ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 29, 2012

Ναυπάκτου Ιερόθεος: ''Μαθητές και οπαδοί''

Romfea.gr 
emmaousΤου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου | Romfea.gr
Ο Χριστός, όταν άρχισε επισήμως το έργο Του, προσεκάλεσε τους πρώτους μαθητές και σχημάτισε την αποστολική Του ομάδα, γιατί πρώτα έπρεπε να μάθουν στην πράξη την νέα ζωή που έφερε στον κόσμο και έπειτα να την διδάξουν στους ανθρώπους, σε όλα τα έθνη.
Τούς ονόμασε δε μαθητές και έτσι τιτλοφορούνται από τον Χριστό και τους Ευαγγελιστές.
Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον» (Ματθ. ι' 24). Είναι γεμάτο το Ευαγγέλιο με αυτήν την προσηγορία, όπως: «προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού» (Ματθ. ε' 1)  «ηκολούθησαν αυτώ οι μαθηταί αυτού» (Ματθ. η' 23)  «τότε λέγει τοίς μαθηταίς αυτού» (Ματθ. θ' 37)  «καί εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη  ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου» (Ματθ. ιβ' 49) κλπ.
Μετά την Πεντηκοστή και την συγκρότηση της πρώτης Εκκλησίας με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την θεία Ευχαριστία, όλα τα μέλη της Εκκλησίας ονομάσθηκαν μαθητές του Χριστού. Στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων συναντά κανείς πολλές τέτοιες εκφράσεις, όπως: «πληθυνόντων των μαθητών» (Πράξ. ς' 1)  «τό πλήθος των μαθητών» (Πράξ. ς' 2)  «εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου» (Πράξ. θ' 1)  «επειράτο κολλάσθαι τοίς μαθηταίς  και πάντες εφοβούντο αυτόν, μη πιστεύοντες ότι εστί μαθητής» (Πράξ. θ' 26)  «χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς» (Πράξ. ια' 26)  «οι δε μαθηταί επληρούντο χαράς και Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. ιγ' 52)  «κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών» (Πράξ. ιδ' 20)  «επιστηρίζοντες τάς ψυχάς των μαθητών» (Πράξ. ιδ' 22) κλπ.
Η λέξη μαθητής προέρχεται από το ρήμα «μαθητεύω» και δείχνει κάποιον που επιλέγει έναν δάσκαλο, θέτει τον εαυτό του στην υπακοή του για να εκπαιδευθή στην γνώση που εκείνος διαθέτει, ώστε να μεταδοθή και σε αυτόν η εμπειρία του και οι γνώσεις του.
Η μαθητεία συνδέεται με την αγάπη προς το πρόσωπο του διδασκάλου, κυρίως σε ό,τι εκείνος εκφράζει, την επιλογή που γίνεται με την ελευθερία και φυσικά την συστηματική εκπαίδευση για την μύηση των αληθειών.
Στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος για το τί είναι μαθητεία. Σε κάποια στιγμή της διδασκαλίας Του ο Χριστός είπε: «διά τούτο πάς γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά» (Ματθ. ιγ' 52).
Το μαθητεύειν στην Βασιλεία του Θεού σημαίνει μαθητεύειν «εις την του Χριστού γνώσιν». Ο Χριστός είναι ο οικοδεσπότης «ως πλούσιος» και σε αυτόν υπάρχουν «οι της σοφίας θησαυροί» (ιερός Θεοφύλακτος). Οπότε, εκείνος που μαθητεύει στον Χριστό, μετέχει στην βασιλεία, δηλαδή στην θεία σοφία, την δόξα του Θεού.
Για τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας που ζήτησε από τον Πιλάτο το Σώμα του Χριστού, μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, γράφεται: «ός και αυτός εμαθήτευσε τώ Ιησού» (Ματθ. κζ' 57). Αυτό σημαίνει ότι άκουσε την διδασκαλία Του, είδε τα θαύματά Του και μυήθηκε στην γνώση του Χριστού. Και ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του είπε στους μαθητές Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη' 19-20).
Η μαθητεία στην Βασιλεία του Θεού γίνεται με τα Μυστήρια (τό Βάπτισμα και τα άλλα Μυστήρια) και την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, που προσφέρουν την πραγματική γνώση και την κοινωνία με τον Χριστό.
Ο σημαντικότερος χαρακτηρισμός των Αποστόλων ήταν «μαθητές του Χριστού» και αυτό το έζησαν σε όλη τους την ζωή. Και ο καλύτερος τίτλος των Χριστιανών είναι να κληθούν μαθητές του Χριστού. Και επειδή ο Χριστός δεν βρίσκεται έξω από την Εκκλησία, γι' αυτό η μαθητεία γίνεται στην Εκκλησία, στον θησαυρό της θεολογίας και της εμπειρίας που διαθέτει.
Δεν μπορεί κανείς να είναι μαθητής του Χριστού και να μήν είναι μαθητής της Εκκλησίας με όλο τον ευλογημένο θησαυρό της και την αγία ζωή της.
Όμως, σε αντίθετη κατεύθυνση κινείται ο οπαδός. Έτσι ονομάζεται εκείνος που υποστηρίζει με έντονο τρόπο πρόσωπα, ιδέες, συστήματα, ποδοσφαιρικές ομάδες, κομματικές παραστάσεις, κλπ.
Συνήθως οι οπαδοί επιλέγουν μερικές ιδεολογίες με αδιευκρίνιστες διαδικασίες, γιατί πρέπει κάπου να ενταχθούν, ώστε να κατοχυρώσουν κάπου την ανασφάλειά τους και να συμπεριφέρωνται πάντοτε κάτω από τις αρχές της ομάδος, χωρίς κρίση και ελευθερία.
Οι οπαδοί παρασύρονται από το πλήθος και προβαίνουν σε ενέργειες καταστροφικές.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οπαδών είναι ότι βρίσκονται κάτω από την επίδραση ενός εμπαθούς μεσσία, που συνήθως είναι «αυτοδέσποτος», δεν έχουν δική τους βούληση, αλλά παρασύρονται από την νοοτροπία της μάζας, δρούν μέσα στην ατμόσφαιρα του μυστικισμού («ξέρει ο αρχηγός», «έχει δίκαιο ο αρχηγός»), συμπεριφέρονται με συνθήματα, χωρίς να τα εξετάζουν κριτικά, βρίσκονται κάτω από την επιρροή των καθοδηγητών τους, παίρνουν στα χέρια τους μια σημαία που εκφράζει την ιδεολογία, ενεργούν βίαια και καταστροφικά, αφού πάντοτε εκδηλώνονται συγκρουσιακά με το περιβάλλον.
Όταν τους ρωτήση κανείς γιατί ενεργούν κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να έχουν συγκροτημένο λόγο, αλλά επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των εμπαθών καθοδηγητών τους και φυσικά εκφράζονται συνθηματολογικά, αποσπασματικά και επιθετικά.
Συνήθως οι οπαδοί έχουν ιδιότυπο και αρρωστημένο ψυχικό κόσμο, διαταραγμένη σκέψη και διακεκομμένο λόγο, αλλά και συναισθηματική ανωριμότητα.
Το ερώτημα για το αν οι άρρωστοι αρχηγοί αρρωσταίνουν τους ανθρώπους, ή οι άρρωστοι άνθρωποι επιλέγουν αρρώστους αρχηγούς έχει διπλή και αμφίδρομη ανάγνωση και απάντηση. Άλλες φορές γίνεται το πρώτο, δηλαδή ο άρρωστος αρχηγός αρρωσταίνει τους οπαδούς του, και τις περισσότερες φορές οι άρρωστοι άνθρωποι οδηγούνται στον άρρωστο αρχηγό.
Η βάση είναι ότι τόσο οι αρχηγοί όσο και οι οπαδοί τελούν κάτω από την μέγγενη της αλληλεξάρτησης και των ανόμων συμφερόντων.
Έχουν ιδιαίτερη σημασία οι τρόποι με τους οποίους κινούνται οι οπαδοί για την επιβολή της ιδεολογίας και την επικράτησή της.
Συνήθως χρησιμοποιείται το ψέμα, η αποσπασματοποίηση ενός γεγονότος, η απόρριψη της αντίθετης άποψης, χωρίς ιδιαίτερη κριτική σκέψη, η υποκρισία και η αναλγησία, η αντιφατικότητα των ενεργειών, αφού οι οπαδοί κάνουν μια πράξη και μετά την καταδικάζουν ή την χαρακτηρίζουν ως προβοκάτσια, η βιαιότητα των ενεργειών και τελικά ο μη σεβασμός των κανόνων με τους οποίους συγκροτείται μια κοινωνία σε όλες τις εκφράσεις της.
Οι οπαδοί, στην σύγχρονη εποχή, κρατούν στα χέρια τους ένα κινητό τηλέφωνο για να επικοινωνούν άμεσα με τον αρχηγό τους και εφαρμόζουν ως «στρατιωτάκια» τις διατεταγμένες εντολές του.
Εκεί που εκφράζεται περισσότερο η οπαδοποίηση είναι ο χώρος της θρησκείας. Και αυτό γιατί η θρησκεία, όταν λειτουργή ως ιδεολογία, έχει πολλές ψυχοπαθολογικές αρχές και συνέπειες, όπως την μεσσιανικότητα, τον μυστικισμό, την επικράτηση και επιβολή στους άλλους με βίαιους τρόπους.
Οι ψυχοθεραπευτές από την κλινική τους πείρα γνωρίζουν καλά ότι η χειρότερη μορφή σχιζοφρένειας καλύπτεται κάτω από θρησκευτικές ή παραθρησκευτικές πεποιθήσεις.
Έχουν εντοπισθή από τους θρησκειολόγους τέτοια φαινόμενα και τέτοιες «θρησκευτικές κρίσεις». Είναι γνωστοί από την ιστορία οι λεγόμενοι «ιεροί πόλεμοι» για την επικράτηση μιας ιδεολογίας που γίνεται με βιαιότητες και φόνους.
Ο θρησκειολόγος Ρ. Όττο γράφει ότι το θρησκευτικό βίωμα όταν δεν συνδέεται με το «αγαθό» και το «έλλογο», εκφράζεται με «δαιμονικά» και «ανορθολογικά στοιχεία».
Η ψυχοπάθεια συμπλέκεται με τον δαιμονισμό. Ιδιαιτέρως αυτήν την βιαιότητα του θρησκευτικού συναισθήματος την συναντάμαι στις «σέκτες», που αποτελούν «εναλλακτικές θρησκευτικές οργανώσεις», οι οποίες αποσπώνται από τις βασικές θρησκείες, για να διατηρήσουν δήθεν τις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, η οποία δήθεν εκκοσμικεύθηκε.
Εννοείται ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των μαθητών και των οπαδών, όπως την βλέπουμε μέσα στην Εκκλησία. Δυστυχώς, και στην Εκκλησία υπάρχουν και μαθητές του Χριστού και οπαδοί. Ας εντοπισθούν μερικές διαφορές μεταξύ των δύο.
Ο μαθητής αναγνωρίζει την Εκκλησία ως χώρο μαθητείας και γνώσης με την αυθεντική υπακοή, ενώ ο οπαδός ως χώρο συγκρούσεων και αμφισβητήσεως με την ενέργεια των εσωτερικών παθών. Ο μαθητής υπακούει στον Χριστό, όπως βιώνεται μέσα την Εκκλησία, ενώ ο οπαδός προσπαθεί να επιβάλη τις δικές του απόψεις στην διδασκαλία του Χριστού και στην ζωή της  Εκκλησίας.
Ο μαθητής ζή με αγάπη και ελευθερία, ενώ ο οπαδός συμπεριφέρεται με μίσος και κάτω από την επιρροή των εσωτερικών αλόγων ορμών.
Ο μαθητής μετέχει στην καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ ο οπαδός αφήνει ακατέργαστο και αθεράπευτο τον εσωτερικό, ψυχικό του κόσμο.
Ο μαθητής μαθητεύει καθ' όλη την διάρκεια της ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, με ταπείνωση και αυτομεμψία, ενώ ο οπαδός ενεργεί ως ετερόβουλο θύμα αρρωστημένων αρχηγών, ψευδωνύμων διδασκάλων, μέσα στο κλίμα της αυτοδικαίωσης, και προβαίνει σε βίαιες ενέργειες ως κριτής της οικουμένης και ως εισαγγελέας του Θεού.
Ο μαθητής δέχεται την πείρα της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες, και μεταμορφώνεται από αυτή, ενώ ο οπαδός σχηματίζει την δική του «σέκτα» μέσα στην Εκκλησία και καταγγέλλει την δήθεν αλλοίωση της εκκλησιαστικής ζωής.
Τελικά, ο μαθητής είναι ταπεινό μέλος της Εκκλησίας που παραμένει μέσα σε αυτήν για να σωθή, ενώ ο οπαδός ενεργεί ως σωτήρας της Εκκλησίας. Όμως ο πραγματικός και μοναδικός Σωτήρας της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη άλλων σωτήρων.
Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον άνθρωπο, αλλά μερικές φορές οι άρρωστοι, που ενεργούν με τις αρχές της οπαδοποίησης, εξεγείρονται εναντίον των ιατρών προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως ιατρούς για να σώσουν την Εκκλησία.
Όμως, τέτοιες αναρχικές ενέργειες πολλές φορές είναι ευεργετικές, γιατί αποκαλύπτουν όλο το δυσώδες περιεχόμενο που κρυβόταν πολύ καιρό κάτω από τις ωραίες εκδηλώσεις, τα συνέδρια, τα υποκριτικά κατασκευάσματα, την κοινωνική προσφορά, τις συναισθηματικές λατρείες, τις κτηριακές ανοικοδομήσεις κλπ.
Πρέπει σε όλη μας την ζωή να μαθητεύουμε στην εκκλησιαστική ζωή και την ορθόδοξη παράδοση και να μη συγκαταλεγόμαστε στα «ζαλισμένα κοπάδια», στην καταστροφική μανία μιας «σέκτας», έστω και αν αυτή ονομάζεται χριστιανική.
Οι οπαδοί υπονομεύουν την εκκλησιαστική ζωή, «ασελγούν» στο ευλογημένο σώμα της Εκκλησίας και όπως είναι φυσικό πεθαίνουν από πνευματική ηλεκτροπληξία, αποβάλλονται αργά ή γρήγορα από το Σώμα της Εκκλησίας. Ένας έμπειρος Κληρικός μου είπε: «Άν ο Κληρικός δεν σέβεται το θυσιαστήριο, τότε το ίδιο το θυσιαστήριο κάποια μέρα δεν θα τον ανεχθή και θα τον πετάξη μακριά».
Ο εκκλησιαστικός χώρος είναι άγιος και ευλογημένος, ευαίσθητος και πλημμυρισμένος από το Άγιον Πνεύμα, γι' αυτό και δεν προσφέρεται για οπαδοποιήσεις, αρρωστημένες ανθρώπινες επιδιώξεις και εωσφορικές νοοτροπίες.
Στην Εκκλησία πρέπει να σπουδάζουμε σε όλη μας την ζωή εν μαθητεία την εν Χριστώ ζωή και δεν έχουν οργανική σχέση οι οργισμένοι και αλλόφρονες οπαδοί.
Ο Χριστός θέλει μαθητές και όχι οπαδούς.–

Κυριακή μετα τα Χριστούγεννα

Ο αυριανός απόστολος αναφέρεται στην συνάντηση του απ. Παύλου με τον αδελφόθεο Ιάκωβο και ειναι εναρμονισμένος με την μνήμη των Θεοπατόρων. Εορτάζουμε τον Ιωσήφ τον Μνήστορα και "υπουργόν" του Μυστηρίου. Τον Δαβίδ τον Θεοπάτορα και πρόγονο του Χριστού και τον άγιο Ιάκωβο, πού λέγεται ότι παρέστη στην γεννηση βοηθώντας τον Ιωσήφ και την Μαριάμ , ως νεαρός συγγενής του πρώτου. Εορτάζοντας την συγγένεια του Χριστού μια Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα, ουσιαστικά ομολογούμε την μεγάλη αλήθεια και το νόημα των Χριστουγέννων: Η σύναξη μας είναι η εορτή και η πανήγυρη μιας μεγάλης και νέας οικογενείας. Δια του Ιησού Χριστού υιοθετηθήκαμε από τον Θεό Πατέρα. Είμαστε πλέον αδελφοί και συγκληρονόμοι Χριστού. Η Εκκλησία είναι ο πνευματικός οίκος του Πατέρα και οι αδελφικοί δεσμοί μεταξύ μας νομιμοποιούνται πνευματικά και αιώνια.Εορτάζουμε την μεγάλη αλήθεια πώς πλέον είμαστε παιδιά Θεού και αδέλφια Ιησού Χριστού, του συνάψαντος τους διεστώτας κόσμους.

To δε Ευαγγέλιο περιγράφει τον "εμπαιγμό" του Ηρώδη από τους σώφρονας Μάγους και την δεινή παιδοκτονία της Βηθλεέμ. 

Ο πνευματικός χριστιανός εμπαίζει τον απατεώνα κόσμο και ακολουθεί μονοτρόπως τον δρόμο του Θεού, ικανοποιημένος και πεπληρωμένος επειδή γνώρισε την αλήθεια. Οι υιοί του αιώνος τούτου παύουν πλέον να είναι φρονιμότεροι των αγνών χριστιανών, όταν η θεογνωσία γίνεται μοναδική αποκάλυψη, ασφάλεια και σιγουριά και οι κατέχοντες και δυνατοί αποδεικνύονται ανόητοι και ξεγελασμένοι μπροστά στην κρίση της Αλήθειας, εξαποστέλλονται δε κενοί.

Από το "δόξα εν υψίστοις" μεταφερόμαστε στο κλίμα του "θρήνος και οδυρμός πολύς". Αυτό είναι δραματικά αποδεικτικό πώς το Ευαγγέλιον δεν γεννήθηκε σε φάτνη χρυσή, ούτε μέσα σε παλάτια και ανάκτορα, αλλά σε σπήλαιον βαθύ και υπόγειο, εκεί πού βρίσκουν καταφύγιο οι διωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης και οι ιερομάρτυρες.

Σημείον αντιλεγόμενον ο Χριστός, αφ'ης στιγμής γεννήθηκε σε έναν κόσμο σκότους, διωγμών και μίσους. Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα, ασύμβατο με τον κόσμο του μίσους και της καθεστηκυίας νομικής αξιοπρέπειας. Στον βωμό της επιβίωσης των δαιμονικών συμφερόντων πρέπει να θυσιαστούν οι αντιφρονούντες, οι αγνοί, οι δίκαιοι και όσοι ακολουθούν τον Νόμο του Θεού. Στον άρχοντα του αιώνος τούτου του απατεώνος, δόθηκε πρόσκαιρη εξουσία, την οποία παλεύει να κρατήσει με νύχια και με δόντια. Ο Σταυρός του μαρτυρίου είναι ο δρόμος των αγαπώντων το Θείον Βρέφος. Η Εκκλησία αύθις μετά τα Χριστούγεννα εορτάζει τον Πρωτομάρτυρα, τους αγίους δισμυρίους και τα Νήπια της Βηθλεέμ. Υπάρχει ένα αποκαλυπτικό κλίμα σε αυτόν τον εορτασμό, πού καταδεικνύει πώς μάχαιραν και πυρ ήλθε να βάλει το υπερπαν όνομα επί γης. 


Ο Χριστιανισμός σήμερα διώκεται επισήμως ή ανεπισήμως σε 131 χώρες ανά τον κόσμο. Είναι η πλέον διωγμένη, συκοφαντημένη και αποτρόπαια πίστη για τον κόσμο των λογικών, των θρησκευομένων και των υλιστών. Ο Χριστός προκαλεί μίσος γιατί φέρει την αδιανόητη αγάπη. Τα Χριστούγεννα είναι η εορτή της νέας οικογένειας του Θεού, των υιοθετηθέντων, της νέας Κιβωτού.Αυτή η οικογένεια διώκεται. Όσο διώκεται όμως τόσο λαμπρύνεται και ενισχύεται. Η γέννηση του Χριστού είναι σημείο κρίσης του καθένα μας. Απαιτείται εγρήγορση. Πάλιν έρχεται Χριστός κρίναι κόσμον ον έπλασε. Και αυτή την φορά όχι "ηρέμα" και ταπεινα αλλά μετά δόξης.

 Ποιός από μας είναι διατεθειμμένος να δεχτεί τον διωγμό για τον Αστερα και Ηλιο της Βηθλεέμ;  Οποιος ζεί με την βεβαιότητα του Θεού μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν και εις κρίσιν ουκ έρχεται.Ο πιο γενναίος άνθρωπος σε έναν κόσμο αβεβαιοτήτων, πιθανοτήτων και επιβαλλόμενης σοφίας είναι ο Χριστιανός. Αυτός πού λατρεύει έναν εσταυρωμένο Μεσσία.Και αυτό ο κόσμος δεν θα το συγχωρήσει ποτέ!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2012

κυριε ιησου δεξαι το πνευμα μου!

"και ελιθοβολουν τον στεφανον επικαλουμενον και λεγοντα κυριε ιησου δεξαι το πνευμα μου!"


Ο άγιος Στέφανος! Ο ελληνιστής Ιουδαίος διάκονος πού μαρτύρησε σε νεαρή ηλικία, πρώτο θύμα για τον Εσταυρωμένο Χριστό. 

Ήρθε σε σύγκρουση με τους παραδοσιακούς Ιουδαίους επειδή κήρυττε Χριστόν Αναστάντα στις ελληνόφωνες συναγωγές των Ιεροσολύμων και με το ιερατείο των Σαδδουκαίων επειδή δίδασκε πώς ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και ομολόγησε τον Ιησούν σαν Μεσσία (Υιόν Ανθρώπου) , καθήμενον εκ δεξιών του Θεού.

Η άρνηση του Ναού του Σολομώντος ως αποκλειστικής κατοικίας του Θεού και η ομολογία του Μεσσία ως ομόθρονου και ίσου με τον Θεό των Πατέρων και αυστηρά Μόνον και Απλό Θεό Γιαχβέ,θεωρήθηκε βλασφημία από τους τυφλούς και φανατικούς σαδδουκαίους, οι οποίοι το πιθανότερον εθίχθησαν ως φαύλοι και υποκριτές, επειδή είχαν ως κέντρο λατρείας και εκμετάλλευσης τον Ναό, παρά για το δόγμα της αναστάσεως και την ομολογία του Ιησού ως Μεσσία και Θεού. 

 Ώστε εξέβαλλαν τον νεαρό Στέφανον από το συνέδριο , κλείνοντας τα αυτιά τους και σχίζοντας τα ρούχα τους με υποκριτική αγανάκτιση και τον λιθοβόλησαν την ιδια στιγμή πού αυτός προσεύχοταν για την άφεση τους( Κύριε μη στήσεις αυτούς τη αμαρτία ταύτη). 

Χωρίς να αμνηστεύσουμε την αίρεση των φαρισαίων , οι οποίοι έπαιξαν ενεργό ρόλο στην καταδίκη και τον λιθοβολισμό του αγίου(εκεί στεκόταν και ο Σαούλ, επιδοκιμάζοντας την πράξη τους) , ας σταθούμε στην κυρίαρχη ομάδα των σαδδουκαίων.

Αν οι Σαδδουκαίοι αποτελούσαν το προοδευτικό και "ανοιχτόμυαλο" μέρος της θρησκείας των Ιουδαίων, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πώς στον Ιησού ως σημείον αντιλεγόμενον προσκρούουν όχι μόνο οι συντηρητικοί , οι προσκολλημένοι στις παραδόσεις και οι στενόμυαλοι, αλλά και αυτοί που επαγγέλονται προοδευτισμό και καινά ριζοσπαστικά ήθη. Και αυτοί είναι ίσως οι χειρότεροι των υποκριτών.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2012

Μήνυμα του Μ.Βασιλείου για τα Χριστούγεννα!


Ο Μέγας Βασίλειος θαυμάζοντας το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, θέτει στο στόμα της Παναγίας τα ακόλουθα λόγια: «Πως να Σε ονομάσω εγώ, θαυμαστό μου βρέφος; Τι θνητό όνομα να δώσω στον καρπό του Αγίου Πνεύματος; Να Σου προσφέρω θυμίαμα ή γάλα; Έχεις ανάγκη από τις μητρικές μου φροντίδες, ή να πέσω στα πόδια Σου και να Σε λατρεύω; Τι ανεξήγητη αντίθεση; O ουρανός είναι ο θρόνος Σου κι εγώ σε τοποθέτησα στα γόνατα μου. Σε βλέπω στην γη κι όμως δεν άφησες τον ουρανό. O ουρανός είναι εκεί, όπου ευρίσκεσαι Εσύ».

Την απορία και την έκπληξη της Παναγίας συμμερίζεται και άγιος Βασίλειος. Και προσπαθώντας να βρει το μυστικό που πέτυχε την ένωση τόσο αντιθέτων πραγμάτων, καταλήγει ότι είναι Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!

Από ταπείνωση ο Θεός έγινε άνθρωπος!
Από την ταπείνωση Του η γη έγινε ουρανός!


Δεν ανέβηκε ο άνθρωπος στον ουρανό. Κατέβηκε ο Θεός στην γη. Και έτσι μας έμαθε έμπρακτα, πως μπορεί η γη, από τόπος εξορίας να γίνει παράδεισος. Από ζούγκλα, να γίνει Βασιλεία του Θεού. Γι' αυτό και οι πρώτοι, που αξιώθηκαν να Τον προσκυνήσουν, ήταν οι ταπεινοί ποιμένες. Και οι γεμάτοι ταπεινό και ειλικρινές φρόνημα αναζήτησης της αλήθειας, «μάγοι εξ ανατολών».

Αυτή η αρετή της Ταπείνωσης είναι το μεγάλο μήνυμα της εορτής των Χριστουγέννων. Μόνο ο άνθρωπος που καλλιεργεί και αγαπάει αυτή την αρετή, μπορεί κάπως να νιώσει, τι έγινε εκείνη την παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Και μόνο με αυτή την αρετή, μπορεί να αξιωθεί να δεχθεί στην καρδιά του τον Νεογέννητο Βασιλέα και Σωτήρα Χριστό.

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος
 
 
 
 
πηγη: exprotestant

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2012

Φτωχοί και αγαπημένοι σαν Έλληνες!


Δεν μας παίρνει ο καιρός αδελφοί μου. Προπαραμονή σήμερα! Τρέξτε εξομολογηθείτε, επισκεφτείτε τον άρρωστο, συμφιλιωθείτε με αυτόν πού σας μισεί, υπερασπίστε ορφανόν και δικαιώσατε χήραν. Σκορπίστε αυτά πού μπορείτε σε αυτούς πού δεν έχουν. Καθαρίστε την καρδιά σας, ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών. Χριστός γεννάται εκ της Παρθένου, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας!

Ας εορτάσουμε ελληνικά, ρωμαίικα τα Χριστούγεννα της οικονομικής κρίσης. Να θυμηθούμε τους πατέρες μας, πού ζούσαν βιωματικά και πνευματικά τις εορτές με πολύ ελάχιστα υλικά πράγματα και τον απέραντο Χριστό στην καρδιά τους. Αυτούς πού είχαν για καύχημα την ευτέλεια και το απέριττον.Για τρείς ημέρες ας ζήσουμε ως γνήσιοι Έλληνες. Με παραδοσιακά κάλαντα, με αγνά λαΐκά έθιμα, εξομολογημένοι, κοινωνημένοι, συμφιλιωμένοι με τον γείτονα. Ας μάθουμε στα παιδιά μας την χαρά και την χάρη του αναγκαίου και όχι του περιττού. Ας θυμηθούμε το παραδοσιακό, το ανθρώπινο και ας τα μυήσουμε σε αυτό. Όρθρου βαθέως να τρέξουμε στην Εκκλησία, να τυπωθεί στην ψυχούλα τους το ελληνικό χρώμα της άγιας Νύχτας.Ανοίξτε τα σπίτια σας σε αυτόν πού στερείται και μοιραστείτε το βρισκούμενο και το ελάχιστο μαζί του. Φτωχοί και αγαπημένοι σαν Έλληνες. Όπως ο γυμνός Χριστός, στο παχνί της Βηθλεέμ!

Χριστούγεννα

Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾽στάνα* της τὴν βρεγμένην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἶχεν εἰς ἀβασταγὴν* καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σωζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῆς, κ᾽ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ᾽ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.
Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τις ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεταί τις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τό, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημῖδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγον τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ δρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾽ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. Διὰ δώρων καὶ θωπειῶν ἐζήτει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύσῃ τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦ παιδίου τὴν μητέρα. Ἀλλ᾽ ὁ παῖς καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, κ᾽ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.
Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δὲ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τὸ Δωδεκάορτον, καὶ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἡ Βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.
* * *
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνίζωσι καθήμενοι καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλώνωνται καὶ κλέπτωσιν ἀπὸ κανένα ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς κάπες των παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δύο πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. Καὶ εἶχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων, οἱ ἐκεῖ καταφυγόντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλίγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκείνου, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δύο ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιόνος. Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμιμήτου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾽ εὐλαβῶς καὶ μετ᾽ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἓν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἓν, πότε δύο καὶ ἥμισυ τὰ διῄρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας…
Ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἁγίων ἐφάνησαν ὡς νὰ ἐφαιδρύνθησαν εἰς τοὺς τοίχους· «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», κ᾽ ἐσείσθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρίσαντες οἰκεῖον αὐτοῖς τὸν ὕμνον.
Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρόν*, καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως.

                                                                           * * *
Εἰς τὴν ἀντικρινήν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ, ἐφαίνοντο μερικὰ πρόσωπα ἀνδρῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ ἄλλοι νὰ μορφάζουν. Κάτι ἄλλο συνέβαινε.
Δυὸ παράξενοι γέροι, ὁ Νταραδῆμος, καὶ ὁ καπετὰν Γιῶργος ὁ Κονόμος, εἶχον τὴν μανίαν, ὁ μὲν πρῶτος ν᾿ ἀπαγγέλλῃ, μὲ φωνὴν ἀρκούντως ἀκουστήν, πρὶν νὰ τὰ εἴπῃ ἀκόμη ὁ παπᾶς ἢ ὁ ψάλτης ἢ ὁ διαβαστής, πότε ὡς νὰ ἐβοήθει τὸν ψάλτην μακρόθεν, ὅλα τὰ μέρη τῆς ἀκολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αἰτήσεις, ἐκφωνήσεις· ὁ δὲ δεύτερος νὰ δεικνύῃ ὅτι δὲν ἀνέχεται τὴν μανίαν αὐτὴν καὶ νὰ τὴν σκώπτῃ καὶ νὰ τὴν χλευάζῃ. Ὁ Νταραδῆμος, εἰς τὸ γωνιαῖον ἀκριβῶς στασίδι ἔλεγεν ὡς νὰ ἦτο ὑποβολεύς:
- «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω. Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου».
Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν:
- «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω».
Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δυὸ ἢ τρία στασίδια παρεμπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν:
- Τ᾿ ἀκοῦτε, χριστιανοί;... τ᾿ ἀκούσατε; καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὺς στὰ σπίτια μας, νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!... Θὰ γλυτώναμε ἀπ᾿ τὸν κόπο νὰ ῾ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιά.
Καὶ οἱ χριστιανοὶ μετὰ δυσκολίας ἔπνιγον τοὺς γέλωτας.
Εἶτα πάλιν, ὅταν ὁ ψάλτης ἤρχισε:
- «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός...» Ὁ Νταραδῆμος συνέψαλλε μαζί του, καὶ ὁ γέρο-Κονόμος:
- Τὸν ἀκοῦτε, βρὲ παιδιά... ἀνόητοι ποὺ πᾶν καὶ κοπιάζουν γιὰ νὰ μάθουν ψαλτικά... δὲν τὸν παίρνουν δάσκαλο, νὰ τοὺς μάθῃ τζάμπα!
Καὶ οἱ παρεστῶτες ἀκουσίως ἐμειδίων.
Ἀκολούθως, μίαν στιγμὴν πρὶν ὁ παπα-Μανώλης νὰ ἐκφωνήση: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης...», ὁ Νταραδῆμος ἀπήγγελλε: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεύς...» Κι ὁ γέρο-Κονόμος:
- Τ᾿ ἀκούσατε, χριστιανοί; Δυὸ λειτουργίες κάνουμε τώρα... Πᾶνε καὶ σκοτίζονται καὶ πληρώνουν γιὰ νὰ γένουν παπᾶδες... δὲν βάζουν τὸν Νταραδῆμο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος καὶ παπᾶς καὶ διάκος καὶ ψάλτης.
Μετὰ πέντε λεπτὰ κάποιος μικρὸς συγκλονισμὸς ἐφάνη ἐντὸς τοῦ χοροῦ, μεταξὺ τοῦ κύκλου ὀλίγων μαγκῶν καὶ μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, οἵτινες περιεβόμβουν τὰ ἀναλόγια. Ἐπρόκειτο νὰ κανοναρχήσουν τὰς «προαιρέσεις». Τὸν εἱρμὸν τῆς θ´ ᾠδῆς, ὅστις τελειώνει εἰς τὰς λέξεις «ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου», ἄδηλον ἂν ὁ κὺρ Ἀναγνώστης τῆς Εὐγενίτσας ἢ ὁ μπαρμπ᾿ Ἀναγνώστης ὁ Παρθένης ἢ ἄλλος τις προγενέστερος αὐτοῦ, τὸν ἠρμνήνευσεν ὅτι ἐσήμαινε νὰ δίδωνται, χάριν τῆς ἡμέρας, προαιρετικὰ φιλοδωρήματα εἰς τὸν κανονάρχον, καὶ εἶχεν εἰσαχθεῖ ἔθιμον, ὅταν τὸ παιδίον τὸ κανοναρχοῦν ἐτελείωνε τὸν στίχον ἐκεῖνον, νὰ περιέρχεται τεῖνον ἀνοικτὸν τὸ Μηναῖον, πρὸς τοὺς προεστοὺς καὶ ἄλλους κατόχους τῶν στασιδίων, οἵτινες ἐφιλοτιμοῦντο νὰ ῥίπτωσιν ἐντὸς τοῦ βιβλίου ἀργυρὰ κέρματα, τουρκικά, σπανίως κανὲν σβάντζικον, διὰ ν᾿ «ἀσημώσουν» τὸν κανονάρχον.
Αὐτὴν τὴν νύκτα ἠθέλησεν ἐπιμόνως νὰ «πῇ τὰς προαιρέσεις», ὁ γυιὸς τοῦ παπα-Μανώλη, ὁ Ἀλέκος, καὶ ἤρπασεν αὐθαιρέτως τὸ Μηναῖον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἄλλου Ἀλέκου, ὅστις ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ προεστοῦ καὶ γυιὸς τοῦ ψάλτου. Εἶτα, ὅταν ὁ Ἀλέκος ἐκανονάρχησεν ἕως τὸ «δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόμενον» πρὶν ἀρχίσῃ τὸ «Στέργειν μὲν ἡμᾶς» μετεμελήθη κι ἔκραξε τὸν συνονόματόν του.
- Τί θέλεις;
- Δὲν λέω ἐγὼ τὰς «προαιρέσεις» ντρέπουμαι. Πές τις ἐσύ.
Ὁ ἄλλος Ἀλέκος ἤρπασεν ἀπλήστως τὸ Μηναῖον, κ᾿ ἐκανονάρχησε τὰς «προαιρέσεις». Εὐθὺς τότε ἔτρεξε γύρω-γύρω τείνων τὸ βιβλίον διὰ νὰ τὸν ἀσημώσουν. Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸ Δεσποτικόν, ἓν ἁγυιόπαιδον ἐξάμωσε τὴν χεῖρα διὰ νὰ τοῦ ἁρπάσῃ ἕνα πενηνταράκι. Ὁ Ἀλέκος ἔκαμε νὰ κλείσῃ τὸ Μηναῖον. Ἄλλος μάγκας, ὁ Ἀλλοιβαβαῖος καλούμενος, κατέφερεν ἕνα κτύπον εἰς τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἀνέτρεψε. Τὰ ἀργυρὰ κέρματα ἐχύθησαν μετὰ κρότου κάτω εἰς τὰς πλάκας. Δυὸ ἢ τρία παιδία ἔκυψαν μετὰ θορύβου κάτω ἀναζητοῦντα νὰ εὕρουν τ᾿ ἀργυρὰ νομίσματα.
Ὁ πλέον κερδισμένος ἀπ᾿ ὅλους ἐβγῆκεν ὁ Νικολὸς τοῦ Διανέλου, ὅστις χωρὶς νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ κύψῃ κάτω, εἶδεν ἓν σβάντζικον καὶ δυὸ ἄλλα μικρότερα κέρματα, κ᾿ ἐπρόφθασε νὰ τὰ πλακώσῃ μὲ τὸ πέλμα τῶν ποδῶν του. Ἔπειτα, ἀναβλέψας καὶ ἰδὼν τοὺς γέρους νὰ σταυροκοποῦνται -ἐπειδὴ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐψάλλετο τὸ ἀκροτελεύτιον «τὴν χάριν δέ, Παρθένε, νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος», τοὺς ἐμιμήθη κι αὐτός, μὲ πολλὴν εὐλάβειαν.
Τέλος, ἐμβῆκαν εἰς τὴν καθ᾿ αὐτὸ λειτουργίαν, ἥτις διεξήχθη πολὺ σύντομα. Περὶ τὸ τέλος ἀκριβῶς, πρὶν ὁ παπᾶς εἴπῃ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», κάτω ἀπὸ τὸ τελευταῖον στασίδιον, ἠκούσθη καὶ πάλιν ἡ φωνὴ τοῦ γερο-Νταραδήμου:
- Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν... «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως!... Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος...
Ὁ γέρο-Κονόμος, στραφεὶς μὲ τὴν μίαν πλάτην πρὸς αὐτόν, ἔκαμε μισὸν σταυρόν.
- Κύριε ἐλέησον· ... προσκυνᾶτε, χριστιανοί!... καταδῶ, κατὰ τὸν Νταραδῆμο, γυρίστε!
Κ᾿ ἐπῆγε ν᾿ ἀσπασθῇ καὶ νὰ λάβῃ τὸ ἀντίδωρον.

* * *


Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.

* * *
 
Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».
αποσπάσματα από τα διηγήματα : Στον Χριστό στο Κάστρο και η Ντελησυφέρω του Αλεξ Παπαδιαμάντη και Παραμονή Χριστούγεννα, Χριστούγεννα στην σπηλιά του Φώτη Κόντογλου

Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2012

Προχριστουγεννιάτικες σκέψεις...


Photo: Με συγκλονίζει το σημερινό ευαγγέλιο πού μιλάει για την βασιλεία του Θεού και πώς θα έρθουν τα έθνη από βορρα, ανατολή, δύση και νότο για να παρακαθίσουν με τον Αβρααμ , τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ενώ οι αυτάρκεις,οι δικαιούντες εαυτόν, οι υπερήφανοι, οι θρησκευτικοί και οι άκαρποι από εργα θα κλειστούν έξω, όπου η ακοινωνησία και ο τρόμος, ο βρυγμός των οδόντων και ο κλαυθμός. Δεν ήταν απλά μια φοβερή προειδοποίηση προς τους Γραμματείς και Φαρισαίους και τους φανατικούς Ιουδαίους. Είναι μια πραγματικότητα για κάθε θρησκευτικό άνθρωπο, πού θεωρεί τον εαυτό του από θέση άξιο της βασιλείας του Θεού. Οποία απογοήτευση και οποια ανατροπή. Οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. Η γέννηση του Χριστού σηματοδοτεί την γέννηση της βασιλείας του Θεού εντός ημών, δηλαδή μέσα μας και ανάμεσα μας. Είναι ένα σημείο κρίσης. Μπορούμε να την δεχτούμε σαν παιδιά;;; ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ.Με συγκλονίζει το σημερινό ευαγγέλιο πού μιλάει για την βασιλεία του Θεού και πώς θα έρθουν τα έθνη από βορρα, ανατολή, δύση και νότο για να παρακαθίσουν με τον Αβρααμ , τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ενώ οι αυτάρκεις,οι δικαιούντες εαυτόν, οι υπερήφανοι, οι θρησκευτικοί και οι άκαρποι από εργα θα κλειστούν έξω, όπου η ακοινωνησία και ο τρόμος, ο βρυγμός των οδόντων και ο κλαυθμός. 
 
Δεν ήταν απλά μια φοβερή προειδοποίηση προς τους Γραμματείς και Φαρισαίους και τους φανατικούς Ιουδαίους. Είναι μια πραγματικότητα για κάθε θρησκευτικό άνθρωπο, πού θεωρεί τον εαυτό του από θέση άξιο της βασιλείας του Θεού. Οποία απογοήτευση και οποια ανατροπή. Οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. Η γέννηση του Χριστού σηματοδοτεί την γέννηση της βασιλείας του Θεού εντός ημών, δηλαδή μέσα μας και ανάμεσα μας. Είναι ένα σημείο κρίσης. Μπορούμε να την δεχτούμε σαν παιδιά;;;

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ.
                                                


                                                      * * *


Photo: Ο αυριανός απόστολος είναι εναρμονισμένος με το Ευαγγέλιο και την εορτή της ημέρας, πού είναι η μνήμη των προπατόρων και των προφητών από Αδάμ του πρωτοπλάστου, έως και Ιωσήφ του Μνήστορος. Μας μιλάει για τους ήρωες της πίστεως, τους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι στερήθηκαν τα πάντα, διώχθηκαν και μαρτύρησαν για τον Ερχόμενο Μεσσία, σε έναν κόσμο σκότους, σκιών και αγνωσίας, όντες προσηλωμένοι στον Θεό, με μονη βεβαιότητα τους την επαγγελία και όχι την απτή εκπλήρωση της. Αυτοί οι υπέροχοι άγιοι , παρόλη την βαθιά πίστη τους δεν έζησαν στην εποχή τους σαρκωμένη την ελπίδα σε σχέση με εμάς πού ζούμε την μετά Χριστόν εποχή και θεωρούμαστε προνομιούχοι. Αυτό το προνόμιο είναι και ευθύνη. Τώρα πού η Ελπίδα σαρκώθηκε και εσκήνωσεν εν ημίν θα πρέπει να φανούμε πιστότεροι και αγιότεροι τους.Ο αυριανός απόστολος είναι εναρμονισμένος με το Ευαγγέλιο και την εορτή της ημέρας, πού είναι η μνήμη των προπατόρων και των προφητών από Αδάμ του πρωτοπλάστου, έως και Ιωσήφ του Μνήστορος. Μας μιλάει για τους ήρωες της πίστεως, τους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι στερήθηκαν τα πάντα, διώχθηκαν και μαρτύρησαν για τον Ερχόμενο Μεσσία, σε έναν κόσμο σκότους, σκιών και αγνωσίας, όντες προσηλωμένοι στον Θεό, με μονη βεβαιότητα τους την επαγγελία και όχι την απτή εκπλήρωση της. Αυτοί οι υπέροχοι άγιοι , παρόλη την βαθιά πίστη τους δεν έζησαν στην εποχή τους σαρκωμένη την ελπίδα σε σχέση με εμάς πού ζούμε την μετά Χριστόν εποχή και θεωρούμαστε προνομιούχοι. Αυτό το προνόμιο είναι και ευθύνη. Τώρα πού η Ελπίδα σαρκώθηκε και εσκήνωσεν εν ημίν θα πρέπει να φανούμε πιστότεροι και αγιότεροι τους.


                                                                              * * *




 Η αναφορά στον Αδάμ, τον Νώε και τους πριν τον Αβραάμ πατριάρχες και δικαίους, στο συναξάρι της αυριανής ημέρας,μας δείχνει έναν οικουμενικό Χριστό, πάνω από φυλές και καταγωγές. Είναι απευθείας απόγονος του Ανθρώπου.Μια οικουμενική προσδοκία και σωτηρία. Επίσης είναι ένας υπερεθνικός Χριστός. Ας δούμε τον Ιωβ , την Σωμανίτιδα τους μη εβραίους προφήτες πού τιμώνται και έζησαν θεοπρεπώς. Η οικειοποίηση του εθνικού Θεού είναι μια αυστηρά ιουδαίικη φαρισαϊκή αίρεση, γι'αυτό και είχε μεγάλη απήχηση και στον προτεσταντικό κόσμο, του cuius regio, eius religio. Σήμερα πού αγωνιζόμαστε και παλεύουμε, μέσα στην τόση βαρβαρική απαξίωση των εταίρων, να διαφυλάξουμε την ελληνικότητα και εθνική ιδιαιτερότητα μας, μπορεί να καταστεί ένας μεγάλος πειρασμός για τα πνευματικά μας κριτήρια ως γένους και ώς ανθρώπων. Ωστόσο, δεν νομίζω να είναι άστοχο, αλλά και επιβαλλόμενο να κρεμαστούμε από το έλεος του Θεού, όπως έκανε ο παλαιός Ισραήλ κατά καιρούς, σε περιόδους διωγμών και κρίσης. Το έθνος είναι η καρδιά των ανθρώπων πού το αποτελούν. Όταν αυτή η καρδιά είναι προσηλωμένη στην βασιλεία του Θεού, κάτι ουράνιο θα αποκαλυφθεί. Ό,τι είναι καταδικασμένο επίσης σε νέκρωση, θα νεκρωθεί.Ας ζήσουμε με την Ελπίδα.Ο Θεός αγαπά τους Ταπεινούς!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2012

αλεξ.παπαδιαμάντης- το άνθος του γιαλού

Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.
Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
- Καὶ τί εἶναι;
- Εἶναι...
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;
Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.
- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

1906

Τα Χριστούγεννα και ο Παπαδιαμάντης



            Κάθε Χριστούγεννα η σκέψη μας πηγαίνει αυθόρμητα στον Σκιαθίτη Γέροντα των γραμμάτων μας, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που έχει γράψει υπέροχα χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Ο Ανδρέας Καραντώνης τον χαρακτήρισε  τον πρώτο αληθινά μεγάλο Έλληνα πεζογράφο και εξήγησε το γιατί:: " Μεγάλος πεζογράφος είναι εκείνος που κατορθώνει και διορθώνει το έργο του πάνω σ' έναν από κεντρικούς άξονες του Λαού του. Κι ένας από τους κεντρικούς αυτούς άξονες του Ελληνικού Λαού είναι η χριστιανική διαμόρφωση της ψυχής του, έτσι ακριβώς, όπως την αποκρυστάλλωσε από τα ένδοξα χρόνια του Βυζαντίου, ως τις ημέρες που είδε το φως ο χριστιανολάτρης διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ήταν ο συγγραφεύς, ο προορισμένος να αποκαταστήση τη χαμένη επαφή του νεοελληνικού λόγου με την πηγή της λαϊκής θρησκευτικής ψυχολογίας". 
            Ο Παπαδιαμάντης μέσα από την Πίστη του στην Ορθοδοξία και την αγάπη του προς την Πατρίδα του, την Ελλάδα, μίλησε απλά και κατ' ευθείαν στην καρδιά του λαού μας. Και ορισμένες σκέψεις του μένουν ως αποφθέγματα στην ιστορία των Ελλήνων. Ήταν βέβαιος ότι οι πολέμιοι του Χριστού θα υπάρχουν πάντοτε, αλλά και θα απέρχονται, ενώ ο γεννημένος στη Φάτνη της Βηθλεέμ Χριστός θα βασιλεύει πάντα. ΄Εγραψε: " Προ των σήμερον υλιστών, δαρβινιστών και θετικιστών υπήρξαν οι απαισιόδοξοι, οι ορθολογισταί και οι κριτικισταί' αλλά παρήλθον' προ αυτών ήσαν οι πανθεϊσταί, αλλ' εξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται εν τη σκιά, αφανίζονται, αφού επί βραχύ τέρψωσι τους φιλοκαίνους και τους φιλαναγνώστας δια περιέργου συναυλίας λέξεων και γνωμών. Ο δε Χριστός έμεινε και θα μένη…Ο πόθος της μωράς επιδείξεως, η μανία του καινά εκάστοτε λέγειν, η δοκησισοφία, ο τύφος και η οίησις άγουσιν εις τας συγχρόνους αθεϊστικάς θεωρίας, από των οποίων τουναντίον απάγει η ειλικρινής και ακραιφνής φιλοσοφική συζήτησις της προ των οφθαλμών ημών κειμένης αληθείας". 

Ο Παπαδιαμάντης δεν αναγνωρίστηκε από όλους τους συγχρόνους του, κυρίως από ηθικιστές χριστιανούς και από συγγραφείς των σαλονιών. Γράφει σχετικά ο Φώτης Δημητρακόπουλος: " Ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίστηκε κατά βάσιν ιδεολογικά και λιγότερο αξιολογικά από την επίσημη κριτική, λογοτεχνική και φιλολογική, ένεκα της θρησκευτικής του πίστης στην ορθοδοξία, του αντιδυτικού του αισθήματος και της γλώσσας του έργου του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κ.Θ. Δημαράς, που υποστηρίζει πως ο Παπαδιαμάντης "διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα" και πως "η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο ήταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη…". Παλαιότερα κριτικοί προς τον κυρ Αλέξανδρο ήσαν οι Γρ. Ξενόπουλος και Κ. Χατζόπουλος. Ο Φώτος Πολίτης τον χαρακτηρίζει "πιστό των εξωτερικών συμβόλων της χριστιανικής λατρείας". Αρκετά κριτικός έναντί του είναι και ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που έγραψε.
Οι ιδεολογικά αντίθετοί του δεν μπορούν γενικά να αντέξουν την σε βάρος τους καταγγελία του, όπως την γράφει στον "Λαμπριάτικο ψάλτη": "Όλα τα χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως. Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το Ελληνικόν Έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων" Οι υλιστές και ηδονιστές κριτικοί του δεν μπορούν επίσης να ανεχθούν τον λόγο του "επ' εμοί ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ δεν θα πάψω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου". (Σημ. Υπογράμμιση του υπογράφοντος). Γράφει σχετικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα Collectanea: "… Σωφρονώ! Α το δύσκολο, το δυσκολότατο εκείνο ρήμα της παπαδιαμαντικής φράσης …πόσοι ακόμα το κάνουν ενεργό στη ζωή τους, αλήθεια, και πόσοι (λιγότεροι ακόμα) δίνουν επίσημα την υπόσχεση και ξεστομίζουν καταπάνω τους την τρομερή φοβέρα που εκείνος ξεστόμισε καταπάνω στον εαυτό του: Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ; Αλήθεια πόσοι;"
Εκτός από τους ιδεολογικά αντιθέτους του Παπαδιαμάντη υπήρξαν αυτοί που τον εκτίμησαν χωρίς να αντιληφθούν πλήρως ή παραθεωρώντας  την ορθόδοξη πνευματικότητά του. Αυτοί με επιμέλεια και με αγάπη στον άνθρωπο και στον λογοτέχνη Παπαδιαμάντη πρόβαλαν το έργο του. Ένας από αυτούς ήταν ο Οκτάβιος Μερλιέ, Γάλλος φιλέλληνας και λόγιος, που αγάπησε ξεχωριστά τον Παπαδιαμάντη, τον μετάφρασε στα γαλλικά, και με ευθύνη του, πρόλογο και σημειώσεις του τον εξέδωσαν οι περίφημες γαλλικές εκδόσεις "Les Belles Lettres". Έγραψε σχετικά ο Γιώργος Θεοτοκάς στο περιοδικό "Ελληνική Βιβλιογραφική και Βιβλιοκριτική Επιθεώρησις" ( τεύχος Φεβρουάριος 1935):
"Η παράδοση μας είχε μεταδώσει για τον Παπαδιαμάντη την εικόνα ενός απλοϊκού χωριανού ασκητή, περιπλανημένου μες στην πρωτεύουσα, χωρίς σχεδόν κανένα άλλο συναίσθημα εξόν από την θρησκευτική του πίστη και τη νοσταλγία του νησιού του. Αλλά στα βιβλία του Οκταβίου Μερλιέ ανακαλύπτουμε έναν γνήσιο καλλιτέχνη με απέραντη ευρωπαϊκή μόρφωση, πρωτοπόρο της εποχής του (μετέφρασε το "Εγκλημα και τιμωρία" του Ντοστογιέφσκι στα 1889, τον καιρό που ο ρώσος λογοτέχνης ήταν σχεδόν άγνωστος στη Δύση), εξαιρετικά ανήσυχο, τυραννισμένο ακατάπαυστα από τις αντιφατικές αξιώσεις της ψυχής του, προικισμένο με την πιο λεπτή ευαισθησία και εξαίσια εγωκεντρικό. Νομίζαμε άλλοτε πως η αιτία της απομόνωσης του στην Αθήνα ήταν η συστολή του εμπρός στον ανώτερό του "πολιτισμό" της πρωτεύουσας. Τώρα υποπτευόμαστε μάλλον  ότι η αιτία ήταν ακριβώς αντίθετη, ότι δηλαδή ο Παπαδιαμάντης τραβήχτηκε μακριά από τους τότε Αθηναίους, λογίους και μη, επειδή τους είχε ξεπεράσει και δεν μπορούσε πια να συνεννοηθεί μαζί τους".      
Μεταξύ αυτών που ένιωσαν την ποιότητα του έργου του Παπαδιαμάντη ήταν ο ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης, που και αυτός υπέστη τον ιδεολογικό ρατσισμό των υλιστών και ηδονιστών και τον κομπλεξισμό των μετριοτήτων. Σε δημοσίευμά του στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες", τον Ιανουάριο του 1938, γράφει ότι ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει τον ελληνισμό ως σύνολο και ότι μετά από αυτόν " δεν φανερώθηκε στην Ελλάδα μήτε ένας σοβαρός θρησκευτικός πεζογράφος". Ο Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει για τον Σκιαθίτη συγγραφέα: "Στον μισό και πλέον αιώνα που μας χωρίζει από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη …θάπρεπε η μορφή του να είχε γίνει αγέρας. Δεν έγινε. Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητας του. Δεν θάχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας". Και ο Παπατσώνης τονίζει: " Χωρίς τον Παπαδιαμάντη χάνουμε τις ρίζες μας, παύουμε να είμαστε Έλληνες. Όταν έχει κανείς κάτι πολύτιμο δεν το απορρίχνει. Και το αγνό δίδαγμα του Σκιαθίτη είναι πολύ τίμιο και ανεπανάληπτο". Ο λόγιος Αγιορείτης μοναχός Μωϋσής από την πλευρά του υπογραμμίζει ότι το "κήρυγμα" του Παπαδιαμάντη, παραμένει επίκαιρο όπως και του Ντοστογιέφσκι, "αλλά πού αυτιά…" να τ' ακούσουν, και πρσθέτει: "Ντοστογιέφσκι και Παπαδιαμάντης ζούσαν ό,τι έγραφαν, γι' αυτό και είναι μεγάλοι λογοτέχνες".
            Σε μια συνάντησή μου με τον σημαντικό Μικρασιάτη συγγραφέα Τάσο Αθανασιάδη τον είχα ερωτήσει τι κάνει να ξεχωρίζει τον μεγάλο συγγραφέα από αυτόν που απλώς γράφει κάποιο βιβλίο και μου απάντησε ο χρόνος. Από τη συζήτηση που ακολούθησε  κατάλαβα ότι όσο κι αν ενεργήσει προς καιρόν η διαφήμιση και τα κυκλώματα το μέτριο θα χαθεί στη λήθη, ενώ το σημαντικό θα επιζήσει, όπως το χρυσάφι στο καμίνι. Κατάλαβα επίσης την αμηχανία των υλιστών που ο Παπαδιαμάντης παραμένει επίκαιρος, 102 χρόνια μετά τον θάνατό του. Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, σε πείσμα τους, διαβάζονται "Το Χριστόψωμο", "Η Σταχομαζώχτρα", "Ο Αμερικάνος", "Στο Χριστό, στο Κάστρο", "Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη" και τ' άλλα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα.- 
 
 
 http://santo-rinios.blogspot.gr/

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2012

Η Γέννηση στην Αγιογραφία (Φώτη Κόντογλου)




Η ορθόδοξη Εκκλησία μας κράτησε και διατήρησε την παράδοση της αγιογραφικής τέχνης αμόλευτη, όπως κράτησε και την παράδοση της υμνογραφίας, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής. Και λέγοντας αμόλευτη, θέλω να πω πως δεν την άφησε να ξεπέσει από τον πνευματικό χαρακτήρα της, ώστε να κάνει έργα σαρκικά και κοσμικά, όπως έγινε στη δυτική εκκλησία.

Η λεγομένη Αναγέννηση στην Ιταλία στάθηκε στ' αληθινά η αναγέννηση της ειδωλολατρίας, δηλαδή της λατρείας του σαρκικού ανθρώπου που δεν γνωρίζει τι είναι η πνευματική ωραιότητα. Οι τεχνίτες που δουλέψανε κατά την Αναγέννηση ήτανε οι πιο πολλοί άνθρωποι χωρίς θρησκευτικό αίσθημα, χωρίς πίστη, και παίρνανε τα θρησκευτικά θέματα σαν πρόφαση μοναχά για να επιδείξουνε τη μαστοριά τους στη φυσικότητα και στη σαρκική τέχνη. Κι' οι ίδιοι οι Ιταλιάνοι το παραδέχουνται αυτό για τους μεγάλους τεχνίτες τους, αφού έχουνε για θαυματουργές εικόνες μονάχα τις παλιές βυζαντινές που βρεθήκανε στον τόπο τους, ενώ θα γελάσουνε αν τους πει κανένας πως κάνανε εικόνες θαυματουργές (δηλαδή εικόνες για να τις προσκυνά ο Χριστιανός) ο Ραφαέλος, ο Τισιάνος, ο Αντρέας ντε Σάρτο, ο Βερονέζης, ο Τιντορέττος κι' οι άλλοι μαστόροι της Αναγέννησης.

Λοιπόν, για να μιλήσει κανένας σωστά, αγιογραφία, δηλαδή θρησκευτική ζωγραφική με πνευματικότητα, δεν κάνανε στην Αναγέννηση, για τούτο και τα έργα που φτιάξανε οι τότε τεχνίτες είναι θεατρικά, επιδειχτικά, χωρίς μυστικισμό, αντιπνευματικά, μην έχοντα καμμιά σχέση με την απλή και ταπεινή θρησκεία του Χριστού. Ενώ η ορθόδοξη αγιογραφία κράτησε την αρχαία πνευματική καθαρότητα ως τα τελευταία χρόνια. Αλλά και σε μας άρχισε να ξεπέφτει αυτή η τέχνη από το ύψος της πνευματικής απλότητας και να θέλει να κάνει και στις δικές μας εκκλησίες έργα κούφια και θεατρικά, γιατί η απιστία, η επίδειξη, κ' η μανία να μοιάσουμε τους άλλους στο κακό, μας τύφλωσε ολότελα. Σε όσους δεν έχουνε θρησκεία μέσα στην καρδιά τους αρέσουνε αυτά τα σαρκικά και αντιπνευματικά έργα, γιατί η σάρκα θαυμάζει τη σάρκα και δεν θέλει να βλέπει πνευματικά πράγματα, κι' ούτε μπορεί να τα νοιώσει. Το ανάποδο γίνεται στους ανθρώπους που νοιώσανε τη γλυκύτητα της πίστης· αυτοί δεν βρίσκουνε καμιά ουσία στα έργα που γινήκανε και γίνουνται για να δείξουνε τη μάταιη μαστοριά του ενός και του άλλου ζωγράφου, που τα εξηγεί μία ματαιόδοξη δασκάλα που τη λένε «αισθητική».


Η Γέννηση του Χριστού ζωγραφίζεται στα βυζαντινά εικονίσματα με την πνευματική αγιότητα που είναι ιστορημένη μέσα στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή παριστάνεται σαν μυστήριο, ενώ η κοσμική ζωγραφική που είπαμε την ζωγραφίζει σαν μία σκηνοθεσία και τίποτα παραπάνω. Κυττάξετε καμμιά τέτοια ζωγραφιά, όπως είναι του Κορέτζιου είτε του Μουρίλλου, και θα νοιώσετε τι λέγω. Στις δικές μας τις εικόνες η Γέννηση παριστάνεται με απλόν και βαθύ τρόπο, χωρίς επιτηδευμένα στολίσματα και μάταιες αισθηματολογίες. Όλα είναι απλά και ταπεινά πλην μέσα στα απλά αυτά σχήματα υπάρχει εκείνο το θρησκευτικό πνεύμα που είναι άπιαστο για τους άθρησκους, γιατί είναι «ως πνοή αύρας λεπτής».

Ο τύπος της Γεννήσεως στους βυζαντινούς είναι τούτος: Στη μέση στέκεται ένα σπήλαιο σαν από κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μια φάτνη και μέσα βρίσκεται ένα μωρό φασκιωμένο, ο Χριστός, κι' από πάνω του τον αχνίζουνε με το χνώτο τους ένα βόδι κ' ένα γαϊδούρι είτε άλογο.

Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο τέκνο της απάνω σ' ένα στρωσίδι, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή. Στο απάνω μέρος από τα δεξιά είναι χορός Αγγέλων σε στάση δεήσεως, ενώ από τ' αριστερά ένας άλλος άγγελος με φτερά ανοιχτά, μιλά με τους τσομπάνηδες σαν να τους λέγει τη χαροποιά την είδηση. Στο κάτω μέρος από τα δεξιά παριστάνεται ο γέρο Ιωσήφ καθισμένος σ' ένα κοτρόνι και συλλογίζεται με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, κατά το Ευαγγέλιο που λέγει « ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν », καθ' όσο δεν ήθελε να εκθέσει την Παναγία που γέννησε δίχως νάναι δικό του το παιδί. Μπροστά του στέκεται ένας γέρος τσομπάνης ακουμπισμένος στο ραβδί του, ντυμένος με προβιά, και του μιλά σα να θέλει να τον παρηγορήσει. Στα αριστερά είναι καθισμένη μία γρηά που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο γυμνό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμπήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα με το τσεμπέρι χύνει νερό για να κολυμπήσουνε το μωρό. Γύρω τους κι' απάνω στις ραχούλες βοσκάνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα και δυό τρία μαντρόσκυλα. Ένας τσομπάνης αρμέγει. Πίσω από τη σπηλιά φαίνουνται μέσα στα βουνά οι τρεις μάγοι καβαλλικεμένοι στάλογα, ο ένας σε άσπρο, ο άλλος σε μαύρο κι' ο άλλος σε κόκκινο. Η Παναγία ζωγραφίζεται και γονατιστή, μα αυτό θαρώ πως φραγκοφέρνει. Η σκηνή με τις γυναίκες που κολυμπάνε το βρέφος είναι παρμένη από τ' Απόκρυφα Ευαγγέλια.


Είναι παράξενο πως οι βυζαντινοί ζωγράφοι που ήτανε ορθοδοξώτατοι, βάζουνε στις εικόνες τους σκηνές που δεν είναι γραμμένες στο Ευαγγέλιο, παίρνοντας τες από βιβλία που δεν είναι Κανονικά. Στο Μυστρά, στο Καχριέ Τζαμί κι' αλλού είναι ζωγραφισμένα επεισόδια από τη ζωή της Παναγίας παρμένα από το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Ιακώβου που δεν είναι Κανονικό. Αλλά τέτοια καθέκαστα είναι ζωγραφισμένα στα Εισόδια, στον Ευαγγελισμό, στην ζωή των Αγίων Ιωακείμ και Άννης κ.λπ. Για τη Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στα Απόκρυφα πως σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, πήγε ο Ιωσήφ να βρει καμμιά μαμή, και βρήκε μία γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι' αυτή έπλυνε το παιδί. Σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες είναι γραμμένο και τ'όνομα της Σαλώμης. Στα πιο ωραία εικονίσματα η Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι της στο χέρι της, κ' η έκφρασή της είναι γλυκειά και μελαγχολική, ένα πράγμα πολύ κατανυχτικό. Σε λιγοστές εικόνες είδα ζωγραφισμένα μάτια απάνω στο σπήλαιο, σαν να είναι ζωντανό, όπως ζωγραφίζουνε πάλι σε σχέδιο αητού, τα σύννεφα που σηκώνουνε τους Αποστόλους στην Κοίμηση, στη Βάπτιση τον Ιορδάνη σαν γέρο και τη θάλασσα σαν νεράϊδα, τις πηγές του ποταμού σαν έναν πέτρινο άνθρωπο που βγαίνει από το στόμα του το νερό, κ.α. Η Ερμηνεία των Ζωγράφων του Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων, γράφει για τον τύπο της Γεννήσεως: « Σπήλαιον, καί ἔσω εἰς τό δεξιόν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τό βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τήν φάτνην καί ἀριστερά ὁ Ιωσήφ γονατιστός ἔχων τά χέρια ἐσταυρωμένα · καί ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ' ἕνα ἄλογον βλέποντα τόν Χριστόν καί ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καί βλέποντες μετά θάμβους τόν Χριστόν. Καί ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καί ποιμένες, ὁ ἕνας λαλών ἄϋλον καί ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετά φόβου. Καί ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετά βασιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καί δεικνύοντες ἀλλήλοις τόν ἀστέρα. Καί ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».


Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοί ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατά πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για οποίον νοιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Άλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριέ Τζαμί της Πόλης (αρχαία Μονή της Χώρας), της Υπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστηρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ' ’γιον Όρος, καθώς και του Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελάνου. Υπάρχουν κι' άλλες έμορφες Γεννήσεις σε αρχαία εξωκκλήσια, όλες στον ίδιο τύπο που ιστορήσαμε. Πλήθος Γεννήσεις στολίζουνε τα αρχαία χειρόγραφα, όπως είναι δυο που βρίσκουνται στο μοναστήρι των Ιβήρων. Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυό σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι.

Φ. Κόντογλου -
5 Μελετήματα για τον πεζογράφο και τον καλλιτέχνη ,
εκδ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, εκδ. των «Κριτικών Φύλλων»,
Αθήνα 1975, σελ. 51-54



από εδώ

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος


του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου




ΓΕΝΙΚΑ: Τις περισσότερες πληροφορίες για το βίο του Αγίου τις παίρνουμε από τις ίδιες τις επιστολές του. Στα κείμενά αυτά, η προσωπικότητά του εμφανίζεται τόσο θερμή, ώστε υποτέθηκε, μάλλον λανθασμένα, ότι το όνομά Ιγνάτιος (ignis= πυρ) του αποδόθηκε εκ των υστέρων.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Από στοιχεία των επιστολών του οι ειδικοί διατείνονται πως ο Ιγνάτιος ήταν τέκνο ρωμαϊκής εξελληνισμένης οικογένειας. Στα κείμενά του αποδίδει στον εαυτό του την προσφώνηση “Θεοφόρος”. Πιθανή εξήγηση, κατά την παράδοση, του προσωνυμίου αυτού είναι το υποτιθέμενο γεγονός ότι ο Ιγνάτιος ήταν το μικρό παιδί που είχε πάρει στην αγκαλιά του ο Κύριος (Μτθ, ιη΄1). Όμως κατά το χρόνο του μαρτυριόυ του ο Ιγνάτιος θα πρέπει να ήταν εκατονταετής, αν ισχύει αυτή η άποψη. Η άποψη των Καθολικών ότι ονομάστηκε θεοφόρος επειδή στην καρδιά του βρέθηκε γραμμένο το όνομα του Χριστού δεν ευσταθεί, διότι ο Άγιος κατασπαράχθηκε από λιοντάρια. Ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Άγιος συναναστράφηκε με τους Αποστόλους, ενώ ο Ευσέβιος πιστεύει ότι υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και του Πολυκάρπου. Ο Ωριγένης βεβαιώνει ότι ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιόχειας (70-107 μ.Χ.). Μετά από πολυχρονη επισκοπεία, συνελήφθη από τις ρωμαϊκές αρχές, δικάστηκε στην Αντιόχεια και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η σύλληψη του συνέβη κατά τον διωγμό στη Μ. Ασία του 112, όταν έπαρχος ήταν ο Πλίνιος ο Νεώτερος, επί βασιλείας Τραϊανού. Η σύλληψή του πιθανότατα συνέβη κατά την εκστρατεία του Τραϊανού κατά της Αρμενίας και της Παρθίας.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Η μεταγωγή του Ιγνατίου στη Ρώμη είχε την έννοια προσφοράς θεάματος προς το ρωμαϊκό όχλο, εν είδει θριάμβου, μετά την επιστροφή του αυτοκράτορα από την εκστρατεία. Οι συνοδοί στρατιώτες κατά την επιστροφή συνελάμβαναν και άλλους χριστιανούς για μια πιο ... “πληθωρική” παράσταση μπροστά στα θηρία της αρένας. Ο Ιγνάτιος έκανε αυτή την πολύμηνη αναγκαστική πορεία αγόγγυστα, με όλο και μεγαλύτερο πόθο για το μαρτύριο, αντιλαμβανόμενος ότι ο μαρτυρικός θάνατος θα τον οδηγούσε στον Κύριο, αλλά και ότι με την υπομονή και πίστη του θα στήριζε τους υπολοίπους αιχμαλώτους. Η πορεία των χριστιανών και των συνοδών τους στρατιωτών διήλθε από πόλεις της Μικράς Ασίας, ενώ στη Σμύρνη έγινε ολιγοήμερη στάση. Εκεί τους κρατουμένους επισκέφθηκε και στήριξε ο επίσκοπος Πολύκαρπος. Τον Ιγνάτιο επισκέφθηκαν ακόμη επίσκοποι από την Έφεσο (Ονήσιμος), τη Μαγνησία (Δημάς) και τις Τράλλεις (Πολύβιος). Οι αντιπρόσωποι αυτοί, πέρα από τη στήριξη του Αγίου, εξέθεσαν και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στις επισκοπές τους, τονίζοντας ιδιαίτερα το πρόβλημα των Ιουδαϊζόντων και των αιρετικών Δοκητών. Ο Ιγνάτιος τους συμβούλευσε, ενώ αργότερα συνέταξε επιστολές που τις παρέδωσε στους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους των κοινοτήτων. Στη Σμύρνη ο Άγιος πληροφορήθηκε, από χριστιανούς που ήρθαν από τη Ρώμη, πως κάποιοι πιστοί επεδίωκαν την αναθεώρηση της δίκης του. Όμως ο ίδιος έχοντας συνειδητοποιήσει την ανάγκη του μαρτυρίου, τους έγραψε επιστολή με την οποία παρακαλούσε να παύσουν αυτές τις προσπάθειες.
Η επιστολή συντάχθηκε “τη προ εννέα καλλανδών Σεπτεμβρίων”, δηλαδή στις 24/8, και αποτελεί το πρώτο, κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο, χρονολογημένο χριστιανικό κείμενο. Οι δέκα συνοδοί στρατιώτες του Ιγνατίου, ήταν σκληροί, αλλά του επέτρεπαν να δέχεται επισκέπτες, συνήθως μετά από δωροδοκία. Εν συνεχεία η πορεία συνεχίστηκε και έφθασαν στην Τρωάδα, όπου πληροφορήθηκαν πως ο διωγμός στην Αντιόχεια είχε σταματήσει. Έπειτα η συνοδεία πέρασε στην Ελλάδα διά Νεαπόλεως και Φιλίππων, όπου συνελήφθησαν και άλλοι χριστιανοί. Αφού διαπέρασαν Μακεδονία και Ήπειρο, από την Επίδαμνο πέρασαν με πλοίο στη Ρώμη.
Ο Ιγνάτιος μαρτύρησε την 20η Δεκεμβρίου στο Κολοσσαίο γινόμενος βορρά σε άγρια θηρία. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο Λουκιανός στο έργο του “Περί Περεγρίνου τελευτής” ειρωνεύεται, πιθανότατα ,το μαρτύριο του Αγίου Ιγνατίου.
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: Διασώθηκαν 13 επιστολές του Αγίου. Αυτές είναι: Μαρίας εκ Κασσοβήλων προς Ιγνάτιον, Ιγνατίου προς Μαρίαν, προς Τραλλιανούς, Μαγνησιείς, Ταρσείς, Φιλιππησίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους, Πολύκαρπον Σμύρνης, Αντιοχείς, Ήρωνα, Εφεσίους, Ρωμαίους. Σε μια άλλη διασωθείσα συλλογή επιστολών του Αγίου συμπεριλαμβάνονται και οι: Θεοτόκου προς Ιγνάτιον, Ιγνατίου προς Θεοτόκον, προς Ιωάννην Α΄και προς Ιωάννην Β΄. Οι επιστολές του αποσαφηνίζουν δογματικά θέματα και απαντούν στους αιρετικούς Δοκητές. Γράφει ο Ιγνάτιος για να δείξει τις δύο φύσεις του Κυρίου: “Εις ιατρός εστί, σαρκικός και πνευματικός, γεννητός και αγένητος, εν σαρκί γενόμενος Θεός, εκ θανάτου ζωή αληθινή, και εκ Μαρίας και εκ Θεού,πρώτον παθητός και τούτο απαθής, Ιησούς Χριστός,ο Κύριος ημών” (Εφεσ. 7,2).



από το FB