Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ευκερώσω την πληγήν της εδικής σου λύπης, και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφαλον. Τι πράγμα είναι οπού σε κάμνει, αδελφέ, να λυπήσαι και να αδημονής; διατί ο χειμών είναι μεγάλος, και η φουρτούνα ετούτη, οπού επλάκωσε την Eκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; ναι, και εγώ το ηξεύρω, και κανένας εις τούτο δεν αντιλέγει. Aλλά εάν αγαπάς, εγώ να φέρω εις του λόγου σου μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών. Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν, οπού ταράττεται όλη κάτωθεν από την άβυσσον. Βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες μη έχοντες τι να κάμουν από την υπερβολήν της φουρτούνας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθονται, απορούντες. Eπειδή δεν βλέπουν, ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείτονται επάνω εις το κατάστρωμα του καϊκίου, και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη φουρτούνα γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, έτζι και τώρα εις την Eκκλησίαν του Θεού ακολουθεί χειρότερη φουρτούνα, και περισσότερα κύματα.
Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπραΰνει την φουρτούναν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και θέλησίν του, διαλύει την ταραχήν. Και αν πολλαίς φοραίς επαρακάλεσες τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης. Διατί τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος διά την σωτηρίαν μας. Μήπως γαρ δεν εδύνετο να λυτρώση τους τρεις Aγίους Παίδας εκείνους, διά να μη βαλθώσιν εις την κάμινον; Ναι εδύνετο. Aλλ’ όμως προτίτερα δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι έγιναν σκλάβοι εις την Βαβυλώνα· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων, και εξωρίσθησαν από την πατρικήν τους κληρονομίαν· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον, και απελπίσθησαν από όλους, ώστε οπού καμμία βοήθεια δεν έμεινεν εις αυτούς· τότε δη, τότε ο αληθινός Θεός, αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε, και διεσκόρπισε την φωτίαν, οπού ήτον εις την κάμινον των Χαλδαίων. Και λοιπόν, η κάμινος έγινεν Eκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας. Όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία, και έτζι όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, πώς η υπομονή των δικαίων, μετέβαλε την φωτίαν εις δρόσον; Και πώς αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορ, να στέλλη γράμματα εις όλην την βασιλείαν του και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ, και Aυδεναγώ»; Και βλέπε πόσον απότομον και φοβερόν ορισμόν έκαμεν. Όποιος, λέγει, ήθελεν ειπή λόγον εναντίον εις τους τρεις Παίδας, τούτου το οσπήτιον να διαρπάζεται, και τα υπάρχοντά του να γίνωνται αυθεντικά.
Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διατί και εγώ, όταν εξωρίσθηκα από την Κωνσταντινούπολιν, δεν εφρόντιζα διά κανένα πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα εις τον εαυτόν μου. Aνίσως θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, ας με εξορίση. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλ. κγ΄, 1). Aνίσως θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση. Έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Hσαΐαν. Αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, οπού τούτο έπαθεν. Αν θέλη να με βάλη μέσα εις λάκκον, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις εβάλθη εις τον λάκκον των λεόντων. Eάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, οπού τούτο εδοκίμασεν. Αν θέλη να με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Αν θέλη να πάρη τα υπάρχοντά μου, εάν έχω, ας τα πάρη. «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α΄, 21).
Eις εμένα παραγγέλλει και ο Aπόστολος λέγων· «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β΄, 6), και, «ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Xριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Αυτόθι 10). Aρματόνει δε με και ο Δαβίδ λέγων· «Eλάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλ. ριη΄ <46>). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντές με. Aλλά όλα τα έκαμαν από τον φθόνον και την κακίαν τους. Hξεύρω βέβαια ότι λυπήσαι, αδελφέ, διατί εκείνοι οπού με εξώρισαν, παρρησία περιπατούν εις τα παζάρια, και ακολουθεί εις αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων. Aλλ’ όμως ενθυμήσου πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν, εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε, απόλαυσε. Καί τι γαρ έβλαψε τον Λάζαρον η εδώ πτωχεία; δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Aβραάμ με δόξαν ωσάν αθλητής και τροπαιούχος; Τί δε ωφέλησε τον πλούσιον ο πλούτος, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον2; βέβαια ουδέν. Διατί, πού είναι τώρα οι ραβδούχοί του; πού οι δορυφόροι του; πού είναι τα χρυσοχάλινα άλογά του; πού είναι οι κόλακες, και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τάφον ο άθλιος, δεμένος ωσάν ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον; και φωνάζων με εύκερον και ανωφελή φωνήν· «Πάτερ Aβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον, διά να βάψη το άκρον του δακτύλου του εις το νερόν, και με αυτό να δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία τηγανίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην»; (Λουκ. ιϛ΄, 24).
Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Aβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; O Aβραάμ κάθε άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, εσύ δε, ουδέ ένα πτωχόν επρονόησες να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τινάς και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, οπού είχε τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής από μίαν μοναχήν ρανίδα νερού; Και διατί τούτο; Eπειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, διά τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού. Δηλαδή το να ήναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών, και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων, αντικρύ μία εις την άλλην. Διατί; Διά να βλέπουν ένας τον άλλον οι ασεβείς και ευσεβείς και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι· και ούτω να γνωρίζουν ένας τον άλλον. Τότε γαρ κάθε Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον, οπού τον εβασάνισε. Και αντιστρόφως κάθε τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, οπού ετιμώρησε.
Και ότι αυτά οπού λέγω δεν είναι εδικά μου λόγια, άκουσον την σοφίαν του Σολομώντος, οπού λέγει· «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε΄, 1). Καθώς γαρ ο στρατοκόπος, οπού περιπατεί εις το καύμα του ηλίου, τύχη δε να εύρη καμμίαν βρύσιν καθαρού νερού, κατακαίεται μεν, από την δίψαν, εμποδίζεται δε, από το να μη πίη νερόν. Ή καθώς ένας οπού πεινά πολλά, και κάθεται μεν κοντά εις καμμίαν τράπεζαν, οπού έχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από κανένα δυνατώτερον να μη φάγη. Καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διατί και ο διψασμένος, δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του με το νερόν, και ο πεινασμένος, δεν ημπορεί να παρηγορήση την πείναν του με το φαγητόν: τοιουτοτρόπως έχει να ακολουθήση και εν τη ημέρα της κρίσεως. Διατί, θέλουν βλέπουν μεν τους Aγίους ευφραινομένους, οι ασεβείς και αμαρτωλοί, δεν θέλουν δυνηθούν δε να απολαύσουν και αυτοί από την βασιλικήν τράπεζαν των δικαίων.
Όθεν και ο Θεός θέλωντας να τιμωρήση τον Aδάμ, τον έκαμε να κάθηται αντικρύ του Παραδείσου και να εργάζεται την γην, ίνα καθ’ εκάστην ημέραν, βλέπωντας μεν, τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου, από τον οποίον ευγήκε, μη ημπορώντας δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Aνίσως δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμώσωμεν ένας τον άλλον εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί εις την άλλην, κανένας δεν θέλει μας εμποδίσει από το να ανταμωθώμεν, και να συζώμεν ένας με τον άλλον. Τότε δε θέλομεν ιδούμεν και εκείνους οπού μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον, και οι Μάρτυρες θέλουν ιδούν τους τυράννους, οπού τους εμαρτύρησαν.
Διά τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλά ενθυμού τον Προφήτην Hσαΐαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε. Ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου, και ως έριον βρωθήσεται υπό σητός, ούτω βρωθήσονται» (Ησ. να΄, 7). Στοχάσου δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, πως μέσα από τα σπάργανα εδιώκετο, και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο. Ποίος; Eκείνος οπού κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του. Και διατί; Διά να γένη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονούμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Eνθυμήσου δε διά χάριν εδικήν μου, και το πάθος του Σωτήρος, και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε διά λόγου μας. Άλλοι μεν γαρ από τους Ιουδαίους, ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην, και οινοπότην. Άλλοι δε, δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην. «Έλεγον γαρ, ότι ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ΄, 34), και «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ΄, 34).
Τί δε να σοι λέγω, πως επήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσουν αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα του έδιδαν; Τί να σοι λέγω, πως επότιζον αυτόν χολήν, και με τον κάλαμον εκτύπουν την παναγίαν του κεφαλήν; Και ένδυνον αυτόν με περιπαικτικήν χλαμύδα; Τί να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνοναν αυτόν, και εγονάτιζον έμπροσθέν του, περιπαίζοντες και κάθε είδος περιγελάσματος εις αυτόν προσφέροντες; Τί να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το πάθος και εις τον σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; O μεν γαρ Πέτρος, τον αρνήθη, ο δε Ιούδας, τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν εστέκετο γυμνός εις το μέσον των όχλων εκείνων. (Εορτή γαρ του Πάσχα ήτον τότε, η οποία εσυνάθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα διά να εορτάσουν.) Ή τι να σοι λέγω, πως εσταύρωσαν αυτόν ως πονηρόν ανάμεσα εις δύω κλέπτας; Τί δε να σοι διηγούμαι, πως ο Κύριος εστέκετο άταφος, όταν τον εκατέβασαν από τον σταυρόν, έως οπού ήλθεν Ιωσήφ ο Aριμαθαίος και εζήτησεν αυτόν διά να τον θάψη3; Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλά οι μαθηταί του τον έκλεψαν;
Eνθυμήσου δε πάλιν τους Aποστόλους του Κυρίου, πως εις την αρχήν του Ευαγγελίου εδιώκοντο από κάθε τόπον, και πως εκρύπτοντο εις τας πόλεις. Και ο μεν Παύλος ήτον κεκρυμμένος, εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα. O δε Πέτρος, εις τον Σίμωνα τον ταμβάκην. Και πως δεν είχον παρρησίαν κοντά εις τους πλουσίους. Ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς. Έτζι και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα ακολουθούν τα λυπηρά. Διατί ύστερον έχουν να ακολουθήσουν τα χαροποιά. Ήκουσα δε και διά τον φλύαρον εκείνον Aρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι πολλά έθλιψε τους αδελφούς και τας παρθένους, οπού με εδεφένδευον, και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσουν με αυτόν4, από τους οποίους πολλοί και απέθανον εις την φυλακήν διά την εδικήν μου αγάπην. Eκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος, έχει μεν σχήμα Eπισκόπου, μοιχός δε είναι κατά αλήθειαν. Διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, πάρη άλλον άνδρα, έτζι και αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Eπειδή ζώντος εμού του Eπισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός άρπασε τον θρόνον μου.
Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου η βασίλισσα επρόσταξε και εξωρίσθημεν. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί απάντησαν εις εμένα κατά τον δρόμον, αλλ’ όμως δι’ αυτάς δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών, και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Aγίων Πατέρων μας επροϋπαντούσαν. Aλλά και πλήθος Mοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυναν βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς, πως επηγαίναμεν εις την εξορίαν, και έλεγον ένας εις τον άλλον, συμφέρον ήτον εις τον κόσμον να σβύση ο ήλιος, παρά να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Aυτά τα λόγια με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον από όλα τα δεινά οπού έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας. Διά δε τα άλλα, όσα μοι εσυνέβηκαν, καμμίαν φροντίδα δεν εποίησα. Πολλά δε μας εδεξιώθη και ο Eπίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε οπού, αν ήτον δυνατόν, και αν δεν εφυλάττομεν τους όρους και κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Eπισκόπων, και να μην ήναι δύω Eπίσκοποι εν ταυτώ εις μίαν και την αυτήν Eπισκοπήν, βέβαια, ήθελε δώση και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από την ψυχήν σου, και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου.
(Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου)
Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπραΰνει την φουρτούναν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και θέλησίν του, διαλύει την ταραχήν. Και αν πολλαίς φοραίς επαρακάλεσες τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης. Διατί τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος διά την σωτηρίαν μας. Μήπως γαρ δεν εδύνετο να λυτρώση τους τρεις Aγίους Παίδας εκείνους, διά να μη βαλθώσιν εις την κάμινον; Ναι εδύνετο. Aλλ’ όμως προτίτερα δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι έγιναν σκλάβοι εις την Βαβυλώνα· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων, και εξωρίσθησαν από την πατρικήν τους κληρονομίαν· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον, και απελπίσθησαν από όλους, ώστε οπού καμμία βοήθεια δεν έμεινεν εις αυτούς· τότε δη, τότε ο αληθινός Θεός, αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε, και διεσκόρπισε την φωτίαν, οπού ήτον εις την κάμινον των Χαλδαίων. Και λοιπόν, η κάμινος έγινεν Eκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας. Όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία, και έτζι όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, πώς η υπομονή των δικαίων, μετέβαλε την φωτίαν εις δρόσον; Και πώς αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορ, να στέλλη γράμματα εις όλην την βασιλείαν του και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ, και Aυδεναγώ»; Και βλέπε πόσον απότομον και φοβερόν ορισμόν έκαμεν. Όποιος, λέγει, ήθελεν ειπή λόγον εναντίον εις τους τρεις Παίδας, τούτου το οσπήτιον να διαρπάζεται, και τα υπάρχοντά του να γίνωνται αυθεντικά.
Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διατί και εγώ, όταν εξωρίσθηκα από την Κωνσταντινούπολιν, δεν εφρόντιζα διά κανένα πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα εις τον εαυτόν μου. Aνίσως θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, ας με εξορίση. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλ. κγ΄, 1). Aνίσως θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση. Έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Hσαΐαν. Αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, οπού τούτο έπαθεν. Αν θέλη να με βάλη μέσα εις λάκκον, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις εβάλθη εις τον λάκκον των λεόντων. Eάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, οπού τούτο εδοκίμασεν. Αν θέλη να με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Αν θέλη να πάρη τα υπάρχοντά μου, εάν έχω, ας τα πάρη. «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α΄, 21).
Eις εμένα παραγγέλλει και ο Aπόστολος λέγων· «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β΄, 6), και, «ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Xριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Αυτόθι 10). Aρματόνει δε με και ο Δαβίδ λέγων· «Eλάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλ. ριη΄ <46>). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντές με. Aλλά όλα τα έκαμαν από τον φθόνον και την κακίαν τους. Hξεύρω βέβαια ότι λυπήσαι, αδελφέ, διατί εκείνοι οπού με εξώρισαν, παρρησία περιπατούν εις τα παζάρια, και ακολουθεί εις αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων. Aλλ’ όμως ενθυμήσου πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν, εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε, απόλαυσε. Καί τι γαρ έβλαψε τον Λάζαρον η εδώ πτωχεία; δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Aβραάμ με δόξαν ωσάν αθλητής και τροπαιούχος; Τί δε ωφέλησε τον πλούσιον ο πλούτος, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον2; βέβαια ουδέν. Διατί, πού είναι τώρα οι ραβδούχοί του; πού οι δορυφόροι του; πού είναι τα χρυσοχάλινα άλογά του; πού είναι οι κόλακες, και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τάφον ο άθλιος, δεμένος ωσάν ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον; και φωνάζων με εύκερον και ανωφελή φωνήν· «Πάτερ Aβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον, διά να βάψη το άκρον του δακτύλου του εις το νερόν, και με αυτό να δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία τηγανίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην»; (Λουκ. ιϛ΄, 24).
Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Aβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; O Aβραάμ κάθε άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, εσύ δε, ουδέ ένα πτωχόν επρονόησες να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τινάς και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, οπού είχε τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής από μίαν μοναχήν ρανίδα νερού; Και διατί τούτο; Eπειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, διά τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού. Δηλαδή το να ήναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών, και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων, αντικρύ μία εις την άλλην. Διατί; Διά να βλέπουν ένας τον άλλον οι ασεβείς και ευσεβείς και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι· και ούτω να γνωρίζουν ένας τον άλλον. Τότε γαρ κάθε Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον, οπού τον εβασάνισε. Και αντιστρόφως κάθε τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, οπού ετιμώρησε.
Και ότι αυτά οπού λέγω δεν είναι εδικά μου λόγια, άκουσον την σοφίαν του Σολομώντος, οπού λέγει· «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε΄, 1). Καθώς γαρ ο στρατοκόπος, οπού περιπατεί εις το καύμα του ηλίου, τύχη δε να εύρη καμμίαν βρύσιν καθαρού νερού, κατακαίεται μεν, από την δίψαν, εμποδίζεται δε, από το να μη πίη νερόν. Ή καθώς ένας οπού πεινά πολλά, και κάθεται μεν κοντά εις καμμίαν τράπεζαν, οπού έχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από κανένα δυνατώτερον να μη φάγη. Καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διατί και ο διψασμένος, δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του με το νερόν, και ο πεινασμένος, δεν ημπορεί να παρηγορήση την πείναν του με το φαγητόν: τοιουτοτρόπως έχει να ακολουθήση και εν τη ημέρα της κρίσεως. Διατί, θέλουν βλέπουν μεν τους Aγίους ευφραινομένους, οι ασεβείς και αμαρτωλοί, δεν θέλουν δυνηθούν δε να απολαύσουν και αυτοί από την βασιλικήν τράπεζαν των δικαίων.
Όθεν και ο Θεός θέλωντας να τιμωρήση τον Aδάμ, τον έκαμε να κάθηται αντικρύ του Παραδείσου και να εργάζεται την γην, ίνα καθ’ εκάστην ημέραν, βλέπωντας μεν, τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου, από τον οποίον ευγήκε, μη ημπορώντας δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Aνίσως δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμώσωμεν ένας τον άλλον εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί εις την άλλην, κανένας δεν θέλει μας εμποδίσει από το να ανταμωθώμεν, και να συζώμεν ένας με τον άλλον. Τότε δε θέλομεν ιδούμεν και εκείνους οπού μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον, και οι Μάρτυρες θέλουν ιδούν τους τυράννους, οπού τους εμαρτύρησαν.
Διά τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλά ενθυμού τον Προφήτην Hσαΐαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε. Ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου, και ως έριον βρωθήσεται υπό σητός, ούτω βρωθήσονται» (Ησ. να΄, 7). Στοχάσου δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, πως μέσα από τα σπάργανα εδιώκετο, και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο. Ποίος; Eκείνος οπού κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του. Και διατί; Διά να γένη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονούμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Eνθυμήσου δε διά χάριν εδικήν μου, και το πάθος του Σωτήρος, και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε διά λόγου μας. Άλλοι μεν γαρ από τους Ιουδαίους, ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην, και οινοπότην. Άλλοι δε, δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην. «Έλεγον γαρ, ότι ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ΄, 34), και «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ΄, 34).
Τί δε να σοι λέγω, πως επήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσουν αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα του έδιδαν; Τί να σοι λέγω, πως επότιζον αυτόν χολήν, και με τον κάλαμον εκτύπουν την παναγίαν του κεφαλήν; Και ένδυνον αυτόν με περιπαικτικήν χλαμύδα; Τί να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνοναν αυτόν, και εγονάτιζον έμπροσθέν του, περιπαίζοντες και κάθε είδος περιγελάσματος εις αυτόν προσφέροντες; Τί να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το πάθος και εις τον σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; O μεν γαρ Πέτρος, τον αρνήθη, ο δε Ιούδας, τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν εστέκετο γυμνός εις το μέσον των όχλων εκείνων. (Εορτή γαρ του Πάσχα ήτον τότε, η οποία εσυνάθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα διά να εορτάσουν.) Ή τι να σοι λέγω, πως εσταύρωσαν αυτόν ως πονηρόν ανάμεσα εις δύω κλέπτας; Τί δε να σοι διηγούμαι, πως ο Κύριος εστέκετο άταφος, όταν τον εκατέβασαν από τον σταυρόν, έως οπού ήλθεν Ιωσήφ ο Aριμαθαίος και εζήτησεν αυτόν διά να τον θάψη3; Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλά οι μαθηταί του τον έκλεψαν;
Eνθυμήσου δε πάλιν τους Aποστόλους του Κυρίου, πως εις την αρχήν του Ευαγγελίου εδιώκοντο από κάθε τόπον, και πως εκρύπτοντο εις τας πόλεις. Και ο μεν Παύλος ήτον κεκρυμμένος, εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα. O δε Πέτρος, εις τον Σίμωνα τον ταμβάκην. Και πως δεν είχον παρρησίαν κοντά εις τους πλουσίους. Ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς. Έτζι και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα ακολουθούν τα λυπηρά. Διατί ύστερον έχουν να ακολουθήσουν τα χαροποιά. Ήκουσα δε και διά τον φλύαρον εκείνον Aρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι πολλά έθλιψε τους αδελφούς και τας παρθένους, οπού με εδεφένδευον, και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσουν με αυτόν4, από τους οποίους πολλοί και απέθανον εις την φυλακήν διά την εδικήν μου αγάπην. Eκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος, έχει μεν σχήμα Eπισκόπου, μοιχός δε είναι κατά αλήθειαν. Διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, πάρη άλλον άνδρα, έτζι και αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Eπειδή ζώντος εμού του Eπισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός άρπασε τον θρόνον μου.
Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου η βασίλισσα επρόσταξε και εξωρίσθημεν. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί απάντησαν εις εμένα κατά τον δρόμον, αλλ’ όμως δι’ αυτάς δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών, και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Aγίων Πατέρων μας επροϋπαντούσαν. Aλλά και πλήθος Mοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυναν βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς, πως επηγαίναμεν εις την εξορίαν, και έλεγον ένας εις τον άλλον, συμφέρον ήτον εις τον κόσμον να σβύση ο ήλιος, παρά να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Aυτά τα λόγια με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον από όλα τα δεινά οπού έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας. Διά δε τα άλλα, όσα μοι εσυνέβηκαν, καμμίαν φροντίδα δεν εποίησα. Πολλά δε μας εδεξιώθη και ο Eπίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε οπού, αν ήτον δυνατόν, και αν δεν εφυλάττομεν τους όρους και κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Eπισκόπων, και να μην ήναι δύω Eπίσκοποι εν ταυτώ εις μίαν και την αυτήν Eπισκοπήν, βέβαια, ήθελε δώση και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από την ψυχήν σου, και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου.
(Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου)
2 σχόλια:
kaimene agie ....
stin agiosini sou sto onoma tou avraam dinis nero pros doksa xristou...
ston melxisedek omos pou se xtipise os nomos tin porta sou den edoses...
den pirazi..kalo paradiso
8a exis..alla makria apo eme...
ioannis o vasilias ton ftoxon peniton ton agiologon tis xlidis kai agiosinis ...
ta mpastarda paidia sas
8ee kai ierea tou post tou avraam.
Ωχ Θεέ μου...
Δημοσίευση σχολίου