Το σημερινό αναστάσιμο εωθινό
ευαγγέλιο είναι το έκτο στην σειρά και αυτό επίσης από τον ευαγγελιστή Λουκά.
Στην πραγματικότητα είναι οι τελευταίοι στίχοι από το ευαγγέλιο του Λουκά και
αναφέρονται στην εμφάνιση του Χριστού στους έντεκα μαθητές, στην λήψη τροφής ενώπιον
τους, την αποστολή τους στα έθνη και την ανάληψη του Χριστού στον δρόμο προς την
Βηθανία.
Ο Λουκάς άμεσα μας εισάγει στην
εμφάνιση του Αναστάντος μπροστά στους μαθητές Του, με απλά λιτά λόγια, διότι
όλα τα θαυμάσια της θείας οικονομίας είναι τόσο σπουδαία και σημαντικά πού δεν
χρειάζονται πολλές περιγραφές. Μας λέει λοιπόν πώς σταθηκε ο Αναστημένος
ανάμεσα στους μαθητές και τους είπε: Ειρήνη ημίν, χωρίς πολλές εισαγωγές. Ο
Χριστός εμφανίστηκε κεκλεισμένων των θυρών διότι δεν περιορίζεται από
σφραγίδες, κλειδαριές και περιορισμούς.Ομοίως και ανέστη από τον τάφο, ενώ αυτός
ήταν εσφραγισμένος και ο λίθος ήταν ακόμα μπροστά από την είσοδο του Τάφου.
Αυτό διδάσκει η Εκκλησία μας και ψάλλει πώς: όπως γεννήθηκες Χριστέ, από
παρθένο γυναίκα, χωρίς να πειράξεις τα τεκμήρια της παρθενίας της, έτσι και
αναστήθηκες από τον Τάφο, χωρίς να σπάσουν οι σφραγίδες και να αποκυλιστεί ο
Λίθος. Ο Χριστός χαιρετά τους μαθητές με το «Ειρήνη ημίν, ειρήνη σε σας». Αυτός
ο τυπικός ιουδαϊκός χαιρετισμός, πού επιβιώνει ακόμα και σήμερα σε ιουδαίους
και άραβες, λαμβάνει τώρα μια πνευματική σημασία. Ειρήνη είναι ο Χριστός και
ειρηνοποιός ο ίδιος, διότι με την σταυρική του θυσία και την εκ νεκρών
εξανάστασιν έφερε την πνευματική ειρήνη , δηλαδή την αποκατάσταση των σχέσεων
μεταξύ Θεού και ανθρώπων , αλλά και μεταξύ αλλήλων των ανθρώπων. Η ειρήνη αυτή
έχει πνευματική σημασία και αναφαίρετη ισχύ και είναι αυτή στην οποία αναφέροταν
οι άγγελοι στην Βηθλεέμ , όταν εγεννήθη ο Χριστός. Εν τέλει, επί γης ειρήνη και
ειρήνη Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός επί γης. Είναι η πηγή της ειρήνης και η
σάρκωση της αγάπης του Θεού για τον εχθρό άνθρωπο. Όσο αυτός ο μάταιος κόσμος
επαγγέλεται ειρήνη με την δύναμη και την επιβολή των όπλων, χωρίς αποτέλεσμα,
τόσο η εκκλησία θα πανηγυρίζει την ειρήνη του Θεού, τον εμφανιζόμενο και
σαρκωμένο Θεό εν τω μέσω αυτής. Αλλά και πριν ο Χριστός συναντώντας δύο
μυροφόρες είπε το «Χαίρετε», ένας ελληνικός χαιρετισμός, αντίστοιχος με τον
ιουδαϊκό χαιρετισμό της Ειρήνης. Χαρά και Ειρήνη λοιπόν στον κόσμο, τον
ουράνιο, επίγειο και καταχθόνιο μάλιστα με την Ανάσταση του Χριστού. Ειρήνη
πνευματική, μένουσα χαρά και αλώβητη από τις επιθέσεις και την επιβουλή του
κόσμου.
Οι μαθητές όμως ταράχτηκαν και
θεώρησαν πώς είδαν πνεύμα, δηλαδή φάντασμα. Ήταν διαδεδομένη η πίστη σε
φαντάσματα ακόμα και στους εβραίους, οι οποίοι πίστευαν πώς η ψυχή του
μεταστάντα γυρίζει γύρω από τον τόπο θανάτου του, επί τρείς ημέρες, πριν καταταχτεί
στον άδη. Και ο Χριστός τεταρταίον ήγειρε τον Λάζαρο, την τέταρτη μέρα, για να
μην νομιστεί πώς απλώς η ψυχή γύρισε στο σώμα, αλλά να γίνει αντιληπτό πώς
αρπάχτηκε από τον Κύριο εκ κοιλίας άδου. Έτσι οι μαθητές άπιστοι περί την
Ανάσταση φαντασματολογούν. Πολλοί είναι οι αιρετικοί ανάμεσα στους αιώνες, με
πρώτους τους γνωστικούς, τους δοκήτες και τους μονοφυσίτες, πού θεωρούν
πνευματικά μόνον και όχι σαρκικά τον Χριστό. Και οι μουσουλμάνοι ακόμα
σκανδαλισμένοι διαδίδουν πώς άλλος σταυρωθηκε στην θέση του Χριστού, μη
ανεχόμενοι την κατάρα του σταυρού. Γι αυτό και ο Κύριος, φιμώνοντας τους απ
αιώνος και διά των αιώνων αιρετικούς προβαίνει σε δύο δυναμικές πράξεις. Πρώτον
καλεί τους μαθητές να δούν και να ψηλαφήσουν τα χέρια και τα πόδια Του, τα
καταπληγωμένα και κατεστιγμένα ακόμα από το Αίμα του μαρτυρίου, γιατί τα
φαντάσματα δεν έχουν σάρκα και οστά. Φρικτή και ρεαλιστική θα ήταν η όψη του
εσταυρωμένου με τα τρυπημένα έως πέρα χέρια, πόδια και πλευρά, αλλά και
απόδειξη της αναστάσεως της σωματικής και πραγματικής. Η Εκκλησία η ορθόδοξη
ανα τους αιώνας, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να υποστηρίζει την σαρκική
πραγματικότητα της σωτηρίας και γι αυτό Κυριακή της Ορθοδοξίας, της αληθινής
πίστης, δεν ονομάστηκε καμία άλλη, παρά μόνον αυτή κατά την οποία αναστηλώθηκαν
οι εικόνες. Εικόνα είναι η απόδειξη πώς ο ανεικονικός Θεός σαρκώθηκε και τώρα εικονογραφείται.
Είναι η απόδειξη πώς και ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού δύναται να θεωθεί και ακόμα
πώς αφού ο Κύριος προσέλαβε άνθρωπον, σάρκα και ψυχή, η σωτηρία δεν είναι
σύμβολο αλλά ιστορία, πραγματικότητα. Η δεύτερη πράξη του Χριστού είναι να φάει
μπροστά τους ψάρι και μια κερήθρα μέλι, για να πιστοποιήσει πώς μόνον οι
ζωντανοί άπτονται τροφής και όχι τα πνεύματα.Το ψάρι κατά τους πατέρες
συμβολίζει τον Χριστό, αφού το ζώο αυτό κινείται στην θάλασσα χωρίς να πάρει τις
ιδιότητες της και παραμένει γλυκό. Έτσι και ο Χριστός προσέλαβε άνθρωπο χωρίς
να αλλοιωθεί από την αμαρτία. Το κερί το φωτιστικό του ευαγγελίου συμβολίζει,
το δε μέλι την γλυκύτητα των θείων λόγων.
Στην συνέχεια ο Κύριος ανοίγει
τον νού τους στην κατανόηση των Γραφών. Τους θυμίζει πώς όλα αυτά τα περί
Πάθους και Αναστάσεως του Μεσσία Χριστού, είχαν προτυπωθεί και προλεχθεί στον
νόμο του Μωϋσή, δηλαδή τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, Γένεση,
Έξοδο, Λευιτικόν, Αριθμούς, Δευτερονόμιον, στους ψαλμούς του προφήτη Δαβίδ και στους
προφήτες. Προφήτες ονομάζονται εδώ όχι μόνον τα βιβλία των προφητών, αλλά και
όλα τα υπόλοιπα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.Έχουμε ξαναπεί πώς διά της Αναστάσεως,
όχι μόνον εκπληρώνεται , αλλά και ερμηνεύεται η Γραφή και οι τύποι και οι σκιές
των αρχαίων βιβλίων.Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει αλλού πώς μόνον μετά την
ανάσταση οι μαθητές εννόησαν τις πράξεις και τα λόγια του Χριστού, τα οποία
είχαν όλα προφητευτεί. Η ανάσταση λοιπόν είναι η αποκάλυψη του Μεσσία στον
κόσμο και το πλήρωμα των προφητών.Κοντά στο πάθος και την τριήμερο ανάσταση ο
Χριστός αναφέρεται και στο προφητευμένο απ αιώνος κήρυγμα της μετανοίας και της
άφεσης των αμαρτιών σε όλα τα έθνη, πού θα έφερνε η εποχή του Μεσσία,
αρχίζοντας την λύτρωση από την ιερά πόλη Ιερουσαλήμ.Πράγματι, τα βιβλία των
μεγάλων προφητών και ιδία του μεγαλοφωνότατου Ησαΐα είναι πλήρη αναφορών για
την εποχή των εσχάτων, όπου θα λυτρωθεί η Ιερουσαλήμ από τις αμαρτίες της και
την τιμωρία πού της επιβλήθη λόγω των αμαρτιών της και θα μεγαλυνθεί και θα
δοξαστεί και η δόξα της θα φτάσει σε όλα τα έθνη. Στις Γραφές τα Ιεροσόλυμα
είναι η ιερά πόλη των επαγγελιών και υποσχέσεων του Χριστού. Εκεί άλλωστε
κήρυξε, αποδοκιμάστηκε, εισόδευσε ως βασιλιάς,έπαθε , σταυρώθηκε και αναστήθηκε
ο Μεσσίας, δηλαδή είναι ο τόπος της κρίσης και της δοξας. Η Ιερουσαλήμ στα
πνευματικά κείμενα των πατέρων είναι η Εκκλησία, η εκλεκτή του Θεού, πού
επεκτείνεται σε όλα τα έθνη της οικουμένης η δόξα και το φως της. Είναι και η
εσχατολογική πόλη πού εικονίζει την ουράνια πόλη της αποκαλύψεως, την δόξα
δηλαδή της εκκλησίας και της βασιλείας του Θεού, ο τόπος ο νοητός πού οι
άνθρωποι θα έρχονται σε κοινωνία με τον Θεό. Το κήρυγμα της αναστάσεως και της αποκατάστασης
είναι , λέει κήρυγμα μετανοίας και άφεσης αμαρτιών. Όντως η μεταστροφή στον
τρόπο του Θεού και στις σχέσεις μαζί Του και το ευαγγέλιο πώς αφέθηκαν οι
αμαρτίες των ανθρώπων, διότι συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλεν, είναι η
πνευματική προϋπόθεση ένταξης στον νέο κόσμο του Θεού, την εκκλησία.
Μάρτυρες όλης αυτής της θαυμαστής
οικονομίας θα είναι οι απόστολοι. Μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός πού είναι
αυτόπτης και αυτήκοος στα μεγαλεία του Θεού και τα βλέπει να τελεσιουργούνται
μπροστά του, αλλά και αυτός πού τα μεταδίδει στους άλλους με αξιοπιστία, κύρος
και αυθεντία. Και αυτή η αναφορά είναι στον Ησαΐα πού λέει: Μάρτυρες γίνετε,
γιατί και ο δούλος μου δηλ ο Χριστός είναι μάρτυρας των μεγαλείων μου και
μάρτυς αδιάψευστος και εγώ ο ίδιος.Αλλά και μάρτυς σημαίνει μαρτύριο. Η έξοδος
των αποστόλων στα έθνη και το ευαγγέλιο, θα αντιμετωπιστεί με δυσπιστία και
εχθρότητα, έως και θανάτου των αποστόλων.Τους παραγγέλει επίσης ο Χριστός να
παραμείνουν στα Ιεροσόλυμα, για να λάβουν δύναμη εξ ύψους και την επαγγελία του
Θεού Πατέρα, πού δεν είναι άλλο από το Άγιον Πνεύμα. Γίνεται δηλαδή εδώ αναφορά
στην Πεντηκοστή, πού επίκειται εντός ολίγων ημερών. Στα Ιεροσόλυμα το πάθος και
η ανάσταση, ως τόπος αποκαλύψεων και συνάντησης Θεού-ανθρώπου, άρα και δικαίως
εκεί και η πεντηκοστή. Πεντηκοστή είναι η σφραγίδα του Θεού στο σχέδιο της οικονομίας
της σωτηρίας, διά του αγίου Πνεύματος , πού ζει και εμπνέει την πορεία της Εκκλησίας.
Αμέσως μετά ο Λουκάς αναφέρεται
στην Ανάληψη του Χριστού. Στις Πράξεις, πού είναι το δεύτερο βιβλίο του, μας πληροφορεί
πώς επί σαράντα μέρες ο Χριστός εμφανίζοταν στους μαθητές Του, πιστοποιώντας
την αλήθεια της ανάστασης με θαύματα και σημεία και δίνοντας τους παραγγελίες.
Δεν πρέπει όμως εδώ να σκανδαλιζόμαστε και να λέμε πώς στο ευαγγέλιο ο Χριστός
αναλήβεται την μέρα της Ανάστασης και στις Πράξεις μετά σαράντα μέρες και
μάλιστα είναι ο ίδιος συγγραφέας πού ποιεί τέτοια αντίφαση, γιατί στα
ευαγγέλια, πολλά γεγονότα πού απέχουν χρονικά μεταξύ τους, παρατίθενται το ένα
αμέσως μετά το άλλο γιατί συνδέονται θεολογικά μεταξύ τους. Έτσι η Ανάληψη
είναι απόδειξη της Ανάστασης και προετοιμασία της Πεντηκοστής, γι αυτό και
παρατίθεται αμέσως μετά την πρώτη και αμέσως μετά την υπόσχεση της δεύτερης.
Τους βγάζει λοιπόν στον δρόμο προς
την Βηθανία. Ο τόπος αυτός ήταν εκείνος στον οποίο ο Χριστός είχε προαναγγείλει
στους μαθητές τις μέρες των εσχάτων και έως και σήμερα όλα τα έθνη και οι
θρησκείες, αναμένουν την έλευση του Κριτή σε αυτό το σημείο. Και η Εκκλησία μας
εξηγεί και λέει πώς όπως ανελήφθη με δόξα ο Χριστός, έτσι και θα επανέλθει με
δόξα για να κρίνει ζώντας και νεκρούς.
Και αφού τους ευλογεί για
τελευταία φορά, δίνοντας τους κατά κάποιον τρόπο δύναμη και εξουσία αυθεντικής
ιεραποστολής, διέστη από αυτών. Διέστη σημαίνει πώς μεταφερθηκε από την επι γης
διατριβή με τους ανθρώπους στην κατάσταση της αιωνίου θεότητος, στον νοητό των
ουρανίων τόπο,απ όπου ως Θεός δεν εξέπεσε ποτέ. Το διέστη δεν σημαίνει πώς
αποχωρίστηκε για πάντα από αυτούς. Στις Πράξεις γίνεται λόγος για νεφέλη. Η
νεφέλη είναι σημείο θεοφανείας και συνάντησης του Θεού με τον Άνθρωπο, μια
σύνδεση με τον κόσμο, ένας κρίκος επαφής με την άκτιστη ενέργεια του. Από την
μια διαχωρίζει Θεό και άνθρωπο και από την άλλη τους ενώνει.Ο Χριστός λοιπόν
και διέστη από τον άνθρωπο, αλλά και παρέμεινε αδιάστατος με τους ανθρώπους.Νεφέλη
ονομάζεται και η Θεοτόκος , γιατί ένωσε ουράνια και επίγεια με τον τόκο του
Θεανθρώπου.
Οι μαθητές αφού προσκυνήσουν τον
Αναληφθέντα, γιατί γίνονται μάρτυρες της Θεότητος Του και οφείλουν προσκύνηση,
νιώθουν χαρά μεγάλη. Η εμφάνιση του Αναστημένου και η δόξα Του, φέρνουν χαρά στους
ανθρώπους του Θεού. Είναι αυτή η ειρήνη και η χαρά για την οποία προείπαμε.
Επιστρέφουν δε στην Ιερουσαλήμ, γιατί πίστεψαν στην υπόσχεση της πεντηκοστής
και έκαναν υπακοή στον λόγο του διδασκάλου τους. Από τότε παραμένουν, λέει ο
Λουκάς στο ιερό, υμνώντας και δοξάζοντας για πάντα τον Θεό. Γνωρίζουμε, πώς
μετά την πεντηκοστή οι απόστολοι διασκορπίστηκαν στα έθνη, ο Λουκάς όμως τους παρουσιάζει
να παραμένουν για πάντα στον ναό με δοξολογίες. Αυτή είναι η λειτουργική
οικονομία του ευαγγελίου του Λουκά, πού περιέχει διαρκώς ύμνους και λατρεία και
δοξολογία στον Θεό. Γι αυτό και οι εικονογράφοι το ευαγγέλιο του Λουκά το
συμβολίζουν με τον μόσχο, πού είναι το σύνηθες σφάγιο στην λατρευτική θυσία των
αρχαίων. Θέλει να μας πεί λοιπόν ο απόστολος και ευαγγελιστής πώς ζωή, διατριβή
και έργο των χριστιανών είναι μια ακατάπαυστη λατρεία και δοξολογία προς τον
Θεό και πώς η οικουμένη και ο χώρος των ανθρώπων είναι τόπος της αιώνιας δόξας και
λατρείας Του. Ιδιαίτερα,ο τόπος του ναού, του ιερού, πού συγκεντρώνεται η
εκκλησία Του, το ζωντανό σώμα του Αναστάντος. Και πάνω απ όλα πώς η ζωή, οι
σκέψεις, οι πράξεις και η πολιτεία μας ως χριστιανών , αρμόζει να είναι μια
ζωντανή απόδοση λατρείας και δοξολογίας στον Αιώνιο Θεό, ούτως ώστε
εναρμονισμένοι με την ατελεύτητη ουράνια λειτουργία των ασωμάτων , να
εκπληρώνουμε την εικόνα της ενωμένης δοξολογούσας και λατρεύουσας εκκλησίας από
του νυν έως και του αιώνος. Αμην
29-6-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου