Ένας μοναχός πεζοπορούσε στην έρημο. Στον δρόμο τον συλλαμβάνει μια συμμορία ληστών. Του ζητούν να τους δώσει όλα τα λεφτά που είχε στο πουγκί του.
- Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, του λένε άγρια.
- Δεν έχω ούτε μια πεντάρα επάνω μου, τους απαντά.
Η ματιά του ήταν πολύ γλυκιά και καλοσυνάτη. Τους έκανε εντύπωση, κι’ ο αρχηγός τους τον λυπήθηκε.
- Κανονικά θα’ πρεπε να σε σκοτώσουμε, του λέει, αφού δεν μας δίνεις τίποτε. Αλλά ίσως έχεις κάτι να μας δώσεις. Κάνε μας ένα κήρυγμα και αν το πετύχεις, θα σ’ αφήσουμε να φύγεις. Διαφορετικά….
Ο μοναχός δεν τους χάλασε το χατίρι. Σκέφθηκε λίγο και ύστερα τους είπε:
- Αδελφοί μου, η ζωή σας μοιάζει με τη ζωή του Χριστού. Όπως Εκείνος, έτσι κι’ εσείς γεννηθήκατε σ’ έναν στάβλο ή κάπου χειρότερα.
Σαν Εκείνον, περάσατε τα νιάτα σας χωρίς να έχετε που να γείρετε το κεφάλι.
Σαν Εκείνον θα πεθάνετε, καρφωμένοι σ’ ένα ξύλο, μέσα στους χλευασμούς του όχλου.
Και σαν Εκείνον θα κατεβείτε στον Άδη. Μόνο, που θα μείνετε εκεί, χωρίς ν’ αναστηθείτε όπως Αυτός. Είναι η μόνη διαφορά που βλέπω. Μετανοήστε αδελφοί μου τώρα που είναι καιρός. Αυτό σας εύχομαι, για να λείψει κι’ αυτή η διαφορά.
Τα λόγια του έπιασαν τόπο στις καρδιές τους. Φιλοτιμήθηκαν να μοιάσουν σε όλα με τον Χριστό.
Κι’ άλλαξαν από εκείνη τη στιγμή τη ζωή τους.
***************************
Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος.
Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σʼ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας.
Την Κυριακή που πήγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δε γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί.
Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρε τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δέχτηκε την καλή σου προαίρεση.
Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.
Από το Γεροντικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου