ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Πέμπτη, Αυγούστου 29, 2019

Ἐγκώμιο στήν ἀποκεφάλιση τοῦ μεγάλου Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ


Ἁγίου  Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Λαμπρή καί θεοχαρμόσυνη εἶναι, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἡ πανήγυρη πού μᾶς συγκέντρωσε σήμερα γιά νά γιορτάσουμε πνευματικά. Πολύ σωστά χαρακτηρίζεται λαμπρή, γιατί φεγγοβολάει καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό ὄνομα ἐκείνου πού σήμερα τιμᾶμε, ἐπειδή αὐτός καί εἶναι καί ὀνομάζεται λυχνάρι τοῦ φωτός. Δέν εἶναι βέβαια λυχνάρι πού μᾶς περιλούζει μέ ὑλικό φῶς, γιατί τότε δέν θά ἦταν διαρκής καί ἀδιάκοπη ἡ λάμψη του καί θά χανόταν κάθε φορά πού θά ’μπαινε μπροστά του κάποιο ἐμπόδιο. Ἀλλ’ εἶναι φῶς πού δείχνει τήν ἀστραφτερή λαμπρότητα τῆς θείας χάριτος στά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων πού ἔχουν συγκεντρωθεῖ γιά νά γιορτάσουν τή μνήμη του καί ἀνεβάζει τό νοῦ στό νά στοχάζεται τά παθήματα τοῦ δικαίου ἄνδρα, ὥστε βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τό μακάριο ἐκεῖνο μαρτύριο, νά γεμίσουμε μέ πνευματική εὐφροσύνη.
Σέ καμία περίπτωσι βέβαια, ἡ θέα τοῦ χυμένου καταγῆς αἵματος κάποιου ἄλλου ἀποκεφαλισμένου ἀνθρώπου, δέν θά ’φερνε εὐχαρίστηση. Οὔτε τό ἄκουσμα μιᾶς τέτοιας εἴδησης θά προκαλοῦσε σεβασμό στή μνήμη τοῦ ἀποθαμένου. Γιατί πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπό φυσικοῦ του ἀγαπάει τή ζωή, νά χαρεῖ μία αἱμορραγία πού ὁδηγεῖ στό θάνατο; Ἀντίθετα, πολύ περισσότερο, τό θέαμα αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀπέχθεια, οἶκτο καί κακολογία τῆς πράξεως, ἐκτός ἄν παραλογιζόταν καί ἀποθηριωνόταν, μή μπορώντας νά ἀντιδράσει λογικά σ’ αὐτά πού βλέπει, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν τά διάφορα ζῶα πού δέν ἔχουν λογική. Χαίρονται δηλαδή, κακαρίζουν καί χοροπηδᾶνε οἱ πετεινοί ὅταν βλέπουν νά σφάζουν ἕνα ἄλλο κοκόρι, ἀπολαμβάνοντας μόνο τό θέαμα, χωρίς νά σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει καί αὐτούς τό ἴδιο πάθημα. Χαίρονται ὅμως τά μάτια μας νά βλέπουν τό αἷμα κάθε ἁγίου, εὐφραίνονται τ’ ἀφτιά μας ν’ ἀκοῦν τά σωτήρια μηνύματά του καί τά χείλη μας τό προσκυνοῦν. Γιατί ἡ ἀφαίρεσή του χαρίζει τέλεια συμμετοχή στήν ἀθάνατη καί ἀληθινή ζωή. Δέν ἐννοῶ βέβαια μόνο τή σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλά καί ὁτιδήποτε ἀπό τά ἅγια μέλη του -ἤ μιά τρίχα καί καθετί πού φοροῦσε ἤ ἔπιαναν τά χέρια του- εἶναι περιζήτητο καί πολύτιμο γιά κεῖνον πού ἔχει ἀποφασίσει νά πιστεύει καί νά λατρεύει σωστά τόν Θεό.
Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει κάτι τέτοιο στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία -δηλαδή τό ὁλόκληρο λείψανο ἤ ἕνα μέρος του, ἀκόμα καί τό ἐλάχιστο κομματάκι- τό θεωρεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί καυχιέται γι’ αὐτό, σάν νά ’χει θησαυρό πού ὑποβοηθάει τόν ἁγιασμό του καί ἐξασφαλίζει τή σωτηρία του. Ἔτσι προσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια στή λειψανοθήκη μέ τήν ἱερή σκόνη καί ἐγγίζει μέ δέος τά ἀνέγγιχτα, λόγω τῆς ἱερότητάς τους, ἱερά λείψανα.
β΄ -. Τέτοιο εἶναι γιά μᾶς τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἄν καί γιά τούς γονεῖς του ὑπῆρξε αἰτία τοῦ πιό παραδόξου καί τοῦ πιό πονεμένου θρήνου. Πῶς μποροῦσαν νά μήν καταπλαγοῦν μέ τό σφάξιμο τοῦ παιδιοῦ τους -ἀφοῦ μέχρι τότε δέν εἶχαν ἀντικρύσει νεκρό- νά μή θρηνήσουν, νά μήν ξεσπάσουν σέ γοερές κραυγές, βλέποντάς το ἔτσι ξαφνικά ριγμένο καταγῆς, βουτηγμένο στά αἵματα, νεκρό ἀπό τό φονικό μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του;
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ δικαίου προφήτη Ἀμώς, τόν ὁποῖο, ἀφοῦ πρῶτα ξυλοκόπησε ἄγρια ὁ βασιλιάς Ἀμασίας, τόν θανάτωσε μέ ξίφος. Ἐπειδή τόν κτυποῦσαν σάν βόλια οἱ προφητεῖες του, τόν χτύπησε καί αὐτός στό κεφάλι μέ ρόπαλο καί τόν παρέδωσε στό θάνατο.
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Μιχαία τόν ὁποῖο γκρεμίζοντας σκότωσε ὁ Ἰωράμ, ὁ γιός τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τόν ἔλεγχε, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, γιά τίς ἀσέβειες τῶν προγόνων του.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πού τόν ἔκοψε μέ πριόνι στά δυό ὁ Μανασσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασύρει στήν εἰδωλολατρεία τόν ἐπιπόλαιο καί εὐμετάβλητο Ἰσραηλιτικό λαό -πού ἀλλαξοπιστοῦσε τόσο εὔκολα- γιατί δέν ὑπέφερε νά ἀκούει τά ὅσα τοῦ φανέρωνε ὁ προφήτης.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, τῶν ξἑπτά παίδωνο καί τῆς θεοφοβούμενης μητέρας τους, πού ἔχυσε ὁ Ἀντίοχος, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, γιατί δέν ἀνέχθηκε τή σθεναρή ἀντίσταση πού τοῦ πρόβαλαν οἱ ἀήττητοι γιά χάρη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί πού τούς βρῆκε ὁ θάνατος μέ τέλεια καί ἀκέραιη τήν πίστη τους.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού ἔχυσε μπροστά στό θυσιαστήριο τό μαχαίρι τῆς ἀφηνιασμένης ὠμότητας τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τό ἄκουσμα τῶν προφητικῶν ἀποκαλύψεων.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἀπό τό νά ἀναφέρω γενικά ὅλων τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν τό ἅγιο αἷμα, τό ὁποῖο μέ πολλούς τρόπους ἔχυσαν διάφοροι αἱματοβαμμένοι δολοφόνοι καί πού τώρα κυκλώνει τή γῆ σάν πλούσιος ποταμός καί σβήνει τήν ἀσέβεια;
γ΄ -. Τέτοιο ἦταν καί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα καί τό ὁποῖο ἔχυσε ἀπό τόν ἱερό του τράχηλο σάν πολύτιμο μύρο πού εὐωδιάζει τήν οἰκουμένη. Τό αἷμα αὐτό δέν τό ἔφτιαξε ἡ ἡδονική πολυφαγία, οὔτε τό κρασί, οὔτε κάποια ἀπό τίς ἄλλες τροφές πού συνήθως παχαίνουν καί εὐχαριστοῦν τούς λαίμαργους.
Ἀλλά τό δημιούργησε ἡ Χάρη τῆς ἐγκράτειας, πού ὁ Ἅγιος τήν ἀσκοῦσε ἀπό τά σπάργανά του μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὁ Ἰωάννης, πού οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε… (Ματθ. 11, 18-19).
Τό αἷμα αὐτό χύθηκε πρίν ἀπό τό αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καί ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατί ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος τοῦ Φωτός, πού μέ τό λαμπρό ἐρχομό του ἀπό στείρα μάνα φώτισε ὅσους βρίσκονταν πάνω στή γῆ, νά γίνει ἀκτινοβόλος κήρυκας καί σ’ αὐτούς πού ἦταν κάτω ἀπό αὐτήν, δηλαδή στόν Ἅδη.
Τό αἷμα αὐτό ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορα Κυρίου, περισσότερο ἀπ’ ὅτι εἶχε τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ. Γιατί κάθε ἔργο περιέχει μέσα του μιά μυστική φωνή πού δέν παράγεται ἀπό ἠχητικά ὄργανα, ἀλλά πού γίνεται φανερή ἀπό τή δύναμι πού ἔχει βάλει μέσα σ’ αὐτό ὁ ποιητής τοῦ ἔργου.
Τό αἷμα αὐτό εἶναι πιό ἀξιοσέβαστο ἀπό τό αἷμα τῶν Πατριαρχῶν (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, κ.τ.λ.), πιό πολύτιμο ἀπό τό αἷμα τῶν προφητῶν καί πιό ἁγιασμένο ἀπό τό αἷμα ὅλων τῶν δικαίων. Γιατί εἶναι πιό ὑπέροχο καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό αἷμα τῶν Ἀποστόλων καί πιό ἔνδοξο καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά εἶναι λόγια τοῦ Μεγάλου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει δώσει τή σχετική μαρτυρία γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο.
Εἶναι αἷμα πού στολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πιό ὄμορφα ἀπό κάθε στολισμό πού θά τῆς γινόταν μέ πολύχρωμα καί σπάνια λουλούδια. Χύθηκε γιά τήν δικαιοσύνη στό τέλος τῆς ἐποχῆς πού ἴσχυε ὁ παλαιός νόμος καί ἔγινε λούλουδο πού παραστέκει στήν εἴσοδο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
δ΄ -. Ἀλλά ἄς συνεχίσουμε τώρα νά ποῦμε, μέ βάση τά ἱερά Εὐαγγέλια, πῶς αὐτό τό αἷμα χύθηκε, ἀπό ποιόν καί γιά ποιά ὑπόθεση. Ὁ Ἡρώδης λοιπόν, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ξσυνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν φυλάκισε, ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ αὐτήν. Ἤθελε τότε λοιπόν νά τόν θανατώσει, ἀλλά φοβήθηκε τό λαό, γιατί ὅλοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη προφήτη (Ματθ. 14, 3-5).
Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα ποιός ἦταν αὐτός ὁ Ἡρώδης, γιατί ἡ συνωνυμία συγχέει τά πράγματα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφερόμαστε στό σωστό πρόσωπο. Πρόκειται γιά τόν Ἡρώδη τόν τετράρχη. Γιατί ὁ πατέρας του Ἡρώδης, ὁ φονιάς τῶν νηπίων, εἶχε πρό πολλοῦ πεθάνει.
Γιατί ὅμως τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατί ἔδιωξε τή νόμιμη γυναίκα του, τήν κόρη τοῦ βασιλιά Ἀρέτα, καί συζοῦσε παράνομα μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου. Θά μποροῦσε βέβαια νά τήν παντρευτεῖ νόμιμα στήν περίπτωση πού αὐτή δέν εἶχε παιδιά ἀπό τόν ἀδερφό του, ὥστε νά τοῦ χαρίσει κληρονόμους, ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκός νόμος. Ἀλλά ἀφοῦ δέν ἦταν ἄτεκνη δέν μποροῦσε. Εἶχε μιά κόρη πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Ἡρωδιάδα, τό γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τό διαβολικό ὄργανο τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς της. Γιά αὐτό λοιπόν δίκαια τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης. Ὁ ἔλεγχος ὅμως δέν ἦταν ὑβριστικός καί δέν γινόταν γιά νά τραυματίσει τήν ψυχή καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἡρώδη, ἀλλά ἦταν ὑπόμνηση, πού εἶχε σκοπό τή θεραπεία.
Τί τοῦ ἔλεγε λοιπόν τοῦ Ἡρώδη; Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μ’ αὐτήν. Τοῦ θυμίζει τή θεία νομοθεσία σάν νά τοῦ λέει: “Κύτταξε καί μάθε τί σοῦ παραγγέλλει ὁ Νόμος: Ἄν μένουν μαζί δυό ἀδερφοί καί πεθάνει ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, χωρίς νά ἔχει ἀποκτήσει παιδιά, δέν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα νά παντρευτεῖ ξένο ἄνθρωπο. Θά τήν παντρευτεῖ ὁ ἀδερφός τοῦ πεθαμένου συζύγου της καί τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά πάρει τό ὄνομα τοῦ πεθαμένου καί ἔτσι δέν θά χαθεῖ μέσα ἀπό τό Ἰσραήλ τό ὄνομά τουï (Δευτ. 15, 5).
Αὐτά σοῦ λέει ὁ νόμος. Ἐσύ ὅμως πῆρες τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου πού ἔχει παιδί. Νά μήν παραβεῖς λοιπόν τόν ὅρο πού ἔβαλε ὁ νομοθέτης. Οὔτε τή βασιλική σου πορφύρα νά μολύνεις μέ ἀνεπίτρεπτη αἱμομιξία. Οὔτε πάλι νά φανεῖς αἴτιος παρανομίας ἐσύ πού πρέπει νά δίνεις στούς ὑπηκόους σου τό παράδειγμα τῆς πρόθυμης καί εὐχάριστης ὑποταγῆς στούς νόμους. Καί ἄν πέσεις σ’ αὐτό τό λάθος θά τιμωρηθεῖς, γιατί τιμωροῦνται πολύ πιό αὐστηρά ὅσοι βρίσκονται σέ μεγάλα ἀξιώματα.
ε΄ -. Αὐτός ὅμως ἐπειδή, μόλις πῆρε τήν ἐξουσία, ξέχασε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὀργίστηκε, ἄναψε ἀπό θυμό καί δέν δέχθηκε τόν ἔλεγχο. Δέν μιμήθηκε τό Δαυίδ, ὁ ὁποῖος τότε πού ἐλέγχθηκε ἀπό τόν προφήτη Νάθαν γιά τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, εἶπε ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό:  Ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου” (Β’ Βασ. 12-13). Καί ὁ Κύριος γιά τήν ταπείνωσή του τοῦ συγχώρεσε τό ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὁ Ἡρώδης ἀφοῦ συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν ἔδεσε καί τόν ἔριξε στή φυλακή (Ματθ. 14, 3).
Συνέλαβε ἐκεῖνον πού ζοῦσε τήν ὕψιστη ἐλευθερία μέ τήν ἅγια ζωή του, αὐτός πού ἦταν αἰχμαλωτισμένος στό πάθος τῆς ἀσέλγειας. Ἔβαλε δεσμά σ’ ἐκεῖνον πού ἦταν ἀπελευθερωμένος ἀπό ὅλα, ζώντας ἔξω ἀπό κάθε ἐμπαθή σχέση, αὐτός πού ἦταν δεμένος μέ τά μαγικά δεσμά τῆς ἀκολασίας.
Ἔβαλε στή φυλακή τόν φύλακα καί κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός πού στήν πράξη ἦταν βουτηγμένος στήν ἀκαθαρσία. Ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου (Ματθ. 14,9).
Γιά τήν Ἡρωδιάδα, πού ἦταν ὅμοια στό ἦθος μέ τή Δαλιδά, πραγματικό ὄργανο τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή παρότρυνε αὐτόν πού μοιραζόταν μαζί του τό κρεββάτι -καλύτερα θά λέγαμε τόν παράνομο ἔρωτα- νά μανιάσει κατά τοῦ Ἰωάννη. Δέν μπορῶ, τοῦ λέει, βασίλισσα ἐγώ, νά γελοιοποιοῦμαι ἀπό τό γιό τοῦ Ζαχαρία. Φυλάκισε τή γλώσσα πού μοῦ τσακίζει τά κόκκαλα. Μαχαίρωσε ἀμέσως αὐτόν πού τά λόγια του σάν βέλη μοῦ πληγώνουν τήν ψυχή. Κι ἐνῶ ἤθελε νά τόν θανατώσει, δέν τό ἔκανε, γιατί φοβότανε τό λαό, πού θεωροῦσε καί σεβόταν τόν Ἰωάννη ὡς προφήτη (Ματθ. 14, 5). Γιατί δέν μποροῦν οἱ κυβερνῆτες, ὅταν θέλουν νά κάνουν κάτι παράνομο νά τό ἐπιτελέσουν ἀμέσως μόλις τό ἐπιθυμήσουν γιά δυό λόγους:
Πρῶτον γιατί ντρέπονται καί φοβοῦνται τούς ὑπηκόους τους, καί δεύτερον γιατί περιμένουν μέχρι νά βροῦν τήν κατάλληλη περίσταση γιά νά κάνουν ἀκίνδυνα πράξη τό μίσος τῆς ψυχῆς τους.
στ΄ -. Ἐνῶ λοιπόν γιορτάζανε τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, βγῆκε στή μέση καί χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας.  Ἄρεσε πολύ στόν Ἡρώδη, γι’ αὐτό καί ὁ Ἡρώδης ὁρκίστηκε νά τῆς χαρίσει, ὅ, τι τοῦ ζητήσει (Ματθ. 14,6).
Τήν ἡμέρα πού ἔπρεπε νά δοξάσει τό Θεό γιατί τόν ἔφερε στό φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, τότε προτίμησε τά ἔργα τοῦ σκότους. Αὐτή ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφορμή γιά πνευματική εὐφροσύνη καί ὄχι γιά χορούς καί μάλιστα γυναικείους μπροστά σέ ἄνδρες. Τί γεννήθηκε ἀπ’ αὐτόν τό χορό; Ὁ ὅρκος. Καί ἀπ’ αὐτόν; Ὁ φόνος.
Ξερίζωσε τήν κακία καί δέν θά βλαστήσει ἀνομία. Ἄν ὅμως ριζώσει ἡ κακία ἀσφαλῶς θά καρπίσει, δηλαδή θά φθάσει μέχρι τήν πράξη. Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας στή μέση τῶν καλεσμένων καί ἄρεσε στόν Ἡρώδη. Τί ἄλλο θά μάθαινε ἀπό τή μάνα της ἡ πορνοδασκαλεμένη κόρη, παρά τό νά χορεύει προκλητικά, καί νά ’ναι τόσο ἀσκημένη στό χορό ὥστε νά ἀρέσει πολύ στόν Ἡρώδη; Γι’ αὐτό καί ἐκεῖνος τῆς ὑποσχέθηκε μέ ὅρκο ὅτι θά τῆς ἔδινε ὅ, τι τοῦ ζητοῦσε.
Τόσο ἀπερίσκεπτα τρέχει ἡ γλώσσα αὐτῶν πού ἔχουν ξωκείλει στά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε ξεστομίζουν ἐναντίον ὁποιουδήποτε, χωρίς σκέψη, ὅ, τι τούς ἔρθει στό μυαλό. Αὐτή, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πέτυχε τόν ἀποτρόπαιο ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη, πού ἀπό καιρό πάσχιζε νά πετύχει ἡ φιδογέννα Ἡρωδιάδα. Καί ὅπως φαντάζομαι θά εἶπε, ἀφοῦ πρῶτα καλόπιασε τήν κόρη της:
  Νά παιδάκι μου, ἡ εὐκαιρία πού ζητάγαμε. Κατάφερες μέ τά πόδια σου νά μοῦ προσφέρεις ἐκεῖνο πού ποθοῦσα. Σταμάτησες τόν πόνο μου μέ τό περίτεχνο τραγούδι σου. Ἄς θάψουμε στή γῆ αὐτόν πού μᾶς ἐλέγχει. Πήγαινε γρήγορα νά πεῖς στόν Ἡρώδη: Δῶσε μου τώρα ἀμέσως, στό πιάτο, τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ (Ματθ. 14,8).
Ὤ παθιασμένη καί φονική ἀπαίτηση! Ἐνῶ δέν εἶχε κάν τό δικαίωμα νά σκεπτεται καί νά ἀπολαμβάνει τό φονικό θέαμα ξεπέρασε κάθε ἄλλον σέ σκληρότητα.
Ὤ μανιασμένη φόνισσα! Δέν ἀρκέστηκες μόνο στήν καρατόμηση ἀλλά διαπραγματεύτηκες νά σοῦ φέρουν τήν ἅγια κεφαλή σέ πιατέλα. Ὤ ἀνόσια καί ἀκόλαστη! Ἡ θηριωδία σου ξεπερνάει καί τήν αἱμοχαρή Ἰεζάβελ.
ζ΄-. “Λυπήθηκε”, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ὁρκιστεῖ καί εἶχε ὑποσχεθεῖ μπροστά στούς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Ἔστειλε τότε στή φυλακή καί ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή πάνω στήν πιατέλα καί τήν πρόσφεραν στήν κόρη καί αὐτή στή μάνα της (Ματθ. 14,11).
Ὤ κακό τέλος διαβολικῆς προετοιμασίας! Ποιός ἔμπηξε τό θανατερό ξίφος στήν ἱερή Κεφαλή; Ἕνας ἄνομος ὑπηρέτης, πού σάν ἄλλος Δωήκ δέν μιμήθηκε ἐκείνους τούς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι μέ φρόνηση καί ἀνδρεία ἀντιστάθηκαν στόν βασιλιά Σαούλ, τότε πού τούς διέταξε νά φονέψουν τούς προφήτες τοῦ Θεοῦ. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή τοῦ Ἰωάννη πάνω στήν πιατέλα…
Τί νά τό ὀνομάσουμε αὐτό τό φαγοπότι, συμπόσιο ἤ φονευτήριο; Τί νά ἀποκαλέσουμε τούς κρασοκυβέρνητους προσκαλεσμένους, ὁμοτράπεζους ἤ αἱματοβαμμένους;
Ὤ πρωτόγνωρο θέαμα! Ὤ ἁμαρτωλό ὅραμα! Ἀπό τό ἕνα μέρος προσφέρονταν κοτόπουλα καί ἀπό τό ἄλλο φέρνανε τό προφητικό κεφάλι. Ἀπό τή μιά μεριά κερνοῦσαν πλούσια καθαρό κρασί καί ἀπό τήν ἄλλη ἔρεε μέ ὁρμή τοῦ δικαίου τό αἷμα.
Ὤ πόσο φοβερό εἶναι νά τό πῶ καί πόσο φρικτό νά τό ἐκφράσω!
Καί τό ’δωσαν στό κορίτσι καί τό πῆγε στή μάνα του!
Ἀλίμονο! Πόσο τρομερή ἀλλοκοτιά!
Χαρίστηκε ἡ ἀτίμητη Κεφαλή γιά μιά ἄτιμη πράξη, στήν καταραμένη καί βέβηλη, ἡ ἁγνή καί ἀνέγγιχτη καί ἀπ’ τούς ἀγγέλους ἀξιοσέβαστη Κεφαλή.
Καί τήν ἔδωσε στήν μάνα της σάν νά τῆς πρσφερε καλομαγειρεμένο φαγητό σέ κείνη πού ὀργιαστικά σκηνοθέτησε τό θάνατο, σά νά τῆς ἔλεγε: Φάε, μανούλα μου, κρέας ἀπό τίς σάρκες ἐκείνου μού ἔζησε στή γῆ σάν ἄσαρκος. Πιέ αἷμα ἀπό τόν νηστευτή. Τώρα πιά κλείσαμε μιά γιά πάντα τό στόμα ἐκείνου πού μᾶς ἔλεγχε.
η΄ -. Καί ἦρθαν οἱ μαθητές του, συνεχίζει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, πῆραν τό σῶμα του καί τό ἔθαψαν (Ματθ. 14,13).
Πρόσεξε ἐσύ πού ἀγαπᾶς τήν ἱστορία, πῶς εἰκονίζεται ὁ ἐνταφιασμός τοῦ δικαίου καί ἀποστόμωσε τούς ἐχθρούς τῶν ἁγίων εἰκόνων σάν ἐχθρούς τῆς Ἀλήθειας. Βάλε καλά στό νοῦ σου τήν ἱστορία καί βγάλε ὠφέλιμο συμπέρασμα.
Πῶς παίρνουν τό δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες ἅγιο ἀπό τήν φυλακή. Πῶς ὁ δήμιος σηκώνει σάν ἄγριο θηρίο τό ξίφος ἐνάντια τῆς ἱερῆς Κεφαλῆς.
Πῶς μετά τόν ἀποκεφαλισμό προσφέρεται ἡ μυρόβλητη Κεφαλή στήν ἔξαλλη Ἡρωδιάδα.
Πῶς ἀκόμα θάβεται τό ἱερό σῶμα ἀπό τά χέρια τῶν μαθητῶν του, πού ὁλόγυρα παραστέκουν δακρυσμένοι μέ πόνο πού σκίζει τήν ψυχή τους.
Πῶς ἄλλος ἀγκαλιάζει τά πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νά συνταιριάσει τήν ἅγια Κεφαλή στό ἀκίνητο σῶμα καί ἄλλος θυμιάζοντας ψέλνει ἐπικήδειες ὑμνωδίες.
Τώρα βρίσκομαι ἐκεῖ μέ τό νοῦ, ἀκροατές μου, καί βλέπω τήν ταφή τοῦ δικαίου νά γίνεται μέσα σέ ἀτμόσφαιρα εἰρήνης, ὅπως ἀναφέρεται στόν Προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 57, 2).
Ὁραματίζομαι τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι λαμπεροί καί πού μέσα σ’  αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά.
Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης.
Ἀσπάζομαι τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπό ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή. Ἀκόμα ἄν ἔβρισκα δέν θά ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.
Μακαριστέ τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί μαργαριτάρια σῶμα.
Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία. Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα.
Τέτοια λοιπόν ὅπως περιγράψαμε, εἰρηνική ἦταν ἡ ταφή τοῦ δικαίου, πρόξενος καί ἀγαλλίασης καί σωτηρίας, σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
θ΄ -. Ἄραγε ὁ παράφρονας Ἡρώδης κατάφερε νά ξεφύγει τήν τιμωρία γιά τό ἀνουσιούργημά του στήν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά ὅπως λέει ἡ παράδοση, γι’ αὐτό τό ἀνόμημά του, ἀφοῦ ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του, τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τό θρόνο του καί τόν κατέσφαξαν.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Θεός θέλησε νά φοβίσει καί νά νουθετήσει τούς μεταγενέστερους βασιλεῖς ὥστε νά μή διαπράξουν τέτοια ἐγκλήματα. Ἀλλά ξαναγυρίζοντας στό θέμα μας ἄς ἀναφωνήσουμε ὅπως ταιριάζει στήν παρούσα ἡμέρα.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μακαρίζεται γιατί θυσιάζει τό κεφάλι του γιά τήν ἀλήθεια καί ὁ παράνομος Ἡρώδης γελοιοποιεῖται καί ἐξευτελίζεται.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπ’ ὅλους ἐγκωμιάζεται γιά τό σθεναρό ἔλεγχο καί ὁ παράφρονας Ἡρώδης θεωρεῖται ἄτιμος γιά τήν μοιχεία του. Σήμερα ἡ κεφαλή τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου προσφέρεται σφαχτάρι ἱερό πάνω στήν πιατέλα καί ἡ μοιχαλίδα Ἡρωδιάδα, παρά τή θέλησή της, δέχεται τήν αἰώνια καταδίκη.
Σήμερα τό αἷμα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου χύνεται γιά τήν τήρηση τοῦ θείου νόμου καί αὐτός πού ἐναντιώθηκε στόν Πρόδρομο μέ τήν παρανομία δικαιολογημένα διαπομπεύεται.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του πρός τόν Ἡρώδη ἀποκεφαλίζεται, γιά τήν τήρηση τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι μαθαίνουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά μή χωρίζουν τίς νόμιμες συζύγους τους καί ἀποδοκιμάζουν αὐτόν πού χώρισε τή γυναίκα του.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει πάνω στή γῆ πνευματικό ὁρόσημο καί προτρέπει ὅλους τούς ἄνδρες νά ἀρκοῦνται στή νόμιμη γυναῖκα τους καί νά μήν προχωροῦν παραπέρα.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατεβαίνει στόν Ἅδη καί οἱ νεκροί μαθαίνουν τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ οὐρανοί εὐφράνθηκαν μέ τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, πού θυσιάστηκε γιά τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ γιορτάζουνε μέ εὐχαριστήριους ὕμνους.
Καί ἔχω τή γνώμη ὅτι καί ἐμᾶς τώρα παρακολουθεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί μᾶς ἀμείβει ὡς ὑμνητές του μέ θεία χαρίσματα. Ἀνάμεσα στό χορό τῶν προφητῶν, σάν πρωινό ἀστέρι μεσουρανεῖ καί φωτίζει τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί πρίν ἀπ’ αὐτούς καί περισσότερο ἀπ’ αὐτούς λάμπει σάν ἥλιος μέσα στούς ἥλιους. Μέσα στούς μάρτυρες ξεχωρίζει μέ τά θαύματά του, σάν ὁλοστόλιστος μ’ ἀστέρια οὐρανός. Ἀνάμεσα στούς δικαίους στέκει περίτρανα γιά τά πολλά παθήματα πού ὑπέφερε, γιά χάρη τῆς δικαιοσύνης καί ὑψώνεται πιό ψηλά ἀπό τούς κέδρους τοῦ Λιβάνου, αὐτός πού σκόρπισε σήμερα χαρά στήν οἰκουμένη.
Γιατί, ἄν θά χαροῦν πολλοί κατά τή γέννησή του, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Λουκ. 2,10), πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη καί ἡ εὐφροσύνη τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους, τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, δηλαδή οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐρημίτες καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ λαϊκοί, γιατί ὅλοι ἔχουν μέρος στή χαρά πού δίνει ἡ μνήμη του. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς πού ἐγκαταβιώνουμε σ’ αὐτό τό ἱερό μοναστήρι, ἄς ἔχουμε ἀκόμα περισσότερο τίς πρεσβεῖες του, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.
Σ’ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2019

Πώς θα ξέρουμε ότι ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ή όχι;


Αν είστε θλιμμένοι για οποιονδήποτε λόγο, αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε δοθεί στον Θεό, έστω κι αν εξωτερικά έτσι μπορεί να φαίνεται. Όποιος ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού δεν έχει σκοτούρες. Όταν χρειάζεται κάτι, απλά προσεύχεται γι’ αυτό. Αν δεν του δίδεται αυτό που ζητά , επιχαίρει σαν να του δόθηκε. Μια ψυχή που έχει δοθεί στον Θεό δεν φοβάται τίποτα, ούτε καν τους ληστές, την αρρώστια ή τον θάνατο. Μια τέτοια ψυχή, μπροστά σε ό,τι κι αν συμβεί ,αναφωνεί: «Ήταν θέλημα Θεού».
Εδώ στη γη μας έχει δοθεί η ευκαιρία να κατανικήσουμε κάθε κακό με ειρήνη και ησυχία. Μπορούμε να έχουμε ειρήνη όταν ζούμε σε περιβάλλον ήσυχο και ειρηνικό, αλλά αυτού του είδους η ειρήνη δεν είναι σταθερή και μόνιμη∙ είναι η ειρήνη που κερδίζεται σε συνθήκες χαοτικές. Όταν μετακινείσαι από ήσυχα περιβάλλοντα σε χαοτικά, η διάθεσή σου αλλάζει ακαριαία και γίνεσαι ευερέθιστος – εντελώς αναπάντεχα σου επιτίθενται πονηροί λογισμοί και ο νους σου βουτάει στην κόλαση. Αυτό είναι το τέλος της ειρήνης μας. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Κύριος μας κατευθύνει μέσα από βάσανα και οδύνες: για να μπορούμε δι’ αυτών να αποκτήσουμε πραγματική ειρήνη. Άνευ Εκείνου δεν θα είχαμε τη δύναμη να ξεπεράσουμε αυτά τα πράγματα.

Από το βιβλίο: «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας», Βίος και διδαχές του γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα, σελ. 210, Εκδόσεις: «Εν πλω».

Τις ημέρες λοιπόν εκείνες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καθήσαν οι απόστολοι να φάνε όπως γίνεται για παρηγοριά κατά τη συνήθεια και τη στιγμή που κόβοντας τον άρτο επήγασι να προφέρουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, να είσαι πάντοτε βοηθός μας» ολάξαφνα τους φανερώθηκε αποπάνω τους η Παναγία λαμπροφορώντας ωσάν ήλιος και τους είπε· «Χαίρετε σεις, οπού μαζί σας είμαι όλες τις ημέρες»· κι όπως την είδαν έτσι ολοζώντανη βοώντας ακούστηκαν οι απόστολοι· «Παναγία Θεοτόκε, να είσαι πάντοτε βοηθός μας»· και την ώρα εκείνη αντιλήφτηκαν πως η Παναγία βρίσκεται στους ουρανούς μαζί με το Γυιο της ζωντανή και ολόσωμη.

Συναξάρι-μεταγραφή Ν.Καρούζος

Κυριακή, Αυγούστου 18, 2019

Αυγή μυστικής Ημέρας


Τά λόγια μιᾶς βαθύτατης καί πολύ ὄμορφης προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνεται στήν Παναγία ἔρχονται τώρα στό νοῦ μας, «Χαῖρε αὐγή μυστικῆς ἡμέρας!» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τό φῶς ποὺ ξεχύνεται ἀπό τήν Κοίμηση προέρχεται ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτή τήν ἄδυτη, μυστική Ἡμέρα. Παρατηρώντας αὐτόν τό θάνατο, καί στεκόμενοι δίπλα σ’ αὐτό τό νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ θάνατος δέν ἰσχύει πλέον, ὅτι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου ἑνός ἀνθρώπου ἔχει γίνει τώρα μιὰ πράξη ζωῆς, μιὰ εἴσοδος σέ μιὰ εὐρύτερη ζωή, ὅπου βασιλεύει ἡ ζωή. Αὐτή ποὺ δόθηκε ἐντελῶς στὸ Χριστό, ποὺ Τόν ἀγάπησε ἕως τέλους· συναντιέται μ’ Αὐτόν σ’ ἐκεῖνες τίς φωτεινές πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐκεῖ ὁ θάνατος μεταστρέφεται ἀμέσως σέ χαρμόσυνη συνάντηση – ἡ ζωή θριαμβεύει, ἡ χαρά καί ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦν πάνω στά πάντα.

Γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε κι ἐμπνεύστηκε ἀπό τό θάνατο Αὐτῆς ποὺ ὑπῆρξε μητέρα τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἔδωσε ζωή στό Σωτήρα καί Κύριό μας· ποὺ Τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικά μέχρι τέλους καί στάθηκε δίπλα Του στό Σταυρό. Καί παρατηρώντας ἡ Ἐκκλησία τό θάνατό της, ἀνακάλυψε καί βίωσε τό θάνατο, ὄχι ὡς φόβο, τρόμο, τέλος, ἀλλ’ ὡς ἀστραποβόλα καί αὐθεντική Ἀναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοῖς ἄσμασιν, ἀνυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διὰ γάρ τῆς ἀθανάτου Κοιμήσεώς σου ἡγιασας τά σύμπαντα…». Ἐδῶ, σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς ἑορτῆς, βρίσκουμε ἀμέσως νά ἐκφράζεται ἡ βαθιά οὐσία τῆς χαρᾶς της: «Νέκρωσις ἄφθορος», ἀθάνατη κοίμηση. Ποιό εἶναι ὅμως τό νόημα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικῆς καί φανερά παράλογης συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν λέξεων;

Στήν Κοίμηση μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο τό χαρμόσυνο μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θανάτου καί γίνεται χαρά μας, ἐπειδή ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἕνας ἀπό μᾶς. Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὁ τρόμος καί ἡ θλίψη τοῦ χωρισμοῦ, ἡ κάθοδος στήν τρομερή μοναξιά καί τό σκοτάδι, τότε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά δὲν εἶναι παρόν στό θάνατο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀφοῦ ὁ θάνατός της, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ ζωή της, εἶναι μιὰ συνάντηση, ἀγάπη, συνεχής κίνηση πρός τό αἰώνιο, ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνιότητος καί μιά εἴσοδος σ’ αὐτό. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰωάν. 4,18). Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει φόβος στήν ἄφθορη κοίμηση τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος ἔχει καταληφθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον, ἔχει ἐλευθερωθει ἀπ’ ὅ,τι τόν γεμίζει μὲ τρόμο καί ἀπελπισία. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ὁ θάνατος γίνεται «αὐγή μυστικῆς ἡμέρας». Ἔτσι στὴ γιορτή δέν ὑπάρχει οὔτε λύπη, οὔτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, οὔτε στεναχώρια, ἀλλὰ μόνο φῶς καί ζωή. Προσεγγίζοντας τὴν πόρτα τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου μας, εἶναι σάν νά τή βρίσκουμε ὀρθάνοικτη, μέ τό φῶς νά ξεχύνεται ἀπὸ τή νίκη ποὺ πλησιάζει ἀπό τήν ἐρχόμενη ἐπικράτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Στή λάμψη αὐτοῦ τοῦ ἀσύγκριτου φωτός τῆς ἑορτῆς, στίς αὐγουστιάτικες αὐτές μέρες, ὅταν ὁ φυσικός κόσμος φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς ὀμορφιᾶς του καί γίνεται ὕμνος δοξολογίας καί ἐλπίδας καί σύμβολο ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀκούγονται τά λόγια τῆς Κοιμήσεως, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον…». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητακαι ἀθανασία. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ρήξη ἀλλά ἕνωση. Δέν εἶναι λύπη, ἀλλά χαρά. Δέν εἶναι ἥττα, ἀλλά νίκη. 

Αὐτά εἶναι ὅσα ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Παρθένου, καθώς τά προεικονίζουμε, τά προγευόμαστε καί τά ἀπολαμβάνουμε ἀπό τώρα, στήν αὐγή τῆς μυστικῆς καί αἰώνιας Ἡμέρας.


+π. Alexander Schmemann

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2019

Κυριακή Θ' Ματθαίου: Η ολιγοπιστία του Πέτρου


άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ο Θεός μας είναι ο Νικητής. Όλες οι καλές νίκες, μόνιμες ή πρόσκαιρες, από την αρχή του χρόνου ως το τέλος της ιστορίας, ανήκουν σ’ Εκείνον. Είναι νικητής όταν αποκαθιστά την τάξη, μέσα στην αταξία που προκαλούν αμαρτωλοί άνθρωποι. Όταν οι χειρότεροι των ανθρώπων ανέρχονται στην πρώτη θέση και οι καλλίτεροι πέφτουν στην τελευταία, Εκείνος αναποδογυρίζει την αταξία και βάζει τον τελευταίο πρώτο και τον πρώτο τελευταίο. Νικά την κακία και τα τεχνάσματα των πονηρών πνευμάτων που μαίνονται εναντίον των ανθρώπων και τα διαλύει, όπως σκορπίζει ο ισχυρός άνεμος μια άσχημη δυσοσμία. Είναι νικητής σε κάθε έλλειψη: όπου υπάρχει λίγο, το αυξάνει· όπου δεν υπάρχει τίποτα, δίνει με αφθονία. Είναι νικητής στην αρρώστια και στα βάσανα. Λέει ένα μόνο λόγο κι η αρρώστια μαζί με τα βάσανα εξαφανίζονται. Οι τυφλοί βλέπουν, οι κουφοί ακούνε, οι άλαλοι μιλάνε, οι παράλυτοι σηκώνονται και περπατάνε, οι λεπροί καθαρίζονται. Είναι νικητής του θανάτου: διατάζει κι ο θάνατος ελευθερώνει το θύμα από τα σαγόνια του. Βασιλεύει στο βασίλειο των ουρανίων δυνάμεων – των αγγέλων και των αγίων – που δεν έχει τέλος. Ένα βα­σίλειο που αν συγκριθούν μαζί του τα βασίλεια αυτού του κόσμου είναι τόσο σκοτεινά και περιορισμένα, όσο ένας τάφος. Διατάζει τα στοιχεία και τα όντα αυτού του κόσμου και τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις εντολές Του, χωρίς τον κίνδυνο να διαλυθεί και ν’ αποσυντεθεί.
Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη. Η μια νίκη ακο­λουθεί την άλλη. Η ιστορία αυτού του κόσμου είναι μια σειρά από νίκες του Θεού, είναι η αποκάλυψη της ακαταμάχητης θεϊκής δύναμης. Ο Θεός είναι ταπεινός σαν αρνί. Μπροστά Του όμως τρέμουν ο ουρανός και η γη. Όταν ο ίδιος το επιτρέπει να ταπεινώνεται, τότε αποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικά και εμφατικά η μεγαλοσύνη Του. Όταν επιτρέπει να τον φτύνουν, τότε φανερώνει τη χυδαιότητα και την ιταμότητα των άλλων. Όταν παραδίδεται στη σφαγή, τότε η ζωή Του ακτινοβολεί.
Ο Θεός φανέρωσε το φως Του με το φως του ήλι­ου. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια αμυδρή σκιά του Εαυτού Του. Φανέρωσε τη δύναμή Του μέσα από τ’ αμέτρητα πύρινα σώματα στο σύμπαν, τη σοφία Του με την ευταξία της δημιουργίας και τη δημιουργία των όντων από τη μια άκρη του σύμπαντος ως την άλλη, το κάλλος Του από το κάλλος της φύσης, το έλεός Του από την επιμελή συντήρηση όλων όσα έφτιαξε, τη ζωή Του με τη ζωή όλων των όντων. Όλ’ αυτά δεν είναι παρά μια χλωμή κι εφήμερη εικόνα που παραπέμπει σ’ Εκείνον. Είναι απλά λέξεις πύρινες, χαραγμένες με πυκνό καπνό.
Όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του Θεού αποκαλύφτηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα που άντεχε ο άνθρωπος. Κι αποκαλύφτηκαν μέσα από έναν άνθρωπο. Όχι με τον οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι με το συνηθισμένο, τον πλασμένο άνθρωπο, αλλά με τον άκτιστο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Όλα έγιναν μ’ Εκείνον. Μαζί Του έλαμψε στη σάρκα το φως και η δύναμη, η σοφία και το κάλλος, η ευσπλαχνία και η ζωή.
Τί σημαίνει ζωή, αν όχι νίκη στο σκοτάδι; Τί σημαί­νει δύναμη, αν όχι νίκη στην αδυναμία; Τί άλλο είναι η σοφία, παρά νίκη στην αφροσύνη και την παράνοια; Τί είναι το κάλλος, αν όχι νίκη στην ασχήμια και την κτηνωδία; Δεν είναι νίκη κατά της κακίας, της πονηριάς και του φθόνου το έλεος; Ζωή δεν είναι η θεία νίκη κατά του θανάτου;
Τί νομίζετε εσείς που ακολουθείτε το Χριστό, πού βαφτιστήκατε στο όνομά Του; Δε φανέρωσε ο Χρι­στός όλες τις νίκες αυτές, που κανένας άλλος στον κόσμο δεν είχε κατορθώσει να κάνει; Δεν αισθάνεστε καθημερινά πως ακολουθείτε το μέγιστο Νικητή από τη δημιουργία του χρόνου και του κόσμου; Δε νιώ­θετε πως είστε βαφτισμένοι στο όνομα Εκείνου που γνωρίζει και μπορεί να κάνει τα πάντα, που στολίζει με το κάλλος Του όλα τα πλάσματα, που τα θωπεύει με το έλεός Του και τα ζωογονεί με τη ζωή Του; Αν δεν τα νιώθετε και δεν τα ζείτε όλ’ αυτά, τότε το ότι τον ακολουθείτε και καλείστε με τ’ όνομά Του, πολύ λίγο θα σας βοηθήσει. Μόνο με τον Κύριο Ιησού θα μπορέσετε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ή τον ελά­χιστο δισταγμό, να πιστέψετε στη νικηφόρα δύναμη του Θεού πάνω σε κάθε πλάσμα, σε κάθε στοιχείο της φύσης και σε κάθε κακία του κόσμου. Μόνο ο Κύριος Ιησούς μπορεί να σου δώσει το θάρρος να ζήσεις, το θάρρος ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατο. Μόνο Εκείνος μπορεί να σου δώσει ελπίδα σε μια ζωή καλλίτερη από την πρόσκαιρη, που υπόκειται στη φθορά. Μόνο Εκείνος μπορεί να εμπνεύσει μέσα σου την αγάπη για κάθε καλό. Γιατί Εκείνος είναι η σαρκωμένη νίκη κατά του κόσμου. «Θαρσείτε· εγώ νενίκηκα τον κό­σμον» (Ιωάν. ιστ 33), είπε ο Χριστός στους μαθητές Του και μέσω των μαθητών Του σ’ όλους εμάς. Δεν πρέπει νά φοβόμαστε. Ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός νίκησε τον κόσμο. Το ευαγγέλιο είναι το βιβλίο που περιέχει τη νίκη Του, η μαρτυρία της παντοδυναμίας Του. Η ιστορία της Εκκλησίας ως τις μέρες μας κι ως τη συντέλεια του κόσμου, είναι ένα ακόμα βιβλίο με λεπτομέρειες από τις νίκες Του. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, θα στερηθεί τους καρπούς των νικών Του. Ας προσεγγίσουμε την ερμηνεία του σημερινού ευαγγελίου λοιπόν χωρίς αμφιβολία, χωρίς σκιές, γιατί περιγράφει μια καταπληκτική νίκη του Χριστού κατά της φύσης.
***
«Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, εως ου απολύση τους όχλους» (Ματθ. ιδ’ 22). Αυτό έγινε αμέσως μετά το μεγάλο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, τότε που ο Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες άντρες, χώρια από τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δυο ψάρια, και περίσσεψαν ακόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί. Ο Κύριος προγνώρισε τότε και προετοίμασε ένα άλλο μεγάλο θαύμα, που ούτε καν το φαντάζονταν οι μαθητές Του. Το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας ήταν να βάλει τους μαθητές Του να πάρουν ένα πλοίο και να περάσουν στην αντίπερα όχθη. Το δεύτερο στάδιο ήταν ν’ απολύσει τους όχλους και το τρίτο, ήταν ν’ ανεβεί ψη­λότερα στο βουνό για να προσευχηθεί κατά μόνας.
«Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’ 23). Η μόνωσή Του επαναλαμβάνεται με τις λέξεις «μόνος» και «κατ’ ιδίαν», για να δώσει έμφαση στο ότι ο Κύριος επιδίωκε την ερημιά, όπου και παρέμεινε αφού πρώτα έδιωξε τους όχλους. Όρος, μόνωση, σκοτάδι. Σε τέτοιες συνθήκες ο άνθρω­πος νιώθει να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό. Και τότε η προσευχή είναι γλυκύτατη. Όλα όσα έκανε ο Κύριος Ιησούς, ήταν για δική μας διδαχή, για τη σωτηρία μας.Δεν ήρθε στη γη για να μας διδάξει μόνο με τα λόγια Του, αλλά με πράξεις, με γεγονότα και με κάθε έργο και κίνηση που έκανε. Ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό επειδή εκεί είχε περισσότερη ησυχία. Έμεινε μόνος Του, επειδή η μόνωση υποδηλώνει χωρισμό από τον κόσμο αυτόν. Προσευχήθηκε μέσα στη νύχτα, γιατί το σκοτάδι είναι κάτι σαν πέπλο στα μάτια. Και τα μάτια είναι που εμποδίζουν το νου να συγκεντρωθεί, καθώς τρέχουν από το ένα αντικείμενο στο άλλο.
Η προσευχή του Χριστού στο όρος έχει κι ένα άλλο, βαθύτερο νόημα.«Απόλυση» των όχλων, άνοδος στο όρος, μόνωση, σκοτάδι. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Η απόλυση των όχλων σημαίνει ότι άφησε κατά μέρος όλα εκείνα που μας παρουσιάζει ο κόσμος, όλες τις μνήμες που μας δένουν με τον κόσμο και μας ενοχλούν. Έτσι, άδειοι κι ελεύθεροι από τον κόσμο, μπορούμε να σταθούμε στην προσευχή ενώπιον του Θεού.
Τί σημαίνει η άνοδος στο όρος; Την ανύψωση της καρδιάς και του νου στα ύψη του Θεού, στην παρουσία Του, στη συντροφιά Του. Εκείνος που συμφύρεται με τον κόσμο και τις πολλές του μέριμνες, δεν μπορεί ν’ ανεβεί ταυτόχρονα στα ύψη εκείνα, όπου ο άνθρωπος νιώθει μόνος με το Δημιουργό Του.
Τί σημαίνει η μόνωση; Τη γύμνωση της ψυχής. Όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον κόσμο, νιώθει μια απέραντη και φοβερή μοναξιά. Εκείνοι που η απογοήτευση για τον κόσμο τους φέρνει σ’ αυτήν την τρομερή ερημία, αν δεν κατορθώσουν να φτάσουν στα ύψη, εκεί όπου ο άνθρωπος συναντά το Θεό, τότε αυτοκτονούν.
Τί σημαίνει σκοτάδι; Την ολική απουσία του φω­τός σ’ αυτόν τον κόσμο. Στον προσευχόμενο ερημίτη ο κόσμος αυτός είναι καλυμμένος με πυκνό σκοτάδι, όπου το ουράνιο φως ανατέλλει σταδιακά και φωτίζει ένα νέο κόσμο, αέναα λαμπερό και καλλίτερο.
Αυτά είναι τα τέσσερα στάδια της προσευχής και το βαθύτερο νόημά τους. Στην περίπτωση του Χρι­στού τα τέσσερα αυτά στάδια απεικονίστηκαν με την απόλυση των όχλων, την άνοδο στο όρος, τη μόνωση και το σκοτάδι.
Η προσευχή του Κυρίου Ιησού στην ησυχία της ερήμου είναι διδακτική για μας και για τη συνάφειά της: με ό,τι έγινε πριν απ’ αυτήν και με το ό,τι θα γινόταν στη συνέχεια. Προτού αποσυρθεί για να προ­σευχηθεί, ο Κύριος είχε κάνει το ανήκουστο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Μετά περπάτησε στη μέση της λίμνης, όπως περπατάει κανείς στη στεριά. Μ’ όλο που και τα δύο αυτά θαύματα τα έκανε με τη θεϊκή δύναμη που είχε προαιώνια και που δεν τον εγκατέλειψε ούτε κατά την ένσαρκη διαδρομή Του στη γη, προσευχόταν με το λαό στη συναγωγή, αλλά και μόνος Του στην έρημο. Σε μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μυστική, προσω­πική και ενστικτώδη κίνηση για προσευχή του Κυρίου Ιησού. Με τις προσευχές αυτές ο Μονογενής Υιός του προαιώνιου Θεού σίγουρα συνέχιζε και μαρτυρούσε εδώ στη γη την αδιάρρηκτη ενότητά Του με τον Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα.
Η προσευχή που έκανε ο Χριστός κατά μόνας στο όρος μας παρέχει κι άλλη καθαρή διδαχή. Τα καλά έργα πρέπει να προηγούνται της προσευχής. Και τότε η προσευχή βοηθά τα καλά έργα. Πρέπει πρώτα να δοκιμάζουμε την πίστη μας με καλά έργα κι έπειτα να την ομολογήσουμε με λόγια. Η προσευχή όμως αξίζει μόνο όταν προσευχόμαστε στο Θεό και τον ικετεύουμε να μας βοηθήσει, προκειμένου να κάνουμε ένα καλό έργο.Να κάνουμε προσευχή στο Θεό για να μας βοηθήσει να κάνουμε ένα πονηρό έργο δεν είναι μόνο ανόητο, αλλά στην ουσία είναι βλασφημία. Το να κάνεις το κακό με προσευχή, είναι σα να σπέρνεις καλαμπόκι και να ζητάς από το Θεό να φυτρώσει σιτάρι. Μετά από κάθε καλή πράξη πρέπει να κα­ταφύγουμε στην προσευχή και να ευχαριστήσουμε το Θεό που μας αξίωσε να κάνουμε ένα καλό έργο. Και πριν από το καλό έργο όμως πρέπει να προσευ­χόμαστε και να ζητάμε τη χάρη του Θεού, τη βοήθεια και τη συγκατάθεσή Του, ώστε το καλό έργο που βρίσκεται μπροστά μας να γίνει με θεάρεστο τρόπο, τέλειο. Κοντολογίς, κάθε καλό που έχουμε ή κάνουμε, που ακούμε ή διαβάζουμε – ακόμα και το παραμικρό, χωρίς εξαίρεση – πρέπει ν’ αποδίδεται στο Θεό, όχι σε μας. Του Θεού είναι η δύναμή μας, η ευφυΐα μας, η δικαιοσύνη μας. Μπροστά στον Κύριο εμείς είμαστε τίποτα. Όταν μετά από τόσο μεγάλα θαύματα ο Κύ­ριος Ιησούς δείχνει στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα την ταπείνωση, την πραότητα και την υπακοή Του, ενώ είναι ίσος μαζί Τους στην ουσία και στην αιωνιότητα, τότε πώς εμείς δεν πρέπει να δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα και υπακοή στο Δημιουργό μας, που μας έπλασε «εκ του μηδενός», που χωρίς τη βοήθειά Του όχι μόνο δε θα κάναμε καλά έργα, μα δε θα υπήρχαμε ούτε για μία στιγμή;
«Το δε πλοίο μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζό­μενον υπό των κυμάτων· ην γαρ ενάντιος ο άνεμος· τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης» (Ματθ. ιδ’ 24, 25). Όταν οι μαθητές ξεκίνησαν με το πλοίο το βράδυ, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν άλλαξε η φορά των ανέμων όμως, τα κύματα έγιναν τεράστια, όπως συνήθως γίνεται στη λίμνη αυτή, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται κι οι μαθητές φοβήθηκαν. Ο Κύριος τα προγνώριζε όλ’ αυτά. Άφησε σκόπιμα όμως τους μα­θητές Του να εκτεθούν στον κίνδυνο, ώστε να νιώσουν πόσο αβοήθητοι κι αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον και να στερεωθούν στην πίστη τους, να θυμηθούν μια προηγούμενη καταιγίδα στη θάλασσα, όταν ο Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι εκείνοι τον ξύπνησαν έντρο­μοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. η’ 25). Θα εύχονταν και τώρα να ήταν μαζί τους. Τό ‘κανε αυτό για να νιώσουν και να γνωρίσουν προκαταβολικά την αλήθεια των αγίων Του λόγων, που τους είπε λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5).
Τότε που είχε γίνει η προηγούμενη καταιγίδα οι μαθητές είχαν εκτεθεί σε μικρότερο κίνδυνο, η πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ο Χριστός ήταν μαζί τους στο πλοίο, αν και κοιμόταν. Τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη καταιγίδα, η κατάσταση ήταν χειρότερη κι η πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ο ίδιος έλειπε μακριά τους πάνω στο βουνό, στην έρημο. Πώς να τον φωνάξουν, να τον επικαλεστούν για να τους ακούσει; Πώς μπορούσαν να τον πληροφορήσουν για τη συμφο­ρά τους; Πώς μπορούσαν να του στείλουν ένα μήνυμα, να του πουν, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα»; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος. Οι μαθητές το βλέπουν πια, πως τους απειλεί ναυάγιο. Λες κι ήταν δυνατό να καταστραφεί κάποιος άνθρωπος, όταν τηρεί την εντολή του Θεού! Αλήθεια, τι υπέροχη διδαχή είναι αυτή για τους πιστούς, ώστε να μην απελπίζονται όταν βαδίζουν στο δρόμο όπου τους έταξε ο Θεός· να πιστέψουν πως Εκείνος που τους έστειλε στο δρόμο τους φροντίζει γι’ αυτούς, γνωρίζει τους κινδύνους που θα συναντήσουν. Ο Θεός όμως δε σπεύδει στη βοήθειά Του. Δοκιμάζει την πίστη του δίκαιου ανθρώπου, όπως δοκιμάζεται κι ο χρυσός στο χωνευτήρι.
Όταν οι μαθητές έφτασαν στο έσχατο σημείο της απόγνωσης, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο Χριστός, περπατώντας πάνω στα νερά. Αυτό έγινε «τετάρτη φυλακή της νυκτός». Οι Ιουδαίοι, όπως κι οι κυβερνήτες τους, οι Ρωμαίοι, είχαν χωρίσει τη νύχτα σε τέσσερις φυλακές, που η καθεμιά τους διαρκούσε τρεις ώρες. Ο Κύριος εμφανίστηκε στους μαθητές Του την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή λίγο προτού χαράξει.
«Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν» (Ματθ. ιδ’ 26). Θα πρέπει ή νά ‘χε αρχίσει να ψιλοχαράζει ή να είχε φεγγάρι ή ο Κύριος να έλαμπε με το Θαβώρειο φως Του, δε γνωρίζουμε. Αυτό που είναι γνωστό είναι πως οι μαθητές Του τον είδαν, ήταν ορατός. Όταν τον είδαν στη θάλασσα, ένιωσαν απερίγραπτο φόβο. Κι ο νέος αυτός φόβος ήταν μεγαλύτερος από το φόβο της καταιγίδας και του ναυαγίου που τους απειλούσε. Δεν ήξεραν πως ο Κύριός τους είχε τέτοια δύναμη, τέτοια εξουσία στη φύση. Ως τότε δεν την είχε φανερώσει. Τον είχαν δει μόνο να διατάζει τη θάλασσα και τους άνέμους. Δεν ήξεραν όμως πως μπορούσε να περπατά­ει πάνω στο νερό, όπως περπατάμε σε στέρεο έδαφος. Θα έπρεπε βέβαια να το είχαν συμπεράνει αυτό από τα προηγούμενα θαύματά Του. Εκείνος που μπορεί να διατάζει τη θάλασσα να γαληνεύει και τους ανέμους να ηρεμούν, σίγουρα θα μπορούσε να περπατήσει και πάνω στο νερό. Οι μαθητές όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα σε τέτοια πνευματική ωριμότητα. Η πίστη τους ήταν ακόμα αδύναμη. Κι ο Χριστός έκανε το θαύμα αυτό για να τη δυναμώσει.
Φάντασμά εστι, κραύγασαν οι μαθητές Του και από του φόβου έκραξαν. Σκέφτηκαν πως θα ήταν φάντασμα ή κι ο ίδιος ο σατανάς στη μορφή του Δι­δασκάλου τους. Ήξεραν, είχαν δει το Δάσκαλό τους να παλεύει με το σατανά και τις ορδές του στον κό­σμο. Και τώρα ο σατανάς είχε αρπάξει την ευκαιρία να τους εξολοθρεύσει. Οι φίλοι Του τη στιγμή εκείνη είχαν εκτεθεί στον έσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θα μπορούσε να τους συμβεί; Σίγουρα όλα όσα συμβαίνουν και σήμερα στους λιπόψυχους που βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ βαδίζουν το δρόμο του Θεού.
Έτσι ενεργεί ο Θεός σ’ εκείνους που αγαπά. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Εβρ. ιβ’ 6). Και σαν τελευταίο από τα βάσανα, στέλνει το μεγαλύτερο, όπως λέει ο σοφός ιερός Χρυσόστομος. Ο Χριστός υπόφερε σ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του κι όταν έφτασε στο τέλος, στην ώρα της νίκης, υπόφερε το μεγαλύτερο βάσανο. Σταυρώθηκε κι ενταφιάστηκε στη γη. Το με­γαλύτερο αυτό μαρτύριο όμως σύντομα ξεπεράστηκε και μετά απ’ αυτό χάραξε η καινούργια μέρα, η μέρα της νίκης με την Ανάστασή Του.
Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοί από τους μάρ­τυρες αργότερα για την πίστη τους. Στην αρχή τα μαρτύριά τους ήταν μικρά μα σιγά σιγά γίνονταν με­γαλύτερα, γιγάντωναν, ώσπου μπροστά στον ίδιο το θάνατο, αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα μαρτύρια, τους χειρότερους πειρασμούς. Παραθέτουμε ένα περιστα­τικό από τα χιλιάδες που έγιναν:
Οι ειδωλολάτρες βασάνιζαν την άγια Μαρίνα με φοβερούς και τρομερούς τρόπους, με όλο και σκληρό­τερα βασανιστήρια. Στο τέλος την έδεσαν γυμνή σ’ ένα δέντρο κι άρχισαν να την γδέρνουν. Οι πληγές της ήταν φοβερές. Το αίμα της έτρεχε κι άρχισαν να φαίνονται τα κόκκαλά της. Δεν ήταν αυτό το χειρότερο μαρτύριο; Όχι, έπρεπε να υποστεί κι άλλο, μεγαλύτερο, η αγία του Θεού. Το βράδυ την έρριξαν έτσι, πληγωμένη όπως ήταν, στη φυλακή. Στο σκοτάδι της νύχτας μέσα στη φυλακή την επισκέφτηκε ένα φοβερό φάντασμα: ένα πονηρό πνεύμα με τη μορφή ενός τεράστιου φιδιού. Στην αρχή το φίδι άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από την αγία, μετά κουλουριάστηκε γύρω της και άρπαξε το κεφάλι της μέσα στα φοβερά σαγόνια του. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ τους πιστούς δούλους Του να υποστούν πειρασμούς μεγαλύτερους απ’ όσο μπορούν ν’ αντέξουν. Αμέσως μετά απ’ αυτό η Μαρίνα φώναξε δυνατά στο Θεό μ’ όλη της την καρδιά κι έκανε το σημείο του σταυρού μέσα της. Και τότε το φίδι εξαφανίστηκε και μπροστά της άνοιξε ο ουρανός. Η Μαρίνα είδε μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως το σταυρό, που στην κορυφή του έστεκε ένα λευκό περιστέρι, κι άκουσε τα λόγια: «Χαίρε, Μαρίνα, λογικό περιστέρι του Χριστού, γιατί νίκησες τον παγκάκιστο εχθρό».
Κάτι παρόμοιο έγινε με τους μαθητές του Χριστού. Μετά το μεγάλο φόβο της θαλάσσιας καταιγίδας, αντιμετώπισαν ένα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πως είδαν ένα φάντασμα. Βέβαια δεν ήταν φάντασμα, αλλά μια σωτήρια και υπέροχη πραγμα­τικότητα. Δεν ήταν όνειρο, αλλά ένα όραμα. Δεν ήταν κάποιος άλλος με τη μορφή του Χριστού, αλλά ο ίδιος ο Χριστός.
«Ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων· θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε» (Ματθ. ιδ’ 27). Ο Κύριος ποτέ δεν αφήνει για πολύ μόνους τους δικούς Του στους μεγάλους πειρασμούς. Ήξερε πως τους διέτρεχε φόβος, πως ήταν έντρομοι, επειδή νόμιζαν πως έβλεπαν φάντασμα. Έτσι έσπευσε να τους λυτρώσει από το φόβο. Ευθέως τους είπε: θαρσείτε! Τους έδωσε αμέσως θάρρος, κατά κάποιο τρόπο τους ξανά ‘δωσε την ανάσα της ζωής, που τους είχε κόψει ο φόβος. Θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε. Τι υπέροχη φωνή! Τι ζωηφόρα λόγια! Στη φωνή αυτή οι δαίμονες φεύ­γουν, οι αρρώστιες υποχωρούν, οι νεκροί εγείρονται. Από τη φωνή αυτή απόκτησαν ύπαρξη ο ουρανός και η γη, ο ήλιος και τα άστρα, άγγελοι και άνθρωποι. Η φωνή αυτή είναι πηγή κάθε αγαθού, ζωής, υγείας, σοφίας κι ευφροσύνης.
Θαρσείτε, εγώ ειμι! Δεν μπορεί ο καθένας ν’ ακούσει τη φωνή αυτή. Την ακούνε μόνο οι όσιοι κι οι δίκαιοι, που υπομένουν για το Χριστό. Δεν ακούει τη φωνή του Χριστού όποιος γενικά υποφέρει. Πώς να τον ακούσουν όλοι εκείνοι που υποφέρουν για τις αμαρτίες και τις αδικίες τους; Θα τον ακούσουν εκείνοι μόνο που υποφέρουν για την πίστη τους σ’ Αυτόν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).
Τώρα μέσα στη θάλασσα οι μαθητές υπόφεραν για την πίστη τους στο Χριστό. Ή μάλλον θα λέγαμε πως υπόφεραν για να επιβεβαιωθεί περισσότερο η πίστη τους στο Χριστό.
«Αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα» (Ματθ. ιδ’ 28). Τα λόγια αυτά του Πέτρου εκφράζουν τόσο χαράόσο και αμφιβολία. Κύριε, αναφωνεί η χαρούμενη καρδιά του· ει συ ει, λέει τώρα η αμφιβολία. Αργότερα που ο Πέτρος είχε στερεωθεί πια στην πίστη του, δε θα μιλούσε έτσι. Όταν ο αναστημένος Κύριος εμφα­νίστηκε στην ακτή της ίδιας λίμνης της Γεννησαρέτ κι ο Πέτρος άκουσε τη φωνή του Ιωάννη να λέει πως ο Κύριός εστι, ο Πέτρος τον επενδύτην διεζώσατο… και έβαλεν εαυτόν εις την θάλασσαν (Ιωάν. κα’ 7). Τότε δεν αμφέβαλε καθόλου πως ήταν ο Κύριος, ούτε και φοβήθηκε να πέσει στη θάλασσα. Τώρα όμως ήταν ακόμα πνευματικά δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αυτό και είπε: Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα.
«Ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν» (Ματθ. ιδ’ 29). Όση ώρα η πίστη του ήταν μέσα του, σταθερή, ο Πέτρος περπατούσε πάνω στο νερό. Από τη στιγμή όμως που γλίστρησε μέσα του η αμφιβολία, ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, γιατί η αμφιβολία προκαλεί το φόβο.
Το ότι ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περ­πάτησε πάνω στα κύματα προς τον Κύριο Ιησού, έχει ένα βαθύτερο νόημα. Σημαίνει την προφύλαξη της ψυχής από τις σωματικές φροντίδες και τη φιλαυτία στο ξεκίνημά της για το δύσκολο δρόμο της πνευματικής ζωής, το δρόμο που οδηγεί στο Σωτήρα. Τέτοιες στιγμές προκύπτουν στους συνηθισμένους πιστούς, εκείνους που είναι λιπόψυχοι και που η χαρά τους για το Χριστό ανακατεύεται με την αμφιβολία. Συχνά θέλουν να νικήσουν τη σάρκα και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό, το βασιλιά του πνευματικού κόσμου. Σύ­ντομα όμως νιώθουν να πέφτουν, να ξαναγυρίζουν στις σαρκικές μέριμνές τους, να ξαναγίνονται σαν το πλοίο που κλυδωνίζεται από τα κύματα. Μόνο εκείνοι που έχουν υψηλό πνευματικό ανάστημα, οι μέγιστοι ήρωες των ανθρώπων, κατόρθωσαν με μεγάλη άσκηση να σταθεροποιηθούν στην πίστη και να πέσουν από το σωματικό πλοίο στην πνευματική θάλασσα, για να συναντήσουν το βασιλιά Χριστό. Εκείνοι μόνο έχουν ζήσει τόσο το φόβο της εγκατάλειψης του πλοίου όσο και του τρόμου μπροστά στην καταιγίδα και τους σφοδρούς ανέμους. Οι ίδιοι όμως ένιωσαν και την ανέκφραστη χαρά της συνάντησής τους με το Χριστό. Το χωρισμό της ψυχής από το πλοίο του σώματος είχε ζήσει κι ο απόστολος Παύλος στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, καθώς και πολλοί άλλοι άγιοι μετά απ’ αυτόν. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά κι η αγαλλίαση στο τέλος αυτού του επικίνδυνου ταξιδιού, φαίνεται από τη χαρούμενη κραυγή: «υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 5).
Ας δούμε τώρα τι έγινε με τον Πέτρο, που ήταν ακόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων· Κύριε, σώσον με» (Ματθ. ιδ’ 30). Γιατί φοβή­θηκε τον άνεμο και όχι τη θάλασσα; Ο Πέτρος έκανε τα πρώτα του βήματα σαν μικρό παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος όμως γελάει και το μωρό πέφτει στο έδαφος. Το ίδιο γίνεται και με τον πνευματικό μας ενθουσιασμό: Το παραμικρό να γίνει, μας αναστατώνει και μας γυρίζει πίσω.
«Ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε· εις τί εδίστα­σας;» (Ματθ. ιδ’ 22). Δεν πνιγόμαστε πολλές φορές στους κινδύνους της θάλασσας του βίου, ωσότου μας αρπάξει κάποιο αόρατο χέρι και μας λυτρώσει από τον κίνδυνο; Ποιός από μας δεν έχει να παρουσιάσει αρκετά τέτοια παραδείγματα; Όλοι μας το γνωρίζουμε εμπειρικά αυτό. Μιλάμε κάθε τόσο γι’ αυτά τα πράγ­ματα κι ομολογούμε την παρουσία του αόρατου χεριού που μας γλιτώνει από τον κίνδυνο. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και λίγοι ανάμεσά μας, ακόμα και η ίδια η συνείδησή μας, που ακούνε την επιτιμητική φωνή από τ’ αόρατα χείλη: ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;
Γιατί αμφιβάλλετε, φίλοι μου, πως το χέρι του Θεού είναι κοντά; Γιατί δεν δοξολογείτε το Θεό ακόμα και τη στιγμή που αντιμετωπίζετε το μεγαλύτερο κίνδυνο; Ο Αβραάμ δεν ήταν απαλλαγμένος από την αμφιβολία όταν οδηγούσε το μονογενή του υιό στη θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) και μετά τον έσωσε ο Θεός; Ο Ιωνάς δε δοξολογούσε το Θεό από την κοιλιά του κήτους και σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7); Γιατί οι Τρεις Παίδες δεν ολιγοπίστησαν μέσα στην «κάμινο του πυρός» και τελικά τους έσωσε η πίστη τους (βλ. Δαν. γ’ 19-26); Το ίδιο δεν έκανε κι ο προφήτης Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων (στ 16-23), αλλά κι ο μακάριος Ιώβ που ήταν πληγωμένος και γεμάτος σπυριά (Ιώβ β’ 7-10); Αλλά και χιλιάδες άλλοι που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες δοκιμασίες για την πίστη τους στο Χρι­στό, πώς γλίτωσαν από την αμφιβολία; Εμείς γιατί αμφιβάλλουμε; Ο Θεός μας σώζει αμέτρητες φορές με το αόρατο χέρι Του, εκεί που δεν το περιμένουμε καθόλου, και μ’ όλο που αμφιβάλλουμε πολλές φορές για τη βοήθειά Του.
Πρέπει λοιπόν να έχουμε στο νου μας όλες τις ευεργεσίες του Θεού και να μετανοούμε για την ολιγοπιστία και τη λιποψυχία μας. Πρέπει να γίνουμε ώριμοι στην πίστη μας. Έτσι, όσο μεγάλο κίνδυνο κι αν αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, πρέπει να δοξολο­γούμε το Θεό και να επικαλούμαστε το όνομά Του. Και τότε ο Θεός θα μας βοηθήσει, θα μας σώσει. Ας δοξολογούμε το Θεό όταν βρισκόμαστε στον κίνδυνο, όχι όταν αυτός περάσει.
Αλλά κι όταν φανούμε λιπόψυχοι κι ολιγόπιστοι, ας μη μας καταλάβει η απόγνωση. Ο Πέτρος λιποψύχισε, ο Κύριος όμως ενίσχυσε την πίστη του. Πολλοί από τους αγιότερους ανάμεσα στους αγίους, αρχικά είχαν λιποψυχίσει, αργότερα όμως έγιναν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό. Προσέξτε τι λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ: «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεώς σου, ότι ερρύσω την ψυχή μου εκ θανάτου και τους πόδας μου εξ ολισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).
Έτσι μιλάει εκείνος που πιστεύει αληθινά, που έχει γνωρίσει εμπειρικά ότι ο Θεός έχει μετρήσει κάθε τρίχα του κεφαλιού μας, πως ούτε ένα σπουργίτι (πολύ περισσότερο άνθρωπος) δεν μπορεί να πέσει στη γη χωρίς τη θέληση του Θεού.
«Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Με το που ανέβηκε ο Ιησούς στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Δε σταμάτησε από μόνος του να φυσά, αλλά μετά από εντολή του Κυρίου Ιησού. Αν και δεν αναφέρεται εδώ, όπως στη προη­γούμενη περίπτωση, όταν ο Χριστός είχε επιτιμήσει τον άνεμο και τη θάλασσα, φαίνεται καθαρά πως το έκανε και τώρα. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σκέφτεται σίγουρα πως ο άνεμος έπαυσε, υπακούοντας σε εσω­τερική και ανέκφραστη εντολή του Χριστού. Χάρη στη δική Του δύναμη κι επιθυμία κόπασε ο άνεμος.
Υπάρχει κι ένα βαθύτερο και καθαρό νόημα στο γεγονός ότι ο Χριστός μπήκε στο πλοίο και ηρέμησε τον άνεμο και τη θάλασσα. Όταν ο Κύριος μπαίνει στο πλοίο του σώματός μας, είτε με τη θεία κοινωνία είτε με την προσευχή είτε με οποιονδήποτε άλλον ευλογημένο τρόπο, οι άνεμοι των παθών ηρεμούν μέσα μας και το πλοίο ταξιδεύει με ασφάλεια στην ακτή.
«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει» (Ματθ. ιδ’ 33). Όταν ο Κύριος ηρέμησε την καταιγίδα της θάλασσας και σταμάτησε τους ανέμους στην πρώτη περίπτωση, οι μαθητές ρώτησαν, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνη­θισμένοι και λιπόψυχοι άνθρωποι: «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;» (Ματθ. η’ 27). Από τότε όμως είχαν δει τόσα σημεία και θαύματα από το Διδάσκαλό τους, είχαν ακούσει τόσες διδαχές. Η πίστη τους είχε πια ενισχυθεί, είχε εδραιωθεί. Έτσι τώρα, που έβλεπαν το μεγάλο αυτό θαύμα, δε ρώτησαν πια, ποταπός εστιν ούτος. Εκείνο που έκαναν τώρα, ήταν να γο­νατίσουν μπροστά Του και να ομολογήσουν: αληθώς Θεού υιός ει!
Ήταν η πρώτη φορά που ομολόγησαν όλοι μαζί οι μαθητές πως ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Ανάμεσά τους ήταν βέβαια κι ο Ιούδας, που τον ομολόγησε κι αυτός. Αργότερα όμως η φιλαργυρία τον έκανε ν’ αρνηθεί κυριολεκτικά τον Κύριο και Διδάσκαλό Του. Είναι αλήθεια πως τον αρνήθηκε κι ο Πέτρος και μάλιστα τρεις φορές. Η άρνηση του Πέτρου όμως δεν ήταν προμελετημένη. Έγινε ξαφνικά από φόβο κι αμέσως μετά μετανόησε πικρά κι έκλαψε για την άρνησή του.
Το βαθύτερο νόημα που έχουν τα λόγια οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ και τον ομολόγησαν Υιό του Θεού, είναι πολύ διδακτικό σε κάθε χριστιανό. Αφού ο Θεός ενανθρώπησε κι ήρθε να ζήσει μαζί μας, πρέπει κι εμείς με όλη την ύπαρξή μας να τον προσκυνήσουμε και να ομολογήσουμε το όνομά Του. Με όλη την ύπαρξή μας εννοούμε με το νου και τη σκέψη μας, με την καρδιά και τα αισθήματά μας, με την ψυχή και όλες τις επιθυμίες μας. Έτσι το σώμα μας ολόκληρο θα γεμίσει φως, σκότος δε θα υπάρχει μέσα του.
Αλίμονό μας αν δεχόμαστε το Χριστό μέσα μας κι έπειτα τον εξορίζουμε με την αμαρτία μας ή τον αρνιόμαστε, όπως ο Ιούδας. Η δεύτερη κατάσταση θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Όταν ο Χριστός απέλυσε τον Ιούδα, «εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς» (Ιωάν. ιγ’ 27). Ας μην ξεχνάμε ούτε στιγμή πως δεν μπορούμε να παίζουμε με το Θεό, γιατί αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29).
«Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ» (Ματθ. ιδ’ 34). Έφτασαν κοντά στην Καπερνα­ούμ, που ήταν ο προορισμός τους (βλ. Ιωάν. στ’ 17). Όποιος έχει πάει στη Γαλιλαία, μπορεί να καταλάβει πόσο μακριά οδήγησε η καταιγίδα τους αποστόλους. Η Βηθσαϊδά κι η Καπερναούμ βρίσκονται στις βόρειες ακτές της λίμνης. Όταν οι μαθητές μπήκαν στο πλοίο κάτω από τη Βηθσαϊδά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν, ήταν να πλεύσουν κατά μήκος της ακτής. Ο ευαγγελιστής όμως γράφει πως η καταιγίδα τους παρέσυρε μέσον της θαλάσσης. 
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/66/Ancient_Galilee.jpg/300px-Ancient_Galilee.jpg
Εκεί, στη μέση της λίμνης θεάθηκε ο Ιησούς να περπατάει πάνω στα κύματα. Όταν κόπασε η καταιγίδα, το πλοίο έπρεπε να ταξιδέψει πάλι πίσω, στην ακτή της Καπερναούμ.
Σύμφωνα με το Ματθαίο και το Λουκά, φαίνεται πως αυτή τη φορά το πλοίο ακολούθησε το συνηθι­σμένο δρόμο, με τη βοήθεια του ανέμου και τα κου­πιά. Από τη διήγηση του Ιωάννη όμως μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Κύριος Ιησούς έφερε το πλοίο στην ακτή, με την ακατανίκητη δύναμή Του. Γράφει ο Ιωάννης: «και ευθέως το πλοίον εγένετο επί της γης εις ην υπήγον» (Ιωάν. στ’ 17).
Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις διηγήσεις των ευαγγελιστών εδώ.Εκείνος που μπορούσε να περπα­τάει πάνω στα νερά και να γαληνέψει τους ανέμους και την καταιγίδα με τα λόγια και τις σκέψεις Του, μπορούσε αν το ήθελε, με τη σκέψη Του μόνο να μεταφέρει σε μία στιγμή το πλοίο στο λιμάνι. Το βαθύ­τερο νόημα που έχουν εδώ τα λόγια του Ιωάννη, είναι πως όταν ο Κύριος έρχεται να κατοικήσει μέσα μας, εμείς νιώθουμε σα να βρισκόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως σε ασφαλές λιμάνι, εκεί που το πλοίο της ζωής μας δεν κλυδωνίζεται ούτε από καταιγίδες ούτε από ανέμους. Αν έπειτα πρέπει να εξακολου­θήσουμε να περπατάμε στη γη δεν το νιώθουμε αυτό, γιατί τώρα η ψυχή κι η καρδιά μας ζουν σ’ έναν άλλο καλλίτερο κόσμο, εκεί που βασιλεύει ο Βασιλιάς Χρι­στός. Στη δική Του νίκη βλέπουμε με ευφροσύνη τη δική μας νίκη.

***

Νικητής ενάντια σε κάθε κακό είναι ο Χριστός. Δεν επιτρέπει ο ίδιος να τον νικήσει κάποιο κακό. Εμείς λοιπόν πρέπει να καταφεύγουμε κάτω από τις σωστικές φτερούγες Του, εκεί που δε θα συναντήσουμε ούτε καταιγίδες ούτε ανέμους ούτε φαντάσματα, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στε­ναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Εκεί θα βρούμε όλα τ’ αγαθά πλούσια, αιώνια, που δεν τα καταστρέφει ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά. Εκεί θα δοξολογούμε μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους τα νικηφόρα έργα του Χριστού, που τη μεγαλοσύνη τους δεν μπο­ρούμε να κατανοήσουμε στην περιορισμένη προοπτική της πρόσκαιρης ζωής μας. Εκεί θα μας αποκαλυφτούν όλα και τότε θα ευφρανθούμε. Κι η χαρά μας αυτή δε θα έχει τέλος. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώ­νων. Αμήν.