1.Ἀδελφοί, ἐν ᾧ δ᾽ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. Ἑβραῖοί εἰσι; Κἀγώ.
᾽Ισραηλῖταί εἰσι; Κἀγώ΄ σπέρμα ᾽Αβραάμ εἰσι; Κἀγώ΄ διάκονοι Χριστοῦ εἰσι;
παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν
πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾽Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα
παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον
ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν,
κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν
ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις΄ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν
ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ
γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾽ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν
τῶν ἐκκλησιῶν. Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ
πυροῦμαι; Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ
τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν
Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με
θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς
χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει με, ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ
ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων -εἴτε ἐν
σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν- ἁρπαγέντα τὸν
τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον -εἴτε ἐν σώματι εἴτε
ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν- ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ
ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι,
ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω
καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων, ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ
λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων
ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ,
ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ·
καὶ εἴρηκέν μοι΄ ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμις ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ
δύναμις τοῦ Χριστοῦ.( ο Απόστολος της Εορτής)
2.Ήτον δε, ο μεν Άγιος Πέτρος, αδελφός Aνδρέου του Πρωτοκλήτου,
καταγόμενος από πόλιν ευτελή και ποταπήν, ήτοι από την Bηθσαϊδά, υιός
Iωνά, εκ της φυλής του Πατριάρχου Συμεών, κατά τους χρόνους Yρκανού
Aρχιερέως των Iουδαίων, ζων με πενίαν εσχάτην, και με τα ίδιά του χέρια
ποριζόμενος τα προς το ζην αναγκαία. Aφ’ ου δε ο πατήρ του Iωνάς
ετελεύτησε, τότε ο μεν Πέτρος, επήρεν εις γυναίκα την θυγατέρα
Aριστοβούλου, αδελφού Bαρνάβα του Aποστόλου, και εγέννησε παιδία, ο δε
Aνδρέας έμεινεν εν παρθενία. Όταν δε ο Bαπτιστής Iωάννης εφυλάττετο από
τον Hρώδην εις την φυλακήν, τότε ο Kύριος πηγαίνωντας εις την λίμνην
Γενησαρέτ, ευρήκε τον Aνδρέαν και Πέτρον, οίτινες εδιώρθοναν και
εμπάλοναν τα δίκτυά των, και ούτως εκάλεσεν αυτούς. Όθεν ευθύς τον
ηκολούθησαν.
Kαι λοιπόν, ο μεν Πέτρος εκήρυξε πρότερον το Eυαγγέλιον εις την Iουδαίαν, και Aντιόχειαν. Έπειτα εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Kαππαδοκίαν, Aσίαν, και Bιθυνίαν, εκατέβη δε έως και εις αυτήν την Pώμην. Kαι επειδή ενίκησεν εκεί με τα θαύματα τον Σίμωνα μάγον, διά τούτο εσταυρώθη κατακέφαλα από τον Nέρωνα, καθώς αυτός ο ίδιος Πέτρος εζήτησε, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. Ήτον δε ο θεσπέσιος Πέτρος κατά τον χαρακτήρα του σώματος άσπρος εις το χρώμα, ολίγον κίτρινος, φαλακρός εις την κεφαλήν, σγουρά έχων τα επίλοιπα μαλλία. Eίχε τους οφθαλμούς φαινομένους αιματώδεις, και ομοίους με το χρώμα του κρασίου. Ήτον άσπρος εις τα μαλλία της κεφαλής, είχε το μεν γένειον άσπρον και δασύ, την δε μύτην μακράν, είχε σηκωμένα επάνω τα οφρύδια, ήτον μέτριος κατά το μέγεθος, είχε το σχήμα του σώματος όρθιον, ήτον συνετός και φρόνιμος, εκινείτο οξέως από θεϊκόν ζήλον εναντίον της αδικίας. Ήτον συγχωρητικός εις τους μετανοούντας, εμεταβάλλετο ευκόλως, και ογλίγωρα εμετακίνει χωρίς φόβον τας προτέρας του αποφάσεις.(συναξαριστής αγίου νικοδήμου)
Kαι λοιπόν, ο μεν Πέτρος εκήρυξε πρότερον το Eυαγγέλιον εις την Iουδαίαν, και Aντιόχειαν. Έπειτα εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Kαππαδοκίαν, Aσίαν, και Bιθυνίαν, εκατέβη δε έως και εις αυτήν την Pώμην. Kαι επειδή ενίκησεν εκεί με τα θαύματα τον Σίμωνα μάγον, διά τούτο εσταυρώθη κατακέφαλα από τον Nέρωνα, καθώς αυτός ο ίδιος Πέτρος εζήτησε, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. Ήτον δε ο θεσπέσιος Πέτρος κατά τον χαρακτήρα του σώματος άσπρος εις το χρώμα, ολίγον κίτρινος, φαλακρός εις την κεφαλήν, σγουρά έχων τα επίλοιπα μαλλία. Eίχε τους οφθαλμούς φαινομένους αιματώδεις, και ομοίους με το χρώμα του κρασίου. Ήτον άσπρος εις τα μαλλία της κεφαλής, είχε το μεν γένειον άσπρον και δασύ, την δε μύτην μακράν, είχε σηκωμένα επάνω τα οφρύδια, ήτον μέτριος κατά το μέγεθος, είχε το σχήμα του σώματος όρθιον, ήτον συνετός και φρόνιμος, εκινείτο οξέως από θεϊκόν ζήλον εναντίον της αδικίας. Ήτον συγχωρητικός εις τους μετανοούντας, εμεταβάλλετο ευκόλως, και ογλίγωρα εμετακίνει χωρίς φόβον τας προτέρας του αποφάσεις.(συναξαριστής αγίου νικοδήμου)
3. Καὶ τὴν κακοποίηση καὶ τὴν προσβολὴ γιὰ τὸ κήρυγμα ἐπιζητοῦσε
περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὴν τιμή, καὶ τὸ θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὴ ζωή,
καὶ τὴ φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὸν πλοῦτο, καὶ τοὺς κόπους περισσότερο
ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τὶς ἀνέσεις, καὶ ὄχι ἁπλὰ περισσότερο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο,
καὶ τὴ λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τὴ χαρά, καὶ τὸ νὰ εὔχεται γιὰ
τοὺς ἐχθροὺς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὸ νὰ τοὺς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καὶ
ἀνάτρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων, ἢ καλύτερα ἐμεῖς τὴν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος
ὅμως, ὅπως τὴ νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τὴ φύλασσε. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἦταν
σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τὸ
ὅτι ὁ Παῦλος, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτὰ παρὰ
ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερὸ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἀπόφευγε, τὸ νὰ ἀντιμάχεται
τὸ Θεό, καὶ τίποτε ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δὲν τοῦ ἦταν ποθητό,
ὅσο τὸ νὰ ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ δὲ λέγω τίποτε ἀπὸ τὰ παρόντα, ἀλλὰ οὔτε
καὶ ἀπὸ τὰ μέλλοντα. Καὶ μὴ μοῦ πεῖς τὶς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη καὶ τοὺς
βασιλεῖς καὶ τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ χρήματα καὶ τὶς σατραπεῖες καὶ τὶς
δυναστεῖες, γιατὶ οὔτε ἱστὸ ἀράχνης τὰ θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλὰ σκέψου αὐτὰ
ποὺ ὑπάρχουν στοὺς οὐρανοὺς καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὴ σφοδρὴ ἀγάπη ποὺ
εἶχε γιὰ τὸ Χριστό. Γιατὶ ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀγάπη δὲ θαύμασε οὔτε
τὴν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.
Εἶχε μέσα του πιὸ μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζὶ
μὲ τοῦτο θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν πιὸ εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ χωρὶς
αὐτό, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ τὶς κυριότητες, οὔτε ἀπὸ τὶς
ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν
ἀγάπη αὐτὴν ἤθελε περισσότερο νὰ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους καὶ
τοὺς κολασμένους, παρὰ χωρὶς αὐτὴν ἀνάμεσα στοὺς πρώτους καὶ τιμημένους.
Γιατὶ κόλαση γι᾿ αὐτὸν ἦταν μία, τὸ νὰ χάσει τὴν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτὸ ἦταν
γιὰ τὸν Παῦλο γέεννα, αὐτὸ τιμωρία, αὐτὸ ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καὶ
ἀπόλαυση, τὸ νὰ πετύχει τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἦταν ἡ ζωή του, αὐτὸ ὁ κόσμος
του, αὐτὸ ὁ ἄγγελὸς του, αὐτὸ τὰ παρόντα, αὐτὸ τὰ μέλλοντα, αὐτὸ βασιλεία,
αὐτὸ ὑπόσχεση, αὐτὸ τὰ ἄπειρα ἀγαθά. Καὶ κάθε ἄλλο ποὺ δὲν ὁδηγοῦσε
ἐδῶ, δὲν τὸ θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε
ὅλα τὰ ὁρατά, ὅπως τὸ σάπιο χόρτο. Καὶ οἱ τύραννοι καὶ οἱ πόλεις ποὺ
ἄφριζαν ἀπὸ θυμὸ τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καὶ
οἱ τιμωρίες καὶ τὰ πάρα πολλὰ βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικὰ παιχνίδια.
Ἀλλὰ βέβαια τὰ ὑπόφερε γιὰ τὸ Χριστό. ( Ιερός Χρυσόστομος, Εγκώμιον εις τον Παύλον)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου