"καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι"
(Γεν. β 3)
(Γεν. β 3)
Κοντάκιον
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε.
Στίχοι
Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.
Στίχοι
Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.
ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ
Στην πρώτη Δημιουργία του κόσμου ο Θεός ολοκλήρωσε τα πάντα μέσα σε πέντε μέρες και την έκτη μέρα έπλασε το κυριότερο δημιούργημα Του, τον άνθρωπο. Κατόπιν την έβδομη ήμερα αναπαύτηκε ύστερα απ’ όλα τα έργα Του και αγίασε την ημέρα αυτή ονομάζοντάς την Σάββατο, πράγμα το οποίο σημαίνει ανάπαυση. Έτσι ακριβώς και κατά την εργασία του νοητού κόσμου ο Χριστός, αφού έκανε τα πάντα με τρόπο άριστο και όπως έπρεπε, την έκτη ημέρα, τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά την οποία σταυρώθηκε, έπλασε ξανά το φθαρμένο άνθρωπο και τον έκανε καινούριο, δηλαδή τον ανακαίνισε με το ζωηφόρο Του Σταυρό και με το θάνατό Του. Κι ύστερα, την εβδόμη ημέρα, το Μεγάλο Σάββατο, σταμάτησε για πάντα τα έργα Του πάνω στη γη και κοιμήθηκε εκείνον το ζωηφόρο ύπνο, ο οποίος ζωοποίησε κι έσωσε και τη δική μας ξεπεσμένη φύση.
Κατεβαίνει, λοιπόν, ο Λόγος του Θεού σωματικώς στον τάφο. Κατεβαίνει και στον Άδη με την αμόλυντη και θεϊκή ψυχή Του, η οποία χωρίστηκε από το σώμα Του με το θάνατό Του. Την αγία Του ψυχή την παρέδωσε στα χέρια του Πατέρα Του πεθαίνοντας, στον οποίο προσέφερε και το αίμα Του, χωρίς Εκείνος να Του το ζητήσει, για να γίνει λύτρο για μας που μας είχε αιχμαλωτίσει η αμαρτία. Δεν κρατήθηκε όμως στον Άδη η ψυχή του Κυρίου μας, όπως οι ψυχές των άλλων αγίων. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αφού Αυτός δε συμμετείχε καθόλου, όπως εκείνες, στην κατάρα που μας κληροδότησαν οι προπάτορές μας, ο Αδάμ και η Εύα. Ούτε, βέβαια, ο εχθρός μας, ο Διάβολος, πήρε εκείνο το Αίμα, με το οποίο εμείς εξαγοραστήκαμε, παρόλο που μας κατείχε. Δε μπορούσε να το κάνει, παρά μόνο αν του το επέτρεπε ο ίδιος ο Θεός, Τον οποίο αιχμαλώτισε μόνο για λίγο ο ληστής Διάβολος.
Κατοίκησε, λοιπόν, στον τάφο, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός με το σώμα, αλλά και με την θεότητά Του, η οποία ήταν άκρως ενωμένη με τη σάρκα Του. Παρευρίσκετο με το ληστή στον Παράδεισο, αλλά ταυτόχρονα βρισκόταν και στον Άδη με τη θεωμένη ψυχή Του και συγχρόνως ήταν και μαζί με τον Πατέρα και με το Άγιο Πνεύμα ως απερίγραπτος (πανταχού παρών) Θεός. Παντού βρισκόταν ταυτόχρονα και η θεϊκή φύση Του δεν έπασχε καθόλου ούτε πάνω στο Σταυρό, ούτε μέσα στον τάφο.
Υπέστη, βεβαίως, φθορά το σώμα του Κυρίου μας, δηλαδή χωρίστηκε η ψυχή από το σώμα. Ωστόσο όμως, δεν έπαθε την παραμικρή διαφθορά, δηλαδή ούτε η σάρκα Του διαλύθηκε, ούτε τα μέλη Του αφανίστηκαν, όπως όλων των άλλων νεκρών. Έτσι ο Ιωσήφ (ο από Αριμαθαίας) κατεβάζει το άγιο σώμα του Κυρίου μας και το θάβει μέσα σ’ ένα καινούριο μνήμα, σ’ έναν κήπο κοντά στους Ιουδαίους (που δεν ήταν άγνωστος στους Ιουδαίους). Τοποθετεί μάλιστα μπροστά στην είσοδο του μνήματος έναν υπερβολικά μεγάλο λίθο.
Εν τω μεταξύ οι Ιουδαίοι πλησιάζουν την Παρασκευή τον Πιλάτο και του λένε: «Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, όταν ζούσε, ότι θα αναστηθεί μετά από τρεις ημέρες. Σε παρακαλούμε λοιπόν, αφού έχεις την εξουσία, να διατάξεις τους στρατιώτες σου να ασφαλίσουν τον τάφο, (μην τυχόν και τον κλέψουν τη νύχτα οι μαθητές του κι υστέρα διαδώσουν ότι αναστήθηκε)». Αλίμονο, κακοί συκοφάντες! Αν ήταν λαοπλάνος, τότε γιατί δίνετε σημασία στα λόγια που είπε όσο ζούσε; Αφού πραγματικά πέθανε! (Τι έχετε να φοβηθείτε;). Άλλωστε πότε ο Ίδιος σας είπε «Θα αναστηθώ;» Μάλλον το συμπεράνατε μόνοι σας αυτό, απ’ το παράδειγμα του Ιωνά, που σας ανέφερε. Αχάριστοι άνθρωποι, πιστέψατε ότι αν ασφαλιστεί ο τάφος σίγουρα δε θα κλαπεί το σώμα Του. Μα δεν καταλαβαίνετε πως ό,τι κάνετε πρόκειται να στραφεί εναντίον σας;…
Έτσι ο Πιλάτος έδωσε την άδειά του κι αυτοί με μια στρατιωτική φρουρά σφράγισαν με επιμέλεια και ασφάλισαν τον τάφο. Κι αυτό έγινε κατά θεία οικονομία, ώστε οι φρουροί να είναι έμπιστοι των Ιουδαίων και το σφράγισμα του τάφου να γίνει απ’ τα δικά τους χέρια. Γιατί, αν η φρουρά δεν ήταν δική τους, θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η Ανάσταση του Χριστού!
Όμως τώρα πλέον ο Άδης απ’ τον φόβο του στρέφεται προς τα πίσω και νιώθει ίλιγγο, γιατί αισθάνεται να βασανίζεται από μία δύναμη ασυγκρίτως ανώτερή του. Ύστερα από λίγο, επειδή κατάπιε άδικα το Χριστό, το στέρεο και ακρογωνιαίο λίθο, θα ξεράσει όλους εκείνους (τους ανθρώπους) που εδώ κι αιώνες κατέφαγε, με τους οποίους γέμισε την αχόρταγη και παμφάγο κοιλιά του.
Τῇ ἀνεκφράστῳ σου συγκαταβάσει, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου