ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Σάββατο, Ιουλίου 25, 2020

KYΡΙΑΚΗ Ζ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Οι δύο τυφλοί


[Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, με θέμα τους τυφλούς οι οποίοι, κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, ανέβλεψαν σε οικία. Και όπου γίνεται αναφορά και στο ότι δεν είναι δυνατόν να έχει κάποιος αληθώς πίστη χωρίς έργα μετανοίας].

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το σώμα που έλαβε από εμάς προς χάριν μας, κατά τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους, εθεράπευσε πολλούς ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή τυφλούς. Ή μάλλον, εάν κανείς σκεφθεί την ανάβλεψη της διανοίας, που είναι η μετάθεση από την απιστία στην πίστη και από την άγνοια στην επίγνωση του Θεού, δεν είναι δυνατόν ούτε καν να απαριθμήσει τυφλούς που ανέβλεψαν με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Αυτοί είναι αριθμημένοι μόνον από Εκείνον που έχει αριθμημένες τις τρίχες της κεφαλής μας. Εάν όμως σκεφθούμε την ανάβλεψη των σωματικών οφθαλμών, και ως προς αυτήν θα εύρωμε πολλούς να έχουν θεραπευθεί από τον Χριστό, άλλους με μόνο τον λόγο, άλλους με την αφή. Ορισμένους δε και μόνον με το να προσπέσουν σ’ Αυτόν, και με το να τον πλησιάσουν. Επίσης και μερικούς που έλαβαν την ίαση και με το πτύσμα του ή και με χρίσμα πηλού.
Πράγματι, όταν, καθώς λέγει ο Ματθαίος, είχε έλθει κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, «προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί, έχοντες μεθ’ εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς και άλλους πολλούς», οι οποίοι ερρίφθησαν όλοι στα πόδια του και τους εθεράπευσε, ώστε και οι όχλοι τότε να θαυμάζουν και να τον δοξάζουν, βλέποντας κωφούς να ομιλούν, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να αναβλέπουν. Αλλά και όταν εισήλθε «καθήμενος επί πώλου», κατά την προφητεία, στην Ιερουσαλήμ με τρόπο παράδοξο, υμνούμενος από τα νήπια ως Θεός, εθεράπευσε όλους τους χωλούς και τους τυφλούς που προσήλθαν εκεί, όπως λέγει επίσης ο Ματθαίος. Και όταν ήλθε στη Βηθσαϊδά, «φέρουσιν αυτώ τυφλόν», όπως λέγει ο Μάρκος, «και παρακαλούσιν αυτόν ίνα άψηται αυτού». Ο δε Κύριος, αφού τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε στους οφθαλμούς του, επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια και τον έκαμε να βλέπει αμυδρά. Έπειτα έθεσε πάλι τα χέρια επάνω του και του έδωσε τη δυνατότητα να βλέπει καθαρά. Καθώς δε ήγγιζε στην `Ιεριχώ, όπως λέγει ο Λουκάς, εθεράπευσε μόνο με έναν λόγο του τυφλόν, που είχε καθίσει δίπλα στον δρόμο και επαιτούσε. Μόλις εκείνος του ζήτησε την ίαση τού είπε: «ανάβλεψον». Εξερχόμενος δε από την Ιεριχώ, όπως λέγει επίσης ο Μάρκος, χαρίζει την όραση σε άλλον πάλι τυφλόν, ονομαζόμενον Βαρτιμαίον, υιόν του Τιμαίου, λέγοντας προς αυτόν, όταν του εζήτησε την ανάβλεψη: «κατά την πίστιν σου γενηθήτω σοι». Όταν δε ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ και είδε έναν τυφλόν εκ γενετής, καθώς λέγει ο Ιωάννης, χωρίς καν να του ζητηθεί, αλλά κινούμενος από μόνη του την αγαθότητα, αφού έπτυσε στη γη και έπλασε πηλό, άλειψε τους οφθαλμούς του τυφλού και του είπε: «ύπαγε, νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Επήγε λοιπόν και ενίφθη. Όταν δε επανήλθε, είχε αποκτήσει την όρασή του.
Αλλά και όταν είχε αναστήσει την αποθαμμένη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, μετά από λίγο, όπως θα ακούσουμε να ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, καθώς περνούσε ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες, «ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ». Αυτός εισήλθε μαζί τους στην οικία και αφού ήγγισε τους οφθαλμούς των και είπε προς αυτούς: «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν», τους εθεράπευσε. Εκτός λοιπόν από αυτούς που δεν έχουν αναφερθεί, οι τυφλοί είναι έξι. Και νομίζω ότι κανείς από τους τυφλούς που ευρίσκοντο τότε στην Ιουδαία ή και στις γειτονικές περιοχές δεν έμεινε αφώτιστος. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας, ως εκπρόσωπος του Χριστού, προείπε περί αυτού, ότι απεστάλη από τον Πατέρα και το Πνεύμα «κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλούς ανάβλεψιν». Αλλά πώς δεν είπε ο Προφήτης ότι απεστάλη για να δώσει, αλλά για να κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψιν; Ακριβώς, διότι ο Κύριος δεν ήλθε στη γη πρωτίστως για να ανοίξει τους σωματικούς οφθαλμούς, αλλά τους της ψυχής, οι οποίοι οφθαλμοί αποκτούν την ανάβλεψη δια του ευαγγελικού κηρύγματος. Ευλόγως, λοιπόν, η προφητεία λέγει ότι ο Κύριος θα κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψη.
Όπως δε ο ίδιος ο Κύριος μάς παραγγέλλει να ζητούμε τα πνευματικά, λέγοντας «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», και υπόσχεται να μας προσθέσει και τα σωματικά, εάν εμείς ζητούμε τα ψυχωφελή, λέγοντας «ζητείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», έτσι κάμνει και με τους οφθαλμούς μας. Διότι αφού έκλινε τους ουρανούς και κατήλθε στη γη από φιλανθρωπία, για να διανοίξει με το Ευαγγελικό κήρυγμα τους οφθαλμούς της ψυχής μας, και να μας χαρίσει τη νοητή ανάβλεψη, προσέθετε και τη θεραπεία όσων αισθητών οφθαλμών δεν έβλεπαν. Γι’ αυτό και υπάρχει πολλή αντιστοιχία μεταξύ των δύο αναβλέψεων, εννοώ του σώματος και της ψυχής. Όπως δηλαδή από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν απέκτησαν αμέσως την ανάβλεψη, όπως εκείνος που άκουσε «ανάβλεψον», και την ίδια στιγμή εθεραπεύθη, άλλοι δε βαθμιαίως, όπως εκείνος που πριν λάβει τελείως την ίαση είπε ότι βλέπει τους ανθρώπους σαν δένδρα να περπατούν. Έτσι και όσοι διά της πίστεως εδέχθησαν την ίαση των νοητών οφθαλμών, άλλοι μεν την βρήκαν αμέσως, όπως αυτός που από τελώνης ευθύς ανεδείχθη ευαγγελιστής, ενώ άλλοι βαθμιαίως, όπως ο πάντοτε νυκτερινός μαθητής Νικόδημος.
Και όπως ακριβώς από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν επέτυχαν την ίαση μόνο με λόγον, όπως ο Βαρτιμαίος, άλλοι δε και με έργον, (διότι μέσα στους οφθαλμούς εκείνου, που ήταν κοντά στη Βηθσαϊδά, έβαλε και από το πτύσμα του, επειδή, καθώς φαίνεται, αυτός είχε μεν βλέφαρα, αλλά κενά, αφού είχαν αδειάσει από το υγρό των οφθαλμών, το οποίο και ανεπληρώθη τότε με το θείον πτύσμα, ενώ ο εκ γενετής τυφλός ούτε βλέφαρα είχε, γι’ αυτό και εχρειάσθη αυτό το χωμάτινο μίγμα, το οποίον και εδέχθη από τα δάκτυλα του Κυρίου υπό μορφήν ζυμωμένου πηλού). Καθώς λοιπόν από τους κατά το σώμα τυφλούς, άλλοι μεν, όπως είπα, έλαβαν μόνο με λόγον την ίαση, άλλοι δε και με πράξη, έτσι και εκείνων που έλαβαν την ίαση των οφθαλμών της ψυχής, η οποία είναι, όπως είπαμε, η μετάθεση από την απιστία στην πίστη: ορισμένοι χρειάσθηκαν και θαύματα για να πιστεύσουν, όπως συνέβη και σ’ εκείνους που απεστάλησαν από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο για να ερωτήσουν «συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;», ενώ άλλοι έλαβαν με μόνον τον λόγο, πιστεύοντας από μόνον την ακοή, όπως και ο εκατόνταρχος, για τον οποίο ο Κύριος διεκήρυξε ότι υπερέχει των Ισραηλιτών κατά την πίστη.
Τέτοιοι είναι και εκείνοι, που σύμφωνα με όσα μας ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, έλαβαν από τον Χριστόν τη σωματική ανάβλεψη. Διότι είναι φανερό ότι είχαν πιστεύσει και πριν τη θεραπεία, επειδή όμως ήσαν τυφλοί, βεβαίως εξ ακοής επίστευσαν. Διότι λέγει ότι καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντες και λέγοντες: «ελέησον ημάς υιέ Δαβίδ». Πώς λοιπόν θα ακολουθούσαν και πώς ακολουθώντας θα ζητούσαν, και μάλιστα με κραυγές, τόσο μεγάλη ελεημοσύνη, την ανάβλεψη των οφθαλμών τους, εάν δεν είχαν πιστεύσει;
Αλλά την πίστη των τυφλών τη φανερώνουν και τα ακόλουθα: «Καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί», Από πού από εκεί;, και για ποιο λόγο το αναφέρει αυτό ο Ευαγγελιστής, και όχι μόνον εδώ αλλά και λίγο παραπάνω, όταν λέγει: «Παράγων (δηλαδή περνώντας) ο Ιησούς εκείθεν, είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον», αυτόν τον Ευαγγελιστή, τον οποίον εκείνη την ώρα, και με μόνον τον λόγον μετεμόρφωσε. Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι ο Ευαγγελιστής το λέγει αυτό για να δώσει αφορμή στους συνετούς ακροατές να εκλαμβάνουν και αναγωγικώς τα εξιστορούμενα. Εάν δηλαδή κανείς τα εξετάσει επακριβώς, είναι δυνατόν να ιδεί ότι η ιστορία αυτή περιγράφει συνοπτικώς και ανακηρύττει θαυμασίως όλη την δια της ενσαρκώσεως οικονομίαν του Δεσπότου.
Πράγματι, ο Κύριος κατοικία είχε την Καπερναούμ. Διότι λέγει «ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν», και η πρόσκαιρος αυτή κατοικία οπωσδήποτε ήταν τύπος του ουρανού, αφού έφερε μέσα της Εκείνον ο οποίος κατοικεί στους ουρανούς. Γι’ αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: «και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα». Ο Κύριος, λοιπόν, δια της ενανθρωπήσεως εξήλθεν από τον ουρανόν, όπως από την οικίαν εκείνη «και παράγων εκείθεν», διήλθε δηλαδή από εκεί. Εάν μεν εννοήσεις την έξοδον από τον ουρανό, θα εύρεις ότι και τους Αποστόλους εξέλεξε και την τάση της φύσεώς μας προς ακαθαρσίαν εθεράπευσε. Εάν δε εννοήσεις ότι διήρχετο από την οικία της Καπερναούμ, θα τον εύρεις ότι εφανέρωσε τα προλεχθέντα με έργα. Διότι και τον Ματθαίο μετέτρεψε τότε από τελώνη σε Απόστολο και την αιμορροούσα εθεράπευσε διερχόμενος από εκεί. Αλλά και αφού ήλθε μέχρι τη θυγατέρα του Ιαείρου, που είχε αποθάνει, και με τη ζωοποίησή της ανέδειξε τον εαυτό του νικητή του θανάτου, επανέρχεται εκεί από όπου εξήλθε. Επανερχόμενος λοιπόν και διερχόμενος πάλι από εκεί, ανοίγει τους οφθαλμούς των τυφλών αυτών, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Έπραξε δηλαδή όπως τότε που διήνοιξε το νου των μαθητών του, ώστε να κατανοούν τις Γραφές: αφού κατέβη ο ίδιος μέχρι τον θάνατο και με την Ανάστασή του κατήργησε την εξουσία του θανάτου, επανήλθε και διήρχετο από εκεί. Εκείνοι δε εξήλθαν και τον εκήρυξαν σε όλη τη γη, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής και για τους τυφλούς, οι οποίοι τώρα ανέβλεψαν, ότι «εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Βλέπετε με πόση σαφήνεια διαγράφεται όλη σχεδόν η θεανδρική οικονομία στην ιστορία αυτή. Γι’ αυτό και το «παράγων εκείθεν» ελέχθη δύο φορές, για να κατανοήσουμε και την έξοδο και την επάνοδό του. Και μάλιστα κατά μίμηση αυτής της εξόδου και επανόδου, και ο ιερεύς, αφού εξέλθει από το Άγιον Βήμα και κατεβεί μέχρι το χαμηλότερο σημείο, επανέρχεται πάλι και αποκαθίσταται εκεί από όπου εξήλθε.
Καθώς λοιπόν ο Κύριος διήρχετο κατά την επάνοδο, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι υποτύπωναν τους δύο λαούς, των Ιουδαίων και των Εθνικών. Και έκραζαν λέγοντας «ελέησον υιέ Δαυίδ», δεικνύοντας ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος και προσδοκώμενος. Ο δε Κύριος εκπληρώνοντας και την υποτύπωση της οικονομίας, και δοκιμάζοντας αλλά και φανερώνοντας την πίστη των τυφλών, τους προσπερνά σιωπηλός μέχρι να εισέλθει στην οικία από την οποία είχε εξέλθει στην αρχή. Έπειτα λέγει προς αυτούς: «πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;». Και αυτοί του απαντούν «ναι, Κύριε». Και δεν ερωτά επειδή αγνοεί, αλλά για να φανερώσει σε όσους αγνοούν την πίστη των τυφλών. Γι’ αυτό και αφού έψαυσε τους οφθαλμούς των, προσέθεσε «κατά την πίστιν ημών γενηθήτω υμίν», και ανοίχθησαν οι οφθαλμοί τους, μαρτυρώντας και ότι εκείνοι τον είχαν πιστεύσει, αλλά και ότι αυτός ήταν όπως τον επίστευσαν, Θεός δηλαδή μαζί και άνθρωπος. Διότι ως άνθρωπος μεν ήταν υιός του Δαυίδ και με τα ίδια του τα χέρια έψαυσε τους οφθαλμούς των και αισθητώς ομίλησε. Ως Θεός δε και Δημιουργός εφώτισε τους σκοτεινούς οφθαλμούς. Επειδή όμως δεν ήταν ακόμη καιρός να γίνει φανερός σε όλους, διότι αυτό επεφυλάσσετο για μετά το Πάθος και την εκ νεκρών Ανάστασή Του, τους επιτίμησε λέγων, «οράτε μηδείς γινωσκέτω» προστάζοντάς τους με πολλή σφοδρότητα να αποσιωπήσουν το γεγονός. «Οι δε εξελθόντες», λέγει, «διεφήμησαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Όπως φαίνεται, εάν δεν τους είχε παραγγείλει να σιωπήσουν, θα γίνονταν και παγκόσμιοι κήρυκες της δυνάμεώς του. Επειδή όμως διετάχθησαν, απέφυγαν μεν να πορευθούν μακριά, δεν βάσταξαν όμως να μην κηρύξουν στους πλησίον χώρους. Ώστε οι τυφλοί που ηκολούθησαν τον Χριστόν, εφωτίσθησαν τελείως όχι μόνον κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν και εμείς αδελφοί μου, το φως, που φωτίζει και ψυχή και σώμα. Ας βαδίσουμε προς τη λάμψη του και «ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Ας Τον δοξάσωμε με έργα αγαθά και ας βοηθήσουμε όσους μας βλέπουν να Τον δοξάζουν και αυτοί. Ας απομακρυνθούμε από το αντίθετο σκότος, που είναι η αμαρτία και ο προστάτης της αμαρτίας διάβολος. Εκείνο το φως, ως ήλιος που είναι της καθολικής δικαιοσύνης, σωφροσύνης, ειρήνης, συμπαθείας, ανεξικακίας, αγάπης και γενικώς κάθε αρετής, καθιστά μετόχους αυτού όσους τον ποθούν. Ενώ το αντίθετο σκότος, ως σκότος κακίας που είναι, καθιστά όσους το πλησιάζουν, πόρνους, μοιχούς, μνησίκακους, άσπλαχνους, ατάκτους, άρπαγες και γενικώς πλήρεις κάθε κακίας. Διότι ειπέ μου, από πού θα διακρίνουμε τον πιστό από τον άπιστο, τον φωτισμένο από τον αφώτιστο, με άλλα λόγια, τον βαπτισμένο κατά Χριστόν και συντεταγμένο με τον Χριστό από τον αβάπτιστο και συντεταγμένο με τον διάβολο; Όχι από τους λόγους, όχι από τα έργα, όχι από τους τρόπους;
Εάν λοιπόν κάποιος εξομοιώνεται σ’ αυτά με τους αφώτιστους, αν και λέγει ότι είναι βαπτισμένος κατά Χριστόν, είναι σαφές ότι δεν έχει πάψει να ανήκει στην συμμορία εκείνων για τους οποίους ο Απόστολος λέγει: «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι (ότι τον γνωρίζουν δηλαδή), τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Πού λοιπόν, ειπέ μου, θα κατατάξουμε αυτούς που ομολογούν και συγχρόνως αρνούνται τον Θεό; Με τους πιστούς; Με τα έργα όμως τον αρνούνται. Με τους απίστους; Αλλά με τη γλώσσα τον ομολογούν. Όντως πρόκειται για ένα διπρόσωπο τέρας που είναι δύσκολο να το κατατάξεις κάπου. Ο ψαλμωδός Προφήτης όμως έχει ήδη λύσει αυτή την απορία λέγοντας: «αποδώσει Κύριος εκάστω κατά τα έργα αυτού». Και ο ίδιος ο Κύριος απεφάνθη ότι αυτός που ακούει τους λόγους του και δεν τους εκτελεί, είναι μωρός. Ο δε Παύλος, ο Απόστολος που εκλήθη από τον ουρανό, λέγει: «αποδώσει ο Κύριος τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι, ζωήν αιώνιον. …οργή δε και θυμός και θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν». Και πάλιν «ουχ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλά οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται», και «ος εν νόμω καυχάσαι, δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζεις;» Όπως δε ακριβώς, αδελφοί, ο ίδιος ο Παύλος έλεγε προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί εάν νόμον πράττης, εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν (σαν να μην είχες δηλαδή περιτμηθεί)», έτσι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να σας ειπώ ότι η πίστις ωφελεί εάν κανείς πολιτεύεται κατά συνείδησιν και καθαίρει συνεχώς τον εαυτό του με εξομολόγηση και μετάνοια, και μετατρέπει σε έργο τις συνθήκες του Αγίου Βαπτίσματος. Αν όμως δεν υπακούσει στη συνείδησή του και αθετεί τις συνθήκες, η πίστη του γίνεται απιστία.
Διότι πώς πιστεύσαμε ότι αφού έχουμε βαπτισθεί θα σωθούμε; Επειδή βεβαίως ακούσαμε τον Κύριο που είπε: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. Επειδή λοιπόν και τα δύο αυτά τα είπε Εκείνος, η αυτοαλήθεια, το να πιστεύσουμε και το να βαπτισθούμε, είναι αδύνατον να σωθεί όποιος δεν θέλει να βαπτισθεί, έστω και αν λέγει ότι δήθεν πιστεύει, όπως και αυτός που δεν πιστεύει, έστω και αν έχει βαπτισθεί. Αλλά κάθε βαπτισμένος θα ειπεί ότι πιστεύει. Θα ακούσει όμως από τον Απόστολο: «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου». Γι’ αυτό και ο Κύριος συνδέει την πίστη με το Θείον Βάπτισμα, συνάπτοντας την τήρηση των εντολών του με το Βάπτισμα, δια της πίστεως. Διότι αφού είπε προηγουμένως: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κυρήξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», έπειτα προσέθεσε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Τι λοιπόν λέγει στο Ευαγγέλιο που εκηρύχθη από τους απεσταλμένους του, και τι πρέπει να πιστεύομε ότι είναι απαραίτητο να κάνουν οι υπήκοοι του; Οπωσδήποτε ότι όποιος έχει τις εντολές τού Χριστού και τις πράττει και τις τηρεί, εκείνος είναι που τον αγαπά, και ότι με την υπομονή και τη στενή και τεθλιμμένη ζωή είναι δυνατόν να επιτύχουμε τη σωτηρία. Και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη (η αρετή δηλαδή) ημών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών». Διότι αυτά ακριβώς είναι που τους πρόσταξε να κηρύττουν δια του Ευαγγελίου.
Όποιος λοιπόν αγωνίζεται να τηρεί τις Θείες Εντολές, εκείνος είναι που πιστεύει. Ενώ όποιος δεν αγωνίζεται να τις πράττει και να τις τηρεί, και δεν θεωρεί ζημία το να μην τις τηρεί, ούτε επαναφέρει τον εαυτό του με τη μετάνοια στην τήρηση των Θείων Εντολών, δεν θα σταθεί ούτε μαζί με τους βαπτισμένους, έστω και αν λέγει ότι έχει βαπτισθεί. Διότι λέγει «διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίστων θήσει». Αλλά αυτό για εμάς μεν αποτελεί μόνον απειλή, επειδή ο Δεσπότης αναμένει φιλανθρώπως τη μετάνοιά μας. Ενώ τους Ιουδαίους τους διχοτόμησε από εδώ, προς σωφρονισμό ιδικόν μας, και τους απαλλοτρίωσε από την προς Αυτόν και τον Αβραάμ συγγένεια, λέγοντας προς αυτούς: «υμείς εκ του πατρός υμών, του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν». Και πάλιν: «ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Ότι δε αυτοί ήσαν από το γένος του Αβραάμ, ποίος δεν το γνωρίζει; Εάν λοιπόν η διαφοροποίηση των έργων και των τρόπων καταργεί και την κατά σάρκα συγγένεια, και απομακρύνει και τους εξ αίματος υιούς από την υιότητα, πώς η δια των έργων και των τρόπων μας ανομοιότης προς Αυτόν δεν θα αποξενώσει από την Θείαν υιοθεσίαν, εμάς που δεν μπορούμε να αναγάγωμε ούτε την κατά σάρκα γενεαλογία μας στον Χριστό, και δεν θα καταλήξει να μας συντάξει μαζί με το νοητό εχθρό;
Αυτά όμως και ο Κύριος από φιλανθρωπία κατηξίωσε να τα ειπεί, και τολμούμε να τα λέγωμε προς εσάς και εμείς, οι οποίοι υποκείμεθα στα ίδια πάθη, ώστε να μην τα πράττουμε. Να μην τα πάθουμε, Για να μην καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για την καταδίκη εκείνων που οριστικώς θα αποβληθούν. Διότι είναι δυνατόν εδώ, όχι μόνον να αποφύγουμε αυτά με τη μετάνοια, αλλά και διά των καρπών της μετανοίας να σταθούμε και να αφομοιωθούμε με τον Υιό του Θεού, ο οποίος ημπορεί να «εξάγει αξίους εξ αναξίων», και να τους υιοποιεί δια του εαυτού του με τον ύψιστον Πατέρα, και να τους καθιστά κληρονόμους και συγκληρονόμους της δόξης και της Βασιλείας Αυτού του ιδίου και του Πατρός.
Αμήν.

Τρίτη, Ιουλίου 21, 2020

ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ


«Ένα από τα ερωτήματα που με απασχολούσαν ήταν το πώς είναι ποτέ δυνατόν να ζήσεις “αναμάρτητα” μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί όλες μας οι πράξεις είναι τόσο ασήμαντες, σε σχέση με όσα απαιτεί από εμάς το πνεύμα του Ευαγγελίου, το οποίο, στο τέλος φαίνεται να είναι απλώς αδύνατο και ουτοπικό.
»Και κατά τη διαμονή μου στον Άθωνα, όπως συνέβαινε και πριν να γίνω μοναχός, κάποιες φορές η προσευχή μου διακοπτόταν από “θεομάχους” λογισμούς.
»Θυμάμαι πόσο φοβερά βασανίστηκα κάποτε από αυτό το γεγονός, από το ότι δηλαδή δεν κατάφερα ούτε να μην κατακρίνω με τις σκέψεις ούτε να μην υπερηφανεύομαι ούτε να μην αισθάνομαι αντιπάθειες κλπ. Και, αφού όλα αυτά δεν τα κατάφερα, άρχισα με τον Θεό ένα είδος “διαμάχης” της τάξεως που θα λεχθεί παρακάτω.
»Έτσι, σε μια στιγμή από τη μαρτυρική μου παράσταση μπροστά στο κριτήριο του Λόγου του Θεού, παρά τις προσπάθειές μου, αισθάνθηκα την άκρα αδυναμία μου να παραμείνω στο πνεύμα των Εντολών Του. Και θυμάμαι που πρόφερα τότε αυτούς τους άφρονες λόγους:
—“Μιλάς, λοιπόν, Εσύ για την έσχατη και φοβερή Κρίση! Αλλά πώς άραγε θα κρίνεις Εσύ εμένα; Ποιό είναι το δικό Σου το Είναι; Ποιές είναι οι δικές Σου δυνατότητες και ποιές οι δικές μου; Εγώ είμαι άνθρωπος· Αν δεν κοιμηθώ, αν δεν φάω κλπ., θα πεθάνω! Κι αν κάποιος ή κάτι με χτυπήσει, πάλι μπορώ να πεθάνω! Και Εσύ, λοιπόν, θα κρίνεις εμένα;! Μα, Εσύ δεν έχεις καν το δικαίωμα να με κρίνεις! Για να είσαι δικός μου Κριτής, σύμφωνα με κάθε έννοια δικαιοσύνης, οφείλεις πρώτα Εσύ ο Ίδιος να βρεθείς σε όμοιες με μένα συνθήκες. Εσύ, όμως, είσαι Άπειρος με τη δύναμη του άναρχου Είναι Σου. Ενώ εγώ, μέσα στη φθαρτότητά μου, είμαι όμοιος με το σκουλήκι!...”.
»Η προσευχή μου απευθυνόταν “γενικά” προς τον Θεό. Και, αφού παρέμεινα αρκετά σε αυτή τη “διαμάχη”, ξαφνικά, μου έγιναν κατανοητά μέσα μου τα λόγια του Χριστού. Έλαβα μέσα στην καρδιά μου την εξής απάντηση:
—“Ο Πατέρας δεν κρίνει και δεν καταδικάζει κανέναν, αλλά όλη την εξουσία της Κρίσης την έχει δώσει στον Υιό Του, γιατί Αυτός έγινε και είναι Υιός Ανθρώπου” (βλ. Ιωάν. 5, 22 και 27).
»Και στη “διαμάχη” αυτή με τον Θεό, βγήκα τελικά νικημένος: Εμένα θα με κρίνει ο Άνθρωπος–Χριστός· Αυτός, που εκπλήρωσε τον Νόμο, Εκείνος που δημιούργησε όλα αυτά.
»Μέχρι εκείνη τη στιγμή πολλές φορές είχα διαβάσει αυτούς τους λόγους, αλλά ποτέ μου δεν τους κατανόησα με αυτή την έννοια.
»Ένιωσα ντροπή. Μεγάλη ήταν και η συστολή μου: Πάντοτε ζούσα σε συνθήκες που ήταν πολύ ευκολότερες από εκείνες που πέρασε όλη η επίγεια ζωή του Χριστού.
»Στ’ αλήθεια! Αυτός έχει το απόλυτο δικαίωμα να κρίνει όλον τον κόσμο. Κανένας δεν Τον ξεπέρασε ποτέ κατά τα παθήματά Του. Εξωτερικά, πολλοί μεν είναι εκείνοι που υπέμειναν και υπομένουν ακόμη και τώρα φρικτά βασανιστήρια μέσα στους θαλάμους των σύγχρονων φυλακών, αλλά ποιοτικά ο δικός Του άδης –ένας “άδης αγάπης”!– είναι (και θα είναι!) οδυνηρότερος όλων των άλλων ανθρώπων…».
+ Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
(1896–1993)

Σάββατο, Ιουλίου 18, 2020

Κυριακή των Πατέρων της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου


Όπως στους αρχαίους καιρούς, είχαν συνήθεια oι άνθρωποι, εκείνους που γυρνούσαν νικηταί απ' τους πολέμους, να τους πανηγυριζουν και να βάζουν την εικόνα τους ή τα αγάλματά τους στις πλατείες και στα στάδια, από ευγνωμοσύνη πρώτα, γιατί εσωσαν την πατρίδα τους από μεγάλον κίνδυνο και για να παραδειγματίζουν κιόλας τη νεότητα, έτσι σήμερα κ' εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί: τιμούμε και πανηγυρίζουμε τους θεοφόρους Πατέρας της Εκκλησίας μας, που, σε καιρούς πολύ πονηρούς και πολύ δύσκολους για την Ορθοδοξία, πάλαιψαν γενναιότατα στις Οικουμενικές Συνόδους, όχι με κείνους τους εχθρούς που απειλούν την ελευθερία του σώματος, του τόπου ή του κράτους, μα με τους πιο φοβερούς: εκείνους που απειλούσαν την καθαρότητα της πίστεώς μας και τη σωτηρία της ψυχής μας. Πάλαιψαν δηλ. με τον ίδιο το διάβολο και τα ανθρωπόμορφα όργανά του. «Επειδή γουν πρέπον είναι να τιμούμεν τους ευεργέτας μας, διά τούτο και oι νομοθέται της Εκκλησίας μας ώρισαν να τιμούμεν τους αγίους και θεοφόρους Πατέρας, οπού αγωνίσθηκαν καί εκοπίασαν, διά να μας ελευθερώσουν από την αιχμαλωσίαν του πονηρού διαβόλου». Και, με το να δείχνουμε αυτήν την τιμή και την ευγνωμοσύνη μας στους γενναίους και ιερούς ακρίτες, στους θεοφόρους Πατέρας, που περιχαράκωσαν το πολεμούμενο κάστρο της Ορθοδοξίας, με στέρεα, υψηλά και ουρανοθέμελα τείχη, δηλ. με τα άγια δόγματα και τους κανόνες της Εκκλησίας μας, έχουμε και άλλη πνευματικήν ωφέλεια: ακούμε στην Εκκλησία -στον όρθρο ειδικά, που δυστυχώς πολύ λίγοι χριστιανοί τρέχουν να παρακολουθήσουν το πρωΐ- όλη τη δογματική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, πλεγμένη ποιητικώτατα στους λειτουργικούς ύμνους. Kαι ακούγοντας την ορθή διδασκαλία. από τα τροπάρια της Εκκλησίας μας, πως δηλ. ο Χριστός εφόρεσε σάρκα «εκ της αγίας Θεοτόκου και ετελείωσεν όλην την εις τους ανθρώπους οικονομίαν του, έπειτα ανελήφθη και υπήγεν εις τους ουρανούς ως Θεός αληθινός» -για να αναφερθούμε στις κυριώτερες θέσεις μόνο· ακούγοντας λοιπόν και μελετώντας την ορθόδοξη διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων, μαθαίνουμε "επακριβώς" το περιεχόμενο της "θεοδιδάκτου πίστεώς μας", με όλες τις λεπτές αποχρώσεις και διατυπώσεις των "ευαγγελικών δογμάτων και των ευσεβών παραδόσεων". Κι ακόμα, ακολουθώντας την αγιασμένη παράδοση των θεοφόρων Πατέρων, γινόμαστε κ' εμείς ικανοί, οπλισμένοι με το θερμό ζήλο και τον "δικαιότατον θυμόν" και έχοντας στα πνευματικά μας χέρια "την σφενδόνην του Πνεύματος", να διώχνουμε μακριά απ' τη μάντρα της Εκκλησίας τους "ανιάτως περί την πίστιν νοσήσαντας", τους πολυώνυμους εχθρούς της Ορθοδοξίας, τους "βαρείς και λοιμώδεις λύκους", που αναφέρει το άγιο Ευαγγέλιο και ο ιερός υμνογράφος.
***
Πρέπει ίσως εδώ νά σημειώσουμε, πως η ποίηση των ιερών υμνογράφων, με τον κατανυκτικό λυρισμό της και την αγωνία της, γύρω από το βασικώτερο πρόβλημα-αίτημα, για τον ποιητή και για τον κάθε χριστιανό, τη σωτηρία δηλ. της ψυχής, δεν είναι καθαρή και συστηματική δογματική διδασκαλία· οι ποιηταί έχουν την ελευθερία τους και εδώ. Αυτό, ωστόσο, που για τον ειδικό ερευνητή δογματικό θεολόγο δημιουργεί μερικά προβλήματα, για το φιλακόλουθον αναγνώστη, που παρακολουθεί με προσοχή κ' ευλάβεια τα λεγόμενα, ψαλλόμενα και τελούμεγα στην Εκκλησία, είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθει τι πιστεύει και ακόμη να φυλάγει με φανατισμό τα ιερά δόγματα που του παραδίδει η μητέρα Εκκλησία. Θυμούμαι με πολλή συγκίνηση τους λόγους, που είπε πριν κάμποσα χρόνια σ' ένα Μητροπολίτη, ένας πανεπιστημιακός Καθηγητής, για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκει η Εκκλησία τις δογματικές της αλήθειες και τον άλλο τρόπο της ειδικής επιστήμης: «Εκείνο, που ο ειδικός Καθηγητής -ας πούμε για το "ομοούσιον" της Α' Οικουμενικής Συνόδου- θα κάμει ένα χρόνο να το διδάξει, αναλύοντας και ερμηνεύοντας χιλιάδες ίσως σελίδες και παραπομπές, το διδάσκει η ιερά ύμνογραφία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας με δύο αράδες μόνο, όπως π.χ. με το "Πάτερ, Λόγε, Πνεύμα, Τριάς ή εν μονάδι" και με άλλα "τριαδικά" τροπάρια"!
Αυτή την αλήθεια μπορεί να την ιδεί κανείς και στο γνωστό αριστούργημα της υμνογραφίας μας, το "δοξαστικόν" των αίνων στις Κυριακές των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, ποίημα του Γεωργίου Νικομηδείας, που αποτελεί κ' ένα από τά καλύτερα μαθήματα της παραδόσεως της βυζαντινής μουσικής, και που ψάλλεται σε ήχο πλάγιο του τετάρτου:


Τών αγίων Πατέρων ο χορός, 
εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών, 
Πατρός και Υιού και Πνεύματος Αγίov, 
μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν· 
και το μυστήριον της Θεολογίας, 

τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία. 
Ους ευφημούντες εν πίστει, 
μακαρίσωμεν λέγοντες· 
Ω θεία παρεμβολή, 

θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου· 

αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος· 
της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι· 
τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου· 
τα πάγχρνσα στόματα του Λόγου· 

Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάϊσμα· 

εκτενώς πρεσβεύσατε, υπέρ των ψυχών ημών. 

***
Αυτή τη μυστικήν ευωδία, που αποπνέουν τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, αυτό το σωτήριο και γλυκό φως, που μας περιχύνουν οι πολύφωτοι αστέρες του νοητού στερεώματος της μυστικής Σιών, δηλ. της Εκκλησίας του Χριστού· αυτό το μυστήριο της Θεολογίας, που μας αποκαλύπτουν τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου, δεν μπορεί να το συλλάβει και να το ζήσει, παρά μόνον όποιος βαδίζει τον ίσιο δρόμο που περπάτησαν οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Γιατί αυτοί είναι, κατά κάποιον τρόπο, τα ασφαλή μέτρα, για να γνωρίζουμε -εμείς οι διχασμένοι άνθρωποι, που ζούμε μέσα στο ψέμα και στην παχυλήν αμαρτία της σάρκας και του πνεύματος- την αλήθεια για το Θεό, τον άνθρωπο και τους δρόμους της θεώσεως και σωτηρίας μας. Κι αυτά τα μέτρα, για να τα γνωρίσουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε, πρέπει να τα πλησιάσουμε, να τ' αγαπήσουμε, να ιδούμε τον τρόπο της αγίας ζωής τους, που δεν ήταν διαφορετική απ' τη διδασκαλία τους -όπως τραγικά το ζούμε μεις σήμερα- πρέπει να εγκομβωθούμε, όπως εκείνοι, την υψοποιό ταπείνωση, η οποία μπορεί και μαραίνει όλες τις εγωϊστικές καινοτομίες, τις αιρετικές αποκλίσεις, τις υπερβολές στην εγκόσμια πολιτεία μας και την προσχώρηση στη σκοτεινή και αμαυρωμένη ατμόσφαιρα των παθών. Όμως, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς αυτό σήμερα, γιατί ο καθένας μας, τη μόνη αυθεντία που παραδέχεται πως υπάρχει, άξια να παίξει το ρόλο του πνευματικού οδηγού και δασκάλου, είναι ο εαυτός του και μόνον ο εαυτός του. Κι αυτός ο εγωϊσμός μας είναι που δεν μας αφήνει να γνωρίσουμε ως οδηγούς και διδασκάλους μας, τους μόνους ικανούς να μας οδηγήσουν στην αλήθεια του Ευαγγελίον, που άμα τη γνωρίσουμε θα θέλουμε να τα πουλήσουμε όλα για ν' αγοράσουμε εκείνο, το μόνο που μας χρειάζεται πραγματικά: τη σωτηρία της ψυχής μας. Γιατί όλα τα άλλα, και τα πιο πνευματικά -κατ' επίφαση, βέβαια- αν δεν απεργάζονται τη σωτηρία της ψυχής μας, όπως την ευλογεί και τη θέλει η Εκκλησία, κι όπως τη διδάσκουν με την πλουσιώτατη πείρα τους oι άγιοι Πατέρες, όλα αποτελούν σατανικές διαβολές για εκτροπή απ' τον ορθόδοξο πνευματικό δρόμο. Απόδειξη μεγαλύτερη δεν υπάρχει απ' τους ίδιους τους αρχηγούς των διαφόρων αιρέσεων, που άρχισαν με μικρές εκτροπές απ' την πατερική παράδοση και γραμμή -ερμηνεύοντας, βέβαια, παρεξηγημένα κάποια χωρία της Αγίας Γραφής- και ύστερα κατέληξαν να γίνουν αρνηται της θεότητος του Χριστού ή του Αγίου Πνεύματος. Τόσο η αμαρτωλή ζωή τους και ο σατανάς είχε θολώσει το νου τους!
***
Ίσως είναι δυσχερέστατο πράγμα, να κατανοήσει ο άνθρωπος του σημερινού "δυσωνύμου", στην μεγαλύτερην αναλογία του, κόσμου, τι είναι ή ορθοδοξία των αγίων Πατέρων, ή αυτό που τελευταία ονομάζουμε, όχι άστοχα, ορθόδοξη πνευματικότητα. Νομίζω, πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η δεύτερη ονομασία είναι λιγώτερο σκληρή, ως κατόρθωμα -έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Το κυριώτερο χαρακτηριστικό αυτής της ορθοδοξίας των Πατέρων, είναι αυτό που λέμε στη θεολογική γλώσσα "συμφωνία". Αυτή δεν οφείλεται στις θεολογικές σχολές ή ακαδημίες που σπούδασαν oι άγιοι Πατέρες, αλλά στο ’γιο Πνεύμα που φώτιζε την καθαρή τους διάνοια, για να θεολογούν ορθά. Kαι σ' αυτό το σημείο βρίσκεται και το κύρος και η αυθεντία των αγίων Πατέρων, ως συνόλου Πατερικής παραδόσεως, ως Πατερικής, θα λέγαμε, Εκκλησίας του Χριστού. Αυτή η "συμφωνία" των θεοπνεύστων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, ξεπερνά την εμπειρική και νοητική δύναμη του αμαρτωλού ανθρώπου. Γιατί είναι αποτέλεσμα ελλάμψεως του Αγίoυ Πνεύματος στις κεκαθαρμένες ψυχές τους. Αυτή η θεία έλλαμψη, που προϋποθέτει την σωματική και πνευματική κάθαρση και τον εξαγιασμό του νου, έδινε στους αγίους Πατέρας τη δύναμη να θεολογούν και να δογματίζουν εν "συμφωνία" -στις γενικές, βέβαια, γραμμές- χωρίς πλάνες και σατανικές αιρετικές ιδέες. Στις λεπτομέρειες και στην προσωπική διατύπωση κάθε εκκλησιαστικού Ιlατρός διασώζεται η ιδιοτυπία του, η προσωπική του έκφραση, για να δείχνεται και μ' αυτό τον τρόπο, πως το Πνεύμα είναι ελεύθερο. Και όχι μονάχα όπου θέλει "πνει", αλλά και όπως θέλει "πνει". Το ’γιον Πνεύμα είναι εκείνο που εμπνέει τη διδασκαλία στους αγ. Ιlατέρας και μοιράζει τα χαρίσματα· και ό,τι εκείνοι με τις μυστικές εμπειρίες τους και την προσωπική έκφρασή τους μας προσφέρουν, δεν είναι παρά ακτίνες πνευματικές της Αγ. Τριάδος, που διαθλώνται στο κάτοπτρο του αγίου βίου τους προς εμάς. Αυτό θα πει, πως η μόνη και ασφαλής οδός προς την ένωση με τον Θεό, είναι η βιωματική συνέχιση της Πατερικής Σκέψεως, της Πατερικής Παραδόσεως, της Πατερικής Θεολογίας, της Πατερικής Ζωής. Η "συμφωνία" των άγ. Πατέρων δίνει μια ενότητα στην όλη διδασκαλία της Εκκλησίας μας· και η ανόθευτη προβολή, στη σύγχρονη πνευματική ζωή της Εκκλησίας, του πραγματικού πνεύματος των Πατέρων και η, σύμφωνα μ' αυτό, πορεία των ανθρώπων, προσφέρει στους πιστούς ένα αίσθημα πνευματικής ασφαλείας, μιαν ελπίδα, που πλησιάζει τα όρια της βεβαιότητος, για τη σωτηρία της πολύτιμης ψυχής μας.
Οι άπειρες διαστάσεις της Ορθοδοξίας, που αποτελεί τον μεγαλύτερο και τον θερμότερον έρωτα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, είναι κάτι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να χαραχθούν από ανθρώπους που δεν έφτασαν στα μέτρα των Πατέρων, και που δεν έμαθαν να θεολογούν "αγνώστως". Τα μάτια μας έχουν πολλή λάσπη, για να μπορέσουν να ιδούν την αδαμάντινη, την παγκαλην Ορθοδοξία μας, όπως ακριβώς μας την παρέδωκαν οι άγιοι Πατέρες μας. Γι' αυτό ο καθένας μας βρίσκει κι από μια ευλογοφανή αφορμή, για να αποδεσμεύεται απ' τα "πεπαλαιωμένα" πατερικά πρότυπα, και να προοφεύγει κάθε φορά και σε νέα σχήματα ζωής και τάξεως πραγμάτων, να "αναπροσαρμόζεται", να "ανακατατάσσεται" και να "συσχηματίζεται" με τον νυν αιώνα, τον απατεώνα, για να μην απομένει ασυγχρόνιστος... Ο σατανάς έχει πολλούς λόγους να χαίρεται μ' αυτές τις καινοτομίες μας. Αλλά η Εκκλησία, μας φέρνει στη μέση τη γιορτή των αγίων Πατέρων και μας λέγει -για να μας προφυλάξει απ' τις ευκολοπάτητες παγίδες του σατανά: «Διά ταύτην την αιτίαν εορτάζομεν τους αγίους Πατέρας, επειδή αυτοί μετά τους Αποστόλους μας εδίδαξαν την ευσέβειαν και εκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· διά τούτο και ημείς κάθε χρόνον εορτάζομεν την μνήμην τους, διά να αναθυμούμεσθεν πώς αγωνίσθηκαν διά την Ορθοδοξίαν, και πώς τους ετίμησε και o Θεός και οι άνθρωποι. Το λοιπόν και ημείς, ας κρατούμεν την πίστιν βεβαίαν, οπού μας επαράδωκαν οι άγιοι Πατέρες, και ας σπουδάζωμεν να κάμνωμεν τας παραγγελίας των, ότι όσα είπαν και ενομοθέτησαν, όλά εκ Πνεύματος αγίου τα επαραδωκαν εις τους χριστιανούς. Μη λέγωμεν, ότι ανθρώπων λόγια είναι αυτά, μηδέ να βάνωμεν εις τον νούν μας ότι ποταποί άνθρωποι τα ενομοθέτησαν· αλλ' ας ιδούμεν τι άγιοι τα είπαν, οπού μόνον και το όνομά τους είναι θαυμαστόν». Και ακολουθώντας την ορθόδοξη διδασκαλία τους, να εναρμονίζουμε και τη ζωή μας με την ιδική τους αγία ζωή.

Παντελής Πάσχος 


Η Ορθοδοξία των Αγίων Πατέρων 



Από: Π.Β.Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας , εκδ. Αποστολικής Διακονίας , Αθήνα 1987. 

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2020

Κυριακή Ε’ Ματθαίου: Λόγος εις τον δαιμονιζόμενον των Γεργεσηνών (Βασίλειος Επίσκοπος Σελευκείας)


Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;
Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας: «Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας: «Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.
Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.
Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη. Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα, ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός, εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας, δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο. Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες, μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν: «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»; Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.
Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει, και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας, τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες. Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς. Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες προεκάλεσες σ’ εμάς.
«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού, δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν. Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι «Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη. Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε, «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω; Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων: «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως. Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα. Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.
«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ. Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού; Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. «Ήλθες ώδε προ καιρού». Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως; Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε, αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους. Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση, επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου». Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους. Τόση ήταν η δύναμις του πάθους!
Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά: «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.
«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.
Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.
Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.

Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2020


Συγκινήθηκα πολύ, όταν χθές μιλώντας με μία νέα κοπέλα που είπε :
-Πάτερ , κάθε χρόνο που περνά, μετράω και όλο λιγότερους φίλους
-Μπήκες στην στράτα του Θεού. Της απαντώ.
-Και ποια είναι αυτή;
Η Αγία απογοήτευση!
Σε εγκαταλείπουν τα πάντα, οι αγάπες, τα όνειρα, οι πατρίδες, οι φίλοι, οι χαρές σου, τα χρήματα, η υγεία, οι ελπίδες, όλες οι ανθρώπινες σιγουριές και βεβαιότητες, η ίδια η ζωή, το παρελθόν και το μέλλον σου…
-Και μετά;
-Μετά σε περιμένει η αγκαλιά Του Χριστού, η γλυκιά Του Αγάπη .
Άμα δεν σε απογοητεύσουν οι άνθρωποι δεν γίνεται να σε γοητεύσει ο Χριστός.
Είσαι σε καλό δρόμο!


π.Διονύσιος Ταμπακης

Το παν εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο κτίζουμε της ζωή μας



Όλοι εσείς, αδελφοί μου, γνωρίζατε κάποιον κ. Ν. που έπασχε από προοδευτική παράλυση- ανίατη ασθένεια. Ήρθε εδώ και προσευχηθήκαμε γι’ αυτόν. Καθόταν σε αναπηρική καρέκλα. Μετά λοιπόν από την προσευχή, του είπα:

«Εμείς δεν είμαστε θαυματουργοί. Είμαστε απλοί και αμαρτωλοί άνθρωποι, αλλά ωστόσο προσευχηθήκαμε στον Θεό να δείξει το έλεος Του σε σας».


Και ξαφνικά, με φωτεινό από ευτυχία βλέμμα είπε:
«Αλλά έζησα τον Θεό κατά της διάρκεια της προσευχής και αυτό είναι για μένα σημαντικότερο από τη θεραπεία».

Με κατέπληξε το γεγονός, επειδή οι εξωτερικές συνθήκες ήταν πολύ ήσυχες. Τί ακριβώς έζησε ο άνθρωπος αυτός; Είχε ανώτατη μόρφωση και οικονομικώς ήταν αρκετά πλούσιος, ώστε να έχει ζήσει σε συνθήκες κοινωνικής ανέσεως. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των μορφωμένων ανθρώπων, έτσι και αυτός ήταν αδιάφορος προς την πίστη και την Εκκλησία.
Η δε γυναίκα του ήταν μάλλον αρνητικά τοποθετημένη απέναντι στην Εκκλησία. Εκείνο που με συγκίνησε ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος, ούτε ο παραμικρός, που να τον ανάγκαζε να πει: «Μα έζησα τον Θεό»!
Αν σύμφωνα με την πίστη μας υπάρχει αιώνιος και προαιώνιος Νους που δημιούργησε τα πάντα, τότε με ποιόν τρόπο ο άνθρωπος θα γνωρίσει ότι Αυτός ο Δημιουργός των πάντων τον άγγιξε; Αν υπάρχει δυνατότητα για τον άνθρωπο να γνωρίσει την επαφή του αιωνίου αυτού Πνεύματος, σημαίνει ότι υπάρχει στον άνθρωπο όχι μόνο η ικανότητα για τη γνώση του υλικού κόσμου ή του κοσμικού είναι που μας περιβάλλει, αλλά και κάτι ακόμη μεγαλύτερο…
Και όταν η αίσθηση της παρουσίας του Θεού αρχίζει να προσεγγίζει όλο και συχνότερα τον άνθρωπο, αυτός αλλάζει σε όλες τις εκδηλώσεις του, στις εκτιμήσεις του για τα πάντα. Για παράδειγμα, ο κ. Ν που είπε «αλλά έζησα τον Θεό» ενώ ήταν καταδικασμένος να πεθάνει, και μετά την προσευχή αυτή, προχώρησε ήσυχα και με χαρά στον θάνατο και όλη η οικογένειά του άλλαξε τρόπο ζωής.

Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

(αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, τόμος Α, σελ. 370-371)

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2020

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ: Εγώ ο ίδιος θρηνούσα σαν να ήμουν καταραμένος, λόγω της ανικανότητός μου να ζήσω ως χριστιανός.


Όσο φλογερότερη είναι η επιθυμία μας να ακολουθήσουμε τον Χριστό -παρόλο που βλέπουμε ότι δεν είμαστε ικανοί-, τόσο ο νους και η καρδιά μας είναι γεμάτα από έναν άλλο πόνο, όχι αυτόν για τη σωτηρία του κόσμου, αλλά για τη δική μας σωτηρία. Μη έχοντας το δικαίωμα να θίξω τη δική σας ζωή, θα μιλήσω για μένα. Βλέποντας τον εαυτό μου ανίκανο να αγαπήσει όπως μας εντέλλεται ο Χριστός, αισθανόμουν σαν τον ελεεινότερο άνθρωπο του κόσμου, σαν να ήμουν κάτω από την απειλή μιάς τρομερής κατάρας, και έκλαιγα επί δεκαετίες για να ελευθερωθώ από αυτή την αρρώστια. Καταλαβαίνω ότι, όταν και εσείς βλέπετε αυτή την ανημπορία, την αδυναμία να ακολουθήσετε τον Χριστό, οι καρδιές σας είναι πραγματικά γεμάτες από πόνο.
Ο πόνος μας είναι ανάλογος με την αγάπη μας προς τον Χριστό.
Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Χριστό χωρίς παθήματα. Γι` αυτό είπε ο Χριστός: «Ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ούκ έστι μου άξιος». Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον χαρακτήρα αυτής της οδού. Να γνωρίζετε καλά πως αν άνθρωποι του αναστήματος του οσίου Σεραφείμ, του οσίου Σιλουανού και άλλων οσίων ασκητών, έκλαψαν μέχρις εξαντλήσεως, αυτό ήταν αποτέλεσμα της αγάπης, η οποία πάσχει μέσα στον κόσμο αυτό.
Ζήτησα να έρθετε μόνο εσείς σήμερα. Σας παρακαλώ λοιπόν να φυλάξετε αυτό πού σας εμπιστεύθηκα από τη ζωή μου. Μην το φανερώνετε εύκολα στον οποιονδήποτε.

Εγώ ο ίδιος θρηνούσα σαν να ήμουν καταραμένος, λόγω της ανικανότητός μου να ζήσω ως χριστιανός.
Όσο για μας, διαλέξαμε αυτή την οδό, την ποτισμένη με δάκρυα. Πρέπει όμως να κρατήσουμε τη στάση των «καλλιεργημένων» πνευματικά μοναχών: Οφείλουμε να μη δείχνουμε τον πόνο μας επί παρουσία άλλων. Δεν πρέπει, στις περισσότερες περιπτώσεις, ούτε καν να μιλούμε γι’ αυτόν. Γι’αυτό, όσοι μας επισκέπτονται θαυμάζουν: «Να ένας χώρος ειρήνης, ένας χώρος προσευχής, όπου κανείς αισθάνεται την παρουσία του Θεού». Αλλά εμείς οι ίδιοι υποφέρουμε! Είμαστε συντετριμμένοι από την εργασία, από την αδυναμία να ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές Του.
Εγώ ο ίδιος βίωσα κάποτε στιγμές, όπου μου φαινόταν πως το να ακολουθήσω τον Χριστό ήταν πολύ δύσκολο δεν μπορούσα να Τον ακολουθήσω πλέον: «Όχι… αν είναι με τέτοιο τίμημα, δεν θέλω!».
Ζω με τον πόνο ότι είμαι ανάξιος της σωτηρίας.
Αν ζω με τέτοιον τρόπο, όλη μου η ζωή δεν είναι παρά μια κρίση. Καταλαβαίνετε γιατί δεν θα έρθουμε σε Κρίση; Διότι την βιώνουμε συνεχώς από εδώ κάτω.

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2020

Κυριακή Δ΄ Ματθαίου: Η μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου


Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας περιγράφει ένα γεγονός που μας δείχνει πως κάποιοι άνθρωποι είναι υγιείς ανάμεσα στους ασθενείς κι άλλοι είναι άρρωστοι ανάμεσα στους υγιείς. Πως υπάρχει πίστη ανάμεσα στους ειδωλολάτρες και απιστία ανάμεσα σε κείνους που υπερηφανεύονται για την καθαρότητα της πίστης τους, κομπάζουν ότι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Η περικοπή αυτή γράφτηκε σαν μια διδαχή για όλες τις εποχές και για όλους τους λαούς και εφαρμόζεται και σε μας μέχρι σήμερα. Η διδαχή αυτή είναι τόσο οξεία, όσο και το ξίφος των χερουβίμ, καθαρή σαν τον ήλιο, φρέσκια κι αναπάντεχη όπως τα λουλούδια του αγρού. Κι αυτό για να μας δημιουργήσει δέος με την οξύτητά της, να μας φωτίσει με την καθαρότητά της και να μας αφυπνίσει από την πνευματική νάρκωση κι αδράνειά μας. Κυρίως όμως καταγράφηκε για να προειδοποιήσει όλους εμάς τους χριστιανούς να μην ξεχαστούμε και πέσουμε στην οίηση επειδή εκκλησιαζόμαστε, προ­σευχόμαστε στο Θεό και ομολογούμε το Χριστό. Γιατί τότε στην τελική Κρίση του Θεού θα συναντήσουμε μπροστά μας ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, αλλ’ έχουν μεγαλύτερη πίστη και περισ­σότερα καλά έργα.
«Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος» (Ματθ. η 5,6). Ο εκατόνταρ­χος ήταν αξιωματικός στα στρατόπεδα της Καπερνα­ούμ, που ήταν η πιο σπουδαία πόλη στα παράλια της Γαλιλαίας. Δεν ξέρουμε, αλλ’ έχει και δευτερεύουσα σημασία, αν υπαγόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη ή βρι­σκόταν στην εξουσία του Ηρώδη Αντίπα, μάλλον όμως αναφερόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι ήταν ειδωλολάτρης, όχι Ιουδαίος. Είναι ο πρώτος Ρωμαίος αξιωματικός που αναφέρεται στο ευαγγέλιο ότι πίστεψε στο Χριστό. Δεύτερος ήταν ο εκατόνταρχος που βρισκόταν σε υπηρεσία στη σταύρωση του Χριστού, εκείνος που σαν είδε τα υπερφυσικά φαινόμενα τη στιγμή που ο Κύριος παρέδιδε το πνεύμα Του, αναφώνησε: «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ’ 54). Μετά αναφέρεται κι ο εκατόνταρχος Κορνήλιος στην Καισάρεια, εκείνος που τον βάφτισε ο απόστολος Παύλος (βλ. Πράξ. κεφ. ι’). Αν κι οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ειδωλολάτρες, γνώρισαν την αλήθεια και τη ζωή του Χριστού και πίστεψαν σ’ Αυτόν πιο γρήγορα από τις ορδές των σοφών αλλά τυφλών Ιουδαίων γραμματέων.
Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυ­τικός, δεινώς βασανιζόμενος. Ο «παις» του εκατό­νταρχου πρέπει να ήταν δούλος του. Κι ο υψηλόβαθ­μος αξιωματικός, ο εκατόνταρχος, μίλησε σαν απλός στρατιώτης που ζητάει βοήθεια. Η παράλυση είναι τρομερή πάθηση. Ο νεαρός στρατιώτης βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, όπως διηγείται ο ευαγγε­λιστής Λουκάς. Και φαίνεται πως ο εκατόνταρχος τον αγαπούσε πολύ. Έτσι μόλις άκουσε πως ο Χριστός έφτανε στην Καπερναούμ, ξεκίνησε να πάει να τον συναντήσει και να του ζητήσει βοήθεια για τον αγα­πημένο του δούλο.[...]
Ακούοντας για τη δόξα και τη δύναμη του Κυρίου Ιησού και αισθανόμενος την ανθρώπινη αμαρτωλότητα κι αναξιότητά του, ο εκατόνταρχος ζήτησε πρώτα από τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων να πάνε εκείνοι στον Κύριο και να τον παρακαλέσουν να πάει στο σπίτι του. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως ο Κύριος θά ‘θελε να τον επισκεφτεί. Ίσως να σκεφτόταν: «Εγώ είμαι ειδωλολάτρης κι αμαρτωλός. Εκείνος είναι διορατικός. Με το που θ’ ακούσει το όνομά μου θα καταλάβει αμέσως πως είμαι αμαρτωλός. Ποιός ξέρει τότε αν θα θελήσει να έρθει στο σπίτι μου; Είναι καλύτερα να στείλω τους Ιουδαίους κι αν αρνηθεί, η άρνηση θα είναι σ’ αυτούς, αν δεχτεί…θα δούμε». Όταν διαπίστωσε πως ο Κύριος δέχτηκε, τά ‘χασε, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Τότε έστειλε τους φίλους του να πουν στο Χριστό να μην έρθει στο σπίτι του, γιατί ήταν αμαρτωλός και ανάξιος. Έφτανε μόνο να πει ένα λόγο κι ο δούλος του θα γινόταν καλά.
Με το που έφτασαν οι δούλοι του όμως στο Χριστό και του έδωσαν το μήνυμα του εκατόνταρχου, έφτασε κι ο εκατόνταρχος. Ήταν τόσο θλιμμένος, που δεν άντεχε να μείνει στο σπίτι του. Να ερχόταν ο ίδιος ο Κύριος στο σπίτι του; Όχι, όχι. Οι φίλοι του δεν ήξεραν ακόμα ποιός ήταν ο Κύριος. Όσο για τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, ο εκατόνταρχος θα είχε μάθει από πριν πως μερικοί απ’ αυτούς λειτουργούσαν ανταγωνιστικά στο Χριστό, δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Έτσι έτρεξε να τον συναντήσει ο ίδιος, αφού τώρα ήξερε πως δε θ’ αρνιόταν κι επομένως δε θα τον ταπείνωνε μπροστά στους ανθρώπους, επειδή ήταν και αξιωματικός.
Είναι αλήθεια πως οι Ιουδαίοι μίλησαν με καλά λόγια στο Χριστό για τον εκατόνταρχο. «Άξιός εστιν ω παρέξει τούτο, αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν» (Λουκ. ζ’ 4-5). Όλα όσα κι αν είπαν όμως δεν αγγίζουν την ουσία του θέματος. Πρόβαλαν την καλοσύνη του εκατόνταρχου για δικό τους όφελος. Αγαπά γαρ το έθνος ημών, είπαν. Άλλοι Ρωμαίοι αξιωματικοί κι αξιωματούχοι περιφρονούσαν τους Ιουδαίους, αυτός όμως τους αγαπούσε. Και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. Ήταν σα νά ‘λεγαν δηλαδή: Αυτός ξοδεύει τα δικά του χρήματα και μεις γλιτώνουμε τα δικά μας. Μας οικοδόμησε έναν οίκο προσευχής που τον είχαμε ανάγκη, αλλιώς θ’ αναγκαζόμασταν να τον οικοδομήσουμε και να τον πληρώσουμε μόνοι μας». Τα είπαν όλ’ αυτά σα ν’ απευθύνονταν στον Καϊάφα, όχι στο Χριστό. Ο Χριστός δεν τους έδωσε καμιά απάντηση σ’ αυτά, έμεινε σιωπηλός και επορεύετο συν αυτοίς. Τότε οι φίλοι του εκατόνταρχου πήγαν να συναντήσουν το Χριστό και στο τέλος πήγε κι ο ίδιος ο εκατόνταρχος.
Όταν ο εκατόνταρχος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Χριστό, έπρεπε βέβαια να του εξηγήσει για μια ακόμα φορά όλο το πρόβλημα, αν κι ο Χριστός είχε ήδη πληροφορηθεί γι’ αυτό. «Και λέει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν» (Ματθ. η’ 5). Προσέξτε πως μιλάει εκείνος που έχει εξουσία και δύναμη! Δεν είπε «θα δούμε», ούτε τον ρώτησε όπως έκανε με άλλους: «Πιστεύεις πως μπορώ να το κάνω αυτό;» Έβλεπε ήδη στην καρδιά του εκατόνταρχου την πίστη του. Έτσι είπε αποφασιστικά, μ’ έναν τρόπο που κανένας γιατρός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει: Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.
Ο Κύριος μίλησε σκόπιμα με τέτοια αποφασιστικότητα, για να προκαλέσει από το στόμα του εκατόνταρχου την απάντηση μπροστά στους Ιουδαίους. Όταν ο Θεός επιτελεί ένα έργο, το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπηρετεί μια μόνο περιοχή, αλλά πολλές. Ο Κύριος ήθελε το γεγονός αυτό να ωφελήσει πολλούς: να θεραπεύσει τον άρρωστο, ν’ αποκαλύψει τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, να επιτιμήσει τους Ιουδαίους για την απιστία τους και να κάνει μια μεγάλη προφητεία για τη βασιλεία Του· να μιλήσει δηλαδή για κείνους που νομίζουν πως είναι άξιοι να μπουν στη βασιλεία Του, που ουδέποτε θα μπουν, καθώς και γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά ελπίδα, αλλά τελικά θα μπουν.
«Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8). Τί τεράστια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη φλογερή αυτή πίστη και την ψυχρή, νομικίστικη πίστη των Φαρισαίων! Η πίστη του εκατόνταρχου μοιάζει με φωτιά που καίει, ενώ των Φαρισαίων η πίστη είναι σαν εικόνα της φωτιάς. Όταν κάποιος Φαρισαίος κάλεσε στο σπίτι του το Χριστό για δείπνο, με τη νομικίστικη νοοτροπία του σκέφτηκε πως, με το να τον καλέσει στο σπίτι του, τιμούσε πολύ το Χριστό. Δε διανοήθηκε καθόλου πως ο Χριστός τιμούσε αυτόν και το σπίτι του με την επίσκεψή Του. Με την αλαζονεία και την υπέρμετρη υπερηφάνειά του, ο Φαρισαίος αμέλησε ακόμα και τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις και τις πράξεις φιλοξενίας, δηλαδή δεν έφερε νερό στο φιλοξενούμενο για να πλύνει τα πόδια Του, δεν τον υποδέχτηκε με εναγκαλισμό ούτε και έχρισε το κεφάλι Του με μύρο (βλ. Λουκ. ζ’ 44-46).
Προσέξτε τώρα πόσο ταπεινός ήταν ο ειδωλολάτρης αυτός, πόσο συντετριμμένος στάθηκε μπροστά στον Κύριο, αν και δεν είχε διαβάσει το νόμο του Μωυσή και τους προφήτες. Είχε μόνο τον κοινό νου, το μοναδικό φως για να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, το καλό από το κακό. Ήξερε πως οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της Καπερναούμ θα το λογάριαζε μεγάλη τιμή να δεχτεί τον εκατόνταρχο στο σπίτι του. Στο Χριστό όμως ο εκατόνταρχος δεν έβλεπε ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά τον ίδιο το Θεό. Γι’ αυτό και είπε: ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης.
Τί μεγάλη, τί υπέροχη πίστη στο Χριστό και τη δύ­ναμή Του! Μόνον ειπέ λόγω και η αρρώστια θα ξεπεραστεί, ο δούλος μου θα γίνει καλά. Ούτε ο απόστολος Πέτρος δεν μπορούσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να φτάσει σε τόσο μεγάλη πίστη. Στην παρουσία του Χριστού ο εκατόνταρχος ένιωσε την παρουσία, το πυρ και το φως του ουρανού. Γιατί έπρεπε να μπει τόσο μεγάλη φωτιά στο σπίτι του, όταν και μια σπίθα θα ήταν αρκετή; Γιατί να βάλει ολόκληρο τον ήλιο στο σπίτι του, όταν αρκούσε και μια μόνο ακτίνα του; Αν ο εκατόνταρχος γνώριζε τις Γραφές, όπως εμείς σήμερα, ίσως να έλεγε στο Χριστό: «Εσύ, που μόνο με το λόγο Σου δημιούργησες τον κόσμο και τον άνθρωπο, μπορείς μ’ ένα Σου λόγο να θεραπεύσεις τον άρρωστο. Μία μόνο λέξη Σου είναι αρκετή, γιατί είναι πιο δυνατή από τη φωτιά, πιο λαμπερή από την ακτίνα του ήλιου. Μόνον ειπέ λόγω! Πόση ντροπή πρέπει να προξενήσει σε πολλούς από μας σήμερα η μεγάλη αυτή πίστη, σε μας που γνωρίζουμε τις Γραφές, αλλά η πίστη μας είναι εκατό φορές μικρότερη!
Ο εκατόνταρχος δεν τέλειωσε με τα λόγια αυτά. Συνέχισε για να εξηγήσει πού στήριζε τόσο πολύ την πίστη του στη δύναμη του Χριστού: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί» (Ματθ. η’ 9).
Τί ήταν ο εκατόνταρχος; Ένας άνθρωπος που είχε στην εξουσία του εκατό στρατιώτες και υπήρχαν άλλοι εκατό που τον εξουσίαζαν. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξουσία του ήταν υποχρεωμένοι να τον υπακούν. Όταν λοιπόν αυτός, που είχε και ανωτέρους να τον εξουσιάζουν, αλλά που είχε κι ο ίδιος μικρότερη εξουσία, μπορούσε να δίνει διαταγές στους στρατιώτες και τους δούλους του, πόση μεγαλύτερη εξουσία είχε ο Χριστός, που δεν εξουσιάζεται από κανέναν άνθρωπο, που είναι ο ίδιος η υπέρτατη εξουσία στη φύση και στον άνθρωπο. Όταν τόσοι άνθρωποι υποτάσσονται στην αδύναμη φωνή του εκατόνταρχου, πώς να μην υποτάσσονται τα πάντα στο λόγο του Θεού, που είναι δυνατός σαν τη ζωή, οξύς σαν ξίφος και φοβερός σαν την καταιγίδα;
Ποιοί είναι οι στρατιώτες και οι δούλοι του Χριστού; Δεν είναι κάθε λογική ύπαρξη ενταγμένη στο στρατό του Χριστού; Οι άγγελοι, μαζί με τους αγίους και τους θεοφοβούμενους ανθρώπους, δεν είναι στρατιώτες του Χριστού; Όλες οι δυνάμεις της φύσης, των ασθενειών και του θανάτου, δεν είναι δούλοι Του; Ο Κύριος διατάζει τη ζωή. Λέει: «πήγαινε σ’ αυτήν ή την άλλη ύπαρξη» και πηγαίνει. Λέει «έλα πίσω» και γυρίζει. Στέλνει ζωή, επιτρέπει την αρρώστια και το θάνατο. Θεραπεύει τους αρρώστους και ανασταίνει τους νεκρούς. Στο λόγο Του, οι αγγελικές δυνάμεις κάμπτουν όπως η φλόγα στον ισχυρό άνεμο. «Αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ’ 9). Κανένας δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη δύναμή Του, δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει το λόγο Του. «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. ζ’ 46). Δε μιλούσε σαν άνθρωπος που εξουσιάζεται, αλλά ως άρχοντας, «ως εξουσίαν έχων» (Ματθ. ζ’ 29). Είχε τέτοιο πρόσωπο που έκανε τον εκατόνταρχο να τον ικετεύσει: ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου. Θεραπεία παραλυτικού δεν μπορεί να κάνει κανένας θνητός άνθρωπος στη γη, για το Χριστό όμως ήταν εντελώς συνηθισμένο πράγμα. Δε χρειαζόταν να καταβάλει κάποια μεγάλη προσπάθεια για να κάνει τη θεραπεία, ούτε καν να πάει στο σπίτι του εκατόνταρχου. Δεν είχε ανάγκη ούτε καν να δει τον άρρωστο. Δε χρειαζόταν να τον πιάσει από το χέρι και να τον σηκώσει. Μόνο ειπέ λόγω και το έργο θα γίνει. Αυτό ήταν το μέτρο της πίστης του εκατόνταρχου, της από μέρους του αποδοχής του Χριστού.
«Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» (Ματθ. η’ 10). Γιατί θαύμασε ο Χριστός, αφού γνώριζε από πριν ποιά θα ήταν η απάντηση του εκατόνταρχου; Δεν προκάλεσε την απάντηση αυτή με τα λόγια Του, εγώ ελθών θερα­πεύσω αυτόν; Γιατί λοιπόν τώρα θαυμάζει; Απλά για να διδάξει εκείνους που ήταν μαζί Του. Θαυμάζει για να τους δείξει τί αξίζει να θαυμάζεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Θαυμάζει τη μεγάλη πίστη του ανθρώπου αυτού, για να διδάξει τους πιστούς πως πρέπει να εκτιμούν τη μεγάλη πίστη. Και πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που ν’ αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Ο Χριστός δε θαύμαζε την ομορφιά της θάλασσας της Γαλιλαίας, επειδή τέτοια ομορφιά σε σύγκριση με τα κάλλη του ουρανού, που απλωνόταν μπροστά στα μάτια Του, δεν άξιζε τίποτα. Ούτε και τη μεγάλη σοφία των ανθρώπων θαύμαζε, ούτε τα πλούτη και τη δύναμή τους. Όλ’ αυτά είναι μηδαμινά μπροστά στη σοφία, τον πλούτο και τη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, που του ήταν τόσο οικεία. Αλλ’ ούτε και τις μεγάλες εθνικές συναθροίσεις που γίνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή θαύμαζε. Τέτοιες συναθροίσεις ήταν εντελώς ασήμαντες σε σύγκριση με τη σύναξη των αγγέλων στον ουρανό, που γίνονταν από καταβολής κόσμου. Όταν οι άλλοι θαύμαζαν το περίφημο κάλλος του ναού του Σολομώντα, Εκείνος μιλούσε για την ισοπέδωσή του. Το μόνο που άξιζε να θαυμάζει κανείς ήταν η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Είναι το μέγιστο και κάλλιστο γεγονός στη γη. Με την πίστη ο σκλάβος ελευθερώνεται, ο μισθωτός γίνεται υιός Θεού, ο θνητός άνθρωπος μεταβάλλεται σε αθάνατο. Όταν ο δίκαιος Ιώβ κείτονταν πληγωμένος στις στάχτες και τα ερείπια όλης του της περιουσίας, όταν είχε χάσει και τα παιδιά του ακόμα, η πίστη του στο Θεό παρέμεινε αναλλοίωτη, ακλόνητη. Ενώ υπόφερε από τις πληγές και τους πόνους, έκραζε: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α’ 21).
Σε ποιούς εκφράζει ο Κύριος Ιησούς το θαυμασμό Του; Τοις ακολουθούσιν. Οι ακολουθούντες ήταν οι άγιοι απόστολοι. Θαύμαζε, για να διδαχτούν εκείνοι. Οι άλλοι Ιουδαίοι που είχαν πάει μαζί Του στο σπίτι του εκατόνταρχου, άκουσαν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος για να διατυπώσει το θαυμασμό Του: ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. Τους είπε δηλαδή ο Κύριος πως τέτοια πίστη δε συνάντησε ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, που έπρεπε να είχαν μεγαλύτερη πίστη απ’ όλους τους άλλους λαούς στη γη, αφού ο Κύριος τους είχε αποκαλύψει από την αρχή τη δύναμη και την εξουσία Του, τη μέριμνα και την αγάπη Του με αμέτρητα σημεία και θαύματα, καθώς και με τα πύρινα λόγια των προφητών Του. Στον Ισραήλ όμως η πίστη είχε σχεδόν ολότελα αφυδατωθεί, είχε στεγνώσει. Ο εκλεκτός λαός είχε επαναστατήσει ενάντια στον Πατέρα. Τόσο η καρδιά όσο κι ο νους τους τυφλώθηκαν, πέτρωσαν. Ακόμα κι οι απόστολοί Του στην αρχή – για παράδειγμα ο Πέτρος – δεν είχαν τόση πίστη στο Χριστό όση ο Ρωμαίος αυτός αξιωματικός. Ούτε και οι αδελφές του Λάζαρου, που επισκέφτηκε ο Χριστός στο σπίτι τους, ούτε κι οι συγγενείς κι οι φίλοι Του στη Ναζαρέτ, που μεγάλωσαν μαζί.
Τώρα ο Κύριος, που βλέπει με το πνεύμα Του ως τη συντέλεια του κόσμου, προφητεύει τις δυσμενείς εξελίξεις για τους Ιουδαίους, αλλά και τις ευχάριστες ειδήσεις για τον ειδωλολατρικό κόσμο:
«Λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η’ 11,12). Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε και εκπληρώνεται ως τις μέρες μας στο ακέραιο.
Στα ανατολικά και τα δυτικά των Ιουδαίων ζούσαν ειδωλολατρικοί λαοί. (Ο Θεοφύλακτος λέει: «Ο Κύριος δε λέει “πολλοί ειδωλολάτρες” αλλά “πολλοί…από ανατολών και δυσμών”, αν και είναι φανερό πως εννοούσε τους ειδωλολάτρες. Γιατί δεν κατονομάζει τους ειδωλολάτρες; Για να μη σκανδαλίσει τους Ιουδαίους. Γι’ αυτό και είπε από ανατολών και δυσμών»). Πολλοί απ’ αυτούς προσήλθαν στην πίστη ως ολόκληρα έθνη, όπως οι Αρμένιοι, οι Αιθίοπες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, καθώς και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης. Σε μερικές χώρες ένα μέρος του λαού ασπάστηκε την πίστη, όπως στην Αραβία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Περσία, την Ιαπωνία κ.ά. ενώ οι υιοί της βασιλείας (οι Ιουδαίοι), στους οποίους προσφέρθηκε πρώτα η βασιλεία του Θεού, έμειναν άκαμπτοι στην απιστία τους μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποσπάστηκαν από τις εστίες τους, περιφρονήθηκαν και μισήθηκαν από τους λαούς ανάμεσα στους οποίους έζησαν ως μετανάστες. Η ζωή τους στη γη έγινε σκότος εξώτερον, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων. Στον άλλο κόσμο, στο αθάνατο τραπέζι των προπατόρων τους Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θα βρεθούν άλλοι άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης, απ’ όλες τις φυλές και τις γλώσσες, εκτός από τους Ιουδαίους. Σ’ εκείνον τον κόσμο, για τους άπιστους υιούς της βασιλείας θα υπάρξει σκότος, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων.
Ο γεωργός ξεριζώνει και καίει το μαραμένο κλήμα και στη θέση του τοποθετεί βλαστάρια από παλιά κλήματα. Θα ξεχωρίσει τους επαναστατημένους γιούς του ουράνιου Πατέρα Του για πάντα, αιώνια, και θα υιοθετήσει τους μισθωτούς Του. Οι εκλεκτοί Του θα γίνουν απόβλητοι κι οι απόβλητοι εκλεκτοί. Οι πρώτοι θα γίνουν έσχατοι κι οι έσχατοι πρώτοι. Κι ο Ιησούς συνέχισε και είπε στον εκατόνταρχο:
«Και είπεν Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη» (Ματθ. η’ 13). Προφήτευσε πρώτα κι έπειτα έκανε το θαύμα, όχι μόνο για να επιβραβεύσει την πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και για να επιβεβαιώσει την προφητεία Του. Είπε ένα λόγο κι ο δούλος θεραπεύτηκε. Όπως στην πρώτη δημιουργία ο Θεός είπε και εγενήθησαν, έτσι και τώρα στην Καινή Κτίση, ο Κύριος λέει και γίνεται. Ο παράλυτος άνθρωπος, που δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει ολόκληρη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεραπεύτηκε και σηκώθηκε αμέσως μ’ ένα θεϊκό λόγο του Σωτήρα μας. Η αρρώστια είναι υπηρέτης του Θεού. Όταν ο Κύριος λέει «πήγαινε», πηγαίνει· όταν λέει «έλα», έρχεται. Ο άρρωστος άνθρωπος έγινε καλά δίχως φάρμακα και αλοιφές, επειδή ο υπηρέτης (η αρρώστια) αναγνώρισε τη φωνή του Αφέντη του κι αναχώρησε. Τα φάρμακα κι οι αλοιφές δε θεραπεύουν. Ο Θεός θεραπεύει. Ο Θεός θεραπεύει είτε άμεσα με το λόγο Του είτε με τα φάρμακα και τις αλοιφές, ανάλογα με την πολλή ή λίγη πίστη του αρρώστου. Δεν υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο φάρμακο για κάθε περίπτωση, που θα μπορούσε να διώξει την αρρώστια και ν’ αποκαταστήσει την υγεία χωρίς τη βοήθεια του Θεού, τη δύναμη, την παρουσία και το λόγο Του.
Ας έχει δόξα ο Θεός για τις αμέτρητες θεραπείες που κάνει στους πιστούς με το δυναμικό Του λόγο, τόσο στα αρχαία χρόνια όσο και σήμερα. Προσκυνούμε τον άγιο και παντοδύναμο λόγο Του, με τον οποίο αναδημιουργεί, θεραπεύει τους αρρώστους, ανασταίνει όσους έπεσαν, δοξάζει τους περιφρονημένους, επιβραβεύει τους πιστούς και προσηλυτίζει τους απίστους. Κι όλ’ αυτά μέσω του Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Του Υιού, του Κυρίου και Σωτήρα μας, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Μαζί με τις χο­ρείες των αγγέλων και των αγίων, προσκυνούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.