Ο άγιος Ιωσήφ ήταν υιός του Ιακώβ, όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής
Ματθαίος (α΄ 16). Καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα και το οικογενειακό του
δέντρο είχε τις ρίζες του στην οικογένεια του Δαβίδ. Κατοικούσε στη Ναζαρέτ και
ζούσε κάνοντας τον οικοδόμο ή τον ξυλουργό.
Εν τω μεταξύ, όπως είναι γνωστό από τον βίο της Παναγίας, οι άγιοι
γονείς της την παρέδωσαν, σε ηλικία τριών χρόνων, στο Ναό, αφιερώνοντάς την στο
Θεό, κατά την υπόσχεσή τους. Εκεί, στα Άγια των Αγίων, έζησε η Μαρία επί δώδεκα
χρόνια, «ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου, ὡς περιστερὰ νεμομένη, καὶ ἐλάμβανε τροφὴν ἐκ
χειρὸς ἀγγέλου» (Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, 8, 1). Και τότε, όταν πέρασαν τα 12
έτη, οι ιερείς του ναού αποφάσισαν να καλέσουν «τοὺς χηρεύοντας τοῦ λαοῦ», «καὶ ᾧ ἐὰν ἐπιδείξῃ Κύριος σημεῖον, τούτου
ἔσται γυνὴ» η Μαρία. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους «χηρεύοντας τοῦ λαοῦ» βρισκότανε
και ο δίκαιος Ιωσήφ, που, από την προηγούμενη γυναίκα του, – ήδη από χρόνια
πεθαμένη (σημ.: Σ’ αυτήν αποδίδονται διάφορα ονόματα: Κατά τον Ιππόλυτο το
Θηβαίο λεγότανε Σαλώμη, κατ’ άλλους Μελχά, Εσσά ή Εσθήρ), – είχε αποκτήσει έξι
παιδιά: τέσσερεις γιους, τον Ιάκωβο, τον Ιωσή, τον Ιούδα και τον Σίμωνα (ή
Συμεών), και δύο θυγατέρες, τη Μαρία και τη Σαλώμη. Αυτοί που δέχονται πως ο
Ιωσήφ είχε αποκτήσει εφτά παιδιά, προσθέτουν στις θυγατέρες του και την Εσθήρ.
Κατά την πληροφορία που μας δίνει ο άγιος Επιφάνιος, όταν γεννήθηκε ο
πρωτότοκος υιός του Ιάκωβος, που θα ονομασθεί αργότερα και «αδελφόθεος», ο
άγιος Ιωσήφ ήταν ήδη σαράντα χρονώ, και τώρα που οι ιερείς καλούν τους
«χηρεύοντας τοῦ λαοῦ», είχε κιόλας πατήσει τα ογδόντα (Migne, PG
43, 121 και 124).
Αλλά πώς ακριβώς εξελέγη ο Ιωσήφ ως Μνήστορας της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ο αρχιερέας (Ζαχαρίας), αφού φόρεσε τον μακρύ μέχρι το έδαφος χιτώνα του, που είχε δώδεκα κουδουνάκια, μπήκε στα Άγια των Αγίων και προσευχήθηκε για (την Κυρία Θεοτόκο). Τότε παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και κάλεσε σε συνάθροιση τους χήρους του λαού. Ας φέρει ο καθένας από ένα ραβδί και σε όποιου το ραβδί θα φανερώσει ο Κύριος κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα του (η Παρθένος)». Βγήκαν οι κήρυκες σ’ όλα τα περίχωρα της Ιουδαίας και ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Ο Ιωσήφ άφησε το σκεπάρνι του και βγήκε για να συναντήσει τους άλλους χήρους και αφού συγκεντρώθηκαν πήγαν στον αρχιερέα, αφού πήραν ένα ραβδί ο καθένας. Ο αρχιερέας πήρε όλα τα ραβδιά, μπήκε στο ιερό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή του, πήρε τα ραβδιά και βγήκε έξω και τα μοίρασε στους κατόχους τους, χωρίς να φανεί κάποιο σημάδι στα ραβδιά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένα περιστέρι από το ραβδί του, το οποίο πέταξε γύρω από το κεφάλι του Ιωσήφ. Τότε είπε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Εσύ κληρώθηκες να πάρεις την Παρθένο του Κυρίου και να την φυλάξεις στο σπίτι σου».
Το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου μάς ομιλεί για κάποιο δισταγμό
εκ μέρους του Ιωσήφ (κεφ. 9, 3): «Και διαφώνησε ο Ιωσήφ λέγοντας προς τους ιερείς: “Έχω
γιους και είμαι και γέρος και αυτή (η Παναγία) είναι κοριτσάκι· μήπως γίνω
περίγελος στη χώρα του Ισραήλ!”». Τελικά, όμως, φοβάται μάλλον παρά πείθεται
στα λόγια των ιερέων –πάντα κατά το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου– και
παραλαμβάνει την Παρθένο «εἰς τήρησιν ἑαυτῷ», δηλ. όπως θα έλεγε ο άγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης, «ἵνα ἐκεῖνος ὑπάρχῃ φύλαξ καὶ μάρτυς τῆς παρθενίας
αὐτῆς, καὶ ἵνα ὑπηρετήσῃ καὶ εἰς τὸν ἄσπορον τόκον της, καὶ εἰς τὴν φυγήν της
εἰς Αἴγυπτον, καὶ εἰς τὴν ἀπ’ ἐκείνης ἐπάνοδον εἰς γῆν Ἰσραήλ».
Αλλά πώς ακριβώς εξελέγη ο Ιωσήφ ως Μνήστορας της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ο αρχιερέας (Ζαχαρίας), αφού φόρεσε τον μακρύ μέχρι το έδαφος χιτώνα του, που είχε δώδεκα κουδουνάκια, μπήκε στα Άγια των Αγίων και προσευχήθηκε για (την Κυρία Θεοτόκο). Τότε παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και κάλεσε σε συνάθροιση τους χήρους του λαού. Ας φέρει ο καθένας από ένα ραβδί και σε όποιου το ραβδί θα φανερώσει ο Κύριος κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα του (η Παρθένος)». Βγήκαν οι κήρυκες σ’ όλα τα περίχωρα της Ιουδαίας και ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Ο Ιωσήφ άφησε το σκεπάρνι του και βγήκε για να συναντήσει τους άλλους χήρους και αφού συγκεντρώθηκαν πήγαν στον αρχιερέα, αφού πήραν ένα ραβδί ο καθένας. Ο αρχιερέας πήρε όλα τα ραβδιά, μπήκε στο ιερό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή του, πήρε τα ραβδιά και βγήκε έξω και τα μοίρασε στους κατόχους τους, χωρίς να φανεί κάποιο σημάδι στα ραβδιά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένα περιστέρι από το ραβδί του, το οποίο πέταξε γύρω από το κεφάλι του Ιωσήφ. Τότε είπε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Εσύ κληρώθηκες να πάρεις την Παρθένο του Κυρίου και να την φυλάξεις στο σπίτι σου».
Ο άγιος Ιωσήφ είναι υπηρέτης και διάκονος πιστός στο κοσμοσωτήριο σχέδιο
και μυστήριο της οικονομίας του Θεού. Οι πρώτοι φόβοι και επιφυλάξεις του –τόσο
ειλικρινείς και τόσο ανθρώπινοι άλλωστε– γίνονται σιγά-σιγά υποταγή και
σεβασμός στο τελεσιουργούμενο μέγα Μυστήριο της θείας οικονομίας. Πληροφορείται
πως την αγία Παρθένο «οὐκ ἔλαβεν εἰς χρῆσιν, ἀλλὰ μᾶλλον ᾠκονομήθη αὐτῷ εἰς τὸ φυλάττειν»· και
αυτό δεν είναι γνώμη ενός ή δύο ερμηνευτών, αλλά καθολική διδασκαλία των αγίων
Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συνεχίζει τη γνώμη και παράδοση των
συγχρόνων προς τα ιστορικά αυτά γεγονότα αυτήκοων και αυτόπτων μαρτύρων.
Πολλοί
μάλιστα Πατέρες, με το πολεμικό ή απολογητικό πνεύμα της εποχής τους ο καθένας,
προσπαθούσαν να στηρίξουν και με διάφορα επιχειρήματα τη θέση τους αυτή. Ας
δούμε λίγα μόνο απ’ αυτά τα παραδείγματα, που συνήθως στηρίζονται στην
εγνωσμένη αρετή της Παρθένου, στη σωφροσύνη του δικαίου Ιωσήφ, ή και στο τι θα
μπορούσε να είχε συμβεί αν δεν ήταν τα πράγματα όπως μας τα διασώζει η Παράδοση
της Εκκλησίας. Γράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας: «Καὶ τοῦτό γε παραχρησίμως εἰς τὸ
ὅτι μὴ ἐκ προδήλου ἀνδρὸς ἐκυοφορήθη, θᾶττον δ’ ἂν καὶ ἀνῄρητο κατὰ τὸν νόμον·
ἢ μὴ τοῦτο, αἰσχρᾶς δ’ ἂν οὐκ ἠλευθέρωτο ὕβρεως» (Migne PG 22, 881).
«Θεόθεν γίνεται συμβουλή»,
γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «δοῦναι μὲν αὐτὴν ἀνδρὶ μνηστείας ὀνόματι·
τοῦτον δὲ τοιοῦτον εἶναι, οἷον πρὸς φυλακὴν τῆς παρθενίας αὐτῆς ἐπιτηδείως
ἔχειν· εὑρέθη τοίνυν ὁ Ἰωσήφ, οἷον ἐπεζήτει ὁ Λόγος, ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς καὶ
πατριᾶς τῇ Παρθένῳ, καὶ μνηστεύεται κατὰ συμβουλὴν τῶν ἱερέων αὐτῶν τὴν παίδα.
Ἡ δὲ συνάφεια μέχρι τῆς μνηστείας ἦν» (Migne PG 46, 1140). Ο ιερός Χρυσόστομος βάζει
τον Άγγελο να μιλά μ’ αυτά τα λόγια στο δίκαιο Ιωσήφ: «Ἤν σοι παραδίδωσιν ὁ
Θεός, οὐχ οἱ γονεῖς· παραδίδωσι δὲ οὐκ εἰς γάμον, ἀλλ’ εἰς τὸ συνοικεῖν· καὶ
παραδίδωσι διὰ τῆς φωνῆς τῆς ἐμῆς» (Migne PG
57, 46). Ο Μέγας Αθανάσιος βλέπει στο σχέδιο της μνηστείας ένα σκοπό να κρυφτεί
το γεγονός από το διάβολο, «πρὸς τὸ λαθεῖν τὸν διάβολον τὸ κατασκευαζόμενον» (Migne PG 28, 953).
Στην ιερή υμνογραφία ο άγιος Ιωσήφ, όπως και στην εικονογραφία, στέκεται
παράμερα, για να μην εμποδίζει να φαίνονται καθαρότερα ο Χριστός και η Παναγία.
Ωστόσο, στην ακολουθία της Κυριακής «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», και
συγκεκριμένα στον κανόνα που του αφιέρωσε ο συνώνυμός του άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος,
έχουμε σημαντικούς ύμνους προς το ιερό πρόσωπό του. Εκεί ο άγιος Ιωσήφ
ονομάζεται «ἰσότιμος πάντων Ἀγγέλων, Προφητῶν, Μαρτύρων καὶ τῶν σοφῶν Ἀποστόλων
συνόμιλος» (Ωδή θ΄, α΄ τροπ.) και «ἱερὸς ὑπουργὸς τῶν ὑπὲρ λόγον» (Ωδή ζ΄, γ΄
τροπ.). Ήταν όσιος και δίκαιος, γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνει υπουργός (=υπηρέτης)
των υπέρ λόγον φρικτών μυστηρίων. Ο υμνογράφος Ιωσήφ, που αγαπά τα χαριτωμένα
λογοπαίγνια, υμνεί τον Ιωσήφ τον δίκαιο και με τον τρόπο τούτο:
«Δίκαιος ὑπάρχων, δικαίαις ὁδοῖς,
τοῦ δικαίου Δεσπότου πεπόρευσαι,
τοῦ κρίναντος δικαίως σε τοιούτῳ φοβερῷ,
παμμάκαρ, μυστηρίῳ πιστῶς καθυπουργῆσαι
τῆς ἀρρήτου λοχείας,
δι’ ἧς βροτοὶ ἐδικαιώθημεν»
(βλ. Ωδή ε΄, γ΄ τροπ.).
(βλ. Ωδή ε΄, γ΄ τροπ.).
Υπογραμμίζει την πραότητα του Ιωσήφ, που, «πραότητι λάμπων, ἐν γῇ τῇ τῶν
πραέων ἐσκήνωσε, Χριστοῦ τοῦ Πράου ῥήματι πατὴρ ὀνομασθείς» (Ωδή ε΄, α΄ τροπ.).
Το ότι ήταν «δίκαιος κατὰ πάντα καὶ ἀληθής», έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο να γίνει
«ῥημάτων θείων ὑπήκοος» και «πραγμάτων παραδόξων διάκονος» (β΄ τροπ. α΄ ωδής),
και να «κληρωθῇ ράβδῳ τὴν μνηστείαν τὴν σεπτήν» (Θεοτοκίον ζ΄ ωδής· βλ. Αριθμ.
ιζ΄ 8-10· πρβλ. Εβρ. θ΄ 4). Αυτός ο κλήρος να μνηστευθεί την Παρθένο, την οποία
και μετά την «ἀπόρρητον γέννησιν» πάλι θα φυλάξει παρθένο, έχει μια
μοναδικότητα και μια αποκλειστικότητα για τον άγιο υμνογράφο μας:
«Μόνῳ Γαβριὴλ ἐν οὐρανῷ
καὶ μόνῳ σοι ἀοίδιμε,
μετὰ τὴν μόνην ἀπειρόγαμον,
τὸ μόνον ὑπερβολῇ φοβερὸν μυστήριον,
μάκαρ Ἰωσὴφ ἐνεπιστεύθη,
τὸν μόνον φθοροποιὸν
ἄρχοντα τοῦ κόσμου τροπούμενον»
(βλ. α΄ ωδή, γ΄ τροπ.).
Η μοναδικότητα αυτή, συνεχίζεται με το ν’ αξιωθεί να δει τον Χριστό
«μορφῇ τῇ καθ’ ἡμᾶς νηπιάσαντα» και να «ονομαστεί» πατέρας Του (βλ. α΄ ωδή, γ΄
τροπ.), καθώς και με το να σταθεί πρώτος αυτός, ύστερα από την Παναγία, τόσο
κοντά στις πρώτες χαρές και στις λύπες και τους κινδύνους του Χριστού. Γι’ αυτό
και από όλους τους γύρους του «γνωρίζεται» σαν πατέρας του Χριστού, που
στέκεται δίπλα στο Νήπιο «διακονούμενος ὥσπερ Ἄγγελος» (σημ.: έχουμε εδώ μια
σπάνια χρήση του μέσου τύπου του διακονοῦμαι–διακονούμενος με σημασία
ενεργητική). Και καθώς ο άγιος Ιωσήφ εισδέχεται ή καταυγάζεται από τις άϋλες
ακτίνες του Φωτοδότου, αναδεικνύεται «φωτοειδέστατος καὶ ψυχῇ καὶ καρδίᾳ» (β΄
τροπ. στ΄ ωδής). Ακόμη ο άγιος Ιωσήφ «κομίζεται φῶς νοητὸν» γιατί «πανευλαβῶς
περιπτύσσεται ὡς βρέφος καὶ ἀσπάζεται» τον Ίδιο τον Θεό (β΄ τροπ. η΄ ωδής), ενώ
βλέπει τις σκιές του νόμου να διαλύονται μπρος στη «φωτοχυσία τῆς χάριτος»
(Θεοτοκίο η΄ ωδής) του Ηλίου της Δικαιοσύνης.
Προχωρώντας, μάλιστα, ο
υμνογράφος στην περιγραφή των αρετών του δικαίου Ιωσήφ, δεν παραλείπει να δει
και τις τόσο ζεστές και ανθρώπινες πλευρές που ζει ο άγιος, αγκαλιάζοντας και
χαϊδεύοντας το θείο Βρέφος· αυτή η επαφή και ψηλάφηση του Νηπίου καθαγιάζει τα
γεροντικά χέρια αλλά και όλο το σώμα του φτωχού και πράου μαραγκού: αγγίζει με
τα χέρια του Εκείνον που τρέμουνε οι τάξεις των Αγγέλων! (β΄ τροπ. γ΄ ωδής). Και
έτσι «καθαρὸς τὴν ψυχὴν» που όντως ήταν (α΄ τροπ. στ΄ ωδής), με τη θεία αυτή
επαφή, όχι μόνο καθαγιάστηκε «ψυχῇ καὶ σώματι», αλλά στον ουρανό που ανέβηκε με
το άγιο τέλος του, στέκεται με παρρησία μπροστά στον Χριστό και Τον ικετεύει
και για τον δικό μας αγιασμό (γ΄ τροπ. στ΄ ωδής).
Αν ακολουθήσουμε τα κείμενα των ιερών Ευαγγελιστών, μετά την επιστροφή
από την Αίγυπτο (Ματθ. β΄ 19-23), χάνονται τα ίχνη του αγίου Ιωσήφ. Από τον
άγιο Επιφάνιο μαθαίνουμε (Κατά Αιρέσεων 78, 8-9), πως η φυγή στην Αίγυπτο έγινε
δύο χρόνια μετά τη Γέννηση του Χριστού· έμειναν εκεί δύο με τρία χρόνια, και
ύστερα γύρισαν στη Γαλιλαία, «εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ» (Ματθ. β΄ 23). Από
την ίδια πηγή πληροφορούμαστε, πως οκτώ έτη μετά την επιστροφή από την Αίγυπτο,
εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου και πήγε στην άνω Ιερουσαλήμ, υπέργηρος πια, ο
άγιος Ιωσήφ.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από αρκετά νωρίς, όπως φαίνεται, μαζί με τη
γιορτή των Χριστουγέννων, άρχισε να γιορτάζει τη μνήμη του αγίου Ιωσήφ, και
μάλιστα δύο φορές: α) την Κυριακή «πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως», όπου
σημειώνεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, μνήμειν ἄγειν
ἐτάχθημεν παρὰ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ’ αἰώνος Θεῷ
εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ
γενεαλογίαν, καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο», και β΄) την
Κυριακή «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», όπου ψάλλεται προς τιμήν του και ο
εξαίσιος κανών του συνωνύμου του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, σε πρώτο ήχο, προς
το «Χριστὸς γεννᾶται» και φέρει ακροστιχίδα: «Χριστοῦ σε μέλπω δεξιὸν
παραστάτην. Ἰωσήφ».
«Δεξιὸς παραστάτης» και δεινότατος πρέσβυς, αιωνίως δίπλα στον Ενανθρωπίσαντα και νηπιάσαντα Χριστό,
έχοντας τη μεγάλη και μοναδική παρρησία χάριτος σαν πατέρας, θεράπων και προστάτης Του επάνω στη γη, ικετεύοντας ακατάπαυστα για όλους εμάς, ώστε να βρούμε έλεος, αναψυχή και
σωτηρία…
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ
από ιστολόγιο ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου