Γιῶργος Κοτζιούλας
Στροφὲς γιὰ τὸν ἀσύγκριτο
-----------------------------------------------------------------------------
ψυχή, δὲν εἶχε, λὲν ὅσοι εἶδαν, νὰ φορέσει
λουρί, γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ἔδενε τὴ μέση
μ᾿ ἕνα σκοινί, σὰ διακονιάρης. Ὅταν πάλι
τοῦ ῾διναν τσάι εὐρωπαϊκὸ σὲ σπίτι ξένο,
δὲν τό ῾παιρνε, γιατὶ δὲν τό ῾χε μαθημένο.Φεύγοντας ὕστερη φορὰ γιὰ τ᾿ ἀκρογιάλι
(πενήντα περασμένα κι εἶχε καταπέσει)
τὸν πῆρε τὸ παράπονο, ἔκλαιε, πῶς νὰ μὴ μπορέσει
τ᾿ ἀγόρι τ᾿ ἀδερφοῦ του κάπου νὰ τὸ βάλει.
«Ἄχ, ὅπως ἦρθα στὴν πατρίδα μου πηγαίνω»
κρυφοτρεμούλιαζε τ᾿ ἀχείλι πικραμένο.
Τίποτε δὲν τοὺς λείπει αὐτῶν ποὺ γράφουν τώρα·
κι ὅμως τὴ χάρη ποιὸς τὴν ἔφτασε ἐκεινοῦ;
Κανένας ἄλλος, ὅση καὶ νὰ πάρει φόρα,
δὲ σώνει τὸ χαλκᾶ νὰ πιάσῃ τ᾿ οὐρανοῦ.
Λάμπρος Πορφύρας - Δέηση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήσῃ ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
κάνε τὸ θάμμα κι ἄσε τον νὰ ζήσῃ ὅπως ἐζοῦσε
σὲ μία μεριὰ πού, τάχατες, νὰ μοιάζῃ τὸ νησί του.
Νἆναι τὰ βράχια στὸ γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νἄχῃ σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ σκιαθίτικα καΐκια.
Νἆναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριές, κ᾿ οἱ νιές, οἱ πεθαμένες
αὐτὲς ποὺ τὶς θλιμμένες τους μᾶς ἔλεγε ἱστορίες -
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες,
καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν᾿ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
Κ᾿ ὕστερα ἀκόμα νἆναι ἐλιές, καὶ νἄναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νἆναι καὶ τὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκκλήσια
Καὶ τὴν καμπάνα τους μακρυὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι !
Ἄχ, ἔτσι ἀθῴα, κ᾿ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποὺ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ν᾿ ἁγιάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου