ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2020

Για τον άγιο απόστολο του Χριστού Ανδρέα († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)



Ο άγιος απόστολος Ανδρέας βρισκόταν πολύ κοντά στον Χριστό, όπως και ο αδελφός του, ο απόστολος Πέτρος. Επειδή είχε μία σταθερή αγάπη προς τον Χριστό, αυτή η αγάπη τού επέτρεπε να είναι πάντοτε κοντά στον Χριστό και να είναι πάντοτε βοηθός Του στο έργο του ευαγγελισμού.

Ήταν μία ψυχή η οποία λαχταρούσε τον Θεό. Δεν αναπαυόταν στην ματαιότητα και στα γήινα. Είχε πόθο Θεού. Και γι’ αυτό, όταν άκουσε ότι υπάρχει κάποιος προφήτης στην έρημο του Ιορδάνου, ο Ιωάννης, άφησε ό,τι είχε και έτρεξε για να γίνει μαθητής του, αν και ήταν αρκετά μεγάλος στην ηλικία και είχε και υποχρεώσεις.

Εκεί όμως που ακολουθούσε τον Ιωάννη, εμφανίσθηκε ο Ιησούς. Είδε τότε ο Ανδρέας, ο πιστός μαθητής του Ιωάννου, ότι ο διδάσκαλός του ο Ιωάννης έδειχνε τον Ιησού και έλεγε: «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1:29) και άλλα και ότι Αυτός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας.

Κατάλαβε τότε, ότι αυτός ο πόθος που είχε στην ψυχή του να γνωρίσει τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του, δια του Ιησού θα επετυγχάνετο, του αναμενομένου Μεσσία. Γι’ αυτό και με ευλογία τού μέχρι εκείνη την ώρα –ας τον πούμε έτσι– Γέροντά του και πνευματικού του πατρός και διδασκάλου, του Τιμίου Προδρόμου, εγκαταλείπει τον Ιωάννη, για να ακολουθήσει τον Ιησού. Και είναι γνωστή από το ιερό Ευαγγέλιο η μετέπειτα πορεία του αποστόλου Ανδρέα.

Ακούσαμε και στην ανάγνωση το γεγονός που διηγείται ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, που δείχνει την οικειότητα και την παρρησία που είχε προς τον Ιησού, λόγω της αγάπης την οποία είχε προς Αυτόν. Όταν πήγαν οι Έλληνες και ζήτησαν να δουν τον Ιησού, απετάνθησαν πρώτα προς τον απόστολο Φίλιππο, ο οποίος δεν είχε –όπως φαίνεται– τόσο θάρρος προς τον Κύριο. Και γι’ αυτό απετάνθη προς τον απόστολο Ανδρέα και του λέει: «Τι να κάνουμε; Οι Έλληνες ζητούν να δουν τον διδάσκαλό μας». Και ο απόστολος Ανδρέας τους οδήγησε στον Κύριο (Ιω. 12:20-23). Αλλά και από άλλα σημεία των Ευαγγελιστών φαίνεται η οικειότητα του αγίου αποστόλου Ανδρέα προς τον Ιησού.

Έλαχε και σ’ αυτόν να κηρύξει το Ευαγγέλιο σε πολλά έθνη. Όσο λίγοι Απόστολοι περιέτρεξε την οικουμένη. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο συναξάριό του λέγει ένα χαριτωμένο περιστατικό, αφού απαριθμεί τον κατάλογο των περιοχών και των εθνών και των πόλεων στα οποία κήρυξε ο απόστολος Ανδρέας, που είναι αρκετά μακρύς. Μετά λέει:

«Ας μη νομισθεί ότι η μετάβαση σε όλα αυτά τα μέρη ήταν εύκολη, όπως εύκολα στον λόγο αναφέρονται τα ονόματα αυτά. Ήταν κοπιώδης και μαρτυρική, όπως μαρτυρική ήταν και η τελείωσή του στην πόλη των Πατρών».

Είναι ευλογία για το Ορθόδοξο έθνος μας και τον λαό μας που έχουμε τον απόστολο Ανδρέα μέσα στα σπλάχνα της πατρίδος μας, που το αίμα του έχει ποτίσει τον τόπο μας και την πατρίδα μας και που είναι και ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Τον ευχαριστούμε για την προσφορά του στην Εκκλησία και στον κόσμο όλο, και ταπεινά τον παρακαλούμε να πρεσβεύει στον Κύριο να μας βοηθήσει, όπως εκείνος είχε μία όχι απλώς αγάπη προς τον Χριστό, αλλά σταθερή αγάπη προς τον Χριστό χωρίς διακυμάνσεις και πτώσεις, έτσι και εμείς να έχουμε μία σταθερή αγάπη προς τον Χριστό κάθε λεπτό της ζωής μας.

(1987)


άλλη όψις

Παρασκευή, Νοεμβρίου 27, 2020



Όταν οι δήμιοι απέκοψαν τον αντίχειρα του δεξιού χεριού του αγίου Ιακώβου, εκείνος ανεβόησε: «Πρόσδεξαι, Κύριε, τον πρώτο κλάδο, που σαν την άμπελο κλαδεύεται, ώστε εν καιρώ να βλαστήσει νέος κλάδος».

Στην αποκοπή του δεύτερου δακτύλου του είπε: «Δέξου, Κύριε, και τον δεύτερο κλάδο του δέντρου που εφύτευσεν η δεξιά Σου».
Στο τρίτο δάκτυλο που του απέκοψαν είπε: «Ευλογώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα».
Στην αποκοπή του τέταρτου αναφώνησε: «Συ που δέχθηκες τη δοξολογία από τα τέσσερα Ιερά ζώα (σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών), δέξου το μαρτύριο του τέταρτου δακτύλου μου».
Στο πέμπτο δάκτυλο που του έκοψαν, είπε: «Ας είναι πεπληρωμένη η χαρά μου όπως των πέντε φρονί­μων παρθένων στη γαμήλια εορτή!».
Στην αποκοπή του έκτου δακτύλου, είπε: «Δόξα Σοι, Κύριε, ο οποίος την Έκτη Ώρα εξέτεινες τα πανάχραντα χέρια Σου επί του Σταυρού, διότι με αξίωσες να Σου προσφέρω το έκτο μου δάκτυλο».
Όταν του έκοψαν το έβδομο δάκτυλο, είπε: «Όπως ο Δαυίδ Σε αινούσε επτάκις της ημέρας, Σε υμνολογώ διά του εβδόμου δακτύλου μου που απετμήθη προς χάριν Σου».
Μετά το όγδοο που αποκόπηκε, είπε: «Την όγδοη ημέρα Συ, Κύριε, περιετμήθης».
Μετά την αποκοπή του ενάτου είπε: «Την ένατη ώρα, Χριστέ μου, παρέδωσες το Πνεύμα Σου στα χέρια του Πατρός Σου, κι εγώ Σου προσφέρω ευχαριστία το μαρτύριο του ενάτου δακτύλου μου».
Στην αποκοπή του δεκάτου δακτύλου, είπε: «Εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω Σοι ψαλώ, Θεέ μου, και Σε ευχαριστώ ότι με αξίωσες να υπομείνω την αποκοπή των δέκα δακτύλων των δύο χειρών μου, για τις Δέκα Εντολές που εγράφησαν σε δύο πλάκες».

Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2020

Έχει και η Εκκλησία τα δικά της μοντέλα




 Έχει και η Εκκλησία τα δικά της μοντέλα τα οποία έζησαν μέσα σε παλάτια και ανέσεις αλλά διαπίστωσαν ότι αποκλειστικά η κοσμική ομορφιά δεν οδηγεί πουθενά και επέλεξαν να στολιστούν για να αρέσουν όχι στον κόσμο αλλά στον εραστή του σύμπαντος κόσμου. Γιατί όταν τελικά γνωρίσεις τον Χριστό η οπτική που έχεις για όλα τα πράγματα του κόσμου αλλάζει. Είναι ένα βίωμα που δεν εξηγείται με λόγια αλλά βιώνεται με την καρδιά. Αυτές οι γυναίκες λοιπόν, επέλεξαν να δώσουν στην ύπαρξη τους μια ομορφιά που οράται όχι μόνο με τον γήινο οφθαλμό αλλά και με τα μάτια της καρδιάς. Μια ομορφιά που δεν ακτινοβολεί σε κτιστούς καθρέφτες και σε φλας φωτογράφων αλλά ακτινοβολεί μέσα στους αιώνες και μάλιστα θεραπευτικά για κάθε άνθρωπο. Τέτοια είναι η ομορφιά των Αγίων. Όπου το σωματικό κάλλος δεν εμπόδισε το στόλισμα της ψυχής.

Η ομορφιά του σώματος αν δεν συνοδεύεται με την ομορφιά της ψυχής τότε μυρίζει δυσωδία ακόμα και αν η γυναίκα αυτή έχει χρησιμοποιήσει όλα τα καλλυντικά και έχει κάνει πλαστικές για τις οποίες έχει αξιοποιηθεί όλη η επιστημονική γνώση της σημερινής εποχής.

Για αυτό μας «ελκύουν» πνευματικά οι Άγιοι και οι Αγίες ακόμα και όταν βρίσκονται σε λασπόνερα μέσα στις σπηλιές. Μας ελκύει και μας καλεί μια ομορφιά και δεν μπορείς να απαντήσεις γιατί και πως, αλλά ακολουθείς και ερωτεύεσαι πνευματικά αυτό το πρόσωπο.

Μια σταγόνα αρώματος τέτοιας ευωδίας μπορούμε να βιώσουμε στον κτιστό κόσμο όταν τελικά γνωρίσουμε τον άνθρωπο της ζωής μας. Τον ερωτευόμαστε και μας καλεί κάτι σε αυτό το πρόσωπο που δεν μπορούμε να το περιγράψουμε με λέξεις κανενός λεξικού του κόσμου. Είναι αυτό το «Κάτι» ….Είναι δηλαδή το κομμάτι του Θεού σε αυτόν τον άνθρωπο που ταιριάζει με το δικό μας κομμάτι που έχουμε μέσα μας. Ένα σπασμένο διαμάντι συναντάει το άλλο του μισό και ολοκληρώνεται σε ένα σώμα. Είναι το κομμάτι από το διαμάντι που λείπει από το στέμμα του ουρανού.

Οι Αγίες της Εκκλησίας είναι τέκνα του κόσμου αλλά έγινε η ζωή τους προετοιμασία για τον ουράνιο κόσμο. Δεν αρνήθηκαν τον κόσμο , αλλά την ψευτιά αυτού του κόσμου και έτσι επέλεξαν την ομορφιά του ουρανού.

Ο Στάρετς Σαμψών Σίβερς, ένας μεγάλος σύγχρονος ομολογητής της Ρωσίας, επισημαίνει: «Δεν υπάρχουν άσχημες κοπέλες. Μία κοπέλα που πραγματικά αγαπά τον Θεό φαντάζει όμορφη έστω κι αν ακόμα έχει πρόσωπο αλόγου». Σε ένα ανάλογο ύφος ο πατήρ Γεώργιος Σαβέλσκι, βιογράφος του αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, αναφέρει: «Ο άγιος είχε ένα συνηθισμένο πρόσωπο. Όμως η χάρη του Θεού που κατοικούσε μέσα του τον ομόρφυνε και τον έκανε να φαντάζει σαν επίγειος άγγελος».

Ας δώσουμε λοιπόν στις νέες κοπέλες αυτό που χρειάζονται. Όχι επίγεια στολίδια και ψεύτικα πρότυπα αλλά ουράνια πρότυπα. Οι κοπέλες πολλές φορές στεναχωριούνται και παλεύουν με χίλιους τρόπους να αρέσουν εξωτερικά στον κόσμο. Την αποκλειστική όμως ομορφιά την τρώει ο θάνατος της φθοράς ενώ ο στολισμός της ψυχής παραμένει αναλλοίωτος και λάμπει πάντοτε. Να μην αμελούμε το σώμα και ιδιαίτερα την υγεία αυτού αλλά να στολίσουμε την ψυχή μας και τότε θα λάμψει και το σώμα με την ομορφιά που δίνει η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος . Μια ομορφιά που δεν ελκύει μόνο τους ανθρώπους αλλά η γυναίκα γίνεται εκλεκτή προσκεκλημένη από τον Νυμφίο Χριστό στο Ουράνιο Παλάτι του παραδείσου.

π.Σπυρίδων Σκουτής - euxh.gr - Ιερά Μητρόπολη Λήμνου

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2020

Κάλλιστος Ware, Το έσχατο μυστήριο(απόσπασμα)



Αν ήμουν γιατρός
και ζητούσαν τη συμβουλή μου,
θα έπρεπε να απαντήσω:
Δημιουργήστε σιωπή!

Soren Kirkegaard

Για την Ορθοδοξία, η Μητέρα του Θεού είναι κατ’ εξοχήν ένα σημείο και μια έκφραση χαράς. Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ψάλλουμε «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», ενώ στον Ακάθιστο Ύμνο «Χαῖρε πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη», στην δε εικονογραφία προσδιορίζεται με τίτλους όπως «Τῶν Θλιβομένων ἡ Χαρά», «Ἡ Πάντων Χαρά» ή η «Ἀπροσδόκητος Χαρά». Η ίδια αίσθηση της χαράς της Μαρίας διαπνέει και ολόκληρη την εορτή της 21ης Νοεμβρίου. Τα κείμενα της ημέρας επανειλημμένως αναφέρονται στη χαρά του Ιωακείμ και της Άννας, στη χαρά του Ζαχαρία, στη χαρά των νεανίδων της εόρτιας πομπής… Χαίρουν και τα Άγια των Αγίων: «Τὰ τῶν Ἁγίων Ἅγια ἀγάλλονται», κυρίως όμως χαίρει η ίδια η Παρθένος. Εδώ η υμνογραφία δανείζεται τα ωραία λόγια του Πρωτευαγγελίου: «Ο ιερεύς την υποδέχτηκε και την ασπάστηκε και την ευλόγησε… Και ο Κύριος την χαρίτωσε και εκείνη έκανε κινήσεις με τα πόδια της σαν να χόρευε».Η Μαρία, λένε οι ύμνοι της εορτής, «Χαίρει εισερχομένη ἐν τῷ Ναῷ», «Καὶ σώματι καὶ πνεύματι ἔχαιρε», «περιχορεύουσα εἰς θεῖα σκηνώματα». Και τη χαρά που γεύεται την μοιράζεται μ’ εμάς: Αυτή είναι «ἡ πάντων χαρά» και «χαρᾶς τοῦ κόσμου ἡ πρόξενος». Καθώς δε εισέρχεται, «Ἀγγέλων τὰ τάγματα καὶ τῶν βροτῶν ἡ πληθύς» βοούν και λέγουν: «ἐν τῷ Ναῷ εἰσάγεται ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύτρωσις».

Αυτό που σε κάθε περίπτωση τα λειτουργικά κείμενα δεν αναφέρουν σαφώς είναι η σιωπή της Μητέρας του Θεού. Η σιωπή όμως αυτή αποτελεί τον πυρήνα της μεγαλύτερης ενδεχομένως ομιλίας που έχει συντεθεί για την εορτή των Εισοδίων, αυτής του Γρηγορίου Παλαμά Εις την προς τα Άγια των Αγίων Είσοδον της Υπερευλογημένης Θεοτόκου. Κατά τον βιογράφο του Παλαμά, τον Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, η ομιλία αυτή ανήκει στα πρώτα έργα του αγίου, συνετέθη δε περί το έτος 1334, όταν διέτριβε στο Άγιο Όρος, πολύ πριν εμπλακεί στην αντιγνωμία με τον Βαρλαάμ από την Καλαβρία σχετικά με το θείο φως του Θαβώρ και τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Ο Κόκκινος προσθέτει ότι ο Παλαμάς παρακινήθηκε να γράψει την ομιλία, επειδή κάποιοι, που δεν τους κατονομάζει, «με απερισκεψία και αμαθή γλώσσα τόλμησαν να προσβάλουν τοιαύτα μυστήρια», υπονοών πιθανόν τον σκεπτικιστή Γρηγορά. Στην πραγματικότητα όμως, ο Παλαμάς στην ομιλία του, δεν κάνει καμιά προσπάθεια να αποδείξει την ιστορικότητα των γεγονότων που τιμούμε στις 21 Νοεμβρίου. Αντιθέτως θεωρεί την Είσοδο της Μαρίας στον Ναό ως συμβολισμό της μυστικής αναβάσεως της ψυχής προς τον Θεό,

Ο Παλαμάς τη βλέπει ως τη μεγαλύτερη ησυχάστρια, Εκείνη η οποία επέτυχε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την αληθινή ησυχία ή σιωπή της καρδιάς. Εισερχόμενη στον Ναό, διέκοψε όλους τους δεσμούς με τα εγκόσμια και γήινα πράγματα, παραιτούμενη από τον κόσμο «Θεῷ ζῶσα μόνῳ, Θεῷ βλεπομένη μόνῳ»· επέλεξε την κεκρυμμένη βιοτή, την αόρατη για τα μάτια των έξω, μια «ζωή ησυχίας». Κατοικούσε στα Άγια των Αγίων και η ζωή Της έμοιαζε με τη ζωή των ερημιτών και των ασκητών που κατοικούν εν «ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Εβρ. 11:38). Η περίοδος που έζησε στον Ναό ήταν έτσι μια εμπειρία «ερήμου», μια προτύπωση του μοναχισμού. Εκεί έμαθε να υποτάσσει τον «ἡγεμόνα νοῦν» στον Θεό, ζώντας «τὴν κατ᾿ ἀγγέλους πολιτείαν», επιτυγχάνοντας την θεωρία και ασκώντας την αδιάλειπτη προσευχή: «συνῆψε τὸν νοῦν τῇ πρὸς ἑαυτὸν στροφῇ καὶ προσοχῇ καὶ τῇ ἀδιαλείπτῳ θείᾳ προσευχῇ».Μεταμορφούμενη από το θείο φως, είδε τον άκτιστο Θεό να αντανακλάται στο κάτοπτρο της καθαρότητος της καρδιάς Της.Και τα μέσα της προσβάσεώς της σε όλα αυτά τα μυστήρια της εσωτερικής προσευχής ήταν ακριβώς η ησυχία:

«Τὴν ἱερὰν ἡσυχίαν εὑρίσκει χειραγωγόν· ἡσυχίαν τὴν νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθην τῶν κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν νοημάτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον ἀπόθεσιν· αὔτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἢ θεοπτίας. {…} Μόνη γὰρ ἀπάντων, ἐξ οὕτω πάνυ παιδὸς ὑπερφυῶς ἡσυχάσασα {…} καινὴν καὶ ἀπόρρητον ὁδὸν εἰς οὐρανοὺς ἐδείματο τήν, ἵν᾿ οὕτως εἵπω, νοητὴν σιγήν».

Μερικοί από σας ίσως αισθάνεστε ότι η εύγλωττη αυτή προσωπογραφία της Μαρίας της ησυχάστριας, το πρότυπο της θεωρητικής ενώσεως, μικρή σχέση έχει με το απλό κορίτσι της Ναζαρέτ που περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Ωστόσο, μήπως τελικά αυτά τα δυο συνδέονται; Ησυχία ή σιωπή της καρδιάς δεν είναι ουσιαστικά τίποτε άλλο παρά μια στάση προσεκτικής ακρόασης. Με τους λόγους του Max Picard, «Η ακρόαση είναι εφικτή μόνον όταν υπάρχει ησυχία εντός του ανθρώπου: ακρόαση και ησυχία ανήκουν η μία στην άλλη». «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψαλμ. 45:10): η φράση του Ψαλμωδού συγκεφαλαιώνει την ουσία της σιωπής. Όταν σιωπώ εν προσευχή σημαίνει ότι αφουγκράζομαι τον Θεό. «Η σιωπή είναι παρουσία», θα πει ο George Bernanos, «στην καρδιά της βρίσκεται ο Θεός». Εάν θεωρηθεί έτσι, η σιωπή δεν είναι κενό αλλά πλήρωμα, δεν είναι απουσία λόγου, αλλά επίγνωση της αμεσότητος του Θεού. Σιωπή είναι προσμονή του Θεού. Και στα Ευαγγέλια η Μαρία απεικονίζεται ακριβώς ως εκείνη η οποία ακροάται: Εκείνη η οποία άκουσε το λόγο του Θεού κατά τον Ευαγγελισμό (Λουκ. 1:38, 11:28), Εκείνη η οποία «συνετήρη τὰ ρήματα ταῦτα, συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2:19, 2:51), Εκείνη η οποία είπε στους υπηρέτες κατά τον εκ Κανά γάμο να ακούουν τον Υιό της (Ιω. 2:5). Η Μαρία του Γρηγορίου Παλαμά, η Μαρία η ησυχάστρια εντός του Ναού, τελικά δεν αποδεικνύεται τόσο διαφορετική από την Μαρία του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, η οποία ακροάται τον θεό με ταπεινή και επαγρυπνούσα σιωπή.

Αυτό λοιπόν είναι το συμβολικό της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. μας μιλά για τη χαρά: Ο Χριστιανισμός, μας υπενθυμίζει, ήρθε στον κόσμο ως άγγελμα «χαράς μεγάλης» (Λουκ. 2:10) κι αν αυτή τη μεγάλη χαρά δεν τη νιώθουμε μέσα μας, τότε δεν είμαστε αληθινοί Χριστιανοί. Ωστόσο, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, μας μιλά για τη δημιουργική σιωπή. «Να κατανοείς δια της ησυχίας», λέει ο Dag Hammarskjöld, «να ενεργείς δια της ησυχίας, να κατακτάς εν ησυχία». Αυτό ακριβώς είναι το μάθημα που έχουμε να μάθουμε από την παρούσα εορτή.

Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει με τη σιωπή του». Η ρήση του Von Hϋgel μπορεί καλύτερα να ερμηνευθεί μέσα από αυτό που έχει γράψει ο G. K. Chesterton: «Ο άνθρωπος είναι άντρας, αλλά η Ανθρωπότητα είναι γυναίκα». Η Μαρία είναι η ανθρώπινη εικόνα και το παράδειγμά μας. Μέσα απ’ όσα έκανε με τη σιωπή της -αυτή τη σιωπή που η ιστορία των παιδικών της χρόνων στον Ναό προβάλλει ενώπιόν μας συμβολικά- αποτελεί πρότυπο και έμπνευση για όλους μας.

Άγιος Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου-Δύο περιστατικά από τον βίο του


 

Ὑπάρχουν δύο βίοι του, αὐτὸς ὁ ἀρχαῖος καὶ ὁ βίος τὸν ὁποῖον συνέγραψε ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής.

Αὐτὸς ὁ πιὸ ἀρχαῖος βίος του λοιπὸν μᾶς λέει ὅτι ἦταν κάποιος μοναχὸς ποὺ ὀνομαζόταν Ἀμφιλόχιος. Καὶ ἦταν δίκαιος καὶ θεοσεβὴς καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ μοναχὸς ὁ Ἀμφιλόχιος ζοῦσε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ διεκρίνετο γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀρετή του. Ἐξ’αἰτίας λοιπὸν αὐτῆς τῆς ἁγιότητος καὶ ἀρετῆς του τὰ χρόνια ποὺ ἐμόναζε ἀφοῦ ἐγνώρισε τὸν Μ.Βασίλειο κάπου ἐκεῖ στὴν Καππαδοκία, κάποια φορᾶ λέει ἐχήρευσε ὁ θρόνος τοῦ Ἰκονίου, «…», τοῦ ἐμφανίστηκε τὸ βράδυ Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «…» Ἀμφιλόχιε νὰ πᾶς στὸ Ἰκόνιο, γιὰ νὰ ποιμάνεις ἐκεῖ τα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. «…» Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐπείστηκε. «…» Καὶ τὴ δεύτερη φορὰ ἀπείθησε ὁ Ἀμφιλόχιος. «…» Δὲν πρέπει εὔκολα νὰ πιστεύουμε στὰ ὁράματα καὶ στὶς ὀπτασίες. Πρέπει νὰ ἀντιδροῦμε. Δυὸ φορὲς τοῦ ἐμφανίστηκε Ἄγγελος καὶ δὲν δέχθηκε αὐτὴ τὴν ὀπτασία ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος. ‘Ελεγε γὰρ ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς Ἄγγελο Φωτός. «…» Σήκω ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε ἐκεῖ πού σοῦ εἶπα. Τρίτη φορά. «Καὶ ἀναστᾶς» σηκώθηκε ὁ Ἀμφιλόχιος «κατέσχεν αὐτόν», τὸν ἐπίασε τὸν Ἄγγελο, τὸν ἐπίασε, ἔλα ἐδῶ, πού μοῦ ἐμφανίζεσαι τρίτη φορὰ τώρα, «….». Ἅμα εἶσαι Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔλα νὰ κάμουμε μαζὶ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸν «καὶ εὐθέως κλίνει τὴν κεφαλὴν ὁ Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐβόησε λέγων Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» καὶ πείσθηκε πλέον ὁ Ἀμφιλόχιος ποὺ δὲν ἦταν σατανικὴ ὀπτασία ἀλλὰ ἀγγελικὴ ὀπτασία. Καὶ τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ δεξί του χέρι ὁ Ἄγγελος τὸν Ἀμφιλόχιο καὶ τὸν πῆγε μὲς στὴν ἐκκλησία καὶ ἄνοιξαν αὐτόματα οἱ πόρτες τῆς ἐκκλησίας, μέσα στὴ νύχτα, χωρὶς νὰ ἔχουν κλειδιά, ἄνοιξαν ἀμέσως οἱ πόρτες τῆς ἐκκλησίας « …» σᾶ νὰ ἦταν γιορτή «…» τὸν πῆραν μοναχοί, Ἄγγελοι ὡς μοναχοί, τὸν πῆραν τὸν Ἀμφιλόχιο καὶ τὸν πῆγαν στὸ θυσιαστήριο «…». Τὸν χειροτόνησε ὁ Ἄγγελος. Τὸν χειροτόνησε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Ἐπίσκοπο τήν ὥρα ἐκείνην ἐκεῖ, παρισταμένων Ἀγγέλων, ἐμφανιζομένων ὡς μοναχῶν «…». Καὶ ὁ Ἄγγελος καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ποὺ ἐμφανίστηκαν ὡς Ἄγγελοι, ἐξαφανίστηκαν.
Καὶ τὴν ἄλλη μέρα λέει ἑπτὰ Ἐπίσκοποι «…». Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Θεὸς καὶ σὲ ἑπτὰ Ἐπισκόπους νὰ πᾶν καὶ νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο «…» Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀμφιλόχιος μοναχός «…» πῆγαν νὰ τὸν ξαναχειροτονήσουν οἱ Ἐπίσκοποι. «…» Μὴ μὲ ξαναχειροτονήσετε, μὲ χειροτόνησαν Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ Ἐπίσκοπό του Ἰκονίου «…». Χειροτονήθηκε λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους. Ἕνα περιστατικὸ εἶναι αὐτό.
Τὸ δεύτερο περιστατικὸ εἶναι πολὺ χαριτωμένο καὶ ἔχει σχέση μὲ τὸ πῶς κατόρθωσε ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ Ἰκονίου, νὰ πείσει τὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, νὰ καταπολεμήσει τοὺς ἀρειανούς. Δὲν ἦταν σίγουρος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ Αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος πῶς πρέπει νὰ καταπολεμήσει τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, τῶν ἀρειανῶν. Καὶ ὑπάρχει πολὺ μεγάλη ἱστορία ἐδῶ γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό, δὲν μᾶς παίρνει ὁ χρόνος νὰ σᾶς τὴν πῶ, θὰ σᾶς τὴν πῶ μόνον ὅπως σύντομα τὴ λέει τὸ Συναξάρι, καὶ ἡ ἱστορία αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς:
…Ὁ Άρειος ἐδίδασκε πὼς τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός, ὁ Λόγος, δὲν εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δὲν εἶναι καν Θεός, ὅτι εἶναι κτίσμα, εἶναι ἄνθρωπος. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κτίσμα, εἶναι ἄνθρωπος. Ὑποτιμοῦσε ἑπομένως ὁ Ἄρειος, περιφρονοῦσε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Υἱό. Τί νὰ κάνει λοιπὸν τώρα ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος γιὰ νὰ θείξει τὸν Αὐτοκράτορα καὶ νὰ τοῦ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι κακὸ πράγμα πού ὑποτιμάει ὁ Ἄρειος τό δεύτερο πρόσωπο, τὸν Υἱό Του; Ποῦ ὑποτιμάει τὸν Υἱό Του; Καὶ ἔκανε λέει τὴν ἑξῆς σκηνή. Τί ἔκανε: Πῆγε λέει ἐκεῖ ποὺ ἦταν μία μέρα συγκεντρωμένοι ὅλοι ἐκεῖ «…» τοῦ ἔλεγε νὰ διώξει τοὺς ἀρειανοὺς καὶ νὰ δώσει τὶς ἐκκλησίες στοὺς Ὀρθοδόξους….
Βρῆκε ἕνα κόλπο, μιὰ μηχανή, ἕνα τέχνασμα ὁ Ἀμφιλόχιος, ποιὸ τέχνασμα: Πῆγε λοιπὸν στὰ ἀνάκτορα «…» ἐκεῖ ποὺ καθόταν ὁ πατέρας ὁ Αὐτοκράτωρ μαζὶ μὲ τὸν γιὸ τὸν Ἀρκάδιο, τὸν Βασιλιὰ τὸν χαιρέτησε μὲ σεβασμό, τὸν Ἀρκάδιο ὅμως τὸν περιφρόνησε. Τὸν υἱὸν τοῦ Βασιλέως. «…» Θύμωσε ὁ Βασιλιὰς καὶ περιγράφεται αὐτὴ ἡ ὀργὴ του ἐκεῖ καὶ τί εἶπε ἐναντίον τοῦ Ἀμφιλοχίου καὶ θεώρησε «δὲν χαιρετᾶς τὸν γιό μου, αὐτὸν δὲν χαιρετᾶς εἶναι σᾶ νὰ βρίζεις κι ἐμένα, γιός μου εἶναι, γιατί δὲν τὸν χαιρετᾶς;». «…» Βλέπεις Βασιλιά μου ὅτι ἐσὺ δὲν ἀντέχεις τὴν ἀτιμία τοῦ παιδιοῦ σου, τοῦ υἱοῦ σου ἀλλὰ στενοχωριέσαι καὶ στρέφεσαι ἐναντίον μου; «…» Νὰ ξέρεις λοιπὸν ὅπως ἐσὺ στεναχωριέσαι ἔτσι καὶ ὁ Θεός, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι βλασφημοῦν τὸν Υἱό Του, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοὺς ἀποστρέφεται καὶ τοὺς μισεῖ. «…» τότε κατάλαβε ὁ Βασιλεὺς ἀπὸ τὴν σκηνὴ αὐτή «…» κι ἔγραψε νόμους κι ἔλαβε μέτρα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν…

Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2020

Στα Εισόδια της Θεοτόκου (π. Πλακίδας Deseille)



Η εορτή αυτή μας επιτρέπει να εισέλθουμε κι εμεις οι ίδιοι στο μυστήριο αυτό της Θεοτόκου, να μετάσχουμε σ’ αυτό και έτσι να προετοιμαστούμε μαζί της για τα Χριστούγεννα, για τη Γέννηση του Χριστού. Οφείλουμε να κάνουμε ακριβώς όπως κι αυτή, να εισέλθουμε στον ναό, μέσα σ’ αυτή την ιερή έρημο των Γραφών, μακριά από όλες τις μέριμνες και όλες τις έγνοιες τού κόσμου.

Ο καιρός τής προετοιμασίας

Η εορτή αυτή των Εισοδίων τής Θεοτόκου, που είναι τόσο κοντά στην αρχή τής Τεσσαρακοστής των Χριστουγέννων, αποτελεί μια θαυμάσια εισαγωγή στην περίοδο αυτή κατά την οποία προετοιμαζόμαστε να τιμήσουμε τη Γέννηση του Κυρίου και να τη γιορτάσουμε ως νέα ενσάρκωση του Χριστού στη φάτνη τής δικής μας καρδιάς. Διότι αυτή ακριβώς θα είναι η χάρις των Χριστουγέννων: να γεννιέται ο Χριστός πάντοτε όλο και περισσότερο μέσα μας, να μας μεταμορφώνει πάντοτε όλο και περισσότερο εν Αυτώ στα μύχια τής καρδιάς μας, έτσι ώστε αυτή η παρουσία να ακτινοβολεί σε όλο μας το είναι και σε όλη μας τη ζωή.

Η Παρθένος Μαρία προετοιμάστηκε τόσο θαυμαστά από τον Θεό για τον ρόλο της ως Μητέρας τού Θεού. Παιδί ακόμη, εισέρχεται στον Ναό, αυτή που θα είναι η αληθινή Κιβωτός τής Διαθήκης, ο αληθής τόπος τής παρουσίας τού Θεού μεταξύ των ανθρώπων· εισέρχεται στον Ναό αυτόν που ήταν χειροποίητος, αλλά προεικόνιζε, ανήγγελλε ακριβώς την οριστική κατοικία τού Θεού μεταξύ τών ανθρώπων, αχειροποίητη αυτή, η οποία θα σηματοδοτούσε τον χρόνο τού Ευαγγελίου και τον χρόνο στον οποίο ζούμε.

Καμία, ίσως, ευαγγελική περικοπή δεν θα ταίριαζε καλύτερα στην εορτή αυτή από την περικοπή που διαβάζουμε κατά παράδοση σε όλες τις Θεομητορικές εορτές, αυτή περί της Μάρθας και της Μαρίας. Πρόκειται ασφαλώς για τη Μαρία, αδελφή τής Μάρθας και του Λαζάρου, αλλά με την επιλογή τού αναγνώσματος από μέρους τής Εκκλησίας, αισθανόμαστε έντονα τη διάκριση με την οποία αυτή περιβάλλει καθετί που αφορά στην Μητέρα τού Θεού. Δεν μιλά εδώ γι’ αυτήν παρά υπό το πέπλο κάποιας που της έμοιαζε, που έφερε το ίδιο όνομα, σαν μέσα από ένα πέπλο σιωπής. Επειδή αυτό ήταν το καλύτερο, το μόνο μέσο, για να αποκαλυφθεί κάτι το άρρητο.

Η Θεοτόκος έζησε πάντοτε μέσα στην αφάνεια. Μέσα στα Ευαγγέλια διατηρεί αυτή την αφανή θέση. Δεν μιλούν πολύ γι’ αυτήν. Μόνο μέσα από αυτή την εικόνα τής Μαρίας τής Βηθανίας που κάθεται στα πόδια τού Κυρίου, μεταφέρεται ο νους μας στην ουσία τού μυστηρίου τής Μητέρας τού Θεού: σ’ αυτήν την ακρόαση, ακρόαση που συναινεί στον λόγο διά του οποίου ο Χριστός σαρκώθηκε μέσα της. Με την απάντησή της στον λόγο τού Θεού μπόρεσε να εκπληρωθεί το ανήκουστο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως, να γεννηθεί ο Λόγος ανάμεσά μας.

Ναι, και σε όλον αυτόν τον χρόνο τής προετοιμασίας, που μας θυμίζει η σημερινή εορτή, η Θεοτόκος καθόταν ήδη στα πόδια τού Κυρίου, με την έννοια ότι έπρεπε να μελετά, να αναλογίζεται, να εσωτερικεύει τις Γραφές διά των οποίων οικειοποιούνταν όλη την προσμονή τού λαού τού Ισραήλ, όλη την επιθυμία του για την έλευση του Μεσσία. Καλοδεχόταν αυτή την επιθυμία, τη ζούσε βαθιά με όλη εκείνη την πτωχεία που αποτελούσε έκφραση της ψυχής της, την πτωχεία τω πνεύματι που συνιστούσε η αφάνειά της, με όλη εκείνη την παραίτηση από κάθε αυτοεπιβεβαίωση, με την αποταγή εκείνη που της επέτρεπε να δέχεται τον λόγο και να συναινεί, και έτσι να προετοιμάζεται για την υπέρτατη συγκατάθεση που θα έδινε την ημέρα τού Ευαγγελισμού.

Ταυτόχρονα όμως η εορτή αυτή μας επιτρέπει να εισέλθουμε κι εμείς οι ίδιοι στο μυστήριο αυτό της Θεοτόκου, να μετάσχουμε σ’ αυτό, και έτσι να προετοιμαστούμε μαζί της για τα Χριστούγεννα, για τη Γέννηση του Χριστού. Οφείλουμε να κάνουμε ακριβώς όπως κι αυτή, να εισέλθουμε στον ναό, μέσα σ’ αυτή την ιερή έρημο των Γραφών, μακριά από όλες τις μέριμνες και όλες τις έγνοιες τού κόσμου.

Ασφαλώς, δεν γίνεται να μη σκεπτόμαστε τα γήινα· πρέπει να ασχοληθούμε και με αυτά σε κάποιο βαθμό, αναλόγως των καθηκόντων και των ρόλων που οφείλουμε να ασκούμε μέσα στην κοινότητά μας. Δεν πρέπει, όμως, η σκέψη μας να είναι ανήσυχη και ταραγμένη. Όλα αυτά, η μέριμνα, η ανησυχία, ο πανικός, είναι που εμποδίζουν την εσωτερική προσοχή η οποία μας προετοιμάζει για την έλευση του Χριστού. Οι ασχολίες μας δεν αποτελούν εμπόδιο, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν μεταβάλλονται σε αγωνιώδεις μέριμνες.

Όλες τις σκέψεις μας, όλες τις εσωτερικές μας στάσεις πρέπει να τις ζωογονεί η πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό· αυτή θα μας επιτρέψει και να ασχολούμαστε με τα καθήκοντα στα οποία πρέπει να αφιερώσουμε χρόνο, τα απαραίτητα έργα μας, και ταυτόχρονα να τα επιτελούμε χωρίς ανησυχία, χωρίς ταραχή, χωρίς αυτό να μας αναστατώνει, χωρίς να γίνεται εμπόδιο στην εσωτερική αυτή προσοχή, η οποία είναι τόσο ουσιώδης, το ουσιώδες της μοναστικής μας ζωής.

Ναι, έτσι οφείλουμε να εισερχόμαστε στον ναό της καρδιάς μας, για να γίνεται αυτή όλο και περισσότερο ναός τού Κυρίου. Εισέρχομαι στον ναό τής καρδιάς δεν σημαίνει μόνο να αποφεύγω την εσωτερική ανησυχία, αλλά -και από αυτό πρέπει να αρχίσουμε- να αποφεύγω ότι είναι περιέργεια, ότι είναι περισπασμός, ότι χαρακτηρίζεται από απληστία να δω, να αγγίξω, να ακούσω και να γευθώ τα εξωτερικά πράγματα. Να τα αποφεύγω, για να μπορώ να είμαι προσεκτικός στην εσωτερική παρουσία τού Κυρίου, στην κίνηση αυτή της καρδιάς μου που με φέρνει προς Αυτόν ο Οποίος βρίσκεται στα βάθη της, επειδή το Άγιο Πνεύμα Τον έχει εγγράψει εκεί. Και ο Οποίος μας διαφεύγει, στον βαθμό που γινόμαστε υπερβολικά εξωστρεφείς.

Ναι, στη διάρκεια της προπαρασκευαστικής αυτής περιόδου για τα Χριστούγεννα, το σημαντικό δεν είναι η νηστεία· πρέπει ασφαλώς να συνδυάζεται, αλλά μόνο για να βοηθά να μετέχει και το σώμα μας, ολόκληρο το είναι μας, στην εσωτερική αυτή στάση, η οποία είναι και το ουσιώδες.

Ναι, αυτές τις ευλογημένες μέρες ας είμαστε προσεχτικοί στο να μπαίνουμε έτσι στον ναό αυτό της καρδιάς μας, στην ιερή αυτή έρημο, θα μπορούσα να πω, χωριζόμενοι από όλα όσα είναι του κόσμου, με την κακή έννοια της λέξης. Με τον τρόπο αυτό θα καθοδηγούμαστε πράγματι από το εσωτερικό φως τού Κυρίου προς συνάντησή Του, την οποία θα εορτάσουμε τα Χριστούγεννα. «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε’ [35] 10).

Αυτώ η δόξα, συν τω αϊδίω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


(Από το βιβλίο «Είσοδος στο Μυστήριο των Μυστηρίων», Εκδόσεις Έαρ)

ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΥΠΕΡΑΓΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟ

 



 

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Ἐάν τό δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν καρπό, καί τό καλό δένδρο παράγει ἐπίσης καλόν καρπό (Ματθ. 7, 16. Λουκ. 6, 44), ἡ μητέρα τῆς αὐτοαγαθότητος, ἡ γεννήτρια τῆς ἀΐδιας καλλονῆς, πῶς δέν θά ὑπερεῖχε ἀσυγκρίτως κατά τήν καλοκαγαθία ἀπό κάθε ἀγαθό ἐγκόσμιο καί ὑπερκόσμιο; Διότι ἡ δύναμις πού ἐκαλλιέργησε τά πάντα, ἡ συναΐδια καί ἀπαράλλακτη εἰκών τῆς ἀγαθότητος, ὁ προαιώνιος καί ὑπερούσιος καί ὑπεράγαθος Λόγος, ἀπό ἀνέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ εὐσπλαγχνία γιά χάρι μας ἠθέλησε νά περιβληθῆ τήν ἰδική μας εἰκόνα, γιά νά ἀνακαλέση τήν φύσι πού εἶχε συρθῆ κάτω στούς μυχούς τοῦ ἅδη καί νά τήν ἀνακαινίση, διότι εἶχε παλαιωθῆ, καί νά τήν ἀναβιβάση πρός τό ὑπερουράνιο ὕψος τῆς βασιλείας καί θεότητός του.

Γιά νά ἑνωθῆ λοιπόν μέ αὐτήν καθ᾽ ὑπόσταση, ἐπειδή ἐχρειαζόταν σαρκικό πρόσλημα καί σάρκα νέα συγχρόνως καί ἰδική μας, ὥστε νά μᾶς ἀνανεώση ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἐπί πλέον δέ ἐχρειαζόταν καί κυοφορία καί γέννα σάν τή δική μας, τροφή μετά τή γέννα καί κατάλληλη ἀγωγή, γινόμενος πρός χάριν μας καθ᾽ ὅλα σάν ἐμᾶς, εὑρίσκει γιά ὅλα πρέπουσα ὑπηρέτρια καί χορηγό ἀμόλυντης φύσεως ἀπό τόν ἑαυτό της αὐτήν τήν ἀειπάρθενη, ἡ ὁποία ὑμνεῖται ἀπό μᾶς καί τῆς ὁποίας σήμερα ἑορτάζομε τήν παράδοξη εἴσοδο στά ἅγια τῶν ἁγίων.

Διότι αὐτήν προορίζει πρίν ἀπό τούς αἰῶνες ὁ Θεός γιά τή σωτηρία καί ἀποκατάσταση τοῦ γένους, καί τήν ἐκλέγει ἀνάμεσα ἀπό ὅλους, ὄχι ἁπλῶς τούς πολλούς, ἀλλά τούς ἀπό τούς αἰῶνες ἐκλεγμένους καί θαυμαστούς καί περιβοήτους γιά τήν εὐσέβεια καί σύνεσι, καθώς καί γιά τά κοινωφελῆ καί θεοφιλῆ συγχρόνως ἤθη καί λόγια καί ἔργα.

2. Διότι στήν ἀρχή ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας ὁ νοητός καί ἀρχέκακος ὄφις καί μᾶς κατέρριψε στά βάραθρα τοῦ ἅδη. Κι᾽ ὑπάρχουν πολλοί λόγοι, γιά τούς ὁποίους ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας καί ὑπεδούλωσε τή φύσι μας· φθόνος καί ζηλοτυπία καί μῖσος, ἀδικία καί δόλος καί σοφιστεία, καί μαζί μέ τά τέτοια, ἡ θανατηφόρος δύναμις πού ἔχει μέσα του, τήν ὁποία πρῶτος ἐγέννησε καί μόνος του, ἀφοῦ πρῶτος αὐτός ἀποστάτησε ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Πραγματικά στήν ἀρχή ἐφθόνησε τόν Ἀδάμ, ὅταν τόν εἶδε νά ζῆ στόν τόπο τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς καί νά περιλάμπεται μέ θεοειδῆ δόξα καί νά ὁδηγῆται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ἀπό ὅπου αὐτός ἀπερρίφθηκε δικαίως καί ἀπό φθόνο ἐξεμάνη ἐναντίον του μέ τή χειρότερη μανία, ὥστε νά θελήση καί νά τόν θανατώση ἀκόμη.

Ὁ φθόνος εἶναι πατέρας ὄχι τοῦ μίσους μόνο ἀλλά καί τοῦ φόνου, τόν ὁποῖο ἐπέφερε σ᾽ ἐμᾶς ἀναμιγνύοντάς τον μέ δόλο ὁ δολερός καί ἀληθινά μισάνθρωπος ὄφις. Διότι καταλήφθηκε ἀπό ἔρωτα πρός τήν τυραννία σέ βάρος του ἐντελῶς ἄδικα, γιά καταστροφή τοῦ πλασθέντος κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσι Θεοῦ· ἐπειδή ὅμως δέν ἐτόλμησε νά ἐπιτεθῆ κατά πρόσωπο, ἐχρησιμοποίησε τόν δόλο καί τήν πονηρία. Ἀφοῦ ἐπλησίασε διά τοῦ αἰσθητοῦ ὄφεως ὡς φίλος καί καλός σύμβουλος ὁ φοβερός καί πραγματικά ἐχθρός καί ἐπίβουλος, κατορθώνει, φεῦ!, κρυφά νά ἐπιτύχη καί μέ τή ἀντίθεη συμβουλή χύνει σάν δηλητήριο στό ἄνθρωπο τήν θανατηφόρα δύναμί του.

3. Ἐάν λοιπόν ὁ Ἀδάμ, κρατώντας δυνατά τότε τήν θεία ἐντολή, ἀπέρριπτε τήν ἐχθρική πονηρά συμβουλή, θά ἐφαινόταν νικητής κατά τοῦ ἀντιπάλου καί ἀνώτερος τῆς θανατηφόρας φθορᾶς, καταντροπιάζοντας τόν μανιακό καί δόλιο προσβολέα. Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖνος ὑποκύπτοντας ἑκούσιως, πού δέν ἔπρεπε ποτέ νά τό κάμη, ἐνικήθηκε καί ἀχρειώθηκε, κι᾽ ἔτσι, ἀφοῦ ἦταν ρίζα τοῦ γένους, μᾶς ἀνέδειξε καταλλήλους θνητούς βλαστούς, ἐχρειαζόταν ὁπωσδήποτε, ἄν ἔπρεπε νά ἀνταποδώσωμε τήν ἧττα, νά κερδίσωμε τή νίκη, ν᾽ ἀπορρίψωμε μέ ψυχή καί σῶμα τό θανατηφόρο δηλητήριο καί ν᾽ ἀπολαύσωμε ζωή, καί μάλιστα ζωή αἰώνια καί ἀπαθῆ.

Ἐχρειαζόταν λοιπόν τό γένος μας νέα ρίζα, δηλαδή νέο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ἀναμάρτητο, ἀλλά κι᾽ ἐντελῶς ἀνεξαπάτητο καί ἀήττητο, πού ἐπί πλέον μπορεῖ καί νά συγχωρῆ τίς ἁμαρτίες καί νά καθιστᾶ ἀθώους τούς ἐνόχους, πού ὄχι μόνο ζῆ ἀλλά καί ζωοποιεῖ, ὥστε νά μεταδίδη ζωή καί ἄφεσι ἁμαρτιῶν καί στούς προσκολλωμένους σ᾽ αὐτόν καί συγγενεῖς κατά τό γένος, ἀναζωογονώντας ὄχι μόνο τούς μεταγενεστέρους, ἀλλά καί τούς πρίν ἀπό αὐτόν ἀποθανόντας.

4. Γι᾽ αὐτό ὁ Παῦλος, ἡ μεγάλη σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, βοᾶ λέγοντας, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς ζωντανή ψυχή, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς πνεῦμα ζωοποιό» (Α´ Κορ. 15, 45). Ἀναμάρτητος δέ καί ζωοποιός καί ἱκανός νά συγχωρῆ ἁμαρτίες δέν εἶναι κανείς πλήν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ νέος Ἀδάμ ἦταν ἀναγκαῖο νά εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός, νά εἶναι κυριολεκτικῶς ζωή καί σοφία, δικαιοσύνη καί ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καί κάθε ἄλλο ἀγαθό, ὥστε νά διενεργήση τήν ἀνακαίνισι καί ἀναζώωσι τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ μέ ἔλεος καί σοφία καί δικαιοσύνη. Ὁ νοητός καί ἀρχέκακος ὄφις, χρησιμοποιώντας τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά προεκάλεσε σ᾽ ἐμᾶς τήν παλαίωσι καί τή νέκρωσι.

5. Ὅπως λοιπόν στήν ἀρχή ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀπό φθόνο καί μῖσος ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας, ἔτσι ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς ἐκινήθηκε ὑπέρ ἡμῶν ἀπό ὑπερβολή φιλανθρωπίας καί ἀγαθότητος. Διότι ἀγάπησε δικαίως τή σωτηρία τοῦ πλάσματός του, πού ἦταν νά τό φέρη πάλι στήν ἐξουσία καί νά τό ξανασώση, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχέκακος ἀδίκως ἀγάπησε τήν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν νά τό ὑποτάξη στόν ἑαυτό του καί νά τοῦ ἐπιβάλλεται τυραννικῶς. Ὅπως δέ αὐτός διέπραξε τή νίκη του καί τήν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀδικία καί δόλο, μέ ἀπάτη καί σοφιστεία, ἔτσι ὁ ἐλευθερωτής μέ δικαιοσύνη καί σοφία καί ἀλήθεια ἐπραγματοποίησε τήν τελική ἧττα τοῦ ἀρχεκάκου καί τήν ἀνακαίνισι τοῦ πλάσματός του. Ἀλλά ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος περί τῆς σοφίας πού ὑπάρχει σ᾽ αὐτήν τή θεία οἰκονομία δέν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ.

6. Ἦταν δέ θέμα ἀκριβοῦς δικαιοσύνης καί ἡ ἴδια ἡ ἡττηθεῖσα καί ὑποδουλωθεῖσα ἑκουσίως φύσις νά ξαναπαλαίση γιά τή νίκη καί ν᾽ ἀπωθήση τή δουλεία ἑκουσίως. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός εὐδόκησε ν᾽ ἀναλάβη ἀπό ἐμᾶς τή φύσι μας ἑνούμενος μέ αὐτήν παραδόξως καθ᾽ ὑπόστασι. Ἦταν δέ ἀδύνατο ἡ ὑψίστη ἐκείνη καί ὑπεράνω τοῦ νοῦ καθαρότης νά ἑνωθῆ μέ μολυσμένη φύσι διότι ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στόν Θεό τό νά συνέλθη σέ ἕνωσι μέ ἀκάθαρτο, πρίν τοῦτο καθαρισθῆ.

Γι᾽ αὐτό καί ἐχρειαζόταν κατ᾽ ἀνάγκη μιά τελείως ἀμόλυντη καί καθαρωτάτη παρθένος γιά κυοφορία καί γέννησι ἐκείνου πού εἶναι καί ἐραστής της καί δοτήρ τῆς καθαρότητος ἡ ὁποία καί προωρίσθηκε καί ἀποτελέσθηκε κι᾽ ἐφανερώθηκε, καί τό σχετικό μέ αὐτήν μυστήριο ἐτελέσθηκε, μέ πολλά παράδοξα γεγονότα πού κατά καιρούς συνῆλθαν σέ ἕνα.

7. Γι᾽ αὐτό καί τά γεγονότα πού συνετέλεσαν σ᾽ αὐτό ἑορτάζονται ἀπό ἐμᾶς σήμερα, ἀφοῦ ἀπό τό ἀποτέλεσμα ἀντιληφθήκαμε κυρίως τό μεγαλεῖο τῶν γεγονότων πού ὡδήγησαν πρός τό τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αὐτός πού εἶναι ἐκ Θεοῦ καί πρός τόν Θεόν καί Θεός, καί Λόγος καί Υἱός τοῦ ὑψίστου Πατρός, συνάναρχος καί συναΐδιος, γίνεται υἱός ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς Ἀειπάρθενης. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερα εἶναι ὁ ἴδιος, καθώς καί στούς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), ἄτρεπτος κατά τήν θεότητα, ἄμεμπτος κατά τήν ἀνθρωπότητα. «Αὐτός μόνος», ὅπως ἤδη προεμαρτύρησε ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. 53, 9), «δέν διέπραξε ἁμαρτία καί δέν εὑρέθηκε δόλος στό στόμα του». Καί ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλά καί αὐτός μόνος δέν συνελήφθηκε μέ ἀνομίες, οὔτε ἐγεννήθηκε μέ ἁμαρτίες, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Δαβίδ στούς ψαλμούς γιά τόν ἑαυτό του καί γιά κάθε ἄνθρωπο ὥστε νά εἶναι καί κατά τό πρόσλημμα τελείως καθαρός καί ἀμόλυντος καί νά μή χρειάζεται οὔτε κατ᾽ αὐτό καθάρσια μέσα γιά τόν ἑαυτό του· γιά νά εἶναι ἔτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ ἐμᾶς γιά χάρι μας δικαίως μαζί καί πανσόφως τόσο τήν κάθαρσι ὅσο καί τό πάθος, νά δεχθῆ καί τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασι.

Πραγματικά ἡ κατά τήν σάρκα ὁρμή πρός γένεσι, πού εἶναι ἀκουσία καί ἀπειθής στόν νόμο τοῦ νοός, ἄν καί ἀπό μερικούς δουλαγωγεῖται βιαίως, ἀπό μερικούς δέ σωφρόνως ἀφήνεται μόνο γιά παιδοποιΐα, πάντως φέρει τά σύμβολα τῆς ἀπό τήν ἀρχή καταδίκης, καθώς εἶναι καί λέγεται φθορά καί ὁπωσδήποτε γιά τήν φθορά γεννᾶ, καί εἶναι ἐμπαθής κίνησις τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἐκράτησε τήν τιμή, τήν ὁποία ἡ φύσις μας ἐπῆρε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὡμοιώθηκε μέ τά κτήνη.

8. Γι᾽ αὐτό ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἀλλά καί ἦλθε ἀπό παρθένο ἁγνή καί ἁγία, μᾶλλον δέ πανυπέραγνη καί ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλά καί ἀνωτέρα ἀπό μολυσμένους σαρκικούς λογισμούς. Τήν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμός καί πίστις στήν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ πού νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καί ὑπέρ λόγο, ἀλλά δέν προέλαβε συγκατάθεσις καί πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μέ τήν προσευχή καί τήν πνευματική θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρός τόν εὐαγγελιστή ἄγγελο, «ἰδού ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἄς γίνη σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μέ τά λόγια σου» (Λουκ. 1, 38). Γιά νά εὑρεθῆ λοιπόν παρθένος ἱκανή γι᾽ αὐτό, ὁ Θεός προορίζει πρό αἰώνων καί ἐκλέγει ἀνάμεσα στούς ἐκλεγμένους ἀπό αἰῶνες αὐτήν τήν ὑμνουμένη τώρα ἀπό ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.

9. Καί βλέπετε ἀπό ποῦ ἄρχισε ἡ ἐκλογή. Ἀνάμεσα στά παιδιά τοῦ Ἀδάμ ἐξελέγη ἀπό τόν Θεό ὁ θαυμάσιος Σήθ, πού μέ τήν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν, τήν εὐταξία τῶν αἰσθήσεων καί τήν εὐπρέπεια τῶν ἀρετῶν ἐδείκνυε τόν ἑαυτό του ἔμψυχο οὐρανό κι᾽ ἐπέτυχε γι᾽ αὐτό τήν ἐκλογή, ἀπό τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά βλαστήση αὐτή ἡ παρθένος ὡς θεοπρεπές ὄχημα τοῦ ὑπερουρανίου Θεοῦ καί ν᾽ ἀνακαλέση τούς ἀνθρώπους πρός οὐράνια υἱοθεσία.

10. Γι᾽ αὐτό ὅλοι οἱ ἀπό τοῦ Σήθ (Γεν. 4, 26) ὠνομάζονταν υἱοί Θεοῦ, διότι ἀπό αὐτήν τήν γενεά ἐπρόκειτο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νά γίνη υἱός ἀνθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε καί ὁ Σήθ γλωσσικῶς σημαίνει ἀνάστασις, μᾶλλον δέ ἐξανάστασις, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ὁ Κύριος πού ἐπαγγέλεται καί χαρίζει ἀθάνατη ζωή στούς πιστεύοντας σ᾽ αὐτόν. Καί πόσο ταιριαστός εἶναι ὁ τύπος! «Ὁ μέν Σήθ ἔγινε γιά τήν Εὔα, ὅπως λέγει αὐτή, στή θέσι τοῦ Ἄβελ», τόν ὁποῖο ἐφόνευσε ἀπό φθόνο ὁ Καϊν (Γεν. 4, 25)· ὁ δέ τόκος τῆς παρθένου Χριστός ἔγινε στή φύσι ἀντί γιά τόν Ἀδάμ, τόν ὁποῖο ἐθανάτωσε ἀπό φθόνο ὁ ἀρχηγός καί προστάτης τῆς κακίας. Ἀλλά ὁ μέν Σήθ δέν ἀνέστησε τόν Ἄβελ, ἀφοῦ ἦταν ἁπλῶς τύπος τῆς ἀναστάσεως· ὁ δέ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τόν Ἀδάμ, διότι αὐτός εἶναι ἡ ἀληθινή τῶν ἀνθρώπων ζωή καί ἀνάστασις, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ ἀξιώθηκαν τήν θεία υἱοθεσία κατά τήν ἐλπίδα τους, ὀνομαζόμενοι υἱοί τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δέ ὠνομάζονταν υἱοί τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος εἶναι φανερό ἀπό τόν πρῶτο ὀνομασθέντα πού διαδέχθηκε τήν ἐκλογή. Ἦταν δέ αὐτός ὁ Ἐνώς τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος κατά τό γεγραμμένο ἀπό τόν Μωυσῆ «πρῶτος ἤλπισε νά καλῆται μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 4, 26). Βλέπετε σαφῶς ὅτι ἐπέτυχε τό θεῖο ὄνομα σύμφωνα μέ τήν ἐλπίδα;

11. Ἀφοῦ λοιπόν ἄρχισε ἀπό τά ἴδια τά παιδιά τοῦ Ἀδάμ ἡ ἐκλογή γι᾽ αὐτήν πού κατά τήν πρόγνωσί του θά ἐγινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἐπετελεῖτο διά μέσου τῶν κατά καιρούς γενεῶν, κατέβηκε μέχρι τοῦ βασιλέως καί προφήτου Δαβίδ καί τῶν διαδόχων τοῦ θρόνου καί τοῦ γένους του. Ἐπειδή δέ ὁ καιρός ἐκαλοῦσε τώρα τήν ἀποτελείωσι τῆς θείας αὐτῆς ἐκλογῆς, ἐξελέγησαν ἀπό τόν Θεό ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἀπό τόν οἶκο καί τή γενεά τοῦ Δαβίδ, πού ἦσαν μέν ἄτεκνοι, συνεζοῦσαν δέ σωφρόνως καί ἦσαν ἀνώτεροι στήν ἀρετή ἀπό ὅλους ὅσοι ἀνάγουν στό Δαβίδ τήν εὐγένεια τοῦ γένους καί τοῦ ἤθους. Αὐτό τό ζεῦγος ἐζητοῦσε διά τῆς ἀσκήσεως καί προσευχῆς τήν λῆξι τῆς ἀτεκνίας των ἀπό τόν Θεό, καί ὑποσχόταν νά ἀναθέσουν σ᾽ αὐτόν ἀπό βρέφος αὐτό πού θά ἐγεννοῦσαν.

Τότε παρέχεται ἡ ὑπόσχεσις καί δίδεται παιδί, ἡ τωρινή Θεομήτωρ, ὥστε ἡ πανάρετη κόρη νά γεννηθῆ ἀπό πολυαρέτους γονεῖς καί ἡ πάναγνη ἀπό ἐξαιρετικά σώφρονες, καί νά λάβη ὡς καρπό ἡ σωφροσύνη, συνερχομένη μέ τήν προσευχή καί τήν ἄσκησι, τό νά γίνη γεννήτρια τῆς παρθενίας, καί μάλιστα παρθενίας πού προβάλλει ἀφθόρως κατά τήν σάρκα τόν προαιωνίως γεννημένον ἀπό παρθένον Πατέρα κατά τήν θεότητα. Τί πτερά ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παρρησία, πού εὑρῆκε ἑνώπιον τοῦ Κυρίου!

12. Ἀλλά ἐπειδή βέβαια ἐκεῖνοι ἐπέτυχαν ἔτσι τά ζητούμενα μέ τήν προσευχή τους καί εἶδαν τήν πρός αὐτούς θεία ἐπαγγελία νά ἐκπληρώνεται ἐμπράκτως, σπεύδοντας καί αὐτοί νά ἐκπληρώσουν τήν πρός τό Θεό ὑπόσχεσι ὡς φιλαλήθεις καί θεοφιλεῖς καί φιλόθεοι συγχρόνως, εὐθύς μετά τόν ἀπογαλακτισμό ὁδηγοῦν τήν ἀληθινά ἱερά καί θεόπαιδα καί τώρα θεομήτορα παρθένο στό ἱερό τοῦ Θεοῦ καί στόν ἱεράρχη πού εὑρισκόταν σ᾽ αὐτό.

Αὐτή δέ, γεμάτη θεία χάρι καί τέλειο νοῦ ἀκόμη καί σ᾽ αὐτή τήν ἡλικία, ἀντιλαμβανόταν ἀπό τότε, καί μάλιστα καλύτερα ἀπό τούς ἄλλους τά τελούμενα σ᾽ αὐτήν, καί ἔδειξε μέ ὅποιον τρόπο μποροῦσε ὅτι δέν ὁδηγεῖται, ἀλλά αὐτή μόνη της μέ ἐλεύθερη γνώμη προσέρχεται στό Θεό, σάν νά εἶναι ἀπό ἑαυτοῦ της πτερωμένη πρός τόν ἱερό καί θεῖο ἔρωτα και νά θεωρῆ ἀγαπητή καί νά ἀναγνωρίζη ὡς ἀξία της τήν εἴσοδο καί κατοικία στά ἅγια τῶν ἁγίων.

13. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀρχιερεύς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τότε ὅτι ἡ κόρη εἶχε ἔνοικη τήν θεοειδῆ χάρι παραπάνω ἀπό ὅλους, ἔπρεπε νά τήν ἀξιώση τό ἀνώτερο ἀπό ὅλους, νά τήν εἰσαγάγη στά ἅγια τῶν ἁγίων καί νά πείση αὐτό πού γινόταν ὅλους τούς τότε ἀνθρώπους ν᾽ ἀγαποῦν, μέ τήν σύμπραξι καί ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ μαζί, πού ἔστελλε ἀπό ἄνω δι᾽ ἀγγέλου ἀπόρρητη τροφή στήν παρθένο ἐκεῖ.

Μέ αὐτήν τήν τροφή ἐδυνάμωνε καλύτερα τή φύσι της καί συντηροῦσε καί τελειοποιοῦσε τόν ἑαυτό της κατά τό σῶμα καθαρώτερα καί ἀνώτερα ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔχοντας ὡς ὑπηρέτες τούς οὐρανίους νόες, διότι δέν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καί μόνο στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλά καί κατά κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπό τόν Θεό σέ συνοίκησι μέ αὐτόν γιά ὄχι ὀλίγα ἔτη• ὥστε ἔτσι στόν κατάλληλο καιρό ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονές καί νά δοθοῦν γιά ἀΐδια κατοίκια σέ ὅσους πιστεύουν στήν παράδοξη γέννα της.

14. Ἔτσι λοιπόν καί γι᾽ αὐτούς τούς λόγους ἀπετέθη δικαίως σήμερα στά ἅγια ἄδυτα σάν θησαυρός τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη πού ἐξελέγη ἀνάμεσα στούς ἐκλεκτούς ἀπό αἰῶνες, πού ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων, πού ἔχει τό σῶμα καθαρώτερο καί θειότερο ἀκόμη καί ἀπό τά διά τῆς ἀρετῆς κεκαθαρμένα πνεύματα, ὥστε νά μή εἶναι δεκτικό μόνο τοῦ τύπου τῶν θείων λόγων, ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ ἐνυποστάτου καί μονογενοῦς Λόγου τοῦ προανάρχου Πατρός· σάν θησαυρός πού ὁ Λόγος θά τόν χρησιμοποιοῦσε στόν καιρό του, ὅπως καί ἔγινε, γιά πλουτισμό καί ὑπερκόσμιο καί συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα.

Κι᾽ ἔτσι καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο δοξάζει τή μητέρα του καί πρίν ἀπό τή γέννησι καί μετά τή γέννησι. Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τή σημασία τῆς σωτηρίας πού μᾶς ἑτοιμάσθηκε δι᾽ αὐτῆς ἀποδίδουμε μέ ὅλη τή δύναμί μας τήν εὐχαριστία καί τόν ὕμνο. Πραγματικά, ἄν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα πού ἀναφέρεται στό εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιά λίγο τούς σωτηριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τόν μακαρισμό καί τήν εὐχαριστία στή μητέρα τούτου, ὑψώνοντας τή φωνή της ἀπό τόν ὄχλο καί λέγοντας πρός τόν Χριστό, «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία πού σ᾽ ἐβάστασε καί οἱ μαστοί πού ἐθήλασες» (Λουκ. 11, 27) ἐμεῖς πού ἔχουμε κοντά μας γραμμένα ὅλα τά λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καί ὄχι μόνο τά λόγια, ἀλλά καί τά θαύματα καί τά παθήματα καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἔγερσι τῆς φύσεως μας ἀπό τούς νεκρούς καί ἀνάληψί της ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωή καί ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δέν θ᾽ ἀνυμνήσωμε καί μακαρίσωμε ἀδιαλείπτως τήν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, ἑορτάζοντας τώρα καί τήν σύλληψι αὐτῆς καί τήν γέννησι καί τήν μετοίκησι στά ἅγια τῶν ἁγίων;

15. Ἀλλά ἄς μετοικίσωμε κι᾽ ἐμεῖς τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπό τή γῆ στά ἄνω· ἄς μεταφερθοῦμε ἀπό τήν σάρκα ἐπάνω στό πνεῦμα· ἄς μεταθέσωμε τόν πόθο ἀπό τά πρόσκαιρα στά μόνιμα· ἄς καταφρονήσωμε τίς σαρκικές ἡδονές, πού ἔχουν εὑρεθῆ ὡς δέλεαρ κατά τῆς ψυχῆς καί παρέρχονται γρήγορα· ἄς ἐπιθυμήσωμε τά πνευματικά χαρίσματα πού μένουν ἄφθαρτα· ἄς ὑψώσωμε ἀπό τήν κάτω τύρβη τή στάσι καί τήν διάνοιά μας· ἄς τήν ἀνεβάσωμε στά οὐράνια ἄδυτα, ἐκεῖνα τά ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου τώρα κατοικεῖ ἡ Θεοτόκος.

16. Διότι ἔτσι θά εἰσέλθουν σ᾽ αὐτήν ἐπωφελῶς γιά μᾶς μέ θεάρεστη παρρησία καί τά ἄσματά μας καί οἱ δεήσεις μας πρός αὐτήν κι ἔτσι ἐκτός ἀπό τά παρόντα μέ τή μεσιτεία της θά γίνωμε κληρονόμοι καί τῶν μελλόντων καί μενόντων ἀγαθῶν, μέ τή χάρι καί φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας πού ἐγεννήθηκε ἀπό αὐτήν γιά μᾶς, στόν ὁποῖο πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό συναΐδιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 20, 2020

Η εν τω Ναώ Είσοδος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας



Όταν το άγιο και πανάχραντο τέκνο που ο Θεός εχάρισε στο ανθρώπινο γένος –το προ πολλού στείρο εξαιτίας της αμαρτίας, των παθών και του θανάτου– έφθασε στην ηλικία των δύο χρόνων, ο πατέρας του Ιωακείμ είπε στη σύζυγό του: «Ας το οδηγήσουμε στον Ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που εδώσαμε να το αφιερώσουμε από τρυφερή ηλικία στον Παντοδύναμο». Η Άννα, όμως, απάντησε: «Ας περιμένουμε να γίνει τριών ετών, γιατί μπορεί να ζητά τον πατέρα και τη μητέρα της, και να μη μείνει στον Ναό του Κυρίου».

Όταν το παιδί έγινε τριών ετών, οι γονείς του αποφάσισαν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους και να προσφέρουν το τέκνο τους στον Ναό. Ο Ιωακείμ κάλεσε τότε κόρες Εβραίων από καθαρή φυλή να το συνοδεύσουν στον Ναό προπορευόμενες με αναμμένες λαμπάδες, έτσι ώστε το φως να τραβήξει το ενδιαφέρον του παιδιού και να μη μπει αυτό στον πειρασμό να στραφεί πίσω προς τους γονείς του.

Η πάναγνος Παρθένος όμως, υπό του Θεού εκ γενετής υψωθείσα σε βαθμό αρετής και αγάπης των ουρανίων πραγμάτων ανώτερο από κάθε άλλο πλάσμα, όρμησε τρέχοντας προς τον Ναό. Πέρασε μπροστά από τις παρθένες της συνοδείας της και δίχως ένα βλέμμα για τον κόσμο ρίχθηκε στην αγκαλιά του αρχιερέα Ζαχαρία που την περίμενε στον πρόναο συνοδευόμενος από τους πρεσβυτέρους.

Ο Ζαχαρίας την ευλόγησε, λέγοντας: «Ο Κύριος εδόξασε το όνομά σου σε πάσα γενεά. Στο πρόσωπό σου θα αποκαλύψει κατά τις έσχατες ημέρες τη Λύτρωση που ετοίμασε για τον λαό Του». Και πράγμα ανήκουστο για τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης, εισήγαγε το παιδί στα Άγια των Αγίων, όπου μόνον ο αρχιερέας μπορούσε να εισέλθει μία φορά, τον χρόνο κατά την εορτή του Εξιλασμού. Το έβαλε να καθήσει στο τρίτο σκαλί του θυσιαστηρίου και η Χάρη του Κυρίου από τότε την επεσκίασε. Σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει για να δείξει τη χαρά της. Όσοι ήταν εκεί παρόντες εθαύμασαν τούτο το θέαμα που υποσχόταν μεγάλα θαύματα τα οποία ο Θεός επρόκειτο σύντομα να πραγματοποιήσει στο πρόσωπό της.

Έχοντας έτσι εγκαταλείψει τον κόσμο, τους γονείς της και κάθε δεσμό με τα αισθητά πράγματα, η αγία Παρθένος παρέμεινε στον ναό μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών. Φθάνοντας λοιπόν σε ηλικία γάμου, οι ιερείς και οι πρεσβύτεροι φοβήθηκαν μήπως μολύνει το άδυτο και την εμπιστεύθηκαν στον αγνό Ιωσήφ που ήταν χήρος, για να διαφυλάξει την παρθενία της, παρουσιαζόμενος ως μνηστήρας της.

Κατά τα εννέα αυτά χρόνια, η Παναγία τρεφόταν με τροφή πνευματική που της έφερνε άγγελος Κυρίου. Διήγε βίο ουράνιο, ανώτερο εκείνου των προπατόρων μας στον Παράδεισο. Δίχως μέριμνες, δίχως πάθη, έχοντας ξεπεράσει τις ανάγκες της φύσεως και την τυραννία των ηδονών, δεν ζούσε παρά μόνον για τον Θεό, με τον νου της προσηλωμένο κάθε στιγμή στη θεωρία του κάλλους Του.

Προσευχόμενη αδιαλείπτως και επαγρυπνώντας στον εαυτό της, η αγία παιδίσκη κατόρθωσε κατά την παραμονή της στον Ναό να καθαρίσει την καρδιά της, έτσι ώστε να γίνει ακηλίδωτος καθρέπτης, όπου ανταυγάζεται η δόξα του Θεού. Φόρεσε τη λαμπρή στολή των αρετών, ως μελλόνυμφη, για να προετοιμασθεί για την εν αυτή έλευση του θείου Νυμφίου Χριστού. Κατόρθωσε τέτοια τελειότητα, που συνόψισε στο πρόσωπό της όλη την αγιότητα του κόσμου και, ομοιωθείσα διά της αρετής με τον Θεό, προσείλκυσε τον Θεό να «ομοιωθεί» με τους ανθρώπους διά της Ενανθρωπήσεως.

Από τα βάθη του αδύτου, όπου εισήλθε σε ηλικία που τα άλλα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν, η Παναγία άκουε κάθε Σάββατο τα αναγνώσματα του Νόμου και των Προφητών που απευθύνονταν στον λαό στο κοινό τμήμα του Ναού. Με τη διάνοια της οξυμμένη από την ησυχία και την προσευχή, έφθασε έτσι στη γνώση του βαθύτερου νοήματος των μυστηρίων των Γραφών. Ζώντας εν μέσω αγίων μυστηρίων και θεωρώντας την ίδια της την αγνότητα, κατανόησε ποιο ήταν το σχέδιο του Θεού καθ’ όλη την ιστορία του περιούσιου λαού Του.

Διέγνωσε ότι όλος αυτός ο χρόνος ήταν αναγκαίος για να ετοιμάσει ο Θεός μία μητέρα στους κόλπους της αποστάτιδος αυτής ανθρωπότητος και ότι αυτή, παιδίον άγιο που διάλεξε ο Θεός, έπρεπε να γίνει ο αληθινός, ζων Ναός της θεότητος. Τοποθετημένη στα Άγια των Αγίων, όπου φυλάσσονταν τα τεκμήρια της επαγγελίας του Θεού, η Παρθένος αποκάλυπτε ότι τα σύμβολα και οι προτυπώσεις έπρεπε να εκπληρωθούν στο πρόσωπό της.

Αύτη η ίδια ήταν το Άδυτο, η Σκηνή του Λόγου του Θεού, η Κιβωτός της Καινής Διαθήκης, η Στάμνος η φέρουσα το εξ ουρανού μάννα, η βλαστήσασα Ράβδος του Ααρών, η Πλαξ του Νόμου της Χάριτος.

Σε αυτή διασαφηνίζονται οι σκιώδεις προφητείες: είναι η Κλίμαξ που ενώνει τη γη με τον ουρανό, την οποία είδε στο όνειρό του ο πατριάρχης Ιακώβ, η Στήλη νεφέλης που αποκαλύπτει τη δόξα του Θεού, η κούφη Νεφέλη του προφήτη Ησαΐα, το αλατόμητο Όρος του Δανιήλ, η κλειστή Πύλη του Ιεζεκιήλ διά της οποίας ο Θεός ήρθε να επισκεφθεί τους ανθρώπους, η ζώσα και εσφραγισμένη Πηγή που αναβλύζει εντός μας τα ύδατα της αιωνίου ζωής.

Θεωρώντας πνευματικώς τα θαύματα τούτα που επρόκειτο να λάβουν χώρα στο πρόσωπό της, δίχως ακόμη να κατανοεί σαφώς πώς θα πραγματοποιούνταν, η Παναγία ανέπεμψε την προσευχή και μεσιτεία της προς τον Θεό με μεγαλύτερη ακόμη ένταση, για να σπεύσει ο Κύριος να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του και να σώσει το ανθρώπινο γένος ερχόμενος να κατοικήσει μεταξύ των ανθρώπων.

Όταν η Θεοτόκος εισήλθε στα Άγια των Αγίων, ο χρόνος δοκιμής και προετοιμασίας της Παλαιάς Διαθήκης πήρε τέλος και σήμερα εορτάζουμε τους αρραβώνες του Θεού με την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό η Εκκλησία αγάλλεται και προτρέπει όλους τους φίλους του Θεού να αποσυρθούν κι αυτοί στον ναό της καρδιάς τους για να προετοιμάσουν την έλευση του Κυρίου με τη σιωπή και την προσευχή, απομακρυνόμενοι από τις απολαύσεις και τις μέριμνες του κόσμου.

 

(Από το βιβλίο: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος, σελ. 204. Ίνδικτος, Δεύτερη έκδοση, Αθήναι 2012)

 

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 19, 2020

Τη αυτή ημέρα μνήμη Βαρλαάμ του μάρτυρος

 

Αυτός ο Μάρτυρας καταγόταν από την Αντιόχεια και σε βαθύτατο γήρας στάθηκε εμπρός στον ειδωλολάτρη Έπαρχο της πόλεως με την κατηγορία ότι είναι χριστιανός.
Ούτε οι κολακείες. ούτε οι απειλές αλλά ούτε και τα φρικτά βασανιστήρια που διαδέχονταν το ένα το άλλο μπόρεσαν να ξεριζώσουν από το χώρο της ψυχής του την πίστη στο Χριστό.
Ηττημένος από τη θαυμαστή καρτερία του γέροντος, ο Έπαρχος τον οδήγησε μπροστά σ’ ένα βωμό των ειδώλων και τον πρόσταξε να απλώσει το δεξί του χέρι επάνω από αυτόν με την παλάμη ανοικτή, όπου έβαλαν αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι.
Έτσι θα τον εξανάγκαζαν (εφόσον το χέρι του θα καιγόταν και από τους σπασμούς θα λύγιζε) χωρίς τη θέλησή του να ρίξει το λιβάνι στο βωμό. Με αυτόν τον τρόπο θα του αποσπούσαν τη θυσία στα είδωλα.
Ο Μάρτυς όμως προτίμησε να καεί το χέρι του και το αναμμένο κάρβουνο να τρυπήσει την παλάμη του, χωρίς εκείνος με τη θέλησή του να πετάξει το κάρβουνο και το λιβάνι στο βωμό των ειδώλων. Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, εκείνος, ενωμένος με το Θεό, δοξολογούσε το όνομά Του και Τον ευχαριστούσε για τη μεγαλειώδη στιγμή που του χάρισε.
Ας απολαύσουμε ένα τμήμα της ομιλίας του θαυμαστού Ιεράρχη της Καισαρείας, Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος μακαρίζει αυτήν την μαρτυρική μορφή της Εκκλησίας μας.
«Ω χέρι που δεν έμαθες να λυγίζεις εις την φωτιάν! Ω φωτιά που εδιδάχθης να νικάσαι από το χέρι! Ο σίδηρος εις την δοκιμασίαν της φωτιάς υποχωρεί με το να γίνεται ελαφρός. Ο χαλκός παραχωρεί την κυριαρχίαν εις την φωτιάν. Με αυτήν γνωρίζει και η σκληρότης των λίθων να νικάται. Αλλ’ η δύναμις της φωτιάς που τα πάντα καταβάλλει, δεν ελύγισε με το κάψιμον το απλωμένο χέρι του μάρτυρος». Και συνεχίζει ο Μέγας Πατήρ αποκαλώντας τον Άγιο Μάρτυρα Βαρλαάμ στρατιώτη και ανδριάντα. «Πως να σε αποκαλέσω, ω γενναίε στρατιώτα του Χριστού; Να σε ονομάσω ανδριάντα; Θα ελαττώσω πολύ από την καρτερικότητά σου… Αν σε ονομάσω σιδηρένιον, ακόμη και αυτήν την παρομοίωσιν την ευρίσκω κατωτέραν από την ανδρείαν σου. Διότι εσύ μόνος κατώρθωσες να πείσης το χέρι σου να μη νικάται από την φλόγα. Εσύ μόνος έκαμες θυσιαστήριον την δεξιάν. Εσύ μόνος ερράπισες τα πρόσωπα των δαιμόνων με το χέρι που εκαίετο. Και τότε μεν με απανθρακωμένον χέρι συνέτριψες τα κεφάλια των, τώρα δε μ’ αυτό κατανικάς και αποτυφλώνεις τας στρατιάς των».

Περί του ότι "Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!»"(Αγίου Νικολάου Αχριδος)




O αμαρτωλός δημιουργεί διπλή απώλεια με τον ξαφνικό του θάνατο: πρώτα στον εαυτό του κι έπειτα στην οικογένειά του. Στον εαυτό του επειδή πεθαίνει αμετανόητος. Στην οικογένειά του επειδή αιφνιδιάζει τους συγγενείς του μ’ ένα αναπάντεχο χτύπημα κι αφήνει πίσω του εκκρεμότητες. Μακάριος είναι εκείνος που προτού πεθάνει δοκιμάζεται από κάποια αρρώστια, από τον πόνο. Σ’ αυτόν δίνεται η ευκαιρία να κάνει μία ανασκόπηση της ζωής του, να εξετάσει τις αμαρτίες του, να μετανοήσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, για όλα τα καλά που δεν έκανε, να θρηνήσει με μετάνοια ενώπιον του Θεού, να καθαρίσει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητήσει συχώρεση από το Θεό. Θά ‘χει την ευκαιρία να συγχωρέσει κι αυτός εκείνους που τον πρόσβαλαν, που τον έβλαψαν στη ζωή του, να χαιρετήσει όλους τους φίλους ή εχθρούς του, να θυμήσει στα παιδιά του το φόβο του Θεού, νά ‘χουν στο νου την ώρα του δικού τους θανάτου και να οπλίσουν την ψυχή τους με πίστη, προσευχή και καλά έργα.

Ας δούμε στην Παλαιά Διαθήκη πως πέθαναν οι άνθρωποι που ευαρέστησαν στο Θεό: ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής κι ο Δαβίδ. Προτού πεθάνουν, όλοι τους είχαν αρρωστήσει. Όσο κράτησε η αρρώστια τους, το όνομα του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη τους. Άφησαν όλοι καλή κληρονομιά στους απογόνους τους και τους ευλόγησαν. Αυτός είναι θάνατος δίκαιου ανθρώπου.

Ίσως διερωτηθείς: Μα δεν πέθαναν πολλοί από τους δίκαιους στη μάχη, απροετοίμαστοι; Όχι! Οι δίκαιοι ποτέ δεν πεθαίνουν απροετοίμαστοι! Προετοιμάζονται πάντα για το θάνατό τους, περιμένουν από μέρα σε μέρα την αναχώρησή τους απ’ αυτή τη ζωή. Η καρδιά τους βρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, εξομολογούνται στο Θεό και τον δοξολογούν. Οι δίκαιοι το κάνουν αυτό σε καιρούς ειρήνης και ευμάρειας. Το κάνουν όμως πολύ περισσότερο σε περιόδους πολέμου, βίας και ταραχών. Η ζωή τους ολόκληρη είναι μια διαρκής προετοιμασία για το θάνατο κι έτσι δεν πεθαίνουν ποτέ απροετοίμαστοι.

Προετοιμασία για το θάνατο σημαίνει επίσης το «να πλουτίζει κανείς εν Χριστώ». Μόνο εκείνοι που πιστεύουν πραγματικά στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή προετοιμάζονται για το θάνατο, για την αιώνια ζωή. Οι άπιστοι δεν προετοιμάζονται ποτέ για το θάνατο. Το μόνο που φροντίζουν, είναι να ζήσουν όσο γίνεται περισσότερο στη γη. Φοβούνται ακόμα και να σκεφτούν το θάνατο και κάνουν ελάχιστη προσπάθεια για «να πλουτίσουν εν Χριστώ». Όποιος προετοιμάζεται για το θάνατο, προετοιμάζεται και για την αιώνια ζωή. Τη φύση της προετοιμασίας αυτής για την αιώνια ζωή, τη γνωρίζει κάθε χριστιανός.

Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει κάθε μέρα την πίστη του στο Θεό, προφυλάσσει την καρδιά του από την απιστία, την αμφιβολία και την κακία, όπως ο συνετός αγρότης προφυλάσσει το αμπέλι του από τα έντομα και τις ακρίδες. Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει καθημερινά τον εαυτό του αν τηρεί τις εντολές του Θεού με πράξεις συγγνώμης, αγάπης και ελεημοσύνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο «πλουτίζει εν Χριστώ». Ο συνετός άνθρωπος δεν αποθηκεύει τα αγαθά του σε αποθήκες, αλλά τα εμπιστεύεται στη φύλαξη του Θεού. Το πιο πολύτιμο πράγμα γι’ αυτόν είναι η ψυχή του. Είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός του, το μόνο που δε φθείρεται και δεν πεθαίνει. Ο συνετός άνθρωπος ρυθμίζει τα θέματά του με τον κόσμο ισορροπημένα, καθημερινά. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνει με σταθερή την πίστη πως θα παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού και κει τον περιμένει ζωή αιώνια. Ο όσιος Αντώνιος έλεγε: «Να σκέφτεσαι μέσα σου και να λες: “Σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου”. Έτσι δε θ’ αμαρτήσεις ποτέ στο Θεό».

Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!». Έτσι μιλάνε οι ελαφρόμυαλοι κι οι άθεοι. Ο συνετός κι αφοσιωμένος πιστός λέει: «Γενηθήτω το θέλημα του Θεού!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι με αρρώστιες και πόνους, παρά να πεθάνεις απροετοίμαστος κι αμετανόητος. Οι πόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο περνούν γρήγορα, όπως κι οι χαρές. Στον άλλο κόσμο όμως δεν υπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Όλα είναι αιώνια, είτε βάσανα είτε χαρά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να υποφέρεις λίγο εδώ παρά εκεί, όπου το μέτρο τόσο του πόνου όσο και της χαράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.

[Λόγος στην Θ' Κυριακή του Λουκά, του αφρονα πλουσίου]

Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020

Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος



Ο Γουρίας και ο Σαμωνάς ήταν επιφανείς πολίτες της Εδέσσης. Κατά τη διάρκεια ενός από τους πολλούς διωγμούς ( σ.τ. μ. επί βασιλείας του Διοκλητιανού , κυρίως το έτος 303 ) , κάποιοι χριστιανοί διέφυγαν εκτός της πόλεως και ζούσαν θεαρέστως εν προσευχή και νηστεία, ενισχύοντας πνευματικά και τους άλλους πιστούς. Καταγγέλθηκαν ως Χριστιανοί στον ηγεμόνα και συνελήφθησαν. Όταν παρέστησαν ενώπιον του δικαστή, τους απείλησε με θάνατο, εάν δεν υποτάσσονταν στο αυτοκρατορικό διάταγμα που επέβαλλε την προσκύνηση των ειδώλων. Οι άγιοι μάρτυρες απάντησαν με παρρησία: «Εάν υπακούσουμε στο αυτοκρατορικό διάταγμα θα χαθούμε, ακόμη και αν δεν μας σκοτώσετε!». Ακολούθησαν βασανιστήρια και κατόπιν τους άφησαν έγκλειστους στη φυλακή, από 1ης Αυγούστου έως 10ης Νοεμβρίου , μέσα στην πείνα, το σκότος και τους πόνους. Ύστερα τους έβγαλαν έξω για δεύτερη σειρά βασανιστηρίων, διότι παρέμεναν αταλάντευτα προσηλωμένοι στη χριστιανική Πίστη. Τους καταδίκασαν σε θάνατο και πράγματι το ξίφος του δημίου τους αποκεφάλισε το έτος 322, επί βασιλέως του στυγερού Λικινίου.

Αργότερα , και ο ιεροδιάκονος της Εδέσσης, Άβιβος, υπέμεινε μαρτύρια για τον Χριστό του: εδάρη, εκρεμάσθη και, καταμεσής στις φλόγες όπου τον έριξαν, παρέδωσε το πνεύμα του σ’ Αυτόν. Η μητέρα του πήρε το άψυχο σώμα του γιού της ανέπαφο από τις φλόγες, κατά θαυματουργικό τρόπο, και το ενταφίασε στον ίδιο τάφο με τα τίμια λείψανα των αγίων Γουρά και Σαμωνά. Όταν ο διωγμός κατέπαυσε, οι χριστιανοί έκτισαν εκκλησία προς τιμήν των αγίων μαρτύρων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου και τοποθέτησαν τα θαυματουργά λείψανά τους σε κοινή λάρνακα.
Από τα πάμπολλα θαύματα που επιτέλεσε η εξαίσια αυτή τριάδα μαρτύρων, πιο αξιοσημείωτο είναι το ακόλουθο:
Η νεαρή θυγατέρα μιας χήρας από την Έδεσσα επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον Γότθο στρατιώτη που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό. Επειδή η μητέρα φοβόταν για την ακεραιότητα της θυγατέρας της λόγω μετοικεσίας της πολύ μακριά της, ο Γότθος ορκίστηκε πάνω από τον τάφο των τριών αγίων μαρτύρων ότι δεν θα έκανε κανένα κακό στην κοπέλα, αλλά θα την έπαιρνε ως νόμιμη σύζυγό του, καθώς τους είχε διαβεβαιώσει ότι δεν ήταν νυμφευμένος. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ήδη νυμφευμένος και όταν πήρε την νεαρή κοπέλα στη χώρα του, την κράτησε όχι ως σύζυγο αλλά ως σκλάβα του, μέχρι που πέθανε η νόμιμη γυναίκα του. Τότε συμφώνησε με τους συγγενείς του να θάψει τη ζωντανή σκλάβα με την πεθαμένη σύζυγο!
Η κοπέλα με δάκρυα παρακαλούσε τους τρεις αγίους μάρτυρες να τη σώσουν και πράγματι αυτοί της φανερώθηκαν μέσα στον τάφο τους και αστραπιαία τη μετέφεραν από τη χώρα των Γότθων στην Έδεσσα στην εκκλησία τους. Την επαύριο, όταν άνοιξε η εκκλησία, οι άνθρωποι βρήκαν την νεαρή κοπέλα επάνω στον τάφο των αγίων του Θεού και τους αφηγήθηκε την θαυματουργική διάσωσή της.


[άγιος νικόλαος βελιμίροβιτς, πνευματικό ημερολόγιο- ο πρόλογος της αχρίδος]

Άρχεται η νηστεία των Χριστουγέννων



Ή Εκκλησία πιστεύει σε μια θετική καί πνευματική κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πόσες γενιές ανθρώπων πού αγωνίστηκαν να ζήσουν την αγιότητα, δεν χρειάστηκαν πρίν το δένδρο της ιστορίας μπορέσει να βγάλει ένα τέτοιο υπέροχο καί εύωδιαστό λουλούδι -την Παρθένο Παναγία! Δυστυχώς όμως, ή κληρονομιά του κακου είναι πολύ πιο ορατή καί γνωστή σήμερα. Υπάρχει τόσο κακό γύρω μας, ώστε αυτή ή πίστη στον άνθρωπο, στην ελευθερία του, στη δυνατότητα του να παραδίδει στίς μελλοντικές γενιές μια φωτεινή κληρονομιά καλωσύνης έχει σχεδόν εξατμιστεί κι έχει αντικατασταθεί από τον κυνισμό καί την υποψία... Αυτός ό εχθρικός κυνισμός καί ή αποθαρρυντική υποψία είναι ακριβώς ό,τι μας κάνει ν' απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, τη στιγμή πού αυτή γιορτάζει.με τέτοια χαρά καί πίστη, [ένα κορίτσι]στο όποιο συγκεντρώνεται όλη ή καλωσύνη,ή πνευματική ομορφιά, ή αρμονία καί ή τελειότητα, πού είναι στοιχεία της γνήσιας ανθρώπινης φύσεως.
Μέσα άπ' αυτό το κορίτσι, ό Χριστός -το δώρο του Θεού, ή συνάντηση μαζί Του - έρχεται ν' αγκαλιάσει τον κόσμο. Εορτάζοντας , βρισκόμαστε ήδη στον δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κινούμενοι προς το χαρμόσυνο μυστήριο της Παναγίας ως Θεοτόκου.

+π.αλξ.σμέμαν