Η
αγάπη, είπαμε, πρέπει να είναι αγάπη πρώτιστα στον Ιησού και διά Ιησού η έκφρασή
της στους αδελφούς μας. Θα πρέπει να αγνοηθεί ο ρόλος του συναισθήματος; Θα ήταν
λάθος η παραγνώρισή του. Ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος, για να αγαπάει σαν
άγγελος. Και ως άνθρωπος έχει την ιδιοτυπία του στην έκφραση της αγάπης του.
Μιλώντας για αγάπη δεν μπορούμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για τρυφερότητα
καρδιάς, για ευαισθησία κ.λπ. Η αγάπη λειτουργεί μέσα μας όχι ως κάτι ξένο προς
το μηχανισμό του ψυχικού μας κόσμου. Όμως η χριστιανική αγάπη δεν είναι μόνο
συναισθηματισμός. Είναι χάρισμα του Θεού, στο οποίο καλείται να συμμετάσχει και
ο συναισθηματισμός μας εξαγιαζόμενος.
Ο
Κύριός μας δεν καταργεί το συναίσθημα, αλλά το εξαγιάζει. Προσέχοντας στο
παράδειγμά Του βλέπουμε πόση ανθρωπιά δείχνει, πόσο γλυκός είναι. Τον συγκινούν
τα παιδιά, τα οποία παίρνει στην αγκαλιά Του και τα παρουσιάζει ως εικόνες για
μια ώριμη και συνετή αθωότητα και παιδικότητα.
Στενάζει
μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, τον οποίο απαλείφει από πολλές καρδιές. Κλαίει
μπροστά στο θέαμα του θανάτου, που θέτει τέρμα στην ομορφιά της ζωής. Και μιλάει
λίγο πριν από το θείο πάθος Του με μια απέραντη τρυφερότητα στους μαθητάς Του,
που δε διστάζει να τους ονομάσει «τεκνία» Του.
Θυμηθείτε
την ωραία και τόσο παραστατική εικόνα, που χρησιμοποιεί απευθυνόμενος με θλίψη
στην Ιερουσαλήμ για την άρνησή της να δεχθεί την αγάπη Του: «Ιερουσαλήμ,
Ιερουσαλήμ,... ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις της
εαυτής νοσσιάν υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε!».
Πόση
θλιμμένη τρυφερότητα δεν κρύβει αυτό το παράπονο!
Και
οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που ακολούθησαν τα ίχνη του Κυρίου, δεν παραγνώρισαν
το μεγάλο θησαυρό της ευαισθησίας και της συναισθηματικότητος, προκειμένου να
εκφράσουν την πεντακάθαρη αγάπη τους στα παιδιά του Θεού, τα πνευματικά τους
αδέρφια. Πρώτος και καλύτερος ο μεγάλος απόστολος Παύλος. Πόση ήταν η αγάπη του
για τον Κύριο, το γνωρίζουμε καλά. Και δεν μας είναι άγνωστη η υπερβολή της
αγάπης του για τους πιστούς, τους οποίους «εγέννησεν εν τω Ευαγγελίω». Έτσι σε
μία στιγμή ξεσπάσματος της καρδιάς του αφήνει να ακουστεί ετούτη η κραυγή:
«Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν! Ήθελον δε
παρείναι προς υμάς άρτι και αλλάξαι την φωνήν μου!». Και σε άλλη περίπτωση: «Τις
ασθενεί, και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι;», έκραζε με
πόνο πολύ. Πώς να μη συγκινήσουν τις καρδιές τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης θεϊκής σε
μεγαλείο και ντυμένης τόση ανθρωπιά και κατανόηση;
Ας
ακούσουμε και δύο άλλες φωνές, από τις πάμπολλες, μέσα από την ασκητική παράδοση
της Εκκλησίας μας.
Είναι
κλασικό και ανυπέρβλητο το χωρίο του Ισαάκ του Σύρου, όπου μιλάει για «καύσην
καρδίας». Να τι λέει, για να το υπενθυμίσω στην αγάπη
σας:
«(Καρδία
ελεήμων εστί) καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων, και των
όρνεων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της
μνήμης αυτών, και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της
πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν, και εκ της πολλής
καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού (= του θεωρούντος και δακρύοντος), και ου
δύναται βαστάξαι, ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικρά εν τη κτίσει
γινομένην.
Και
διά τούτο και υπέρ των αλόγων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των
βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι
αυτούς, και ιλασθήναι αυτοίς, ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών εκ της
πολλής αυτού ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως καθ’
ομοιότητα του Θεού».
Και
με απλά λόγια: «Καρδιά ελεήμων, δηλαδή καρδιά γεμάτη τρυφερή αγάπη, είναι τελικά
θέρμη καρδιάς, που καίγεται κυριολεκτικά για όλα τα δημιουργήματα, για τους
ανθρώπους, για τα πουλιά, για τα ζώα και για τους δαίμονες και γενικά για κάθε
κτίσμα. Και στην ανάμνησή τους και στη θέα τους τα μάτια του ανθρώπου, που έχει
ελεήμονα καρδιά, πλημμυρίζουν από δάκρυα. Από την πολλή και έντονη αγαπητική
διάθεση, που συνέχει την καρδιά του, και από την πολλή καρτερικότητά της γίνεται
πολύ ευαίσθητη και δεν μπορεί να ανεχθεί ή να ακούσει ή να ιδεί να συμβαίνει
κάποια βλάβη ή κάποια μικρή λύπη στη Δημιουργία.
Γι’
αυτό και κάθε ώρα και στιγμή προσεύχεται με δάκρυα και για τα χωρίς λογικό
δημιουργήματα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι’ αυτούς που του προξενούν
ζημιές και βλάβες παρακαλώντας το Θεό να φυλαχτούν και να συγχωρεθούν. Το ίδιο
προσεύχεται ακόμη και για τα ερπετά (που γι’ αυτά νιώθει κανένας ενστικτώδη
αποστροφή). Και το κάνει αυτό εξαιτίας της αμέτρητης ευαισθησίας, που έχει στην
καρδιά του, όπως ο Θεός».
Ένα
άλλο δείγμα ιερής τρυφερότητος αναφέρεται στο διακριτικότατο και σοφότατο Αββά
Ποιμένα, έναν από τους πιο μεγάλους Αββάδες. «Παρέβαλόν τινες των γερόντων
προς τον Αββά Ποιμένα και είπον αυτώ ˙ θέλεις, εάν ίδωμεν τους αδελφούς
νυστάζοντας εις την σύναξιν, νύξωμεν αυτούς, ίνα γρηγορώσιν εις την αγρυπνίαν; Ο
δε λέγει αυτοίς ˙ εγώ τέως εάν ίδω τον αδελφόν νυστάζοντα, τίθω την κεφαλήν
αυτού επί τα γόνατά μου και αναπαύω αυτόν». «Πήγαν, λέει η διήγηση, κάποιοι
γέροντες στον Αββά Ποιμένα και του είπαν ˙ επιτρέπεις, αν ιδούμε τους αδελφούς
να νυστάζουν την ώρα της ιερής συνάξεως, να τους σκουντήσουμε λιγάκι για να μην
κοιμούνται κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας; Ο Αββάς τους αποκρίθηκε ˙ εγώ, αν ιδώ
τον αδελφό μου να νυστάζει, του βάζω το κεφάλι στα γόνατά μου και τον
ξεκουράζω». Αλήθεια. Τι υπερβολή τρυφερότητος και κατανοήσεως του κόπου ή της
αδυναμίας του άλλου! Η υπερφυσική και ουράνια αγάπη δε θα μπορούσε να
εκφρασθεί καλύτερα, εξαγνισμένη και αγιασμένη εν Χριστώ, από τον τρόπο, με τον
οποίο εκφράζονται και οι ανωτέρω Πατέρες, αλλά και πάρα πολλοί άλλοι.
Γι’
αυτό δεν σταυρώθηκε ο Κύριος και δεν ανέστη, για να μεταμορφώσει τη φύση μας και
να την κάνει από θηριώδη και αγριωπή, λεπτή, τρυφερή, πονετική, γεμάτη
κατανοούσα αγάπη;
Η
μεταμορφώνουσα την «πεπτωκυίαν» φύση μας χάρις χύνεται πλούσια στην ανθρώπινη
καρδιά, την ανασταίνει από τη σκληρότητα και διαφθορά της, ώστε να μπορεί άνετα
διά μέσου της να εκφράζονται τα πλούσια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ένα από
τα οποία, το κυριότερο δε, είναι η αγάπη.
Επομένως,
προκειμένου να εκφράσουμε την αγάπη μας προς τα έξω, δεν πρέπει να αλλοιώσουμε
αφύσικα την καρδιά μας και να στραγγαλίσουμε την ευαισθησία της, αλλά κυρίως να
αφήσουμε τη χάρη του Κυρίου να κατευθύνεται σωστά και να κυριαρχεί μεταμορφωμένη
στον ίδιο τον εαυτό της, με πλήρη αυτολησμοσύνη της, χάριν του αγαπομένου, «μη
ζητούσα τα εαυτής». Δεν είναι το ίδιο να καταπνίγουμε την καρδιά μας και να τη
διαστρέφουμε και να τη μικραίνουμε και το ίδιο να τη θέτουμε στην υπηρεσία της
πνευματικής αγάπης, να την ευαισθητοποιούμε πιο πολύ, να την κάνουμε πλατειά και
ευρύχωρη, ξένη προς κάθε μικρότητα και κάθε φίλαυτη και εγωιστική επιδίωξη, που
σ’ αυτή θα μας ωθούσε ευχαρίστως «ο παλαιός ημών άνθρωπος».
Δεν
αγνοούμε τους κινδύνους, που ελλοχεύουν στο σημείο αυτό. Υπάρχει πάντοτε ο φόβος
να προχωρήσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση και να υποχωρήσουμε στις κατώτερες
κλίσεις μας, αν δεν προσέξουμε. Συνεπώς δεν είναι εύκολος ο δρόμος της αγάπης,
υποδεικνύοντας να θέτουμε όλον τον συναισθηματικό μας πλούτο, που μας έδωσε ο
Κύριος, και θέτοντάς τον στην υπηρεσία της αγάπης. Χρειάζεται γι’ αυτό
ολοκληρωτική αυταπάρνηση.
Μη
λησμονούμε πως η αυταπάρνηση, που είναι ένα είδος ζωντανού θανάτου, μία εκούσια
χάριν του Ιησού σταύρωση, δεν αποβλέπει παρά στην ανάσταση, που αρχίζει από τώρα
και θα τελειωθεί κατά την τελική και οριστική ανάστασή μας.
Δύσκολη
και ίσως κουραστική η οδός της αγάπης, αλλά πλούσιοι οι καρποί της και εν τω νυν
και εν τω μέλλοντι αιώνι, όπου θα τελειώσουν οι αγώνες και θα μας χαρισθεί μία
υπέρ έννοιαν και υπέρ κατανόηση άλλη βιοτή, με άλλο, πνευματικότατο και μακάριο
περιεχόμενο.
Αρχιμανδρίτη
Ευσέβιου Βίττη
Εμείς
και η αγάπη μας
Εκδόσεις
Μονής Οσίου Γρηγορίου
Άγιον
Όρος 2012
σελ.
30-37
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου