ARCH. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Σήμερα … ἀκούσαμε τήν ἱστορία τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη (Λουκ. 18, 10-14). ῾Ο Τελώνης εἶχε ἐπίγνωση ὅτι ἦταν ἀνάξιος νά παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί νά γίνεται δεκτός στή συντροφιά ἀξιοσέβαστων ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁ Θεός θά ἐπιδοκίμαζε. ῏Ηρθε μέχρι τή θύρα τοῦ Ναοῦ ἀλλά δέν μποροῦσε νά διαβεῖ τό κατώφλι, διότι γνώριζε ὅτι σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόν λερωμένο, τόν μολυσμένο καί βεβηλωμένο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ἀπό τό αἷμα καί τό κακό σέ ὅλες του τίς μορφές, ὁ Ναός ἦταν χῶρος ἀφιερωμένος μόνο στόν Θεό. ῞Ολος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ Σατανᾶ κατά τούς πειρασμούς τοῦ Χριστοῦ, «ἐμοί παραδέδοται». ᾿Αλλά ὁ Ναός εἶναι ἕνας χῶρος τόν ὁποῖο ἄνθρωποι μέ πίστη -ἀδύναμοι ἀσφαλῶς, ἀλλά μέ πίστη στόν Θεό- ἀπέκοψαν ἀπό τό βασίλειο αὐτό τοῦ τρόμου γιά νά ἀποτελεῖ μία θέα τῆς θείας ὡραιότητας, κατοικητήριο τοῦ ῾Ενός πού δέν ἔχει «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ», σ’ ἕνα κόσμο πού ἐκλάπη ἀπό Αὐτόν καί ἔχει παραδοθεῖ στά χέρια τοῦ ᾿Αντιδίκου.
Καθώς ὁ Τελώνης στεκόταν στό κατώφλι ἤξερε ὅτι ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, καί δέν εἶχε πρόσβαση στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. ῾Ωστόσο, ἔνιωθε τή διαφορά, ἔνιωθε τρόμο γιά τόν ἑαυτό του καί μία λατρευτική στάση γεννιόταν μέσα του ἀπέναντι στόν θεϊκό αὐτό χῶρο. ῎Ετυπτε τό στῆθος του καί ζητοῦσε ἔλεος, ἐπειδή γιά τίποτε ἄλλο δέν μποροῦσε νά ἐλπίζει οὔτε σέ τίποτε ἄλλο νά ὑπολογίζει.
Καί ὁ Φαρισαῖος στεκόταν ἀκριβῶς στό μέσον τοῦ Ναοῦ· εἶχε μπεῖ καί εἶχε λάβει θέση ἐκεῖ ὡς κάποιος πού εἶχε κάθε δικαίωμα νά στέκεται στόν τόπο αὐτό. Γιατί; ῎Οχι ἐπειδή εἶχε καθαρή καρδιά, ἀλλά ἐπειδή εἶχε τηρήσει κάθε ἕναν ἀπό τούς τύπους πού εἶχε καθιερώσει ἡ Συναγωγή, ὅπως πολλοί ἀπό μᾶς τηροῦν τούς ἐξωτερικούς κανόνες τῆς ζωῆς, χωρίς αὐτοί νά διεισδύουν οὔτε κἄν μέσα ἀπό τό δέρμα μας, χωρίς νά φθάνουν στήν καρδιά μας, χωρίς νά ἀναμορφώνουν οὔτε νά νοηματοδοτοῦν τίς σκέψεις μας.
῎Εχουμε λοιπόν καί πάλι μπροστά μας δύο ἄνδρες καί ὁ Χριστός μᾶς ρωτᾶ· ᾿Εσύ ποιός εἶσαι; ῎Εχεις βαθιά ἐπίγνωση τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζεις ὅτι δέν ὑπάρχει πρόσβαση σ’ Αὐτόν παρά μόνον ἄν ᾿Εκεῖνος θελήσει νά σκύψει πρός ἐμᾶς, γιά νά μᾶς χαρίσει τήν ἴαση καί τή σωτηρία; ῎Η μήπως εἴμαστε σάν τόν Φαρισαῖο πού θά πεῖ στόν Θεό, ἤ μᾶλλον θά Τοῦ πετάξει κατάμουτρα, «῞Οσα ζήτησες, τά ἔχω πράξει. Τί ἄλλο μπορεῖ νά θέλεις ἀπό μένα;». Δέν εἴμαστε τόσο ἀλαζόνες γιατί δέν ἔχουμε κἄν τό κουράγιο νά εἴμαστε ἀλαζόνες ὅπως ὁ Φαρισαῖος, οὔτε ἔχουμε τή θαρραλέα σταθερότητα νά εἴμαστε τόσο ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ Νόμου ὅπως ἐκεῖνος.
῎Ας ρωτήσουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας· Μιμούμαστε τόν Φαρισαῖο στίς πράξεις, τηρώντας ὅλα τά διατεταγμένα τῆς χριστιανικῆς μας πίστης; Καί πέραν αὐτοῦ, ἐπιτρέπουμε στήν πίστη μας νά μεταμορφώνει τίς καρδιές μας, νά ρυθμίζει τή θέλησή μας, νά φωτίζει τή διάνοιά μας;
Τό εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς ἀναθέτει αὐτό τό καθῆκον. ῎Ας τό σκεφθοῦμε. Θά ἀποτελέσει ἕνα ἀκόμη βῆμα στήν κριτική τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὥστε νά μήν καταδικαστοῦμε.
Καθώς ὁ Τελώνης στεκόταν στό κατώφλι ἤξερε ὅτι ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, καί δέν εἶχε πρόσβαση στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. ῾Ωστόσο, ἔνιωθε τή διαφορά, ἔνιωθε τρόμο γιά τόν ἑαυτό του καί μία λατρευτική στάση γεννιόταν μέσα του ἀπέναντι στόν θεϊκό αὐτό χῶρο. ῎Ετυπτε τό στῆθος του καί ζητοῦσε ἔλεος, ἐπειδή γιά τίποτε ἄλλο δέν μποροῦσε νά ἐλπίζει οὔτε σέ τίποτε ἄλλο νά ὑπολογίζει.
Καί ὁ Φαρισαῖος στεκόταν ἀκριβῶς στό μέσον τοῦ Ναοῦ· εἶχε μπεῖ καί εἶχε λάβει θέση ἐκεῖ ὡς κάποιος πού εἶχε κάθε δικαίωμα νά στέκεται στόν τόπο αὐτό. Γιατί; ῎Οχι ἐπειδή εἶχε καθαρή καρδιά, ἀλλά ἐπειδή εἶχε τηρήσει κάθε ἕναν ἀπό τούς τύπους πού εἶχε καθιερώσει ἡ Συναγωγή, ὅπως πολλοί ἀπό μᾶς τηροῦν τούς ἐξωτερικούς κανόνες τῆς ζωῆς, χωρίς αὐτοί νά διεισδύουν οὔτε κἄν μέσα ἀπό τό δέρμα μας, χωρίς νά φθάνουν στήν καρδιά μας, χωρίς νά ἀναμορφώνουν οὔτε νά νοηματοδοτοῦν τίς σκέψεις μας.
῎Εχουμε λοιπόν καί πάλι μπροστά μας δύο ἄνδρες καί ὁ Χριστός μᾶς ρωτᾶ· ᾿Εσύ ποιός εἶσαι; ῎Εχεις βαθιά ἐπίγνωση τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζεις ὅτι δέν ὑπάρχει πρόσβαση σ’ Αὐτόν παρά μόνον ἄν ᾿Εκεῖνος θελήσει νά σκύψει πρός ἐμᾶς, γιά νά μᾶς χαρίσει τήν ἴαση καί τή σωτηρία; ῎Η μήπως εἴμαστε σάν τόν Φαρισαῖο πού θά πεῖ στόν Θεό, ἤ μᾶλλον θά Τοῦ πετάξει κατάμουτρα, «῞Οσα ζήτησες, τά ἔχω πράξει. Τί ἄλλο μπορεῖ νά θέλεις ἀπό μένα;». Δέν εἴμαστε τόσο ἀλαζόνες γιατί δέν ἔχουμε κἄν τό κουράγιο νά εἴμαστε ἀλαζόνες ὅπως ὁ Φαρισαῖος, οὔτε ἔχουμε τή θαρραλέα σταθερότητα νά εἴμαστε τόσο ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ Νόμου ὅπως ἐκεῖνος.
῎Ας ρωτήσουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας· Μιμούμαστε τόν Φαρισαῖο στίς πράξεις, τηρώντας ὅλα τά διατεταγμένα τῆς χριστιανικῆς μας πίστης; Καί πέραν αὐτοῦ, ἐπιτρέπουμε στήν πίστη μας νά μεταμορφώνει τίς καρδιές μας, νά ρυθμίζει τή θέλησή μας, νά φωτίζει τή διάνοιά μας;
Τό εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς ἀναθέτει αὐτό τό καθῆκον. ῎Ας τό σκεφθοῦμε. Θά ἀποτελέσει ἕνα ἀκόμη βῆμα στήν κριτική τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὥστε νά μήν καταδικαστοῦμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου