ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2021

Κυριακή Ι' Λουκά: Ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας



        «῏Ην δὲ διδάσκων ἐν μία τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτή· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτή τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τή ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τή ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατησχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ». (Λουκ. ιγ΄ 10-17)

 

 Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπισκέφτηκε τή γῆ δυναμικὰ ἀλλὰ ταπεινά, γιά νά διδάξει τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ μόνοι τους εἶναι ἀδύναμοι. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοὺς κάνει δυνατούς. Ἀπὸ μόνοι τους οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὑπερήφανοι. Ἡ ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο τοὺς κάνει ταπεινούς. Ἡ ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιά τὸν Θεό. Ἡ ταπείνωση προέρχεται ἀπὸ μία αἴσθηση θεϊκῆς δύναμης. Ἡ ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀγάπη γιά τὸν Θεὸ εἶναι ψεύτικη. Κάθε ἄλλη δύναμη ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὑπερήφανη καὶ ψεύτικη.

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἔχουν βρεῖ κι ἕναν τρίτο δρόμο, ποὺ δέν εἶναι οὔτε ἀγάπη γιά τὸν Θεὸ οὔτε ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τὸν ἑαυτὸ τους, ἡ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία εἶναι φράγμα πού τοὺς χωρίζει ἀπὸ Θεὸ κι ἀπ’ ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀφήνει ἐντελῶς ἀπομονωμένους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μόνο τὸν ἑαυτὸ του, δέν ἀγαπᾶ οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὸν συνάνθρωπό του. Δέν ἀγαπᾶ οὔτε τὸν ἄνθρωπο ποὺ κρύβει μέσα του. Ἀγαπᾶ μόνο τίς σκέψεις γιά τὸν ἑαυτὸ του, τή φαντασίωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἂν ἐπρόκειτο ν’ ἀγαπήσει τὸν «ἔσω ἄνθρωπο», θ’ ἀγαποῦσε ταυτόχρονα καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού φέρει μέσα του καὶ σύντομα θὰ κατέληγε ν’ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ τότε θ’ ἀναζητοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὡς ἀντικείμενα τῆς ἀγάπης του.

Ἡ φιλαυτία δὲν εἶναι ἀγάπη. Εἶναι ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε φανερὴ εἶναι εἴτε κρυμμένη. Ἡ φιλαυτία δὲν εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἀρρώστια. Εἶναι μία σοβαρὴ ἀρρώστια πού ἀναπόφευκτα συμπαρασύρει μαζὶ της κι ἄλλες ἀρρώστιες. Ὅπως ἡ εὐλογιά προκαλεῖ ὁπωσδήποτε πυρετὸ σ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἔτσι κι ἡ φιλαυτία παράγει τή φωτιὰ τοῦ φθόνου καὶ τῆς ὀργῆς σ’ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ φίλαυτος ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος φθόνο γιά ἐκείνους πού εἶναι καλλίτεροι ἢ πιὸ πλούσιοι ἀπ’ αὐτόν, πιὸ μορφωμένοι ἢ πιὸ σεβαστοὶ στούς ἀνθρώπους. Τὸν φθόνο ἀκολουθεῖ πάντα ἡ ὀργὴ κι ὁ θυμός, ὅπως ἀπὸ τή φωτιὰ βγαίνει ὁ καπνός. Ἡ κρυμμένη ὀργή πού ξεπροβάλλει ποῦ καί ποῦ, φανερώνει ὅλη τὴν ἀσχήμια τῆς ἄρρωστης καρδιᾶς πού ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς φιλαυτίας.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή μᾶς παρουσιάζει καθαρὰ ἀπὸ τή μιά μεριὰ τὴν εἰκόνα τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιά τὸν ἄνθρωπο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τή φιλαυτία τῶν Φαρισαίων, μαζί μέ τὸν φθόνο καὶ τὴν ὀργὴ τους.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή περιέχει πολλὰ νοήματα καὶ πλούσια διδασκαλία, ἀκόμα κι ἂν τὴν διαβάσει κανεὶς πρόχειρα. Ἔχει ὅμως καὶ κάποιο ἐσωτερικό, κάποιο μυστικό νόημα, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικὸ γιά τὴν πνευματικὴ μας ζωή. Ἡ συγκύπτουσα γυναῖκα ὑποδηλώνει τ’ ἀγκυλωμένα μυαλὰ ὅλων αὐτῶν πού δέν προσεγγίζουν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκείνων πού ἔχουν διεστραμμένο νοῦ καὶ δέν μποροῦν μέ τίς δικὲς τους δυνάμεις νά σταθοῦν ἀπέναντι στόν Θεό, ἀλλ’ ἕρπουν διαρκῶς στή γῆ, τρέφονται ἀπὸ τή γῆ, μαθητεύουν στή γῆ καὶ χαίρονται στή γῆ.

Τὸ διεστραμμένο μυαλὸ εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἀγκυλωμένο, περιορισμένο. Ἐξαρτᾶται ἀπό τίς αἰσθήσεις. Τοὺς προγόνους του τοὺς ἀναζητᾶ μόνο ἀνάμεσα στά ζῶα. Τὴν εὐχαρίστησή του τή βρίσκει μόνο στό φαγητὸ καὶ στὸ ποτό. Δέν ξέρει τίποτα γιά τὸν Θεὸ καὶ τὸν πνευματικὸ κόσμο ἢ γιά τὴν αἰώνια ζωὴ κι ἑπομένως δὲν γνωρίζει τίποτα γιά τὴν πνευματική, τὴν οὐράνια χαρά. Αὐτό τό μυαλό εἶναι ἀπαρηγόρητο, φοβισμένο, γεμάτο θλίψη καὶ κακία. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς καλεῖ ἕνα τέτοιο μυαλὸ κοντὰ Του γιά νά τὸ ἀνορθώσει, νά τὸ φωτίσει, νά τοῦ δώσει χαρά. Ἂν πάει γρήγορα κοντὰ Του, ὅπως ἡ Συγκύπτουσα, θ’ ἀνορθωθεῖ πραγματικά, θὰ φωτιστεῖ, θὰ χαρεῖ καὶ θὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ μ’ ὅλη του τή δύναμη. Ἂν δέν πάει κοντὰ Του, θ’ ἀφεθεῖ στό σκοτάδι καὶ θὰ πεθάνει μέσα στίς ἁμαρτίες Του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς ἄπιστους Ἰουδαίους: «ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε» (Ἰωάν. η΄, 21). Τὸ ἴδιο θὰ γίνει καί μέ τὴν αἰσθησιακὴ καὶ κολλημένη στά γήινα ψυχή, ποὺ εἶναι στραμμένη πρὸς τή γῆ καὶ ἕρπει στήν ἐπιφάνειά της.

Δέν εἶναι καλύτερα τὰ πράγματα γιά τὴν ἐξασθενημένη καὶ παραλυμένη ψυχή, ποὺ δέν πιστεύει πώς αὐτό πού ἔχει εἶναι ἀληθινό, ἐκείνη ποὺ δέν ἔχει τή δύναμη ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ ψέμα καὶ νά προσεγγίσει τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ἀκούει τὴν κλήση τῆς ἀλήθειας, βρίσκει πάντα μία προφάση, ὅπως: «Σήμερα εἶναι Σάββατο, δέν μπορῶ, δέν μὲ κάλεσες μία βολικὴ μέρα» ἢ «ἡ κλήση σου εἶναι ξαφνικὴ κι ἀπότομη, δέν μπορῶ – ἔπρεπε νά βρεῖς καλλίτερα λόγια γιά νά μὲ καλέσεις» ἢ «εἶμαι νέος, ἀνήσυχος, δέν μπορῶ – κράτα τὴν κλήση σου ὡσότου παίξω λίγο ἀκόμα μέ τὰ ψέματα» ἢ «ἔχω γυναῖκα καὶ παιδιά, δέν μπορῶ – πρέπει πρῶτα νά φροντίσω γι’ αὐτὰ κι ἔπειτα νά μὲ καλέσεις». Κι ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες δικαιολογίες καὶ προφάσεις, δεκάδες ἢ καὶ ἑκατοντάδες.

Τὸ παραλυμένο μυαλὸ θὰ βρεῖ πάντα κάποια ἀληθοφανὴ κι ἀνόητη δικαιολογία γιά νά μὴν ἀκολουθήσει τὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ὅμως κράζει μιά, δυό, τρεῖς φορὲς καὶ μετὰ ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο της. Κι ἡ παράλυτη ψυχὴ ἐξακολουθεῖ νά ἕρπει στό χῶμα καὶ θὰ πεθάνει στίς ἁμαρτίες της.

Ὅποιον ἀρνεῖται τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτὴ τή ζωή, ὁ θάνατος θὰ τὸν βρεῖ ξαφνικά. Θὰ τὸν ἁρπάξει καὶ θὰ κλείσει πίσω του τίς πύλες τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Αὐτὸς δέν ἔχει πιὰ ἐλπίδα νά ξαναγυρίσει στή ζωὴ αὐτή, νά μετανοήσει στή μέλλουσα ζωή ἢ νά λάβει ἔλεος στήν Κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος εἶναι μπροστὰ μας, ὅπως μπροστὰ μας εἶναι κι ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὲς εἶναι δυό φοβερὲς ὑπομνήσεις σ’ ἐμᾶς, πὼς μπροστὰ μας πρέπει νά εἶναι καὶ ἡ μετάνοια. Ἂν ἡ μετάνοια δέν προηγηθεῖ τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ μείνει γιά πάντα μακριὰ μας. Τώρα εἶναι στό χέρι μας, τώρα μποροῦμε ἀκόμα νά τή χρησιμοποιήσουμε. Ἂς βιαστοῦμε νά κάνουμε χρήση τῆς μετάνοιας. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ πρῶτο καὶ σπουδαιότερο φάρμακο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἂς μετανοήσουμε μόνο κι ἔπειτα θ’ ἀνοίξουν κι ἄλλες πόρτες καὶ θὰ μάθουμε τί ἄλλο πρέπει νά κάνουμε.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό θνητὸ σῶμα του, ἡ ψυχὴ του εἶναι λίγο ἡ πολὺ ἀγκυλωμένη. Ὁ Χριστὸς καλεῖ ὅλους ἐκείνους πού ἡ ψυχὴ τους, τὸ πνεῦμα κι ὁ νοῦς τους ἔχουν ἀγκυλωθεῖ. Ἐκεῖνος μόνο μπορεῖ ν’ ἀνορθώσει αὐτό πού ὁ μοχθηρὸς κόσμος ἔχει στρεβλώσει. «Ἀνήρ», «γυνή», «τέκνον». Ἔτσι μᾶς καλεῖ ὅλους, μέ τὰ ὀνόματα αὐτά, γιά νά μᾶς προσφέρει τή χαμένη ἀξιοπρέπειά μας, ἀντὶ νά πεῖ «τυφλέ», «ἀνάπηρε», «λεπρέ», «ζητιάνε». Μᾶς καλεῖ κοντὰ Του, θέλει νά μᾶς ἀνορθώσει, νά καθαρίσει τὸν νοῦ μας καὶ νά τὸν κάνει δυναμικὴ σάλπιγγα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν σαλπίζουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ, θὰ δοξαστοῦμε στή βασιλεία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων καὶ τῶν δοξασμένων Ἁγίων στόν οὐρανό, στή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας.

Δόξα καὶ αἶνος στόν Κύριο καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς



imaik,gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: