ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2021

Π. Nicolae Steinhardt για τόν Τίμιο Πρόδρομο.



«Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι κοινώς γνωστός σε μας για τη μεγάλη αγιότητα της ζωής του.  Ονομάζεται άγγελος κατά σάρκα ή άγγελος άνθρωπος, για το πόσο σκληρή ήταν η ζωή του στην έρημο και για τον ασυμβίβαστο ασκητισμό.


 Μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε τι σημαίνει για εμάς ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, με τον οποίο οι ιδιότητές του μας φαίνονται θαυμαστές, δηλαδή άξιες θαύματος και λατρείας, με τις οποίες μπορεί να είναι ο οδηγός και το πρότυπό μας;  Με την απόλυτη ταπεινοφροσύνη του, φυσικά.  Μέσω της απόλυτης αγάπης του για τον Χριστό, μέσω της συντριπτικής δύναμης της αγάπης για τον εαυτό του και της αντικατάστασής του με αγάπη για έναν άλλο.  Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής περνά στις σκιές, σβήνει τον εαυτό του, σαν να ήθελε να είναι αόρατος.


 Γίνεται εκείνος ο φίλος του Νυμφίου τον οποίο αναφέρει ο Ιησούς στο εδάφιο 29 του κεφαλαίου 3 του Ευαγγελίου του Αγίου Ιωάννη, ο φίλος που απολαμβάνει τη χαρά του Νυμφίου, που στέκεται και τον υπακούει με αγάπη και υπακοή, που δεν θέλει τίποτα περισσότερο.  Αυτό είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής: είναι το υπέροχο παράδειγμα του «εγώ» που βγαίνει από τον εαυτό του και - με ταπείνωση και απεριόριστη αφοσίωση - αποκτά την ικανότητα να αγαπά τον συνάνθρωπό του περισσότερο από τον εαυτό του.


 Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μπορεί να μας καθοδηγήσει στο στενό μονοπάτι της νίκης της υπερηφάνειας, της, του γελοίου εγωισμού και του εγωκεντρισμού που μας κοροϊδεύει, προτρέποντάς μας να πιστεύουμε ότι είμαστε κάθε γεωμετρικό σημείο στο κέντρο του κόσμου και πρέπει να εμπιστευτούμε μόνο τον εαυτό μας, να κλειστούμε και να στο καλά φυλαγμένο κέλυφος του ιμπεριαλιστικού εαυτού μας.  Ο Ιωάννης μπορεί να είναι ένα σίγουρο παράδειγμα της αγάπης μας για τον Νυμφίο, δηλαδή του Χριστού και της αμείλικτης υπηρεσίας του.


 Διατηρούμε από τη ζωή και τη θυσία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή την ανθρώπινη ικανότητα να βγει από τον εαυτό του, να ξεπεράσει το στενό του φαινομένου, να αγαπήσει τον άλλον.  Τολμούμε ακόμη και να κάνουμε έναν οδηγό από τη συγκλονιστική, θαυμαστή, γαλήνια φράση του Ιωάννη 3:30: «Αυτός πρέπει να αυξηθεί και εγώ να μειωθώ».


 Π. Nicolae Steinhardt


ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σάββατο, Αυγούστου 21, 2021

Κυριακή Θ’ Ματθαίου: Ομιλία 32η στο Ευαγγέλιο με θέμα την καθησύχαση της τρικυμίας όπου γίνεται λόγος και για τους πειρασμούς (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)




Ο άγιος Γρηγόριος ερμη­νεύει και αυτή τη διήγηση με την αναγωγική μέθοδο. Ιστορικά αυτή αποτελεί έκθεση του θαύματος της ηρέμησης των κυμάτων, ηθικά όμως υποδηλώνει την μέσω των πειρασμών τελειοποίηση της πίστεως, ενώ αναγωγικά παριστάνει τη δυσκολία του έργου των Αποστόλων στον εθνικό κόσμο. Ο Ιησούς Χρι­στός ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να μεταβούν στην απέναντι όχθη πριν από αυτόν. Αφού έθρεψε προηγουμέ­νως σωματικά τις πέντε χιλιάδες, αποστέλλει τώρα τους μαθητές στην τρικυμιώδη θάλασσα των Εθνικών, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, αντιμετωπίζοντας παντός είδους πειρασμούς. Η γνη­σιότητα της πίστεως στον Θεό χαρίζει υπομονή στους πειρα­σμούς, και αυτή πάλι τελειοποιεί την πίστη. Οι άνθρωποι βέβαια λυπούνται για τους πειρασμούς, που έπρεπε να χαίρονται, και «παρ’ εμού», λέγει ο ομιλητής, «ταύτην μάλιστα ζητείτε την άνεσιν των σωματικών πειρασμών, ης εγώ μάλλον καταφρονήσας προς ύμας ήλθον συμπάσχειν υμίν αιρούμενος». Ήταν περίο­δος θλίψεως των Θεσσαλονικέων, πιθανώς λόγω πολιορκίας.
1. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει, «να το θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη χαρά εάν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς». Δεν είπε απλώς να "χαίρεσθε", αλλά «να το θεωρήσετε μεγάλη χαρά», πα­ραινώντας όχι να είναι κανείς αναίσθη­τος προς τα οδυνηρά πράγματα, γιατί αυτό είναι αδύνατο, αλλά εισηγείται να θεωρεί επικρατέστερο τον θεάρεστο λογισμό. Είπε, «κάθε χαρά», δηλαδή τέλεια, μέγιστη, ανελλιπή, και μάλιστα όταν οι πειρασμοί είναι ποικίλοι. Γιατί; Επειδή με την υπομονή των πειρασμών γυμναζόμαστε και γινόμαστε και δοκιμώτεροι στα σχετικά με τον Θεό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αναγνωριζόμαστε ως ευδόκιμοι. Γιατί αυτό λέγει και η Σοφία Σολομώντος για τους αγίους· «ότι υπέβαλε ο Θεός αυτούς σε δοκιμασίες και τους βρήκε άξιους του εαυτού του». Αρα λοιπόν δεν είναι γι’ αυτούς ο πειρασμός αυτός άξιος κάθε χαράς; Αυτό αφού είπε και ο Θεός προς τον Ιώβ, τον απάλλαξε από τη λύπη για τον πειρασμό, λέγοντας· «νομίζεις ότι για άλλο λόγο σε μεταχειρίσθηκα έτσι, και όχι για να αποδειχθείς δίκαιος;». Τί ήθελε να του πει με αυτό; Σε μεταχειρίσθηκα έτσι, για να δοκιμά­σω την πίστη σου προς εμένα, σε ευεξία, σε καλή φήμη και ευπορία, και φάνηκες δίκαιος, συμπεριφερόμενος ως προς αυτά σύμ­φωνα με το θέλημά μου, προς εμένα που σου τα πρόσφερα, δια­χειριζόμενος και διοικώντας αυτά όπως εγώ ήθελα· σε μεταχειρί­σθηκα έτσι, για να δοκιμάσω την πίστη σου σε μένα, σε καχεξία, σε αδοξία, σε απορία, και φάνηκες δίκαιος, λέγοντας· «αν δεχθή­καμε τα αγαθά από τα χέρια τού Κυρίου, τα κακά δεν θα τα υπο­μείναμε;».
2. Από πού λοιπόν προέρχεται η υπομονή στους πειρασμούς; Από τη γνησιότητα της πίστεως στον Θεό. Ώστε οι πειρασμοί είναι μέσα δοκιμασίας των πιστών. Γι’ αυτό ο αδελφός τού Κυ­ρίου Ιάκωβος, αφού μας παρήγγειλε να χαιρόμαστε όταν περιπέσομε σε πειρασμούς, πρόσθεσε· «η δοκιμασία της πίστεώς σας επεξεργάζεται υπομονή, και η υπομονή», λέγει, «ας έχει έργο τέλειο». Κανένα, λέγει, από τα έργα της αρετής να μη κολοβώ­σεις, περιερχόμενος σε μαλθακότητα από την επίθεση των πειρα­σμών, αλλά μαζί με την υπομονή ας υπάρχει σε σένα και η τελειό­τητα της αρετής. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει την τελείωσή του μόνο με τα ακούσια, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα εκούσια, που είναι η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη προς τον Θεό και αναμεταξύ μας, και τα όσα ακολουθούν αυτήν, γιατί και αυτά μας χρειάζονται για την τελείωση, γι’ αυτό ο θείος αυτός απόστολος γράφοντας προς εμάς προσθέτει· «και η υπο­μονή ας έχει τέλειο έργο, για να είσθε τέλειοι και ολόκληροι, χω­ρίς να υστερείτε σε τίποτε», εννοώντας αυτό ακριβώς, ότι, αν θέλετε να δείχνετε τέλεια την προς τον Θεό πίστη σας, όχι μόνο να υποφέρετε γενναία πάσχοντας εξωτερικά, αλλά και οι ίδιοι από μόνοι σας να πράττετε τα θεάρεστα, έστω και αν είναι επίπονα· γιατί η πράξη και το πάθος, όταν συνεργάζονται μεταξύ τους για το αγαθό, παρέχουν στον άνθρωπο την κατά Θεόν τελείωση.
3. Πώς όμως δεν είπε, "να χαίρεσθε όταν πράττετε την αρετή", αλλά «όταν είσθε σε πειρασμούς»; Γιατί το να ασκούμε την αρετή εξαρτάται από μας και βρίσκεται στην εξουσία μας, το να περιπέσομε όμως στους πειρασμούς δεν εξαρτάται από μας. Επειδή όμως χωρίς αυτούς δεν υπάρχει τελείωση ή φανέρωση τής προς τον Θεό πίστεως, εκείνος που τρέχει προς την τελείωση τής πίστεως, όταν περιπέσει σε πειρασμούς, θα χαρεί που βρήκε το μέσο με το οποίο θα επιπετύχει την τελείωση. Γιατί στους τέλειους ως προς την πίστη για τη φανέρωση της τελειότητάς τους συμβάλλουν ωφέλιμα οι πειρασμοί, το πλέον θαυμαστό όμως είναι ότι όταν συμβεί να ρθουν τελειοποιούν και τους ατελείς, πράγμα που γίνεται φανερό και από τα λόγια τού ευαγ­γελίου που αναγνώσθηκε σήμερα.
4. Ας τα παρουσιάσομε όμως αυτά από την αρχή στην αγάπη σας. «Τον καιρό εκείνο ανάγκαζε ο Ιησούς τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να τον μεταφέρουν στην απέναντι όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη, και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ιδιαιτέρως». Και ερω­τούμε· ποιόν «εκείνον τον καιρό»; Όταν έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δύο ψάρια, και χόρτασαν τόσο πολύ, ώστε να γεμίσουν και δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των κλασμάτων, όπως ακούσαμε στις εκκλησίες την περασμένη Κυριακή (Την ογδόη Κυριακή Ματθαίου 14, 14-22).
5. Θα μπορούσε ίσως να απορήσει κανείς, για ποιο λόγο ανά­γκαζε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο. Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι προγραμμάτιζε και τα στη συνέχεια, σπεύδοντας προς τα έργα τα οποία ήρθε να τελέσει πάνω στη γη. Εγώ όμως, γι’ αυτό θα απορούσα, αν δεν τους ανάγκαζε. Επειδή δηλαδή εκεί­νος ήθελε να προβάλει σε όλους τον εαυτό του με τα έργα υπό­δειγμα κάθε καλού, έδειξε βέβαια πως πρέπει κανείς να συνανα­στρέφεται τα πλήθη προς ωφέλεια των ψυχών και των σωμάτων, υπολειπόταν όμως να δείξει και πως πρέπει συνευρίσκεται με τον Θεό, το να προσηλώνει δηλαδή το νου του σ’ αυτόν απαλ­λαγμένο από όλα τα επίγεια· πολύ βέβαια συμβάλλει σ’ αυτό η μόνωση και ερημία και η κατ’ αυτήν ησυχία. Επειδή λοιπόν ήταν καιρός να διδάξει και αυτό, ότι είναι καλό η ερημία και ηρεμία, η προσευχή και η μόνωση, και γι’ αυτό έπρεπε να ανεβεί στο όρος, ώστε να προσευχηθεί μόνος, και οι μαθητές επιθυ­μούσαν να είναι μαζί τους αδιάκοπα, και δύσκολα δέχονταν ν’ αποσπασθούν από εκείνον, πώς θα ανέβαινε μόνος στο όρος αν δεν τους ανάγκαζε να μπουν στο πλοίο και να το οδηγήσουν στην απέναντι όχθη;
6. Πρέπει όμως να προσέξομε εδώ και κάτι άλλο· όπως δηλαδή τώρα, αφού θεράπευσε και δίδαξε και έθρεψε το πλήθος με θαυ­μαστό τρόπο, απολύοντάς τους και ανεβαίνοντας στο όρος, ανά­γκασε τους μαθητές να παραδώσουν τους εαυτούς τους στη θά­λασσα και στα κύματα, έτσι ύστερα, αφού με την ενανθρώπησή του θεράπευσε τη φύση μας, τη δίδαξε και την έθρεψε με τον εαυ­τό του, αφήνοντάς μας σωματικά και ανεβαίνοντας στον ουρανό, έστειλε τους μαθητές σ’ όλο τον κόσμο, με άλλα λόγια στην αλμυ­ρή, επειδή είναι γεμάτη από πειρασμούς, θάλασσα των εθνικών, σαν με σκάφος, με το ευαγγέλιο και την κατ’ αυτό Εκκλησία, με το οποίο παραδόθηκαν στους πειρασμούς. Και όχι μόνο τους έστειλε, αλλά και τους ανάγκασε. Εάν κάποιος γνωρίζει τα σχετικά με τον Ιωάννη τον αγαπημένο από τον Χριστό θεολόγο, εάν κάποιος γνωρίζει γιατί επιτράπηκε η σχετικά με τον θάνατο του Στεφάνου θλίψη και ο διωγμός που ακολούθησε εκείνην, θα καταλάβει τί εννοώ· πράγματι δεν ήθελαν οι Απόστολοι να βγουν από τα Ιε­ροσόλυμα, αλλ’ επειδή αναγκάσθηκαν από τον διωγμό, διασπάρθηκαν στον κόσμο, και έτσι εκπλήρωσαν την αποστολή.
7. Και δεν αναγκάσθηκαν απλώς να διαπλεύσουν την κοσμική θάλασσα, μέσα στην οποία υπάρχει κάθε θλίψη και κάθε είδος πειρασμού, αλλά και να προχωρήσουν πέρα από αυτήν, δηλαδή να νικήσουν και να βρεθούν πέρα από τους πειρασμούς με τη νίκη. Όμως δεν το κατόρθωσαν χωρίς τον Ιησού· γιατί λέγει· «το πλοίο ήδη βρισκόταν στο μέσο της θάλασσας βασανιζόμενο από τα κύματα· γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος». Δεν ήταν τότε περισ­σότερο αντίθετος σ’ αυτούς ο άψυχος άνεμος, όσο ήταν ο Δομετιανός και ο Τραϊανός και ο Νέρων αργότερα· ή καλύτερα αυτοί βέβαια και οι παρόμοιοι είναι άγρια κύματα εγειρόμενα φοβερά εναντίον τής Εκκλησίας, ενώ ο αντίθετος άνεμος που τους τα­ρακουνά και τους αναστατώνει είναι το πνεύμα της πονηρίας, ο αντικείμενος για πάντα στην Εκκλησία του Χριστού διάβολος. «Κατά την τέταρτη όμως», λέγει «φυλακή της νύχτας πήγε προς αυτούς ο Ιησούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα», δηλαδή μετά την ένατη ώρα της νύχτας· γιατί οι νυχτοφύλακες συνήθιζαν να διαιρούν το διάστημα της νύχτας σε τέσσερα διαδοχικά τμή­ματα, ώστε, σύμφωνα με τις ισημερίες, η αρχή της τέταρτης φυ­λακής να είναι αρχή της δέκατης ώρας της νύχτας.
Τους αφήνει βέβαια τόση ώρα να βασανίζονται από την τρικυμία, για να τους ασκήσει στην υπομονή και να τους κατα­στήσει καρτερικούς. Αλλά και μετά από αυτό αφού εμφανίσθη­κε σ’ αυτούς, τους επιτρέπει να τον νομίσουν φάντασμα και να φοβηθούν τόσο, ώστε από φόβο να κραυγάσουν, αν και πήγε για να τους σώσει. Αυτό βέβαια θα μπορούσες να δεις και στην περίπτωση του παλαιού εκείνου λαού· όταν δηλαδή επρόκειτο να σχισθεί κατά τρόπο παράδοξο η θάλασσα στη μέση και να τους προσφέρει δρόμο σωτηρίας, τότε νόμιζαν ότι διατρέχουν τον έσχατο κίνδυνο, γιατί με την κατοπινή κύκλωση των εχθρών περισφίχθηκαν από άφευκτα κακά. Και τώρα κατά την παρουσία του πριν από την απαλλαγή από τα δαιμόνια που τους κατείχαν έκανε την εμφάνιση ο σφοδρός συνταραγμός των ελευθερουμένων· γιατί έτσι οι ευεργεσίες γίνονται όχι μόνο αγα­πητές, αλλά και μόνιμες στη μνήμη εκείνων που ευεργετήθη­καν. Και εμφανίζεται σ’ αυτούς τη στιγμή βέβαια που στην τρι­κυμία εκείνη επικαλούνταν τον Θεό των όλων, για να δείξει ότι αυτός είναι ο υπεράνω όλων Θεός που δίνει χέρι βοήθειας σ’ αυτούς που τον επικαλούνται. Περπατά επίσης πάνω στα κύμα­τα, ενώ η θάλασσα ήταν αγριεμένη, για να δείξει ολοκάθαρα, ότι αυτός είναι σύμφωνα με την προφητεία που βαδίζει πάνω στη θάλασσα σαν πάνω στο έδαφος, προς τον οποίο λέγει και ο Δαβίδ προφητικά· «οι δρόμοι σου είναι στη θάλασσα και τα μονοπάτια σου στα άφθονα ύδατα», και, «συ εξουσιάζεις τη δύναμη της θάλασσας, και συ καταπραΰνεις τον σάλο των κυ­μάτων της», πράγμα βέβαια που έκαμε αργότερα· γιατί μόλις τότε τους είδε φοβισμένους, επειδή δεν τον γνώρισαν, άλλωστε ήταν και νύχτα, μίλησε αμέσως προς αυτούς, γνωστοποιώντας τον εαυτό του από τη φωνή και λέγοντας· «εγώ είμαι, μη φο­βάσθε». Εγώ είμαι, εγώ που είμαι Θεός πάντοτε και τελευταία έγινα άνθρωπος για χάρη σας, βλεπόμενος και ακουόμενος και έχοντας τη δύναμη να κάνω τα πάντα· γι’ αυτό και βαδίζω με το σώμα πάνω στα κύματα και μπορώ να δώσω και στους άλλους τη δυνατότητα αυτή. Πράγματι όταν ο Πέτρος είπε προς αυτόν, «Κύριε, αν είσαι συ, δώσε εντολή να ρθω προς εσένα περπατώ­ντας πάνω στα ύδατα», πρόσταξε και έγινε.
9. Αλλά ας επαναφέρομε τον λόγο στην προηγούμενη σειρά του, σύμφωνα με την οποία λέγαμε μεταφορικά, ότι οι μαθητές στάλθηκαν στην κοσμική θάλασσα των εθνών, καθώς ο Κύριος ανέβαινε στο ουράνιο ύψος σαν σε όρος και εκεί πρόσφερνε ασφαλώς τις ευχές για χάρη μας, σαν αρχιερέας που έγινε και εισήλθε στα ενδότερα του παραπετάσματος, «για να εξιλεώνει», σύμφωνα με τον απόστολο, «τις αμαρτίες του λαού». Οι μαθητές λοιπόν που στάλθηκαν στην απέναντι όχθη, δηλαδή να νι­κήσουν και να ξεπεράσουν τους πειρατές, δεν νίκησαν ολο­κληρωτικά· γιατί ο αντικείμενος είναι ενεργής ακόμη και τα έθνη επιτίθενται με μανία εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά την τέταρτη όμως φυλακή της νύχτας, δηλαδή μετά τον φυσικό νόμο, μετά τον γραπτό νόμο, μετά την πρώτη παρουσία του Κυρίου και τον νόμο της χάριτος που δόθηκε κατ’ αυτήν, θα έρθει οπωσδήποτε ο καιρός τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού, που αναλογεί ακριβώς στην τέταρτη φυλακή της νύχτας. Τότε θα έρθει ο Κύριος καταπατώντας και καταργώντας και υποδουλώνοντας κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη· γιατί πρό­κειται να καταργήσει περίλαμπρα και να καταπατήσει τα κύμα­τα που ξεσηκώνονται άγρια εναντίον της Εκκλησίας του.
10. Γιατί θυμόσαστε, ότι ο λόγος υποδήλωνε μεταφορικά με τα κύματα που κινούνται και ξεσηκώνονται από το αντικείμενο πνεύμα, τους άρχοντες του κόσμου· και για να παραλείψω την εξέταση των ενδιάμεσων λεπτομερειών, όταν ανέβηκαν αυτοί στο πλοίο και ο Ιησούς και ο Πέτρος που είχε μεταβεί προς αυτόν από το πλοίο, κόπασε ο άνεμος και αφού πέρασαν απέναντι, έφτασαν στην ξηρά. Και πράγματι, όταν ο Κύριος και όλοι οι άγιοι που θα φύγουν από κοντά μας, τους οποίους υποδήλωσε ο Πέτρος, παραβρεθούν μαζί με μας κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τότε το νοητό αντικείμενο πνεύμα θα καταργηθεί τελείως και εμείς, αφού περάσομε την πολυκύμαντη θάλασσα του βίου, θα εισέλθομε στη γη των πράων, απ’ όπου έχει δραπετεύσει κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός. «Οι ευρισκόμενοι τότε στο πλοίο», λέγει, πήγαν και προσκύνησαν τον Ιησού, λέγοντας· Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και τότε βέβαια «κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και των επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει, ότι είναι Κύριος ο Ιησούς Χρι­στός προς δόξα τού Θεού Πατέρα».
11. Αλλά αφήνοντας την αλληγορική ερμηνεία, ας θυμηθούμε την αρχή των λόγων μας. Και αυτή ήταν, ότι οι πειρασμοί όταν έρχονται δεν ωφελούν μόνο τους τέλειους στην πίστη, όπως τον Ιώβ και τον Πέτρο και τον Παύλο και τους ομοίους, αλλά και τελειοποιούν τους ατελείς. Γιατί εδώ όχι μόνο ο Πέτρος, ούτε μόνο οι άλλοι μαθητές, που ήταν και αυτοί ατελείς ακόμη, αλλά και όλοι που ήταν πάνω στο πλοίο, τόσο πολύ ωφελήθηκαν στην πίστη από εκείνον τον πειρασμό, ώστε προσήλθαν και προσκύνη­σαν τον Ιησού και είπαν προς αυτόν· «αληθινά είσαι Υιός τού Θεού». Αρα λοιπόν καλώς λέγει ο απόστολος που αναφέραμε στην αρχή· «μακάριος είναι ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί, αφού αποδειχθεί άξιος, θα λάβει το στεφάνι της ζωής».
12. Δεν θέλω όμως, αδελφοί, να αγνοείτε ότι το είδος των πειρασμών είναι διπλό. Αλλά δεν εννοώ τώρα αυτό, ότι οι πειρασμοί δίνονται στους ανθρώπους λόγω ηδονής και οδύνης λόγω υγείας και νόσου, λόγω δόξας και αδοξίας, λόγω ευπορίας και απορίας, από τους οποίους πολύ χειρότεροι είναι οι διδόμενοι λόγω ηδονής και υγείας λόγω δόξας και ευπορίας· συμβαίνει βέβαια και αυτό, αλλά τώρα δεν σας ομιλώ γι’ αυτό το είδος των πειρασμών. Αλλά ποιά θέλω τώρα να γνωρίσετε; Προσέξτε και θα μάθετε. Αυτός ο μέγας Ιάκωβος, ο κατά σάρκα καλούμενος αδελφός του Κυρίου, εξαιτίας τής κατά θεία οικονομία μνηστείας του Ιωσήφ με την Παρθενομήτορα Μαρία, αφού είπε, «να χαίρεσθε όταν περιπέσετε σε ποικίλους πειρασμούς», και ότι «είναι μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί θα λάβει το στεφάνι της ζωής», έπει­τα, όπως αν έλεγε κάποιος σ’ αυτόν, και όμως υπάρχουν κάποιοι που βλασφημούν στους πειρασμούς, άλλοι που απελπίζονται τε­λείως, άλλοι που περνούν και θηλειά στον εαυτό τους, και αν ο πειρασμός είναι από τους έμφυτους και σαρκικούς, από θυμό ίσως ή επιθυμία, άλλοι πολλές φορές περιέπεσαν σε φόνους, και άλλοι παρέδοσαν τους εαυτούς τους στην ακολασία· πώς λοιπόν ο πει­ρασμός προέρχεται από τον Θεό και είναι πρόξενος στεφάνων; Σα να απολογείται προς αυτούς που τα λέγουν αυτά ο Ιάκωβος προσθέτει· «κανένας που δέχεται πειρασμό να μη λέγει, πειράζο­μαι από τον Θεό· γιατί αυτός δεν πειράζει κανένα· γιατί ο Θεός είναι απείραστος από τα κακά». Πειρασμό εδώ λέγει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, και το να περιπέσει κανείς σ’ αυτήν, από την οποία έμεινε απείραστος και ο Χριστός, αν και βέβαια πειράσθηκε αλλιώς· γιατί λέγει· «από όσα έπαθε με τον πειρασμό που υπέμεινε, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται»· αλλά και μετά τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ανέβηκε στο όρος για να πειρασθεί σύμφωνα με τούς λόγους του ευαγγελίου.
13. Ώστε πειρασμοί λέγονται και τα λυπηρά που επέρχονται στους ανθρώπους απ’ έξω και προσβάλλουν το σώμα, και η ίδια η προσβολή του εχθρού, αν και είναι ανεύθυνος, αφού και τον Κύριο τον πρόσβαλε πειράζοντάς τον. Πειρασμοί λέγονται και οι αμαρτίες, κατά τις οποίες, όπως λέγει ο ίδιος ο Ιάκωβος, «καθέ­νας μας πειράζεται παρασυρόμενος και δελεαζόμενος από τη δική του επιθυμία· γιατί η επιθυμία», λέγει, «όταν συλλάβει το θύμα γεννά την αμαρτία, και η αμαρτία όταν πραγματοποιηθεί γεννά τον θάνατο». Ποιόν θάνατο; Τον αιώνιο, που είναι ο εξαι­τίας της αμαρτίας χωρισμός του Θεού από την ψυχή. Αυτόν βέ­βαια τώρα από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια τον ακολούθησε και ο θάνατος του σώματος, τότε όμως, στον μέλλοντα αιώνα, για εκείνους που δεν μετανόησαν εδώ θα ακολουθήσει η αφόρητη και χωρίς τέλος κόλαση της ψυχής και του σώματος, αφού κατα­δικασθούν δίκαια από εκείνον που μπορεί να καταστρέψει στη γέεννα του πυρός και ψυχή και σώμα.
14. Αυτόν τον πειρασμό ας τον αποφύγομε με όση δύναμη έχομε, αδελφοί· γιατί το να τον αποφύγομαι βρίσκεται στη δική μας εξουσία. Γι’ αυτό να λυπηθούμε, όταν δούμε τους εαυτούς μας να έχουν περιπέσει σ’ αυτόν. Εάν λυπηθούμε γι’ αυτό όσο χρειάζεται, θα προετοιμάσομε τον εαυτό μας για μετάνοια αμεταμέλητη προς σωτηρία. Αυτόν τον πειρασμό έρχομαι και εγώ τώρα να αφαιρέσω από σάς, όχι αυτόν που πρόσκαιρα μόνο ζημιώνει και βλάπτει, αλλά εκείνον που βλάπτει αιώνια. Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, του οποίου εμείς είμαστε διάκονοι με τη χάρη του, είναι αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών, όχι των πρόσκαιρων, και εισήλθε με το αίμα του στα αληθινά άγια, αφού πέτυχε για μας λύτρωση όχι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια· αυτήν ερχόμαστε και εμείς να σας προσφέρομε, αν πείθεσθε, την αιώνια απολύτρωση, των ψυχικών πειρασμών, και όχι των σω­ματικών γιατί σύμφωνα με τον απόστολο, τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τη χάρη του Θεού προς καθαίρεση οχυρωμάτων, όχι των αισθητών, αλλά των κατασκευασμένων ενα­ντίον μας από τον νοητό εχθρό.
15. Σεις όμως μου φαίνεσθε ότι ούτε αντιλαμβάνεσθε ούτε ζη­τείτε την απολύτρωση των ψυχικών πειρασμών γιατί λυπείσθε για εκείνους τους πειρασμούς κυρίως, για τους οποίους έπρεπε να χαίρεσθε, καθόσον, αν θέλομε, μας προξενούν την αιώνια απολύτρωση, και από μένα αυτήν κυρίως ζητείτε, την εξάλειψη των σωματικών πειρασμών την οποία καταφρονώντας εγώ οπωσδή­ποτε, ήρθα προς εσάς, προτιμώντας να πάσχω μαζί με σας. Και βέβαια, αν λυπούμαστε περισσότερο για τις αμαρτίες μας, παρά για τα βλαβερά που μας συμβαίνουν, όχι μόνο η σωτηρία της ψυχής και η αιώνια απολύτρωση θα είναι μαζί μας, αλλά και η απολύτρωση των πρόσκαιρων πειρασμών. Γιατί από πού άραγε έγινε οδυνηρός και γεμάτος από στεναγμούς, φιλοπόλεμος και γεμάτος από συμφορές για μας ο βίος; Δεν έγινε από το ότι με την παράβαση της εντολής ρίξαμε τον εαυτό μας στον απαγορευμένο πειρασμό, δηλαδή την αμαρτία; Αν λοιπόν καθαρίσομε τώρα τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία με τη μετάνοια, και εδώ θα υποστούμε μετριώτερους πειρασμούς, και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψομε στον απαλλαγμένο από τη λύπη και τους πειρα­σμούς βίο.
16. Αφού λοιπόν επαναφέρομε τον εαυτό μας προς τον σωτήριο αυτό λογισμό, να μη λυπούμαστε και στενοχωρούμαστε για τις σωματικές μάλλον προσβολές, αλλά για τις ψυχικές ζημίες, που είναι πραγματικά πειρασμοί και άξιοι αληθινά λύπης, ώστε να λέμε και προς τον Θεό όπως ακριβώς μας δίδαξε, «μη μας βάλεις σε πειρασμό», τον απαγορευμένο και υπεύθυνο οπωσδήποτε πει­ρασμό, «αλλά απάλλαξέ μας από τον πονηρό, γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων». Γένοιτο.

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
AΛΛΗ ΟΨΙΣ

Δευτέρα, Αυγούστου 16, 2021

Από το Β' Εγκώμιον στην πάνσεπτον Κοίμησιν της Θεοτόκου του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού



Στην υπερκόσμια σήμερα και στην ουράνια εκκλησιά η άγια και μοναδική παρθένα οδηγιέται, αυτή που τόσο πολύ την παρθενία πόθησε, που λες κι έγινε καθαρώτερη φωτιά και τη μετάλλαξε. Γιατί βέβαια η κάθε κόρη που γεννά, παρθένα πια δεν είναι, όμως παρθένα μένει αυτή πριν κι ύστερα απ’ τη γέννα ως και την ώρα που γεννά. Σήμερα, η ζώσα κιβωτός του ζώντος Θεού η αγία, που στην κοιλιά της κράτησε μέσα τον τεχνουργό της, σ’ αχειροποίητη εκκλησιά σχολάζει του Κυρίου. Χορεύει από χαρά ο Δαβίδ, που είν’ απ’ τη γενιά του και κείνη κι ο θεάνθρωπος, κι οι άγγελοι αντάμα του χορεύουνε, οι αρχάγγελοι χειροκροτούν, δοξάζουν οι δυνάμεις μαζί κι οι αρχές αγάλλονται, οι εξουσίες ευφραίνονται κι οι κυριότητες χαίρουν, θρόνοι πανηγυρίζουνε, τα χερουβίμ υμνούνε, δοξολογούν τα σεραφίμ· γιατί καθώς δοξάζουνε της δόξας τη μητέρα, πιότερο αυτοί δοξάζονται. Σήμερα, η περιστέρα η πιο ιερή, η ακέρια κι άκακη ψυχή, η αγιασμένη από το Θείο Πνεύμα, φτερούγισε απ’ την κιβωτό, λέω απ’ το σώμα που Θεό δέχτηκε κι έγινε η αρχή για τη ζωή, κι ανάπαψε τα πόδια της εκεί στον κόσμο το νοητό που πέταξε και τη σκηνή της έστησε στη γη την άσπιλη της θείας κληρονομίας. Σήμερα δέχεται η Εδέμ του νέου Αδάμ το λογικό παράδεισο, που μες σ’ αυτόν η τιμωρία χαρίστηκε, το δέντρο της ζωής φυτεύτηκε κι η γύμνωσή μας πήρε τέλος. Γιατί γυμνοί δεν είμαστε πια τώρα κι ούτε ανέντυτοι, με δίχως τη λαμπρότητα της θεϊκιάς εικόνας κι έρημοι απ’ την πλούσια του Πνεύματος τη χάρη, κι ούτε, την παλιά γύμνωση κλαίγοντας, θε να πούμε· «Έβγαλα το χιτώνα μου και πώς θα τον φορέσω;» Γιατί, σε τούτον τον παράδεισο δεν τρύπωσε το φίδι, που για να πεθυμήσουμε την ψεύτικιά του θέωση, κατάντησε να μοιάσουμε στα ζώα τα δίχως γνώση. Γιατί ο ίδιος του Θεού ο Γιός ο μονογεννημένος, πούναι Θεός έχοντας την ίδια ουσία του Πατέρα, άνθρωπον επλαστούργησε ο ίδιος τον εαυτό του από τούτη την καθαρή και την παρθένα γη. Κι ο άνθρωπος εγώ θεώθηκα, αθανατίστηκα ο θνητός, κι έβγαλα τους δερμάτινους χιτώνες. Γιατί ξεντύθηκα το ντύμα της φθοράς, και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχτηκα την αλουργίδα της θεότητας. Σήμερα η παρθένα η άχραντη, που καμιά με τα πάθη της γης δεν είχε συγγένεια, αλλά με ουράνια εθράφη νοήματα, δεν εγύρισε πίσω στο χώμα της γης, μα καθώς ουρανός ζωντανός είχε γίνει, στ’ ουρανού πια τα δώματα κατοικεί. Γιατί ποιός, που θα την πη ουρανό, αληθινός δε θάναι, εκτός και μιλήση κανείς που τη γνώση κατέχει καλά, και την ύψωση ασύγκριτα ψηλότερ’ απ’ τους ουρανούς; Γιατί εκείνος πούφτιαξε και συγκρατεί τους ουρανούς, πούναι ο τεχνίτης κάθε πλάσματος εγκόσμιου κι υπερκόσμιου, βλεπόμενου κι αόρατου, που τόπος δεν είναι γι’ αυτόν κανείς στους τόπους όλους -αν καθορίζουμε σαν τόπο για τα πράγματα αυτό που τα περιέχει-, μέσα σ’ αυτήν χωρίς σπορά τον εαυτό του βρέφος έπλασε, και την απόδειξε κατοικία ευρύχωρη για τη θεότητά του, που γεμίζει τα πάντα και που μένει μονάχη αυτή απερίγραφτη, ολόκληρος μικραίνοντας για να χωρέσει μέσα της, χωρίς ν’ αλλοιωθή, και μένοντας έξω απ’ αυτήν ολόκληρος, κι έχοντας τόπο του τον αχώρητο σε όλα εαυτό του. Σήμερα ο πλούτος της ζωής κι η άβυσσος της χάρης -πώς να τολμήσω μ’ άτρεμα να το προφέρω χείλη- κρύβεται μες σε θάνατο από ζωή γιομάτο, και τον πλησιάζει ατρόμητη, που στην κοιλιά της κράτησε τον εξολοθρευτή του, αν είναι μπορετό να πούμε θάνατο τ’ όλο ζωή κι όλο αγιοσύνη ξόδι της. Αλλά σ’ ετούτο ως έφτασα το σύνορο του λόγου, για να μπορέσω να εκφραστώ το δυνατό μου πάθος, κι ενώ από θέρμη καίγομαι κι από την κοχλαστή φωτιά του πόθου, με συνεπαίρνουν δάκρυα χαράς και κάποιο ρίγος, λες κι αγκαλιάζω τ’ όλβιο και ποθεινό κλινάρι, το ξέχειλο από θαύματα, που δέχτηκε το ζωαρχικό το σώμα και τον αγιασμό μοιράστηκε απ’ τη γειτονιά του, αυτό το ίδιο το άγιο, πανάγιο, κι άξιο του Θεού σκήνωμα, μ’ ετούτα δω τα χέρια μου θαρρούσα πως αγκάλιαζα. Μάτια, χείλη και μέτωπα ως άγγιζαν τα μέλη μου, τα μάγουλα και το λαιμό, την αίσθηση είχα της αφής, λες και το σώμα ήταν όλο ένα παρόν, κι ωστόσο εστάθη αδύνατο, μ’ όλον πολύ που επάσχισα, κείνο που επόθουν με τα μάτια μου να δω. Γιατί πώς θάταν μπορετό να δω ό,τι αρπάχτηκε ψηλά, στου ουρανού τα ιερά; Κι έτσι έχουνε τα τωρινά. Όμως ποιες έκανε τότε γι’ αυτήν τιμές, κείνος που όρισε να τιμάμε τους γεννήτορες; Και πρώτα αυτούς που εσπάρησαν σ’ όλο το πρόσωπο της γης, για να ψαρεύουν με του Πνεύματος τις γλώσσες τις ποικίλες κι εναρμόνιες και με του λόγου τους το δίχτυ, τους ανθρώπους απ’ της πλάνης το βυθό, και να τους φέρνουν στο ουράνιο και πνευματικό του μυστικού δείπνου τραπέζι της ιερής χαράς για τους πνευματικούς τ’ ουράνιου νυμφίου γάμους, που ο Πατέρας για του Γιου τη χάρη του ομοούσιου κι ισοδύναμου λαμπρά και με βασιλικές τιμές γιορτάζει, σύννεφο, καθώς δίχτυ που στοιβιάζει και μαζεύει αϊτούς, από της γης τις άκριες στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το θείο πρόσταγμα, τους φέρνει. «Όπου είν’ το σώμα» είπεν η αλήθεια, ο Χριστός, εκεί κι οι αϊτοί θα μαζευτούνε. Και μ’ όλο που το είπε αυτό προφητικά, για τη μεγάλη, δεύτερη, δική του παρουσία, τη μεγαλοπρεπή, κι από τον ουρανό τον ερχομό του, κι εδώ ωστόσο άσχημα δεν πάει, το λόγο να ομορφήνουμε. Φτάσαν λοιπόν αυτοί, το Λόγο που είδανε και που τον υπηρέτησαν, για να φροντίσουν και τη μάνα του ως ώφειλαν, και πλούσιο και πολύτιμο μεράδι την ευλογία απ’ αυτήν ν’ αντλήσουνε. Γιατί ποιος αμφιβάλλει, πως είναι αυτή της ευλογίας η πηγή, κι όλων των αγαθών το κεφαλάρι; Κι ήταν μαζί τους οι οπαδοί τους κι οι διάδοχοι, να πάρουν μέρος στη φροντίδα και στην ευλογία. Γιατί όσοι μαζί κοπιάζουνε, ανάλογα και τον καρπό του κόπου τους κερδίζουν. Κι ήταν ακόμα εκεί όλη των εκλεκτών του Θεού η κοινότητα που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ. Αλλά κι από τους δίκαιους, παλιούς προφήτες, έπρεπε οι σπουδαιότεροι να δώσουν το παρόν, να πάρουν μέρος στην ιερή ακολουθία, όσοι δηλαδή προφητέψανε, πως θα γεννιόταν απ’ αυτήν για χάρη μας, και σάρκα θα φορούσε απ’ αγάπη στους ανθρώπους, ο Λόγος του Θεού. Μα ούτε κι οι άγγελοι έπρεπε να λείπουν απ’ τη σύναξη. Γιατί όπως στη γνώμη στάθηκαν του βασιλιά υπάκουοι και να τον παραστέκουνε τιμητικά αξιώθηκαν, έτσι και τη μητέρα του την κατά σάρκα έπρεπε τιμητικά να συνοδεύουν, την τρισευδαίμονη κι αληθινά μακαριστή, που απ’ όλες τις γενιές κι όλη την κτίση είναι ψηλότερα. Όλοι σ’ εκείνηνε σιμά σταθήκανε, που έλαμπε απ’ τη φωτιά του Πνεύματος και με λαμπρές μαρμαρυγές εφώτιζε, όσους με σεβασμό και φόβο και με πόθο σταθερό, το καθαρό του νου τους βλέμμα της απέθεταν. Γιατί καμιά δεν είναι ύπαρξη που έτσι να μην έκανε ή το πολύ νάναι μία· γιατί κανείς όσο ψηλά κι αν στέκη τα προσφερόμενα δεν τα καταφρονεί· κι ούτε που γίνεται, μια και προς όλα συγκατέβη κι αυτόν που πράττει και την προσφορά να μη δεχτή. Εδώ, λόγοι εμπνευσμένοι απ’ το Θεό, που ο Θεός τους λέει. Εδώ κάποια ποιήματα που στο Θεό ταιριάζουνε φτιαγμένα για το ξόδι. Γιατί να υμνήσουν έπρεπε μ’ αυτή την ευκαιρία, του Θεού την αγαθότητα, την πάνω κι από άπειρη και τη μεγαλωσύνη, που κάθε μέτρο ξεπερνά, τη δύναμη, που όλα αυτή τα δύναται, και τη δική του καταδεχτικότητα σε μας, που από κάθε ύψος και μέτρο πέρα βρίσκεται, και της ακατανόητης καλωσύνης του τον πλούτο τον υπέρπλουτο, και της αγάπης του το χάος το αγέμιστο· πώς δίχως ν’ αποχωριστή το μεγαλείο του, κατέβηκε ως την κένωση όπου τον ύψωσε, καθώς μαζί μ’ αυτόν το θέλησε ο Πατέρας και το Πνεύμα· πώς ο υπερούσιος ουσία γίνεται από κοιλιά γυναίκας με τρόπο υπερούσιο· πώς είναι και θεός, κι άνθρωπος έγινε, και μένει, και συνάμα υπάρχει και τα δυό· πώς ούτε την ουσίαν αφήκε της θεότητας, και «όμοια, κοινή» με μας «έλαβε σάρκα κι αίμα»· πώς, ο που τα σύμπαντα πληροί κι υπάρχει πάνω απ’ όλα και συγκρατεί τους κόσμους με το λόγο των χειλιών του, κατοίκησε τόπο στενό· πώς το φθαρτό και χορταρένιο σώμα εκείνης της πανένδοξης γυναίκας, δέχτηκε τη θεοτική φωτιά την καταλύτρα, και σαν χρυσάφι καθαρό ακατάλυτον εδείχτη. Με του Θεού τη θέληση γένηκαν όλα τούτα· γιατί όλα είναι δυνατά, όταν ο Θεός το θέλη, κι αδύνατο να γίνουνε εκείνος σα δε θέλη. Πάνω σε τούτα, βάλθηκαν οι λόγοι να φιλονικούν και ν’ αναμετριούνται, όχι πως πιο ψηλά θα φτάσουνε ο ένας απ’ τον άλλο -αυτό θα ταίριαζε σ’ ένα μυαλό ματαιόδοξο και μακριά πολύ από ό,τι το Θεό ευχαριστεί- μα πώς λειψοί να μην φανούν σε δύναμη και ζήλο, και στου Θεού την ύμνηση και στης μητέρας του Θεού το σέβας. Τότε λοιπόν, τότε ο Αδάμ κι η Εύα, του γένους οι προπάτορες, με χείλη οπού ’σταζαν χαρά φωνάζανε και λέγαν· κόρη μακαριστή, εσύ μας ελευθέρωσες απ’ της απείθειας την ποινή. Σώμα φθαρτό εμείς για σε κληρονομιάν αφήσαμε, και συ για μας μες στην κοιλιά σου ετοίμασες της αφθαρσίας το ρούχο. Την ύπαρξη εσύ πήρες απ’ τη σάρκα μας κι αντίδωρο ευδαιμονία μας χάρισες· τις λύπες τις κατάργησες, τα σάβανα έσκισες που μας τυλίγαν του θανάτου· την πρώτη κατοικία για μας την εξανάφτιαξες. Εμείς κλείσαμε τον παράδεισο, εσύ το δρόμο προς το δέντρο της ζωής πλατύ μας άνοιξες. Αιτία εμείς που απ’ τα καλά προκύψανε τα θλιβερά, χάρη σε σε απ’ τα θλιβερά μας ήρθαν τα καλύτερα. Και πώς εσύ η αμόλευτη το θάνατο να τον γευτείς; Γιοφύρι εσύ προς τη ζωή, κι ο θάνατος σου θα γενή σκάλα που πάει στους ουρανούς, μικρό καράβι που περνάει προς την αθανασία. Αληθινά μακαριστή εσύ ’σαι τρισμακάριστη. Γιατί ποιος θα προσφέρονταν, ο Λόγος αν δεν ήτανε, να πάθη αυτό που ανάλαβε να πράξη; Κι η σύναξη των προφητών εσυμφωνούσεν όλη. Εσύ τις προφητείες μας έκανες ν’ αληθέψουν. Εσύ την που προσμέναμε μας έφερες χαρά. Γιατί λευτερωθήκαμε απ’ του θανάτου τα δεσμά για χάρην εδική σου. Έλα κοντά μας, θησαυρέ θεϊκέ, ζωή που φέρνεις, έλα σε μας τους διψασμένους, συ που προσκόμισες του πόθου μας το πλήρωμα. Αλλά κι απ’ τη μεριά την άλλη πλήθος άγιοι, τραβούσανε την προσοχή με λόγους αρκετούς καθώς σωματικά γυροστεκόντανε. Μείνε μαζί μας, η παρηγοριά μας, λέγανε, μοναδικό στη γη κουράγιο μας· μη μας αφήσεις ορφανούς, μητέρα, που για του Γιου σου την αγάπη κινδυνεύουμε. Άσε να σ’ έχουμε στους κόπους μας ανάπαυλα και στους ιδρώτες μας δροσιά. Εσύ, κι αν θες να μείνης το μπορείς, κι αν βιάζεσαι να φύγης εμπόδιο δε θα βρης. Αν εσύ φύγης, του Θεού η κατοικία, και μεις μακάρι αντάμα σου να φύγουμε, που για το Γιό σου εμείς λαός σου είμαστε. Μονάχα εσύ μας έμεινες να σ’ έχουμε πάνω στη γη παρηγοριά. Ευτυχισμένοι θάμαστε αν ζης ζώντας μαζί σου, κι αν πεθάνης πεθαίνοντας. Μα τι θα πει αν πεθάνης; Αφού για σε κι ο θάνατος ζωή, και πιο καλή ζωή, κι απ’ την ζωήν ετούτην ασύγκριτα υπέρτερη· αλλά για μας τι ζωή θάναι τούτη να τη ζούμε, όταν εσέ μαζί μας δε θα σ’ έχουμε; Έτσι θαρρώ απάνω – κάτω οι απόστολοι, μ’ όλη μαζί της εκκλησίας τη σύναξη στην όλβια παρθένα θα μιλούσανε. Αλλά επειδή βλέπαν τη Θεομήτορα ανυπόμονα την εκδημία της να ορέγεται, ύμνους αρχίσαν κατευόδιους, καταγεμάτοι από τη θεία χάρη, το στόμα τους δανείζοντας στο Πνεύμα, απ’ το κορμί τους σ’ έκσταση και με βαθιάν αποθυμιά να την ακολουθήσουν στο ταξίδι της τη μάνα του Θεού, φεύγοντας απ’ τον κόσμο πριν την ώρα τους αν ήταν μπορετό κατά τη δύναμη του πόθου τους. Κι έπειτα όλοι, όταν τον πόθο και το χρέος ξεπληρώσανε, και πολυλούλουδο πολύχρωμο με τα ιερά τραγούδια τους στεφάνι πλέξανε, την ευλογία ως θησαυρό ελάβαιναν θεόσταλτο, καθώς και τα στερνά της λόγια που όπως έφευγε τους έλεγε. Κι απ’ όσο ξέρω ήταν για τη ζωήν ετούτη που κυλά και χάνεται, και φανερώναν τα κρυμμένα μυστήρια των αγαθών των μελλούμενων. 10. Κι ύστερα κοντά με τούτα και συνέχεια κι άλλα γίνανε, να, κάπως έτσι, όπως εγώ θαρρώ· ο ερχομός του βασιλιά σ’ αυτήν που τον εγέννα, για να δεχτή στα θεϊκά κι άχραντα χέρια του την ιερή της την ψυχή, την καθαρή κι αμόλευτη. Και δίχως άλλο έτσι αυτή του μίλησε. Στα χέρια σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίνω. Δέξου την π’ αγαπάς ψυχή μου, που άψογην εκράτησες. Σε σένανε, κι όχι στη γη, το σώμα μου τ’ αφήνω· το κατοικιά σου πούκαμες άβλαβο φύλαξέ το, παρθενικό που εκράτησες κι απ’ όταν εγεννήθης. Κοντά σου πάρε με, μαζί με σε να κατοικήσω κι εγώ, όπου θα είσαι εσύ, των σπλάχνων μου η φύτρα· σε σένα βιάζομαι να ρθω πούρθες και μ’ επισκέφτης, δίχως να χωριστής απ’ τον Πατέρα. Συ στα παιδιά μου π’ αγαπώ, κι αδέρφια σου να τα ονομάσεις δέχτηκες, γίνε παρηγοριά για το ταξίδι μου· καθώς τα χέρια μου πάνω τους θ’ ακουμπήσω, βάνε ευλογία πάνω στην ευλογία τους. Ύστερα, καθώς να φανταστή κανείς μπορεί, τα χέρια της υψώνοντας τους συναγμένους βλόγησε, αφού λόγια ως ετούτα είπε, κι ως άκουσε: «Έλα ευλογημένη» μου μητέρα, «να ξεκουραστής». «Σήκω, γειτόνισσά μου, έλα» μες στις γυναίκες «η ομορφότερη», «γιατί, να, διάβηκε ο χειμώνας, ήρθεν η ώρα για να κόψουμε κλαδιά»· «γειτόνισσά μου όμορφη, κι ούτε πούχεις ψεγάδι»· «η ευωδιά των μύρων σου πάνω απ’ τ’ αρώματα όλα». Ετούτα δω ως άκουσε, η Παναγιά, το πνεύμα της στου Γιου τα χέρια αφήνει. Και τώρα τι γίνεται; Κίνηση των στοιχείων θαρρώ, κι αλλαγή και φωνές και πάταγοι κι επάξιες υμνωδίες αγγέλων που συνοδεύουν, προπορεύονται, ακολουθούν· κι άλλοι μπαίνουνε στην ακολουθία της πανάγιας κι αψεγάδιαστης ψυχής, και στα ουράνια ως ανεβαίνει ανεβαίνουνε μαζί της, ώσπου στο θρόνο το βασιλικόν έφεραν τη βασίλισσα, κι άλλοι το θείο κι ιερό κυκλώνουν σώμα το άγιο, και με τραγούδια που σ’ αγγέλους πρέπουνε τη μάνα του Θεού υμνούνε. Και τι να κάναν όσοι στο πανάγιο και στο πανίερο σώμα παραστέκονταν; Με σεβασμό και πόθο και δάκρυα καυτής χαράς, κυκλώνοντας το άγιο και τρισευτυχισμένο σκήνωμα, το αγκάλιαζαν, το ασπάζονταν, κι όλα τα μέλη τους φέρναν κοντά στο σώμα, γιομίζοντας απ’ τ’ άγγιγμα αγιωσύνη κι ευλογία. Τότε οι αρρώστιες χάνονταν, κοπαδιαστά δαιμόνια φεύγαν τρέχοντας, συμμαζωμένα από παντού, μόνο προς τα βασίλεια του άδη· αγέρι, αιθέρας κι ουρανός αγιάζονταν το πνεύμα όπως ανέβαινε, καθώς και η γη, το σώμα ως της απόθεσαν. Αλλά κι η φύση των νερών μεράδι δε στερήθηκεν από την ευλογία· γιατί με καθαρό νερό τη λούζουν, που αντίς να δώση καθαρμό, αυτό από κείνη αγνίζεται. Εδώ οι κουφοί βρίσκουν ξανά ακέρια την ακοή τους, για τους κουτσούς στεργιώνονται οι βάσεις των ποδιών τους, καινούργιο φως χαρίζεται και στους τυφλούς, τα χρέη σκίζονται των αμαρτωλών με πίστη που πλησιάζουν. Ύστερα τι άλλο; Το καθάριο σώμα το τυλίγουν σε καθαρά σεντόνια εντός, και πάλι στο κλινάρι αποθέτουν τη βασίλισσα. Κατόπι μύρα και κεριά, κι άσματα κατευόδια, καθώς οι άγγελοι ψαλμωδούν στις εδικές τους γλώσσες τον ύμνο τον καλύτερο, κι ως τραγουδούν οι απόστολοι κι οι θεοφόροι πατέρες ωδές που ευφραίνουν το Θεό και που εμπνέει το Πνεύμα. Έπρεπε εκείνη που το Λόγο και Θεό μες στην κοιλιά της φιλοξένησε, να κατοικήση μες στου Γιου της τις θείες σκηνές· κι όπως είπεν ο Κύριος πως έπρεπε στην κατοικία του Πατέρα του να βρίσκεται, έτσι κι η μάνα έπρεπε μες στο βασίλειο του Γιου να κατοική, «στο σπίτι του Κυρίου» και «στις αυλές του Θεού μας». Γιατί αν βρίσκεται σ’ αυτόν «όλων που χαίρονται η κατοικία» άραγε πού να κατοικήση θα μπορούσε η αιτία της χαράς; Έπρεπε αυτή που φύλαξε την παρθενία και μες στη γέννα απείραχτη, αδιάφθορο το σώμα της να φυλαχτή κι από το θάνατο ύστερα. Έπρεπε αυτή που στην αγκάλη της βρέφος τον κτίστη εκράτησε στα θεϊκά να κατοική σκηνώματα. Έπρεπε η νύφη που ο Πατέρας διάλεξε, στους νυφικούς θαλάμους τ’ ουρανού να μένη. Έπρεπε αυτή που στο σταυρό το Γιο τον εδικό της αναγνώρισε, και δέχτηκε μες στην καρδιά τη μαχαιριά του πόνου, που απόφυγε στη γέννα της, να τον θεωρεί με τον Πατέρα του μαζί να κάθεται. Έπρεπε η μάνα του Θεού όλα τα πράγματα του Γιου και κείνη να κατέχη, κι απ’ όλη να προσκυνηθή την κτίση ως μάνα του Θεού και δούλη του. Γιατί πάντα η κληρονομιά κατέρχεται απ’ τους γονιούς στα τέκνα. Μα τώρα, ως είπε ένας σοφός, πάνω οι πηγές των ποταμών των ιερών ανεβαίνουν. Γιατί ο Γιος υπόταξε στη μάνα όλη τη χτίση. Ελάτε γι’ αυτό και μεις σήμερα την εξόδια γιορτή της μητέρας του Θεού να γιορτάσουμε, χωρίς σουραύλια και ντελίρια, και όργια ομαδικά της μάνας, όπως λένε, των ψευτοθεών, που οι ανόητοι στη φαντασία τους την πλάθουνε πολύτεκνη, ενώ ο λόγος της αλήθειας τη δείχνει άτεκνη. Τέτοιες της φαντασίας σκιές είναι οι θεοί αυτοί, χυδαία που υποκρίνονται πως είναι ό,τι ποτέ δεν ήτανε, έχοντας για βοήθεια την ανοησία αυτών που βρίσκονται στην πλάνη. Πώς μπορεί να γεννήση με σύζευξη το ασώματο; και με ποιό τρόπο θα ενωθή; και πώς μπορεί νάναι θεός κείνο που, μη όντας πρώτα, έγινε με τη γέννηση; Γιατί το γένος των θεών πως είναι ασώματο είναι ολοφάνερο ακόμα και σ’ αυτούς πούναι τυφλοί στο πνεύμα. Γιατί είπε κάπου μες στα λόγια του ο Όμηρος μιλώντας για την κατάσταση των θεών που τιμούσε: Ψωμί δεν τρώνε και πυρρό δεν πίνουνε κρασί για τούτο αίμα δεν έχουνε κι αθάνατους τους λένε. Λέει πως δεν τρώνε ψωμί κι ούτε κρασί θερμαντικό πως πίνουν, για τούτο είναι αναίμονες, δηλαδή χωρίς αίμα και τους λένε αθάνατους. Τόπε πολύ σωστά ότι «τους λένε». Γιατί τους λένε αθάνατους· μα ό,τι τους λεν δεν είναι· γιατί πεθάναν της κακίας το θάνατο. Όμως εμείς που είναι Θεός αληθινός εκείνο που λατρεύουμε, Θεός, που δεν ήρθε στην ύπαρξη απ’ την ανυπαρξία, μα αιώνιος απ’ τον αιώνιο, πέρα από κάθε αιτία και λογική και νόημα του χρόνου και της φύσης, τη μάνα του Θεού τιμούμε και σεβόμαστε, χωρίς να λέμε πως αυτή τούδωσε της θεότητας τη γέννηση την άχρονη -γιατί του Θεού Λόγου η γέννηση και άχρονη είναι κι αιώνια μαζί με του Πατέρα-, μα δεύτερην ομολογούμε γέννηση, με την εκούσια σάρκωση, που την αιτία της καλά γνωρίζουμε και λέμε. Γιατί εκείνος που είναι αιώνια ασώματος, σαρκώνεται για χάρη μας, για το δικό μας το σωσμό, για να μπορέση τ’ όμοιο με τ’ όμοιο να το σώση· και σαρκωμένος, απ’ αυτήν την ιερή παρθένα, γεννιέται δίχως σύζευξη, και μένει ολάκερος Θεός κι ακέριος γίνεται άνθρωπος, ο ίδιος Θεός ολόκληρος μαζί με το κορμί του, κι άνθρωπος είν’ ολόκληρος με τη θεότητά του την πάνω απ’ τις θεότητες. Έτσι, αναγνωρίζοντας την κόρη αυτή για μάνα του Θεού, την κοίμησή της την πανηγυρίζουμε χωρίς θεά και να τη λέμε· προς θεού· τα παρόμοια παραμύθια ταιριάζουνε στην αγυρτεία την ελληνική· αφού και τη θανή της την κηρύττουμε· αλλά αφού ο Θεός σαρκώθηκε την ξέρουμε για μάνα του Θεού. 16. Εκείνην μ’ άσματα ιερά σήμερα ας την υμνήσουμε, εμείς που μας χαρίστηκεν ο πλούτος νάμαστε λαός Χριστού και να λεγόμαστε. Εκείνην ας τιμήσουμε με προσευχές ολονύχτιες· εκείνην ας ευφράνουμε με την αγνότητα του σώματος και της ψυχής, γιατί είναι αγνή αληθινά, ύστερα απ’ το Θεό απάνω απ’ όλους· γιατί έτσι ασφαλώς αρμόζει: στους όμοιους τα όμοια να υποσχόμαστε. Αυτήν ας υπηρετήσουμε βοηθώντας και συμπάσχοντας μ’ αυτούς πόχουν ανάγκη. Γιατί αν στου Θεού τη δούλεψη, τίποτα ως η αγάπη, ποιος θα πει πως με τα όμοια κι η μάνα δε θ’ αγάλλεται; Αυτή στ’ αληθινά την ανείπωτη άβυσσο της αγάπης του Θεού εχάρισε σε όλους. Χάρη σ’ αυτήν ο πόλεμος που κάναμε ο πολύχρονος ενάντια στο δημιουργό σταμάτησε. Χάρη σ’ αυτήν κηρύχτηκε συμφιλίωση ανάμεσα σε μας και κείνον, μας δωρίστηκε η χάρη κι η ειρήνεψη, κι οι άνθρωποι χορεύουνε μαζί με τους αγγέλους, και γίναμε τέκνα Θεού οι καταφρονεμένοι. Kαι το σταφύλι της ζωής τρυγήσαμε από τούτη, της αφθαρσίας το βλαστό τον κόψαμε από τούτη. Αυτή έγινε μεσίτρια για τ’ αγαθά μας όλα. Μέσα της ο Θεός έγινε άνθρωπος και σε Θεό ο άνθρωπος υψώθη. Τι πιο παράδοξο απ’ αυτό; και τι ευδαιμονικώτερο; Ζαλίζομαι απ’ τον τρόμο μου, φοβάμαι για ό,τι λέω. Ελάτε να χορέψουμε, εσείς νεανικές ψυχές, με την προφήτιδα Μαριάμ στον ήχο των τύμπανων, νεκρώνοντας «τα μέλη μας που βρίσκονται πάνω στη γη»· γιατί αυτό είν’ το μυστικό νόημα του τυμπάνου· με της ψυχής μας την κραυγή μπρος στου Κυρίου και Θεού την κιβωτό ας φωνάξουμε, και της Ιεριχώς ευθύς θα γκρεμιστούν τα τείχη, λέω τα εχθρικά οχυρά του κράτους του διαβόλου. Πνευματικά ας χορέψουμε με το Δαβίδ αντάμα· γιατί ανεπαύτη σήμερα η κιβωτός Κυρίου. Ας πούμε με τον άγγελο Γαβριήλ τον πρωτοστάτη· «Χαίρε, γιομάτη χάρη εσύ, ο Κύριος μαζί σου». Χαίρε, της χαρμονής εσύ, το πέλαγος τ’ αξόδευτο. Χαίρε, τη λύπη μόνο εσύ μπορείς κι εξουθενώνης. Χαίρε, γιατρειάς το βάλσαμο σε κάθε καρδιάς πόνο. Χαίρε, που φεύγει ο θάνατος κι η ζωή μπαίνει εντός μας. Και συ, πούσαι ο πιο ιερός μέσα στους τάφους τους ιερούς, ύστερ’ απ’ το ζωαρχικό τον τάφο του Κυρίου, εκείνον πούγινε πηγή κι ανάβρυσε η ανάσταση, -θα σου μιλήσω ως νάσουνα ύπαρξη ζωντανή-, πούν’ ο χρυσός ο καθαρός όπου τα χέρια μέσα σου κρύψαν των αποστόλων; πούναι τ’ αξόδευτα αγαθά; πούν’ το κειμήλιο που Θεόν εδέχτη; πούν’ το ζωντανό τραπέζι, το νέο κι άκοπο πού βρίσκεται βιβλίο, που δίχως χέρι εγράφτηκεν άρρητα ο Θεός Λόγος; πούναι της χάρης η άβυσσος; το πέλαο της γιατρειάς; πούν’ η πηγή που τη ζωή γέννησε; πούν’ το σώμα της Θεομάνας τ’ ακριβό και πολυαγαπημένο; Στον τάφο τι ζητάτε αυτήν που πέταξε στα ουράνια δώματα; Σαν νάμουν φρουρός τι μου ζητάς ευθύνες; Ν’ αντισταθώ δεν δύναμαι στις διαταγές τις θείες. Το σώμα τ’ άγιο κι ιερό, αφού το σάβανο άφησε και μούδωσε τον αγιασμό, καθώς με γέμισε ευωδίες και μύρα κι ιερό ναό μ’ έκανε, σα να τ’ άρπαξαν έφυγε, με τη συνοδεία αγγέλων κι αρχαγγέλων κι όλων των επουράνιων δυνάμεων. Τριγύρω μου τώρα φτερουγίζουνε άγγελοι. Τώρα μέσα μου η θεία χάρη κατοικεί. Εγώ για τους αρρώστους έγινα γιατρικό, μακριά τους πόνους τους που διώχνει· εγώ πηγή ιαματική παντοτινή· σκορπίζω εγώ τους δαίμονες μακριά. Έγινα εγώ η πόλη που δίνει καταφύγιο για τους κατατρεγμένους. Με πίστη ελάτε, οι λαοί, ν’ αντλήσετε χαρίσματα ποτάμι. Με την πίστη σας ακλόνητη πλησιάστε. «Όσοι διψάτε στο νερό πηγαίνετε» προστάζει ο Ησαΐας, «κι από σας όσοι λεφτά δεν έχουν, πάτε και δίχως πληρωμή αγοράστε». Εγώ σ’ όλους κατά το ευαγγέλιο φώναξα. Απ’ τις αρρώστιες όποιος διψά τη γιατρειά, απ’ της ψυχής τα πάθη τη λύτρωση, οι αμαρτίες να χαθούν, να νεκρωθούν οι επιδρομές οι διάφορες, της βασιλείας των ουρανών την τέρψη ν’ απολαύση, με πίστη ας έρχεται κοντά μου απ’ τα νερά της χάρης ν’ αντλήση που πολλά μπορούν και σ’ όλα χρησιμεύουν. Γιατί καθώς η ενέργεια του νερού πούναι μία κι απλή, όπως της γης κι όπως του αέρα και του ήλιου του λαμπερού, κι ωστόσο αλλάζει ανάλογα μ’ εκείνου τη φύση που τη δέχεται, στο κλίμα γίνεται κρασί και στο λιόδεντρο λάδι· έτσι κι η χάρη, ενώ είναι απλή και μία, διάφορα δίνει δώρα σ’ όσους μετέχουνε, ανάλογα με τη χρεία του καθενός. Δεν είναι από τη φύση μου τη χάρη που κατέχω· γιατί ο κάθε τάφος ξέχειλος βρωμιά, τη θλίψη φέρνει, τη χαρά τη μάχεται. Δέχτηκα μύρο ατίμητο, πήρα απ’ την ευωδιά του, κι έτσι το μύρο ευωδιαστό και δυνατόν εστάθη, που για το λίγο οπού ’μεινε παντοτινή ν’ αφήσει τη μυρωδιά «γιατί ποτέ» στ’ αλήθεια «δεν παίρνει πίσω ο Θεός κείνο πούχει χαρίσει»· στης ευφροσύνης την πηγή έδωσα κατοικία, κι ο πλούτος μου χαρίστηκε να την πηγάζω αιώνια. Λοιπόν στη Μάνα του Θεού τη μνήμη μας ας φτιάξουμε για κατοικία. Πώς τάχα; Παρθένα η ίδια ήταν και την παρθενίαν αγάπαε· αγνή ήταν κι η ίδια και αγάπαε την αγνότητα. Όταν λοιπόν αγνίσουμε τη μνήμη με το σώμα μας μαζί, θα την κατέχουμε τη χάρη της να κατοική παντοτινά μαζί μας. Γιατί το βούρκο κάθε λογής τον αποφεύγει, και τ’ ακόλαστα τα πάθη τ’ αποστρέφεται, τη βουλιμία απεχθάνεται, την πορνεία τη μάχεται· τους λόγους τους αισχρούς αηδιάζει· τους βρώμικους τους λογισμούς τους αποφεύγει, σαν όχεντρας γεννήματα· μισεί του θυμού τα πρηξίματα· δεν πλησιάζει όπου είν’ απανθρωπιά και φθόνος κι όπου μάχονται· τη ματαιοδοξία που κοπιάζει άδικα αποστρέφεται· τον όγκο της υπερηφάνειας σαν οχτρός αντιμάχεται· τη μνησικακία μισεί που στη σωτηρία είν’ αντίθετη· κάθε κακία θανατερό φαρμάκι λογαριάζει και χαίρεται στ’ αντίθετα απ’ αυτά. Γιατί στ’ αντίθετα, τ’ αντίθετα είναι γιατρικά. Με τη νηστεία ευφραίνεται και την εγκράτεια και με τραγούδια ψαλμικά· με την αγνότητα, την παρθενία και τη σωφροσύνη αγάλλεται, ειρηνικά περνά μαζί τους πάντοτε και τις φιλεί μ’ αγάπη. Το ειρηνικό και πράο φρόνημα φιλεί· την αγάπη, τη σπλαχνιά, την ταπεινότητα, τις αγκαλιάζει ως νάταν παραμάνες της. Και με δυο λόγια στις κακίες όλες θλίβεται και στενοχωριέται, και σ’ όλες τις αρετές, σαν για δικό της χάρισμα ευφραίνεται. Λοιπόν απ’ τις παλιές κακίες αν φύγουμε ολόψυχα, και μ’ όλη μας τη δύναμη τις αρετές ποθήσουμε, και συνοδεία τις έχουμε, συχνά στους υπηρέτες της θε νάρχεται, μαζί της φέρνοντας κι όλη τη σύναξη των αγαθών, και το Χριστό το Γιο της και των όλων βασιλέα και κύριο μαζί της θα τον φέρη στις καρδιές μας να κατοική· που δόξα και τιμή του πρέπει, δύναμη και μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα, και πάντα και στων αιώνων τους αιώνες. Αληθινά. 


 [Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Η Θεοτόκος: Τέσσερις Θεομητορικές Ομιλίες, Γ΄ εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2010]

Σάββατο, Αυγούστου 14, 2021

Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου


Θεοδώρου Στουδίτου
Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπό ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿ ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τήν πρόθεσι.
Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί αἰώνια.
Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).
Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί μεγάλους φωστῆρες πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά, δέν παύει νά φυλάττη τά κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν Κύριο.
Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ᾿ ὅπου τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἄς χαρῆ λοιπόν τό γυναικεῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.
Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό καί ἀνώτερο γιά κάθε διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα, καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).
Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς μεταστάσεως. (Καί πόσα περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;) Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;
 «Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού βρίσκονται διεσπαρμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἄν ἐσύ εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα πρός ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό θελήσης;»
Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού κατέφθασε καί ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας, σάν σύννεφα σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν κοντά στή νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά πολλά, τά μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα της καί ἀντικρύζοντας αὐτούς πού ζητοῦσε;
 «Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο καί αὐτό θά γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς. Δέν θά μελετήσει πιά ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δέν θά ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ φονεύση τό συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους, γιατί τούς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά ἀντικρύσω τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ παμφώτεινος ναός Του». Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν προφητῶν;
 «Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί φτάνεις στόν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος πρός τούς οὐρανούς τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´ 12).
Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπό τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε, δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ. Ἔξ. γ´ 2-3).
Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς´ 38).
Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου (βλ. Ψαλμ. μζ´ 3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ. μζ´ 5-6) μαζί μέ τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.
Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´ 1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.
Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ. Ἀββακ. γ´ 3).
Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό τήν ὁποία ἔλαμψε στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10) τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ. δ´ 2).
Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α´ 11).
Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).
Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστά ὅσα ἀρέσουν στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´ 13).
Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ. μδ´ 2 κ. ἑξ).
Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου καί ὑψηλότατο ὄρος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β´ 34, 45).
Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος νά ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν ὑμνῳδοί τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καί ὁ χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου καθώς σκιαγραφεῖ τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές καί
Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται, ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ. λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς βάζω στό μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθώς ἀναλογίζομαι τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθώς πάει νά διηγηθῆ τό μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια «νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου» (Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿ αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.
Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´ 5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της· κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν: «Διότι νά πού ἀπό τώρα, εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48).
Ἐπειδή λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό μένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι τήν ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό πατέρα μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2021

Η αγάπη και η δικαιοσύνη του Θεού



«Η αγάπη και η δικαιοσύνη του Θεού καμιά τιμωρία δεν επιβάλλουν, όπως την εννοεί ο κατατρυχόμενος από το αίσθημα ενοχής άνθρωπος. Πρώτα-πρώτα η αρχή του 13ου κεφαλαίου του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου είναι συγκλονιστική. Ρώτησαν τον Χριστό αν οι Γαλιλαίοι που σκοτώθηκαν από τον Πιλάτο, ήταν οι αμαρτωλοί που έπρεπε να πληρώσουν. Η απάντηση του Χριστού είναι αποκαλυπτική και συγκλονιστική· ούτε αυτοί ήταν περισσότερο αμαρτωλοί ούτε εκείνοι που σκοτώθηκαν, όταν έπεσε πάνω τους «ο πύργος εν τω Σιλωάμ». Όλοι, αν δεν μετανοήσουν, θα χαθούν. Επομένως όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν την τραγωδία τους, και να ζητήσουν τη σωτηρία που είναι δυνατή, ανεξάρτητα από κάθε νομική ευθύνη.

Οι άνθρωποι πρέπει να θεραπευτούν. Και κατά ένα θαυμάσιο τρόπο ο Μάξιμος λέγει ότι συγχωρείται η ασθένεια και δεν τιμωρείται. Τα τόσα δεινά που δοκιμάζει η ανθρωπότητα είναι πολύ φυσικό να συμβαίνουν, εξαιτίας της κτιστότητας και της θνητότητας των όντων, και εξαιτίας του δραματικού και τελειωτικού γίγνεσθαι για το ξεπέρασμα του μηδενός. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Επομένως κατά ρητή και κοινή γνώμη των πατέρων ο Θεός επιτρέπει το κακό, κι αν ο άνθρωπος δεν σκληραίνει την καρδιά του, μπορεί να τον βοηθήσει να κρατυνθεί στο καλό και στην πρόοδο. Άλλωστε τόσοι και τόσοι το είπαν: από τα δεινά και τις δυσκολίες γεννιούνται μεγάλα κατορθώματα. Και όλα αυτά τα δεινά μονάχα ο άνθρωπος, ο δουλικά ακόμα φοβισμένος, τα βλέπει σαν τιμωρία. Και πολύ σωστά και η Αγία Γραφή και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα τα αποδίδουν στην τιμωρό επέμβαση του Θεού.
Η Αγία Γραφή μάλιστα παρουσιάζει τον Θεό ζηλότυπο, εκδικητικό και ακόμη να επιβάλλει θανατικές ποινές. Έτσι όμως τα βλέπει ο άνθρωπος που πρέπει να περάσει το στάδιο της θρησκείας του δούλου και του μισθίου, για να φτάσει στην κοινωνία της φιλίας και του έρωτα με τον Θεό. Τότε η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των άλλων ιερών κειμένων είναι άλλη· είναι η γλώσσα της αγάπης. Γι' αυτό και δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, Ευαγγελιστή Ιωάννη και των άλλων ιερών συγγραφέων. Όλοι λένε τα ίδια πράγματα. Ο άνθρωπος με την ανάλογη δεκτικότητα τα βλέπει διαφορετικά. Η τιμωρία είναι εφεύρημα καθαρά ανθρώπινο. Δεν υπάρχει στη Θεία αγάπη. Τι είναι οργή του Θεού μας το λέει άριστα ο Μάξιμος Ομολογητής: όταν ο Θεός σταματήσει να στέλνει τα θεία χαρίσματα. Και επειδή ο άνθρωπος οργίζεται, έχει την εντύπωση , πως κάτι τέτοιο κάνει και ο Θεός. Αλλά ο άνθρωπος όσο περισσότερο αισθάνεται τον Θεό τιμωρό, τόσο απομακρύνεται από τη Θεία αγάπη.
Μονάχα η περιδεής και ένοχη συνείδηση επινόησε ως αυτοάμυνα τις απάνθρωπες τιμωρίες και τη θανατική ποινή, η οποία από τη περιοχή της αυτοδικίας πέρασε στη δικαιοδοσία του νόμου. Απάνθρωπες ποινές, όπως είναι ο βασανισμός και ο θάνατος, αποτελούν την κορύφωση της αυτομηδενιζόμενης κοινωνίας των ανθρώπων. Σ' αυτές τις ποινές φαίνεται η πλήρης κυριαρχία του σατανισμού που επιδιώκει να αφανίσει το κατ' εικόνα Θεού από την ανθρώπινη υπόσταση. Άλλωστε ο βασανισμός και ο θάνατος σχεδόν κανένα σωφρονισμό δεν προξενούν, ή αν προξενούν κάτι, αυτό είναι τόσο συμβατικό και ατροφικό που δεν λογαριάζεται. Πολλές φορές μάλιστα σε θρησκευτικούς κύκλους οι ένοχες συνειδήσεις εκδηλώνουν, με άκρως εκλεπτυσμένο τρόπο, και μίσος εναντίον «των αμαρτωλών». Έχουν επινοήσει το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού. Και ισχυρίζονται πως μισούν την αμαρτία και όχι τον αμαρτωλό. Αλλά καμιά αμαρτία δεν υπάρχει ξεχωριστή από τον άνθρωπο. Γιατί αμαρτία σημαίνει αποτυχία, αδυναμία, αλλοτρίωση και αρρώστια. Δεν θεραπεύεται η αρρώστια μοναχή της και ούτε υπάρχει καμιά τέτοια αρρώστια· θεραπεύεται μονάχα ο άρρωστος. Αν η ένοχη συνείδηση δεν λυτρωθεί από τη θεία αγάπη, τότε βασιλεύει η τυραννία της αμαρτίας με το υποκριτικό και φοβισμένο προσωπείο».
Νίκος Ματσούκας

Ο ασπασμός της Παναγίας



Πλησιάζει ξανά η μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλοι οι πιστοί ετοιμάζονται να πανηγυρίσουν λαμπρά τη μεγάλη θεομητορική πανήγυρη. Η μνήμη της είναι ιερή, θαυμαστή, εξαίσια και συγκινητική. Εορτή θαυμάσια, δοξασμένη, υπέροχη και λαοφίλητη. Οι πιστοί χαίρονται, παρότι πρόκειται για την κοίμηση της Θεοτόκου, για μετάσταση αγαπητού προσώπου. Χαίρονται που η προστάτισσά τους, η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, ανέρχεται στους ουρανούς για να πρεσβεύει διηνεκώς υπέρ σύμπασας της πάσχουσας ανθρωπότητος. Φαίνεται αντιφατικό το σχήμα. Χαρά στη νεκρώσιμη έξοδο; Πρόκειται για χαροποιό πένθος και χαρμολύπη, για την ασκητική και νηπτική γραμματεία. Οι λυπητεροί ύμνοι γίνονται χαροποιοί. Η κηδεία μετατρέπεται σε πανηγυρική εορτή. Φαίνεται παράδοξο εξωτερικά και με πρώτη ματιά. Αν εμβαθύνει κανείς, θα παρατηρήσει ότι πρόκειται για θεϊκή ενέργεια, για θαυματουργό γεγονός. Ο Υιός της Αειπαρθένου Μαρίας με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο. Τα δάκρυα του πένθους, της θλίψης και της στενοχώριας μεταβλήθηκαν σε δάκρυα χαράς, ευφροσύνης, αγαλλιάσεως και ελπίδος. Παραμυθεί η Θεοτόκος τους φίλους της, τους χαρίζει ωραίους λογισμούς, αισιόδοξη σκέψη, γλυκιά παρηγοριά. Η Παναγία μετέβη σε καλύτερη, ανώτερη και ωραιότερη ζωή. Ήταν αδύνατο ο σκοτεινός Άδης να φυλακίσει την Πανυπέραγνη μητέρα του Εμμανουήλ, τη γεννήσασα τον Φωτοδότη Χριστό, τον ήλιο της δικαιοσύνης, τον εωθινό αστέρα. Έτσι ο θάνατός της έγινε πύλη της ζωής και του φωτός. Οι πιστοί προσκυνώντας με ευλάβεια τις θαυματουργές θεομητορικές εικόνες λαμβάνουν χάρη και χαρά, κουράγιο και άνεση, ενίσχυση και δύναμη. Τα δάκρυα των πιστών είναι καρδιακά, άκοπα, γλυκά. Δάκρυα χάρης και χαράς, ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, παρακλήσεως και θερμής ικεσίας. Ο ελληνικός λαός είναι θεοτοκοφιλής. Οι λυπηρές εξαιρέσεις παντού και πάντοτε υπάρχουν. Οι ταπεινοί και ευλογημένοι προσκυνητές των εικόνων της Παντάνασσας καταθέτουν τον πόνο τους, το πρόβλημά τους, το αίτημά τους, τη δυσκολία τους. Η πονεμένη μητέρα Παναγία τους δέχεται όλους, τους ακούει, τους παρηγορεί, τους σφουγγίζει ιδρώτες και δάκρυα, τους ασπάζεται, τους εγκαρδιώνει. Πόνεσε η Πανάχραντη πολύ και γνωρίζει να συμπονά, να συντρέχει, να δέεται συνεχώς. Μονές, εκκλησίες, εκκλησάκια, προσκυνητάρια, θυμίζουν τη χάρη της. Άπειρα τα αφιερώματα δεήσεων. Πλούσια τα δώρα ευχαριστιών. Εικόνες μουλιασμένες στο δάκρυ των ευλαβών προσκυνητών. Κάποτε δακρύζει και η ίδια η εικονιζόμενη Μεσίτρια και Πρέσβειρα όλων των πιστών. Η κάθε εικόνα της έχει μια ιδιαίτερη ιστορία κι ένα ξεχωριστό, χαρακτηριστικό όνομα. Η μορφή της Παναγίας μένει πάντοτε σεμνή, σοβαρή, σιωπηλή, συνετή και σεβάσμια. Μιλά όμως κι έτσι, με την πλούσια χάρη της, την καθαρότητά της, την ταπείνωσή της. Κρύβει στο ιερό πρόσωπό της ένα υπέροχο ήθος. Δίνει χαρά δίχως να γελά και να αστειεύεται, κηρύττει δίχως λόγια, αλλά με το βιωμένο της παράδειγμα, διδάσκει με την ίδια την ωραία ζωή της. Δίνει αυτό που έχει: αγάπη, υπομονή, υπακοή και καλοσύνη. Νομίζει ο προσκυνητής ότι κάτι του λέει προσωπικό η εικόνα. Αισθάνεται μέσα του να σκιρτά η λησμονημένη αθωότητα, η παιδική λιτότητα, η καρτερικότητα στους πόνους. Ένας άλλος τρόπος ζωής που ανέθρεψε πολλές γενιές με μεγάλες δυσκολίες. Στον εφετινό εορτασμό της ας ασπασθεί όλους τους προσκυνητές της, για να μην αποκάμουν και απογοητευθούν.

 Μακαριστός Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Παρασκευή, Αυγούστου 06, 2021

«Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»-π.Αλεξ. Σμέμαν



Λίγοι θα διαφωνήσουν πως η εικόνα του Χριστού στα ευαγγέλια είναι κατεξοχήν μια εικόνα ταπείνωσης. Ήδη κατά τη γέννησή Του δεν βρέθηκε χώρος σε κανένα από τα σπίτια της πόλης, κι έτσι γεννήθηκε έξω, σε μια σπηλιά. Μέχρι τέλους δεν είχε σπίτι, «οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8, 20), σύμφωνα με τα δικά Του λόγια. Παραγγέλλει σ’ αυτούς που θεραπεύει και βοηθά να μη μιλήσουν σε κανένα για τη βοήθεια που δέχθηκαν. Αποφεύγει κάθε τιμή και κάθε ευκαιρία που του δίνεται για να αποκτήσει φήμη. Εκουσίως μάλιστα άφησε την ασφάλεια της Γαλιλαίας, όπου δεν υπήρχε καμιά απειλή, και διάλεξε να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ, όπου τον περίμενε ο πόνος, η ταπείνωση της δίκης και της καταδίκης, και μια οδυνηρή και επαίσχυντη εκτέλεση. «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ», είπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ …» (Ματθ. 11, 29).

Σ’ αυτή τη ζωή ταπεινοφροσύνης και αυταπάρνησης, λίγες ήταν οι περιπτώσεις που οι κρυμμένες ακτίνες της θείας ενέργειας και δόξας φάνηκαν εξωτερικά. Δίχως εξαίρεση, μόνο πολύ λίγοι άνθρωποι έγιναν ζωντανοί μάρτυρες των περιπτώσεων εκείνων που «περιεβλήθη τὴν δόξαν», και αυτοί συνήθως δεν κατανοούσαν τη σημασία αυτών που έβλεπαν. Αυτό ακριβώς συνέβη τη νύχτα της γέννησής Του, όταν οι απλοί ποιμένες άκουσαν τον αγγελικό ύμνο, και τα νέα της μεγάλης χαράς, όπως μας λέει το ευαγγέλιο (Λουκ. 2,10). Το ίδιο συνέβη πολλά χρόνια αργότερα, την ημέρα που ο Ιησούς ήλθε στον Ιορδάνη για να δεχθεί το βάπτισμα, όταν ακούστηκε η ίδια φωνή από τον ουρανό, ενώ τα ίδια λόγια ακούστηκαν και κατά τη Μεταμόρφωση: «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα …» (Ματθ. 3,17). Τελικά δοξάζεται εδώ στο όρος παρουσία των τριών μαθητών. Κάθε φορά δε που αποκαλύπτεται αυτή η μυστηριώδης ουράνια δόξα, δεν προέρχεται από ανθρώπους, αλλά από πάνω, από τον ουρανό. Η Εκκλησία στο ερώτημα για τη σημασία που έχουν οι επίγειες φανερώσεις της δόξας του Χριστού απαντά όχι με εξηγήσεις αλλά με πανηγυρισμούς, εορτάζοντας αυτή τη μοναδική χαρά που σημαδεύει την ετήσια μνήμη της Μεταμορφώσεως.

Μία λέξη κυριαρχεί σ’ όλες τις ευχές, τους ύμνους και τα αναγνώσματα αυτής της εορτής. Είναι η λέξη φως. «Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον». Ο κόσμος είναι ένα σκοτεινό, ψυχρό και τρομακτικό μέρος. Αυτό το σκοτάδι δεν διαλύεται από το φυσικό φως του ήλιου. Αντίθετα, το φως του ήλιου ίσως κάνει την ανθρώπινη ζωή να φαίνεται ακόμη τρομερότερη και απελπιστικότερη, καθώς η ζωή ξεχύνεται αμείλικτα και αδυσώπητα προς το θάνατο και τον αφανισμό περικυκλωμένη από πόνο και μοναξιά. Όλα είναι καταδικασμένα, όλα υποφέρουν, όλα υπόκεινται στον ακατανόητο και ανελέητο νόμο της αμαρτίας και του θανάτου. Τότε όμως εμφανίζεται πάνω στη γη, εισέρχεται στον κόσμο ένας άνθρωπος ταπεινός και άστεγος, που δεν εξασκεί καμιά εξουσία πάνω σε κανένα, και δεν διαθέτει καμιά επίγεια εξουσία. Λέει δε στους ανθρώπους πως αυτό το βασίλειο του σκότους, του κακού και του θανάτου δεν είναι η αληθινή τους ζωή· πως δεν είναι ο κόσμος που δημιούργησε ο Θεός· πως μπορεί και πρέπει να νικηθεί το κακό, ο πόνος και τελικά ο ίδιος ο θάνατος· και πως έχει σταλεί από τον Θεό, τον Πατέρα Του, για να σώσει τον άνθρωπο από την τρομακτική δουλεία στην αμαρτία και στο θάνατο.

Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει την αληθινή τους φύση και κλήση, τις έχουν απαρνηθεί. Πρέπει να επιστρέψουν για να δουν πως έχουν χάσει την ικανότητα να βλέπουν, και να ακούν αυτά που είναι ανίκανοι ήδη να ακούσουν. Πρέπει να ξαναπιστέψουν πως το καλό είναι ισχυρότερο από το κακό, η αγάπη ισχυρότερη από το μίσος, η ζωή ισχυρότερη από τον θάνατο. Ο Χριστός θεραπεύει, βοηθά και δίνεται σε όλους. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, δεν ακούν, δεν πιστεύουν. Θα μπορούσε να είχε αποκαλύψει την ουράνια δόξα και δύναμή Του, και να τους υποχρεώσει να πιστέψουν. Θέλει όμως απ’ αυτούς την πίστη, την αγάπη και την αποδοχή που δίνονται ελεύθερα. Γνωρίζει πως την ώρα της έσχατης θυσίας Του, της έσχατης αυτοπροσφοράς Του, οι πάντες θα φύγουν από φόβο και θα Τον εγκαταλείψουν. Όμως ακριβώς τότε, όπως και μετά. όταν όλα θα έχουν τελειώσει, ο κόσμος θα διαθέτει ακόμη κάποια ένδειξη για την κατεύθυνση που είχε καλέσει τους ανθρώπους να πάρουν, για το τι μας προσέφερε ως δώρο, ως ζωή, ως πληρότητα νοήματος και χαράς· τώρα λοιπόν, κρυμμένος από τον κόσμο και τους ανθρώπους, αποκαλύπτει σε τρεις από τους μαθητές Του αυτή τη δόξα, αυτό το φως, αυτόν το νικητήριο εορτασμό, στον οποίο ο άνθρωπος έχει κληθεί προ αιώνων να μετάσχει.

Το θείο φως που διαπερνά όλον τον κόσμο. Το θείο φως που μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Το θείο φως στο οποίο τα πάντα αποκτούν το έσχατο και αιώνιο νόημά τους. «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι», φώναξε ο απόστολος Πέτρος όταν είδε αυτό το φως και αυτή τη δόξα. Και από την ώρα εκείνη ο Χριστιανισμός, η Εκκλησία, η πίστη είναι μια συνεχής, χαρούμενη επανάληψη αυτών των λόγων, «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Η πίστη όμως είναι και μια έκκληση για το αΐδιο φως, μια δίψα γι’ αυτόν το φωτισμό και γι’ αυτή τη μεταμόρφωση. Αυτό το φως συνεχίζει να λάμπει, μέσα στο σκοτάδι και στο κακό, μέσα στη μουντή γκριζάδα και στη θολή ρουτίνα αυτού του κόσμου, σαν ηλιαχτίδα που διασχίζει τα σύννεφα. Το αναγνωρίζει η ψυχή, παρηγορεί την καρδιά, μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί, και μας μεταμορφώνει εκ των έσω.

«Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»! Ας γίνονταν δικά μας αυτά τα λόγια, ας γίνονταν απάντηση της ψυχής μας στο δώρο του θείου φωτός, ας γινόταν η προσευχή μας προσευχή για τη μεταμόρφωση, για τη νίκη του φωτός! «Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον».