Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Ιδεολογικές αγκυλώσεις; Ψυχικά συμπλέγματα; Βιώματα τραυματικά της
παιδικής προπαντός ή και κάποιας μεταγενέστερης ηλικίας; Απλά εμμονές
κατά του Θεού και της Εκκλησίας Του; Μεταμφιεσμένη εντέχνως προσπάθεια
υφαρπαγής δόξης δια της δημοσιότητας; Ένα μίγμα από τα παραπάνω; Όπως
και να έχει, το βέβαιο είναι ότι εδώ μάλλον υποκρύπτεται κάποια μορφή
δαιμονισμού στην κυρία Ρεπούση, σύμφωνα με τον μέγα Πορφύριο, που πίσω
από ψυχασθένειες, νευρασθένειες και πάσης φύσεως συναφείς καταστάσεις
διέβλεπε την παρουσία και την υποβολή των ακαθάρτων πνευμάτων.
Μα μιλάει ακόμα σήμερα κάποιος για διάβολο (;), πιθανότατα και σχεδόν εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος. Και τούτο διότι η νεωτερικότητα κατέστησε ανάπηρα τα παιδιά της,
εφόσον δεν τα έμαθε να περπατάνε και να πατάνε στα πόδια της πίστης και
του Κυρίου, αλλά στα δεκανίκια της ανθρώπινης ψευδαισθητικής
αυτονομίας, του ορθολογισμού και της «προοδευτικής» αθεΐας. Αυτό το
πράγμα επαναλαμβάνει η κυρία αυτή κομίζουσα γλαύκας εις Αθήνας, η οποία
όλως καταχρηστικώς φέρει τον τίτλο του πολιτικού προσώπου, διότι δεν
υπουργεί την «πόλιν» με χρηστές συμβουλές και ενέργειες, αλλά τουναντίον
σκάβει αδιαλείπτως και προγραμματισμένα τα ήδη σαθρά θεμέλια του
νεοελληνισμού με αναχρονιστικές προτάσεις και μεθοδεύσεις, οι οποίες
σχεδιάζουν με την τακτική του σαλαμιού τη σταδιακή αποσάθρωση του υγιούς
εθνισμού και τον αποχριστιανισμό του νεοελληνικού λαού.
Εκπληκτικά εύστοχη η απάντηση του εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής δεν μας
αφήνει πολλά περιθώρια για συμπληρωματικές τοποθετήσεις. Οι
περιεκτικότατες φράσεις για «ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και συνωστισμό
εμμονών» τα λένε απλά και τα υπονοούν σχεδόν όλα. Ο Πειραιώς μίλησε
επίσης με ακρίβεια περί εκκλησιομαχίας, που αποτελεί συνώνυμον της
θεομαχίας. Διότι, ας μην κρυβόμαστε, δεν πρόκειται για αθώες δηλώσεις
και νηφάλιες επιστημονικές θέσεις της κ. Ρεπούση, αλλά για
καθοδηγούμενες κινήσεις, λίαν πιθανώς από συγκεκριμένα κέντρα με
σχετικούς περι(προδια)γεγραμμένους στόχους και δρομολογούμενα
οριοθετημένα οράματα αποδόμησης του Γένους, εστιάζοντα εν προκειμένω και
στη θρησκευτική παράμετρο της υπόστασής μας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι σαφώς βαθύτερο και πιο ανησυχητικό. Εφόσον η
κυρία αυτή εκφέρει με τόση ανίερη άνεση τέτοια λόγια, τούτο σημαίνει ότι
εκπροσωπεί ένα ικανό, σιωπούν έστω, κομμάτι της κοινωνίας μας και
εκφράζει μια ηθικοϊδεολογική τάση απώθησης της θρησκείας, γεγονός
προφανώς χαρακτηρίζον την εποχή μας και που δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε
ή να στρουθοκαμηλίζουμε περί τούτου. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να
παραδεχθούμε κατά πρώτον και βάσιν τα μετα-νεωτερικά αυτά νοσήματα του ατομοκεντρισμού μας, γεννήματα και γεννήτορες της αφασίας και της σύγχυσης που εφαπλούνται πια σε όλο το οικουμενικό χωριό που ονομάζουμε γης.
Αρκεί, θεωρώ, να σχολιάσουμε μονάχα ένα απόσπασμα από τις δηλώσεις της:
«δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή παίζει ένα σημαντικό ρόλο
και γενικώς η Ορθοδοξία στην πρόοδο του Ελληνισμού, θα πρέπει να γίνεται
κατήχηση. Αυτό δεν γίνεται πουθενά στον κόσμο. Θα ταίριαζε περισσότερο
ένα μάθημα θρησκειολογίας» . Καταρχήν με ύπουλο τρόπο απαξιώνει τον
ουσιαστικό ρόλο της Εκκλησίας, υποβαθμίζοντάς εμμέσως τη σημαντικότητά
του εξισωτικά με άλλους θεσμούς, τους οποίους εξυπονοεί χωρίς να
χρειάζεται να κατονομάσει. Στη συνέχεια προβαίνει σε δυο χονδροειδέστατα
ψεύδη: ότι στο μάθημα των θρησκευτικών γίνεται κατήχηση και πως ο
κατηχητικός αυτός (υποτιθέμενος) χαρακτήρας του μαθήματος δεν υφίσταται
πουθενά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πέρα από το τεράστιο ψεύδος, ειδικά για τον ομολογιακό χαρακτήρα του
μαθήματος στην Ε.Ε. και αλλαχού, ας δούμε το θέμα της καθ’ ημάς
κατήχησης. Πρόκειται για ασύστολη ανοησία και εξαπάτηση, πυροτέχνημα για
εντυπωσιασμό της αδαούς πλειοψηφίας. Τα
Θρησκευτικά είναι ένα καθαρό γνωσιολογικό μάθημα όπως τα υπόλοιπα, με
συγκεκριμένα πράγματα και καθορισμένη διδακτέα ύλη. Ο ομολογιακός
χαρακτήρας, επίσης, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και κατηχητικός. Η ευρεία
έννοια της κατήχησης και της ομολογίας εξάλλου επεκτείνεται και σε πολλά
άλλα γνωστικά και διδακτικά επίπεδα και έγκειται στην προσωπικότητα
εκάστου διδάσκοντος στο πώς θα τις εφαρμόσει. Για παράδειγμα,
ένας καθηγητής Ιστορίας μπορεί έμμεσα ή άμεσα να προωθήσει στους
μαθητές του την αριστερή ή τη δεξιά πολιτική ιδεολογία και αντίστοιχη
ερμηνευτική των γεγονότων.
Το φαινόμενο Ρεπούση τείνει να γίνει, αν δεν είναι ήδη πρόδηλα για τους
ορώντες, γραφικό. Ωστόσο, συγγενείς φωνές θα πληθαίνουν και θα
σοβαρεύουν στο εγγύς μέλλον και καλό είναι άπαντες να προετοιμαζόμαστε
για τη λήψη αποφασιστικών και αποτελεσματικών στάσεων και μέτρων
απέναντί τους. Μου άρεσε η επιθετικογενής απάντηση της Αρχιεπισκοπής
(δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια) διότι συντελεί στην επανόρθωση του
απολεσθέντος ή απλά τετρωμένου ορθόδοξου αυτοπροσδιορισμού μας. Μπορεί
για την κ. πολιτικό μας ο γέρος του Μοριά (και οι συν αυτώ) να είναι
ένας γραφικός ραγιάς, εφόσον πρώτα σηκώθηκε για την Πίστη και μετά για
την Πατρίδα. Οι έννοιες αυτές πιθανότατα είναι κενού ή και άκρως
συγκεχυμένου περιεχομένου στο λεξιλόγιο και στον ψυχισμό της εν λόγω
κυρίας. Δεν χρειάζεται όμως κάθε τρεις και λίγο μέσα στις ηλικιακές και
άλλες ανασφάλειες, μεταβάσεις και μεταλλάξεις της να μας καθιστά
κοινωνούς στα προσωπικά της αυτά προβλήματα, πολλώ δε μάλλον να τα
μεταποιεί σε θέματα κοινωνικού διαλόγου.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η εν λόγω ακαδημαϊκή πολίτις είναι αναλφάβητη
τόσο πνευματικά, όσο και αμιγώς ιστορικά σε θέματα Εκκλησίας και
Ορθοδοξίας. Αυτό είναι καταφανέστατο στον συνολικό της τρόπο έναντι του
Θεού και της πνευματικής εν Χριστώ ζωής. Τα έχει οπωσδήποτε τα μεγέθη
αυτά συνδέσει με την προνεωτερική οπισθοδρόμηση. Στο μυαλό της, μάλλον
στα ιδεοληπτικά ιδιωτικά της φαντασιοκοπήματα, έχουν θρονιαστεί ο παλιός
ιεροδιδάσκαλος και κατηχητής παπάς, που καταχέριζαν, έπαιρναν απουσίες
και στο κυνήγι τα παιδιά να τα μαντρώσουν στον κυριακάτικο εκκλησιασμό.
Ο θεολόγος με το μουστάκι και η αξύριστη θεούσα είναι γι’ αυτήν η όλη
Ορθοδοξία. Αν δεν συμβαίνει κάτι από αυτά, τότε η κυρία τούτη είναι
κακόβουλη, ύπουλη και επικίνδυνη για την Εκκλησία μας. Αν ισχύουν
βέβαια, τότε και πάλι εγκαλείται για τη σχετική θρησκευτική
αγραμματοσύνη της, εφόσον δεν κάθισε να διαβάσει μεγάλους σύγχρονους
ορθόδοξους διανοητές (βλ. ενδεικτικά Ζηζιούλα, Γιανναρά, Λουδοβίκο,
Σμέμαν κ.ά. – δεν τολμώ καν να κάνω αναφορά στα τεράστια πνεύματα των
Αγίων Πατέρων, διότι και μόνο στην ακοή τους η εν λόγω κυρία θα αφήνιαζε
από τα ενυπάρχοντα ψυχωτικά κουβάρια της επί των εκκλησιαστικών
πραγμάτων). Από σεβασμό εξάπαντος στο ιστορικό και στο φιλοσοφικό (το
ελάχιστον) υπόβαθρο της Ορθοδοξίας θα μιλούσε πιο προσεχτικά, πιο
διαλεκτικά, πιο διαλλακτικά. Η γενική της άρνηση προδίδει σφόδρα μια
ημιμάθεια και κακεντρέχεια που τη ζημιώνουν αμετάκλητα.
Πολύς ο λόγος τελικά και το μπέρδεμα
γύρω από τη δομή του μαθήματος. Το ουσιαστικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται,
όσο και να ηχεί παράδοξα, στη Ρεπούση και στα φληναφήματά της ούτε στους
αριστερίζοντες και στους ουκ ολίγους λοιπούς εχθρούς του Κυρίου.
Έγκειται στο μπέρδεμα και στην κρίση αυτοσυνειδησίας των σημερινών
χριστιανών και, πολύ περισσότερο, των θεολόγων. Η ορθόδοξη
αυτογνωστική βεβαιότητα μαρτυρεί για τη μοναδικότητα του Ενός, του
ορθοδόξου Χριστού. Άλλος Χριστός δεν υπάρχει, ώστε να τον προβάλλουμε.
Αν το κάνουμε, απλούστατα θα προσβάλουμε την Αλήθεια. Θα αποτελέσει
ψέμα, απάτη, ανυπόστατη θεωρία. Ο διάλογος με τους έτερους Χριστούς
(ήτοι τις υπόλοιπες ετερόδοξες χριστιανικές ομολογίες και παραδόσεις)
και τις άλλες «θεότητες» θα γίνει αναπόφευκτα, αλλά με προϋποθέσεις.
Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε τον αληθινό και μοναδικό Θεό και Σωτήρα,
τον Τριαδικό Θεό, τον Δημιουργό του κόσμου, τον Πατέρα όλων μας. Από
Αυτόν κυριότατα αντλούμε τα πάντα: τη ζωή, την υλική και πνευματική μας
υπόσταση, την ελπίδα της σωτηρίας μας τόσο από την τωρινή, όσο και από
την αιώνια Κρίση.
Η καραμέλα περί κατηχητισμού άρχισε να κουράζει και να εκθέτει τους φορείς της. Το
γένος των Ελλήνων επαναστάτησε, λευτερώθηκε και ανδρώθηκε πάνω στην
ακατάβλητη και αμετακίνητη και αΐδια πέτρα, που είναι ο Χριστός (Α΄ Κορ.
10:4). Χωρίς να αιθεροβατούμε και να εθελοτυφλούμε στις προκλήσεις των
αγνωστικιστικών και αθεϊστικών μεταμοντερνιστικών καιρών μας, καλούμαστε
από τις περιστάσεις και τις ενάντιες φωνές (ως τις ρεπούσειες
προκείμενες) να απαντήσουμε, πρώτα στον εαυτό μας και είτα στον
πεινώντα, διψώντα και απεγνωσμένο κόσμο, τι ακριβώς είμαστε ή τι
επιτέλους θέλουμε να γίνουμε. Η Εκκλησία και η θεολογία της δίνει μια
συγκεκριμένη και ιστορικά σαρκωμένη απάντηση. Είναι ο Κύριος Ιησούς
Χριστός. Είναι η ορατή (και αόρατη) Εκκλησία του, με καταγεγραμμένη
παράδοση, διδαχή, πολιτισμό και ιστορία.
Δεν υφίσταται κανείς λόγος ούτε υπάρχει αναγκαία συνθήκη στον ζάπλουτο
και ζείδωρο χώρο της ορθόδοξης (και πολιτισμικής άμα) πρότασης για
υποκατάστασή της από θρησκειολογικά - ανούσια στον πλεονασμό τους -
μαθήματα στο δημόσιο σχολειό μας. Είναι τόσα πολλά αυτά που έχει να πει
και να προσφέρει (σε μας τους ορθοδόξους πρωτίστως και έπειτα σε
παγκόσμιο επίπεδο) η προκείμενη αλήθεια (τουτέστιν η Ορθοδοξία), που θα
ήταν τουλάχιστον εγκληματικό να τεμαχιστεί και να σμικρυνθεί πολυτρόπως
το μάθημα των ορθόδοξων θρησκευτικών. Ακόμα και για όσους αυταπατώνται
ότι ως μάθημα πολιτισμού «θα σωθεί» μέσα στο ωρολόγιο πρόγραμμα του
Υπουργείου, ας μη λησμονούν ότι και ο
ορθόδοξος πολιτισμός είναι στο βάθος (και στην επιφάνεια) άκρως
ομολογιακός: κηρύσσει Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα. Τίποτε
περισσότερο ή λιγότερο. Και όταν απομειοίς εκουσίως ή ασύνειδα την
αλήθεια, βλάπτεις και εαυτόν και όσους θα ανέμεναν από σένα τη μοναδική
οντολογική σωτήρια αντιπρόταση στο χάος, στο οποίο περιέπεσε το παν γύρω
μας.
Η κ. Ρεπούση δεν θέλει την κατήχηση. Θέλει θρησκειολογικό πλουραλισμό.
Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει αν έχει παιδιά. Αλλά εάν είχε, αναρωτιέμαι
πώς θα μεγάλωνε το αγοράκι της με κούκλες και άλλα κοριτσοπαίχνιδα,
χωρίς να ενοχλείται ή να απορεί που θα το καμάρωνε ομοφυλόφιλο κάποια
στιγμή (δεν μιλάω ρατσιστικά στο σημείο αυτό, απλά περιγραφικά). Δεν
μπορεί ένα σύστημα κρατικής εκπαίδευσης να πράξει αναλόγως απέναντι στη
νέα γενιά. Η παροχή της δυνατότητας μιας απροϋπόθετης επιλογής δεν είναι
εγκληματική και απαράδεκτη μονάχα για τους εφήβους, αλλά και για άλλες
ηλικίες. Οφείλουμε την άωρον νεότητα να την οδηγήσουμε στο «κατά φύσιν»
της ταυτότητος του Γένους, που ένα στοιχείο της είναι και η Ορθοδοξία.
Αν αποφασίσουμε τώρα κάποια στιγμή να καταστούμε άθρησκον Έθνος και να
ακολουθήσουμε το υπόδειγμα λ.χ. της Γαλλίας, τότε το ξανασυζητάμε.
Προς το παρόν το Σύνταγμα της χώρας, από και επί του οποίου ορμώνται,
ερείδονται και λειτουργούν όλα, άρχεται στο όνομα και με την ευλογία του
Τριαδικού Θεού. Μη βιάζεστε, κ. Ρεπούση, να Τον εξορίσουμε συλλήβδην
από τη ζωή μας. Αρκεστείτε για την ώρα στο ότι αποτελεί ιδιωτική σας
υπόθεση και επιλογή. Μην επιθυμείτε τόσο ακόμψως και φαιδρώς να την
επεκτείνεται σε όλους μας. Ημείς οι περιλειπόμενοι, φέροντες τον
ονειδισμόν του Χριστού (Εβρ. 13:13) και του καλώς εννοούμενου
πατριωτισμού, καυχώμεθα διακηρύσσοντες ομού με τον υπό των Τούρκων
σφαγιασθέντα ιερομάρτυρα Κοσμά τον Αιτωλό: «το κορμί σας ας σας το
καύσουν, ας σας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν, μη σας
μέλει, δώστε τα, δεν είναι εδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζεται.
Ετούτα τα δύο όλος ο κόσμος να πέσει, δεν μπορεί να σας τα πάρει, έξω αν
τύχει και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε να μην
τύχει και τα χάσετε».
Το νεοσύστατο ελλαδικό κράτος είναι
ορθοδόξως χριστιανικό. Ανεκτικό μεν σε όλους, αλλά με συγκεκριμένη
εθνική και θρησκευτική ταυτότητα. Με αυτήν ακριβώς προσέρχεται σε κάθε
διάλογο, με την ελληνοχριστιανική. Κάποτε οι αρχαίοι μας
πρόγονοι φώτιζαν τον κόσμο με την ίδια ακριβώς, απλά της έλειπε η θεόθεν
προσθήκη του χριστιανισμού. Από τη βυζαντινή μας εποχή και δώθε
διαλεγόμαστε προς άπαντας με τα ελληνοχριστιανικά δεδομένα. Δι’ αυτών
οφείλουμε να διαπαιδαγωγήσουμε τη νέα γενιά μέσα από την επίσημη
τουλάχιστον γραμμή της κρατικής εκπαίδευσης. Μετά τη λήψη των
πνευματικών αυτών δεδομένων μπορεί ο καθένας – αναπόφευκτο άλλωστε – να
κάμει και στο θρησκευτικό και στο ιδεολογικό και σε κάθε άλλο επίπεδο
τις προσωπικές του επιλογές. Είναι ευτύχημα, ωστόσο, που ακόμα παραμένει
στην πατρίδα μας ανοιχτή η πρόσβαση στο αναφαίρετο δικαίωμα (μάλλον
ιστορικό κεκτημένο με θυσίες και ανθρώπινες ζωές) σε μια ορθόδοξη
χριστιανική αγωγή και πίστη. Αυτήν που παραλάβαμε από τους προγόνους
μας, αυτήν ακριβώς για την οποία ολίγα «ρακένδυτα και αμόρφωτα κορόιδα»
έχυσαν πρόσφατα το αίμα τους, ώστε να μπορούν κάποιοι σήμερα να
«αυνανίζονται» κάτω από ή και με τα φώτα της δημοσιότητας.
Κ.Ν.
7/9/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου