Κοντάκιον
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.
Στίχοι εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Στίχοι εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.
ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ
Επειδή ο Αμνός του Εβραϊκού Πάσχα επρόκειτο να θυσιαστεί την Παρασκευή, ήταν ταιριαστό τον τύπο να τον ακολουθήσει η αλήθεια. Έπρεπε δηλαδή κι ο Χριστός που είναι ο Αμνός του Καινούριου Πάσχα, να θυσιαστεί κι Αυτός την Παρασκευή. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Χριστός τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης παρέδωσε στους Μαθητές Του το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (που είναι η διαιώνιση της Θυσίας Του). Αυτό το έκανε γιατί οι Εβραίοι θεωρούσαν πως η εσπέρα ανήκει στην επόμενη μέρα. Άρα η βραδιά εκείνη λογιζόταν ως Παρασκευή, κι ο Χριστός θυσιαζόμενος (με την Θεία Ευχαριστία) εκείνο το βράδυ, εκπλήρωνε μ’ αυτόν τον τρόπο και τον τύπο και τις προφητείες (ότι πρέπει ο Αμνός να θυσιαστεί την Παρασκευή).
Το βράδυ εκείνο της Πέμπτης ο Χριστός έφαγε το (νομικό) Πάσχα μαζί με τους Μαθητές Του σύμφωνα με όλους τους τύπους που υπαγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος. Οι Εβραίοι δηλαδή έτρωγαν το Πάσχα όρθιοι, με ζωσμένα τα ενδύματά τους, φορώντας υποδήματα στα πόδια και στηριζόμενοι σε βακτηρίες (ραβδιά). Κι όλα αυτά ο Χριστός τα έκανε ακριβώς έτσι -σύμφωνα με τη γνώμη διαφόρων ερμηνευτών και μεταξύ αυτών και του ιερού Χρυσοστόμου- για να δείξει ότι δεν είναι παραβάτης του Νόμου. Μετά όμως απ’ το νομικό Πάσχα, το όποιο ήταν ο τύπος, ακολούθησε η αλήθεια, που ήταν η παράδοση της θυσίας του Μυστικού Πασχαλίου Αμνού (δηλ. του Χριστού μέσω της Θείας Ευχαριστίας).
Το Δείπνο εκείνο το ετοίμασε ο Ζεβεδαίος. (Αυτός ήταν ο άνθρωπος που βάσταζε τη στάμνα με το νερό, όπως εξηγεί ο Μέγας Αθανάσιος, έστω κι αν κάποιοι άλλοι είχαν διαφορετική άποψη). Τότε, λοιπόν, ο Ιησούς εισάγει σε τελειότερο μυστήριο τους Μαθητές Του και τους παραδίδει το Μυστήριο του δικού μας Πάσχα στο ανώγειο εκείνο του Μυστικού Δείπνου, όταν πλέον ήταν νύχτα. Κάθισε, λέει, στα ανάκλιντρα (ανεκλίθη) μαζί με τους δώδεκα Μαθητές Του, όταν θα γινόταν το δείπνο (δείπνο είναι το φαγητό μέσα στη νύχτα). {Προσέξτε ότι αυτό δεν ήταν το «νομικό» εβραϊκό Πάσχα, γιατί εδώ έχουμε δείπνο, κάθισμα, άρτο (δηλ. ένζυμα) και νερό, ενώ στο εβραϊκό Πάσχα τα έχουμε όλα ψητά στη φωτιά και άζυμα}.
Πριν ν’ αρχίσει το δείπνο (έτσι λέει ο ιερός Χρυσόστομος) ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, ενώ όλοι είχαν καθίσει, αφήνει κάτω τα ιμάτιά Του, βάζει νερό στο νιπτήρα (δοχείο) και τα κάνει όλα μόνος Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να οδηγήσει σε συναίσθηση τον Ιούδα και να υπενθυμίσει στους Μαθητές Του ότι δεν πρέπει να επιζητούν τα πρωτεία. Με παρόμοιο τρόπο τους διδάσκει και μετά από τη νίψη των ποδιών, λέγοντας: «Όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους». Και με την πράξη Του βάζει σαν πρότυπο τον Εαυτό Του. Φαίνεται ότι πρώτα έπλυνε τα πόδια του Ιούδα, ο οποίος είχε καθίσει με περισσή αναίδεια. Έπειτα πήγε στον Πέτρο. Αυτός όμως, ως πιο ορμητικός απ’ όλους, στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα υποχωρεί με την καρδιά του, γιατί τον ελέγχει ο Κύριος.
Όταν έπλυνε τα πόδια των Μαθητών και τους υπέδειξε αυτόν τον παράξενο τρόπο της υψώσεως με την ταπείνωση, πήρε πάλι τα ιμάτιά Του και ξανακάθισε. Και τότε άρχισε να τους νουθετεί ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μην επιζητούν το ποιος θα είναι πρώτος. Ενώ έτρωγαν, άρχισε να τους μιλάει για ένα άλλο θέμα, την προδοσία. Κι ενώ με το λόγο αυτό θορυβήθηκαν όλοι (για το ποιος είναι ο προδότης), ο Ιησούς στρέφεται και λέει με ήρεμο τρόπο μόνο στον Ιωάννη: «Αυτός, στον οποίο θα δώσω το ψωμί που θα βάλω στο κρασί, αυτός είναι εκείνος που θα με προδώσει». Γιατί αν ο Πέτρος είχε ακούσει το λόγο αυτό, σαν παρορμητικός χαρακτήρας που ήταν, θα χειροδικούσε με τον Ιούδα. Και πάλι είπε: «(Είναι) αυτός που έβαλε μαζί μ’ Εμένα το χέρι στο τρυβλίο (δοχείο)». Αφού έγιναν και τα δύο αυτά, μετά από μικρή σιωπή πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι με το κρασί λέγοντας: «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Ερμηνεία: «Πάρτε και φάτε – Πιέστε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε»). Φυσικά κάνοντας αυτά έτρωγε κι έπινε μαζί τους. Πρόσεξε μάλιστα ότι το Σώμα Του το ονομάζει άρτο, (άρα κανονικό ψωμί, ένζυμο), κι όχι άζυμο. Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι πρέπει να ντρέπονται όσοι βάζουν στην αναίμακτη θυσία άζυμα (όπως οι παπικοί). Μετά απ’ τη στιγμή κατά την οποία έφαγε εκείνο το ψωμί ο Ιούδας, μπήκε μέσα του ο Σατανάς. Τον πείραζε, βέβαια, και νωρίτερα, αλλά τώρα μπήκε και κατοίκησε εντελώς μέσα του. Και λέει το Ευαγγέλιο ότι έφυγε τότε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει στην τιμή των τριάντα αργυρών νομισμάτων (τριάκοντα αργύρια).
Στη συνέχεια οι Μαθητές μετά το Δείπνο βγήκαν στο όρος των Ελαίων σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Γεθσημανή. Κι ύστερα από πολλά τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι σας θα με αρνηθείτε αυτή τη νύχτα». Ο Πέτρος τότε είπε: «Κι αν όλοι Σε αρνηθούν, εγώ δεν πρόκειται να Σε αρνηθώ». Ήταν βαθειά προχωρημένη η νύχτα κι ο Ιησούς του λέει: «Πριν να λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, εσύ θα μ’ αρνηθείς τρεις φορές» Πράγματι, από συνήθεια ο πετεινός λαλεί όχι μόνο μια φορά, αλλά και δυο και τρεις. Έτσι κι έγινε, πράγμα που γέμισε με πολύ δέος τον Πέτρο. Του το έκανε αυτό ο Θεός, για να του δείξει το πόσο ασθενική είναι η φύση μας. Ταυτόχρονα, επειδή αργότερα του έδωσε -θα λέγαμε- στα χέρια του όλη την οικουμένη, του το έκανε να μάθει απ’ αυτό πόσο ευμετάβολη είναι η φύση μας και να είναι γεμάτος συγγνώμη σε όσους αμαρτάνουν.
Όμως η τριπλή άρνηση του Πέτρου ήταν και συμβολική: Συμβόλιζε την τριπλή αμαρτία όλων των ανθρώπων προς το Θεό. Πρώτη αμαρτία ήταν η παράβαση της εντολής του Αδάμ. Δεύτερη ήταν η παράβαση του γραπτού (Μωσαϊκού) νόμου και τρίτη ήταν η αθέτηση του ίδιου του Ευαγγελικού κηρύγματος (και της σαρκώσεως του Λόγου). Αργότερα, όταν ο Πέτρος μετάνιωσε, ο Χριστός θεράπευσε τρισσώς τη τριπλή άρνησή του, λέγοντας τρεις φορές: «Πέτρο, Με αγαπάς;» Μετά απ’ αυτά, δείχνοντας πόσο φοβερός είναι ο θάνατος για όλους τους ανθρώπους, λέει στους μαθητές Του: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου». Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, όσο πετάμε την πέτρα, προσευχήθηκε και είπε τρεις φορές: «Πατέρα μου, αν δε μπορεί αυτό το ποτήρι να απομακρυνθεί από μένα χωρίς να το πιω, γεννηθήτω το θέλημά Σου». Αυτά τα έλεγε και σαν άνθρωπος, αλλά και με σκοπό να ξεγελάσει το διάβολο, για να νομίσει εκείνος, επειδή θα Τον έβλεπε να φοβάται, ότι είναι απλός άνθρωπος (και όχι Θεός) κι έτσι να μην εμποδίσει την εξέλιξη του μυστηρίου του σταυρικού θανάτου Του. Όταν ύστερα επανήλθε και βρήκε τους Μαθητές Του να κοιμούνται βαθιά, απευθύνθηκε στον Πέτρο και του είπε: «Δε μπορέσατε ούτε μία ώρα να μου συμπαρασταθείτε και να αγρυπνήσετε μαζί Μου»; Ήταν σα να του έλεγε: «Εσύ, που με διαβεβαίωνες ότι θα είσαι μαζί μου μέχρι το θάνατο, τώρα κοιμάσαι, όπως οι υπόλοιποι;» Κι αφού πέρασε πέρα από το χείμαρρο των Κέδρων, όπου υπήρχε κάποιος κήπος, κάθισε εκεί μαζί με τους Μαθητές Του. Συνήθιζε να πηγαίνει συχνά σ’ αυτό το μέρος και γι’ αυτό ήξερε τον τόπο και ο Ιούδας.
Αυτός λοιπόν, ο Ιούδας, αφού πήρε μαζί του μερικούς από τη στρατιωτική φρουρά και ακολουθούμενος από όχλο, ήλθε εκεί και τους έδειξε ποιος ήταν ο Χριστός με φίλημα, όπως είχε συμφωνήσει μαζί τους. Αυτό το συμφώνησε, γιατί πολλές φορές που Τον είχαν πιάσει, Αυτός χανόταν μέσα από τα χέρια τους. Και τους ξέφευγε. Αυτή τη φορά όμως ο ίδιος ο Χριστός προχωράει προς αυτούς και τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» Ωστόσο αυτοί, ακόμα και τότε δεν Τον γνώρισαν. Όχι γιατί τους εμπόδιζε η νύχτα! Είχαν, λέει, φακούς αναμμένους και λαμπάδες. Απ’ το φόβο τους όμως έπεσαν κάτω κι έφυγαν. Κι όταν ήλθαν πάλι, τους ξαναρώτησε ο Ιησούς. Ο Ιούδα τότε Του έδωσε το φίλημα, όπως είχε συμφωνήσει με όλους αυτούς. Κι ο Χριστός του είπε: Φίλε, είναι ώρα γι’ αυτό το οποίο ήλθες». Και συνέχισε: «Βγήκατε να Με συλλάβετε με ξύλα και μαχαίρια, σα να είμαι ληστής». Η επιχείρησή τους αυτή έγινε τη νύχτα, γιατί φοβόντουσαν μήπως γίνει καμιά εξέγερση απ’ το λαό. Τότε ο Πέτρος, που ήταν ο πιο ορμητικός, έβγαλε το μαχαίρι που είχε μαζί του (έρχονταν από δείπνο κι είχαν τα σχετικά μαζί τους), χτύπησε το δούλο του αρχιερέως, που ονομαζόταν Μάλχος και του έκοψε το δεξί αυτί. Αυτό είχε συμβολική σημασία: Έδειχνε κατά κάποιο τρόπο ότι ο αρχιερέας δεν άκουγε καλά και δε δίδασκε σωστά το νόμο του Θεού. Ο Χριστός όμως έλεγξε τον Πέτρο, λέγοντάς του ότι δεν είναι σωστό αυτός, που έχει ακούσει τόσα πνευματικά λόγια (είναι πνευματικός άνθρωπος) να καταφεύγει τώρα στη βία της μαχαίρας. Και γιάτρεψε το αυτί του Μάλχου.
Εκείνοι τότε, αφού συνέλαβαν τον Ιησού, Τον έφεραν δεμένο στην αυλή του αρχιερέα Άννα, που ήταν πεθερός του Καϊάφα. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι όλοι όσοι ήταν εναντίον του Χριστού, οι Φαρισαίοι κι οι Γραμματείς. Εδώ έγιναν τα γνωστά, τα σχετικά με τον Πέτρο και την υπηρέτρια και η άρνηση του Πέτρου. Κι ενώ πλέον είχε περάσει η νύχτα, ο πετεινός λάλησε τρεις φορές. Κι ο Πέτρος θυμήθηκε το λόγο του Χριστού κι έκλαψε πικρά. Όταν σχεδόν ξημέρωσε, οδήγησαν το Χριστό απ’ τον Άννα στον Καϊάφα, τον αρχιερέα. Εκεί οι Ιουδαίοι Τον έφτυσαν (για να Τον εξευτελίσουν) και κάλεσαν ψευδομάρτυρες. Κι όταν άρχισε να φέγγει η μέρα, ο Καϊάφας Τον έστειλε στον Πιλάτο. Αυτοί που Τον μετέφεραν όμως δε μπήκαν μέσα στο Πραιτώριο, για να μη μολυνθούν και να μπορέσουν να φάνε καθαροί το Πάσχα τους. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι παρανόμησαν οι Ιουδαίοι, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος, γιατί μετέθεσαν το Πάσχα. Έπρεπε, δηλαδή, να φάνε για Πάσχα εκείνο το βράδυ της Πέμπτης (όπως και ο Χριστός με τους μαθητές Του), αλλά αυτοί το ανέβαλαν, για να ασχοληθούν με την εξόντωση του Χριστού. Αυτό, όπως είπαμε, το αποδεικνύει η πράξη του Ιησού, ο Οποίος έφαγε για το Πάσχα το βράδυ εκείνο με τους μαθητές Του και τους παρέδωσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η αλήθεια έπρεπε να ακολουθήσει την προεικόνιση, που ήταν ο νομικός τύπος. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει ότι όλα έγιναν τη νύχτα της Πέμπτης, πριν απ’ την εορτή του Πάσχα. Γι’ αυτό γιορτάζουμε σήμερα, τη Μεγάλη Πέμπτη, κι εμείς για να ενθυμούμεθα με δέος όλα εκείνα τα φοβερά κι απόρρητα που συνέβησαν εκείνο το βράδυ».
Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
"ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ" ( Α Κορ ια΄)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου