ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2020

ΒΙΟΣ και ΘΑΥΜΑΤΑ του ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ μας ΝΙΚΟΛΑΟΥ επισκόπου ΜΥΡΕΩΝ του Θαυματουργού



Ό Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας γύρω στα 230 με 250 μ.Χ. Πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Πάντως κατά το έτος 300 μ.Χ. την εποχή των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήταν Αρχιερέας των Μυραίων. Έζησε δε και μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί και η οικονομική τους κατάσταση ήταν πολύ καλή. Γι΄αυτό οι φωτισμένοι γονείς του, μόρφωσαν πρώτα την απαλή ψυχή του παιδιού τους με τη θρησκεία του Χριστού μας και ύστερα τον έστειλαν στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Από μικρός ο Άγιος Νικόλαος έδειχνε την αφοσίωσή του και την αγάπη του στο Θεό, περνώντας την ημέρα του με προσευχές και νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ακόμα και όταν ήταν βρέφος σύμφωνα με μια παράδοση δεν ήθελε να θηλάσει Τετάρτη και Παρασκευή, παραμόνο μετά τη δύση του ηλίου.

Όταν μεγάλωσε μισούσε τις απρεπείς και τις κακές συνομιλίες και συναναστροφές των νέων. Άγαπούσε να πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία και να συναναστρέφεται με ήσυχους, ήρεμους και καλούς ανθρώπους. Άκουε τις συμβουλές των μεγαλυτέρων του και προσπαθούσε να τις εφαρμόζει, όπου ήταν αναγκαίες.
Έμεινε ορφανός στο άνθος της ηλικίας του και απροστάτευτος μέσα στους πολλούς κινδύνους του ειδωλολατρικού περιβάλλοντός του. Εδώ έιναι η πρώτη του νίκη. Τίποτε δεν τον παρασύρει. Την περιουσία του τη χρησιμοποιεί για έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Τον θαυμάζουν οι Χριστιανοί για τη σταθερότητά του και προσεύχονται στο Θεό να τον αξιώσει να υπηρετήσει την Εκκλησία.
Εκείνο τον καιρό Αρχιεπίσκοπος της Λυκίας ήταν ο θείος του. Αφού εκτίμησε τις αρετές και τη μεγάλη του πίστη τον κάλεσε στην υπηρεσία του Κυρίου και τον χειροτόνησε ιερέα της Επισκοπής.
Όταν έγινε ιερέας μοίρασε όλη την περιουσία του, που του άφησαν οι γονείς του, στους φτωχούς. Έντυσε γυμνούς και δυστυχισμένους. Δεν σπατάλησε την περιουσία στος διασκεδάσεις, ούτε σο πολυτελή ενδύματα, όπως κάνουν πολλοί νέοι της σημερινής εποχής, γιατί άκουε τον Προφιτάνακτα Δαβίδ, ο οποίος οποίος λέγει. "Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε καρδίαν" (ψαλμός ξα΄ΙΙ). Έτσι έκανε και ο Άγιος. Δεν έδωσε προσοχή στον ρέοντα και φθαρτό πλούτο, αλλά σκόρπισε αυτό, όπως έπρεπε, για να κερδίσει άφθαρτο και αιώνια ζωή. Η απλοχεριά του έσωσε πολλούς χριστιανούς από τον κατήφορο της αμαρτίας. Ο ΄Αγιος Νικόλαος ήταν άνθρωπος των έργων και όχι των λόγων.
Οι μέρες του Αγίου περνούσαν με νηστεία, προσευχή και πολλές ελεημοσύνες. Άγρυπνα γονάτιζε και παρακαλούσε τον Χριστό να του δίνει δύναμη, υπομονή και θάρρος για να μη λυγίσει στους πειρασμούς του σατανά.
Από τις πολλές ελεημοσύνες που έκαμε ο Άγιος ακούστε μια θαυμαστή και παράδοξη.
Τον καιρό εκείνο ζούσε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος είχε τρείς πολύ όμορφες θυγατέρες. Από φθόνο των εχθρών του ο πλούσιος έχασε όλη του την περιουσία και έφτασε σε μεγάλη φτώχεια. Βρέθηκε σε τέτοια θλιβερή και δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να ζήσει μαζί με τις τρείς του θυγατέρες . Αποφάσισε να βάλει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να έχουν κάποιο εισόδημα και να μπορούν να ζήσουν. Ο δε Πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλησε να ελευθερώσει τις τρείς εκείνες ψυχές από την κόλαση και την αμαρτία. Κατά την ίδια εκείνη μέρα, κατά την οποία φανέρωσε ο πατέρας των κοριτσιών τη βούλησή του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως έβαλε σ΄ενα μανδύλι τριακόσια φλωριά, πήγε κρυφά και το έρριξε στο σπίτι του πτωχεύσαντος πλουσίου από μια θυρίδα και έφυγε αμέσως χωρίς να γίνει αντιληπτός. Δεν ήθελε να φανερωθεί σε κανένα, γιατί απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και μόνον επιθυμούσε να αρέσει στο Θεό. Άκουε το Ιερό Ευαγγέλιο που έλεγε. "Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου" (Ματθ. ΣΤ. Στίχ. 3) δηλαδή όταν κάμνεις την ελεημοσύνη, να μη το γνωρίζει κανένας.
Ο πατέρας των τριών κοριτσιών ξύπνησε το πρωϊ και είδε στο σπίτι ένα μανδήλι δεμένο και το άνοιξε αμέσως. Μόλις είδε τόσα πολλά φλωριά έμεινε εκστατικός και έτριβε τα μάτια του από χαρά, μη πιστέυοντας το γεγονός. Μέτρησε αμέσως τα φλωριά και τα βρήκε ακριβώς τριακόσια. Μεγάλη περιουσία είχε στα χέρια του, γι΄αυτό ήταν πολύ ενθουσιασμένος και χαρούμενος, αλλά ήθελε να μάθει ποίος έκαμε αυτή την καλή πράξη. Αφού δεν γνώριζε τον ευεργέτη του ευχαριστούσε και δοξολογούσε συνέχεια τον Θεό. Αμέσως φρόντησε και ενύμφευσε την μεγαλύτερη του θυγατέρα με κάποιο πλούσιο της πόλης εκείνης και της έδωσε και τα τρακόσια φλωριά σαν προίκα. Ήλπιζε δε ότι εκείνος που τον βοήθησε θα φρόντιζε να τον βοηθήσει για την προίκα και των άλλων δυο κοριτσιών.
Αφού ο Άγιος Νικόλαος είδε ότι ο πατέρας χρησιμοποίησε τα χρήματα για καλό σκοπό, αμέσως τη δεύτερη νύκτα δένει σε άλλο μανδήλι άλλα τριακόσια φλωριά και το βράδυ πήγε και τα έρριξε πάλι από τη θυρίδα. Όταν ξύπνησε το πρωϊ ο πατέρας των κοριτσιών, βλέπει ένα άλλο μανδήλι με άλλα τριακόσια φλωριά. Θαύμασε για το γεγονός και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τον άνθρωπο που του έκαμε αυτό το μεγάλο καλό και σώθηκαν τα κορίτσια του από την αμαρτία. Ήθελε να του φανερώσει τον ευεργέτη του που με την ελεημοσύνη του άρπαξε από τα χέρια του διαβόλου τις τρείς θυγατέρες του και τις έσωσε. Έτσι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα δίνοντάς της σαν προίκα τα τριακόσια φλωριά, ελπίζοντας στον Θεό, ότι ο ευεργέτης θα βοηθήσει και την τρίτη του θυγατέρα.
Την τρίτη φορά όμως ήταν πολύ προσεχτικός και ήθελε να τρέξει και να δεί τον ευεργέτη του. Ο δε Άγιος Νικόλαος βλέποντας ότι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα αποφάσισε να τελειώσει το καλό. Οπότε έδεσε πάλο σε άλλο μανδήλι άλλα τρακόσια φλωριά και πήγε να τα ρίξει κρυφά τη νύχτα από τη θυρίδα. Μόλις τα έρριξε ο Άγιος, ο πατέρας των κοριτσιών ήταν ξύπνιος δεν κοιμήθηκε, άνοιξε την πόρτα, έτρεξε και είδε κάποιο να φεύγει τρέχοντας. Ύστερα για λίγη ώρα έτρεχε ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας των κοριτσιών τον έφασε και είδε ότι ήταν ο Άγιος Νικόλαος, ο πασίγνωστος και δημοφιλέστατος άγιος, ο μεγάλος ευεργέτης των φτωχών και των δυστυχισμένων. Αμέσως έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια του έλεγε. "Σε ευχαριστώ, δούλε του Θεού, που με λυπήθηκες εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο και μου έκαμες τέτοια μεγάλη ελεημοσύνη. Ευτυχώς που με πρόλαβες γιατί διαφορετικά θα χανόμουν ψυχικά και σωματικά". Όταν είδε ο Άγιος Νικόλαος ότι φανερώθηκε η αρετή του, είπε σ΄αυτόν. "Δεν θέλω να πείς σε κανένα τίποτε, ενόσω ζω, για την καλωσύνη που σου ένανα".
Την επόμενη μέρα ο πατέρας νύμφευσε και την Τρίτη θυγατέρα του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά και δοξάζοντας το όνομα του Θεού.

Ύστερα από καιρό θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δεί τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Έτσι μπήκε σ΄ένα πλοίο μαζί με άλλους χριστιανούς για να πάει στην Παλαιστίνη.
Αφού προσκύνησε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου, τον Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός θέλησε να μείνει εκεί να ησυχάσει. Άγγελος Κυρίου τον διέταξε τη νύχτα να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Την άλλη μέρα ο Άγιος πιστός στην προσταγή του Αγγέλου κατέβηκε στο λιμάνι και ρωτούσε αν κανένα πλοίο θα ξεκινούσε για τα Πάταρα. Κανένα όμως πλοίο δεν ξεκινούσε. Τότε μερικοί ναύτες του είπαν. "Όπου βρούμε ναύλο, εκεί θα πάμε". Αμέσως ο Άγιος τους είπε. "Να σας δώσω το ναύλο και να με παρετε στα Πάταρα της Λυκίας". Ο πλοίαρχος και οι ναύτες βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν ούριος ύψωσαν τα πανιά και αναχώρησαν. Θέλοντας να περάσουν πρώτα από την πατρίδα τους έστρεψαν το πλοίο προς την κατεύθυνση της, αλλά ο Θεός για να μην λυπήσει τον Άγιο, σήκωσε μεγάλη τρικυμία, ώστε έσπασε το πηδάλιο-τιμόνι του πλοίου και οι ναύτες απελπισθέντες ανέμεναν το θάνατο. Ο Άγιος όμως δια της προσευχής του καταπράϋνε τη θάλασσα. Ο πλοίαρχος μαζί με τους ναύτες του είδαν ότι έφθασαν στα Πάταρα και αφού έπεσαν στα πόδια του Αγίου του ζητούσαν συγχώρεση. Ο Άγιος τους φανέρωσε τη σκέψη τους και τους συμβούλευσε να μην επαναλάβουν τέτοιο πράγμα στη ζωή τους, τους ευχήθηκε και τους κετευώδωσε.
Επιτέλους ύστερα από μιά μεγάλη θαλασσοταραχή ο Άγιος επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα στα Πάταρα. Ο κόσμος του επεφύλαξε μεγάλη υποδοχή, γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ. Νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και οι Μοναχοί του Μοναστηριού στο οποίο τον είχε αφήσει ο θείος του επίτροπο, όλοι εξήλθαν να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεκτούν. Κοντά στα Παταρα, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, ήταν μια μικρή πόλη που την έλεγαν Μύρα. Η πόλη Μύρα έιναι στην Μικρά Ασία, αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Λυκίας. Σήμερα τη λένε Ντεμπρέ. Εκεί πέθανε ο Μητροπολίτης της πόλης και ήθελαν να βρούν κάποιο άξιο για να τον αντικαταστήσει.
Τότε μαζεύτηκαν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί της επαρχίας των Μύρων για να εκλέξουν Αρχιερέα. Εκεί που συνεδρίαζαν, σνκώθηκε ένας από τους επισκόπους και είπε στους άλλους, να παρακαλέσουν τον Θεό να τους φωτίσει, για να κάνουν καλή επιλογή. Τη νύκτα, όλοι οι επίσκοποι είδαν τον ύπνο τους ένα άγγελο, που τους είπε να πάνε το πρωϊ στην Εκκλησία και όποιος μπεί πρώτος μέσα, συτόν να κάμουν επίσκοπο. Πράγματι έτσι έγινε. Ο πρώτος που μπήκε στο Ναό ήταν ο Νικόλαος. Έτσι χειροτονήθηκε ο Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων.
Η φιλανθρωπική του δράση μεγάλωσε πολύ όταν έγινε Αρχιερέας. Ίδρυσε φτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα ιδρύματα.
Την εποχή εκείνη, γύρω στο 300μ.Χ., ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός (230-313μ.Χ.) πίστευε πως η αρχαία θρησκεία ήταν απαραίτητη για την ενότητα του κράτους, γι΄αυτό καταδίωξε σκληρά τους χριστιανούς. Ευτυχώς παραιτήθηκε από την εξουσία του το 305 και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του με μεγάλη απλότητα στα κτήματα του στη Δαλματία.
Επίσης ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο Μαξιμιανός (245-310μ.Χ) έκανε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Αυτός είχε στην κυριαρχία του την Ισπανία, την Αφρική και την Ιταλία με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο. Συγρούστηκε με τον Μ. Κωνσταντίνο που τον σκότωσε ή τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει.
Ο Διοκλητιανός και ο Μάξιμος έστειλαν αγγελιαφόρους σ΄όλους τους επάρχους και τους διέταξαν να τιμωρούν τους εχθρούς των αρχαίων Θεών, τους χριστιανούς, άν όμως αρνηθούν το Χριστό, τότε να τους τιμούν. Πολλοί χριστιανοί από το φόβο των σκληρών βασανιστηρίων προσκύνησαν τα είδωλα και πήραν λεφτά, κτήματα ή και κάτι άλλο.
Άλλοι πάλι ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί και πέθαναν με φρικτά βασανιστήρια. Σ΄ αυτό τον διωγμό, ο έπαρχος της Λυκίας, έπιασε πολλούς χριστιανούς και μαζί μ΄αυτούς και τον Άγιο Νικόλαο, τους έδιωξε από τα Μύρα και τους έρριξε στη φυλακή για έξι ολόκληρα χρόνια.
Ο Άγιος Νικόλαος ακόμα και μέσα στη φυλακή δίδασκε τους χριστιανούς και τους ενθάρρυνε. Από τους πολλούς ραβδισμούς που του έδωσαν, το σώμα του έγινε κατάμαυρο και έτρεχε αίμα από τις πολλές πληγές του. Δεμένος με βαρειές αλυσίδες τον έρριξαν στη φυλακή για να συνεχίσει τα μαρτύριά του, είδε τότε με τα μάτια του το Χριστό, να του γιατρεύει τις πληγές, να τον ενθαρρύνει και να τον πλυμμυρίζει με ανέκφραστη αγαλλίαση. Και να πως. Κόντευε να ξημερώσει. Ο Άγιος φορτωμένος με αλυσίδες, διάβαζε την ορθινή προσευχή του. Ευχαριστούσε τον Πανάγαθο που τον αξίωνε να φέρει τα "στίγματα του Κυρίου" στο σώμα του, σαν τον Παύλο. Η χαρά του κορυφώθηκε, όταν σε λίγο άκουσε μέσα στη σκοτεινιά της φυλακής του αγγελικές φωνές να ψάλλουν μαζί του και μυρίστηκε την ευωδία ουράνιου μοσχολίβανου.
Μόλις πρόβαλε η αυγή, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου απλώνονταν στη γή, όταν έξω ακούστηκαν πολλές φωνές, σωστός αλαλαγμός. Σείεται η φυλακή και άγριοι κτύποι συνταράζουν τη σιδερένεια πόρτα της ζητώντας να την εκβιάσουν. Ο Άγιος σκέπτεται. "Φαίνεται ότι ήρθε η ευλογημένη ώρα! Ή ήλθαν για να συνεχίσουν πιο άγρια τα μαρτύρια! Ένίσχησέ με Κύριε, να τ΄αντικρύσω με το ίδιο χαμόγελο αι δέξε το πνεύμα μου στους κόλπους σου!". Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη σκέψη του και η σιδερένεια πόρτα κλονίζεται, υποχωρεί, ανοίγει διάπλατα, τρελλός από χαρά ο δεσμοφύλακας ορμά μέσα, αρπάζει τον Άγιο στα χέρια του κλαίοντας και προσκυνώντας τα δεσμά του, που δέκτηκε για την αγάπη του Χριστού, τον βγάζει έξω απ΄την φυλακή και τον φέρνει θριαμβευτικά στη Μητρόπολή του. Οι θερμές προσευχές του λαού για τον ποιμενάρχη τους εισακούστηκαν.
Όταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός πέθαναν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, ο γιός του Κωνσταντίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης, ο οποίος ονομάστηκε μετά Μέγας Κωνσταντίνος, από τα μεγάλα έργα που έκανε και τον τρόπο που αναδιοργάνωσε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Κωνσταντίνος διέταξε όλους τους επέρχους, να λευτερώσουν όλους τους χριστιανούς από τις φυλακές και να γκρεμίσουν τους βωμούς των ειδωλολατρών. Ποιός μπορεί να περιγράψει τι έγινε τότε; Η γλώσσα του ανθρώπου είναι αδύνατη να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν το λαό και η πέννα ακόμα πιό πολύ αδύνατη να παραστήσει το παραλήρημα, που κατέλαβε τους χριστιανούς. Ο Άγιος Νικόλαος αδύνατος στο σώμα από τα πολλά βάσανα, ακμαίος όμως στη ψυχή, συνεχίζει τα υψηλά του καθήκοντα. Πέρασε πια η τρυκυμία και ήρθε η γαλήνη. Ο Άγιος είναι πάλι στο θρόνο του ελεύθερος να φωτίζει το δρόμο των χριστιανών του, ελεύθερος να σπογγέσειτα δάκρυά τους, να λατρεύει τον Θεό, ν΄ανυψώνει το ποίμνιό του στα ύψη του ιερού και μεγάλου προορισμού του. Δεν φοβάται πια τους εχθρούς της πίστης.
Στά άγιά του χέρια ο Πανάγαθος εμπιστεύτηκε θεϊκή δύναμη κι' εκείνος τη χρησιμοποιούσε με αγαθότητα, με πραότητα, μα και με ορμή συνταρακτική, όταν αντίκρυζε τους αγώνες εναντίον του Σατανά και των οργάνων του. Έτσι πέρασε όλη του η ζωή. Έφτασε παντού, κι΄όταν δεν μπορούσε να φτάσει με τα άθλια μέσα της συγκοινωνίας της εποχής εκείνης, έφτανε με το πνεύμα του. Παρηγορούσε τους πονεμένους και συμβούλευε τους πλανημένους, ενίσχυε τους φτωχούς.
Φρόντιζε ιδιαίτερα για τα νειάτα. Ήταν ένας φωτεινός οδηγός, που με τα λόγια του και το παράδειγμα του φώτιζε, καθοδηγούσε, ενέπνεε.
Τις ελεημοσύνες, τις αγρυπνίες και τις νηστείες του μόνο ο Θεός τις ξέρει. Απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και ζητούσε μόνο τη δόξα του Θεού. Αλλ' όσο κρυβόταν ο Άγιος, τόσο ο Πανάγαθος τον τιμούσε, γιατί ο Άγιος τιμούσε με τα έργα του τον Θεό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου παρουσιάστηκε πάλι ο σατανάς, με μορφή ανθρώπου, κι΄αυτός ήταν ο Άρειος. Ο Άρειος ήταν διάκος και αρκετά μορφωμένος. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά τον έφτιαξε ο Θεός, δηλαδή ήταν δημιούργημα του Θεού. Ο Αρχιερέας Αλεξανδρείας Πέτρος, τον έδιωξε από την Επισκοπή.
Ο Άρειος κατώρθωσε να πάρει με το μέρος του τον Μητοροπολίτη Νικομήδειας και πολλούς άλλους αρχιερείς. Τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος για να σταματήσει η σύγχυση μέσα στη χριστιανοσύνη, έδωσε εντολή, να μαζευτούν όλοι οι Μητροπολίτες και οι κληρικοί στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας το 325μ.Χ., και να βρουν τη λύση, να λάμψει η αλήθεια.
Στην Α΄αυτή Οικουμενική Σύνοδο, πήραν μέρος 318 Πατέρες και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι. Όταν σε κάποια στιγμή ο Αρειος έφερε σε αδιέξοδο τους Άγίοις Πατέρες, ο Άγιος Σπυδίδωνας έκανε το θαύμα με το κεραμίδι. Δηλαδή έβαλε ένα κομμάτι κεραμίδι στη χούφτα του, το έσφιγξε και αυτό χωρίστηκε στα τρία: σε χώμα, νερό και φωτιά. Με αυτό τον θαύμα απέδειξε τον Τριαδικό Θεό (Πατέρας - Υιός - Άγιο Πνεύμα). Ο Άρειος όμως λόγω του εγωισμού του δεν πείστηκε και με την ρητορική του ικανότητα, γιατί ήταν πολύ μορφωμέμος και μιλούσε με θάρρος και παρρησία, είπε ότι το θαύμα αυτό είναι δαιμονικό. Τότε, ο Άγιος Νικόλαος αγανακτισμένος, δεν κρατήθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Άρειο.
-Βασιλιά, είπε ο Άρειος, είναι σωστό μπροστά σου, ένας από τους Πατέρες να με κτυπήσει; Άν είναι αμαθής, ας μη μιλάει, όπως κάνουν και οι άλλοι, αν πάλι ξέρει, ας πει τη γνώμη του.
-Σωστά μιλάς, Άρειε, του λέει ο Βασιλιάς. Ο Νικόλαος θα φυλακιστεί μέχρι να τελειώσει η Σύνοδος.
Φυλακίστηκε γιατί δεν επιτρεπόταν κανείς να κτυπήσει κάποιο, μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα και η ποινή ήταν ο θάνατος. Ο Αυτοκράτορας αμέσως έδωσε εντολή να πιάσουν τον επίσκοπο Πατάρων Νικόλαο. Τον έδεσαν και τον έβαλαν φυλακή, γιατί τον σεβόταν και δεν ήθελε τον θάνατό του.
Την νύκτα παρουσιάστηκε μέσα σε άσπρο σύννεφο ο Χριστός και η Παναγία και τον ρώτησαν γιατί τον έβαλαν φυλακή.
-Για τη δικιά σας αγάπη και πίστη μου απάντησε ο Νικόλαος.
Τότε ο Χριστός τον ελευθέρωσε από τα δεσμά και του έδωσε ένα Ευαγγέλιο και η Παναγία μας το ωμοφόριο του Αρχιερέα. Από τότε καθιερώθηκε όλοι οι Αρχιερείς να φορούν ωμοφόριο. Την άλλη μέρα όταν του πήγαν φαγητό και νερό στη φυλακή, τον είδαν να διαβάζει το Ευαγγέλιο και τους είπε την οπτασία που είδε και τι του συνέβηκε. Όλοι δόξασαν τον Θεό.
Η Σύνοδος, καταδίκασε τον Άρειο σαν αιρετικό κι οι Πατέρες γύρισαν στις επαρχίες τους. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε στα Μύρα.
Σε ηλικία 100 χρόνων περίπου, αρρώστησε και σε λίγο κοιμήθηκε περί το έτος 333 μ.Χ. για να πάει να βρει τον Κύριο που τόσο πολύ αγάπησε. Προτού πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που έρχονταν, για να παραλάβουν την αγιασμένη ψυχή του.




[1] Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ.
Κάποτε ο Άγιος Νικόλαος αναχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δει τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Ήθελε να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου.
Το βράδυ, είδε στον ύπνο του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι κι ΄εσπασε το τιμόνι. Το πρωϊ, λέει στον καπετάνιο ότι αν πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του σατανά, κι ο Θεός θα τους βοηθήσει.
Στο καράβι ήταν πολλοί χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν. Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο και από το βέβαιο πνιγμό. Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε.
Όμως κάποιος ναύτης την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί γλύστρισε κι έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε. Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός, πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους.
[2] Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Αφού ο Άγιος προσκύνησε τον Πανάγαθο Τάφο του Κυρίου και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός, ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του, μα κανένα πλοίο δεν πήγαινε αν δεν εύρισκε "ναύλο".
Τότε ο Άγιος είπε στον καπετάνιο ότι ο ίδιος θα του πληρώσει όλο τον ναύλο για να τον πάρει στα Πάταρα.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ο αέρας ήταν καλός και αντί να πάνε στα Πάταρα, πήγαιναν πρώτα στη δικιά τους πατρίδα. Τότε ξαφνικά άρχισε μια φοβερή τρικυμία, που τους έσπασε το τιμόνι και το πλοίο ακυβέρνητο θα τσακιζόταν στους βράχους. Ο Άγιος τότε πραγματικά παρακάλεσε το Θεό και η θάλασσα γαλήνεψε και με ένα χοντρό ξύλο που ματαχειριστηκανε για τιμόνι έφτασαν στα Πάταρα. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν τον Πανάγαθο.
[3] Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΑ ΜΥΡΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΙΝΑ.
Κάποτε ήρθε πολύ μεγάλη πείνα στην περιοχή της Λυκίας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής ουδέποτε θυμούνται τέτοια μεγάλη πείνα. Τα δε Μύρα η επαρχία του Αγίου Νικολάου κινδύνεψε να καταστραφεί. Αλλά ο Άγιος λυπήθηκε το ποίμνιό του και ενήργησε ως ακολούθως:
Κάποιος πλοίαρχος φόρτωσε το πλοίο του με σιτάρι με προορισμό τη Γαλλία. Τη νύχτα στον ύπνο του βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να του λέει: "το σιτάρι να το πάρεις στα Μύρα της Λυκίας και όχι στη Γαλλία, γιατί εκεί είναι μεγάλη πείνα και θα το πωλήσεις πολύ άκριβά και γρήγορα. Πάρε δε και τρία φλωριά και όταν φθάσεις στα Μύρα θα πάρεις και τα υπόλοιπα χρήματα. Το πρωϊ αφού ξύπνησε ο πλοίαρχος βρήκε στα χέρια του τα νομίσματα, διηγήθηκε στους ναύτες του τα όσα του συνέβησαν τη νύχτα και τους έδειξε και τα νομίσματα. Όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να οδηγήσουν το πλοίο στα Μύρα γιατί ήτανε θέλημα Θεού. Πράγματι, αφού έφθασαν στα Μύρα πώλησαν αμέσως όλο το σιτάρι σε πολύ καλή τιμή, οι δε κάτοικοι των Μύρων δόξασαν τον Θεό, ο οποίος τους φρόντησε για να μην πεθάνουν από την πείνα, αλλά πάντοτε φροντίζει αυτούς που στηρίζουν την ελπίδα τους στο πλούσιό του έλεος.
[4] Ο ΑΓΙΟΣ ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΚΑΙ ΣΩΖΕΙ ΤΟ ΚΑΪΚΙ
Κάποτε ένα καϊκι κινδύνεψε να βουλιάξει. Οι νάυτες του κάλεσαν τότε τον Άγιο Νικόλαο να τους σώσει, γιατί άκουσαν ότι ο Άγιος είναι ο προστάτης των θαλασσινών και ότι τους βοηθά. Επεκαλέσθησαν τον Άγιο με τούτα τα λόγια: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ μας την ώρα αυτή, γιατί πνιγόμαστε". Πράγματι ξαφνικά παρουσιάστηκε στην πρύμνη του καϊκιού ένας καλόγερος, που κρατούσε το τιμόνι και είπε τους ναύτες: "Μη φοβάστε, με φωνάξατε να σας βοηθήσω και αμέσως ήρθα να σας βοηθήσω".
Όταν η θάλασσα γαλήνεψε, ο Άγιος χάθηκε, οι ναύτες βγήκαν στο λιμάνι των Μύρων και ζήτησαν να δούν τον Άγιο Νικόλαο. Μόλις μπήκαν στην Μητρόπολη είδαν τον ίδιο καλόγερο που ήταν στο τιμόνι και τους έσωσε. Τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τον γνώρισαν. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως πέσανε και τον προσκυνήσανε λέγοντες: "Ευχαριστούμεν σε, δούλε του Θεού, γιατί αν δεν πρόφτανες να έρθεις, θα πνιγόμασταν στη θάλασσα".
[5] ΤΟ ΛΑΔΙΚΟ
Άλλο θαύμα που έκανε ο Άγιος Νικόλαος, είναι όταν μια μέρα παρουσιάστηκε μια γριά γυναίκα, που δεν ήταν άλλος από τον σατανά, στον πλοίαρχο ενός καϊκιού, που θα πήγαινε με πολλούς χριστιανούς στα Μύρα για να ποσκυνήσουν στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου το ιερό του λείψανο. Αυτή, λοιπόν η γριά, του λέει ότι θα ήθελε να πάσε και αυτή να προσκυνήσει μα δεν αντέχει τη θάλασσα γιατί είναι γριούλα και τον παρακάλεσε να πάρει ένα δοχείο λάδι για ν' ανάψουν τα καντήλια.
Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλίαξει το καϊκι.
[6] Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (ΠΝΙΓΜΟ) ΕΥΣΕΒΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ.
Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ζούσε κάποιος χριστιανός ευλαβής και πιστός, ο οποίος υπεραγαπούσε τον Άγιο Νικόλαο, όπως και ο Άγιος τον αγαπούσε πολύ. Θέλησε κάποτε να ταξιδέψει με καράβι για ατομική του υπόθεση. Πήγε πρώτα στο ναό του Αγίου Νικολάου στην Κωνσταντινούπολη που τον είχε κτίσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, για να προσκυνήσει προτού ξεκινήσει για το ταξείδι του. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε τους συγγενείς και τους φίλους του, μπήκε στο καράβι. Κατά τη νύχτα οι νάυτες ξύπνησαν για να διορθώσουν τα παννιά γιατί είχε αλλάξει η διεύθυνση του ανέμου. Την ίδια στιγμή ξύπνησε και ο καλός αυτός χριστιανός και πήγαινε για φυσική του ανάγκη. Πέρασε απ' εκεί που κατεγίνοντο οι ναύτες με τα σύνεργά τους και περιπλεχθείς με τα παννιά έπεσε στη θάλασσα. Οι ναύτες πρόσεξαν τον άνθρωπο που έπεσε στη θάλασσα, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σώσουν, γιατί ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Το μόνο που έκαναν ήταν να τον κλαίνε συνέχεια για τον τραγικό θάνατό του.
Ο άνθρωπος αυτός, καθώς ήταν ντυμένος, καταποντίστηκε στο βυθό της θάλασσας, θυμήθηκε και έλεγε νοερά: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με ".
Οι συγγενείς του, που κοιμούνταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, ξύπνησαν έντομοι ακούοντας τις φωνές του. Επίσης ξύπνησαν και οι γείτονες του από το θόρυβο και έτρεξαν στο σπίτι του και είδαν και αυτοί τη σκηνή και πρόσεξαν που έτρεχε τον νερό της θάλασσας από τα ρούχα του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες και είδαν τα συμβάντα έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί και δεν ήξεραν τιν να πουν. Τότε ο χριστιανός άρχισε να διηγήται αυτό που του σνηνέβξκε και να τους παρακαλεί να του πουν πως βρέθηκε στο σπίτι του σε τέτοιες συνθήκες. Όλοι τότε έκλαιγαν και φώναζαν. "Κύριε, ελέησόν".
Αφού ο χριστιανός άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στεγνά ξεκίνησε για να πάει στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Άγιο για το θαύμα που έκανε. Ο ναός έγινε κατάφωτος και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος ρωτώντας ο ένας τον άλλο τι είχε γίνει και αμέσως το θαύμα έγινε γνωστό. Μάλιστα δε όταν πλησίασαν τον διασωθέντα πρόσεξαν ότι ευωδίαζε το σώμα του από διάφορα αρώματα, εξέστησαν όλοι και δόξασαν το Θεό ευχαριστούντες τον μέγα Ιεράρχη Νικόλαο.
Αυτό το θαύμα του Αγίου έγινε σε λίγες μέρες γνωστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε και στα αφτιά του Βασιλιά και του Πατριάρχη. Αμέσως κάλεσαν Ιερά Σύνοδο, καθώς και τον διασωθέντα χριστιανό, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε όλους τους συναθροισθέντες Συνοδικούς, που φώναζαν: "Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!" Όλοι οι χριστιανοί έκαμαν λιτανεία και αγρυπνία, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεό, απονέμοντες δε και την πρέπουσα ευχαριστία στον Άγιο Νικόλαο.

Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία.
Στην Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι οποίοι ονομάζοντο Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρείς σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στος αρπαγές βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: "Ποίοι είσθε;"
Εκείνοι μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. "Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάμνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός". Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: " Αφού ήλθετε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστητημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήλθετε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε "; Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι εφοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι είπαν προς τον Άγιο: " Ποίος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε "; Ο δε Άγιος απάντησε:
" Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ότι θέλουν; Εσείς φταίτε ". Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε εφιλοξένησε τους τρείς στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ' αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπούνε στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα, ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίουν και να τον παρακαλούν όπως προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευτάια στιγμή πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να απικεφαλίσει τους μελλοθάνατους και αφού έλυσε τα δεσμά και δοξάζοντες τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο.
Όταν το γογονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δούν το γεγονός. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος καβαλλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δεί τι συνέβει. Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για την δωροδοκία και την άδικη κρίση πού επέβαλε σ'αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.

Αφού είδαν όλα αυτά που συνέβησαν οι τρείς στρατηγοί μπήκαν στα πλοία τους και αναχώρησαν για τη Φρυγία, για ειρήνευση τους Ταϊφάλους. Πράγματι αφού νίκησαν τους Ταϊφάλους και τους ειρήνευσαν γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Αυτοκράτορας τους τίμησε δίνοντάς τους πολλά δώρα και τους έβαλε σε ψηλώτερη θέση.
Μα ο σατανάς, που δεν θέλει το καλό κανενός, παρακίνησε μερικούς κακούς ανθρώπους να πλησιάσουν τον επίτροπο του Βασιλιά Αβλάβιο και να κατηγορήσουν τους στρατηγούς ότι τάχα δεν κτύπησαν τους επαναστάτες, παραμόνο έκαναν μυστική συμφωνία μαζί τους να κάνουν ξεχωριστό κράτος με βασιλιάδες τους τρείς στρατηγούς τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπύλιο. Οι συκοφάντες έδωσαν πολλά χρήματα στον Άβλάβιο και αυτός τους φυλάκισε χωρίς οι στρατηγοί να γνωρίζουν την αιτία. Οι κακοί εκείνοι άνθρωποι, φοβούμενοι μήπως φανερωθούν μια μέρα στο βασιλιά σαν ψεύτες, έδωσαν ακόμα περισσότερα χρήματα στον Αβλάβιο για να διατάξει να σκοτώσουν τους στρατηγούς. Αμέσως αυτός πήγε στον Αυτοκράτορα και του λέγει: " Πολυχρονεμένε μου Βασιλιά, οι τρείς στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων τους οποίους έστειλες να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγή σου, τους παρέσυραν με το μέρος τους και σκέπτονται να επαναστατήσουν κατά της βασιλείας σου. Εγώ τους φυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου πρέπει να τους σκοτώσει για να γλυτώσεις από αυτούς και να παραδειγματιστούν και οι άλλοι".
Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε τον Αβλάβιο τον πίστεψε και διάταξε να απικεφαλιστουν την επομένη μέρα. Τότε ο Αβλάβιος έγραψε την καταδίκη καί έστειλε είδηση στη φυλακή να δοθεί η αγγελία στους στρατηγούς. Όταν ο δεσμοφύλακας πήρε την είδηση και τη διάβασε, άρχισε να κλαίει και πήγε αμέσως στους στρατηγούς και τους είπε: " Αύριο αποκεφαλίζεσθε. Εάν έχετε κάτι να γράψετε στις οικογένειές σας να το πράξετε τό συντομότερο". Μόλις άκουσαν τη διαταγή του Βασιλιά παράλυσαν τα μέλη τους μη γνωρίζοντες την αιτία της καταδίκης και φώναζαν και έλεγαν: "Σε ποιό πράγμα φραίξαμε ενώπιον του Θεού και του Βασιλιά μας και καταδικαστήκαμε σε θάνατο; Ποιά είναι η αμαρτία μας και θέλουν να μας σκοτώσουν";
Οι τρείς στρατηγοί έγραψαν στην φυλακή την διαθήκη τους και τις τελευταίες θελήσεις και επιθυμίες τους. Ο ένας από τους τρείς ο Νεπωτιανός είπε ότι στο σημείο που φτάσαμε τώρα, μόνο ο Επίσκοπος Λυκίας μπορεί να μας βοηθήσει και να μας σώσει από το θάνατο. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μας ελευθερώσει και να μας σώσει. Θυμάστε, τους λέει, τι συνέβει στα Μύρα της Λυκίας με τον μέγα Νικόλαο, ο οποίος ελευρέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρείς άνδρες. Αυτός γνωρίζει για μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να τον παρακαλέσουμε να μας απελευθερώσει. Πράγματι και οι τρείς με δάκρυα στα μάτια εβόησαν λέγοντες: " Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νιλολάου, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρείς άνδρες στα Μύρα, πρόφθασε, Κύριε, και μη παρίδεις την αδικία αυτή και ούτε δε να μας λησμονήσεις απότον κίνδυνο θανάτου που βρισκόμαστε. Ελευθέρωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και πρόφθασε σε βοήθειά μας, γιατί αύριο θα θανατωθούμε". Όλη τη νύχτα προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στη φυλακή. Και πραγματικά, το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βλέπει οπτασία τον Άγιο Νικόλαο που του λέει: "Βασιλιά, ξύπνα και λευτέρωσε τους τρείς στρατηγούς σου, γιατί όσα σου είπαν είναι ψέμα. Άν δεν το κάνεις, γρήγορα θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι σύ"; Ρώτησε ο βασιλιάς. "Είμαι ο Επίσκοπος Λυκίας, κι' εγώ τους φιλοξένησα και τους γνωρίζω καλά".
Ο Άγιος πήγε μετά στον Έπαρχο Αβλάβιο και του είπε: "Αβλάβιε, ανόητε, γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους τρείς άνδρες, οι οποίοι δεν έπταισαν σε τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσεις, ειδάλλως θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι συ", ρώτησε Αβλάβιος.
Ο Άγιος απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και ο Αρχιερέας των Μυραίων. Μόλις είπε αυτά ο Άγιος, ο Αβλάβιος αμέσως ξύπνησε και σκεφτόταν τι σήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος σκεφτόταν τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέτες του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λέγουν: "Πήγαινε γρήγορα και σε ζητά ο Βασιλιάς". Αμέσως πήγε και παρουσιάστηκε στο Βασιλιά, ο δε Βασιλιάς μόλιε τον είδε άρχισε να του διηγείταιο όραμα που είδε. Ο Αβλάβιος απάντησε αμέσως ότι είδε το ίδιο όνειρο και απορούσε πολύ. Τότε ο Βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη από τους τρείς στρατηγούς και τους διηγήθηκε την οπτασία που είδε.
Οι τρείς στρατηγοί ελευθερώθηκαν και έγιναν μοναχοί. Τις δε περιουσίες τους τις μοίρασαν στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Ο Βασιλιάς τους έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, ένα χρυσό θυμιατήρι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και δυο μεγάλες επίχρυσες λαμπάδες δώρα για την Εκκλησία στην οποία ήταν Αρχιερέας ο Άγιος Νικόλαος.

AΠΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: