Φώτης Κόντογλου
«Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμε» ή μέρα πού γεννήθηκε ὁ Χριστός, πόσα ἑκατομμύρια παιδιά γεννηθήκανε στό Ρωμαϊκό κράτος; Ποιά ἤτανε; Τί γινήκανε; Μονάχα ἕνα ἀπόμεινε καί θ’ ἀπομείνει στόν αἰῶνα, ὁ Χριστός, τό πιό φτωχό, τό πιό παραπεταμένο, αὐτό πού γεννήθηκε μέσα στό πα χνί πού τρώγανε τά βόδια, σ’ ἕνα ψωροχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ποιός ἔδω σε προσοχή σ’ αὐτό τό φτωχαδάκι, σέ καιρό πού γεννιότανε ἕνα σωρό ἀρχοντόπουλα μέσα σέ παλάτια ρωμαϊκά, σέ ζεστά μεταξωτά κρεβάτια καί γιορτάζανε οἱ γονειοί τους καί ξοδεύανε πλούτη ἀρίφνητα γιά τή χαρά πού τούς ἦρθε; Ποῦ εἶναι ὅλα αὐτά τά πολυχαϊδεμένα; Τά κατάπιε ὁ ἄσπλαχνος δράκος ὁ καιρός κι οὔτε φανήκανε. Καί μολαταῦτα, μ’ αὐτές τίς ἴδιες τίς ψευτιές θαρρεῖ πάντα ὁ ἄνθρωπος πώς θά γίνη εὐτυ χισμένος κι ὁλοένα στά ἴδια καταγίνεται. Τί μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός πού ἦρθε στόν κόσμο μέσα στό παχνί; Τί μᾶς δίδαξε; Μᾶς δίδαξε πώς ὅλα τά ἁπλᾶ πράγματα εἶναι ἀπό τό Θεό, κι ὅλα τά περιπλεγμένα εἶναι ἀπό τό Σατανᾶ. Πρίν νἄρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο οἱ ἄνθρωποι πιστεύανε μονάχα στά σαρκικά, στή δύναμή τους, στήν ἀλαζονεία τους, στήν ἐξυπνάδα τους. Ὁ Χριστός μεγάλωσε τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων, πού τήν εἶχε στενέψει ἡ περηφάνεια καί μέ τήν ταπείνωση τήν πλάτυνε. Γιά τοῦτο εἶπε ὁ προφήτης:
«Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ»...
Μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅλα ἀναποδογυρισθήκανε στόν κόσμο. Ὁ Χριστός μᾶς ἔφερε τήν παλιγγενεσία, τό ξαναγέννημα, πού ἔλεγε, σάν μεγάλωσε, στό Νικόδημο. Ἄλλη ἐλπίδα ἀπό τό Εὐαγγέλιο δέν ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅποιος δέν ἔνοιωσε αὐτό τό μυστήριο τό φοβερό
καί χαροποιό, δέν ἔνοιωσε τίποτα. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε γιά νά συνε χίσει τά ὅσα εἴπανε οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι κ’ οἱ ἠθικολόγοι. Μᾶς ἔφερε καινούρια ζωή, καινούρια ἀγάπη, καινούρια λύπη, καινούρια χαρά, καινούρια καρδιά. Ὁ Χριστός τήν ἀγάπη δέν μᾶς τήν δίδαξε μονάχα, ἀλλά καί μᾶς τήν ἔδωσε. Μέ τό Χριστό εἶναι ὅλα ἥμερα καί ἁπλᾶ, γιατί ἔχουνε τήν ἐλπίδα τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν παρηγοριά τοῦ Ἁγίου Πνεύ ματος πού λέγεται Παράκλητος, δηλαδή παρηγορητής. Πρίν νἄρθει ὁ Χριστός, ὁ κόσμος ἤτανε ἔρημος καί χωρίς ἀγάπη κ’ οἱ ἄνθρωποι ἤτανε «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», πού λέγει ὁ Παῦλος. Γιά τοῦτο λέγει ὁ Χριστός μέ τό πνεῦμα τοῦ προφήτη Ἡσαῒα: «Πνεῦμα Κυρίου εἶναι ἀπάνω μου, πού μέ δαῦτο μέ ἔχρισε. Καί μ’ ἔστειλε νά φέρω στούς φτωχούς τήν καλή τήν εἴδηση, νά γειάνω ὅσους ἔχουνε καρδιά συντριμμένη, νά κηρύξω τή λευτεριά γιά τούς σκλαβωμένους καί στούς τυφλούς πώς θά δοῦνε τό φῶς τους, νά φέρω τή χρονιά τήν εὐτυχισμένη τοῦ Κυρί ου καί μέρα ἀνταπόδοσης, νά παρηγορήσω ὅλους τούς πικραμένους» (Ἡσαῒα 41, 1).
Ἀληθινά, οἱ ἄνθρωποι πού ζούσανε πρίν νἄρθει ὁ Χριστός, ἤτανε χωρίς ἐλπίδα, κι ἄς κάνανε τό χαρούμενο. Κανένας φιλόσοφος δέν ἔδωσε τήν ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους. «Δέν ὑπάρχει σέ κανέναν ἄλλον ἡ σωτηρία, γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, παρά μονάχα στό Χριστό. Για τί δέν ὑπάρχει κανένα ἄλλο ὄνομα δοσμένο στούς ἀνθρώπους, μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά σωθοῦμε» (Πράξ. δ΄ 12).
Ναί, πρίν ἀπό τό Χριστό ἡ ἀνθρωπότητα ἤτανε μιά ἔρημος ξερή κι ὁ Χριστός τήν ἔκανε νά πρασινίσει καί ν’ ἀνθίσει, κατά τήν προφη τεία τοῦ Ἡσαῒα πού λέγει: «Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καί ἀνθείτω ὡς κρῖ νον». Ὅλα ἤτανε ἄσπλαχνα, ἀληθινή ἀγάπη δέν ὑπῆρχε, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ταπείνωση. Στά χρόνια του οἱ Ρωμαῖοι βαστούσανε τόν κόσμο σάν θηρία κάτω ἀπό τά ποδάρια τους. Ποιός λογάριαζε τούς φτωχούς, τούς ἀπροστάτευτους; Γιά νά διασκεδάσουνε τούς ρίχνανε στά θηρία καί τά θέατρα γινόντανε σάν χασάπικα ἀπό τά κρέατα τά ματωμένα. Ποιός συλλογιζότανε τήν ψυχή του; Ἡ ψυχή εἶχε φύγει πιά ἀπό τόν ἄνθρωπο κι αὐτός ἤτανε ἕνα ζῶο ἀναίσθητο, μέ χοντρό σβέρκο, μέ ξουρισμένο κεφάλι, μέ μάτια θυμωμένα, μέ κοιλιά πρησμένη. Ποῦ νά βρεθεῖ συμπόνια, ἔλεος; Οἱ λεγεῶνες σφάζανε τόν κόσμο σά νά ’τανε γιδοπρόβατα. Παντοῦ αἵματα, σκοτωμός, ταραχή καί βουβός πόνος.
Λίγα χρόνια πρίν νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός, σηκωθήκανε δυό ποτάμια ἀφρισμένα, τό ἕνα ἀπό τή Ρώμη καί τ’ ἄλλο ἀπό τήν Ἀνατολή καί συναπαντηθήκανε στή Μακεδονία, ἀπό τή μιά μεριά ὁ Ὀκτάβιος κι ὁ Ἀντώνιος, κι ἀπό τήν ἄλλη ὁ Βροῦτος κι ὁ Κάσσιος. Καί χτυπηθήκανε μέ λύσσα ποιός θά πάρει τόν κόσμο κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τρέμανε ἀπό τήν Ἀγγλία ἴσαμε τήν Ἰνδία. Καί νικήσανε οἱ πιό σκληροκάρδιοι, ὁ Ὀκτάβιος κι ὁ Ἀντώνιος, κι ὁ ψυχόπονος Βροῦτος σκοτώθηκε μέ τό χέρι του λέγοντας δακρυσμένος: «Κακόμοιρη ἀρετή, τό λοιπόν ἤσουνα κι ἐσύ ἕνας κούφιος λόγος κι ἐγώ σέ ἔκανα μέ ἔργα! Καθώς φάνηκε, ἤσουνα κι ἐσύ σκλάβα τῆς τύχης!». Ἀλλά κι ὕστερα ἀπό τό Χριστό, ἡ ἀκαταστασία κι ἡ ἀπελπισία βασιλεύανε στόν κόσμο. Ἀρρώστιες καί πεῖνες κι ἀβάσταχτη ἀγωνία! Ἀνθρῶποι ἀδιάντροποι, μπεκρῆδες, αἱμο βόροι, ἐκφυλισμένοι, κυβερνούσανε τόν κόσμο. Ὁ ἕνας ἤτανε παλαβός καί μασκαρᾶς καί τόν λέγανε Κόμμοδο. Αὐτός ἤτανε ἀπό φυσικό του θηριόψυχος καί σάν κατάλαβε πώς τό κεφάλι του δέν ἤτανε σίγουρο ἀπό τούς στρατιῶτες, δέν πίστευε πιά κανέναν, παρά σκότωνε χωρίς ἔλεος καί καταγινότανε νύχτα καί μέρα στήν ἀκολασία καί στίς ἡδονές καί κυνηγοῦσε κάθε ἄνθρωπο πού ἤτανε τίμιος. Οἱ γελωτοποιοί καί κά ποιοι τζουτζέδες παριστάνανε μπροστά του τά πιό αἰσχρά θεάματα καί τόν κάνανε ὅ,τι θέλανε, αὐτόν πού ἀπό τά καπρίτσια του κρεμότανε ὁ κόσμος, ἑκατομμύρια ψυχές.
Κι ὁλοένα γυμναζότανε στίς ἁρματοδρομίες καί στό νά σκοτώνει θηρία κι αὐτά οἱ κόλακες τά ἐξυμνοῦσαν σάν τή μεγαλύτερη δόξα. Μέ τόν καιρό ἔφτασε σέ τέτοιο σημεῖο ἡ ἀνοησία κι ἡ μανία του, πού παρουσιαζότανε γυμνός, τυλιγμένος μέ μιά λι ονταροπροβιά καί βαστοῦσε στό χέρι του ἕνα ρόπαλο καί παρίστανε τόν Ἡρακλῆ. Κι ἄλλες φορές πάλι, ντυνότανε σάν γυναῖκα μέ ψιλά μεταξωτά ροῦχα κι ἔκανε τά κουνήματα τῶν γυναικῶν. Γιά νά δια σκεδάσει ἔπαιρνε ἕνα χαρτί κι ἔγραφε μεθυσμένος ὅσους ἔπρεπε νά σκοτώσουνε κάθε νύχτα. Μά κι ὁ ἴδιος πῆγε ἀπό σκοτωμό καί βάλανε στό θρόνο ἕναν Περτίνακα. Πλήν, ἐπειδή ἔτυχε νἄναι δίκαιος ἄνθρω πος, τόν σκοτώσανε οἱ σωματοφύλακές του κι ὕστερα ἀνεβήκανε στό κάστρο τῆς Ρώμης καί φωνάζανε: «Ποιός δίνει τά περισσότερα λεφτά γιά νά γίνει αὐτοκράτορας!». Τ’ ἄκουσε λοιπόν ὁ Ἰουλιανός, ἄνθρωπος παραδόπιστος, καί τὄπε στή γυναῖκα του καί στήν κόρη του καί κεῖνες τρελλαθήκανε καί τόν βιάζανε νά γίνει αὐτοκράτορας καί κεῖνες αὐτο κρατόρισσες. Ὁ γέρος δίσταζε, μά δέν τόν ἀφήσανε οἱ γυναῖκες κι οἱ σκλάβοι του, ὡς πού τόν καταφέρανε. Πῆγε λοιπόν κοντά στό κάστρο καί φώναξε στούς στρατιῶτες πώς ἔχει νά τούς δώσει ὅσα λεφτά θέλου νε. Ἐκεῖ πού τἄλεγε αὐτά, ἔφταξε κι ἕνας ἄλλος, Σουλπικιανός, γιά νά ἀγοράσει κι αὐτός τήν αὐτοκρατορία κι ἔδινε πιό πολλά. Μά οἱ στρατι ῶτες προτιμήσανε τόν Ἰουλιανό, γιατί ὁ Σουλπικιανός ἤτανε συγγενής μέ τόν Περτίνακα καί τόν φοβόντανε. Ἀνεβάσανε λοιπόν στό κάστρο τόν μπάρμπα Ἰουλιανό καί τόν χρίσανε αὐτοκράτορα.
Ὕστερα φορέσανε τίς ἀρματωσιές τους καί παραταχθήκανε σά νά θέλανε νά κάνου νε πόλεμο, βάλανε στή μέση τό γέρο κι ἀφοῦ σηκώσανε ἀπάνω ἀπό τά κεφάλια τους τίς ἀσπίδες καί τά δόρατα, γιά νά μή ρίξει κανένας τίποτα πέτρες ἀπό κανένα σπίτι, τόν πήγανε στά παλάτια μέ μεγάλη πομπή. Ἀλλά σέ λίγες μέρες ὁ Ἰουλιανός ἀγρίεψε καί δέν ἔδινε τίποτα στούς στρατιῶτες, παρά ἔβλεπε νά μαζέψει κι ἄλλα πλούτη, κι αὐτοί θέλανε νά τόν σκοτώσουνε. Σάν φάνηκε στήν Ἀνατολή ἕνας στρατηγός Σεβῆρος, σφάξανε τόν γέρο Ἰουλιανό καί βάλανε στή θέση του τό Σεβῆρο, πού ἤτανε κι αὐτός θηριόψυχος καί φιλοχρήματος. Ὕστερα ἀπ’ αὐτόν, κυβέρνησε τόν καημένο τόν κόσμο ὁ γυιός του ὁ Καρακάλλας, ἕνα τέρας. Αὐτός ἔκανε πώς ἤτανε ὁ Ἀχιλλέας καί μιά φορά πού ἔτυχε νά βρεθεῖ μέ τό στρατό του στήν Τρωάδα, ἔβαλε στεφάνια ἀπάνω στόν τάφο τοῦ Ἀχιλλέα, καί γιά νά θάψει κι αὐτός ἕναν καινούριο Πάτροκλο, πρόσταξε νά φαρμακώσουνε κάποιον ἀγαπημένο φίλο του, πού τόν λέγανε Φῆστο, γιά νά τόν κάνει Πάτροκλο. Καί πράγματι, στοιβι άσανε ξύλα καί βάλανε ἀπάνω τό κουφάρι τοῦ Φήστου κι ὁ Καρακάλ λας ἔσφαξε πολλά κριάρια καί βόδια κι ὕστερα ἔβαλε φωτιά ὁ ἴδιος καί παίρνοντας μιά μποτίλια, ἔκανε σπονδή στούς ἀνέμους. Κι ἐπειδή οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες κόβανε καί μιά πλεξούδα ἀπό τά μαλλιά τους καί τή ρίχνανε στή φωτιά, ὁ Καρακάλλας ἤθελε νά κάνει καί κεῖνος τό ἴδιο, μά δέν εἶχε καθόλου μαλλιά κι ἔκοψε λίγες τρίχες ἀπό τό γυμνό κεφάλι του καί γελοῦσε ὁ στρατός.
Τέτοιοι κι ἄλλοι χειρότεροι κυβερνούσανε τόν κόσμο στόν καιρό τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σάν ζῶα κι ὅσοι δέν ἤτανε φονιάδες καί κλέφτες καί μασκαράδες, ἤτανε ἀπελπισμένοι. Μέ σα σ’ αὐτή τή φριχτή τήν ἀκαταστασία ἦρθε στόν κόσμο ὁ Χριστός, ὁ Ἐμμανουήλ, πού θά πεῖ «μαζί μας εἶναι ὁ Θεός». Καί πῆρε ἀπάνω του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καί μᾶς ἔδωσε τήν ἐλπίδα. «Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμεν». Οἱ κουρασμένοι κι οἱ ἀπελπισμένοι ἀκούσανε τήν πονετικιά φωνή του πού ἔλεγε: «Ἐλᾶτε σέ μένα οἱ κουρασμένοι κι οἱ φορτωμένοι κι ἐγώ θά σᾶς ξεκουράσω». Μά πόσοι ἀγροικήσανε ἀληθινά τά λόγια τοῦτα; Πόσοι νοιώσανε ἀληθινά πώς γεννήθηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο; «Ὁ Θεός ὑπ’ ὀλίγων ἀνθρώπων γνωσθήσεται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου