ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2018

Τι συγκινητικό θέαμα! Μέσα στ' άγρια βουνά, και με βροχή, να προσέρχονται οι στρατιώτες, για να ενωθούν με τον Σωτήρα Χριστό!


…..9 Μαρτίου 1940. Ημέρα Κυριακή. Κυριακή της 'Ορθοδοξίας και μνήμη των αγίων Σαράντα.
Στο μέτωπο της Αλβανίας είναι παρών ο ίδιος ο Μουσολίνι και κατευθύνει προσωπικά την περίφημη εαρινή επίθεση.
Νιώθω μία ψυχική αγαλλίαση, συνδυασμένη με έντονη νευρικότητα. 
Ενώ δηλαδή νωρίς το πρωί ετοιμαζόμασταν για να τελέσουμε στο σπίτι που μέναμε τη θεία λειτουργία, ξαφνικά άρχισε καταιγισμός πυρός από όλμους του αντίπαλου πυροβολικού.
- Παππούλη μου, μου λέει ο διοικητής, πώς να κάνουμε σήμερα λειτουργία;
- Σήμερα ακριβώς επιβάλλεται να λειτουργήσουμε, απάντησα εγώ, για να μπούμε κάτω από την προστασία του Θεού.
Ο διοικητής τελικά υποχώρησε, κι έτσι απολαύσαμε τη θεία μυσταγωγία με μία ωραία χορωδία
από τούς στρατιώτες, ενώ ο γύρω χώρος είχε μεταβληθεί σε κόλαση φωτιάς.
Στη λειτουργία αυτή ζήσαμε τη θαυμαστή παρουσία του Χριστού.
Δυο φορές στη διάρκειά της οβίδες πυροβολικού έγλειψαν την άκρη του τοίχου του σπιτιού μας,
έπεσαν στον απέναντι χώρο και βυθίστηκαν στο χώμα χωρίς να εκραγούν.
Αν έσκαζαν, θα σκοτωνόμασταν όλοι μέσα στο σπίτι... Τη μέρα αυτή κοινώνησαν ο υποδιοικητής, ο υπασπιστής και πολλοί στρατιώτες του συντάγματος.

Τελειώνοντας όμως τη λειτουργία, ένα θλιβερό γεγονός ήρθε να μας δώσει ένα καλό μάθημα.
Μερικοί στρατιώτες, αντί να έρθουν να λειτουργηθούν, προτίμησαν να προφυλαχθούν μέσα σ' ένα υπόγειο χαράκωμα.
Κι ενώ ο τόπος αυλακωνόταν από τις οβίδες, μία απ' αυτές έπεσε μέσα στο χαράκωμα, σκότωσε τέσσερις άνδρες και τραυμάτισε άλλους τρεις. Ο ένας μάλιστα βρέθηκε αποκεφαλισμένος...

Την Κυριακή, στις 30 Μαρτίου του '41, ξεκίνησα πολύ πρωί για το πρώτο τάγμα, όπου λειτούργησα και κήρυξα.
Κοινώνησαν γύρω στους πεντακόσιους άνδρες. το χέρι μου πιάστηκε και πονούσε φοβερά από τη συνεχή μετάδοση της θείας Κοινωνίας.

Άλλοτε πάλι αναγκάστηκα να λειτουργήσω γονατιστός σε αντίσκηνο, γιατί έξω έβρεχε συνεχώς. Οι στρατιώτες παρακολούθησαν τη θεία λειτουργία μέσα στη βροχή, και στο τέλος κοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια.

Τι συγκινητικό θέαμα! Μέσα στ' άγρια βουνά, και με βροχή, να προσέρχονται οι στρατιώτες, για να ενωθούν με τον Σωτήρα Χριστό.

( προσωπική μαρτυρία του μακαριστού Αργολίδος Χρυσοστόμου τότε στρατιωτικού ιερέα στην πρώτη γραμμή.Στην φωτογραφία ιερέας στρατιώτης δίνει τον Σταυρό για προσκύνηση στους φαντάρους πριν την μάχη
από το ιστολόγιο στρατιωτικοί ιερείς)

Συγκλονιστική φωτογραφία: Ο Γιάννης Τσαρούχης με τη θρυλική εικόνα «Παναγία της Νίκης» που ζωγράφισε στο Αλβανικό μέτωπο




Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο σπουδαίος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, κρατώντας την «Παναγία της Νίκης”, τη συγκλονιστική εικόνα που ζωγράφισε ενώ βρισκόταν στο Αλβανικό Μέτωπο.

Ο Γιάννης Τσαρούχης στρατεύθηκε το 1939 και υπηρέτησε στο Κούτσι, στην Αλβανία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε αναλάβει τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών, ενώ δεν σταμάτησε ούτε τότε να ζωγραφίζει, δημιουργώντας προσωπογραφίες των φαντάρων που πολεμούσαν με σθένος τους Ιταλούς
Την ιστορία της Παναγίας της Νίκης είχε αφηγηθεί στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» του Κ. Χατζηπατέρα. 
Όπως είχε αποκαλύψει, η ιδέα του πίνακα προήλθε όταν άκουσε κατά τη διάρκεια του συσσιτίου έναν φαντάρο να περιγράφει ότι είχε δει όραμα με την Παναγία.
Ο ανθυπασπιστής είχε αναφέρει ότι αρχικά την πέρασε για κάποια Αλβανή κατάσκοπο και ύψωσε το ρεβόλβερ του για να την πυροβολήσει, όμως τότε η γυναίκα ύψωσε την παλάμη της και του είπε:
«Μη χτυπάς, έχω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας».
Ο Διοικητής αποφάσισε να χτίσει μια εκκλησία για την Παναγιά στο σημείο που του υπέδειξε ο φαντάρος και ζήτησε από τον Τσαρούχη να ζωγραφίσει τις τοιχογραφίες.
Ωστόσο, το κτίριο όπου θα χτιζόταν η εκκλησία, ένας παλιός μύλος, ήταν επικίνδυνο και στόχος των Ιταλών, γι’αυτό ο Τσαρούχης έφτιαξε εικόνες ως τέμπλο πάνω σε τέσσερις σανίδες.
Διαβάστε την ιστορία της εικόνας, όπως την είχε αφηγηθεί ο Τσαρούχης:
Το μέρος αυτό εβάλλετο πολύ από τους Ιταλούς και εφοβόμουν.
Δέχτηκα όμως να κάνω τέσσερις εικόνες για το τέμπλο, αν βρουν τέσσερις σανίδες.
Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες.
Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού.
Κι αργότερα, για να κάνω μερικά πορτραίτα του λοχαγού αυτού, που ήταν φιλότεχνος και βιβλιόφιλος. Ύστερα από πολλές έρευνες βρέθηκε ένα καπάκι από κιβώτιο.
Εκεί πάνω ζωγράφισα την “Παναγία της Νίκης”, έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.
Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα.
Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα. 
Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε.
Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας.
Καθώς πηγαίναμε στο διοικητή, έφραξαν σχεδόν το δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας.
Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας.
Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός.
Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε.
Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε.
Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο.
“Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;”
“Όχι, φίλε”, του απάντησα, “αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων”.
Όταν με είδε ο διοικητής με γένια και κακοτυλιγμένες γκέτες, μου είπε:
“Έλληνας στρατιώτης είσαι εσύ ή Βούλγαρος αιχμάλωτος;
Για να δούμε την εικόνα.
Την έχεις κάνει άγρια την Παναγία, σαν Αρβανίτισσα. 
Και ο Χριστός είναι κι αυτός αγριωπός”.
Για να τον θαμπώσω τού είπα κάτι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ:
“Ευλογητός ει Κύριε ο διδάσκων τας χείρας μου εις πόλεμον, τους δακτύλους μου εις παράταξιν”.
“Βλέπω είσαι και θεοφοβούμενος”, μου απάντησε.
Φώναξε τον κουρέα να με ξουρίσει και ένας στρατιώτης με βοήθησε να τυλίξω καλά τις γκέτες μου.
Αισθανόμουνα σαν ηθοποιός του κινηματογράφου που τον ετοιμάζουν για γύρισμα.
Και ο διοικητής είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να μου βγάλει μια φωτογραφία με την εικόνα μαζί.
“Τώρα που είναι αξιοπρεπής Έλληνας στρατιώτης”.
Όταν γύρισα μετά τον πόλεμο στην Αθήνα, μου παραδώσανε αυτή τη φωτογραφία και την έχω ακόμα.
Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της.
Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία.
-
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος είχε περιγράψει για τις τελευταίες ημέρες του πολέμου:
«Στο δρόμο στα χωριά, στο Κριεκούκι, στην Κάζα, στη Μάνδρα, κοιτούσαν οι γέροι του χωριού τ’ αυτοκίνητα και μας χειροκροτούσαν.
Ένας είπε, για τα χάλια μας μάς χειροκροτάτε;
Και οι γέροι απαντούσαν:
«Είσαστε ήρωες, είσαστε λεβεντόπαιδα».
(H φωτογραφία του 1940-1941 επιχρωματίστηκε από τον γραφίστα Χρήστο Καπλάνη και δημοσιεύτηκε στη σελίδα του στο Facebook Past in Color- Χρώμα στο παρελθόν. )

από fb

Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2018

Κυριακή Ζ Λουκά: Η αιμορροούσα γυναίκα

«Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά» (Λουκ. η’ 42-43). Και πρόσεξε, πόσο πλήθος Τον ακολουθούσε, ώστε να Τον πιέζουν, γιατί ήταν στενοί οι δρόμοι. Μεταξύ αυτών, ήταν και μια γυναίκα που έπασχε από συνεχή ροή του αίματός της, η οποία ξόδεψε την περιουσία της στους γιατρούς, χωρίς να βρει καμμιά θεραπεία. Διότι το πάθημά της ήταν στις ανθρώπινες αντιλήψεις, αθεράπευτο. Απορρίπτοντας τα πάντα, κάνει μια συνετή σκέψη να τρέξει εσπευσμένα προς τον άμισθο γιατρό, φέρνοντας μάλλον ως μεγάλο μισθό την πίστη. Διότι έλεγε, όπως αναφέρει άλλος Ευαγγελιστής, ότι «και μόνο να αγγίξω τα ρούχα Του θα σωθώ» (Μτθ. θ’ 21, Μάρκ. ε’ 28). Αλλά για ποιο λόγο δεν προσέρχεται φανερά όπως η Χαναναία (Ματθ. ιε’ 22) και η συγκύπτουσα (Λουκ. ιγ’11); Αυτή ήταν επιφανής και γνωστή σε όλους και, στον νόμο, ήταν ακάθαρτη όποια είχε ροή αίματος, και δεν της επιτρεπόταν να αγγίζει κάποιο ιερό. Διότι λέει ο νόμος: «Αν μια γυναίκα έχει αιμορραγία για πολλές ημέρες, πέρα από τον χρόνο της περιόδου της, αυτή θα είναι ακάθαρτη όλον τον καιρό που τρέχει το αίμα και όποιος την αγγίξει θα είναι ακάθαρτος» (Λευ. ιε’ 25, 27). Επειδή, λοιπόν, φοβόταν να αγγίξει τα αμόλυντα πόδια του Χριστού και συγχρόνως θέλοντας να κρύψει αυτά που οι συνετές γυναίκες ντρέπονται να τα φανερώνουν, επινοεί να κλέψει τη σωτηρία.
«Πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη στο ρούχο Του, και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της» (Λουκ. η’ 14). Ω τι μεγάλο θαύμα! Ο Κύριος εμφανίζει ένα καινούργιο είδος θαυματουργίας, χωρίς να αγγίξει την άρρωστη, ούτε να θεραπεύσει την κακοπάθεια με λόγο, αλλά στην πίστη ανταπέδωσε το έλεος. Η γυναίκα ήρθε με πίστη και δεν αστόχησε στην ελπίδα της. Πόσο, αλήθεια, καλό είναι η πίστη, ώστε να έχει τη δύναμη να ετοιμάζει σ’ εμάς τη χάρη που δίνει ο Θεός. Το να έχουμε, όμως, αμφιβολίες είναι επιζήμιο. Διότι, αν ήταν ιερό το κράσπεδο του αμόλυντου χιτώνα και ιερότατο, επειδή εφαπτόταν στη σάρκα του Θεού, αλλ’ όμως η πίστη προκάλεσε τη χάρη. Διότι άγγιξαν και οι στρατιώτες τα ρούχα του Κυρίου κατά τον καιρό του πάθους, μοιράζοντάς τα με κλήρο, αλλά δεν έγινε ωφέλιμο αυτό το άγγιγμα. Ποιο αναλυτικά ο ιερός Μάρκος εξηγεί το γεγονός: «Αισθάνθηκε, λέει, στο σώμα της ότι θεραπεύθηκε από τη μάστιγμα της αρρώστιας» (Μαρκ. ε’ 29). Αυτό τι φανερώνει; Πως οι κακώσεις του σώματος, σαν κάποιες μάστιγες, έρχονται ως επί το πλείστον στις ψυχές που ατακτούν. Και ότι αυτά είναι αληθινά θα το δείξει ο λόγος δίχως κόπο. Στον θεραπευθέντα, λοιπόν, που ήταν στην πενταπλή στοά του Σολομώντα, έτσι είπε ο Χριστός: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο» (Ιω. ε’ 14). Και για όσους με ανεξέταστη συνείδηση δέχονται τη θεία μετάληψη, λέει ο Απόστολος, «γι’ αυτό έχετε μεταξύ σας πολλούς ελαφρά και βαριά αρρώστους, καθώς και αρκετούς θανάτους» (Α’ Κορ. ια’ 30).
«Τότε ο Ιησούς είπε: “Ποιος με άγγιξε“; Ενώ όλοι αρνούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά Σου και Σε πιέζουν, και Εσύ λες ποιος με άγγιξε;» (Λουκ. η’ 45). Δεν ξέφυγε από Αυτόν που εξετάζει τις σκέψεις και τις επιθυμίες η επαινουμένη κλοπή της γυναίκας, ούτε, βέβαια, την καλύπτει με σιωπή. Πώς, όμως, θεραπεύοντας άλλους, τους έστελνε στο σπίτι τους προτρέποντάς τους να κρατούν μυστική τη θεραπεία και να μη μιλούν γι’ αυτήν, εδώ όμως, και φανερώνει το γεγονός; Πολύ ορθά το κάνει αυτό, διότι συγχρόνως δείχνει στη γυναίκα πως δεν του ξέφυγε το ότι της χορήγησε τη θεραπεία, και πάλι φανερώνει τα όσα ακολουθούν την ολόθερμη πίστη της. Αλλά πρόσεξε και το ότι οι μαθητές δεν είναι τέλειοι. Διότι ο Κύριος τους ρώτησε: Ποιος με πλησίασε και με άγγιξε με πίστη; Και αυτοί το τοποθέτησαν στο αισθητό άγγιγμα. Και τι σημαίνει το «ένιωσα να βγαίνει από εμένα δύναμη»;(Λουκ. η’ 46). Μήπως έγινε κάποια ελάττωση της δύναμής Του που διασκορπίστηκε στους θεραπευμένους; Άπαγε! Διότι, όπως ακριβώς από μια λαμπάδα, κι αν ακόμη ανάψεις μύριες άλλες, αυτή μένει και ολόκληρη και μεταφέρει σε όλες τη φλόγα, έτσι και η ασταμάτητη δύναμη του Θεού, χορηγώντας σε όλους τη χάρη των θεραπειών, παραμένει ολόκληρη. Και αν ακόμη θέλεις, όπως οι επιστήμες που μεταδίδονται στους διδασκομένους από τους διδασκάλους παραμένουν ολόκληρες, έτσι και η χάρη του Θεού μοιραζόμενη σε όσους τη δέχονται, δεν μειώνεται ούτε για το παραμικρό.
«Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή Του, ήρθε τρέμοντας και έπεσε στα πόδια Του και μπροστά σε όλον τον κόσμο του είπε για ποια αιτία Τον άγγιξε και ότι είχε γιατρευθεί αμέσως» (Λουκ. η’ 47). Η γυναίκα, λοιπόν, λέει, δειλιάζοντας και τρέμοντας, μήπως δεν έγινε για καλό αυτή η κλοπή, πέφτει στα πόδια Του και ομολογεί το απόρρητο. Ο Κύριος, όμως, επαινεί την πίστη της και την ονομάζει θυγατέρα, αφού έγινε οικεία Του με την πίστη. Πόσο μακαρία, αλήθεια, η θαυμάσια αυτή γυναίκα, αφού και χωρίς κόπο απόλαυσε την υγεία και μπήκε στη συγγένεια του Θεού, αφού ονομάστηκε θυγατέρα του Ιησού.

Απόσπασμα από την "Ομιλία για τη θυγατέρα του Αρχισυναγώγου και για την αιμορροούσα επισκόπου Θεοφάνους Κεραμέως".


Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2018

Τα θαύματα του αγίου Δημητρίου στον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο.

Τις μέρες αυτές λοιπόν πού γιορτάζουμε τον Άγιο Δημήτριο θα παραθέσω μία άγνωστη περιγραφή, απ΄ αυτές πού σήμερα ίσως και να σπανίζουν…
«….Μετά δύο ημέρας φθάσαμε εις Θεσσαλονίκην, η οποία τότε κατείχετο ύπό των Τούρκων και, επειδή εγώ άπό μικρός είχον ευλάβειαν είς τον Άγιο Δημήτριο, παρεκάλουν τον φίλον μου Νικόλαον να εξέλθωμεν του ατμόπλοιου, διά να προσκυνήσωμεν τον τάφον του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου.
Εξελθόν­τες μετέβημεν και προσκυνήσαμε μετά κατανύξεως τον Τάφον του Αγίου και, επιστρέψαντες εις τι ξενοδοχείον Ελληνικόν, εμείναμεν ολόκληρον την ημέραν και το εσπέρας.
Την επομένην ητοιμάσθημεν ν’ άναχωρήσωμεν δι’ Άγιο “Ορος και μεταβάντες εις το Τελωνείον, δεν μας επέτρεψαν ν’ άναχωρήσωμεν.
Δεν θά φύγετε, μας είπον, διότι είσθε κατάσκοποι !
Τους είπομεν ότι τοιούτον τι δεν συμβαίνει και, έφ’ όσον τά διαβατήρια μας είναι επικυρωμένα άπό το Τουρκικόν Προξενείον και την Πρεσβείαν, οφείλουν να μας επιτρέψουν ν’ άναχωρήσωμεν, άλλ’ ούδεμίαν σημασίαν έδωκαν εις τους λόγους μας•
Δεν μας έφυλάκισαν, άλλα μας είχον υπό επιτήρησιν αύστηράν, και εις το ξενοδοχείον πού εμέναμεν εφύλαττον στρατιώται, και όταν εξηρχόμεθα μας παρηκολούθουν πάντοτε στρατιώται.
Έμείναμεν ούτω άρκετάς ημέρας. Τα χρήματα όλιγόστεψαν και ήρχίσαμεν να στενοχωρούμεθα. Μίαν ήμέραν λέγω εις τον φίλον μου Νικόλαον.
— Θά υπάγω εις το κονάκι να παρουσιασθώ εις τον Πασά, ίσως μας έπιτρέψη εκείνος ν’ άναχωρήσωμεν.
Την έπομένην εγερθείς λίαν πρωΐ μετέβην πρώτον είς τον Τάφον του Άγίου Δημητρίου και προσκυνήσας παρεκάλουν μετά κατανύξεως και δακρύων τον “Αγιον να μεσιτεύση προς τον Κύριον να άφεθώμεν ελεύθεροι και ύπάγωμεν εις το “Αγιον “Ορος.
Άφοϋ προσηυχήθην ίκανην ώραν και έκάθησα ολίγον να αναπαυθώ, μοι ήλθεν εις τον λογισμόν μου το μαρτύριον του ‘Αγίου Δημητρίου• πώς έλογχεύθη και απέθανε δια την άγάπην του Χριστού και την πίστιν μας την άγίαν, και πώς έδοξάσθη παρά Θεού και εν γη και εν ούρανώ και θά δοξάζεται είς τους αιώ­νας των αιώνων.
Αυτά συλλογιζόμενος μού ήλθεν επιθυμία, να ήτο τρόπος, να άπέθνησκον και εγώ διά την Όρθόδοξον Πίστιν και την άγάπην του Χριστού.
Παρεκάλουν λοιπόν τον “Αγιον Δημήτριον όχι να μεσιτεύση να άφεθώμεν ελεύθεροι, άλλα να μεσιτεύει να αξιωθώ μαρ­τυρικού τέλους. Εύρον δε και τον τρόπον προς έπιτυχίαν τού ποθού­μενου.
Είπον καθ’ εαυτόν, θά υπάγω εις το κονάκι (Διοικητήριον), θά παρουσιασθώ εις τους Τούρκους με θάρρος, θά τους δώσω άφορμήν τίνα και αυτοί θά μού ειπούν τι διά τήν πίστιν μου.
Θά μαρ­τυρήσω την δική τους πλάνη, αυτοί ίσως μού ειπούν ν’ αρνηθώ τήν πίστιν μου και εγώ θά σταθώ γενναίος.
Θά προτιμήσω τον θάνατον και ούτως θά τύχω μαρτυρικού τέλους.
Ευθύς λοιπόν ανήλθον μετά θάρρους εις το κονάκι και περπατούσα είς ενα διάδρομον.
Κάποιος Τούρκος αξιωματικός με είδε και με ήρώτησε τί ζητώ. Τού λέγω,
—Θέλω τον Πασά.
— Και τί τον θέλεις;
—”Εχω λόγον να του πώ, απήντησα. Μού λέγει,
— Εγώ είμαι αντιπρόσωπος του Πασά, είπε μοι ελευθέρως τί θέλεις; Του λέγω-
– Αφού είσαι αντιπρόσωπος του Πασά, πές μου, δια ποίον λόγον δεν μάς αφήνετε να υπάγωμεν εις το “Αγ. “Ορος;
Μού απήντησε με αύστηρόν τρόπον,
— Δεν θα σου δώσω τον λόγον. Τού λέγω με θάρρος•
–Δεν είσθε καλοί άνθρωποι, είσθε άδικοι. Ένώ δεν πταίσαμε, ένώ δεν είμεθα κακοποιοί άνθρωποι και ένώ τα χαρτιά μας είναι εντάξει, δεν βλέπω τον λόγον, διατί να μάς εμποδίζε­τε και μάς στενοχωρείτε;
Τα χρήματα πού είχαμε μάς σώθηκαν, πώς θα ζήσωμεν εις άγνωστον και ξένον τόπον; Έάν σείς πηγαί­νατε είς την Ελλάδα θα είσθε ευχαριστημένοι να σας εκαμνον ό,τι σεις κάμνετε εις ημάς;
Οί λόγοι ούτοι τον ήρέθισαν και έκίνησεν εις θυμον και ήρχισε να κρούη τον κώδωνα δυνατά.
Ευθύς έσυνάχθησαν 30-35 στρατιώται και αξιωματικοί, οίτινες με ήρπασαν και με έπήγαιναν εις τον Λευκόν Πΰργον.
Τίνα σκοπόν είχον δεν γνωρίζω. Πάντως ίσως διά να με φυλακίσουν, άλλ’ εγώ ποσώς δεν έδειλίασα, δεν έχασα το θάρρος μου, μόνον έλυπούμην πού δεν μοί είπόν τι διά την πίστιν μου.
“Ηλπιζα όμως ότι εκεί πού θα μέ έπήγαινον κάτι θά μου ελεγον.
Και βαδίζοντες προς την όδόν του μαρτυρίου παρεκάλουν τον “Αγιον Δημήτριον να μεσιτεύση προς Κύριον και μέ άξιώση μαρτυρικού θανάτου, εάν είναι θέλημα Του, η εάν δεν είναι να μέ λυτρώσει από τάς χείρας των άθεων, βαρβάρων, αιμοβόρων, και αγρίων Αγαρηνών.
Μόλις έπροχωρήσαμεν ολίγον, να και παρουσιάζεται ένας α­νώτερος των, όστις τους ομίλησε Τούρκικα.
Τί τους είπε δεν ήννόησα• μόνον αντελήφθην ότι τους ομίλησε μέ θυμόν και τους έδιω­ξε. Τον δε άξιωματικόν εκείνον, όστις ήτο ο αίτιος και μέ συνέλαβον, έσήκωσε τήν ράβδον του και τον έκτύπησε εις τον ώμον.
Άφοϋ δε τους έξεδίωξε μέ έπλησίασε μέ ιλαρό βλέμμα και χαϊδευτικά μέ εκτύπησεν είς τον ώμον μέ το χέρι του και μέ παρέδωκεν εις ενα στρατιώτην φρόνιμον έξ Ιωαννίνων.
Και τού έδωκεν έντολήν να μέ ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον εύρίσκετο εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης, διά να επιστρέψω είς τήν Ελλάδα.
Μή γνωρίζοντας ποιός ήταν αυτός πού έδωσε τις διαταγές ρώτησα τον στρα­τιώτην να μοι πεί, και εκείνος μοι είπεν ότι ήτο ο ίδιος ο Πασάς.
Και διατί έκτυπησε μόνον τον ίδιαίτερόν του και τί του είπε; Τον έπέπληξεν, μοι είπεν, διότι χωρίς να του ζητήση άδειαν σέ κατεδίκασε εις θάνατον.
– Και ποϋ μέ έπήγαιναν του λέγω;
—Είς τον Λευκόν Πύργον, μοι άπεκρίθη. Σέ έπήγαιναν διά να σέ εκτελέσουν. Έκεί πηγαίνουν όσους καταδικάζουν εις θάνατον και άλλους τους οποίους κλείνουν διά ν’ αποθάνουν άπο τήν πείναν, τήν δίψαν και τήν δυσωδίαν.
Έχάρην διότι έλυτρώθην έκ των χειρών των αγρίων εκείνων Αγαρηνών, επειδή ήγνόουν έάν θά μέ έφόνευον διά τήν πίστιν μου, αλλά και έλυπήθην, διότι δεν ετυχον του μαρτυρίου. Πλην όμως το μαρτύριον πρέπει να γίνεται νομίμως, ώς λέγει ο θεοκήρυξ Απόστολος Παύλος «Έάν δε και άθλή τις, ού στεφανονται, εάν μή νομίμως αθλήσει…» (Β’ Τιμ. 2, 6).
Εις εμέ μέν ϋπήρχεν ο ζήλος και ο πόθος διά να μαρτυρήσω, αλλά δεν συνυπήρχε ο λόγος και η αιτία. Διά να μαρτυρήση τις πρέπει να ύπάρχη εύλογος α’τία. Πρέπει να είναι κατά Θεόν το μαρτυριον.
Το να θέλη τις χωρίς λόγον και άφορμήν να προκαλεί είς εαυτόν το μαρτύριον και να ρίπτη μόνος εαυτόν εις πειρασμόν είναι έπικίνδυνον.
Μετέβημεν κατόπιν είς το ξενοδοχείον, και λαβών την βαλίτσαν και τα ολίγα πράγματα μου άπεχαιρέτησα τον άγαπητόν μοι φίλον Νικόλαον…
Τον άπεχαιρέτησα και άνεχώρησα. Με συνοδεία τον καλόν ε­κείνον Τούρκο στρατιώτην έφθασα μέχρι της παραλίας, Καθ’ όδόν με έπαρηγόρει να μη στενοχωρούμαι, αλλά να έχω ύπομονήν, και φωνήσας λεμβοϋχον τίνα Έβραΐον τού είπε να μοι ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον.
Μοι είπεν δε να μη υπάγω άπό το Τελωνείον, διότι ίσως με καθυστερήσουν και αναχώρηση το Ατμόπλοιον και δεν προφθάσω να φύγω. ‘
Αλλά μόλις έπροχωρήσαμε ολίγον μας αντελήφθησαν εκ τού Τελωνείου και ήρχισαν να φωνάζουν να έπιστρέψωμεν. Επειδή όμως ο στρατιώτης είχεν είπει εις τον λεμβούχον ότι ο Πασάς έδωκε διαταγήν να φύγω έπροχώρει.
Βλέποντες οί τού Τελωνείου ότι δεν έπέστρεφεν ούτε έσταμάτα ήρχισαν να ρίπτουν πυροβολισμούς εις τον αέρα•
και έμβάντες 10 στρατιώται εις μίαν λέμβον ηρχισαν να κωπηλατούν σπεύδοντες να μας φθάσουν. Ευτυχώς έπρόφθασα και άνήλθον εις το άτμόπλοιον, όταν αύτοι μας έπλησίασαν.
Άρχισαν να άπειλούν και να κτυποϋν τον λεμβοϋχον. “Οταν όμως τους είπεν ότι είχεν έντολήν άπό τον Πασά, τον Διοικητήν, να με ύπάγη εις το πλοΐον, τον άφήκαν.
Δεν ήτο, ώς φαίνεται, θέλημα Θεούνα υπάγω ε’ις το “Αγιον “Ορος και δια τουτο ήλθον όλα τα εμπόδια.
Όφείλω δε μεγίστην εύγνωμοσύνην εις τον προστάτην μου Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριον, τή μεσιτεία και πρεσβεία του οποίου έσώθην άπό τον κίνδυνον τού θανάτου.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΣΑ…
Άλλ’ επειδή δεν κατάλαβα πώς και δια ποίαν αιτίαν ο Πασάς έδειξεν τόσον ενδιαφέρον για μένα για να με σώσει, ερευνούσα αυτό να το μάθω.
Έτσι λοιπόν, έμαθα τι ακριβώς είχε συμβεί μετά δύο περίπου έτη, άπό τον φίλον μου Νικ. Μητρόπουλον, Δικηγόρον, ο όποιος μετέβη και εύρίσκετο είς το “Αγιον “Ορος.
Μεταβάς λοιπόν προς έπίσκεψίν του και προσκύνηση του Άγιωνύμου “Ορους ελαβον πληροφορίας πώς και γιατί ότι ο Πασάς με ελευθέρωσε και με έστειλε είς την Ελλάδα.
«Μετά δύο η τρεις ημέρας, μού λέγει ο δικηγόρος, της αναχωρήσεως σας εκ Θεσσαλονίκης και επιστροφής εις την Ελλάδα, καθήμενος εξω τού καφενείου τού κάτωθεν του ξενοδοχείου, ( εις το οποίο εξ αρχής είχαμε τότε μείνει φρουρούμενοι υπό στρατιωτών Τούρκων, μή τυχόν δραπετεύσουμε λάθρα), με πλησίασε και με χαιρέτησε ο Υπασπι­στής αξιωματικός τού Πασά τής Θεσσαλονίκης, παλαιός γνωστός μου, και με τον όποιον είμεθα μέλη εις την σχηματισθείσαν ΈλληνοΤουρκικήν έπιτροπήν μετά τον άτυχη ΈλληνοΤουρκικόν πόλεμον τού 1897, προς συμφωνίαν και καθορισμόν των συνόρων Ελλάδος και Τουρκίας.
Άφοϋ μείναμεν σύμφωνοι και ύπεγράψαμεν την είρήνην, άπαντα τά μέλη τής Επιτροπής, Έλληνες και Τούρκοι, μετέβημεν χαίροντες εις Κέρκυραν, εις το Άχίλειον, και έορτάσαμεν τήν ειρήνην έπι μίαν εβδομάδα.
Ό υπασπιστής του Πασά, όταν με είδε είς το καφενείον, με έγνώρισε και με ήρώτησε πώς εύρέθην εις την Θεσσαλονίκην.
Εγώ τού ανέφερα όλην την ύπόθεσιν και αμέσως έδιωξε τους στρατιώτας πού με έφύλαττον και φωνήσας άμαξηλάτην με έπηρεν εις τον οί­κον του, με περιεποιήθη και την αλλην ήμέραν έπήγαμεν όμοϋ εις τον Πασάν, εις τον όποιον με συνέστησεν ώς φίλον του και τον παρεκάλεσε να μού έπιτρέψη να μεταβώ εις “Αγιον “Ορος.
Ό Πασάς είπεν εις τον ύπασπιστήν του ότι είμαι ελεύθερος , να με συνοδεύσει μέχρι του Ατμόπλοιου και να μού παρέχει πάσαν προστασίαν και βοηθειαν και προσέθεσεν και ταύτα:
— «Ηταν και κάποιος άλλος νέος ( πού είχε συλληφθεί και ήθελε να πάει στο Άγιο Όρος ), δια τον όποίον πρωΐαν τινά, ενώ έκοιμούμην ήσύχως, εισήλθε εντός τού δωματίου μου ο “Αγιος Δημήτριος ένδεδυμένος στολήν Στρατηλάτου, φέρων μαζί και τα άρματα του, και μοι λέγει προστακτικώς και με βλέμμα αύστηρόν:
—Έγέρθητι πάραυτα, ένδύθητι, και ύπόδεσε τα σανδάλια σου και ΰπαγε εις την δείνα όδόν της πόλεως να ελευθέρωσης νέον τινά δικασθέντα αδίκως και άπαγόμενον εις θάνατον υπό τού ιδιαιτέρου γραμματέως σου.
Άφοϋ δε τον ελευθερώσεις και τον λυτρώσης τού θανάτου, να τον στείλης εις το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στο ναυλοχούν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον ετοιμάζεται προς άναχώρηση…
«Και σπεύσας», είπε ο Πασάς, «τον λύτρωσα εκ τού κινδύνου και τον απέστειλα εις την Ελλάδα».
Και τότε έγνώρισα ότι ο σωτήρ και ρύστης μου εκ της καταδίκης τού θανάτου μου ήτο ο Μεγαλομάρτυς Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης.
Κι΄ έτσι επαλήθευσε και η προφητεία τού Αγίου Νεκταρίου πού μού είχε πεί ότι, όπου και αν υπάγω, εις την Λογγοβάρδαν θα καταλήξω.
Έπληροφορήθην δε εκ τούτου ότι πρέπει πάντοτε να εχουμε τελείαν ύπακοήν εις τον Πνευματι­κόν μας Πατέρα, χωρίς άντιλογίες, και να ποιούμε ουχί το θέλημα το δικό μας, άλλα το θέλημα τού Πνευματικού μας Πατρός μιμούμενος τον Κύριον ημών Ίησούν Χριστόν, “Οστις ήλθεν εις τον κόσμον ούχι να ποιη το θέλημα το Ίδικόν Του, άλλα το θέλημα τού πέμψαντος Αυτόν Πατρός…
Δεύτερη σύλληψη και φυλάκιση υπό των Τούρκων…
Άναχωρήσας εξ Άγίου “Ορους και, όταν το πλοίον εφθασεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης, έκρινα καλόν να εξέλθω διά να προσκυνήσω τον τάφον του Αγίου Δημητρίου, του προστάτου μου και μετά Θεόν φύλακος και σωτήρος μου.
Έξελθών, δεν ήξεύρω πώς, πάλιν οι τουρκοι με έξέλαβον ως κατάσκοπον και με είχον υπό έπιτήρησιν αρκετάς ημέρας.
“Οταν δε απεφάσισα να φύγω και έπέρασα άπό τό Τελωνείον με συνέλαβον και με έπέρασαν άπό τρεις σειράς συρματοπλεγμάτων και με έκλεισαν εκεί.
Εΰρον δε εκεί κεκλεισμένον νεανίαν, τον όποιον ήρώτησα•
– Διά ποίον λόγον μας έκλεισαν; Και μού λέγει-
–Διά να μας φονεύσουν, και εγώ είπον
–Τί κακόν έποιήσαμεν;
–Άφησε, μού είπε, μη εξετάζεις τό γιατί…
Δεν παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας και κατέπλευσεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης Ατμόπλοιον έρχόμενον εκ Ρουμανίας με φορτίον πετρελαίου και αρκετούς έπιβάτας.
Μόλις όμως έφθασεν, τίς οίδε πώς και από ποίαν αίτίαν, κάποιο ντεπόζιτο πετρελαίου πήρε φωτιά, τό οποίον ακαριαίως μεταδόθηκε εις όλον τό φορτίον, και εις μίαν στιγμήν κρότοι ισχυροί ήκούοντο και φλόγες ούρανομήκεις άνεπετάσσοντο.
Η Θεσσαλονίκη έγένετο ανάστατος !
Χιλιάδες ανθρώπων κατήλθον εις τήν παραλίαν, άλλοι διά να δούν και άλλοι να σώσουν τους κινδυνεύοντας έπιβάτας με τάς λέμβους και τά πλοία. Έφυγον δε και όλοι οί φύλακες άπό τό Τελωνείο.
Τήν στιγμήν έκείνην ο νεανίας εκείνος έξαγαγών ψαλίδιον έκ της τσέπης του εκοψεν τα σύρματα, και λαβών με εκ της χειρός εξήγαγε έξω της φυλακής.
Έπειτα πληρώσας Εβραίον τίνα λεμβούχον τού είπεν να μας ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον, το όποιον εύρίσκετο έξω του λιμένος.
Ένω ήτοιμαζόμεθα να είσέλθωμεν εις την λέμβον, ήλθεν ο στρατιώτης εκείνος πού με έκλεισεν εις τα συρματοπλέγματα να με συλλάβει, άλλ’ ο νεανίας εκείνος, όστις με εξήγαγε, του έδωκεν ράπισμα και έφυγε…
Άνήλθομεν εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον και έγώ έφρόντισα να τοποθετήσω τα πράγματα μου, άφού δε τα έτοποθέτησα, έστράφην δια να εύρω τον νεανίαν εκείνον, τον σωτήρα μου, να τον ευχαριστήσω και να τον ερωτήσω ποίος και άπό πού ήταν.
Αλλά πουθενά δεν τον εύρον.
Ερωτήσας σχεδόν πάντας τους έπιβάτας και τους του Ατμόπλοιου αντελήφθην ότι ουδείς είδεν αυτόν, ούτε να εισέλθη εις το πλοϊον ούτε να έξέλθη.
Ποιος ήταν και τί έγένετο ο Θεός γνωρίζει!
Εγώ τούτο μόνον γνωρίζω, ότι μετά πάροδον αρκετών ετών, ότε ήλευθερώθη η Θεσσαλονίκη και επήγα και έλειτούργησα και έκήρυξα τον λόγον του Θεού εις τον Ναόν του Άγίου Δημητρίου και είδον την εικόνα του Αγίου άνεμνήσθην ότι ο νεανίας εκείνος πού με ελευθέρωσε της φυλακής και με οδήγησεν εις το Ατμόπλοιον είχεν μεγάλην ομοιότητα με την εικόνα του Άγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης !» .
"ΟΓέρων Φιλόθεος Ζερβάκος,1884-1980"
από το fb

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2018

ν.γ.πεντζίκης-από το Συμβάν





Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
      φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.

Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
      για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
      σκοτεινό εσωτερικό.

Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
      μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
      απ' το Nάρθηκα,
πάν' απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
      μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
      έναν έφιππο.

Aπό το κόκκινο τ' άτι του ευθύς γνώρισαν 
      τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως "ΣKYΛOΓIANNHΣ", δίπλα
      στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
      ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ' ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
      σχετίζεται.

Tότε όμως ένας απ' τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
      τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ' ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
      και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
      στην πραγματικότητα,
και απ' τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
      το περιστατικό.

Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
      καταστρέφοντας,
έφτασε απ' το Λαγκαδά κι' απ' τον Γαλλικό ταυτόχρονα
      μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
      με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ' τον Άγιο.

Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
      τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
      αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
      τη Θεσσαλονίκη.

Συμεών μοναχός και φιλόσοφος, Ἐγκωμιαστικός λόγος εις τον Άγιον και πανένδοξον μεγαλομάρτυρα του Χριστού, Δημήτριον



Великомученик Димитрий Солунский
1. Φίλοι τοῦ μάρτυρα, σήμερα μᾶς συγκέντρωσε ὁ σπουδαῖος ἀνάμεσα στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος, ὁ ἀληθινὸς πολιοῦχος καὶ θερμοτατος προστάτης μας, προσφέροντάς μας τοὺς ἄθλους του σὲ πνευματικὸ συμπόσιο.
Ὅτι ἦταν λοιπὸν ξεχωριστὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ ὑπερεῖχε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ δύο πράγματα, στὴ γενιὰ καὶ τὴν εὐημερία τῆς φύσης, καθὼς καὶ στὴ σύνεση τῶν θείων καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπινων εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά, ποὺ τὸ δείχνουν καθαρά, ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾿ αὐτόν, ὅτι ἦταν ὅμως καὶ στοὺς ἄθλους ἀσυναγώνιστος, τὸ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὰ ποὺ βλέπουμε.
Ποιὰ τιμὴ λοιπὸν τόσο μεγάλη καὶ ὑπέροχη, καὶ χοροστάσια μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλου του λαοῦ καὶ ἄσματα γεμάτα χάρη, τοῦ ἔχουν ἀποδώσει ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι οἱ βασιλιάδες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον;
Καὶ ἂν αὐτὰ ποὺ τελοῦμε ἐδῶ γιὰ τὰ μαρτύρια καὶ τοὺς ἄθλους του, ποὺ ἔκανε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀποδεικνύουν τόσο σπουδαῖο καὶ λαμπρό, πόσο σπουδαῖο θὰ τὸν ἀναδείξει ἡ εὐτυχία του στοὺς οὐρανούς;
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι νικητὴς σὲ κάθε λόγο, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο ἀπορίας ἂν θὰ κατανικήσει καὶ τοὺς δικούς μας ἐπαίνους. Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ περισσότερο ἄξιος θαυμασμοῦ, γιατὶ ὑστεροῦν ὅλοι λόγω τῆς ἀνωτερότητας τῆς δόξας του καὶ θὰ δοξαστεῖ περισσότερο, γιατὶ μειονεκτοῦν ὅλοι μετὰ ἀπὸ αὐτόν.

2. Θὰ ἀδιαφορήσουμε λοιπὸν γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο θέμα ἂν καὶ ἔχουμε ἀνταποκριθεῖ πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὸν κατάλληλο χρόνο καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁμιλητές του μάρτυρα; Τόσο πολὺ θὰ διστάσουμε, ὥστε νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκωμιάζουμε τιμοῦμε περισσότερό τους ἑαυτούς μας καὶ καθαγιάζουμε τὴ γλώσσα; Σὲ καμιὰ περίπτωση. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν ἐπαρκοῦν οἱ λόγοι γιὰ τὴν ἀξία ἐκείνου καὶ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του ἀποτελεῖ μεγάλη φιλοδοξία γιὰ ὅσους τὸν ἐπαινοῦν. Τόσο μεγάλη δόξα εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ μάρτυρα.

3. Μιὰ καὶ ἔχω τονίσει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ προοίμιο τοῦ λόγου ὅτι αὐτὸς ἦταν ἐξαιρετικὸς σὲ ὅλα καὶ πανένδοξος καὶ στὰ δύο, ἀπὸ ποῦ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ πλέξω τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων; Ἀπὸ ὅπου λοιπὸν καὶ νὰ θελήσουμε, θὰ βροῦμε εὔκολα πολλὰ καὶ σπουδαία καὶ δὲν θὰ παραχωρήσουμε γενικὰ (ἐνν. τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων) σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὰ πρωτεῖα, μέχρι ποὺ κανεὶς λόγος δὲν θὰ μὲ πείθει ὅτι δὲν καμαρώνουν οἱ μάρτυρες μὲ τοὺς ἐπαινετικοὺς λόγους, ποὺ ἀφιερώνονται σ᾿ αὐτούς, σὰν νὰ εἶναι δικοί τους.
Νὰ μιλήσει λοιπὸν κανεὶς γιὰ τὴ γενιά του, ποιὰ ἦταν, καὶ γιὰ τὴν οἰκογενειαά του καὶ γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τὴ στρατιωτική του δύναμη καὶ τὴν ἐπαγγελματική του σταδιοδρομία καὶ τὴν εὐτυχία καὶ τὸν κλῆρο, τὰ ὁποῖα κέρδισε μὲ ἀφθονία χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ στὶς δύο ζωές του, θὰ τραβοῦσε πολὺ μακριά, εἶναι κοπιαστικό, καὶ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι τοῦ ἐγκωμίου. Μὲ τὴν ἐξαίρεση ὅμως νὰ ποῦμε ὅσα θὰ ἔπρεπε, εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ σὰν ἕνας ἄλλος Ἰώβ, δὲν ἦταν βέβαια βασιλιάς, ὅπως ἐκεῖνος, τῆς Ἀνατολῆς ἢ τῆς Δύσης, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ οἰκεία, ἀλλὰ ἦταν ἀνθύπατος τῶν δικῶν μᾶς βασιλιάδων καὶ τῆς συγκλήτου.

4. Πατρίδα του ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη, ὁ ἔνδοξος τόπος μας χάρη σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, περισσότερο φημισμένη ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες πόλεις, καὶ ὑπερέχει ἀπὸ ὅλες σὲ ὅλα, γιὰ ὅσα ἐγκωμιάζεται μιὰ πόλη, πολὺ περισσότερο ὅμως γιατὶ ἔχει πολιοῦχο τὸ μάρτυρα. Ἡ στρατιωτική του καριέρα καὶ τὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξυμνεῖται ἡ ἐπίγεια φήμη, ὑπῆρξαν σ᾿ αὐτὸν λαμπρὰ καὶ σπουδαία, τοῦ φαίνονταν ὡστόσο ἀσήμαντα μπροστὰ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ προερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὴν αἰώνια δόξα. Γιατὶ μόνο τὸ Χριστὸ ἀγαποῦσε καὶ σεβόταν πάνω ἀπ᾿ ὅλους καὶ τὸν κήρυττε σωστὰ καὶ μὲ σαφήνεια στοὺς συμπατριῶτες του.

5. Ὅπως πάντα καὶ τότε τὸ νυχτερινὸ σκοτάδι τὸ διέλυε ὁ ἥλιος, ἔτσι καὶ τὸ σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς μανίας τῶν εἰδώλων, ποὺ ξερνοῦσε ἀπὸ τὰ μύχια του εἰδωλολάτρη Μαξιμιανοῦ, ποὺ κυβερνοῦσε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ὁ Δημήτριος τὸ διέλυε μὲ τὶς ἀστραπὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπειδὴ σκεφτόταν συνάμα μὲ σοφία καὶ σύνεση, ἀντάλλασσε τὸν πρόσκαιρο καὶ ἄθεο βασιλιὰ μὲ τὸν ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο, καὶ γινόταν ἀπὸ ὕπατος ἀπόστολος καὶ ἀπὸ ἰλλούστριος γνώστης τῶν θείων μυστηρίων. Γιατὶ γνώριζε τὸ ἀνώτερο καὶ προοριζόταν μᾶλλον νὰ τὸν ρίξουν στοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ παρὰ στὰ ἀνάκτορα τῶν ἁμαρτωλῶν βασιλιάδων, ποὺ ἀποπνέουν ἀσέβεια.

6. Αὐτὴ ἡ μεγαλόπολη λοιπὸν τὸν εἶχε ὅπως τώρα δὰ καὶ τότε καὶ ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς αὐγῆς ποὺ ὑπερεῖχε μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς εὐσέβειας τοῦ θείου καὶ νοητοῦ ἡλίου καὶ μὲ τὸ φεγγοβόλημα τῆς ψυχῆς, καθόλου κατώτερο ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ τοῦ σώματος ποὺ ἦταν στὸ ἄνθος της καὶ ἀκτινοβολοῦσαν ἀπὸ πολὺ μακριά.

7. Καὶ ὁ Μαξιμιανὸς λοιπόν, Ἐρκούλιος στὴ γενιὰ καὶ στὴ συμπεριφορὰ συνάμα, ὁρμᾶ στὴν περιοχὴ τῶν Ἰλλυριῶν σὰν ἀπειλητικὸ σύννεφο, ποὺ φέρνει τὴν καταστροφή· γιατὶ ἦταν ἰσχυρὸς στὴν ἀσέβεια συνάμα καὶ στὴ σκληρότητα, κομπάζοντας καὶ μὲ ἄλλον τρόπο γιὰ τὴν τυραννία του, κυρίως ὅμως καυχιόταν μὲ τὶς νίκες τοῦ κατὰ τῶν Σαυροματῶν καὶ τῶν Γότθων. Μπαίνει λοιπὸν πρῶτα σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν πόλη καὶ παραμένει μὲ ἀλαζονεία καὶ μὲ κακία, δυναμώνοντας συνάμα καὶ κατοχυρώνοντας τὴν ἀσέβεια.

8. Καὶ ὅταν ξεχύθηκε στὴ Δύση σὰν μιὰ ὁμίχλη καὶ ἄγρια θύελλα καὶ αἰγυπτιακὸ σκοτάδι, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράφει λοιπὸν ἱκανοποιητικὰ τὶς συμφορὲς καὶ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν χριστιανῶν; Ὁ λόγος εἶναι σύντομος καὶ ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ.
Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ μιλοῦσαν μὲ τόλμη γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ κατέφευγαν στοὺς ἀγῶνες, πέθαιναν μὲ διάφορα φοβερὰ βασανιστήρια, ὅσοι ὅμως λόγω τῆς ἀσθενικῆς φύσης φοβόντουσαν λίγο ἀκόμη τὴ δοκιμασία, κρύβονταν στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ ἀνοίγματα τῆς γῆς.
Τότε λοιπὸν ὁ λαμπρὸς λυχνίτης τῆς εὐσέβειας Δημήτριος, ποὺ δὲν κρυβόταν ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ στὸ κέντρο της, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἀποφεύγει τὸ μαρτύριο ἢ ἔχει δισταγμοὺς γιὰ τὸν ἀγώνα ἢ ἀπαρνιέται τοὺς κόπους (μὲ ποιὸν τρόπο ἄλλωστε θὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ πράγμα, αὐτὸς ποὺ ἔκανε πολλοὺς μάρτυρες μὲ τὶς σοφές του παραινέσεις), ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσει περισσότερους στὸ Χριστὸ μὲ τὴ διδασκαλία, διοχέτευε πλούσια σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν τὸ θεῖο φωτισμό. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ κρυφτεῖ ὁλόκληρο τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸ μόδι.
Γιατὶ σὲ κάθε μέρος ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴ μανία τῶν εἰδώλων καὶ ὑπηρετοῦσαν τοὺς κυβερνῆτες τῆς ἀσέβειας, ὠμὰ καὶ χωρὶς ἔλεος γύριζαν παντοῦ καὶ ἔψαχναν τὰ πλήθη τῶν χριστιανῶν, γεμίζοντας χαρὰ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ σὰν νὰ χόρταιναν ἀκόμη καὶ μὲ αὐτὸ μιμούμενοι τὴν αἱμοβόρα διάθεση τῶν δαιμόνων, ποὺ λάτρευαν οἱ ἴδιοι.
Великомученик Димитрий Солунский
9. Καὶ γιατὶ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὸ λόγο; Σ᾿ αὐτὸν τὸν πανένδοξο Δημήτριο φτάνουν πιὰ μὲ ὁρμὴ σὰν ἄγρια θηρία στὶς ὑπόγειες στοές, ὅπου κρυβόταν, καὶ μὲ μεγάλη χαρά, γιατὶ τάχα πέτυχαν τὸ πιὸ σπουδαῖο θήραμα καὶ ἀπέδωσαν μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη στὸ Μαξιμιανό, ἔσυραν ὀδηγώντας ὡς ὑπεύθυνο τὸν ἀνεύθυνο.

10. Ἀλλὰ αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν ἅγιο καὶ πήγαιναν βιαστικὰ μὲ μεγάλη χαρὰ στὸ βέβηλο καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀσεβὴς Μαξιμιανὸς ποὺ διασκέδαζε μὲ τὴν εὐμένεια τῶν ὑπηκόων του καὶ ἔκανε διασκέδαση ὁλόκληρη τὴ ζωή του, πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο τῆς πόλης, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὰ πένταθλα, τὰ ὁποῖα γνωρίζουν πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου, καὶ τὰ ὁποῖα μακάρι νὰ μὴν εἶχαν ὀνομασία, οὔτε νὰ ἦταν γνωστά, στὴν πραγματικότητα ὅμως, γιατὶ χαιρόταν μὲ τὶς αἱματοχυσίες καὶ ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὸ φόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ὑποστήριζε λοιπὸν πολὺ κάποιον Λυαῖο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Βανδάλων, ὁ ὁποῖος ὑπερίσχυε ἀπ᾿ ὅλους τους ἄλλους καὶ στὸ μέγεθος καὶ τὴ δύναμη τοῦ σώματος καὶ διέτρεχε μὲ μεγάλη πείρα μέσα ἀπὸ τὶς σανίδες τῶν μαγγάνων, καὶ ὁ ὁποῖος ὅταν συμπλεκόταν μὲ πολλοὺς σὲ ἀγῶνες, πολλοὺς μέσα ἀπὸ τέτοια μονομαχία τοὺς ἔστειλε στὸ θάνατο.
Καθὼς λοιπὸν αὐτὸς πήγαινε μὲ σκοπὸ νὰ παρακολουθήσει τέτοια θεάματα καὶ εἶχε προετοιμαστεῖ ἐντελῶς γιὰ τὸ θέατρο, τὸν συνάντησε ὁ σπουδαῖος Δημήτριος, καθὼς τὸν ὁδηγοῦσαν σ᾿ αὐτόν.

11. Τώρα ὅμως ὁ λόγος γίνεται γεμάτος ἀγωνία, γιατὶ ἔφτασε στὸ σπουδαιότερο μέρος τῶν ἀγώνων τοῦ στεφανωμένου μάρτυρα. Μὲ ποιὸν τρόπο λοιπὸν θὰ περγράψω ἀντάξια εἴτε τὸ θράσος τοῦ τυράννου εἴτε τὴ σταθερότητα τοῦ ἁγίου; Αὐτὸς πήγαινε πάνω στὴν ἅμαξα μὲ μεγάλη ἔπαρση καὶ φούσκωνε σύμφωνα μὲ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Φαραώ, σὰν ἄλλος Αἰγύπτιος, βλασφημώντας τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαπολύοντας ὑβριστικὰ λόγια κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὅσοι προπορεύονταν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν δυνάμωναν τὸ βόρβορο τῆς θρασύτητας καὶ φούντωναν τὴ φλόγα τῆς ἀλαζονίας.
Καὶ αὐτὸς ὁδηγοῦνταν μὲ χαμηλωμένα μάτια, ὅπως ὁ Χριστός μας στὸ παρελθὸν στὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Πιλάτο ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο νὰ κοιτάξει μὲ ἐκεῖνο τὸ βλέμμα τοῦ μαρτυρίου τὰ πρόσωπα τῶν ἀσεβῶν. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ μὲ τοὺς σωματοφύλακές του ἀπηύθυνε αὐτὲς τὶς ἄθεες καὶ ἀσεβεῖς ἐρωτήσεις, δηλαδὴ ἂν εἶναι χριστιανὸς καὶ ἂν τὸ ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἶναι καὶ δὲν ἔχει ἀλλάξει τὸ χαρακτήρα του.
Καὶ αὐτὸς δείχνοντας τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ψυχή, γεμάτα χάρη καὶ λαμπρότητα μὲ καθαρὴ καὶ γεμάτη σύνεση φωνή, συντάραξε τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀσεβοῦς. Καὶ εἶπε «δὲν ἤθελες ἐσὺ βέβαια, σοφὲ στὰ μάταια καὶ ἰσχυρὲ στὴν ἀσέβεια νὰ εἶμαι καὶ νὰ ὀνομάζομαι χριστιανὸς καὶ νὰ λατρεύω τὸν κτίστη ἀπ᾿ ὅ,τι βέβαια τὴ κτίση, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κάνω μαζὶ μὲ σένα ἀνόητες ἐνέργειες καὶ νὰ προσκυνῶ τὴν ἄψυχη καὶ ἀναίσθητη ὕλη καὶ νὰ βάλω ἐμένα πάνω ἀπ᾿ ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ χάρη μου καὶ ὄχι βέβαια τὸ Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ τὰ ἔστησε μὲ θαυμαστὸ τρόπο.
Ἀλλὰ ἐγὼ βέβαια δὲν τυφλώνω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, καὶ ὅπως ἐσὺ ποὺ εἶσαι μύωπας στὸ θεῖο φῶς ἢ προσπαθεῖς νὰ κλείσεις τὰ μάτια στὴν ἀλήθεια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξευμενίζεις ἀποστάτες καὶ ψυχοφθόρους θεοὺς μὲ ξόανα καὶ ἀγάλματα καὶ σπονδὲς καὶ κνίσες καὶ νὰ πηγαίνεις νὰ βγάζεις δόγμα γιὰ τὴ κτίση μπροστὰ στὸ δημιουργό. Μακάρι καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐπανερχόσουν ἀπὸ τέτοια πλάνη καὶ νὰ μὴν προσπαθοῦσες νὰ κάνεις καὶ πολλοὺς ἄλλους συμμέτοχους στὴν καταστροφή σου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀποκάμεις ἀπὸ τὰ πάντα, πολέμησε μόνο ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς νὰ πολεμήσεις, τὸ σῶμα καὶ πλήγωσέ το καὶ χτύπησέ το μὲ ὁποιοδήποτε χτύπημα θανάτου. Πάλι λοιπὸν αὐτὸ θὰ τὸ λάβω ἄφθαρτο στὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ δοξαστῶ αἰωνίως μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑποφέρω προσωρινά. Γιατὶ οὔτε σύ, οὔτε ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει ἀποκτήσει τὴν ἐξουσία νὰ τιμωρεῖ τὴ νοερὴ ψυχή, παρὰ μόνο ὁ Θεός».

12. Μπροστὰ λοιπὸν σὲ τέτοια καὶ τόσο μεγάλη τόλμη τοῦ περίφημου καὶ ἐκλεκτοῦ μας ὁ ἀσεβὴς ἀφοῦ ἀπόκαμε μὲ ἔκπληξη καὶ σαστιμάρα καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο καὶ γιὰ τὰ ἄλλα θεάματα καὶ κυρίως γιὰ τὴ μονομαχία τοῦ Λυαίου, διέταξε τελικὰ νὰ φρουροῦν τὸν ἅγιο κάπου ἐδῶ, στὶς στοὲς κάποιου δημόσιου λουτροῦ κοντὰ στὸ στάδιο. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ μάρτυρας συνέτριψε τὰ ψυχοφθόρα βέλη τῶν λόγων τοῦ ἀσεβοῦς, γιατὶ δὲν ταίριαζε νὰ χαρακτηρίσουμε διαφορετικά τα βλάσφημα λόγια του, καὶ πέτυχε τὸν πρῶτο ἄθλο του σύμφωνα μὲ τὸ Χριστὸ καὶ νίκησε δυναμικὰ αὐτὸν ποὺ κυριαρχοῦσε σὲ πολλοὺς μὲ τὴν τυραννία του.

13. Καὶ τὸν ἀθλητὴ λοιπὸν ἀκολούθησε ἡ φυλακὴ καὶ ἀντὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ προσπαθοῦσε νὰ τὸν κεντρώσει ἕνας σκορπιός· γιατὶ ὁ ἐχθρός των ἁγίων εἶναι προορισμένος ἀπὸ τὴ φύση του νὰ ἐπιτίθεται σ᾿ αὐτοὺς μὲ ὅλα τα μέσα καὶ νὰ καταντροπιάζεται, γιατὶ νικιέται παντοῦ· μὲ τὸ χέρι λοιπὸν τοῦ μάρτυρα, ποὺ σχημάτισε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὁ σκορπιὸς φάνηκε καθαρὰ ἀμέσως νεκρὸς καὶ ἀδρανής.

14. Ὁ Μαξιμιανὸς ὅμως κάθισε στὴν πρώτη θέση στὸ στάδιο μαζὶ μὲ τοὺς συνέδρους του καὶ ξεκίνησε νὰ καλεῖ μὲ τοὺς κήρυκες ὅποιους ἤθελαν νὰ μονομαχήσουν μὲ τὸ Λυαῖο· καὶ ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν φοβηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὸ ψηλὸ ἀνάστημα τοῦ Λυαίου, ἕνας Νέστωρ ἀρκετὰ νέος, χριστιανὸς καὶ στὸ ἦθος καὶ στὴ γενναιότητα καὶ πολὺ πιὸ δυνατὸς στὸ θάρρος καὶ τὴ φρόνηση ἀπὸ τὸ Νέστορα τῆς Πύλου, τρέχει στὸ μάρτυρα, ποὺ βρισκόταν στὴ φυλακή, καὶ τοῦ ἀνακοινώνει τὴν ἀπόφασή του καὶ τοῦ ζητᾶ ἐπίμονα νὰ τὸν βοηθήσει μὲ τὴν προσευχὴ στὴ μονομαχία μὲ τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ καταβάλει τὸ θράσος τοῦ Λυαίου.

15. Πιὸ γρήγορα λοιπὸν ὁ μάρτυρας μὲ τὴν παράκληση στὸ Χριστὸ γιὰ βοήθεια καὶ μὲ τὸ ἐφόδιο τοῦ σταυροῦ προφήτεψε στὸ Νέστορα καὶ τὴ νίκη τοῦ κατὰ τοῦ Λυαίου καὶ τὸ μαρτύριό του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔστειλε θωρακισμένο στὸ στάδιο.

16. Ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ Νέστωρ μὲ θάρρος στὸ βασιλιά, κάνει φανερὸ τὸ σκοπὸ τῆς παρουσίας του, τὸν εὐσπλαχνίζονται ὅλοι καὶ μόνο γιὰ τὴν τόλμη του, τὸν θαυμάζουν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ οἱ σύνεδροί του, τὸν πιέζουν νὰ λάβει χρήματα, ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ μὲ αὐτὰ ἀπὸ τὸ Λυαῖο καὶ νὰ μὴν ζεῖ μὲ δυσκολία. Ὁ Νέστωρ τοὺς περιγελᾶ ὅλους καὶ τοὺς περιφρονεῖ· δηλώνει φανερὰ ὅτι ἔσπευσε νὰ νικήσει μόνο τὴ θρασύτητα τοῦ Λυαίου· συμπλέκεται μὲ τὸ Λυαῖο, τοῦ δίνει καίριο χτύπημα, σκοτώνει τὸν ἐχθρὸ καὶ τελικὰ ἀφοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανὸς ἀκολούθησε τὸ δρόμο γιὰ τὸ θάνατο, νίκησε διπλὴ νίκη καὶ κέρδισε διπλὰ ἔπαθλα.

17. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅμως ἡ καρδιὰ τοῦ Μαξιμιανοῦ εἶχε γεμίσει μὲ σκοτοδίνη καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ βρεῖ μὲ τί τρόπο θὰ παρηγορηθεῖ γιὰ τὴ συμφορὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Λυαίου· ἀποδείχτηκε λοιπὸν πιὸ σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς χριστιανοὺς ἀπ᾿ ὅ,τι προηγουμένως καὶ βγάζει τὸ πιὸ σκληρὸ διάταγμα νὰ τοὺς ἐξαφανίσει ἀπὸ τὴ γῆ.

18. Καὶ τότε λοιπόν, ὅταν τοῦ θύμισαν γιὰ τὸν καλλίνικο μάρτυρα Δημήτριο, αὐτοὶ ποὺ τὸν κατέτρωγαν μὲ τὰ ἀφανέρωτα σαγόνια τοῦ φθόνου, ὅτι ἀποδείχτηκε κακὸς οἰωνὸς γι᾿ αὐτόν, δίνει διαταγὴ στοὺς σωματοφύλακές του νὰ πᾶνε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὅπου φρουροῦσαν τὸν ἅγιο, καὶ νὰ τὸν κατασφάξουν μὲ τὶς λόγχες καὶ τὶς ρομφαῖες ὅλων καὶ νὰ τὸν θανατώσουν. Μποροῦσε λοιπὸν νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ἕνα θόρυβο καὶ μιὰ ἄτακτη προσέλευση σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀνταγωνίζονταν, ποιὸς θὰ βυθίσει πρῶτος τὸ ξίφος στὸ μάρτυρα καὶ θὰ προσφέρει τὴν πιὸ μεγάλη χάρη στὸ Μαξιμιανό. Τὰ διάφορα ξίφη λοιπὸν κατευθύνονταν μὲ μιὰ φορὰ στὸ ἴδιο μέρος τοῦ σώματος καὶ προξενοῦσαν στὸν ἀθλητὴ δυνατοὺς καὶ βίαιους πόνους.

19. Ὅμως ἀπέφυγε ἐκεῖνα τὰ ἀσεβῆ χέρια τοῦ Βριάρεως καὶ τὴν ψυχοφθόρα Χάρυβδη ἢ τὴν ἀναρρόφηση τῆς μανίας τῶν εἰδώλων καὶ μπαίνει στὸ οὐράνιο λιμάνι μὲ εὐχαριστήριους ὕμνους καὶ παρουσιάζεται στὸ Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο σφαγιάστηκε μὲ προθυμία λάμποντας ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτες καὶ ἔχοντας λάβει τὴ θεϊκὴ καὶ ἀπρόσιτη κληρονομιὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς μάρτυρες καὶ ὅλους τους ἁγίους ἀπὸ πάντα.
Καὶ τώρα βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ ὅλους τους ἁγίους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πῆρε τὰ πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα καὶ δημιούργησε ἀκριβῶς τὸ πιὸ ὡραῖο εἶδος τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἄλλου μιμήθηκε τὴ σοφία, ἄλλου τὴ γενναιότητα, ἄλλου τὴν ἐπιείκεια, ἄλλου τὴν πιὸ μεγάλη καρτερικότητα στὸ μαρτύριο, τὰ πάντα ὅσο κανένας, καὶ ἔτσι ὅλα συγκεντρώθηκαν σ᾿ αὐτὸν στὸν ὑπέρτατο βαθμό, ὅσο σὲ κανέναν ἄλλον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. Μὲ τὸ νὰ ἐπιτύχει λοιπὸν ὅλα αὐτά σε ὑπερβολικὸ βαθμό, κυριάρχησε σὲ ὅλους ἀσύγκριτα.

20. Ἂν πρέπει ὡστόσο νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὸ λόγο μας, λίγες ρανίδες αἵματος πλημμυρίζουν συνεχὲς μύρο καὶ τὸ θαῦμα ἔχει ξεπεράσει κάθε ἀνθρώπινη λογική. Ἴσως λοιπὸν ὁ Νεῖλος τῆς Αἰγύπτου καὶ ὁ ὠκεανὸς μὲ τὰ βαθιὰ ρεύματα, ἂν ἀντλοῦνταν ἀπὸ τόσους πολλοὺς καὶ κάθε μέρα, θὰ περιορίζονταν σὲ πολὺ μικρὰ ὅρια.

21. Σχετικὰ λοιπὸν μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν μέχρι τὶς μέρες μας, ἂν προσπαθήσει κανεὶς νὰ τὰ περιγράψει ἀναλυτικά, μοῦ φαίνεται τὸ ἴδιο σὰν νὰ νομίζει κάποιος πὼς ἀπαριθμεῖ τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας ἢ τῆς βροχῆς τὶς στάλες μὲ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου.
Γιατὶ ποιὸς θὰ μπορέσει μέχρι καὶ σήμερα, ἀπὸ τότε ποὺ ἀγωνίστηκε μὲ πάθος γιὰ τὸ Χριστό, νὰ περιγράψει τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του, ποὺ ἔγιναν παντοῦ καὶ στὴν πόλη του καὶ στὰ περισσότερα καὶ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἐκεῖνα ποὺ ἀποτρέπουν τοὺς ἐχθρούς, ὅταν βρίσκεται μπροστὰ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς στὴ μάχη καὶ στὸν κίνδυνο, ἐκεῖνα ποὺ διαλύουν τὴ μεγάλη πείνα καὶ τὶς μεταδοτικὲς καὶ διάφορες ἄλλες ἀρρώστιες σὲ διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, ὅταν συμφωνεῖ μὲ συμπάθεια στὰ αἰτήματα, αὐτῶν ποὺ ζητοῦν, καὶ ὅσα θαύματα ἔγιναν στὴ θάλασσα καὶ ὅσα ἔγιναν σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα χωριστά, ὅταν συμπαραστέκεται καὶ προασπίζει αὐτοὺς ποῦ τὸν παρακαλοῦν;
Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἂν εἶχα, σύμφωνα μὲ τὴν ποίηση, δέκα γλῶσσες καὶ δέκα στόματα, ἐγὼ βέβαια θὰ πρόσθετα καὶ ἄλλα τόσα χέρια, δὲν θὰ κατόρθωνα οὔτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ λέω καὶ νὰ περιγράφω ἀκριβῶς τὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες τοῦ θαυματουργοῦ Δημητρίου.

22. Εἶναι καλύτερα ὅμως νὰ λέμε ἐκεῖνο τὸ λόγο, ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος θὰ πραγματοποιήσει τὸ θέλημα αὐτῶν ποὺ τὸν σέβονται· καὶ στοὺς ἁγίους του στὴ γῆ ἔκανε θαυμαστὰ ὅλα τα θελήματά του μὲ αὐτούς. Τί καλὸ περιεχόμενο καὶ πραμάτεια εἶχε ἐκεῖνος, τί ἄθληση καὶ τί σύνεση! Μὲ λίγο αἷμα πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴν οὐράνια βασιλεία, μὲ τοὺς πρόσκαιρους πόνους, τὴν ἀπέραντη εὐφροσύνη καὶ μὲ τὴν πολὺ σύντομη ζωὴ τοῦ τὴ μακραίωνη καὶ ἀτελεύτητη ζωή.

23. Ἂς μιμηθοῦμε λοιπὸν μὲ ζέση τὸ Δημήτριο κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅσοι συγκεντρωθήκαμε καὶ τιμοῦμε τοὺς ἄθλους του καὶ πανηγυρίζουμε γι᾿ αὐτοὺς μὲ λαμπρὸ τρόπο. Ἂς σπεύσουμε καὶ στὴ θεωρία καὶ στὴν πράξη, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν κερδίσουμε τὴν ἴδια δόξα μὲ ἐκεῖνον, εἶναι βέβαια ὑπερβολικὸ νὰ ποῦμε αὐτὸ τὸ πράγμα, ἀλλὰ τουλάχιστον μικρότερη. Ἂν ὅμως δὲν κερδίσουμε οὔτε αὐτή, γιατὶ καὶ αὐτὸ μας εἶναι ἀρκετὸ λόγω τῆς νωθρότητας ποὺ ἔχουμε, τουλάχιστον, ἐπειδὴ νομίζουμε ὅτι πανηγυρίζουμε ἀντάξια καὶ θεάρεστα γιὰ ὅσα ὁ Θεὸς χαίρεται μαζὶ μὲ τὸ μάρτυρα καὶ ὅτι ἑορτάζουμε μὲ θεϊκὸ τρόπο, νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε περισσότερο τὶς ἡδονὲς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ χαριζόμαστε πιὸ πολὺ στοὺς δαίμονες καὶ νὰ πάθουμε τὸ ἴδιο πράγμα μὲ αὐτοὺς ποὺ κινδυνεύουν στὸ λιμάνι καὶ προσβάλλονται ἀπὸ ἀθεράπευτες ἀσθένειες στὸ ἰατρεῖο.

24. Ἔχουμε συνεργὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὶς καλὲς πράξεις, μὲ τὶς προσευχὲς τῆς Θεοτόκου, τῶν ἐπουράνιων τάξεων, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν καὶ τῶν μαρτύρων καὶ τῶν αἰώνια ἁγίων, καὶ αὐτὸν ποὺ τώρα τελοῦμε τὴ μνήμη του νὰ ἱκετεύει συνέχεια γιὰ χάρη μας. Χαίρεται ὁ κόσμος τῶν ἁγίων μὲ κάθε τρόπο καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ ἀπὸ κάθε ἡλικία καὶ τάξη, γιατὶ βλέπουν τὸ πλῆθος τους νὰ δυναμώνει καὶ νὰ αὐξάνεται, σὰν νὰ καταλαβαίνουν ὅτι ἡ πολυπληθὴς μερίδα ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ τοῦ Θεοῦ πάλι εἶναι σκυθρωπή.

25. Ὅμως, Δημήτριε, κόσμημα καὶ ὀμορφιὰ τῶν ἀθλητῶν, ξαναγυρίζω σὲ σένα πιὰ καὶ στρέφω τὸ λόγο πρὸς τὰ ἐπάνω, γιατὶ ἔχω λυγίσει περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν ἀγάπη μου γιὰ σένα καὶ ἐπιθυμῶ πιὸ πολὺ νὰ ἀναπνέω ἐσένα παρὰ τὰ εὐωδιαστὰ ἀρώματα, εὐσεβὲς καὶ εὐγενέστατο βλάστημα ἀπὸ εὐσεβῆ καὶ εὐγενικὴ ρίζα, κατάφορτο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἄθλησης, λαμπρὲ καὶ στὰ δύο καὶ ἐνδοξότατε σὲ ὅλα καὶ ὁλόφωτη λαμπάδα τῶν χριστιανῶν, καταστροφὴ τῆς ἀσέβειας καὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ, δάσκαλε καὶ σύμμαχε τοῦ Νέστορα καὶ πρόξενε τῆς ἄθλησης καὶ ἰσχυρότατε καταστροφέα τῆς ἀλαζονείας τοῦ Λυαίου, σὺ ποὺ ἀπεικόνισες τὸ πάθος τοῦ Δεσπότη καὶ πληγώθηκες μὲ τὶς λόγχες στὴν πλευρά, ὅπως ἐκεῖνος καὶ γιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσες τότε ἀναβλύζεις τώρα σὰν κρουνὸς τὸ εὐωδέστατο καὶ ἰαματικὸ μύρο, σὺ ποὺ περιπολεῖς μὲ τὸ πνεῦμα σου τοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ παρευρίσκεσαι μαζί τους στὸν ἀκλόνητο θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ χάρισες σὲ μᾶς καὶ τὴν πόλη σου τὸ μαρτυρικότατο σῶμα σου σὰν ἀκένωτο θησαυρό, τὸ ἀνυπολόγιστο πέλαγος τῶν ἄπειρων καὶ πιὸ μεγάλων θαυμάτων, σὺ ποὺ μοίρασες σωστὰ τὸν ἑαυτό σου στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ καθόλου δὲν ἀπουσιάζεις, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πάνω ἐποπτεύεις καὶ κάτω φροντίζεις τὴν πόλη σου, φιλοπόλι καὶ φιλάνθρωπε ποὺ ἐπαναφέρεις σύντομα τὴ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποχωρεῖ μερικὲς φορὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας, εἴθε νὰ δέχεσαι τοὺς λόγους καὶ τοὺς ἐπαίνους μας ποὺ προσφέρονται στὴ λαμπρὴ μνήμη τῶν ἀγώνων σου, ὅπως ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς ἔπλεξε τὸν ἔπαινο τῶν νηπίων, καὶ ἂν δὲν φτάνουν τὴ δική σου ἀξία, ὅμως δὲν ὑστεροῦν στὴν ἀγαθή μας πρόθεση· ρίξε ἕνα βλέμμα λοιπὸν ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατέβα γιὰ λίγο ἐδῶ μαζί μας καὶ δὲς τὴν ἀγάπη τῆς πόλης σου γιὰ σένα, παρατήρησε τὶς μελωδίες τῶν συγκεντρωμένων, τὸ ἱερότατο ποίμνιό σου νὰ συμμετέχει στὸ πνευματικὸ συμπόσιο μαζὶ μὲ τὸν ἱεράρχη στὴ μνήμη σου, ὁλόκληρο τὸ ναό σου νὰ φωτίζει ὅλους τους παρόντες ἀπὸ τὴν ἄφθονη φωτοχυσία, τὴν εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ θυμιάματα νὰ γεμίζει τὸν ἀέρα καὶ κάθε ἡλικία καὶ τάξη νὰ ἐπικροτοῦν μὲ μεγάλη χαρὰ τοὺς ἄθλους σου. Σχεδὸν σήμερα ἡ γῆ μιμεῖται τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ ἁπλωμένη λαμπρότητα στὸ ναὸ τοῦ καλλίνικου σώματός σου κάνει ὁλοφάνερη τὴν ἐκεῖ λάμψη τοῦ φωτὸς ποὺ προστίθεται σὲ σένα ἀπὸ τὸ Θεό.

26. Εἴθε νὰ ἀνταμείβεις ἐπάξια ὅλους, μοιράζοντας τὶς προσφορές σου καθημερινὰ στὸν καθένα. Πρῶτα στεφάνωσε τοὺς πιστοὺς βασιλιάδες μας μὲ νίκες· γιατὶ καὶ οἱ ἴδιοι ἐπίσης τιμοῦν ξεχωριστὰ τὴν πανηγυρική σου ἑορτή. Ὑπόταξε στὰ πόδια τους τὰ στρατεύματα τῶν ἐχθρικῶν ἐθνοτήτων, παράτεινε εἰρηνικὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους, ἐνισχύοντάς τους μὲ τὴν ὀρθοδοξία, καὶ ρυθμίζοντάς την μὲ τὴ σωστὴ διοίκηση.

27. Ἀπομάκρυνε τὰ σκάνδαλα τῶν Ἐκκλησιῶν, συμμάχησε μὲ τὸ στρατὸ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, δίνε συνεχῶς τὴ χάρη σου, ποὺ βοηθᾶ μὲ κάθε τρόπο, στὸν ποιμένα καὶ ἱεράρχη τῆς πατρίδας σου, ἐποπτεύοντας μαζὶ μὲ τὸν ἱεράρχη, βοηθώντας τὸ ποίμνιο νὰ εἶναι σὲ ἐπαγρύπνηση καὶ νὰ τὸν σέβεται, προετοιμάζοντας τὸν νὰ διδάσκει τὸ ποίμνιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τὸ ἀποδείξει πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τοὺς λύκους ποὺ καταστρέφουν τὴν ψυχή, καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν οὐράνια μάνδρα. Παρηγόρησε ὅσους βρίσκονται σὲ στενοχώριες, βοηθώντας ἀνάλογα πλούσιους καὶ φτωχούς, κάνοντας συνετοὺς καὶ τοὺς γέρους καὶ τοὺς νέους στὰ καθήκοντά τους, ἀξιώνοντας κάθε ἡλικία μὲ πολὺ μεγάλη φροντίδα γιὰ τὴ δωρεὰ τῶν χαρίτων σου.

28. Γιὰ ὅλα αὐτά, εἴθε νὰ μᾶς χαρίσεις τὴ νίκη κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν καὶ ὅταν λίγο ἀργότερα ἀποδημήσουμε ἐκεῖ νὰ μᾶς κάνεις δεξιοὺς παραστάτες τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὶς παρακλήσεις σου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ συμμετέχουμε σὰν ἀσήμαντοι δοῦλοι σου στὴν αἰώνια καὶ θεία λαμπρότητα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὴ δόξα καὶ τὴ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2018

H χριστιανική θρησκεία δεν εχει σχέση με τα πρακτικά μυαλά



Η χριστιανικὴ θρησκεία δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὰ πρακτικὰ μυαλά, γιατὶ εἶναι ἡ βαθύτερη ποίηση, ἡ ἄβυσσο τῆς ποίησης. Ἡ κακοδαιμονία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει τὴν αἰτία της, κατὰ τὴν γνώμη μου, στὸ ὅτι λείψανε ἀπ᾿ αὐτὴν οἱ ποιητικὲς ψυχές, μὲ τὴν πραγματικὴ σημαία τῆς ποίησης, καὶ γέμισε ἀπὸ «πρακτικοὺς ἀνθρώπους, ἤγουν ἀπὸ ξεραΐλα καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Νὰ βάλῃ κανεὶς μὲ τὸν νοῦ του καὶ ν᾿ ἀπορήσῃ τί σχέση ἔχουν αὐτοὶ οἱ «θετικοὶ καὶ πρακτικοὶ» ἄνθρωποι, οἱ λεγόμενοι φρόνιμοι καὶ ἔξυπνοι, μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶπε τὰ παρακάτω λόγια:
Ἂν δὲν γυρίσετε πίσω καὶ γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπεῖτε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
- μὴν φροντίζετε τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε καὶ τί ροῦχο θὰ φορέσετε.
- Ἐγὼ σᾶς λέγω μὴν ἀντισταθεῖτε στὸν πονηρό, ἀλλὰ ὅποιος σὲ χτυπήσει ἀπὸ τὸ δεξὶ μάγουλό σου, στρέψε καὶ τ᾿ ἄλλο.
- Μακάριοι ὅσοι καταδιώκονται γιὰ μένα.
- Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας.
- Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἀπάνω στὴ γῆ.
- Ἐμπᾶτε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, γιατὶ εἶναι στενὸς καὶ θλιμμένος, ὁ δρόμος ποὺ πηγαίνει στὴ ζωή, κ᾿ εἶναι λίγοι ποὺ τὸν βρίσκουνε.
- Ἀφῆστε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς πεθαμένους τους.- Δὲν ἦλθα νὰ φέρω εἰρήνη ἀλλὰ μάχαιρα.
- Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παίρνεται μὲ τὴ βία κ᾿ οἱ βιαστὲς τὴν ἀρπάζουνε».
Ποιὰ σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουνε αὐτὰ τὰ πράγματα κι᾿ ἄλλα πολλὰ ποῦ εἶπε ὁ Χριστός, μὲ τὸ πρακτικὸ μυαλό; Τὸ πρακτικὸ μυαλὸ κοιτάζει ποιὸ εἶναι τὸ συμφέρον καὶ τὸ ὠφέλιμο γιὰ τὴν ὑλικὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ἀσφάλειά της· δὲ μπορεῖ νὰ πετάξει ἐλεύθερο ἐκεῖ ποὺ τὸ καλεῖ ὁ Χριστός. Μιὰ θρησκεία ποὺ παραγγέλνει κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ὁλότελα ἀνάποδα ἀπὸ ὅ,τι νοιώθει τὸ πρακτικὸ μυαλό, μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ πρακτικοὺς ἀνθρώπους; Πῶς νὰ παραδεχθῇ ὁ πρακτικὸς ἄνθρωπος πὼς δὲν ὠφελεῖται σὲ τίποτα ἂν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον; Πῶς, αὐτὸς ὁ θετικὸς ἄνθρωπος νὰ θυσιάσει ὅλα τὰ χεροπιαστὰ τούτου τοῦ κόσμου, κυνηγώντας τοὺς ἴσκιους τῆς μέλλουσας ζωῆς; «Οἱ βιαστὲς ἁρπάζουνε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», λέγει ὁ Χριστός.
φώτης κόντογλου

Το παιδί ζει στην εποχή που υφίσταται, ο φιλόσοφος ζει στην εποχή πού θα έρθει.
Κοκκίνισε το άνθος του λουλουδιού και με την ομορφιά του τράβηξε το βλέμμα και του παιδιού και του φιλοσόφου. Το παιδί κοιτά και χαίρεται για εκείνο πού βλέπει το μάτι του. Ο φιλόσοφος κοιτά με τις σκέψεις στην άλλη επο­χή και στη θέση του ανθισμένου λουλουδιού με θλίψη παρατηρεί τον στεγνό σκελετό της, στον οποίο δεν βουίζουν μέλισσες, αλλά φθινοπωρι­νός θρήνος του άνεμου.
Τι μπορεί να διώξει το σύννεφο από το μέτω­πο του φιλοσόφου; Τί άλλο εάν όχι η παράταση της σκέψης μέχρι το τέλος· πίσω απ' όλες τις γνωστές μας εποχές μακριά, στην εποχή της αιώνιας άνοιξης;


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς