ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Πέμπτη, Μαΐου 30, 2013

Δημόσια εξομολόγηση ενός ταλαιπωρημένου Χριστιανού…


σταυρος4Κάτι δεν έμαθα καλά. Κάτι δε μου δίδαξαν σωστά. Ή κάτι δεν κατάλαβα;  Κάτι πήγε στραβά σε μένα ή κάτι είναι στραβό; Προσπάθησαν να με μυήσουν λόγω της αγάπης τους; Ή εξ’ αιτίας της αδυναμίας τους να συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυναμία, επέβαλλαν σε μένα την «τελειότητα» της χριστιανικής τους πίστης; Είμαι Χριστιανός ή έτυχε επειδή γεννήθηκα στην Ελλάδα; Είμαι Χριστιανός ή αυθυποβλήθηκα ώστε να νοιώθω κάτι ξεχωριστό; Είμαι Χριστιανός γιατί το επέλεξα ή γιατί μου το «επιβάλλανε»; Είμαι Χριστιανός γιατί το δέχθηκα και το πίστεψα ή επειδή ψυχαναγκάστηκα να στήνομαι και να φορώ το προσωπείο μιας ανύπαρκτης ευσέβειας και να τηρώ τις εντολές του Θεού χωρίς να χαίρομαι γι’ αυτό! Είμαι Χριστιανός ή είμαι ένα ευσεβιστικό υβρίδιο; Τα ευσεβιστικά υβρίδια είναι χριστιανισμός ή ο χριστιανισμός είναι τελικά ένας άκρατος ευσεβισμός; Κι αν ο Χριστός που είναι ο Θεός του κόσμου είναι η αγάπη, γιατί ο κόσμος της Εκκλησίας Του ή που λέει ότι είναι η εκκλησία Του, δεν ξέρει να αγαπά; Κι αν οι άνθρωποι που τελικά αγαπούν είναι θεωρητικά εκτός Εκκλησίας, επειδή δεν τηρούν το savoir vivre (sic!) της ευσέβειας και του εκκλησιαστικού τύπου, μήπως εκείνοι είναι η Εκκλησία του Χριστού; Κι αν μου πεις ότι η εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο με αρρώστους και ότι έτσι θα πρέπει να βλέπουμε και τον εαυτό μας και τους άλλους, εγώ λέω ότι οι άρρωστοι θα πρέπει να έχουν επίγνωση της αρρώστιας τους και να συμπεριφέρονται και στους άλλους αρρώστους με επίγνωση της δικής τους αρρώστιας! Γιατί αν δεν έχουν επίγνωση, τότε αυτό δεν είναι νοσοκομείο αλλά τρελάδικο! Μόνο οι ψυχασθενείς δεν κατανοούν την ασθένεια τους. Κι αν δεν αποτελεί ένα πολυτελές ψυχιατρείο, τότε είναι μια οργάνωση που κρύβει μεγαλειώδη ψυχασθένεια και υποκρισία. Ένας χώρος καθαρά κοσμικός που βρίθει «πνευματικής» κατάστασης, κρύβοντας εξουσιαστικές τάσεις, συμπλέγματα κατωτερότητας, ψυχολογικές ανάγκες προσώπων να ανήκουν κάπου, να αποκτήσουν μια προσωπικότητα ή μια ταμπέλα πνευματική που θα πρέπει να διατηρείται με κάθε κόστος, σαν τον «καθηγητή» που ποτέ δεν πρέπει να αμφισβητηθεί από τους μαθητές του. Δηλαδή γεμάτο ψεύτικες συμπεριφορές και συνεχόμενα ψέματα! Αυτό είναι η Εκκλησία;


Θα πει κάποιος, ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις τον Θεό και τους ανθρώπους Του; Ποιος είσαι εσύ που κρίνεις και κατακρίνεις τους άλλους; Έστω κι αν είναι υποκριτές, έστω και αν είναι ψεύτες, δικαιούσαι να τους κατακρίνεις; Όχι. Αλλά όλοι οι άνθρωποι διαμορφώνονται μέσα από τις εμπειρίες τους. Και οι δικές μου, μου δημιουργούν πλέον την ανάγκη να αποτινάξει οτιδήποτε έχει σχέση με αυτό τον ψεύτικο πνευματικό κόσμο, το κουτί με τις ευσεβιστικές ατάκες, το προσωπείο της πνευματικότητας, των συμπλεγμάτων και της υποκρισίας. Να λοιπόν, όπως όλοι οι υπόδουλοι λαοί, μετά από χρόνια δουλείας και κατοχής ξεσηκώνονται για την ελευθερία τους, επαναστατώ ενάντια στην «αγάπη» μιας κατοχικής δύναμης. Που μου «συμβουλεύει» να σηκώσω τα βάρη και τις δουλειές του, να εναρμονιστώ με τις νομοθετικές διαταγές και εντολές του «κατακτητή», για να μην κολασθώ! Να είμαι «καλό παιδί» για να έχω το σπαθί του τιμωρού μακριά από το κεφάλι μου. Έτσι μου παρουσιάστηκε ο Θεός ή έτσι μου τον παρουσιάσανε; Αυτό είναι ο χριστιανισμός;
Την αγάπη του άλλου, όταν υπάρχει, τη νοιώθεις και την ανταποδίδεις με το φιλότιμο σου! Με την ελευθερία σου!!! Όχι με ψυχαναγκασμό και απειλές. Αυτό είναι ο Χριστός; Έχω ελευθερία ή ουσιαστικά είμαι ελεύθερος μονάχα αν υποδουλωθώ εν ελευθερία; Και πια ελευθερία θα δεχόταν υποδούλωση; Και πώς να αγαπήσεις πραγματικά τον Θεό όταν σου προβάλλεται κυρίως η τιμωρία και η κόλαση Του;
Θέλω να βρω την ελευθερία μου και να βρω τον Θεό μου που είναι όλος αγάπη! Και μη μου πείτε ότι είναι και δικαιοσύνη. Ναι μου το είπαν. Εγώ την αγάπη Του θέλω. Το έλεος Του. Την πατρική Του φιγούρα. Και τους ανθρώπους Του, από τους καρπούς τους, τους αναγνωρίζεις! Όχι από τα σχήματα ευσεβείας τους, τα λόγια τους ή τα ράσα τους! Να αγαπηθεί έχει ανάγκη ο άνθρωπος, όχι να κριθεί! Να βοηθηθεί, όχι να καταδικαστεί.
Πέσανε τα κάστρα της παιδικής μου ηλικίας. Πέσανε.
Πολλοί παράγοντες με επηρέασαν να φλερτάρω με την αθεΐα, μα ούτε εκείνοι αλλά ούτε κι ο ορθολογισμός μου κατάφερε να με πείσει για την ανυπαρξία του Θεού. Επιμένω για κάποιο λόγο να πιστεύω στο Χριστό ως αληθινό Θεό του κόσμου, χωρίς ωστόσο να είμαι βέβαιος. Δεν είδα ούτε τον Χριστό, ούτε την Ανάσταση Του. Αλλά θέλω να το πιστεύω. Δεν ξέρω γιατί. Απλά θέλω. Κάτι μέσα μου…
Αλλά ενώ πιστεύω, κάτι μέσα μου, μου λέει ότι κάτι πάει στραβά με την πραγμάτωση της αλήθειας του Χριστού στην κατεξοχήν οριοθέτηση της δόκιμης και αποδεκτής πνευματικότητας των σύγχρονων και περισσοτέρων χριστιανών. Κάτι που βίωσα από μικρό παιδί και αξιολόγησα μεγαλώνοντας. Άρχισα να διαπιστώνω μια άρρωστη κατάσταση που φωτογραφίζονταν ως αρετή και μια υποκρισία που υποδυόταν την ευσέβεια.
Αυτοί και ο τρόπος που βίωναν τη ζωή και σχεδόν την επέβαλλαν και στα παιδιά τους, με ώθησαν να έχω λογισμούς αμφιβολίας και ερωτηματικά για τον ίδιο χώρο της Εκκλησίας. Και εννοώ την πλειοψηφία των ανθρώπων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτοπροσδιορίζονται  ως χριστιανοί και προσδιορίζονται από την κοινωνία. Μιλώ για Επισκόπους, μοναχούς, ανθρώπους με χριστιανικές «περγαμηνές», λαϊκούς ή γέροντες κλπ.
Αν λοιπόν όπως είπε ο Θεός, τους ανθρώπους μου θα τους καταλάβετε από τα έργα τους, πείτε μου, τι δουλειά έχει ο Χριστός σε αυτή την οργάνωση που κατήντησε και που ονομάστηκε Εκκλησία και αποτελείται από μικρότερες χριστιανικές ομάδες, με προσωποληψίες και πνευματικούς «Σούπερμαν» λαϊκούς ή κληρικούς, που δραστηριοποιούνται πνευματικά στο χώρο της και αποτελούν κανονικές σέκτες, με αρχηγούς, βοηθούς, συμβούλους, στρατηγούς και στρατιώτες, με εμφανής την παντελή  έλλειψη αγάπης, που υπηρετούν μονάχα και αποκλειστικά τα συμφέροντα που θεωρούν ότι έχουν, κρύβοντας με πνευματικά προσωπεία, την σεκτοποίηση των ανθρώπων, και που κανένα αληθινό παράδειγμα δεν δίνουν για την αλήθεια του Χριστού;  Άνθρωποι τελικά, κοσμικής επιρροής, που με προσωποληψίες και χειραγώγηση των ανθρώπων, οδηγούν  σε τέτοιο βαθμό ανελευθερίας, που αγγίζουν τα όρια του αισχρού. Ψυχαναγκασμός και όχι ελεύθερη βούληση.
Όχι οι κοσμικοί! Οι πνευματικοί. Οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Όχι οι αμαρτωλοί άνθρωποι του ονομαζόμενου «κόσμου», που στην τελική ψάχνουν να βρουν την ευτυχία και τη χαρά, τη γαλήνη και την ηρεμία σε λιμνάζοντα ίσως νερά, αλλά ο κόσμος τους δείχνει να είναι πιο αγνός και πιο ανεκτικός από την υποκρισία που υπάρχει στις ταμπέλες μας, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Είναι τόση η απόγνωση και η απογοήτευση που νοιώθω, που δεν θέλω να ανήκω στους ανθρώπους που τους θεωρούν πνευματικούς, γιατί πραγματικά δεν είμαι. Προτιμώ να ανήκω στον «κόσμο».
Δεν μπορώ να μην κρίνω το εργοστάσιο των υποκριτών στο οποίο μεγάλωσα και στην κατασκευή θαυμάτων που αποσκοπούσε στην ενδυνάμωση μιας, ουσιαστικά, ανύπαρκτης πίστης. Στη βαριά βιομηχανία της «πνευματικής» κατάκρισης που βαπτίζονταν διάκριση και στη χρησιμοποίηση της Εκκλησίας από ανθρώπους για προσωπικούς σκοπούς!
Εύχομαι κάποια στιγμή να καταφέρω να συγχωρήσω την αδυναμία τους, να αντιληφθούν πόσο μικροί είναι πλέον στα μάτια μου, και πόσο κακό έκαναν και κάνουν. Μας μάθανε να κατακρίνουμε και όχι να αγαπούμε! Όχι να δικαιολογούμε ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ μα να τους χαρακτηρίζουμε. Να κοιτάμε πλάγια τους άλλους. Να είμαστε καχύποπτοι και γεμάτοι κακούς λογισμούς. Μας έκαναν δάσκαλους και σημαιοφόρους της πίστης και της ορθοπραξίας. Αρχίσαμε να βάζουμε στο μικροσκόπιο τις ζωές των άλλων, συγκρίνοντας τις πράξεις τους με όλα αυτά που μας δόθηκαν ως γνώση, χάσαμε την απλότητα και την αλήθεια και υποκρινόμασταν τους αγίους ο ένας προς τον άλλον.
Θέλω να εμέσω όταν σκέφτομαι τα λόγια τους που ποτέ δεν πίστεψαν! Φοβάμαι μήπως μείνω στον ψυχαναγκασμό και τη φοβία που προσπαθώντας να με σώσουν, μου ενέσπειραν στην ψυχή, καταστρέφοντας την ανάγκη για ειλικρινή αναζήτηση της Θεότητας και την συνειδητοποίηση της αδιανόητης και ατελείωτης αγάπη Της για μένα! Μου μάθανε λάθος το Θεό που μου αποκαλύφθηκε μέσα στις πτώσεις μου, δείχνοντας το αληθινό Του πρόσωπο!
Πάμε λοιπόν πάλι απ’ την αρχή. Σαν να γεννήθηκα σήμερα. Το πρώτο κλάμα του μωρού ακούστηκε μες στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, χωρίς να υπάρχει καμιά μητέρα. Όπως και τότε… Μα και ο πατέρας έκανε λίγο στην άκρη να μη φαίνεται. Και ο μικρός άρχισε να ρωτά για τη ζωή και το θάνατο. Για την αρχή, για το σύμπαν για το Θεό. Πάμε λοιπόν από τη αρχή, με πραγματικό ενδιαφέρον και όχι επιβολή του Θεού στην ύπαρξη μου. Μια ειλικρινή και βαθειά αναζήτηση της αλήθειας. Όχι αναπαραγωγή των κασετών και των ομιλιών. Βίωμα! Αν έχεις βίωμα μίλα μου! Θα ακούσω! Θα αγαπώ! Θα καταλάβω! Θα σε νοιώσω! Μα αν άνοιξες το κουτάκι με τις ατάκες, το βιβλίο με τις λύσεις, αν αντιγράφεις από τους αριστούχους και μου το προσφέρεις για να πειστώ για την αγάπη σου, τίποτα δε θα με κάνει να σε πιστέψω. Τίποτα! Μονάχα βίωμα! Πτώσεις! Αμαρτία. Μετάνοια! Ζωή! Αγάπη! Βίωμα! Αν είσαι εκεί και μπορείς, αν μ’ ακούς μίλα μου! Θα σε «ακούσει» η ψυχή μου…
Που απευθύνεσαι; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Σε ενοχλεί αυτή η έκφραση; Κι όμως δε θα έπρεπε! Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Έχεις την επιγραφή του πνευματικού ανθρώπου στο μέτωπο σου! Το έχεις  όπως ο Κάιν είχε το σημάδι του κακού, εσύ έχεις το σημάδι της αγάπης; Γιατί δεν αγαπάς λοιπόν; Με διώχνεις. Το κάνεις εσκεμμένα; Το καταλαβαίνεις ή με διώχνεις ακούσια; Σου το είπε κανείς ότι με διώχνεις; Ποιος είναι ο Πατέρας σου που σε δίδαξε;
Πώς να σου μιλήσω όταν συνεχώς δαιμονοποιείς τη ζωή μου! Δαιμονοποιείς τις ανάγκες μου! Πώς να σε εμπιστευτώ που με κάνεις να νοιώθω βρώμικος όταν την ερωτική έλξη και την ανθρώπινη ανάγκη την ονομάζεις πορνεία.
Αν ένοιωθες όπως ένοιωθα θα καταλάβαινες. Αλλά δεν ένοιωσες ποτέ! Αυτή είναι η αλήθεια. Και ποτέ δεν προσπάθησες να κατανοήσεις. Αλλά σε δικαιολογώ. Πως άλλωστε; Αφού για σένα είναι απαντημένα όλα τα ερωτήματα και η γνωμάτευση της πνευματικής ιατρικής αδιαμφισβήτητη. Δαίμονας! Παρασυρμός. Πειρασμός. Αμαρτία. Τώρα πρέπει να μετανοιώσεις. Να τιμωρηθείς και να απειληθείς με κόλαση ή ένδικη μισθαποδοσία ξεθαμένη από τον παλαιό νόμο, επικαλυμμένη  με την δικαιοσύνη του Θεού και την τιμωρία Του ή πιο «μαλακά» παιδαγωγία Του. Σύνελθε γιατί ο Θεός θα τιμωρήσει εσένα ή ό,τι αγαπάς πιο πολύ. Ακόμη και τα παιδιά σου! Ή τους γονείς σου ή τον άνδρα σου ή την γυναίκα σου! Τρέμε την οργή του για τις αμαρτίες σου. Φώλιασε το φόβο μέσα σου μήπως και «σωθείς». Κι εγώ ο εξουσιαστής σου, ο οδηγός σου, θα σου απαγορεύσω το δέντρο της ζωής. Μακριά από τη Θεία κοινωνία! Θα καείς ανάξιε δούλε που δε φόρεσες το ένδυμα του γάμου. Φύγε πριν σε βγάλει ο ίδιος ο Κύριος. Φύγε μακριά από αυτό που πραγματικά μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, να τον αλλοιώσει και να τον φωτίσει!!! Σου απαγορεύεται η Ζωή και το Φως, ενώ εσύ, μπορείς να απολαμβάνεις το προνόμιο της αρετής σου.;;!!;;  Πως αγγίζουν τα χείλη τα δικά σου το φρικτό μυστήριο; Η αξιοσύνη σου σε οδηγεί άραγε ή η οικονομία του Θεού προς τον άνθρωπο; Κι αν ο Θεός οικονομεί για σένα, εσύ γιατί δεν οικονομείς για τους άλλους; Σε μοναχούς απευθύνεσαι; Ή προορίζεται μονάχα για τους Αγίους; Και ποιος είναι Άγιος; Ποιος είναι άξιος ενώπιον Του; Γιατί λοιπόν ενώ δε μ’αγαπάς υποκρίνεσαι ότι νοιάζεσαι για μένα;
Με έκανες να χάσω την απλότητα της σκέψης μου. Εγώ δεν είχα την εμπειρία να διαχειριστώ τόσες πνευματικές έννοιες και με άφησες στον κυκεώνα εκατομμυρίων λογισμών να βγάλω άκρη. Εσύ με μπέρδεψες! Και ο μίτος συνεχώς μπερδεύονταν γιατί κοιτούσα εσένα να σου μοιάσω. Έτσι όπως νόμιζα ότι σε έβλεπα. ΆΓΙΟ! Μα άλλη η ζωή του λιονταριού κι άλλη της κουκουβάγιας, Κι άλλο τα δάχτυλα του Κύκλωπα κι άλλα του Οδυσσέα. Γιατί δεν βλέπεις το προφανές και θέλεις να με κάνεις ένα ομοίωμα δικό σου; Να πιθηκίζει και να περιφέρεται σαν μούμια ή καλύτερα σαν μαριονέτα. Γιατί αυτό με έφτιαξες. Μου γέμισες με φόβο την ψυχή. Μου πήρες την απλότητα της σκέψης. Με έκανες να νοιώθω βρώμικός και ότι όλα είναι αμαρτία! Το φαγητό, η μουσική, ο έρωτας και τόσα άλλα ανθρώπινα που ο ίδιος ο Θεός έβαλε μέσα στις ανάγκες του ανθρώπου. Μου πήρες την ελευθερία και με πάτησες στον καλουπωτή σου, να γίνω το καλούπι του «αγίου», χωρίς να νοιώσω ότι θέλω ή ότι μπορώ! Δεν σεβάστηκες ούτε την «υπομονή» του χρόνου και απαίτησες άμεσα να αλλάξω ζωή και συνήθειες. Χωρίς να μου εξηγήσεις γιατί. Μονάχα με απειλές και ένα πηδάλιο που μου εμφάνιζες σαν επιχείρημα για να πειστώ και να δω πόσο «ελεήμων» και ανεκτικός είσαι ώστε να νοιώσω και ευγνωμοσύνη που μείωσες την ποινή μου και μετρίασες τον κανόνα μου.  Με γέμισες με «πρέπει». Με γέμισες με ενοχές και κόμπλεξ. Μου εξαφάνισες το δικαίωμα της επιλογής και με «ενεργοποίησες» με το «επιχείρημα» της επιβολής και της απειλής!  Με έκανες πονηρό ώστε να «αγοράζω» την αρετή και τη Βασιλεία του Θεού μέσα σε εξαναγκαστικές συμπεριφορές και τύπους και παραγωγή «καλών πράξεων και λογισμών»! Να ψάχνω να «αγοράσω» το εισιτήριο της σωτηρίας, χωρίς να μου μάθεις το πιο βασικό άνθρωπε μου. ΝΑ ΑΓΑΠΩ! Ούτε σε σένα βρήκα την αγάπη, πώς λοιπόν να τη διδαχθώ; Αυτό δεν έπρεπε πρώτα από όλα να μου διδάξεις;
Κι όταν κατάφερα να υποκριθώ στον εαυτό μου και σε σένα ότι μπήκα στο δρόμο του Θεού και τώρα προσπαθώ να γίνω άγιος, άρχισα να κάνω «ομολογία» πίστης παντού! Και κηρύγματα στους «χλιαρούς» και αδαείς. Και τελείωσα με αριστείο το πανεπιστήμιο του Ευσεβισμού. Και εντέλει, όλο και πιο πολύ βυθιζόμουνα στην πρακτική του, κρίνοντας τους άλλους οι οποίοι πλέον δεν ήταν αδέλφια μου αλλά κοσμικοί! Και εγώ τώρα διέφερα από τους ανθρώπους της απωλείας. Εγώ τώρα βάδιζα στην αρετή με τόσα που έμαθα και τόσες προσπάθειες που έκανα. Τώρα πρέπει να βοηθήσω να σωθούν και οι άλλοι! Νηστέψτε, μετανοείτε! Κάντε ότι κάνω εγώ για να σωθείτε! Ελάτε στον πνευματικό μου που είναι ο καλύτερος για να βοηθηθείτε! Κοίτα εμένα πως υποκρίνομαι τον Άγιο; Έτσι μπορείς και εσύ! Έλα όμως που δεν αγάπησα το πλάσμα σου Κύριε και πως θα μάθω τώρα να αγαπώ; Ευτυχώς που έφαγα τα μούτρα μου και κατάλαβα πόσο μακριά από την αλήθεια και την αρετή είμαι. Αλλά ελπίζω μονάχα το έλεος και δεν ψάχνω την αρετή που ποτέ δεν έρχεται σε μένα. Έστω κι έτσι, μου επιτρέπεις να ελπίζω;
Δεν νομίζω όμως να με νοιώσεις καλέ μου φίλε που μακάρι να ήσουνα. Θα με βαπτίσεις μπερδεμένο και πλανεμένο ή ακόμη και τρελό. Με δαιμονική επήρεια που επηρεάστηκε ίσως από τις παρέες του και τα αντίχριστα διαβάσματα του. Ίσως. Δεν νοιώθω όμως έτσι. Αλήθεια πονάω και προσπαθώ να απαλλαγώ από τις σκέψεις μου. Να βρω γαλήνη και ηρεμία. Να πάψει να με βασανίζει η σκέψη ότι… τελικά υπάρχει η πραγμάτωση ή είναι μόνο θεωρία;  Δεν το πιστεύω. Θέλω να πιστεύω και θα συνεχίσω με όλες μου τις δυνάμεις. Όχι για το φόβο μιας αιώνιας τιμωρίας. Αλλά με την ελπίδα μιας αναπάντεχης αιωνιότητας. Σε ευχαριστώ!
Αγιορείτης
Πηγή:agioritikesmnimes.blogspot.gr

Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Φ. Κόντογλου- το πάρσιμο της Πόλης

Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης

Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.
Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου. Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!
Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.
Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.
Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.
Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.
Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.
Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.
Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.
Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.
Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;
Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.
Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.
Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»

Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης

Ὁ σουλτᾶνος, σὰν γυρίσανε οἱ ἀπεσταλμένοι του καὶ τοῦ πήγανε τὴν ἀπόκριση τοῦ Παλαιολόγου, πὼς δὲν παραδίνει τὴν Πόλη, ἀποφάσισε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν πατήσῃ.
Στὶς 24 Μαγιοῦ πρόσταξε τοὺς τελάληδες καὶ διαλαλήσανε στὸ στρατόπεδο πὼς στὶς 29 θὰ γινότανε τὸ μεγάλο γιουρούσι (ἔφοδος) ἀπὸ στεριὰ κι᾿ ἀπὸ θάλασσα.
Στὶς 26 καὶ στὶς 27 τὴ νύχτα, οἱ Τοῦρκοι ἀνάψανε τόσες φωτιὲς καὶ τόσα φανάρια, καὶ τέτοιες ἀγριοφωνὲς καὶ βουητὸ ἔβγαιναν ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδό τους, ποὺ οἱ χριστιανοὶ νομίσανε πὼς φτάξανε πιὰ τὰ συντέλειά τους.
Τὴ Δευτέρα, στὶς 28 Μαγιοῦ, ὁ σουλτᾶνος εἶπε καὶ διαλαλήσανε νὰ τοιμασθοῦνε οἱ στρατιῶτες γιὰ τὸν μεγάλο πόλεμο, νὰ λουστοῦνε ἑφτὰ φορὲς καὶ νὰ νηστέψουνε. Τοὺς ἔβγαλε κ᾿ ἕναν λόγο καὶ τοὺς εἶπε πῶς σὰν πάρουνε τὴν Πόλη θὰ τοὺς τὴν ἀφήσῃ τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, καὶ πῶς θὲ νἆνε δικά τους ὅ,τι βροῦνε μέσα, χρυσάφι, ἀσήμι, φορέματα, ἄντρες, παιδιὰ καὶ γυναῖκες· καὶ πὼς ὅσοι εἶνε γιὰ νὰ σκοτωθοῦνε, καθὼς γίνεται πάντα στὸν πόλεμο, αὐτοὶ δὲ μποροῦνε νὰ ξεφύγουνε, γιατὶ εἶνε γραμμένο ἀπὸ πρὶν ἀπάνω στὸ κούτελό τους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης· καὶ πὼς θὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουνε παντοτεινὰ μαζὶ μὲ τὸν Προφήτη, καὶ νὰ κοιμοῦνται μὲ τὶς πειὸ ὄμορφες γυναῖκες. Οἱ Τοῦρκοι ἐνθουσιαστήκανε ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ βάλανε κάτι φωνές, ποὺ πολλὲς γυναῖκες ἀποβάλανε.
Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ εἴχανε στὸ στρατόπεδό τους μεγάλο σῦρε-φέρε. Οἱ ντελάληδες τριγυρίζανε μὲ τούμπανα καὶ μὲ ζουρνάδες καὶ λέγανε: «Γειά σας, παιδιὰ τοῦ Προφήτη, αὔριο θὰ πιάσουμε τόσους χριστιανούς, ποὺ θὰ πουλᾶμε δυὸ γιὰ ἕναν παρᾶ καὶ θὰ κάνουμε τὰ γένεια τους σκοινιὰ γιὰ νὰ δέσουμε τοὺς σκύλους μας. Τὶς γυναῖκες τους καὶ τὶς κόρες τους θὰ τὶς ἀτιμάσουμε!» Ὅλη κείνη τὴν ἡμέρα τὰ κανόνια δουλέψανε ἀκατάπαυτα, μὰ οἱ χριστιανοὶ καταφέρνανε καὶ βουλώνανε τὰ γκρεμισμένα τειχιὰ μὲ πέτρες καὶ μὲ χῶμα ἢ τὰ χτίζανε κιόλας. Πρὸς τὸ βράδυ οἱ Τοῦρκοι μεθύσανε καὶ κάνανε σὰν τρελλοί. Ἀνάψανε μεγάλες φωτιὲς στὴ στεριὰ κι᾿ ἀμέτρητα φανάρια στὰ καράβια, κ᾿ ἡ ἀναλαμπὴ ἔπεφτε ἴσαμε πέρα ἀπάνω στὴ στεριὰ τῆς Ἀνατολῆς. Ζουρνάδες καὶ τουμπελέκια χαλούσανε τὸν κόσμο, ντερβισάδες χορεύανε, πὤλεγες πὼς ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ βγήκανε οἱ δαιμόνοι.
Οἱ Χριστιανοὶ εἴχανε πέσει στὴν προσευχή. Μέρα νύχτα οἱ ἐκκλησιὲς ἤτανε γεμάτες κόσμο, τὸ πειὸ πολὺ γυναῖκες, κοπέλλες καὶ γρηὲς ἀλαλιασμένες, ποὺ λέγανε πῶς ἤτανε διάβολοι μεταμορφωμένοι οἱ ἄγριοι αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ διψούσανε τὸ αἷμα τους. Ὁ κόσμος πίστευε πειὰ πὼς ἔφταξε ἡ μέρα ποὺ θὰ κουρσεύανε οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη, καὶ νὰ γίνουνε ὅσα προφήτεψε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, ποὺ τὸν βλέπανε στ᾿ ἄγαλμα καβαλλάρη κοντὰ στὴν Ἅγια-Σοφιὰ κ᾿ ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι κατὰ τὴν Ἀνατολή, σημεῖο πῶς ἀπὸ κεῖ θἄρθῃ ὁ Τοῦρκος ποὺ θὰ πάρῃ τὴν Πόλη. Κι᾿ ἄλλη προφητεία ἔλεγε πώς, σὰν βασιλέψῃ ἕνας βασιλιᾶς, ποὺ θὰ λένε Ἑλένη τὴ μητέρα του, στὶς μέρες του θὰ σκλαβωθῇ ἡ Πόλη. Κι ἄλλη τρίτη προφητεία πὤλεγε, πὼς ἅμα δείξῃ σημεῖο τὸ φεγγάρι στὸν οὐρανό, σὲ λίγες μέρες ἡ Πόλη θὰ χαλαστῇ. Λοιπὸν καὶ τὰ τρία αὐτὰ σημάδια εἴχανε ξεδιαλυθῆ. Γιατὶ καὶ τὸ βασιλέα τὸν λέγανε Κωνσταντῖνο κ᾿ εἶχε μητέρα Ἑλένη, μὰ καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε δείξει σημεῖο. Στὶς 22 Μαγιοῦ, τὴν πρώτη ὥρα τῆς νύχτας, τὸ φεγγάρι, ἀντὶ νἄβγῃ στρογγυλό, βγῆκε σὰν δρεπάνι καὶ στάθηκε ἔτσι ἴσαμε τρεῖς ὧρες μέσα στὸν οὐρανό, ποὺ ἤτανε καθαρὸς σὰν κρούσταλλο. Ὕστερα λίγο λίγο γιόμισε ὁ γύρος του καὶ στὶς ἕξη ὧρες τῆς νύχτας εἶχε γίνει ὁλοστρόγγυλο. Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἰδοποίησε τὸν Παλαιολόγο, πὼς ἤγγικε τὸ τέλος τῆς βασιλείας του. Οἱ Χριστιανοί, σὰν τὤδανε, κόπηκε τὸ αἷμα τους.
Ὁ βασιλιᾶς πρόσταξε νὰ κάνουνε λιτανεία καὶ βγάλανε τὶς εἰκόνες καὶ μπροστὰ πηγαίνανε οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κ οἱ καλογέροι κι ἀπὸ πίσω ὅσος κόσμος δὲν ἤτανε στὶς πόστες, κι᾿ ὅλοι λέγανε «Κύριε ἐλέησον!»
Τὴ Δευτέρα τὸ βράδυ συναχτήκανε οἱ πολεμάρχοι, οἱ στρατιῶτες κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοὺς μίλησε ὁ βασιλιὰς νὰ μὴ χάσουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγιά. Τὰ λόγια του μᾶς τὰ κράτησε ὁ φίλος του ὁ Φραντζῆς, κ᾿ εἶνε σὰν συναξάρι: «Ὑμεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες κ᾿ ἐκλαμπρότατοι Δήμαρχοι καὶ γενναιότατοι συστρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός. Εἰξεύρετε, ὅτι ἐφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν θέλει στενοχωρήσει ἡμᾶς μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς, (... Ἔχω παραλείψει ἀνάμεσα ...) ὅπως, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις ἐκχύσῃ τὸ φαρμάκιον καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, στῆτε ἀνδρείως. Ἰδού, σᾶς παραδίδω τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην Πόλιν, τὴν πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων! Αὐτὸς ὁ ἀλιτήριος Ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφοῦ, ἐλθών, μᾶς ἠπείλησε. Τώρα δέ, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσετε. Ἡμεῖς γὰρ πᾶσαν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν ἀνεθέμεθα, ἐκεῖνοι δὲ εἰς τὰ ὅπλα. Διό, συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμήθητε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ἐλέφαντας, οἵτινες τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων διὰ μόνης της θέας καὶ τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐξεδίωξαν. Ἐὰν δὲ τὰ ἄλογα ζῶα ἐδίωξαν τοὺς ἐχθρούς, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἴμεθα κύριοι τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ἀγωνιζόμεθα πρὸς χείρονας καὶ αὐτῶν τῶν ἄλογων ζώων. Αἱ ρομφαῖαί σας καὶ τὰ τόξα σας καὶ τὰ ἀκόντια ἂς ριφθῶσι κατ᾿ αὐτῶν, οὐχὶ ὡς κατ᾿ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ὡς κατ᾿ ἀγρίων χοίρων, διὰ νὰ γνωρίσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι μάχονται πρὸς τοὺς κυρίους καὶ αὐθέντας αὐτῶν, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων.»
Πολὺ μεγάλο παράπονο ἔχουν τὰ λόγια, ποὺ λέγει γιὰ τὴν Παναγιὰ καὶ γιὰ τὴν Πόλη, τὴν ἀγαπημένη της πολιτεία. Θαρρεῖς πῶς μοιρολογᾷ τὴν κόρη του: «Τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν· ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ χαρὰ πάντων των Ἑλλήνων· τὸ καύχημα πάντων ὅσοι ζῶσιν ὑπὸ τὴν ἡλίου Ἀνατολήν. Ζητεῖ δὲ (ὁ Ἀμηρᾶς) πῶς νὰ εὕρῃ καιρὸν νὰ ἀφανίσῃ ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ τὴν ποτὲ περιφανῆ καὶ ἀνθίζουσαν ταύτην τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.»
Ὕστερα γυρίζει καὶ λέγει στοὺς Βενετσάνους, ποὺ στεκόντανε στὰ δεξιά του: «Ἐνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ, ἄνδρες ἰσχυροί! Τὴν σήμερον παρακαλῶ νὰ ὑπερασπισθῆτε μεθ᾿ ὅλης της ψυχῆς σας τὴν πόλιν ταύτην, γνωρίζοντες, ὅτι δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα ἔχετε αἰωνίως.»
Στὸ τέλος γυρίζει καὶ λέγει σ ὅλο τὸ λαό: «Καιρὸν δὲν ἔχω νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Ἰδοὺ τὸ τεταπεινωμένον μου τοῦτο σκῆπτρον εἰς τὰς χεῖρας πάντων ὑμῶν ἀνατίθημι. Φυλάξατέ το μετ᾿ εὐνοίας! Πολὺ δὲ παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ δείξητε τὴν πρέπουσαν εὐπείθειαν...»
Ὁ βασιλιὰς ἔκλαιγε, ἔκλαιγε κι᾿ ὁ λαὸς καὶ φώναξε: «Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας!» Ἀγκαλιαζόντανε καὶ συγχωρνιόντανε. Ὕστερα τραβήξανε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο, τὴν εἶχε γιομίσει κ᾿ οἱ καμάρες ἀντιλαλούσανε ἀπὸ τὸ θρῆνο. Οἱ γυναῖκες κλαίγανε σιγανά, τὰ παιδιὰ ξεφωνίζανε κι᾿ ὅλοι τρέμανε σὰν τὰ καλάμια. Ποιὰ καρδιὰ δὲ θὰ ράγιζε! «Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλον ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.» Οἱ διάκοι λέγανε μπροστὰ στὴν Ἅγια Πόρτα τὰ Εἰρηνικά, μὰ ἡ ὀχλοβοὴ δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή τους. Σὰν ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες, τὸ Κοινωνικὸ «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος, ἀλληλούϊα», ὁ βασιλιὰς τράβηξε κατὰ τὸ τέμπλο, ντυμένος μὲ τὰ τριμμένα ροῦχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, μὲ γένεια καὶ μαλλιὰ ἀχτένιστα σὰν βαρυποινίτης, κ᾿ ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς μ᾿ ἀναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥς περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων.» Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ποτήρι, πῆγε καὶ μετάλαβε κ᾿ ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ λαὸ κ᾿ εἶπε: «Χριστιανοί, συγχωρῆστε τὶς ἁμαρτίες μου, κι᾿ ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσῃ τὶς δικές σας!» Κι᾿ ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωνὴ φώναξε: «Συγχωρεμένος!» Μέσα στ᾿ Ἅγιο Βῆμα ὁ Πατριάρχης, σκυμμένος ἀπάνω στὰ τίμια δῶρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως, ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καὶ πάσης πόλεως καὶ χώρας, καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ πάντας ἡμᾶς τὰ ἐλέη σου ἑξαπόστειλον.»
Σὰν τελείωσε ἡ λειτουργία, ἤτανε νύχτα. Ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸ παλάτι καὶ κάθησε λίγη ὥρα γιὰ νὰ συγχωρεθῇ μὲ τοὺς δικούς του καὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του. «Ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους, τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;» Καὶ σὰν τοὺς ἀποχαιρέτισε, καβαλλίκεψε τ᾿ ἀλογό του μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του καὶ ἐπιθεώρησε τὸ κάστρο γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας. Ὅλοι βρισκόντανε στὶς πόστες τους, κ᾿ οἱ πόρτες ἤτανε καλὰ ἀμπαρωμένες. Φτάνοντας στὴν πόρτα Καλιγαρία, ἀνέβηκε μοναχὸς ἀπάνω στὸ κάστρο, ἔχοντας μαζί του τὸ Φραντζῆ, τὸν μπιστεμένο φίλο του, κι᾿ ἀκούσανε ἀπ᾿ ὄξω βουὴ καὶ φωνὲς πολλές, κ᾿ οἱ φύλακες τοὺς εἴπανε πῶς ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ νύχτωσε οἱ Τοῦρκοι ἔτσι βουΐζανε, γιατὶ κουβαλούσανε κοντὰ στὸ κάστρο τὶς μηχανὲς καὶ τὶς σκάλες. Τὴν ὥρα, ποὺ φώναξε πρώτη φορὰ ὁ κόκκορας, ἔφταξε ὁ βασιλιὰς στὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ.
Στὸ δεύτερο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Οἱ Τοῦρκοι ξαμολυθήκανε ἀπὸ παντοῦ σὰν ἄγρια βουβάλια, βγάζοντας ἀφροὺς ἀπ᾿ τὰ στόματά τους. Τέτοιο οὔρλιασμα καὶ ποδοβολητὸ ἔβγαινε ἀπὸ κεῖνο τ᾿ ἀμέτρητο κοπάδι καὶ τόσο πατιρντὶ κάνανε τὰ τούμπανα, οἱ ζουρνάδες κ᾿ οἱ ντερβισάδες, π᾿ ἀντιλαλήσανε ὁλοτρόγυρα τὰ βουνά, σὰ νὰ γκρεμνιζόντανε. Τοῦτοι, ποὺ κάνανε τὸ πρῶτο ρεσάλτο, ἤτανε οἱ πειὸ πολλοὶ χριστιανοί, ποὺ δουλεύανε στὸ σουλτάνο μὲ τὸ στανιό, καὶ τοὺς ἔρριξε πρώτους στὴ φωτιά, γιὰ νὰ πάρουνε ὅλη τὴ μπόρα. Κουβαλούσανε σκάλες ἀναρίθμητες καὶ τὶς ἀκουμπούσανε στὸν τοῖχο, μὰ οἱ Ἕλληνες τοὺς γκρεμνίζανε καὶ ρίχνανε μεγάλες πέτρες ἀπὸ πάνω τους καὶ τοὺς σκοτώνανε. Τὸ χαντάκι γιόμισε σκοτωμένους καὶ λαβωμένους. Ὅσοι γλυτώνανε, θέλανε νὰ στρίψουνε πίσω, μὰ οἱ γενιτσάροι τοὺς λιανίζανε μὲ τὰ γιαταγάνια, ὅπου, βλέποντας πῶς κ᾿ ἔτσι κι ἀλλοιῶς θὰ πεθαίνανε, γυρίζανε καὶ πολεμούσανε. Στὸ μεταξὺ ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ καὶ νὰ σβύνουνε τἄστρα ἕνα ἕνα.
Σὰν τσακισθήκανε τοῦτοι οἱ πρῶτοι, χυμήξανε ἄλλοι πειὸ λυσσασμένοι, σὰν τὰ πεινασμένα λιοντάρια ποὺ πέφτουνε ἀπάνω σε λάφια.
Κι᾿ αὐτοὶ στεριώσανε πλῆθος σκάλες κι᾿ ἀνεβαίνανε ἀπάνω μ᾿ ἀλαλαγμὸ πολύν. Μὰ πάλι οἱ χριστιανοὶ τοὺς γκρεμνίσανε καὶ μὲ τὶς σαγίτες καὶ μὲ τὰ μικρὰ κανόνια ποὔχανε, σκοτώσανε τόσους Τούρκους, ποὺ στοιβαστήκανε ὁ ἕνας ἀπὰ στὸν ἄλλον σὰν σακκιά. Δὲν προφτάξανε νὰ φχαριστήσουνε τὸ Θεὸ κ᾿ ἔπεσε ἀπάνω στὸ κάστρο τρίτο κοπάδι, τὸ πειὸ μανιασμένο μὲ φωνὲς φοβερὲς καὶ μὲ τούμπανα, κατὰ τὰ συνηθισμένα. Αὐτοὶ ἤτανε τ᾿ ἄνθος, οἱ διαλεχτοὶ τοῦ σουλτάνου, οἱ γενιτσάροι, οἱ σουμπασίδες καὶ τέλος οἱ πειὸ ἀντρειωμένοι Τοῦρκοι. Μ᾿ ὅλο ποὺ οἱ Ἕλληνες ἤτανε τσακισμένοι ἀπ᾿ τὴν κούραση, μπορέσανε καὶ βαστάξανε καὶ τούτη τὴ φορά. Κάψανε τὶς μηχανές, τσακίσανε τὶς ἀνεμόσκαλες, μ᾿ ἕναν λόγο τέτοιο φονικὸ κάνανε, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι δειλιάσανε καὶ λίγο ἔλειψε νὰ γυρίσουνε τὶς πλάτες. Μὰ ὁ σουλτὰν Μεμέτης ἔπεσε ὁ ἴδιος ἀπάνω τους μὲ τὸ γιαταγάνι στὸ χέρι, κι᾿ ἄλλους ἔσφαξε, ἄλλους πλήγωνε. Τὸ ἴδιο κάνανε κ᾿ οἱ ἀξιωματικοί του μὲ τὰ καμουτσιὰ καὶ μὲ μεγάλες φωνές, σὰ νὰ σαλαγούσανε κανένα κοπάδι καμῆλες. Οἱ ζεμπέκηδες βγάλανε πάλι μιὰ φωνὴ ἴσαμε τὸν οὐρανό, δίνοντας κουράγιο ὁ ἕνας στὸν ἄλλο κι᾿ ὡρμήσανε ἀπάνου στὸν τοῖχο. Οἱ πειὸ ἄφοβοι κ᾿ οἱ πειὸ δυνατοὶ ἀνεβαίνανε ὁ ἕνας ἀπάνω στοὺς ὥμους τ᾿ ἀλλουνοῦ κ᾿ ἔτσι κάνανε σκάλες καὶ φτάνανε ἴσαμε τὸ φρύδι τοῦ τοίχου, πὤξωνε τὸ μεγάλο κάστρο ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ποὺ ἤτανε χαμηλότερο. Κι᾿ ἅμα βρεθήκανε κάμποσοι ἀνεβασμένοι ἐκεῖ ἀπάνω, γίνηκε πόλεμος σκληρὸς καὶ σκοτωμὸς ἀλύπητος κι᾿ ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές. Οἱ Ρωμιοὶ ἀρχίσανε νὰ παραδίνουνε. Τότε ὅμως ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος κι᾿ ὁ Δημήτρης Κατακουζηνὸς ὡρμήσανε καὶ γκρεμνίσανε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς σκοτώσανε. Ὁ βασιλιᾶς ἔτρεξε πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος κ᾿ ἐπίασε καὶ φώναξε γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ καρδιά: «Ἀδέρφια μου, βαστᾶτε γερά, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Βλέπω πῶς οἱ ὀχτροὶ δειλιάζουνε καὶ διασκορπίζουνται, γιατὶ δὲν ἔρχουνται μὲ τάξη, ὅπως συνηθίζουνε!»
Τότες ἀρχίσανε νὰ χτυπᾶνε οἱ καμπάνες σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία. Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς ἔβγαινε ἀπὸ παντοῦ. Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ εἴχανε γίνει σὰν κερένια ἀπὸ τὸ φόβο τους, ὅσο ἀκούγανε ἐκεῖνες τὶς φωνές, ποὺ δὲ βγαίνανε ἀπὸ λαρύγγια ἀνθρώπινα, μὰ ἀπὸ θηρία. Ἄντρες καὶ γυναῖκες ἤτανε γονατιστοὶ καὶ κλαίγανε καὶ παρακαλούσανε τὸ Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ.
Στὸ μεταξὺ οἱ Τοῦρκοι πολεμούσανε μὲ τὴν ἴδια καὶ περισσότερη μανία. Ὁ μεγάλος τράκος γινότανε κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ βρισκότανε ὁ Παλαιολόγος, καὶ ρίχνανε σαγίτες ἀμέτρητες σὰν τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας καὶ κάμποσες μπάλλες μὲ τὰ κανόνια. Τὸ μεγάλο κανόνι, ποὺ τὸ λένε χωνεία οἱ παλιοὶ ἱστορικοί, σφεντόνιζε κάθε τόσο κι᾿ ἀπὸ μιὰ κοτρώνα ποὖχε βάρος διακόσες λίτρες. Ὁ Βενετσάνος Νικολὸς Μπάρμπαρος λέγει πὼς οἱ μπάλλες κ᾿ οἱ πέτρες κ᾿ οἱ σαγίτες, ποὔχανε πέσει μέσα στὴ χαμηλὴ μάντρα τοῦ κάστρου, ἤτανε νὰ φορτώσης ἀπάνου ἀπὸ ὀγδόντα καμήλια, κ᾿ ὅσες εἴχανε πέσει μέσα στὸ χαντάκι ἤτανε γιὰ νὰ φορτώσης ἴσαμε εἴκοσι καμήλια. Μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς μπάλλες ἄνοιξε μιὰ σκισμάδα στὴ μάντρα τοῦ χαμηλοῦ κάστρου καὶ σήκωσε τέτοιον καπνὸ καὶ τέτοιο χῶμα, ποὺ δὲ φαινότανε τίποτα. Οἱ Τοῦρκοι, βοηθούμενοι ἀπ᾿ τὸν καπνό, μπήκανε στὸ μικρὸ κάστρο ἴσαμε καμμιὰ τρακοσαριά, μὰ οἱ Χριστιανοὶ γλήγορα τοὺς διώξανε καὶ κόψανε τοὺς πειὸ πολλούς. Αὐτὸ δυνάμωσε γιὰ λίγο τὴν καρδιά τους. Μὰ σὲ λίγο ξαναμπήκανε πάλι οἱ Τοῦρκοι, καὶ τούτη τὴ φορὰ γιόμισε ὁ τόπος, ἁπάν᾿ ἀπὸ τριάντα χιλιάδες. Ἤτανε μεθυσμένοι ἀπ᾿ τὸ αἷμα, κι᾿ ἀνεβαίνανε ποδοπατώντας καὶ σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σὰν ἀγριοκάτσικα. Βγάζανε τέτοια γαυγίσματα, πὤλεγες πῶς εἶνε ἡ κόλαση. Κι᾿ ἀφοῦ σκοτωθήκανε πολὺ πλῆθος, κρατήσανε τὸ μικρὸ τὸ κάστρο καὶ σὲ λίγο εἴχανε ἔμπει μέσα στὴν πρώτη μάντρα περισσότεροι ἀπὸ ἑβδομήντα χιλιάδες. Οἱ σκοτωμένοι κειτόντανε κουβάρες σὰν σακκιά.
Ἀπάνω σ᾿ αὐτὰ πληγώθηκε στὸ ποδάρι ὁ στρατηγὸς Γιουστινιάνης. Μὲ μιᾶς μαθεύτηκε τούτη ἡ δυστυχία ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη κι᾿ ὅλοι μαραθήκανε. Ὁ βασιλιᾶς ἔφταξε, καὶ βλέποντας τοὺς στρατιῶτες φοβισμένους καὶ τὸ Γιουστινιανὸ νἆνε σαστισμένος καὶ νὰ θέλῃ νὰ τραβηχτῇ ἀπ᾿ τὸ κάστρο, τοῦ λέγει: «Ἀδερφέ μου, τί κάνεις; γύρισε πίσω στὴν πόστα σου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ἡ λαβωματιά σου δὲν εἶνε βαρειά. Ἀπάνω σε τούτη τὴ στιγμὴ μᾶς ἀφήνεις πὤχουμε περισσότερο τὴν ἀνάγκη σου; στὰ χέρια τὰ δικά σου κρέμεται ἡ Κωνσταντινούπολη!» Μὰ ὁ Γιουστινιανός, ποὺ στάθηκε πάντα παλληκάρι, εἶχε πάθει μεγάλη ταραχὴ κ᾿ ἔφυγε. Πέρασε στὸ Γαλατᾶ καὶ κεῖ πέρα πέθανε σὲ λίγες μέρες.
Οἱ Τοῦρκοι καταλάβανε πὼς κάτι ἔτρεχε στὸ μέρος τῶν Γραικῶν καὶ πήρανε τὰ μπρός. Τότες ἕνας γενίτσαρος φοβερός, Χασάνης Λουπαδίτης λεγόμενος, πήδηξε πρῶτος ἀπάνω στὸ μεγάλο κάστρο, βαστώντας μὲ τόνα χέρι τὸ σκουτάρι του (ἀσπίδα) ἀπάν᾿ ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι᾿ ἀπὸ τἄλλο τὸ σπαθί του. Ἀπὸ πίσω του σκαλώσανε εὐθὺς καμμιὰ τριανταριὰ σύντροφοί του. Οἱ Χριστιανοὶ γκρεμνίσανε τοὺς μισοὺς κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Χασάνης ἔπεσε χάμω, βαρεμένος ἀπὸ τὶς πέτρες, ποὺ ρίχνανε βροχὴ οἱ Γραικοί. Μ᾿ ὅλα ταῦτα πάλι ξανασηκώθηκε ἀπάνω στὸ γόνατό του καὶ πολέμαγε. Μὰ τοὔπεσε τὸ σκουτάρι κ᾿ εὐθὺς γιόμισε τὸ κορμί του ἀπὸ σαγίτες καὶ ξεψύχησε. Ὡς νὰ σκοτωθῆ αὐτός, εἴχανε ἀνεβῆ πολλοὶ Τοῦρκοι στὸ μεγάλο κάστρο. Μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κάποιοι ἀπὸ δαύτους κατεβήκανε ἀπὸ μέσα καὶ βγάλανε τὶς ἀμπάρες. Τότες ἀκουστήκανε ἀπὸ παντοῦ φωνὲς φοβερές: «Ἡ Πόλη πατήθηκε!» Ὁ κόσμος ἔτρεχε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ.
Κείνη τὴν ὥρα ἔβγαινε ὁ ἥλιος. Οἱ Τοῦρκοι μπαίνανε σὰν ποτάμι ἀφρισμένο ἀπὸ τὰ κάστρα κι᾿ ἀπὸ τὴν πόρτα. Οἱ Χριστιανοὶ ἀπελπισμένοι πέφτανε μὲ σφαλιχτὰ μάτια ἀπάνω τους, κ᾿ ἔγινε τέτοιος σκοτωμός, ποὺ τὸ αἷμα ἔτρεχε νὰ κολυμπήσῃ δαμάλι. Ὁ βασιλέας, παραμιλώντας ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισιά του, χύμηξε στὴν πόρτα μὲ τὰ παλληκάρια του κ᾿ ἔπεσε μέσα στὸ πειὸ πηχτὸ τουρκομάνι, βαρώντας μὲ τὸ σπαθί του. Ὁ Δὸν Φραγκίσκος ὁ Τολεδάνος, πὤλαχε νἆνε στὸ δεξί του χέρι, ἔχασε τὸ σπαθί του καὶ χύθηκε καὶ ξέσκιζε τοὺς Τούρκους μὲ τὰ νύχια καὶ μὲ τὰ δόντια. Ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας ματωμένο τὸ βασιλέα, ἔβαλε μιὰ φωνὴ κ᾿ ἔκραξε κλαίγοντας: «Θέλω ν᾿ ἀποθάνω κι᾿ ὄχι νὰ ζήσω!» Ὁ Γιάννης ὁ Δαλμάτης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ ἐκεῖ βουλιάξανε καὶ χαθήκανε. Ὁ βασιλιὰς βλέποντας πὼς ἀπόμεινε μονάχος ζωντανός, φώναξε: «Δὲν ὑπάρχει Χριστιανὸς νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι μου!» Τὴν ἴδια τὴν στιγμὴ τὸν βαρέσανε δυὸ Τοῦρκοι, ὁ ἕνας στὸ πρόσωπο κι᾿ ὁ ἄλλος στὸν ὦμο. Τὸ κορμί του κύλησε κι᾿ ἀνακατεύτηκε μέσα στὸ σωρὸ πὤφραξε τὴν πόρτα.

Τὸ κούρσεμα τῆς Πόλης

Σὰν πατήθηκε πειὰ ἡ πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ καὶ σκοτώθηκε ὁ βασιλιᾶς, οἱ Τοῦρκοι γιουργιάρανε μέσα στὴν Πόλη σὰν τ᾿ ἀγριεμένο ξεροπόταμο ποὺ κατεβαίνει στενεμένο ἀνάμεσα στ᾿ ἀψηλὰ βράχια, ὓστερ᾿ ἀπὸ νεροποντή. Δὲ μπαίνανε ἑκατὸ-ἑκατό, μηδὲ διακόσιοι, μὰ χιλιάδα ἀπάνω στὴ χιλιάδα. Τέτοια ἤτανε ἡ μανία τους μὴ δὲν προφτάξουνε νὰ κουρσέψουνε, ποὺ ἀπ᾿ τὸ στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους καὶ πολλοὶ σκάσανε ποδοπατημένοι ἀπ᾿ τοὺς δικούς τους. Καὶ σὰ μπαίνανε μέσα στὸ κάστρο, σκορπίζανε ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας ὅποιον βρίσκανε μπροστά τους, εἴτε γυναίκα, εἴτε παιδί, εἴτε ἄντρα.
Τὸ μεγάλο μακελειὸ βάσταξε ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Πολλοὶ χριστιανοὶ κρυφτήκανε μέσα σὲ λαγούμια καὶ σὲ σπηλιὲς κ᾿ ὕστερά τους βρήκανε καὶ τοὺς σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οἱ Τοῦρκοι στὴν πλατεία, ἀνεβήκανε στὸν πύργο καὶ κατεβάσανε τὴ βυζαντινὴ σημαία καὶ τὴ σημαία τ᾿ ἁγίου Μάρκου καὶ ἰσάρανε στὸν τόπο τους τὸ σαντάρδο τοῦ σοῦλτάνου. Τὰ κάστρα ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη ἴσαμε τὴν ἄλλη πέσανε στὰ χέρια τοῦ Τούρκου. Μονάχα οἱ Κρητικοί, ποὺ βρισκόντανε μέσα στοὺς πύργους τοῦ Λέοντα καὶ τοῦ Βασιλείου, βαστήξανε τὸν πόλεμο ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰν τἄκουσε θαύμασε τὴν παλληκαριά τους καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουνε στὴν πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι εἴχανε ἀπάνω τους.
Ὅπως εἶπα πρωτύτερα, πολὺς κόσμος ἔτρεξε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ, μὰ ἔπεσε μαζεμένος στὰ καράβια καὶ πολλὰ βουλιάξανε καὶ πνιγήκανε πολὺς λαός. Οἱ πορτιέρηδες, βλέποντας τὸν κόσμο ποὺ ὡρμοῦσε ὄξ᾿ ἀπὸ τὶς πόρτες, θυμηθήκανε ἕνα παλιὸ ρητὸ πὤλεγε πῶς ἡ πόλη θὰ ξαναπαιρνότανε ἀπ᾿ τὰ χέρια τῶν Τούρκων ἂν γυρίζανε πίσω οἱ Χριστιανοί, κλειδώσανε τὶς πόρτες καὶ ρίξανε τὰ κλειδιὰ ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο. Τότε δὰ φούντωσε ἡ σφαγή, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ χωρέσῃ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσοι γλυτώσανε χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τρέχανε νὰ κλειστοῦνε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κείνη τὴν ὥρα ἤτανε πὤχαν᾿ ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα. Θεὲ μεγαλοδύναμε, ἀπάνω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς συμφοριασμένους ἔπεσε ὅλη ἡ ὀργή σου! Μερμηγκιὰ ἀμέτρητη πλημμύρισε τὴν ἐκκλησιά, ἀπάνω, κάτω, στὸ νάρθηκα, στ᾿ ἅγιο βῆμα, σὲ κάθε μεριά. Σφαλίξανε τὶς πόρτες καὶ παρακαλούσανε μὲ μεγάλες φωνὲς τὸ Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ. Οἱ κουμπέδες κ᾿ οἱ θεόρατες καμάρες ἀντιβουίζανε καὶ ρίχνανε πιὸ πολλὴ τρομάρα στὶς καρδιὲς τῶν κοριτσιῶν· τὰ μικρὰ παιδάκια ξεψυχούσανε ἀπ᾿ τὸ φόβο τους. Σὲ λίγο φτάξανε οἱ Τοῦρκοι καὶ πιάσανε νὰ βαρᾶνε μὲ τοὺς μπαλτάδες τὶς πόρτες. Τὸ κοπάδι, ποὺ ἤτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερὰ σὲ κάθε τσεκουριά.
Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ πῇ τί γίνηκε σὰν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, βαστώντας στὰ χέρια τους ἄλλοι ματωμένα μαχαίρια μιὰ ὀργυιὰ μάκρος, ἄλλοι πελέκια ἀκονισμένα, ἄλλοι κοντάρια, π᾿ ἀστράφτανε οἱ σουβλερὲς μύτες τους. Ἡ ἐκκλησιὰ πιτσιλίστηκε ἀπ᾿ τὰ αἵματα σὲ δυὸ μπόγια ὕψος, πὤλεγες πὼς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε ζωντανοὶ εἴχανε τρελλαθῆ. Οἱ Τοῦρκοι δένανε τοὺς ἄντρες μὲ σκοινιά, τὶς γυναῖκες μὲ τὶς ζῶνες τους. Ἔβλεπες ἀφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, κυράδες μὲ τὶς δοῦλες, παπάδες μὲ γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στὸ αἷμα. Ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον βιάζανε τὶς γυναῖκες, ἀνάμεσά σε κουφάρια καὶ σὲ λαβωμένους ποὺ μουγκρίζανε.᾿Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖνα τ᾿ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τὴν ἐκκλησιά. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δὲν ἀφήσανε μηδὲ καντήλι, μηδὲ δισκοπότηρο, μηδὲ βαγγέλιο, μηδὲ εἰκόνα, μηδὲ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ ἀκρίδα ἀπὸ νὰ καταπράσινο περιβόλι κ᾿ ὕστερα, σὰν κάνῃ φτερά, ἀφήνει χῶμα μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἁγια-Σοφιὰ ξεγυμνωμένη.
Τὸ μαχαίρι κ᾿ ἡ φωτιὰ βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταμένο στοὺς στρατιῶτες του ὁ σουλτάνος. Ἡ ἀπέραντη Κωνσταντινούπολη ἀντιλαλοῦσε μέρα νύχτα. Τί αἷμα καὶ τί δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιὲς χτυπούσανε, τέτοια συμφορὰ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ συλλογισθῇ ἄνθρωπος. Ἄλλοι σφαζόντανε πρὶν πᾶνε στὰ σπίτια τους, ἄλλοι καταφέρνανε νὰ φτάξουνε στὰ δικά τους μὰ δὲ βρίσκανε τὰ παιδιά τους καὶ τὶς γυναῖκες τους. Ἀντρόγυνα χωριζόντουσαν, ὁ ἕνας Τοῦρκος ἔσερνε τὸν ἄντρα κι᾿ ὁ ἄλλος τὴ γυναίκα. Τὰ παιδιὰ τὰ ξεκολλούσανε ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ τῆς μάννας, τὰ κορίτσια τὰ σέρνανε ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ μέσα στὸ δρόμο. Πεινασμένα σκυλιὰ πίνανε τὸ αἷμα π᾿ ἄχνιζε μέσα στὰ χαντάκια. Πειὸ πολλὰ ἤτανε τὰ κομμένα κεφάλια, ποὺ κειτόντανε στὸ χῶμα, παρὰ οἱ πέτρες τῆς γῆς. Φρόνιμες νοικοκυράδες, ποὺ δὲν τὶς εἶχε δῆ ὁ ἥλιος, ἀτιμαζόντανε γυμνὲς μέσα στὶς πλατεῖες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι μὲ βαρειὰ σεντούκια, ποὺ τοὺς τἄχανε φορτωμένα οἱ ζεμπέκηδες καὶ τοὺς δέρνανε σὰν γαϊδούρια καὶ τοὺς τραβούσανε μὲ τὸ καπίστρι ποὔχανε περασμένο στὸ λαιμό τους. «Καὶ ἦν ἰδεῖν ὁρμαθοὺς ἐξερχομένους ἄπειρους ὥσπερ ἀγέλας».
Στὰ καράβια δὲν εἶχε ἀπομείνει μηδὲ ἕνας Τοῦρκος, γιατὶ ριχτήκανε στὸ πλιάτσικο. Μὲ μεγάλη μανία γυρεύανε νὰ βροῦνε τὰ γυναικεῖα μοναστήρια, τὰ πατούσανε καὶ κουβαλούσανε τὶς καλογρηὲς μέσα στὰ καράβια κ᾿ ἐκεῖ ὁ διάβολος πειὰ μπορεῖ νὰ πῇ τὸ τί γίνηκε. Πολλὲς γυναῖκες, γιὰ νὰ ξεφύγουνε τὴν ἀτιμία, πέσανε καὶ πνιγήκανε στὴ θάλασσα καὶ στὰ πηγάδια.
Οἱ Τοῦρκοι εἴχανε τούτη τὴ συνήθεια· ἅμα μπαίνανε μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ κουρσέψουνε, στήνανε μιὰ σημαία ἀπάνω στὰ κεραμίδια. Οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, βλέποντας τούτη τὴ σημαία, δὲ μπαίνανε ποτὲ μέσα, μὰ τραβούσανε πάρα πέρα, νἄβρουνε ἄλλο σπίτι λεύτερο. Ἴσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε ἀπάνω στὴν Πόλη, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βάζανε πολλὲς παντιέρες στὸ ἴδιο σπίτι γιὰ νὰ κάνουνε πανηγύρι.
Ὅλη τὴ μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ἤτανε ἡ γῆς, πὤλεγες πὼς ἔβρεξε αἷμα, κι᾿ ὅπου ἔβρισκε χαντάκι τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰ νἄτανε βροχονέρι. Τὰ κουφάρια τὰ ρίχνανε στὸ μπουγάζι τοῦ Βοσπόρου, καὶ τὸ ρέμα τὰ κατρακυλοῦσε σὰ νἄτανε πεπόνια, Χριστιανοὶ-Τοῦρκοι ἀνακατεμένοι.
Ὁ σουλτάνος δὲ μπῆκε μέσα στὴν Πόλη μὲ τὸ στρατό, παρὰ ἀπόμεινε στὸ στρατόπεδο. Κατὰ τὸ μεσημέρι οἱ πασάδες τοῦ πήγανε τὰ κλειδιά, σημάδι πὼς ἤτανε πειὰ δική του ἡ Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε καὶ μπῆκε μὲ τὴ συνοδειά του μέσα στὸ κάστρο καὶ τράβηξε ἴσια στὴν Ἅγια-Σοφιά. Δὲ μπῆκε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ μὲ τἄλογο, παρὰ ξεπέζεψε καὶ μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλὴν ὥρα καὶ περιεργάσθηκε τὸ χτίριο. Ὕστερα φώναξε ἕναν χότζα καὶ τοῦπε ν᾿ ἀνεβῇ ἀπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ νὰ φωνάξῃ τὴν προσευχή τους «Ἀλλάχου ἐκπέρ, Ἀλλάχου ἐκπέρ, Μουχαμετοὺλ ρεσοὺλ Οὐλλάχ.» Σὰν τελείωσε ὁ χότζας, ἀνέβηκε ὁ ἴδιος στὴν Ἅγια Τράπεζα καὶ τὸ ξανάπε.
Τὴν ὥρα πὤβγαινε ἔξω, εἶδε ἕναν Τοῦρκο ποὺ τσάκιζε τὰ μάρμαρα. Ὁ Μεμέτης τὸν βάρεσε μὲ τὸ καμουτσὶ λέγοντάς του: «Κιοπέκ, σᾶς ἄφησα τὸ θησαυρὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ τὰ χτίρια εἶνε δικά μου!»
Ἀπὸ κεῖ τράβηξε μὲ τοὺς πασάδες καὶ ρώτηξε γιὰ τὸ βασιλιᾶ τῆς Πόλης, ζῆ ἢ πέθανε. Καὶ σὰν τοὔπανε πὼς σκοτώθηκε, πρόσταξε καὶ πλύνανε πολλὰ κεφάλια στὸ μέρος ποὺ χάθηκε, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουνε, μὰ δὲ μπορέσανε μέσα σὲ τέτοιο πλῆθος. Σὲ λίγο ὅμως βρέθηκε τὸ κορμί του καὶ τὸ γνωρίσανε ἀπ᾿ τὰ κόκκινα ποδήματά του μὲ τοὺς κεντημένους ἀητούς. Κόψανε τὸ κεφάλι καὶ τὸ βάλανε σὲ μιὰ πλατεία κοντὰ στ᾿ ἄγαλμα τοῦ Γιουστινιανοῦ καὶ κεῖ στάθηκε ἴσαμε τὸ βράδυ. Ὕστερα τὸ μπαλσαμώσανε καὶ τὤστειλε ὁ σουλτάνος στὴν ἀνατολὴ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, γιὰ νὰ δῇ ὁ κόσμος τὴ νίκη του. Τὸ σῶμα τὸ πήρανε οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ θάψανε.
Τὰ πλιάτσικα κ᾿ οἱ σκλάβοι, ἄλλα στοιβαχθήκανε στὶς τέντες, ἄλλα φορτωθήκανε στὰ καράβια καὶ τραβήξανε νὰ τὰ πουλήσουνε, ὅπως ἔστερξε ὁ σουλτάνος. Κάθε Τοῦρκος ἤτανε φορτωμένος. Τί μαλάματα, τί ἀσήμια, τί χαλκώματα, τί ροῦχα μεταξωτά, τί βιβλία! Καράβια ὁλάκερα γεμίσανε καλογέρους καὶ καλογρηές. Ἔβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νἆνε ντυμένα μὲ ροῦχα δεσποτικά, ἄλλοι φοράγανε χρυσὰ πετραχήλια, ἄλλοι κορῶνες καὶ καλυμμαύχια στὸ κεφάλι. Σκυλιὰ δεμένα μὲ ζῶνες κεντημένες, ἐπιγονάτια καὶ φελόνια γιὰ σαγὴ στ᾿ ἄλογα. Μέσα στοὺς ἀσημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες καὶ κρέατα, πίνανε κρασὶ μέσα στὰ δισκοπότηρα. Φορτώσανε στὶς καρότσες βιβλία, ποὺ δὲν εἴχανε μετρημὸ καὶ τὰ σκορπίσανε σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση. Γιὰ ἕνα γρόσι πουλιόντανε ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτωνας κ᾿ οἱ ἄλλοι ξακουσμένοι σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητας, γραμμένοι σὲ πετσί, μὲ χρυσοκοντυλιὲς καὶ μὲ χρυσὰ δεσίματα. Τὰ εἰκονίσματα τὰ σκίζανε μὲ τὸ τσεκούρι καὶ βράζανε κρέας μέσα στὰ καζάνια.
Τὴ δεύτερη μέρα, δηλαδὴ στὶς 30 Μαγιοῦ, ξαναμπῆκε στὴν Πόλη ὁ σουλτάνος, μὲ πολλὴ παράταξη, κι᾿ ἀφοῦ τριγύρισε σὲ διάφορα μέρη, πῆγε καὶ στὸ παλάτι. Καὶ βλέποντάς το ἔρημο εἶπε ἕναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητὴ γιὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Ἤτανε πειὰ πεθαμένη καὶ θαμμένη ἡ ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, ἡ Θεοσκέπαστη, ἡ Νέα Σιών, ἡ Ἑφτάλοφη, τὸ καμάρι τῆς Ἀνατολῆς, πὤβρισκε ἄνθρωπος καὶ τοῦ πουλιοῦ τὰ γάλα. Ποὖχε τὸ κάστρο μὲ τοὺς τρακόσους πύργους, τὰ παζάρια, τὰ ἀρτοπρατεῖα, τὰ χαλκοπρατεῖα, τὰ ἀργυροπωλεῖα, τὰ βλατοπωλεῖα, τὰ κηροπωλεῖα, τὰ λουτρά, τὰ συντριβάνια, τὶς βρύσες, τὶς δεκαεννιὰ στέρνες, τὰ ἱπποδρόμια, τὰ παλάτια, τὶς τρακόσες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ διακόσια μοναστήρια, τ᾿ ἀμέτρητα τ᾿ ἀγάλματα κι᾿ ὅ,τι μπορεῖ νὰ βάλῃ ὁ νοῦς τ᾿ ἀνθρώπου. «Τῇ δευτέρᾳ δὲ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἰσελθὼν ὁ Μεχμέτης, περιόδευσε τὴν πόλιν· καὶ ἦν ἡ πᾶσα ἄοικος, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε κτῆνος, οὔτε ὄρνεον κραυγάζον ἢ λαλοῦν ἐντός.»
Κοντὰ στὸ παλάτι ἑτοιμάσανε ἕνα μεγάλο τραπέζι γιὰ τὸ σουλτάνο, κι᾿ ἀφοῦ ἔφαγε, ἤπιε πολὺ κρασὶ καὶ μέθυσε. Τότε πρόσταξε νὰ τοῦ πάνε τὸ ναύαρχο Νοταρᾶ μὲ τὰ παιδιά του καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουνε. Πρῶτα σφάξανε τὰ παιδιὰ μπροστὰ στὸ συμφοριασμένον τὸν πατέρα, πὤλεγε ὁλοένα «δίκαιος εἶ, Κύριε!», κ᾿ ὕστερα τὸν ἴδιον. Δὲν περάσανε λίγες μέρες καὶ πρόσταξε νὰ κόψουνε καὶ τὸ Χαλὶλ πασᾶ, ποὺ τὸν ὑπωπτευότανε πὼς εἶχε προδώσει τὰ μυστικά του στοὺς γραικούς.
Τὸ τέλος τῆς Πόλης φαίνεται ἀκόμα πειὸ λυπητερὸ ἅμα συλλογισθῇ κανένας πῶς χαλάσθηκε τὸ μήνα Μάη, τὶς μέρες ποὺ μοσκοβολούσανε οἱ πασκαλιὲς κ᾿ οἱ τριανταφυλλιές. Ἀνήμερα ποὺ σκλαβώθηκε ἡ Πόλη ἤτανε τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, ποὺ τὴ γιορτάζανε πάντα οἱ Πολίτες στὶς 29 Μαγιοῦ μὲ μεγάλη δόξα στὴν ἐκκλησιά της, ποὺ γίνηκε ὕστερα τζαμί. Μ᾿ ὅλη τὴν ἀγωνία ποὺ περνούσανε, οἱ γυναῖκες τὴν εἴχανε στολισμένη, κατὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ στεφάνια καὶ μὲ περιπλοκάδες ἀπὸ τριαντάφυλλα. Τὴν ὥρα, ποὺ μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, ψέλνανε ἀκόμα οἱ ψαλτάδες. Τοὺς περάσανε ὅλους ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι, κι᾿ ἀπὸ τότε βαστᾷ ἡ ὀνομασία «Γκιοὺλ Τζαμί», δηλαδὴ «Τὸ Τζαμὶ μὲ τὰ τριαντάφυλλα», καὶ μ᾿ αὐτὸ τὄνομα στέκει ὡς τὰ σήμερα. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιὰ λένε πὼς ὑπάρχει κ᾿ ἕνα μνημόρι, ὁπὤχει ἀπάνω στὴν πλάκα τούρκικα γράμματα, ποὺ λένε «Ἐδῶ κείτεται ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ» καὶ πῶς αὐτὸς εἶνε ὁ τάφος τοῦ βασιλιὰ Παλαιολόγου.
Τοὺς Γενοβέζους τοῦ Γαλατᾶ ὁ σουλτάνος δὲν τοὺς πείραξε, γιατὶ σταθήκανε φίλοι του στὸν πόλεμο, τοὺς χάρισε μάλιστα καὶ προνόμια. Τὸ φιρμάνι ποὺ τοὺς ἔδωσε ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐγὼ ὁ μέγας αὐθέντης καὶ μέγας Ἀμηρᾶς σουλτάνος ὁ Μεχμὲτ Μπέης, ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου αὐθέντου Ἀμηρᾶ Σουλτάνου τοῦ Μουρὰτ Μπέη. Ὀμνύω εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν προφήτην Μωάμεθ, καὶ εἰς τὰ ἑπτὰ μουσάφια ὁποὺ ἔχομεν καὶ ὁμολογοῦμεν, καὶ εἰς τὰς ρκδ´ (124) χιλιάδας προφήτας τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς τὰς ψυχὰς τοῦ πάππου μου καὶ τοῦ πατρός μου, καὶ πρὸς ἐμαυτὸν καὶ πρὸς τὰ παιδιά μου, καὶ στὸ σπαθὶ ὁποὺ ζώννομαι...».


εδώ

Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013

"Καθαρθῆναι πρῶτον καί εἴτα καθάραι"... Άρα αργία στους αφώτιστους; Μια πλάνη ευσεβισμού.

"Καθαρθῆναι πρῶτον καί εἴτα καθάραι, φωτισθῆναι καί εἴτα φωτίσαι, ἔγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους" , είναι μία φράση του αγίου Γρηγορίου προς τους Ποιμένες, πού συνήθως παρερμηνεύεται ή χρησιμοποιείται σαν ατάκα του αντικληρικαλιστικού ευσεβισμού( με συνοδεία δαχτύλου).Θεωρώ πώς είναι απόρροια εκλεκτισμού ή και λανθάνουσας αυτοδικαίωσης.Μήπως λοιπόν όλοι οι ποιμένες είναι σε φάση κάθαρσης ή φώτισης; Είναι λίγο απίθανο.Μήπως όσοι δεν είναι σε διαδικασία φωτίσεως ή καθάρσεως(άραγε υπαρχει φωτόμετρο ή καθαρόμετρον σε αυτόν που πλαγίως νουθετεί τους ιερείς;) πρέπει να μείνουν ανενεργοί, βουβοί ή ακόμα και αργοί; Η αλήθεια είναι πώς η συγκεκριμένη φράση του αγίου Πατρός είναι ΠΑΡΑΙΝΕΣΗ και επιταγή πνευματική προς τον κάθε ποιμένα και όχι επιχείρημα στην πολεμική φαρέτρα κάθε ευσεβιστή. Ο ίδιος ο Θεολόγος ήταν ποιμένας. Άρα 

α)είναι κάτι πού πρέπει να προβληματίζει τους ποιμένες και όσους έχουν ιεραποστολική ευθύνη άνωθεν πολύ σοβαρά, ένα βαρύ φορτίο και ζητούμενον  και όχι  αντικείμενο επιχειρηματολογίας ή κρίσης από τους άλλους. Πολύ περισσότερο από έναν ξερό αντιδραστικό διδακτισμό, πού εκφεύγει του ορθού ήθους.

β)Η αλήθεια λοιπόν είναι πώς οι ποιμένες της εκκλησίας αντιμετωπίζονται ως ΔΥΝΑΜΕΙ φωτισμένοι ή κεκαθαρμένοι ή επέτυχαν αυτό το στάδιο ή όχι.Και αυτή είναι η αλήθεια του ορθόδοξου ήθους πριν τα ευσεβιστικά σταγονίδια εισχωρήσουν στον εκκλησιαστικό χώρο και τον κατακλύσουν με τόση αφελή κακία.

Η μεγαλύτερη απάτη στην Εκκλησία είναι αυτός ο ευσεβισμός, ο εκλεκτισμός και ο έλεγχος.Και δυστυχώς μπορεί να εκφράζεται από τους λαϊκούς αδελφούς μας, αλλά δεν υποκινείται από αυτούς......

Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

χωρίς αγάπη για τον Θεό και πνευματικότητα η ελεημοσύνη είναι απλή σκοπιμότητα

 
άγιος νικάνωρ  ο διάκονος



Αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω τις Πράξεις των Αποστόλων. Στέκομαι σε δύο σημεία: Ο Πέτρος και ο Ιωάννης συναντούν τον παράλυτο ζητιάνο στο Ναό και τους ζητά ελεημοσύνη. Αυτοί του απαντάνε πώς δεν έχουν αργύρια αλλά αυτό πού τους έδωσε ο Χριστός και τον θεραπεύουν. Στο δεύτερο σημείο οι ελληνιστές χριστιανοί παραπονιούνται πώς οι χήρες και τα ορφανά τους παραθεωρούνται στις τράπεζες και τις ελεημοσύνες και οι Απόστολοι θεωρούν πώς δεν είναι πρέπον να αφήσουν το ευαγγέλιο για να γίνουν σερβιτόροι. Έτσι χειροτονούν γι αυτό το σκοπό εφτα νέους, τους διακόνους. 

Στο μυαλό μου έρχονται ανακατεμένες σκέψεις άλλων πού διάβασα ή άκουσα, πρόσφατα ή παλαιότερα και τώρα αρχίζω να τις κατανοώ σαν κάποιες σκληρές πραγματικότητες.

Στην σημερινή κρίση η Εκκλησία καλείται να προσφέρει και το κάνει και εννοείται πώς πολύ καλά κάνει. Αλλά και πριν την κρίση ακόμα και πιστεύω και μετά την κρίση, αυτός ο κόσμος θα την θεωρεί ακτιβιστική οργάνωση και μόνον. Ακόμα και αυτοί πού θέλουν να την κατηγορήσουν , από τον πιό δόλιο πολέμιο ώς τον πιό αγνό Ρομπέν, ξεκινάνε πάντα με την περιουσία των παπάδων και την περιουσία της Εκκλησίας και τις κοινωνικές της υποχρεώσεις. Και αυτοί οι φίλοι της Εκκλησίας και αυτοί ακόμα οι εκκλησιαστικοί άνδρες, από μητροπόλεων έως μοναστηρίων, νιώθουν περήφανοι για τα συσίτια τους, την κοινωνική τους προσφορά, τα συνεδριακά κέντρα τους, τις υψηλές διασυνδέσεις, τα ιδρύματα τους, τον κοινωνικό τους ρόλο και τη ευελιξία- ευαισθησία. Σκέφτομαι πώς η Εκκλησία θεωρείται ένα επιτυχημένο ή ένα ανεπιτυχές ΠΙΚΠΑ. Η μια όψη του νομίσματος, η κοινωνική της διάσταση απολυτοποιείται.Θεός του ανθρώπου: αυτού που πεινάει ή αυτού πού κατέχει είναι το ΧΡΗΜΑ. Και από αυτό αξιολογούνται όλα. Με τον φόβο να μην μας πούν άσπλαχνους, παλαιολιθικούς ή μανιχαϊστές ποντάρουμε πολύ στο περιτύλιγμα και δεχόμαστε πυρά για το περιτύλιγμα. Η πνευματική κατάθεση της Εκκλησίας "πάει περίπατο". Πάνω απ όλα είμαστε ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ,ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. Αυτό δίνει ουσία και πραγματικότητα και σκοπό στα πάντα.

Σάββατο, Μαΐου 18, 2013

Κυριακή των Μυροφόρων ήτοι ή γ΄από του πάσχα



Mετά από κάθε μεγάλη εορτή η Εκκλησία μας συνηθίζει να μας καλεί σε εορταστική σύναξη για να τιμήσουμε τους δευτεραγωνιστές του δράματος και του ιερού γεγονότος πού πανηγυρίσαμε. Έτσι μετά το Πάθος και την τριήμερον έγερσιν και την μνήμη της ψηλάφησης του Θωμά, η Εκκλησία προβάλει κάποια ηρωϊκά και αξιομίμητα πρόσωπα πού έλαβαν συμμετοχή στα Πάθη και έγιναν μάρτυρες της ανάστασης του Χριστού: Τους δύο ιουδαίους άρχοντες Ιωσήφ, ηγεμόνα της Αριμαθαίας και τον νομοδιδάσκαλο Νικόδημο και αυτές τις Μυροφόρες Γυναίκες πού ακολούθησαν τον Χριστό στον Γολγοθά και τον Τάφο και αξιώθηκαν να γίνουν μάρτυρες της Αναστάσεως, ότι ηγάπησαν πολύ.


Ο Ιωσήφ ο ευσχήμων και δίκαιος, είναι ένα πρόσωπο, πού εμφανίζεται στα ευαγγέλια αμέσως την ημέρα του Πάθους και μετά τον θάνατο του Χριστού. Αιτεί το σώμα από τον Πιλάτο και θάβει τον διδάσκαλο του, σε καινό μνημείο πού προετοίμαζε για τον εαυτό του. Πληροφορούμαστε επίσης πώς ήταν επίσημο πρόσωπο και πώς περίμενε και αυτός την βασιλεία του Θεού, πράγμα πού μπορεί να σημαίνει πώς ήταν ένας κρυφός μαθητής του Χριστού, διά τον φόβο των Ιουδαίων ή ένας πολύ ευλαβής και ευσεβής άνθρωπος. Ο Νικόδημος είναι αυτός ο νυχτερινός μαθητής του Ιησού με τον οποίο διαλέχτηκε κάποτε σε υψηλό θεολογικό επίπεδο και πού προσπάθησε εις μάτην να υποστηρίξει τον Χριστό ενώπιον του συνεδρίου. Αυτός έφερε μια τεράστια ποσότητα μύρων στην ταφή του Χριστού για να τιμήσει τον διδάσκαλο Του.Και οι δύο ήταν άνθρωποι της εξουσίας και με υπόληψη ενώπιον των ιουδαϊκών και ρωμαϊκών αρχών.Και όμως αυτή την τους την υπόληψη και κοινωνική θέση καταφέρνουν από την αγάπη την πολλή ή από την καρδιακή τους εντιμότητα και με γενναιότητα ψυχής να μην την υπολογίσουν. Ενώ ακόμα ο όχλος μαίνεται και οι άρχοντες της αμαρτίας επικρατούν και ο Ιησούς φαίνεται ότι νικάται και εξουθενώνεται και μαθητές και απόστολοι διασκορπίζονται και κρύβονται, τα δυο αυτά ιερά πρόσωπα δείχνουν γενναιότητα και αυτοθυσία. Περιστοιχίζουν τον ηττημένο και αποσυνάγωγο και εβδελυγμένον θεωρούμενον ως νεκρόν, ον απεδοκίμασαν οι θρησκευτικοί άρχοντες του λαού τους και τον θάβουν επιμελώς και τιμητικά με βασιλικές τιμές.

Ζούμε σε μια εποχή πού η εξουσία ταυτίζεται άμεσα με την πνευματική και υλική διαφθορά και η διαφθορά αυτή διαχέεται ως ατομισμός και δίψα για διάκριση, επιβίωση, αυτοπροβολή, συντήρηση του ειδώλου( Image) και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Όποιος δεν βαδίζει με τον συρμό και πολύ περισσότερο όποιος δεν αγωνίζεται να επιβληθεί εξουσιαστικά στο κοινωνικό στερέωμα όχι μόνο καταποντίζεται αλλά και αναγνωρίζεται ως περιθωριακός και μηδαμινός.Η στάση των ευσχημόνων ανδρών δεν είναι προκλητική μόνον για την εποχή τους. Είναι εκτός έθους και στην σημερινή ανταγωνιστική και απόλυτα εικονολατρική εποχή. Είναι πολύ γενναίο να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα και στις κοινωνικές αρχές και συμβάσεις, είναι ανοίκειο να επιβάλεις εσύ το πρέπον επειδή υπάρχει προσωπική ηθική συνείδηση, γιατί η συνείδηση των πολλών είναι η μεγέθυνση της ατομικότητας τους. Ιερό είναι το επιβαλλόμενο και ό,τι επικρατεί. Λοιπόν, οι ευσεβείς είναι ασεβείς για τον κόσμο και οι φειλεύσπλαχνοι μαίνονται, άρα και οι έντιμοι είναι επικίνδυνοι και κάθε αλτρουισμος τρέφει την καχυποψία.Ο νους μας δεν μπορεί να συλλάβει δύο άρχοντες να υπερβαίνουν τα νενομισμένα και να φέρονται με τέτοια ανθρώπινη τρυφερότητα και εντιμότητα σε έναν αποστάτη του γένους και της κοινωνίας. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος είναι οι ήρωες της αγάπης και της αυτοθυσίας, αυτό πού εμείς που λεγόμαστε οι πολλοί και το σύνολον έχουμε απαίτηση απο την άρχουσα τάξη να ασπαστεί και να υποδυθεί: τον ρόλο της θυσίας και της προσφοράς, το σπάσιμο κάθε αλυσίδας πού συγκρατεί την τυρανία του φόβου, της επιβολής και της διάκρισης. Η φιλευσπλαχνία και η αγάπη για την αλήθεια, την έμπρακτη αλήθεια είναι το αεί ζητούμενον.Φτάνει εμείς ως σύνολο να απεκδυθούμε την διαφθορά και την προκατάληψη και να εννοήσουμε πώς οι άρχοντες δεν είναι οι ιεροφάντες του καθεστώτος και του πρέποντος και εμείς οι ακόλουθοι τους, αλλα οι ποιητές του αυτονόητου που έρχονται και να μας εκφράσουν, αλλά και να μας διδάξουν δίνοντας το παράδειγμα της γενναίας απόφασης. Αλλιώς αποτελούμε μαζί τους ένα αξιολύπητο σύνολο.


Στεκόμαστε και στην στάση των Μυροφόρων Γυναικών για τις οποίες θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά περισσότερα.Βουβά αλλά ενεργά πρόσωπα. Στέκονται κάτω από τον Σταυρό. Παρακολουθούν το Θείο Δράμα στιγμή προς στιγμή, απόντων των φίλων και μαθητών. Συνοδεύουν τον Νεκρό ως τον Τάφο. Και πάλι αγνοώντας την δύναμη και την βαναυσότητα της φρουράς, επειδή η τεράστια αγάπη νικάει τον φόβο, τρέχουν μέσα στην νύχτα στον τάφο για να μυρίσουν τον νεκρό.Η διήγηση των ευαγγελίων είναι πολύ συγκινητική. Στα τόσα τρομερά γεγονότα και σημεία, στο σκοτάδι, στον σεισμό, στον θάνατο της ελπίδας, στις ραδιουργίες των αρχόντων, στο μένος και την σκληρότητα του όχλου, παρεμβάλεται μια σκηνή καθημερινή και πολύ απλή: Κάποιες γυναίκες  θρηνούν τον νεκρό, σαν οποιοδήποτε νεκρό πεφιλημένο, όπως όλες οι γυναίκες του κόσμου, όπως σε κάθε νεκρό σε κάθε τόπο και χρόνο. Τηρούν την αργία του Σαββάτου σαν κάτι το θρησκευτικό, ανθρώπινο και συνηθισμένο. Και πρωΐ της Κυριακής όπως κάθε γυναίκα πού συμπονά, αγαπά και φροντίζει, τρέχουν προς τον Τάφο για να τιμήσουν τον αγαπημένο νεκρό. Οι στρατιώτες και ο λαός αφήνουν απείραχτες και αδίωκτες αυτές τις γυναίκες. Ίσως τις θεωρούν ταπεινές και αμελητέες.Οι γυναίκες πού θρηνούν τον νεκρό τους.Και όμως αυτή η ταπείνωση και η λαθότητα ειναι μεγαλειώδεις!Αυτή η αυτονόητη, αρχέγονη, κοινή μα τόσο τεράστια αγάπη της γυναίκας, πού διακονεί, συμπονά, συμπαραστέκεται, φροντίζει, αυτή η πανανθρώπινη συνήθεια πού είναι κοινό έθος σε κάθε γυναίκα κάθε λαού και κάθε εποχής, εξαγιάζεται και ανταμοίβεται. Η αγάπη πάντα νικά και ανταμείβεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όμώς η αγάπη της γυναίκας ήρθε η ώρα να τελειωθεί και να λάβει ολοκλήρωση: Το ευαγγέλιο της Ανάστασης, η συνάντηση με τον Αναστημένο, το Χαίρετε, η ανταμοιβή να λάβουν το ρόλο των πρώτων ευαγγελιστών όλων των εποχών. Η αγάπη, η ανόθευτη αγάπη επιτέλους παίρνει το πρώτο βραβείο. Όποιος αγαπά απλοϊκά και αυτονόητα, αγαπάται από τον Χριστό και πλείονα χάριν κομίζει, την χάρη της αναστάσιμης χαράς και ειρήνης.

Με το παράδειγμα των δύο ανδρών και την ανταμοιβή των μυροφόρων, ας ασκήσουμε την απόλυτη αγάπη και αφοσίωση και μείς στον Νυμφίο και Διδάσκαλο της Εκκλησίας και να αξιωθούμε της πασχάλιας χαράς και ειρήνης στους αιώνες.Χριστός Ανέστη!



σαββατον 18-5-2013 ππκρ.

Κυριακή, Μαΐου 12, 2013

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά :[Περί της εβδόμης και ογδόης ημέρας]


Σε έξι μέρες ο Θεός κατασκεύασε και διακόσμησε όλο το αισθητό τούτο σύμπαν, επίσης έπλασε και ζωοποίησε το μόνο ζώο με αίσθηση και νου, τον άνθρωπο. Κατά την έβδομη μέρα κατέπαυσε από όλα τα έργα Του, όπως μας δίδαξε το άγιο Πνεύμα με τη γλώσσα του Μωυσή. «Και ευλόγησε ο Θεός την εβδόμη μέρα, και την αγίασε».Πως λοιπόν ευλόγησε κι’ αγίασε αυτή την ημέρα, στην οποία δεν έπραξε τίποτα? Πως δεν ευλόγησε την «μία» την πρώτη που είναι υπερεξαίρετη, κατά την οποία παρήγαγε το σύμπαν από το μη ον.
Πώς και δεν ευλόγησε κάποια άλλη επόμενη μέρα, είτε αυτή που στερέωσε τον ουρανό, είτε αυτή που συστάθηκε η γη? Γιατί δεν ευλόγησε μάλλον την έκτη που ανέδειξε τον άνθρωπο γνωστικό ζώο κατ’ εικόνα και ομοίωση Του?
Και όμως ευλόγησε την έβδομη μέρα, που είναι μέρα απραξίας.

Μερικοί εκθειάζουν τον αριθμό επτά (Ιώσηπος, Φίλων), γιατί λέγουν ότι είναι αγέννητος, αλλά και παρθένος αφού δεν γεννά. Όμως και η μονάδα είναι εντελώς αγέννητη, αλλά και γεννητική κάθε αριθμού. Μιλάνε για τις επτά μέρες της εβδομάδος, επτά πλανήτες, σ’ επτά μέρες διχοτομείται η σελήνη, και σε άλλες επτά γίνεται πανσέληνος κ.ο.κ.
Κάθε αριθμό αν τον εξετάσουμε, θα βρούμε κάτι καλό, και θαυμαστά ταιριαστό. Λόγου χάρη ο αριθμός έξη είναι πρώτος μεταξύ των τελείων αφού εξισώνεται πριν από τους άλλους στα μέρη του, γι’ αυτό και το σύμπαν ολοκληρώθηκε σ’ αυτόν.
Όμως ο Μωυσής κατά κανένα τρόπο δεν εμφάνισε το Θεό ως επαινέτη του αριθμού. Λαμβάνοντας αφορμή από τα ίδια τα λόγια του Μωυσή, λέμε για πιο λόγο ευλόγησε
την εβδόμη μέρα. Λέγει ότι: «κατέπαυσε ο Θεός την έβδομη μέρα από όλα τα έργα του τα οποία άρχισε να εκτελεί». Επομένως υπάρχουν έργα του Θεού, που ούτε άρχισε να εκτελεί, ούτε έπαυσε να εκτελεί.
Ευλόγησε λοιπόν και αγίασε την έβδομη μέρα κατά την οποία έπαυσε να πράττει τα αισθητά, σαν είδος επανόδου στο ύψος του θεοπρεπώς, που βέβαια ποτέ δεν εγκατέλειψε, διδάσκοντας εμάς να βρεθούμε κατά δύναμην, σ’ εκείνην την κατάπαυση που είναι η κατά το νου μας θεωρία και ανύψωση προς το Θεό. Αυτό είναι το ένα αίτιο της ευλογίας της έβδομης ημέρας. Και παρήγγειλε ο Μωυσής να τηρείται αργία, αλλά μόνο από τα έργα που βοηθούν το σώμα, ενώ για τη ψυχή παρήγγειλε ενέργεια.

Άλλο αίτιο είναι η πρόβλεψη του δημιουργού, περι της εκτροπής του ανθρώπου προς το χειρότερο, μέχρι δηλ. καταστροφής και φυλακής στον Άδη, την αχρήστευση όλου του κόσμου, αλλά και το μελλοντικό ανακαινισμό του ανθρώπου. Αυτή η ανακαίνιση ενεργήθηκε με την ενανθρώπηση του Θεού, την κατάβαση στον Άδη του Χριστού δια του θανάτου, και την ανάκληση των ψυχών από αυτόν το Σάββατο.
Τελείωση της εβδόμης μέρας είναι η όγδοη μέρα, η Κυριακή κατά την οποία έγινε η ανάσταση του Κυρίου. Δεν είναι μόνο όγδοη μέρα, αλλά και η πρώτη των μετ’ έπειτα από αυτή, γι’ αυτό και ο Μωυσής την ονόμασε όχι «πρώτη», αλλά «μια», ως ανώτερη από τις άλλες, μα και ως προοίμιο της μιας και ανέσπερης μέρας του μέλλοντος
αιώνος.

Γι’ αυτό και ο Κύριος εμφανίσθηκε την Κυριακή, τη μέρα της αναστάσεώς του, στους μαθητές του, ενώ απουσίαζε ο Θωμάς. Και πάλι στην όγδοη μέρα, δηλαδή την Κυριακή, (πού τιμάμε σήμερα). Στο ίδιο σπίτι με κλειστές τις πόρτες εμφανίζεται στο διστακτικό Θωμά, για να τον οδηγήσει στην πίστη. Από τότε διαρκώς η Εκκλησία του Χριστού επιτελεί τις συνάξεις, κυρίως τις Κυριακές. Και γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς να απουσιάζει από τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις, και εγκαταλειφθεί δίκαια από το Θεό και πάθη κάτι παρόμοιο με το Θωμά, που δεν ήλθε στην ώρα του. Ο Θωμάς όταν ήταν απών από τη σύναξη, έγινε άπιστος, όταν δε επανήλθε με τους πιστεύοντας, τότε δεν αστόχησε στη πίστη του. Επομένως να επισκεπτόμαστε συχνά την Εκκλησία τις Κυριακές, σχολάζοντας από τα επίγεια έργα μας, χωρίς απουσίες για να λαβαίνουμε την ειρήνη και να αυξάνουμε τη πίστη μας.

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ



Η ανάσταση του Χριστού αποτελεί μαζί με την εξουθενωτική σταύρωση Του και τον θάνατο Του μετ'ανόμων, το μεγαλύτερο σκάνδαλο της ανθρώπινης ιστορίας.Η εικόνα του εξουθενωμένου Θεού πού κατέβηκε στον τάφο- και τάφο δωρισμένο - και στον άδη μαζί με τους απ'αιώνος δεσμίους , συμπεριλαμβανομένων και των κολασμένων της γης , αποτελεί σκάνδαλο για την παγκόσμια θεολογία των υπερηρώων και των ημιθέων, των παντοδυνάμων και αθανάτων και μωρία κατά τον απόστολο Παύλο για όσους νόες θεωρούνται εξελιγμένοι και πνευματέμφοροι. Ακόμα και όταν ο Κύριος ξεπροβάλλει από τον τάφο νικητής και λαβαροφόρος, κατά τις δυτικές αναπαραστάσεις, οι φιλόσοφοι του αιώνος τούτου, προσκρούουν στην λογική και στο πέρας της, στο μέγα ζητούμενον και συσκεπτόμενον: στην νικη του εσχάτου εχθρού , πού είναι ο θάνατος και μάλιστα αυτός ο φόβος του θανάτου. Γιατί αυτή είναι η τυρρανία και ο φόβος και το μικρόβιο πού κατατρώει την παγκόσμια σκέψη και τις δημιουργεί φορτία δυβάσταχτα και δυσερμήνευτα κενά. Ο κάθε άνθρωπος,σκεπτόμενος ή μη γεννιέται με την κατάρα αυτού του φόβου. Της αγωνίας ενός ταξιδιού πού λέγεται ζωή και πού καταλήγει σε μια άβυσσο δυσπρόσιτη και τρομαχτική:την σιγουριά του θανάτου. Οι φιλόσοφοι πού επιχείρησαν να φτάσουν στην υπέρβαση ή την κατανόηση αυτού του φόβου τρελάθηκαν ή απελπίστηκαν και συμφιλιώθηκαν με την κατάρα του θανάτου, διά της αυτιχειρίας, χωρίς να τον νικήσουν.

Από αυτόν τον φόβο δεν εξαιρέθηκε ούτε ο έμπιστος μαθητής, αυτός πού ήταν στον κύκλο των δώδεκα, αυτός πού έγινε αυτήκοος και αυτόπτης και μύστης σημείων και θαυμάτων, ακόμα και νεκραναστάσεων:ο Θωμάς της σημερινής περικοπής. Ο Θωμάς έζησε , διά τον φόβο των Ιουδαίων , μακρόθεν το θείο δράμα και σίγουρα είδε τον θάνατο πάνω στον σταυρό, ψηλάφησε την πλευρά την λογχευμένη, είδε την ταφή και το τέλος, όπως νόμιζε. Είδε το σκότος να κυριαρχεί προς στιγμήν παντοδύναμο, να καταπίνει τον ήλιο της δικαιοσύνης, είδε τα μεσσιανικά όνειρα να δύουν και να χάνονται μέσα σε έναν χαρισμένο τάφο. Και τάφος σημαίνει τέλος. Πέραν από τον τάφο δεν νίκησε κανείς.Οι δυνάμεις του σκότους νίκησαν, η φυσική ροή επιβλήθη, οι ιουδαϊκές αρχές κατέπνιξαν το ευαγγέλιο, οι μαθητές διώκονται, οι θύρες κλείονται, η φωνή της αγάπης εσίγησε. Άρα η απελπισία πάντα νικά. Άρα ο θάνατος κυριεύει. Μην βρίσκοντας κουράγιο να θρηνήσει καν τον διδάσκαλο του, απομακρύνεται και έτσι την στιγμή της ανάστασης, την στιγμή της υπέρβασης του λογικού, της μεγάλης ανατροπής και νίκης απουσιάζει, νικάται από τον φόβο και την απελπισία και χάνει την στιγμή πού ο Αναστημένος Χριστός παρουσιάζεται στους Δέκα και δίνει την Ειρήνη. Ειρήνη πνευματική αλλά και Ειρήνη καθησυχαστική, ότι όντως Χριστός Ανέστη, ότι όντως κατανικήθηκε ο θάνατος και ευτελίστηκε μια για πάντα η σιγουριά του. Γι αυτό και καταφεύγει σαν κάθε κοινός και αδύναμος άνθρωπος στην ασφάλεια του ρεαλισμού και της εμπειρίας: Αν δεν ψηλαφήσω δεν πιστεύω! Και ιδού μεθ' ημέρας οκτώ παρουσιάζεται Αναστημένη η Ειρήνη και πάλι και καθησυχάζει τον φόβο και την απελπισία. "Έλα και ψηλάφησε" και " μακάριοι αυτοί πού πιστεύουν χωρίς να δούν" . Για αυτό και η ομολογία. Ομολογία Χαράς και Υπέρβασης: Ο Κυριος μου και ο θεός μου! Είναι Κύριος ο νικητής του θανάτου, ο καθαιρέτης του φόβου και Θεός αυτός πού κατόρθωσε το ακατόρθωτο, άξιος να προσκυνείται και να δοξολογείται. Είναι ο ελευθερωτής όχι από τον φόβο και την σιγουριά του θανάτου, αλλα και από αυτόν τον θάνατο.

Η ορθόδοξη πίστη λοιπόν, πού έχει στο κέντρο την Ανάσταση, την απόλυτη απελευθέρωση από την δυναστεία του θανάτου, είναι αποκάλυψη εμπειρική. Είναι συνάντηση με τον Αναστημένο πού παρέχει την ειρήνη και προσκαλεί σε εμπειρική σχέση και σε ψηλάφηση και ονομάζει μακάριους δηλ. άγιους αυτούς που είναι σίγουροι από την πίστη, προτού δούν και ψηλαφήσουν. Ο Χριστός δεν είναι απρόσιτος μετά την ανάσταση, δεν είναι αναπαυμένος σε θρίαμβο πανθεϊκό και υψηλά στον ουρανό, καταδυναστεύοντας την αιχμαλωσία. Γιατί αιχμάλωτος είναι αυτός ο ίδιος ο θάνατος και ο Χριστός για λογαριασμό του καθένα μας προσκαλεί να συνεορτάσουμε Αυτόν, πάσχα αιώνιον και να συμπατήσουμε τον θάνατο μαζί Του. Μας συναντά στο υπερώο, τουτέστιν στην Εκκλησία, πού είναι ο τόπος της ειρήνης, δηλαδή της συμφιλίωσης, του καθησυχασμού, της αποκάλυψης της βασιλείας Του, όπου έσχατος εχθρός κατηργήθη ο αρχαίος τύρρανος, ο θάνατος και ο φόβος του θανάτου. Σε αυτή την μυστηριακή σχέση , σε αυτό το συμφιλιωτικό πεδίο της Εκκλησίας και δη της μυστηριακής ζωής και του ορθόδοξου Ησυχασμού, ο Αναστάς είναι παρών και ψηλαφητός. Εκεί αίρονται τα κλείθρα κάθε απιστίας και έαρ μυρίζει, έαρ ζωοποιόν και πάσχα αιώνιον.Ας μετάσχουμε της εμπειρίας, συναναστημένοι με τον Χριστό.Η τελευταία πλάκα, το τελευταίο εμπόδιο πού κρατούσε δέσμια την ανθρώπινη φύση ήρθη και κατετροπώθη. Ας μετάσχουμε λοιπόν στην νίκη του Θεανθρώπο, στην εκδίκηση Του για το ανθρώπινο γένος όλων των εποχών, αγαλλομένω ποδί πάσχα κροτούντες αιώνιον.



π π κρουσκος 11-5-2013

Δευτέρα, Μαΐου 06, 2013

Εγκώμιον εις τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον



Ποίον λοιπόν εγών να εγκωμιάσω περισσότερον; Τον Γεώργιον, οπού έκαμε τον εαυτόν του άξιον της τοσαύτης χάριτος, ώστε οπού να ενοικίση τον Θεόν μέσα εις την καρδίαν του και να χύση δι΄αυτόν τον ίδιον αίμα του; Ή να εγκωμιάσω τον Θεόν οπού ενεδυνάμωσε τον μάρτυρά του και τόσης χάριτος το ανθρώπινον γένος ηξίωσε; Διατί, τις δεν θέλει, θαυμάσει την υπερβολήν της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον; Ότι ημείς μεν ως ασυγχώρητα αμαρτήσαντες, χρεωστούμεν αν όχι άλλο, αλλά το ολιγώτερον ολιγώτερον να υπομείνωμεν πόνους πικροτάτους, δια να ξεπληρώσωμεν την ηδονήν της εν τω Παραδείσω γεύσεως οπού δια του προπάτορος Αδάμ απολαύσαμεν, και δια την ηδονήν των προαιρετικών αμαρτιών οπού επράξαμεν˙  ίνα μη λέγω, ότι χρεωστούμεν ευχαρίστως με πάθος και θάνατον να ανταμείψωμεν το πάθος και τον θάνατον οπου έπαθε ο Χριστός δια λόγου μας, χωρίς να ελπίζωμεν να λάβωμεν δια τούτο κανένα στέφανον˙  και τώρα γίνεται το εναντίον, και ο παθών και θανατωθείς υπέρ ημών Δεσπότης, αυτός και αναξίους όντας ημάς αποδέχεται, και κατοικεί δια της χάριτός του εις τους μάρτυρας, και τους συμβοηθεί εις το μαρτύριον ˙  και όχι μόνον τούτο, αλλά και χαρίζει εις αυτούς αμαραντίνους στεφάνους, και τους ανταμείβει με δωρεάς ανωτάτας, και με εκείνα τα αγαθά, «α οφθαλμός ου είδε και ους ουκ ήκουσε, και επι καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη»˙  και με εκείνα τα χαρίσματα, εις τα οποία επιθυμούν να παρακύψουν και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι ˙  και κάμνει τους δι΄αυτόν πάσχοντας, συγκληρονόμους της εδικής του Βασιλείας.
άγιος γεώργιος ο τροπαιοφόρος
Το δε θαυμαστώτερον είναι τούτο, ότι και μισθόν και πληρωμήν δίδει εις αυτούς, όχι κατά χάριν και δωρεάν, αλλά κατά χρέος και οφειλήν˙  και μόνον εάν προσέλθη τινάς εις αυτόν μετά πίστεως αδιστάκτου, λέγει εις αυτόν εκείνα οπού είπε και προς τον Αβραάμ, «ου μη σε ανω, ουδ΄ου μη σε εγκαταλίπω». Τόση πολλή και μεγάλη είναι η του Θεού προς τους ανθρώπους αγάπη και αγαθότης. Όντως λοιπόν, καλά είπεν ο προφήτης Δαυΐδ «εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου, πάς άνθρωπος ψεύστης» ˙  διατί όσα και αν ειπή τινάς προς δοξολογίαν Θεού, ποτέ δεν λέγει κανένα άξιον, αλλά πάντως ανάξιον, διατί η φύσις δεν χωρεί το άξιον, όχι μόνον των η ανθρώπων, αλλά και αυτή η φύσις των πρώτων και υψηλοτάτων Αγγέλων.
Δια τούτο, ως μοι φαίνεται, με μόνην την σιωπήν το ακατάληπτον και υπεράξιον της θείας αγαθότητος οι Άγγελοι φανερώνουσι ˙  και με την σιωπήν τιμώσι περισσότερον τον Θεόν, παρά με τον λόγον, ως πολύ της του Θεού αξίας κατώτερον. Αλλ΄ίσως ήθελεν ειπή τινάς ˙  και αν εμαρτάνει και ηγωνίζετο, τι θαυμαστόν είναι ανίσως υπέμεινεν ανδρείως τοσαύα βάσανα; Τούτο γαρ δεν ήτον του Γεωργίου κατόρθωμα, αλλά της χάριτος του ενοικούντος Χριστού εις τον Γεώργιον ˙  «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις» ˙ προς τον οποίον ημείς ταύτα αποκρινόμεθα. Αληθώς ω αγαπητέ, η χάρις του ενοικούντος Χριστού το παν εκατόρθωσεν, αλλά τι ήτον εκείνο οπού επροξένησεν εις τον Γεώργιον την του Χριστού ενοίκησιν; Στοχάσου λοιπόν πρώτον την αιτίαν της του Χριστού ενοικήσεως, και τότε στοχάσου και τα εξ αυτής κατορθώματα. Την μεν ουν αιτίαν της ενοικήσεως ταύτης, αυτός ο Κύριος δια του υιού της βροντής εις ημάς εφανέρωσεν, ειπών, «εάν τις αγαπά με, αγαπηθήσεται υπο του Πατρός μου ˙  και εγώ αγαπήσω αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ΄αυτώ ποιήσωμεν».
Ώστε το αίτιον της του Χριστού ενοικήσεως είναι η αγάπη. «Ο έχων γαρ, φησί, τας εντολάς μου, και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με». Επειδή λοιπόν ο Γεώργιος εφύλαξε τας εντολάς του Κυρίου και με το έργον τον ηγάπησε, δια τούτο και αυτός παρά του Χριστού ηγαπήθη, και εγκάτοικον εποίησεν ον ηγάπησεν ˙  επειδή δε ο Χριστός εις τον Γεώργιον εκατοίκησεν, αξίως και όχι κατά χάριν, ετίμησεν αυτόν με του μαρτυρίου την αμοιβήν. Ότι δε το μαρτύριον είναι αμοιβή και μισθός έργων αγαθών, αυτού του Κυρίου άκουσον οπού βεβαιοί τούτο εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον λέγων, ότι έχει να δώση πληρωμήν εις τους αξίους δια τους διωγμούς οπού λαμβάνουσιν υπέρ της αγάπης του. Το πρώτον λοιπόν του Γεωργίου κατόρθωμα, και της του Χριστού αγάπης πρόξενον, είναι το να κατασκευάση τον εαυτόν του άξιον της ενοικήσεως του Χριστού με την της ζωής του καθαρότητα ˙  και μ΄όλον οπού ήτον εις ηλικίαν νέαν, και εις αξίαν στρατιωτικήν, το οποίον εις τους ανθρώπους να ευρεθή είναι πολλά δύσκολον.
Δεύτερον δε κατόρθωμα του Γεωργίου εστάθη, το να αγαπήση προθύμως το μαρτύριον, και να ετοιμάση εις τούτο τον εαυτόν του με την των υπαρχόντων του διαμοίρασιν. Κοντά εις αυτά τρίτον κατόρθωμα τούτου είναι, το να επικαλείται σοφώς βοηθόν του τον ενοικούντα Χριστόν, και έτζι δια της εις αυτόν πίστεως και ελπίδος, να εμβαίνη εις τα υπέρ αυτού μαρτύρια. Αυτά είναι του Γεωργίου αι αρεταί και τα κατορθώματα, άρνησις κόσμου και των εν κόσμω, ζωής καθαρότης, πίστις αδίστακτος, προθυμία του μαρτυρίου, καρδίας ταπείνωσις, από τας οποίας αρετάς ταύτας καμμία άλλη ανωτέρα δεν είναι, και χωρίς αυτάς δεν είναι δυνατόν να δείξη τινας την εις Θεόν αγάπην του.
Αυτάς τας αρετάς έχοντας προ του μαρτυρίου ο θείος Γεώργιος και με αυτάς πολλήν δείξας την εις Θεόν αγάπην, υπερβαλλόντως παρά του Θεού και αυτός ηγαπήθη, και φανερά εδέχθη εις την καρδίαν του τον δικαίως αυτόν αγαπήσαντα Κύριον. Δια τούτο με το να ετοιμασθή τοιουτοτρόπως πρωτύτερα από τους αγώνας, δεν εταράχθη εν τω καιρώ των αγώνων ˙   «ητοιμάσθην γαρ φησί και ουκ εταράχθην»˙  αλλά νικήσας εστεφανώθη, με το να είχε τον Χριστόν έτοιμον βοηθόν. Αυτός γαρ με το να ηξεύρη την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, και το εύκολον αυτής εις υπερηφάνειαν, ούτε το παν της νίκης αφίνει εις το χέρι και δύναμιν την εδικήν μας, δια να μη πάθωμεν ένα από τα δύο ταύτα κακά, και ή να νικηθώμεν ως από την ασθένειάν μας, ή να κρημνισθώμεν ως ο Φαρισαίος από την έπαρσίν μας.
Αλλ΄ούτε πάλιν μόνος ο Χριστός το παν κατορθώνει της νίκης μας, δια να μην είμεθα και ημείς πάντη αργοί και άχρηστοι, και δια να πληρώσωμεν και ημείς κανένα από τα πολλά χρέη μας. Όθεν πραγματευόμενος δια πάντων την σωτηρίαν μας ο φιλάνθρωπος, κατά το μέτρον της πίστεως του καθ΄ενός, ούτω παρακαλούμενος δίδει την βοήθειαν, και ζητούμενος ευρίσκεται, και εις τους κρούοντας ανοίγει τα σπλάχνα του θείου ελέους του, και βοηθεί εις τους κινδυνεύοντας, και συμπολεμεί με αυτούς, και διαφενδεύει όλους εκείνους, οπού προθυμηθούν να πάθουν δια την αγάπην του, μη αφίνωντας αυτούς να πάθουν υπέρ την δύναμίν τους, αλλά μαζί με τον πειρασμόν, ως λέγει ο Παύλος, ίνα με τούτον τον τρόπον λάβουν και τον της δικαιοσύνης αμάραντον στέφανον. Όσοι όμως δια την αμέλειάν μας κρατούμεθα από το γεώδες φρόνημα της σαρκός, και τας αμαρτίας επιθυμούμεν, μένομεν έρημοι από την βοήθειαν του Θεού.
Διό και φοβούμεθα και πίπτομεν, και ουδέ να σταθώμεν δυνάμεθα, όταν μας τύχη κανένας πειρασμός. Δια τούτο είναι ανάγκη και χρεία εις ημάς, παντοτινά να ενθυμούμεθα και να φυλάττωμεν την Δεσποτικήν εκείνην εντολήν την λέγουσαν, «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» ˙ το δε να γρηγορή τινας και να προσεύχετα, άλλο δεν θέλει να ειπή, παρά το να γνωρίζωμεν την εδική μας ασθένειαν, και παντοτινά να επικαλούμεθα την θείαν βοήθειαν. Ο κορυφαίος Πέτρος υποσχόμενος να αποθάνη δια τον Κύριον, και μη ζητήσας την του Κυρίου βοήθειαν, εμπιστευθείς εις την προθυμίαν του πνεύματός του εφάνη η ασθένεια της σαρκός του νικήτρια της προθυμίας του πνεύματός του, δια τούτο και ο Κύριος προς αυτόν αποτεινώσας τον λόγον, έλεγε, «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειραμόν, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής», και χρεία είναι εις εσάς της εδικής μου βοηθείας.
Αυτόν λοιπόν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν ας επικαλούμεθα και ημείς εις όλας τας περιστάσεις και ανάγκας μας σωτήρα και λυτρωτήν μας, δια μέσου του σήμερον εορταζομένου περιδόξου αοιδίμου και αληθώς τροπαιοφόρου, και καλλινίκου μάρτυρος Γεωργίου, παρακαλούντες να γίνεται το θέλημά του και εις ημάς, καθώς γίνεται και εις τους ουρανούς, δια να είναι ένα και το αυτό φρόνημα και η διάθεσις προς αυτόν, τόσον ημών των επιγείων ανθρώπων, όσον και των ουρανίων αγγέλων ˙  και ούτω να πληρούται εις ημάς η θεία αυτού προς τον Πατέρα φωνή, την οποίαν ενώνωντας ημάς πάντας προς τον Θεόν, έλεγεν, «ίνα καθώς εγώ και συ Πάτερ έν εσμέν ˙  και αυτοί εν ημίν έν ώσιν ˙  εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί ˙ ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» , δηλαδή εις ένα θεϊκόν φρόνημα. Εάν δε ημείς αγαπήσωμεν τον Χριστόν και κρατήσωμεν αυτόν, και δεν τον αφήσωμεν, έως ου να τον εμβάσωμεν μέσα εις το ταμείον της καρδίας μας, καθώς γέγραπται εις το άσμα «εκράτησα αυτόν, και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις οίκον μητρός μου, και εις ταμείον της συλλαβούσης με»˙ εάν λέγω με τοιούτον τρόπον αγαπήσωμεν, και ενοικήσωμεν τον Χριστόν εις τον εαυτόν μας, τότε και αυτός ο Χριστός θέλει ενεργεί και εις ημάς εκείνο οπού είπε και προς τον Αβραάμ, «ου μη σε ανω, ουδ΄ου μη σε εγκαταλείπω», και δεν θέλει μας εγκαταλείψει να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλ΄έχει να μας λυτρώση από του πονηρού, και από κάθε ψυχοφθόρον βλάβην και μεθοδείαν αυτού καθώς ελύτρωσε και τον σημερινόν θεόφρονα και πολύαθλον, και αληθώς πανένδοξον Μάρτυρα Άγιον Γεώργιον.
Ώστε οπού να ημπορούμεν και ημείς να λέγωμεν χορεύοντες εκείνο το ψαλμικόν, «η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων, η παγίς συνετρίβη, και ημείς ερρύσθημεν, η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην». Διατί όλη η δύναμις της σωτηρίας μας εν καιρώ θλίψεως, άλλου δεν είναι, ει μη μόνον αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών ˙  δια του οποίου, και μετά του οποίου πρέπει και αξίως χρεωστείται τω συνανάρχω Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματιπάσα η δόξα, και η τιμή και η προσκύνησις, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων.

Απόδοση-ερμηνεία: Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, έκδ. Ι. Κελλίον Σκουρταίων, Άγιο Όρος

Σάββατο, Μαΐου 04, 2013

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΩ ΑΓΙΩι ΠΑΣΧΑ 2013


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Αδελφοί συλλειτουργοί και τέκνα ευσεβή και φιλόθεα της Εκκλησίας,
Χριστός Ανέστη!
 Η αναγγελία της Αναστάσεως υπό των Μυροφόρων προς τους Μαθητάς του Χριστού εθεωρήθη υπό αυτών παραλήρημα. Και όμως η είδησις, η εκληφθείσα ως παραλήρημα, εβεβαιώθη ως  Α λ η θ ε ι α. Ο αναστημένος Ιησούς ενεφανίσθη εις τους Μαθητάς Του επανειλημμένως.
Εις την εποχήν μας το κήρυγμα της Αναστάσεως ακούεται και πάλιν ως παραλήρημα δια τους ορθολογιστάς. Εν τούτοις, οι πιστοί όχι μόνον πιστεύομεν, αλλά και βιούμεν την Ανάστασιν ως  γ ε γ ο ν ο ς  αληθέστατον. Την μαρτυρίαν μας επισφραγίζομεν, εάν χρειασθή, δια της θυσίας της ζωής μας, διότι εν Χριστώ Αναστάντι υπερβαίνομεν τον θάνατον και απαλλασσόμεθα από τον φόβον αυτού. Το στόμα μας είναι πλήρες χαράς εν τω λέγειν  Α ν ε σ τ η  ο  Κ υ ρ ι ο ς. Οι Άγιοί μας, κατά κόσμον νεκροί, ζουν μεταξύ μας, απαντούν εις τα αιτήματά μας. Ο μεταθανάτιος κόσμος είναι αληθέστερος του προθανατίου. Ο Χριστός ανέστη και ζη μεταξύ ημών. Υπεσχέθη ότι θα είναι μαζί μας έως της συντελείας του αιώνος. Και πράγματι είναι. Φίλος και αδελφός και θεραπευτής και χορηγός παντός αγαθού.
Ευλογητός ο Θεός, ο Αναστάς εκ των νεκρών και χαριζόμενος εις πάντας ζωήν την αιώνιον. Που σου θάνατε το νίκος; Ανέστη ο Χριστός, "και τον πάλαι άμετρα καυχώμενον, ως γελοίον παιζόμενον έδειξε" (πρβλ. Κανών Σταυροανα-στάσιμος Δ  ἤχου, Θ  Ὠδή, ποίημα Ιωάννου Δαμασκηνού). Τα πάντα πεπλήρωται Φωτός και αι καρδίαι μας χαράς ανυπερβλήτου.
Και όχι μόνον χαράς, αλλά και δ υ ν α μ ε ω ς. Ο πιστεύων εις την Ανάστασιν δεν φοβείται τον θάνατον• και ο μη φοβούμενος τον θάνατον είναι ψυχικώς άκαμπτος και αλύγιστος, διότι ο,τι δια τους πολλούς και απίστους είναι η φοβερωτέρα απειλή, δια τον πιστόν χριστιανόν είναι μικράς σημασίας γεγονός, διότι είναι η  ε ι σ ο δ ο ς  εις την ζωήν. Ο πιστός χριστιανός ζη την ανάστασιν και προ του φυσικού θανάτου του.
Η συνέπεια του βιώματος της Αναστάσεως είναι η  μ ε τ α β ο λ η  του κόσμου. Ενθουσιάζει την ψυχήν. Και η ενθουσιώδης ψυχή ελκύει εις τον δρόμον της τας άλλας ψυχάς, αι οποίαι συγκινούνται από τα αληθινά βιώματα της χαράς της αθανασίας. Η Ανάστασις του Χριστού και η ιδική μας ανάστασις δεν είναι μία θεωρητική αλήθεια. Είναι  δ ο γ μ α  της πίστεώς μας. Είναι μία χειροπιαστή πραγματικότης. Είναι η δύναμις η νικήσασα τον κόσμον, παρά τους εναντίον της σκληροτάτους διωγμούς. "Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών" (Α  Ἰωάν. ε , 4) εις την Ανάστασιν. Δια της Αναστάσεως ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν Θεός. Δια της νίκης του αναστασίμου φωτός επί των ακαθάρτων παθών, ενιδρύεται εις την ψυχήν μας έρως θείος και αγάπη τις ξένη, τον ανθρώπινον όρον υπερβαίνουσα.
Χριστός Ανέστη, λοιπόν! Αι καρδίαι μας είναι πλημμυρισμέναι από το Αναστάσιμον φως και την αναστάσιμον χαράν. Προσερχόμεθα με γνησιότητα και απλότητα εις τον Αναστάντα Χριστόν. Διότι, ως λέγει ο Προφητάναξ Δαυΐδ, ο επόπτης των καρδιών μας άνωθεν Θεός "καρδίαν συντετριμμένην και τεταπει-νωμένην ουκ εξουδενώσει" (Ψαλμ. Ν ,19).
Η Ανάστασις είναι η δύναμίς μας, η ελπίς μας, η χαρά μας, το αγαλλίαμά μας. Δια της Αναστάσεως υπερβαίνομεν τον πόνον και την θλίψιν δι' όλα τα κακά της φυσικής επιγείου ζωής. Η Ανάστασις είναι η απάντησις του Θεού εις την απορίαν του πληγωμένου από τα δεινά του κόσμου ανθρώπου.
Εις τας δυσκολίας και τα παθήματα, τα οποία διέρχεται σήμερον ο κόσμος, ημείς δεν αποκάμνομεν. Η επί το αυτό σύναξις των φοβισμένων Μαθητών του Κυρίου εις το Υπερώον της Σιών μας ενδυναμώνει. Δεν φοβούμεθα, διότι αγαπώ-μεν τους πάντας, όπως ηγάπησεν ημάς Εκείνος και την ψυχήν Αυτού έθηκεν υπέρ ημών. Θεανδρικώς ο Αναστάς Κύριος αοράτως μας  συνοδεύει. Αρκεί να έχωμεν, -και έχομεν-  α γ α π η ν. Και με την αγάπην επιγινώσκομεν του Μυστηρίου την δύναμιν. Του  Μυστηρίου!
Και αν άλλοι διστάζουν ανθρωπίνως και "δράγματα στοιβάζουν πράξεων τας θημωνίας" (πρβλ. Στιχηρά Εσπερινού Κυριακής Ασώτου), ημείς καυχώμεθα. Και εάν ημείς δεν "απολικμίζωμεν φιλευσπλαγχνία το άχυρον των έργων της αδικίας και τα πάθη μας και δεν καταστρώνωμεν άλωνα μετανοίας", ο Αναστάς Χριστός είναι Αγάπη και διαλύει το κάθε είδους σκότος και τον φ ο β ο ν γύρω μας  και εισέρχεται εντός ημών και εις τον κ ο σ μ ο ν, των θυρών των καρδιών μας πολλάκις κεκλεισμένων.  Και "μένει μεθ  ἡμῶν" μονίμως δια του  σ τ α υ ρ ο υ  της  α γ α π η ς.  Το  κάλεσμά Του είναι η  ε ι ρ η ν η.  Την Εαυτού ειρήνην χαρίζει εις ημάς. Οι ισχυροί του κόσμου τούτου επαγγέλλονται και υπόσχονται ειρήνην, μηδέποτε εμπειρικώς πραγματοποιουμένην. Η δύναμις της Θείας Αγάπης και Ειρήνης και Σοφίας μένει έξω από κάθε ανθρώπινον πανικόν. Δεν ευρίσκεται εις το περιθώριον της πραγματικότητος ούτε εις την περιφέρειαν κάποιων ατομικών δοξασιών. Είναι η καρδία και το κέντρον των γεγονότων. Είναι η  κ α ρ δ ι α  της ανθρωπότητος. Είναι το  κ ε ν τ ρ ο ν  της ζωής. Είναι η κυριεύουσα ζώντων και νεκρών. Είναι η  Α λ η θ ε ι α.
Η αδιαφιλονίκητος υπεροχή της  Δ υ ν α μ ε ω ς  κρατεί αοράτως τα  η ν ι α  και κατευθύνει τα π α ν τ α, καθ' ην ώραν πολλοί επώνυμοι κατ  ἄνθρωπον "σκότος εις τας φρένας έχουν".
Την περίοδον της σημερινής γενικής  α π ο σ υ ν θ ε σ ε ω ς  παγκοσμίως, η ελπίς πάντων των περάτων της γης, η Σοφία του Θεού, είναι η  π α ρ ο υ σ ι α  της ουρανίας  σ υ ν θ ε σ ε ω ς  και αρμονίας. Τον καιρόν της  κ α τ α ρ ρ ε υ σ ε ω ς  και του προσδοκωμένου θανάτου υπάρχει το γεγονός της Αναστάσεως και η ενίσχυσις της πεποιθήσεως επί τον Κύριον.
 Η ειρήνη του θανάτω τον θάνατον δια της κενώσεως Αυτού πατήσαντος και η χαρά της α γ α π η ς  διαχέονται και θεραπεύουν τον στενάζοντα και οδυνώμενον πάντοτε σύγχρονον "α ν θ ρ ω π ο ν"  και την συνωδίνουσαν και συστενάζουσαν μετ' αυτού κτίσιν, την "απολύτρωσιν και την υιοθεσίαν απεκδεχομένους" (πρβλ. Ρωμ. η , 20-23) της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού".
Αληθώς Ανέστη ο Κύριος, πατέρες και αδελφοί και τέκνα!
           Ἅγιον Πάσχα 2013
                   † Ο Κωνσταντινουπόλεως
   διάπυρος προς Χριστόν Αναστάντα                                                                                              
       εὐχέτης πάντων υμών