Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντά μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του άστεγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου, του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί τι σου χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί από μακρινή χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (: τον αποξενωμένο απ’ το Θεό και ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του ανθρώπου). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν’ ανεβάσει τον ξένο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τον τόπο και τη γέννηση και τη βιοτή Του αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που έζησε στα ξένα ζωή και βιοτή παράξενη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που δεν έχει εδώ πού να γείρει το κεφάλι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα και σε φάτνη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν ξένος (για να σωθεί) απ’ τον Ηρώδη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενητεύτηκε στην Αίγυπτο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που μήτε πόλη, μήτε χωριό, μήτε σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε, αν και τα πάντα κατέχει. Δώσ’ μου, άρχοντά μου, τούτον τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού), για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν που έθαψε στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε απ’ όλους, που προδόθηκε από μαθητή, που εγκαταλείφθηκε από φίλους, που διώχθηκε από αδελφούς, που χαστουκίστηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά, ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του και στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού). Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα, ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει. Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας».
Τέτοια λόγια είπε ο Ιωσήφ στον Πιλάτο. Και ο ηγεμόνας πρόσταξε να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού.
Αγίου Επιφανίου, Λόγος εις την θεόσωμον Ταφήν του ΚΗΙΧ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου