Ο Ἰησοῦς κάποτε εἶχε πεῖ δημόσια πρὸς τὸ λαό, γιὰ τὸν Βαπτιστὴ καὶ τὴν ἀποστολή του: «τί ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν. Ἀλλὰ τί ἐξέλθατε ἰδεῖν; προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου, οὗτος γὰρ ἔστι περὶ οὗ γέγραπται· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὅδόν σου ἔμπροσθέν σου. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ.11, 7-11).
Ὁ ὅρος «μείζων» δὲν ἀναφέρεται ἐδῶ, πιστεύουμε, στὴν προσωπικὴ ἁγιότητα ἢ ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Ἰωάννη καὶ οὔτε θέλει νὰ φανερώσει κάποια ἠθικῆς φύσεως ἰδιότητα, ἀλλὰ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ καὶ κλήση του νὰ ὑπηρετήσει στὸ αἰώνιο σωτηριολογικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη, ἂν μποροῦσε νὰ δεῖ κανείς τὰ πράγματα, θὰ ἔλεγε ὅτι καὶ «ὁ μικρότερος ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἔστιν» (Ματθ. 11, 11). Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ προνόμιο, νὰ δεῖ μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸ Μεσσία καὶ νὰ γίνει Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής του, τὸ εἶχε μόνο ὁ Ἰωάννης ἀπὸ ὅλους τούς μεγάλους προφῆτες τοῦ παρελθόντος. Καὶ ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, πράγματι, ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ «μέγιστος τῶν προφητῶν», ἔστω καὶ ἂν ὁ «ἐλάχιστος» τῆς βασιλείας θὰ εἶναι «μείζων αὐτοῦ».
Ὑπ’ αὐτὴ τὴν προοπτική, ὁ Ἰωάννης κατανοεῖται ὡς προφήτης μοναδικὸς ἀλλὰ καὶ «ὁριακὸς» ταυτόχρονα, γιατί μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ διακρίνει ἀλλὰ καὶ συνδέει τὸν κόσμο τῆς Παλαιᾶς μὲ τὸν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνδέει δηλαδὴ τὴν προφητικὴ «γνώση» μὲ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία, τὴν προσδοκία τοῦ παρελθόντος μὲ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ παρόντος. Στὸν Ἰωάννη καὶ μὲ τὸν Ἰωάννη γίνεται ἡ μεγάλη μετάβαση ἀπὸ τὸ παλαιὸ στὸ νέο καὶ ἀπὸ τὸ πρὶν στὸ τώρα. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ «μέγιστος» τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ ὁ «ἐλάχιστός» τοῦ νέου (βλ. Ματθ. 11, 11).
Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἡ πιὸ «τραγικὴ» φυσιογνωμία τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴ δική του προσωπικὴ ἱστορία παρουσιάσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τόσο ἔντονα τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰωάννης ἔδωσε μία «εἰκόνα» καὶ τὸν «τύπο» αὐτοῦ τοῦ δράματος. Στὴ ζωὴ του φάνηκε κατὰ δραματικὸ τρόπο ἡ ἀνάγκη μίας ἀποφασιστικῆς «διάβασης» ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀνθρώπινη καὶ ἱστορικὴ γνώση «περὶ τοῦ Ἰησοῦ» στὴν ἀναγνώρισή του ὡς «Χριστοῦ καὶ Κυρίου». Αὐτὸ σήμαινε γιὰ τὸν Ἰωάννη ἀποδοχὴ καὶ ἀναγνώριση, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας ἦταν «υἱὸς τῆς Μαρίας» ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
( Γ.Πατρώνος, «Ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ», ἔκδ. Δόμος, σ. 211-215)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου