Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τοῦ ἐλέους Σου. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω. Ἥμαρτον, σῶσόν με.
Ο άγιος Συμεών μας λέει πώς στην παραβολή του Ασώτου κρύβεται και προτυπώνεται το μέγα μυστήριο της Μετανοίας Εξομολόγησης στα τρία στάδια του: την εξομολόγηση, την συντριβή και την ικανοποίηση. Στο " Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου", τυπώνεται η εξομολόγηση. Στο "ουκ ειμι άξιος κληθήναι υιός σου" η συντριβή. Στο "ποίησον με ως ένα των μισθίων σου", η η ανάγκη κάποιου πνευματικού επιτιμίου , κάποιας εργασίας για να ικανοποιηθεί η συντριβή του ανθρώπου.
Αυτά βέβαια είναι για τους ταπεινούς ανθρώπους τους ίσιους, τους γνήσιους. Aυτοί δεν βλέπουν τα επιτίμια ως τιμωρία ή εξουδένωση αλλά ως ευκαιρία, ως δικαιοσύνη, ως όχημα επανένταξης, συμφιλίωσης με τον Πατέρα.Αυτοί δεν έχουν εγωϊστικό θέλημα και νιώθουν τον εαυτό τους σκουπίδι μπροστά στον Άγιο Θεό, ακόμα και μετά την καθαρή εξομολόγηση τους και διψούν για την ισόβια μετάνοια. Γιατί η μετάνοια είναι ο αέρας και το περιβάλλον που ανασαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Και αν ακόμα ο Θεός Πατέρας τους δέχεται σαν υιούς Του, χωρίς τιμωρίες και μακριά από κάθε έννοια ποινής ( δεν έχει ποινολόγιο ο Θεός), αυτοί τόσο περισσότερο ταπεινώνονται και πλαντάζει η ψυχή τους και σμικραίνει το είναι τους ενώπιον τέτοιας Πατρικής Αγάπης και συντρίβονται σαν το αλαβάστρινο μύρο της πόρνης και χύνεται το πολυτίμητον μύρον της ταπείνωσης τους παντού! Στην ορθοδοξία οι μεγαλύτεροι διδάσκαλοι και πνευματικοί, πατέρες και μητέρες, στάθηκαν συχνά οι πρώην μεγάλοι αμαρτωλοί. Οι αρχιβοσκοί των χοίρων έγιναν ποιμένες των αδελφών τους και των παιδιών του Θεού.
Γράφει για έναν τέτοιο άγιο, έναν ληστή , ο μακαρίτης Βασ. Μουστάκης:
"Ὁ πάτερ Σάββας δὲν καθότανε σὲ µοναστῆρι, παρὰ σὲ µία βραχότρυπα. Ἤτανε βαθύγερος καὶ διαβόητος πνευµατικός. Ἤξερε, ἀνάλογα µὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἐρχότανε σ’ αὐτόν, νὰ φέρνεται. Ἄλλοτε ἔβαζε βαριούς κανόνες, γιατί ἔβλεπε πὼς τοὺς ἄντεχε ὁ ἁµαρτωλός. Κι ἄλλοτε διάβαζε µονάχα τὴν εὐχὴ κι ὕστερα σιγὰ - σιγὰ ἔβαζε νηστεῖες καὶ µετάνοιες κι ἀγρυπνίες. Κάποια φορά ἕνας φοβερὸς ληστὴς εἶχε πάει σ’ αὐτὸν νὰ ξοµολογηθεῖ. «Βαρέθηκα, τοῦ εἶπε, νὰ σκοτώνω. Λέω νὰ σώσω τὴν ψυχή µου. Ἂν θέλεις διάβασέ µου τὴν εὐχή, ἀλλά κανόνα µὴ µοῦ βάζεις, γιατί δὲν βαστάω τέτοια». Ὁ πάτερ Σάββας τὸν κοίταξε µὲ ἱλαρή µατιὰ καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε:
«Ἕνα κανόνα σοῦ βάζω. Νὰ µὴν ξαναβλάψεις ἄνθρωπο». Ὁ ληστὴς ἀπόρεσε: «Καλά, αὐτὸ τ’ ἀποφάσισα», εἶπε. «Ἔ, αὐτό φτάνει». «Καὶ τίποτε ἄλλο;» «Τίποτε ἄλλο. Ἂν θέλεις, νηστεύεις µονάχα Τετράδη καὶ Παρασκευή. Καὶ νὰ λὲς ποῦ καὶ ποῦ: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε τὸν ἁµαρτωλόν». Βουρκώσανε τὰ µάτια τ’ ἀνθρώπου. Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ξανᾶρθε. «Γέροντα— λέει— αὐτα ποὺ µοὖπες τὰ κάνω. Θέλω καὶ κανέναν ἄλλο κανόνα». Ὁ πάτερ Σάββας τότε τοῦ λέει: «Ἂν βαστᾶς, νήστευε καὶ τὴ Δευτέρα. Κάνε καὶ σαράντα µετάνοιες κάθε βράδι πρὶν πλαγιάσεις». Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ἦρθε πάλι στὸν γέροντα ὁ ληστής. «Λέω νὰ νηστεύω καὶ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέµπτη. Καὶ νὰ πουλήσω ὅλα µου τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ καθίσω ἐδῶ γιὰ πάντα». Καὶ πρόσθεσε µὲ λυγµούς. «Πῶς ξεπλερώνεται ὁ Θεὸς;» Ἡ καρδιὰ του εἶχε µαλακώσει ὁλότελα..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου