Θαυμαστές και ωφέλιμες ιστορίες
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ & ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Πρόκειται
γιὰ μιὰ περίοδο ἔντονης πνευματικῆς ἐργασίας καὶ ψυχοσωματικῆς
προετοιμασίας γιὰ τὸν ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ
Κυρίου.Ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου ἕως τὶς 17 Δεκεμβρίου (κατ’ ἄλλη παράδοση
ἕως τὶς 12 Δεκεμβρίου) νηστεύουμε τὸ κρέας, τὰ γαλακτομικά καὶ τὰ αὐγά
καὶ τρῶμε ψάρι (ἐκτὸς βεβαίως Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ποὺ νηστεύουμε
αὐστηρά). Μετὰ τὶς 17 (ἢ 12) Δεκεμβρίου νηστεύουμε καὶ τὸ ψάρι.
Ἡ
νηστεία ὅμως κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου μας ἔχει νόημα, ὅταν
συνδυάζεται μὲ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία μὲ
τὴν ἔναρξη τῆς νηστείας μᾶς προσκαλεῖ σὲ ἐντονότερη λειτουργικὴ ζωή καὶ
ἀγαθοεργία.
Ἔτσι, ἡ
ἐκκλησιαστικὴ παράδοση προβλέπει γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν καθημερινὴ
-ἂν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν- τέλεση τῆς θείας λειτουργίας, τὴν τέλεση
δηλαδὴ σαρανταλείτουργου.
Ἡ
τέλεση τοῦ σαρανταλείτουργου ἀποτελεῖ πολὺ μεγάλη εὐλογία. Εἶναι μιὰ
θαυμάσια εὐκαιρία γιὰ βίωση τὴς μυστηριακῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς, γιὰ
ἐπαφὴ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς ἀκροάσεως τῶν θείων Γραφῶν,
γιὰ συχνότερη θεία κοινωνία, γιὰ συχνότερη συγκρότηση τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς λέει:
«Σπουδάζετε πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν θεοῦ καὶ εἰς δόξαν.
Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται οἱ δυνάμεις τοῦ
σατανᾶ καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ», δηλαδὴ «Προσπαθεῖστε μὲ σπουδὴ νὰ
ἔρχεσθε ὅλοι μαζί στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία),
γιὰ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξολογεῖτε. Διότι ὅταν συχνά
ἔρχεσθε στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία),
συντρίβονται οι δυνάμεις του σατανᾶ καί λύεται κάθε ὀλέθρια ἐνέργεια
του».Ἡ δύναμη τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι μαγική. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ. Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς μαθαίνει νὰ
συγχωροῦμε, νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους.Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προσφέρουμε τὰ Δῶρα μας στὸ Θεό, τὸν Ἄρτο καὶ
τὸν Οἶνο, προσευχόμενοι γιὰ ζῶντες καὶ κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Ἡ
μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων προσώπων (ἀνάγνωση
τῶν «Διπτύχων») εἶναι ἔργο πολὺ σημαντικὸ καὶ ἱερό, ποὺ θεσμοθετήθηκε
ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐπιτελεῖται ἀδιάλειπτα μέσα στοὺς
αἰῶνες.
Το Ιερό Σαρανταλείτουργο
«Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο της αγάπης. Και η αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική.
Η αγάπη, ιδιαίτερα η θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φώς της, την χαρά
της όλους… Και συμπληρώνει: ω αγάπη τελειότατη! ω αγάπη, πού τα πάντα
αγκαλιάζεις! Ώ αγάπη ισχυρότατη! Τί να προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη
στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Η αγάπη αυτή βρίσκεται στην
θυσία του Χριστού, που προσφέρεται για την απελευθέρωσι όλων από κάθε
κακία…».
Και ο μακαριστός π. Παΐσιος,
σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τους κεκοιμημένους, έλεγε: «…να
αφήνετε μέρος της προσευχής σας για τους κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι
δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τους εαυτούς τους). Οι ζωντανοί
μπορούν… Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα του κεκοιμημένου, να μνημονευθή από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.
Το μέγιστο, πού μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαρανταλείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθή και με ελεημοσύνη.
Αν έχεις ένα νεκρό, ό όποιος έχει παρρησία στον Θεό, και του ανάψεις
ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.
Αν
πάλι, έχεις ένα νεκρό, ο όποιος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον
Θεό, τότε, όταν του ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνης ένα
αναψυκτικό σε κάποιον που καίγεται (από δίψα). Οι άγιοι δέχονται
ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να
προσευχηθούν γι’ αυτόν πού το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται…»
(Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.).
Η αγία προσκομιδή, η σημαντική στιγμή της θείας λειτουργίας, όπου μνημονεύονται τα ονόματα ζωντανών & νεκρών (λεπτομέρειες εδώ) |
Για
την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα,
αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό που ακολουθεί από το βιβλίο
«Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία», (έκδ. Ιεράς Μονής
Παρακλήτου).
«Κάποιος
άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πως
πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να της εκφράσει τις
τελευταίες του επιθυμίες: Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους
φτωχούς και τα ορφανά. Τους δούλους να τους ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες.
Σ’ αυτή του την μεγάλη θλίψη ό ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη
την ευχή του άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά στην
Νικομήδεια, και αμέσως -ώ του θαύματος!- έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν
και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον
Θεό για το μεγάλο θαύμα.
-Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;
-Την ώρα που επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος.
Ο όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθεί στην διάρκεια της αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
Ο όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθεί στην διάρκεια της αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
-Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία της ψυχής σου;
-Όχι, γέροντα. Τί θα είχα να ωφεληθώ αν άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο;
-Μην το λες αυτό. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί
τις εν υμίν; Προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και
προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν το ονόματι του
Κυρίου. Και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα και εγείρει αυτόν ο
Κύριος καν αμαρτίας ή πεποιηκώς αφεθήσεται αυτώ» [=είναι
άρρωστος κάποιος από σας; Ας προσκαλέσει τους ιερείς της εκκλησίας κι
ας προσευχηθούν πάνω απ' αυτόν, αλείφοντάς τον λάδι στο όνομα του
Κυρίου. Και η προσευχή της πίστης θα σώσει τον ασθενεί και ο Κύριος θα
τον ανασηκώσει, κι αν έχει κάνει κι αμαρτίες θα του συγχωρεθούν (επιστολή του αγίου Ιακώβου, κεφ. 5)]. Να
Λοιπόν που οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις
ζητάει με πίστη. Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για λειτουργίες, και θα
λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.
Έτσι
κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει
σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι
Λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο,
βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν
σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και
είκοσι από αριστερά.
-Κύριοί μου, φώναξε έκπληκτος ό άρχοντας, πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;
-Εμείς
οι σαράντα, που βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις
λειτουργίες που έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μας έστειλε
Εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησία. Πήγαινε μέσα
χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι
σαράντα λειτουργίες, που έγιναν για να ενωθεί ο Χριστός μαζί σου και
να κατοικήσει στην καρδιά σου. ["Νεκρός": προφανώς θα ήταν άγγελοι].
Ύστερα
από αυτά, ο άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς,
για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού»,
διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να
ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.
Είναι
η μέγιστη και πιο ισχυρή προσευχή καθώς αποτελεί συμμετοχή στην
προσευχή και τη θυσία του Χριστού. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων
διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ωφέλεια πιστεύουμε ότι θα λάβουν αυτοί, για
τους οποίους δεόμαστε κατά την αγία και φοβερή θυσία της Θείας Λειτουργίας,
ακόμα κι αν είναι αμαρτωλοί, αφού Χριστόν εσφαγιασμένον υπέρ των
ημετέρων αμαρτημάτων προσφέρομεν, εξιλεούμενοι υπέρ αυτών τε και ημών
τον φιλάνθρωπον Θεόν». Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δεν
νομοθέτησαν τυχαία οι Απόστολοι να μνημονεύουμε κατά τα φρικτά μυστήρια
(Θεία Λειτουργία) τους κεκοιμημένους. Γνωρίζουν ότι είναι πολύ μεγάλη η
ωφέλεια γι’ αυτούς».
Η εμπειρία μαρτυρεί για τη δύναμη αυτής της προσευχής, που δεν είναι «ατομική προσευχή» αλλά η πρόσευχή ολόκληρης της Εκκλησίας.
Σαρανταλείτουργο «υπέρ αναπαύσεως»
Ο
ΓΕΡΟ-ΔΑΝΙΗΛ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων,
έχει καταχωρισμένο ατά χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, που
συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη.
Κάποιος
ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό
του παπα-Δημήτρη και του είπε: Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε
παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα; Ο ιερέας,
γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του
πρότεινε το έξης:
- Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ’ ένα εξωκλήσι.
Έτσι
κι έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης – αυτό ήταν το όνομά του – άφησε εντολή στο
γιο του να κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο. Κι εκείνος,
υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς
καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη. Ο σεμνός λευίτης [=ιερέας]
δέχτηκε να κάνει το σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στο
μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των αγίων
Αποστόλων.
Οι
τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε να
γίνει ημέρα Κυριακή το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας
δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει στό σπίτι του. Η
πρεσβυτέρα [=η παπαδιά] του
πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την
επόμενη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. Τα μεσάνυχτα ο πόνος
κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. Επειδή
όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη
Δευτέρα.
Στο
μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού
Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό να
του τα δώσει την επόμενη μέρα. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί.
‘Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα
χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ’ το
μυαλό του η ακόλουθη σκέψη:
«Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, η τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων;»
Τότε
ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πώς βρέθηκε σε μια
πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να
βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν
ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη
ευωδία.
«Αυτός
οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!», μονολόγησε. «Ω, τι μακαριότητα
περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!» Εξετάζοντας έκπληκτος τα
υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη,
ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ’ τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η ομορφιά
του ήταν ανέκφραστη. Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε – τι χαρά! – βλέπει
στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο.
- Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή.
-
Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι’ αυτόν
τον τόπο. Αλλά πες μου, πως τα περνάς εδώ; πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό
το παλάτι;
-
Η φιλανθρωπία του ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που
της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σ’ αυτό το μέρος.
Ήταν μάλιστα να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι ο οικοδόμος όμως, που το
χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία- έβγαλε απόψε το δόντι του – κι έτσι δεν
τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω
αύριο.
Ύστερα
απ’ αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με
απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες
ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό
κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των αγίων Απόστολων. Ο παπα-Δημήτρης
τον υποδέχθηκε με χαρά: -
- Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο.
Αυτό
το είπε για να μην τον λυπήσει. ο επισκέπτης. Τότε του διηγήθηκε το
νυχτερινό του δράμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ο πατέρας του δεν μπήκε
στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης
ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό. – – Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο
οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα
δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη
Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.
Το σαρανταλείτουργο και η θαυμαστή σωτηρία (Διήγηση π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου).
Κάποτε,
ένας χριστιανός, ενώ έσκαβε με πολλούς μαζί σ’ ένα νταμάρι, έπεσε
βράχος και τους καταπλάκωσε η στοά. Η γυναίκα αυτού του χριστιανού, η
κυρία Αργυρώ, έδωσε ό,τι είχε από το υστέρημά της σε έναν ιερέα να κάμη
40 Λειτουργίες για την ψυχή του άνδρα της σ’ ένα εξωκκλήσι κοντά στο
μέρος όπου έγινε δυστύχημα, διότι επίστεψε ότι είναι νεκρός. Καθημερινά
μάλιστα πήγαινε ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι με κρασί και μία λαμπάδα,
σαν πτωχή που ήταν.
Όταν
έφθασε ο ιερέας στις 20 Λειτουργίες, ο διάβολος φθόνησε την ευλάβεια
της κυρά Αργυρώς και αφού μετασχηματίστηκε σε έναν γνωστό της χωρικό,
την συνάντησε το πρωί στον δρόμο και της είπε: – Ξέρεις; Ο παπάς δεν
πήγε στην Εκκλησία γιατί είχε δουλειά βιαστική και γι’ αυτό μην
κοπιάζεις. Αύριο πηγαίνεις την προσφορά σου. Αυτό της το έκαμε ο
διάβολος τρεις φορές στο διάστημα των 40 Λειτουργιών.
Εν
τω μεταξύ, έγινε μεγάλη προσπάθεια ν’ ανοίξουν στοά στο ορυχείο, για
να μπορέσουν να βγάλουν τα πτώματα, τα οποία ήσαν πάρα πολλά. Ήσαν όλοι
τους νεκροί. Είχαν ήδη περάσει 40 ημέρες. Σκάβοντας ακόμη πιο βαθειά,
έφθασαν σ’ ένα μέρος, όπου άκουσαν μία φωνή! Ανθρωπινή φωνή που τους
έλεγε: – Προσέξτε, ζω! Σκάψτε με προσοχή, γιατί επάνω μου είναι δύο
πέτρες, μην πέσουν και με θανατώσουν.
Αυτοί
θαύμασαν και πράγματι, σκάβοντας με πολλή προσοχή από τα πλάγια,
βρήκαν τον άνθρωπο ζωντανό και το ανήγγειλαν χαρούμενοι στην γυναίκα
του. Απορούσαν όλοι πώς αυτός ο άνθρωπος έζησε επί 40 ημέρες χωρίς
τροφή και χωρίς νερό. Κι αυτός τους είπε: – Κάθε μέρα μου έδινε κάποιος
– αοράτως, δεν ξέρω πώς – ένα ψωμί και ένα μικρό δοχείο με κρασί, ενώ
μία λαμπάδα αναμμένη ήταν μπροστά μου, και έτσι έτρωγα.
Εκτός
από τρεις φορές, όπου δεν έφαγα τίποτε ούτε φως είδα και πικράθηκα
πολύ, οδυρόμενος για τις αμαρτίες μου, γιατί νόμισα ότι έπαψε πλέον να
με βοηθά αυτό το αόρατο χέρι του Θεού. Και ήμουν έτοιμος πλέον να
πεθάνω από πείνα και δίψα.
Κατόπιν,
είδα και πάλι την αναμμένη λαμπάδα, και δίπλα το ψωμί και το κρασί,
όπως και πριν, και εδόξασα τον Θεό που δεν με εγκατέλειψε μέχρι τέλους
και έτσι επέζησα και σώθηκα θαυματουργικά.
Όλοι
βέβαια δοξολόγησαν τον Θεό, διότι ήσαν χριστιανοί και έμειναν με την
απορία του μεγάλου αυτού θαυμαστού γεγονότος. Αυτή, χριστιανοί μου,
είναι η πίστις μας! Αυτή είναι η ορθοδοξία μας: Η Θεία Λειτουργία!
(Από το υπό έκδοση βιβλίο μας Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ)
Ο ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ
Περιστατικὰ
ποὺ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μωυσῆς Μοναχὸς Ἁγιορείτης, στὸ 14ο
βιβλίο τῆς σειρᾶς «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ» ὑπὸ τὸν τίτλο «Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ
ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ ΣΗΜΕΡΑ;»
(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)
Για τον άγιο Γεώργιο Καρσλίδη, το σύγχρονο άγιο της Δράμας, δες εδώ.(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)
Ὅταν
λειτουργοῦσε γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἄκουγαν
διαφόρους ἤχους στό ἱερό βῆμα ἀπό οὐράνιους ἐπισκέπτες του. Γονάτιζαν κι
ἔψαλλαν τό «Κύριε ἐλέησον».
Μία
φορά εἶπε ὁ ὅσιος στόν ψάλτη του: Εἶχα τόσους ἁγίους σήμερα, πού δέν
εἶχα μέρος νά τούς βάλω. Τόν ἅγιο Παντελεήμονα τόν βάλαμε σέ μία γωνία,
γιατί δέν ὑπῆρχε χῶρος…
Κάποτε
οἱ δαίμονες ἐνοχλοῦσαν τόν ὅσιο καί δέν τόν ἄφηναν νά προσκομίσει.
Μετά τή Λειτουργία εἶπε: Ἄρχισα αὐτό τό σαρανταλείτουργο μέ πίεση. Οἱ
δαίμονες φώναζαν τά ὀνόματα, γιά νά μή τά μνημονεύσω, νά μή
συγχωρεθοῦν.
Μετά ἕνα ἄλλο σαρανταλείτουργο τόν ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες γιά νά τό τελειώσεις;
—Ὄχι
παιδί μου, μοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο, σάν νά ἔκανα ἕναν ἑσπερινό, γιατί
ἦταν πολύ καλοί ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας σου ἔχει ἕνα πλούσιο τραπέζι σάν
τοῦ Ἀβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Ἐμεῖς ἤμασταν τόσο φτωχοί, πού σχεδόν ἤμασταν πεινασμένοι, ποῦ τό βρῆκε ὁ πατέρας μας αὐτό τό πλούσιο τραπέζι;
—Μή
τό βλέπεις ἔτσι, τόν διόρθωσε ὁ ὅσιος, μπορεῖ νά μή εἶχε νά δώσει, μά ἡ
ψυχή του ἤθελε πολύ νά δίνει, καί ὁ Θεός τό μέτρησε σάν νά ἔδινε. Ἡ
μάνα σου εἶναι σάν ὑπηρέτρια στόν πατέρα σου, γιατί ἦταν ἀρκετά
κουραστική καί τόν στενοχωροῦσε, ὅλο γκρίνιαζε. Ἀλλά ὁ πατέρας σου
πάντα μέ τό χαμόγελο τῆς φερόταν καί μέ πολύ καλωσύνη. Στούς συγγενεῖς
σας εἴχατε καί μία τυφλή, πού ξεχάσατε νά τή γράψετε. Ἦταν ἁγνή καί πολύ
ἀγαθή.
—Μά ἐσύ ποῦ τήν ἤξερες, ρώτησε ἀπορημένος ὁ ἄνθρωπος.
—Ὅταν
μνημονεύω, ἔρχεται κι ἐκείνη στά κόλλυβα, ἀλλά ἔρχεται σάν
μουσαφίρισσα, δέν ἑνώνεται μέ τούς ἄλλους. Τώρα ὁ καθένας πῆγε στή θέση
του καί γιά σᾶς ἄνοιξε δρόμος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου