε ἡ ἡμέρα. Καὶ ὁ θάνατος ἀπέβαλε τὴ ζωὴ τῶν ὅλων. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ κρατήσει Ἐκεῖνον ποὺ κρατᾷ τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο Του.


αγίου γρηγορίου νύσσης, λόγος εις την φωτοφόρον και αγίαν ανάστασιν του κυρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: