Κοιμᾶται ἐν Κυρίῳ
Ὁ ἀγαθὸς Θεός, ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ποιῶν, ἐξεπλήρωσε καὶ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου. Τὸν ἀξίωσε νὰ ἔχει ἕνα ὁσιακὸ τέλος, μέσα σὲ ἀκρότατη ταπείνωση καὶ ἀφάνεια, περιστοιχιζόμενος μόνο ἀπὸ τοὺς ἐν Αγίῳ Ὄρει ὑποτακτικούς του καὶ προσευχόμενος μαζί τους. Ἐξομολογήθηκε καὶ πάλιν τὴν τελευταίαν νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καὶ προσηύχετο νοερά, ἐνῶ οἱ ὑποτακτικοί του διάβαζαν δίπλα του, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες του, τὸν πεντηκοστὸν καὶ ἄλλους ψαλμούς, καὶ τὴν Ἀκολουθία εἰς ψυχορραγοῦντα, καὶ ἐνῶ ἔλεγαν τὴν μονολόγιστη εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», μέχρις ὅτου συμπληρωθεῖ ὁ κανόνας τοῦ μεγαλόσχημου μοναχοῦ.
Οἱ ὑποτακτικοί του μὲ πολλὴ ἀγάπη τοῦ παρεῖχαν τὴ λίγη τοῦ σώματος καὶ πολλὴ τοῦ πνεύματος ἀνάπαυση ποὺ χρειαζόταν καὶ μπόρεσαν ν᾿ἀκούσουν τὰ ὅσια χείλη του νὰ ψιθυρίζουν τὶς τελευταῖες λέξεις, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ τίμιο στόμα του καὶ οἱ ὁποῖες ἦσαν οἱ ἴδιες οἱ λέξεις τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ· «ἵνα ὦσιν ἕν».
Προηγουμένως τὸν ἄκουσαν νὰ ἐπαναλαμβάνει μιὰ μόνο λέξη· μιὰ λέξη, ποὺ βρίσκεται στὸ τέλος τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὸ τέλος τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκπεφρασμένη στὴ σύγχρονη λαλιά· «Ἔλα». («Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ»).
Καὶ ὁ Κύριος, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς, ἦλθε. Ἡ ὁσία ψυχὴ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸ σῶμα του στὶς 4.31 τὸ πρωΐ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991 καὶ πορεύθηκε στὸν οὐρανό.
Τὸ τίμιο σκήνωμά του, περιβεβλημένο κατὰ τὰ μοναχικὰ θέσμια, ἐναπετέθη στὸ Κυριακὸ τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου οἱ ἐκεῖ πατέρες σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ἀνέγνωσαν κατὰ τὴν παράδοση ὅλα τὰ Εὐαγγέλια, καὶ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς νύκτας ἔκαναν ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Ὅλα ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὶς λεπτομερεῖς προφορικὲς ὁδηγίες τοῦ Γέροντος, οἱ ὁποῖες εἶχαν καταγραφεῖ πρὸς ἀποφυγὴν ὁποιουδήποτε λάθους.
Χαράματα τῆς 3ης Δεκεμβρίου 1991 ἡ γῆ κάλυψε τὸ τίμιο σῶμα τοῦ ὁσίου Γέροντος μὲ τὴν παρουσία μόνο τῶν λίγων πατέρων τῆς ἱερᾶς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Τότε μόνο, σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ἐπιθυμία του, ἀνακοινώθηκε ἡ κοίμησή του. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ὁ οὐρανὸς ρόδιζε στὴν ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια τῆς ἡμέρας ποὺ ἐρχόταν, σύμβολο, γιὰ μερικὲς ψυχές, τῆς ἀπὸ τὸ θάνατο στὸ φῶς καὶ τὴ ζωὴ μεταβάσεως τοῦ μακαριστού Γέροντος». Τότε μόνον, σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ἐπιθυμία του, ἀνακοινώθηκε ἡ κοίμησή του.
Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἀκόμα ὁ Γέροντας εἶχε μιλήσει γιὰ τὸν τάφο του καὶ γιὰ τὸ χῶμα ποὺ θὰ τὸν σκέπαζε: «Αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς σκεπάσουν θὰ εἶναι κοπριὰ ἀπὸ βάγια καὶ κυπαρίσσια. Ἀπὸ φύλλα βαγιῶν καὶ κυπαρισσιῶν. Τὸ κατάλαβες; Ἔχουνε σαπίσει καὶ ἔχουν γίνει κοπριἀ. Μ᾿αὐτὴ τὴν κοπριὰ θὰ μὲ σκεπάσουνε ἀπὸ πάνω. Κοπριὰ ἀπὸ βάγια καὶ ἀπὸ κυπαρίσσια. Ἐκεῖ ποὺ πᾶνε τὰ ἀηδόνια καὶ ψάλλουνε. Κι ἔχει ὅλο τέτοια βάγια, ποὺ τὰ κόβουνε καὶ τὰ κάνουνε λάδι».
Δὲν ἤθελε τάφο μὲ στολίδια καὶ μάρμαρα. ῎Ηθελε νὰ εἶναι ὁ τάφος του ἁπλὸς καὶ ταπεινός, ὅπως ἦταν καὶ ὁ ἴδιος σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἁπλὸς καὶ ταπεινός.
Ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη ὅμως τοῦ Γέροντα φάνηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἐντολή του νὰ μὴ γνωστοποιήσουν τὴν κοίμησή του, πρὶν ἀπὸ τὴν ταφή του, οὔτε στοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ἀκόμα.
Ὁ ὅσιος Γέροντας, λοιπόν, ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια του σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὰ ἀνοίξει χαρούμενος ἐν «πόλει Θεοῦ ζῶντος, Ἱερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καὶ κριτῇ Θεῷ πάντων, καὶ πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων..». (Ἑβρ. 12,22-23).
http://www.porphyrios.net
καί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου