Η ΚΑΛΤΣΑ ΤΗΣ ΝΩΕΝΑΣ
–Και τα κουνούπια πως να ηύραν τρόπον κ’ εσώθηκαν εις την Κιβωτόν; Κ’ η μυίγα; και τα μυιγαράκια; κ’ οι μουσίτσες; –Και τα μικρόβια;
Αι δύο κυρίαι είχαν τον λόγον. Η πρώτη, ευτραφής, μεγαλόσωμος, και καλοκαμωμένη, όσο εφαίνετο υπό τας ακτίνας της σελήνης, μέσω του δένδρου, Και υπό το φως ενός φανού επί χαμηλού στύλου, έξωθεν του εξοχικού καφενείου, ήτο σύζυγος του παρακαθημένου αυτή υπερμεσήλικος κυρίου με την γενειάδα, όστις ήτο επαρχιώτης πολιτευόμενος. Η άλλη, νεαρά ακόμη, άγαμος, ήτο εν ενεργεία δασκάλα. Εις γνώριμός των, νεαρός κύριος, συνεπλήρου την τετράδα. Είχαν πίει τον καφέν των, την θερινήν εκείνην νύκτα, και ανεψύχοντο.
–Κι ο ψύλλος τάχα που να ετρύπωσε, και κατώρθωσε να γλυτώση; είπεν η δασκάλα.–Δεν αμφιβάλλω ότι στην κάλτσα της Νώενας θα εχώθη, απήντησεν η μεγαλόσωμος. Όλοι εκάγχασαν.–Μα η ψείρα;–Ω, η ψείρα; Χωρίς άλλο θα εκόλλησε στην γενειάδα του Νώε.Ο γηραιός κύριος ακουσίως έψαυσε την γενειάδα του.
* * *
Εις ένα όμιλον αντικρινόν εκάθηντο τρεις λιμοκοντόροι. Οι δύο μόνον εφορούσαν στενά. Ο τρίτος, αμύστακος ακόμη, εφορούσε κομψά ρασάκια, και είχε την κοτσίδα του οπίσω δεμένην εις την μέσην με κορδέλαν. Ίσως ήτο Ριζαρείτης.
Κατά σύμπτωσιν, κ’ εκεί η ομιλία ήτο σχετική με την Παλαιάν Διαθήκην. Οι τρεις νέοι ωμιλούσαν εν εξάψει, κ’ εφαίνοντο ότι είχαν δειπνήσει εν αφθονία.–Και τίνος τα πουλάς αυτά, βρε;... Πως μίλησεν η γαϊδάρα του Βαρλαάμ; Τίνος τα πουλάς αυτά, βρε; Το βρε ο Ριζαρείτης το απηύθυνε βεβαίως εις τον αόρατον και απρόσωπον (τον) διευθυντήν συντάκτην της Ιεράς Γραφής, προς τον οποίον απέστρεφε ρητορικώς τον λόγον. Ίσως εις τον προφήτην Μωϋσέα.–Τίνος τα πουλάς αυτά, επανέλαβε και τρίτην φοράν.Ο νεαρός κύριος του γείτονος ομίλου, αν κ’ εγέλασε με τας ελαφράς ευφυολογίας των δύο γυναικών, φαίνεται ότι δεν ευηρεστήθη από την βαναυσότητα του μικρού ρασοφόρου. Και αποτεινόμενος προς την ιδίαν ομάδα του, αρκετά μεγαλοφώνως ώστε ν’ ακούεται και από τους γείτονας, είπε: –Τίνος τα πουλά; ...Μ’ αυτά τα πράγματα, είναι είκοσιν αιώνες τώρα, εξακολουθούν να πουλούνται εις εκατομμύρια ανθρώπων, και μάλιστα αι Βιβλικαί Εταιρείαι τα πουλούν μεταφρασμένα εις τριακόσιες τόσες γλώσσες... Κ’ έπειτα, εκείνος που τα πουλά, ως θαύμα ζητεί να τα πουλήση και όχι ως κοινόν τι και σύνηθες. Ουδέ βιάζει κανένα να το πιστεύση.–Και δεν είναι και πολύ παράξενο αν ωμίλησε μίαν φοράν η γαϊδάρα, είπεν ακάκως ο γηραιός κύριος. Πόσοι γαϊδάροι και γαϊδάρες πόσες μιλούν! –Ας τ’ αφήσουμε αυτό, είπεν ο νέος. Μα ιδέτε πόσον καλά ο νεαρός αυτός ρασοφόρος μανθάνει τα «ιερά γράμματα», αφού τον Βαλαάμ, τον μάντιν, που έζησε χίλια χρόνια προ Χριστού, τον κάνει Βαρλαάμ, τον αιρετικόν της 13ης μετά Χριστόν εκατονταετηρίδος... Και το κάτω-κάτω, κύριε, επέφερεν οιονεί αποστρέφων τον λόγον προς τον Ριζαρείτην, αφού δεν σ’ αρέσει, κύριε, η Θρησκεία και το ιερατικόν στάδιον, διατί φορείς ράσα, και διατί οι φιλόστοργοι γονείς σου σε στέλνουν να φοιτάς εις την Ριζάρειον; Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου