ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

Χρυσόστομος Σμύρνης ο άγιος

Η ιστορία δεν αναφέρει πως πέθανε ο Χρυσόστομος. Βαθύ μυστήριο ήλθε να καλύψει τις τελευταίες ώρες του μαρτυρίου του. Οι Τούρκοι δεν μίλησαν ποτέ - τρόμαξαν κι οι ίδιοι μπροστά στην αποκάλυψη της θηριωδίας τους. Κι οι Ευρωπαίοι ιστορικοί, που δεν δυσκολεύτηκαν να εξιχνιάσουν και την τελευταία λεπτομέρεια του θανάτου του Χίτλερ, που έγραψαν τόμους ολόκληρους για την εκτέλεση του Μουσσολίνι και της ερωμένης του, απέστρεψαν το πρόσωπο από τη θυσία του μεγάλου ιεράρχου. Η στάση τους θα ήταν ανεξήγητη αν δεν ήταν σ' όλους γνωστό, ότι ο Χρυσόστομος μαρτύρησε υπό τη σκιά των πυροβόλων του συμμαχικού Στόλου. Την ώρα, που ο θηριώδης όχλος σκύλευε το πτώμα του, ο Νουρεντίν, ο δήμιός του, με νωπό το αίμα του Δεσπότη στα χέρια του, συνομιλούσε φιλικά με τον Γάλλο ναύαρχο... πάνω στο καταδρομικό «Ερνέστος Ρενάν»!...
      Θα παρέμενε άγνωστο το μαρτύριό του, αν ένας από τους πρωταγωνιστές των δραματικών γεγονότων της 30ης Αυγούστου, ο διοικητής του αποσπάσματος, που τον οδήγησε στον Γολγοθά του, δεν αποφάσιζε να μιλήσει. Δεν τον καταδίωκαν οι τύψεις, δεν σκέφθηκε την ιστορική έρευνα⋅ απλώς, είχε οικονομικές δυσχέρειες και σκέφθηκε να πωλήσει τις πληροφορίες του κι ένα τραγικό κειμήλιο: το χέρι του οικτρά διαμελισθέντος Μητροπολίτη. Οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα θα φρικιούσε και μόνο στην ιδέα μιας τόσο ανίερης συναλλαγής, αλλ' όχι ο Τούρκος δήμιος του Χρυσόστομου. Άλλωστε, μόλις είχαν γίνει οι θηριωδίες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και το ανθελληνικό μίσος είχε φουντώσει και πάλι στην Τουρκία. Και ο Ρουστέμ μπέης Βάσιτς έστειλε ανθρώπους του να βολιδοσκοπήσουν ομογενή της Σμύρνης, αν ήθελε ν' αγοράσει το χέρι του Χρυσόστομου. Η συναλλαγή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ⋅ αλλ' ο Βάσιτς μίλησε μετά από αδρή αμοιβή. Ο Νουρεντίν δεν ήθελε να εκτελέσει το Χρυσόστομο - δεν του αρκούσε η εκδίκηση αυτή. Ήθελε να τον ταπεινώσει, να τον εξετευλίσει και στη συνέχεια να τον παραδώσει στο μαρτύριό του. Τη δεύτερη φορά, που τον συνέλαβε, διέταξε να τον φέρουν εμπρός του και μόλις τον είδε, άφησε να ξεσπάσει όλη η λύσσα του, να ξεχειλίσει ο βόρβορος της ψυχής του:
- Εσύ είσαι ο παπάς, που βρίζεις τους Τούρκους; του φώναξε. Γουρούνι, θα δείς τι τιμωρία σου ετοιμάζω. Εσύ κι οι Έλληνές σου είστε Λαός χαμάληδων⋅ και χαμάληδες θα σε δικάσουν.
     Έτσι κι έγινε. Σε μία από τις αίθουσες του Διοικητηρίου είχε συγκεντρώσει χαμάληδες της Σμύρνης, τύπους κτηνώδεις, αδίστακτους - ήταν οι «λαϊκοί δικασταί», που θα δίκαζαν τον Χρυσόστομο. Μόλις τον είδαν, άρχισαν να καγχάζουν, να τραβούν τα ράσα του, να τον φτύνουν και να τον προπηλακίζουν. Μαζί με τον Χρυσόστομο βρίσκονταν και οι δυο δημογέροντες, ο Κλιμάνογλου και ο Τσουρουκτσόγλου. Αν και γνώριζαν, ότι πλησιάζει το τέλος τους, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν. Βλέποντας τον εξετευλισμό του Χρυσοστόμου, θέλησαν να ορμήσουν, να τον προστατεύσουν με τα γεροντικά στήθη τους. Δεν τους άφησαν όμως - τους έδεσαν και τους υποχρέωσαν να παρακολουθήσουν το μαρτύριο του ποιμενάρχη τους. Έκλαιγαν σπαρακτικά οι δυο δημογέροντες και η απελπισία τους κέντριζε τη θηριωδίατών Τούρκων, έκανε τις βρωμερές ψυχές τους ν' αναγαλλιάζουν. Μόνο ο Χρυσόστομος διατηρούσε την ψυχραιμία του. Μια θεϊκή γαλήνη είχε απλωθεί στο πρόσωπό του. Τι να σκεπτόταν, άραγε, τη στιγμή εκείνη, ο σεπτός ιεράρχης; Όσοι τον γνώριζαν δεν αμφιβάλλουν, ότι θ' αναλογιζόταν το μαρτύριο του Διδασκάλου του κι η ψυχή του θα πλημμυρούσε χαρά στη σκέψη, ότι είχε βρει το Σταυρό, που αναζητούσε. Οποιοσδήποτε θα δείλιαζε. Ο Χρυσόστομος δεν μπορεί παρά να ψιθύριζε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε...».
 

- Ήταν παλληκάρι ο παπάς σας, ομολόγησε με κάποιο ενστικτώδη σεβασμό, ο Βάσιτς. Δεν τον άκουσα να ικετεύει, να παραπονεθεί - ως την τελευταία στιγμή δεν άκουσα τη φωνή του.
Κάποτε, το δικαστήριο των χαμάληδων εξέδωσε την απόφασή του: «Να σταυρωθή... να σταυρωθή· όπως ο Χριστός τους...», ούρλιαζαν, όταν αυτός, που εκτελούσε χρέη... προέδρου, τους ρώτησε ποια έπρεπε να ήταν η ποινή. Ο Νουρεντίν φώναξε αμέσως τον Ρουστέμ μπέη Βάσιτς και τον διέταξε να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου.
Ο Ρουστέμ μπέη Βάσιτς ήταν έφεδρος λοχαγός του τουρκικού Στρατού. Καταγόταν από τη Βοσνία κι ο πατέρας του ήταν έμπορος στη Σμύρνη. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής Κατοχής δεν έφυγε⋅ ήταν ένας απ τους πολυάριθμους κατάσκοπους του Κεμάλ. Και μόλις ο Στρατός μας εγκατέλειψε την πόλη, φόρεσε τη στολή του και συγκρότησε το περιβόητο «απόσπασμα εκτελέσεων» - μια ορδή εγκληματιών, που εξόντωσε χιλιάδες Ελλήνων. Μετά ο Βάσιτς έγινε δικολάβος στη Σμύρνη. Στον Βάσιτς αναθέτει ο Νουρεντίν να οδηγήσει τον Χρυσόστομο στον Γολγοθά του - το Τρικυλίκ - κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν αντέχει όμως⋅ τον μισεί τόσο, ώστε την ώρα, που το απόσπασμα με τους τρεις μελλοθάνατους κατέβαινε τις σκάλες του Διοικητήριου, ο Νουρεντίν προβάλλει στο κεφαλόσκαλο. Ήταν έξαλλος, σαν λυσσασμένο θηρίο. Τα μάτια του κατακόκκινα, σαν να έσταζαν αίμα, το στόμα του γεμάτο αφρούς - ήταν ο πραγματικός Νουρεντίν, χωρίς καμμιά προσποίηση. - Σκυλί, φωνάζει στον Χρυσόστομο, από δικό μου βόλι θα πας.
Και, τραβώντας το περίστροφό του, τον πυροβολεί. Αλλ' έτρεμε απ' την οργή του κι η σφαίρα αστοχεί. Αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο, τραυματίζει θανάσιμα τον Κλιμάνογλου.
Ο πυροβολισμός του Νουρεντίν ήταν το σύνθημα. Στο προαύλιο του Διοικητηρίου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι φονιάδες, οι ληστές, τ' αποβράσματα της Σμύρνης. Πράκτορες του Κομιτάτου τους είχαν συγκεντρώσει έναντι αδρής αμοιβής. Κι όσο διαρκούσε η αποτροπιαστική εκείνη παρωδία της δίκης, τους πότιζαν ρακί. Είχαν κι όλας μεθύσει, όταν φάνηκε ο Χρυσόστομος με τους δυο συγκαταδίκους του. Περίμεναν ποιος θα κάνει την αρχή· και την έκανε ο Νουρεντίν. Μόλις ακούν τον πυροβολισμό, ορμούν στ' ανυπεράσπιστα θύματά τους.
       Θα χρειαζότανε η τραγική φαντασία ενός Δάντη για ν' αποδώσει τις φρικιαστικές σκηνές, που συνέβησαν μπρός στα μάτια του Νουρεντίν. Η ορδή των φονιάδων ορμά - δεν έχουν όπλα⋅ θα ήταν πολύ ευσπλαγχνικός ο θάνατος. Με τα χέρια τους, με πέτρες και ξύλα, κτυπούν τον Χρυσόστομο. Του ξεριζώνουν, αλαλάζοντας με μανία, τα κατάλευκα γένια του. Το αίμα τρέχει άφθονο, μουσκεύει τα ράσα του⋅ και η μυρωδιά του εξαγριώνει ακόμη περισσότερο τον διψασμένο για αίμα όχλο. Ένας βαστάζος του λιμανιού θέλει να διακριθεί⋅ και με το μαχαίρι του βγάζει το ένα μάτι του Χρυσόστομου.
Κλονίζεται ο Δεσπότης, γονατίζει. Αλλ' οι δήμιοί του δεν τον αφήνουν. Οι άνδρες του Βάσιτς τον σηκώνουν και υποβαστάζοντάς τον τον υποχρεώνουν να συνεχίσει τη μαρτυρική πορεία του προς τον Γολγοθά. Φυσικά, δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να συγκρατήσουν τον όχλο που συνεχίζει το αιματηρό όργιό του. Μέσα σε λίγα λεπτά ο Χρυσόστομος έχει τυφλωθεί.
Τα μαλλιά και τα γένια του έχουν ξεριζωθεί, το πρόσωπό του είναι μία τεράστια πληγή - τον έχουν γδάρει κυριολεκτικά. Δεν βαδίζει πλέον, τον σέρνουν και τον ανασκολοπίζουν, αργά, μεθοδικά, με μανία. Κι όμως δεν παραπονιέται, δεν ικετεύει, δεν λυγίζει στον Τούρκο. Μόνο την τελευταία στιγμή, την ώρα, που σωριάζεται, αφήνοντας την τελευταία πνοή του, αναφωνεί: «Θεέ μου...».
Ο Χρυσόστομος είναι νεκρός· αλλά το μαρτυρικό τέλος του τον μεταβάλλει σε αθάνατο.


ολόκληρο εδώ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αθάνατος Έλληνας. Την ευχούλα του..

π Παντελεήμων Kρούσκος είπε...

και γι'αυτό παραγνωρισμένος, ακόμα και απο εκκλησιαστικούς κύκλους.