του π. Αθανασίου Λαγουρού
Θεμελιώδες αίτημα της «μεταφράσεως» των λειτουργικών κειμένων είναι η κατανόηση, «οι άνθρωποι να καταλαβαίνουν στην Εκκλησία». Αν και το πρόβλημα της κατανοήσεως των λειτ. κειμένων, κυρίως δε της Θ. Λειτουργίας, είναι πράγματι κατανοητό, όμως δεν συνιστά «όλο» το πρόβλημα. Να μερικά ειλικρινή ερωτήματα:
1. Άραγε μέχρι ποίου σημείου η μονοδιάστατη κατανόηση μπορεί να συνιστά ακαταγώνιστη αξία απολύτου προτεραιότητος; Σήμερα δηλαδή κι άλλα πράγματα του αξιακού μας περιβάλλοντος δεν γίνονται “κατανοητά”, αλλά αυτό άραγε αρκεί για τον «αναπροσδιορισμό» η την «μετάφρασή» τους, όπως, π.χ. η νηστεία η οι εκτρώσεις (δηλ. φόνος);
2. Άραγε έχει γίνει ειλικρινής επιστημονική αξιολόγηση της χειροπιαστής εμπειρίας από το ανάλογο εγχείρημα υπό της λατινικής εκκλησίας και τεκμηριωμένη αποτίμηση των “ποσοστών επιτυχίας” του;
3. Άραγε οι νεώτεροι δεν απαξιώνονται, όταν υποστηρίζεται ότι «δεν καταλαβαίνουν», την ίδια ώρα που μαθαίνουν δύο και τρεις ξένες γλώσσες, που απορροφούν πλήθος γνώσεων στην ηλεκτρονική εποχή μας; Είναι αδύνατον να μάθουν πως «ποιώ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ημών» «Πατέρα μας» και «παράσχου» «δώσε»;
Ο πασίγνωστος ορθόδοξος θεολόγος π. Αλέξ. Σμέμαν σημειώνει ειδικότερα για τα παιδιά: «…Στην εκκλησία το παιδί βρίσκεται “στο στοιχείο του”. (…) Δεν πρέπει να λέμε ότι “τα παιδιά δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό”. Tά παιδιά αντιλαμβάνονται χωρίς να καταλαβαίνουν».
4. Άραγε η ζωή της Εκκλησίας ως λατρεύουσας κοινότητας η η ζωή στην Εκκλησία, ζωή που έχει μόνιμο χαρακτήρα, ως διαρκής αγωγή και δια βίου μάθηση (!), άραγε δεν θα κινδυνεύσει να μεταλλαχθεί, να «μεταφρασθεί» σε θρησκευτική «επιβίωση» και τυπολατρεία; Και άραγε η Λατρεία ως έκφραση Πίστεως της Εκκλησίας, ειδικώς δε η Θ. Λειτουργία, δεν θα εκφυλισθεί σε μια παράσταση για τους ευκαιριακούς και φευγαλέους «πελάτες», που δεν «καταλαβαίνουν», αλλά απαιτούν να καταναλώσουν βιαστικά κατανοητή Λατρεία;
Άραγε δεν είναι γνωστό πως πολλοί χριστιανοί (ελληνόφωνοι) δεν έχουν εγκεντρισθεί βιωματικώς στην Εκκλησία; Και πως δεν ξέρουν ούτε τις απλούστερες προσευχές (Πάτερ ημών, Πιστεύω, N Ψαλμός κ.λπ.), καθώς η προσευχή δεν είναι εντεταγμένη συστηματικώς στην ζωή τους, επειδή απλούστατα η ίδια η προσευχή, δεν είναι «κατανοητό» πράγμα• είτε μεταφρασμένα είτε αμετάφραστα, είτε κατανοητά είτε «ακατανόητα» κι αν είναι τα λόγια των προσευχών; Τελικώς ποιό μοντέλο χριστιανού και ποιό μοντέλο Λατρείας οραματιζόμαστε;
5. Άραγε αυτή η περιβόητη «κατανόηση» δεν κατανοείται και δεν μαθαίνεται ποτέ; Αν π.χ. ο πιστός μάθει μια φορά πως η λειτουργική προτροπή «άνω σχώμεν τας καρδίας» σημαίνει «ας έχουμε πάνω, ας υψώσουμε τις καρδιές», θα πρέπει άραγε δια βίου να την ακούει «μεταφρασμένη»;
6. Άραγε η κατανόηση είναι επαρκής συνθήκη, για να προσπελάσει ο πιστός στον πνευματικό κόσμο, στον οποίο τον καλεί η Λατρεία, ένα κόσμο γεμάτο σημεία και σύμβολα;
7. Μήπως, όταν επιτευχθεί η «κατανόηση», θα διακυβευθούν άλλα πνευματικά αγαθά, όπως η ακρίβεια, πολύ δε περισσότερο αυτή η πνοή του Αγίου Πνεύματος, που ελάλησε εν τοις Αγίοις με τις λέξεις; Ο M. Αθανάσιος λέει: «μηδέ πειραζέτω τας λέξεις μεταποιείν η όλως εναλλάσσειν», γιατί οι Άγιοι δεν ελάλησαν από το κεφάλι τους, αλλά υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι (Β´ Πέτρ. α´ 21) και μέσα στις λέξεις, που χρησιμοποίησαν, έχουν αποθησαυριστεί αλήθειες και έχει αποταμιευθεί πνευματική δύναμη.
8. Μήπως η πολυθρύλητη «κατανόηση», με την απόλυτη έμφαση που της δίνεται, θα δοκιμάσει να εκτοπίσει την ορθόδοξη γνωσιολογία, για χάρη της ακαταμάχητης γοητείας που ασκεί η διάνοια;
9. Μήπως μοιάζει εξαιρετικώς ανελαστική η λύση της μονίμως «μεταφρασμένης» λατρείας;
Η «μετάφραση» των αγιογραφικών-λειτουργικών κειμένων στα Ν. Ελληνικά είναι αρρήκτως συνυφασμένη με την θεολογική, ιστορική και πραγματολογική ερμηνεία τους. Αραδιασμένες νεοελληνικές λέξεις δεν “λένε” σχεδόν τίποτα αν και “κατανοητές” (π.χ. «Xαίρε, θάλασσα, που καταπόντισες τον νοητό Φαραώ• χαίρε, πέτρα, που πότισες όσους διψούσαν την ζωή»). Για να δώσουν ένα μήνυμα, προαπαιτείται ερμηνεία. Τότε όμως μάλλον περισσεύει η λειτουργική χρήση νεοελληνικής “μεταφράσεως”, επειδή το νοηματικό περιεχόμενο θα έχει ήδη αφομοιωθεί. Μήπως λοιπόν για να καταλάβω τη σημασία, πρέπει προηγουμένως να μάθω το νόημα; (και για να το μάθω, πρέπει πρώτα να θελήσω να το διδαχθώ;)
Στα αμέσως επόμενα χρόνια οπότε ούτε και των απλουστέρων λέξεων, όπως «Ανάσταση», «Xριστός», «Εκκλησία», η «Παναγία», το περιεχόμενο δεν θα “κατανοείται”, τι θα επινοήσουμε; Θα ξανα-“μεταφράσουμε” άραγε τα “μεταφρασμένα ” η θα θρηνήσουμε συνειδητοποιώντας πως «καταβρέξαμε την καιομένη βάτο»;
Μήπως τελικά πάνω από την κατανόηση θα ήταν πιο αποδοτικός αυτός ο εκκλησιαστικώς καταξιωμένος τρόπος υπερβάσεως των μικρών γλωσσικών δυσκολιών, η συστηματικότερη ερμηνεία δηλαδή; (βλ.σχετ. το πλήθος ερμηνευτικών έργων [για τα «δυσκολοκατάληπτα», όπως γράφει] του αγ. Nικοδήμου του Αγιορείτου, στα οποία μαθητεύουν όσοι τίμιοι και ευσυνείδητοι επιθυμούν να “καταλάβουν”), ειδικώς μάλιστα στην εποχή της Πληροφορίας, του Διαδικτύου και του Ηλεκτρονικού Βιβλίου.
Ο αγ. Ιω. Xρυσόστομος χτυπάει το καμπανάκι της ευθύνης καθενός ζητώντας «μία χάρη»: προετοιμασία στο σπίτι και «προοικείωση» με τα λόγια και τα νοήματα του Ευαγγελίου. Και ο άγιος Βαρσανούφιος απαντά στον μαθητή του, που διαβάζει τους Ψαλομούς αλλά δεν τους κατανοεί, πως «ο κόπος για την εκμάθηση της γλώσσας όχι μόνο θα τον βοηθήσει στην κατανόηση, αλλά, πολύ περισσότερο, θα του δώσει πλουσία χάρη εις ζωήν αιώνιον».
Εξ άλλου, ο Χριστός χρησιμοποιεί τις παραβολές, ως αινιγματώδεις διηγήσεις με βαθύτερες αλήθειες από τις φαινομενικές, για να «διεγείρη τον ακροατήν», επειδή η ευκολία πολλούς τους οδηγεί στη ραθυμία, όπως εξηγεί ο αγ. Ιω. Xρυσόστομος.
Σε άλλες περιπτώσεις, που οι Μαθητές δεν καταλαβαίνουν τα λόγια του Χριστού, Εκείνος τους τα εξηγεί. Καμιά φορά τους μαλώνει: «πως ου νοείτε …;» Kαί τότε καταλαβαίνουν, αφού όμως προηγουμένως με την επιτίμησή Του έχουν αποβάλει την οκνηρία και τις προκαταλήψεις (Ματθ. ιϛ´ 11-12)
Και κάτι άλλο: από την πρώτη στιγμή που γράφονται οι επιστολές της K. Διαθήκης διαπιστώνονται από τους ίδιους τους Αποστόλους «δυσνόητα», δυσπρόσιτες λέξεις-έννοιες-πράγματα, και οι αμαθείς τα διαστρεβλώνουν (Β Πέτρ.).
Συνεπώς μήπως το πρόβλημα της «κατανοήσεως» δεν είναι και τόσο καινούργιο και η λύση του δεν είναι αναγκαστικά η «μετάφραση», αλλά μάλλον η ερμηνεία;
10. Εξ άλλου, τι μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανό στην Ελλάδα από τον πολυδιαφημιζόμενο αλλά πολύκλαυστο Πολιτισμό μας, εκτός από το «Φως ιλαρόν», το «Γλυκύ μου έαρ», το «Xριστός ανέστη», δηλαδή την γλώσσα της Εκκλησίας;
Εν περιπτώσει δε “μεταφράσεως” πως θα απολογηθούμε στους νεωτέρους, που η γενιά μας δεν είχε το σθένος να κρατήσει την πατρική κληρονομιά; Tί θα δικαιολογηθούμε, που διακόψαμε σε μια τεχνητή συγκυρία, για χάρη μιας πρόσκαιρης και μυθοποιημένης διανοητικής “απολαύσεως” την από του Ομήρου μέχρι σήμερα αδιάκοπη λαλιά του λαού μας, που μιλιέται ακόμη και τραγουδιέται μέσα στις εκκλησιές; Στους ομοδόξους αδελφούς μας, αλλά και στους ξένους μελετητές τι θα πούμε; Tήν ώρα που πασχίζουμε για τα «Ελγίνεια Mάρμαρα», την ίδια ώρα δεν μοιάζει κάπως οξύμωρο να συζητάμε πως ένα ολοζώντανο κομμάτι του χριστιανικού πολιτισμού θα το αφανίσουμε;
11. Το αίτημα της “μεταφράσεως” εμπεριέχει στον εαυτό του και εξυπονοεί σιωπηρώς ένα αρχέτυπο, από το οποίο θα γίνει η “μετάφραση”. Αυτό όμως είναι αντιφατικό, επειδή η ίδια η “μετάφραση” καθ᾽ εαυτήν παραδέχεται πως μέσα και πίσω από τις λέξεις υπάρχει ένα περιεχόμενο, το οποίο πρέπει να μείνει «αμετάφραστο». Για να είναι συνεπές προς τον ίδιο του τον εαυτό του το αίτημα της “μεταφράσεως”, πρέπει να συμπεριλάβει και την δυνατότητα αλλαγής αυτού του ίδιου του γλωσσικού πρωτοτύπου. Γιατί λοιπόν αντί “μεταφράσεως” να μη συνταχθούν «νέα κείμενα», π.χ. καινούργια Θ. Λειτουργία;
12. Αλλά και με τις άλλες «ακατανόητες» “γλώσσες” της Εκκλησίας τι θα γίνει ; Με την εκκλησιαστική μουσική π.χ., η οποία “ντύνει” τον λειτουργικό λόγο; Γιατί να μη γίνει μετάφραση και της βυζαντινής μουσικής σε σύγχρονη; Η με την εκκλησιαστική εικονογραφία, που είναι πάλι μια “γλώσσα ακατανόητη” στον σύγχρονο άνθρωπο; Η με τα ευχαριστιακά είδη, αφού ο άρτος και ο οίνος δεν αποτελούν την “βασική γλώσσα” διατροφής του παγκοσμίου ανθρώπου; Η με την ίδια την άσκηση, που είναι μια ακόμα “ακαταλαβίστικη γλώσσα” σήμερα;
Η «μετάφραση» άραγε δεν θα ᾽ναι ανακόλουθο να μη συμπαρασύρει κι άλλα πράγματα και θέσμια της Εκκλησίας, καθώς αντιστοιχεί σε μια γενική τάση “επαναπροσδιορισμού”, και “αναστοχασμού” των υφισταμένων “δομών” η “παραδεδομένων αρχών”.
13. Στον λογικοφανή και επιστημονικώς απαράδεκτο ισχυρισμό: «Αν ο Xριστός ερχόταν σήμερα, τι γλώσσα θα μιλούσε», άραγε δεν απαντά ο ίδιος ο Χριστός, που ηθέλησε να γεννηθεί «εν ταις ημέραις…Kαίσαρος Αυγούστου», και να σταυρωθεί «επί Ποντίου Πιλάτου»; Αλλιώς μήπως ανατινάζεται ο ρεαλισμός της Ενσαρκώσεως;
14. Ερωτητέον πως γίνεται να παρακαμφθεί ελαφρά τη καρδία η γνωστή μαρτυρία του μακαριστού αγίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ: «είμεθα κατηγορηματικώς πεπεισμένοι ότι ουδόλως υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως της παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσης… Είναι άτοποι οι ισχυρισμοί περί του δήθεν ακατανοήτου».
Kαί πως γίνεται να περιφρονηθεί αδίστακτα η επί τούτω επισήμανση του αγ. Nικοδήμου του Αγιορείτου: «Φυλαχθήτε αδελφοί, και από τον λογισμόν τούτον: εσύ είσαι αγράμματος και δεν καταλαμβάνεις εκείνα όπου λέγονται εν τη εκκλησία…αν εσείς συχνά πηγαίνετε εις την εκκλησίαν και ακούετε τα θεία λόγια, η συνέχεια εκείνη θα σας κάμη με τον καιρόν να καταλαμβάνετε εκείνα όπου δεν εκαταλαμβάνατε, διότι ο Θεός βλέπωντας την προθυμίαν σας ανοίγει τον νουν σας και τον φωτίζει εις το να καταλαμβάνη».
15. Tέλος. Mέσα στην πνευματική κοσμοχαλασιά που σαρώνει τα πάντα, μέσα στην προωθουμένη πολτοποίηση ανθρώπων και πολιτισμών, και με την Ελλάδα στα πρόθυρα οικονομικού καταποντισμού, άραγε το τελευταίο, που θα χρειαζόταν, δεν είναι μια απονενοημένη αυτοεμπλοκή σε “νεογλωσσικές έριδες” με άρωμα εκκλησιαστικό και γεύση «γκρίκλις»;
Αντί μονότονα να αναμασάμε ληγμένα στερεότυπα, μήπως πιο επείγων και πιο συμβατός με τις σημερινές ανάγκες φαίνεται να είναι ένας χαμηλόφωνος ερμηνευτικός λόγος για τις αλήθειες της Πίστεως και συνολική αναθεώρηση τρόπου ζωής, μια ζωντανή μαρτυρία αγάπης Xριστού, παρά μια “εργολαβία” Λειτουργικής Mεταρρυθμίσεως;
Αν οι άνθρωποι σήμερα τείνουν να αποστρέφουν το πρόσωπό τους από την Εκκλησία, μου φαίνεται πως δεν το κάνουν τόσο επειδή δεν κατανοούν την γλώσσα της Λατρείας, όσο επειδή, πρώτον, δεν κατανοούν ότι υπάρχουν αρκετά πράγματα που δεν “κατανοούνται”• επειδή, δεύτερον, δεν κατανοούν τι ακριβώς “εννοούν” τα εκκλησιαστικά λόγια (ακόμα και μεταφρασμένα), δεν καταλαβαίνουν δηλαδή τι νόημα μπορεί να έχουν τα “λόγια”, τα νοήματα, τα πράγματα της Εκκλησίας και του Θεού στην ζωή τους και δεν βρίσκεται εύκολα κάποιος ικανός να τους τα ερμηνεύσει ζωογονητικά• επειδή, τρίτον δεν διδάχθηκαν πως στην Εκκλησία δεν πας για να “καταλάβεις” αλλά για να αγαπήσεις, και επειδή, τέταρτον, ίσως έχουν κι ένα δίκιο: δεν έχουν και πολλή όρεξη να “καταλάβουν” κάτι από την Zωή, τον Σταυρό και την Ανάσταση Ιησού Xριστού.
*Σημείωση: Ο π. Αθανάσιος Στ. Λαγουρός είναι πτυχ. Νομικής, εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής (ομων. δήμου) της Ι.Αρχιεπισκοπής Αθηνών και πατέρας τριών παιδιών. Τα ανωτέρω ερωτήματα αποτελούν περίληψη μικρού βιβλίου με τον ίδιο τίτλο, που έχει κυκλοφορηθεί από τις εκδ. «ΤΗΝΟΣ».
Πηγή:amen. gr
3 σχόλια:
εκπληκτικό απόσπασμα από έναν πανάξιο ιερεα. Η εισήγησή του στην ημερίδα ΚΑΤΑ-χειροκροτήθηκε - ίσως η καλύτερη της ημέρας! Την ευχή του/σου.
Δεν θα περάσει αδερφεμου.
non passaran που λένε
:)
Δημοσίευση σχολίου