ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Πέμπτη, Απριλίου 16, 2020

Πότε ήταν ατιμασμένος;


«Τον είδαμε και δεν είχε ομορφιά ούτε κάλλος, αλλά το πρόσωπό Του ήταν ατιμασμένο και στερημένο από ωραιότητα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους» (Ησ. νγ΄ 2-3).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν συναναστρεφόταν τους ασεβείς Ιουδαίους, που τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιωαν. η΄ 48). Όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και όσοι τους γέννησε το σκοτάδι, κρατούσαν αυτόν που δε χωράει πουθενά για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε άδικα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος γι’ αυτούς, «Εσάς που σας γέννησαν οι οχιές, ποιος σας συμβούλευσε να ξεφύγετε τη μελλοντική οργή;» (Ματθ. γ΄ 7). Διότι πραγματικά θα μείνει πάνω τους η οργή του Θεού.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν τον αντιμετώπιζαν Αυτόν, το βλαστό της επιείκειας, με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από Αυτόν, που είναι ο δικαστής των όρκων (Μαρκ. ιδ΄ 65).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον Κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σιωπούσε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι θριαμβολογούσε, το δημιούργημα έδειχνε θράσος και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο ταύρος στεκόταν ήσυχος, όταν το λιοντάρι ωρυόταν και οι ταύροι στέκονταν αγέρχοι, όπως έχει γραφεί στους ψαλμούς, «Με περικύκλωσαν πολλά και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι. Άνοιξαν το στόμα τους εναντίον μου, όπως το λιοντάρι που αρπάζει και ωρύεται» (Ψαλμ. κα΄ 12).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν γάβγιζαν τα σκυλιά και ο Δεσπότης έδειχνε ανοχή. Όταν οι λύκοι άρπαζαν και το πρόβατο δεν έφερνε αντίσταση. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο. Όταν έβγαζαν εκείνη την άτακτη και ολέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Το αίμα Του πάνω μας και στα παιδία μας» (Ιωάν. ιθ΄ 15, Ματθ. κζ΄ 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστεως, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι κατήγοροι, οι σκοτισμένοι στη διάνοια, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. ιστ΄ 6, Μαρκ. η΄ 15, Λουκ. ιβ΄ 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι κακότατοι, οι ψιθυριστές, οι μισόκαλοι. Και δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, στάυρωσέ Τον», διότι τους βάραινε η παρουσία της Θεότητος με σάρκα και τους στενοχωρούσε ο έλεγχος για τον τρόπο της ζωής τους. Είναι συνήθεια οι αμαρτωλοί να μισούν τη συναναστροφή με τους δικαίους.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν φραγγέλωσαν και βασάνισαν το άγιο σώμα Εκείνου που υπέφερε τα πάθη με τη θέλησή Του, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας. Όταν σήκωνε το ξύλο του Σταυρού επάνω στους ώμους Του, τρόπαιο κατά του διαβόλου. Όταν φορούσαν αγκάθινο στεφάνι σ’ Εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Όταν έντυσαν με πορφύρα περιπαιχτικά Αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους ξαναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιωαν. γ΄ 5, Ματθ. κζ΄ 48). Όταν κάρφωσαν στο ξύλο του Σταυρού Αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας το Δεσπότη της ουρανίας στρατιάς των Αγγέλων.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν έδεσαν σε καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι και Τον πότισαν και έδιναν χολή σ’ Αυτόν που τους έρριξε το μάνα (Εξ. ιστ΄ 13-15). Όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του Ναού κατάπληκτα από το θράσος των ασεβών. Όταν ο ήλιος πενθούσε και ντυνόταν το σκοτάδι σαν σάκο, πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων. Διότι η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η Ζωή, δηλαδή ο Χριστός, ήταν κρεμασμένος ανάμεσα σε δύο Ληστές, και ο ένας Τον χλεύαζε και Τον κατηγορούσε, ο δε άλλος με τη μετάνοιά του άρπαζε τον Παράδεισο (Λουκ. κγ΄ 39-43).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για να ταφεί.
Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες Τον φύλαγαν και η γη έκρυβε Αυτόν που στήριξε τη γη επάνω στα νερά (Γεν. α΄ 9). Όταν οι Απόστολοι κρύβονταν, μην μπορώντας να υποφέρουν τους πολλούς πειρασμούς.
Όμως πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς που ήλθε μετά το πάθος. Ο ατιμασμένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες τοκετού η γη και κυοφόρησε η ημέρα. Και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Διότι δεν ήταν δυνατόν ο θάνατος να κρατήσει Εκείνον που κρατά τα πάντα με το λόγο Του.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εις την φωτοφόρον και αγίαν Ανάστασιν

Δεν υπάρχουν σχόλια: