Ή ευλάβεια πού δείχνει, ή Εκκλησία στην Παναγία ριζώνει στην
υπακοή της στον Θεό, στην εκούσια επιλογή της να δεχθεί μια πρόσκληση αδύνατη
στα ανθρώπινα μέτρα. Ή Όρθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τόνιζε τη σύνδεση της
Παναγίας με τον άνθρωπο καί χαίρεται γι' αυτήν καί τη θεωρεί ως τον καλύτερο,
καθαρότερο καί πιο υπέροχο καρπό της ανθρώπινης ιστορίας καί της αναζητήσεως
του Θεού από τον άνθρωπο, της αναζητήσεως του εσχάτου νοήματος,του εσχάτου
περιεχομένου της ζωής του ανθρώπου. Αν στη Δυτική Χριστιανοσύνη ή ευλάβεια προς
την Παναγία περιστράφηκε γύρω από την άειπαρθενία της, ή καρδιά της ευλάβειας,
της σκέψεως καί της αγάπης της Όρθόδοξης Ανατολής προς την Παναγία, υπήρξε
πάντοτε ή Μητρότητα της, ή σχέση σαρκός καί αίματος πού είχε με τον Ίησοΰ
Χριστό. Ή Ανατολή χαίρεται πού ό ρόλος του ανθρώπου είναι βασικός στο θείο
σχέδιο. Ό Υιός του Θεού έρχεται στη γη, ό Θεός εμφανίζεται, για να λυτρώσει τον
κόσμο, γίνεται άνθρωπος για να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη θεϊκή του κλήση, καί
σ' αυτό συμμετέχει ολόκληρη ή ανθρωπότητα. Αν αντιληφθούμε πώς ή κοινή φύση του
Χρίστου με τη δική μας είναι ή μεγαλύτερη χαρά καί το μεγαλύτερο βάθος του
Χριστιανισμού, ότι ό Χριστός είναι γνήσιος άνθρωπος κι όχι κάποιο φάντασμα ή
κάποιο ασώματο φαινόμενο, ότι είναι κάποιος από μας καί παραμένει αιωνίως
ενωμένος μαζί μας μέσω της ανθρώπινης φύσεως Του, τότε ή ευλάβεια προς την
Παναγία γίνεται κατανοητή, επειδή αυτή του προσέφερε την ανθρώπινη φύση, τη
σάρκα καί το αίμα Του. Αυτή δίνει τη δυνατότητα στον Χριστό να ονομάζεται
πάντοτε "Υιός του Ανθρώπου".
Υίός του Θεοϋ, Υίός του Ανθρώπου... ό Θεός πού κατήλθε κι
έγινε άνθρωπος, ώστε να μπορέσει ό άνθρωπος να έξαγιαστεί, να μπορέσει να γίνει
κοινωνός "θείας φύσεως" (Β' Πέτρου 1, 4), ή, σύμφωνα με την έκφραση
των διδασκάλων της Εκκλησίας, να "θεωθεί". Ακριβώς έδώ,σ' αύτη την
εξαιρετική αποκάλυψη της αυθεντικής φύσεως καί κλήσεως του ανθρώπου, βρίσκεται
ή πηγή αυτής της ευγνωμοσύνης καί τρυφεράδας πού περιβάλλει τη Θεοτόκο, ως
σύνδεσμο μας με τον Χριστό, καί μέσω Αύτοΰ με τον Θεό. Πουθενά δε άλλου δεν
άντικατοπρίζεται αυτό καλύτερα άπ' 6,τι στη γέννηση της Θεοτόκου. Σέ κανένα
όμως σημείο της Αγίας Γραφής δεν αναφέρεται τίποτε γι' αυτό το γεγονός. Γιατί
όμως θα έπρεπε να αναφέρεται; Υπάρχει κάτι το αξιόλογο, κάτι το ιδιαίτερα
μοναδικό στη συνηθισμένη γέννηση ενός παιδιού, σε μια γέννα όπως όλες οι άλλες;
Αν όμως ή Εκκλησία άρχισε να μνημονεύει το γεγονός με μια ιδιαίτερη εορτή, αυτό
δεν έγινε επειδή ή γέννα καθαυτή ήταν κάτι το μοναδικό ή θαυματουργικό ή
ασυνήθιστο γεγονός. Το αντίθετο, μάλιστα.
Το ότι είναι τόσο συνηθισμένο γεγονός αποκαλύπτει μια
φρεσκάδα καί μια λάμψη όσον αφορά το καθετί πού αποκαλούμε "ρουτίνα"
καί συνηθισμένο, καί δίνει νέο βάθος στίς "ασήμαντες" λεπτομέρειες
της ζωής του ανθρώπου. Τί παρατηρούμε στην εικόνα της εορτής, όταν την
άντικρύζουμε με τα πνευματικά μας μάτια; Πάνω σ' ένα κρεβάτι είναι ξαπλωμένη
μια γυναίκα, ή Άννα, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, πού μόλις έχει
γεννήσει μια κόρη. Δίπλα της είναι ό πατέρας του παιδιού, ό Ιωακείμ, σύμφωνα
πάλι με την ϊδια παράδοση. Λίγες γυναίκες στέκονται εκεί κοντά, πού πλένουν το
νεογέννητο για πρώτη φορά. Το πιο συνηθισμένο, δηλαδή, καί απαρατήρητο γεγονός.
"Η δεν είναι έτσι; Μήπως ή Εκκλησία θέλει, μέσα άπ' αυτή την εικόνα, να
μας πει πώς ή κάθε γέννα, ή είσοδος κάθε νέου ανθρώπου στον κόσμο καί στη ζωή,
δεν είναι παρά ένα μέγιστο θαύμα, ένα θαύμα πού διαρρηγνύει κάθε ρουτίνα,
επειδή σημαδεύει την αρχή κάποιου γεγονότος δίχως τέλος, την αρχή μιας
μοναδικής καί ανεπανάληπτης ζωής,την αρχή ενός νέου προσώπου; Με κάθε γέννα ό
κόσμος δημιουργείται, κατά μία έννοια, εξ αρχής, καί προσφέρεται ως δώρο σ'
αυτόν το νέο άνθρωπο για να είναι ή ζωή του, ό δρόμος του,ή δημιουργία του.
Κατ' αρχάς, αυτή ή γιορτή δεν είναι παρά ένας γενικός
εορτασμός της γεννήσεως του ανθρώπου, καί, όπως λέει. το Ευαγγέλιο, δεν
θυμόμαστε πλέον την αγωνία "δια την χαράν ότι έγεννήθη άνθρωπος εις τον
κόσμον" (Ίωάν. 16,21). Δεύτερον,τώρα γνωρίζουμε αυτόν του οποίου την
ιδιαίτερη γέννηση καί τον ερχομό εορτάζουμε:την Παναγία. Γνωρίζουμε τη
μοναδικότητα, την ομορφιά, τη χάρη ακριβώς αυτού του παιδιού, τον προορισμό
του, τη σημασία του για μας καί για ολόκληρο τον κόσμο. Καί τρίτον, γιορτάζουμε
όλους όσοι προετοίμασαν τον δρόμο της Παναγίας, πού συνέβαλαν στο να
κληρονομήσει τη χάρη καί την ομορφιά. Σήμερα πολλοί άνθρωποι μιλούν για
κληρονομικότητα, αλλά μόνο με μια αρνητική, ύποδουλωτική καί αιτιοκρατική
έννοια. Ή Εκκλησία πιστεύει σε μια θετική καί πνευματική κληρονομικότητα. Πόση
πίστη, πόση καλωσύνη, πόσες γενιές ανθρώπων πού αγωνίστηκαν να ζήσουν την
αγιότητα, δεν χρειάστηκαν πρίν το δένδρο της ιστορίας μπορέσει να βγάλει ένα
τέτοιο υπέροχο καί εύωδιαστό λουλούδι -την Παρθένο Παναγία!
Γι αυτό ή εορτή της Γεννήσεως της είναι ένας εορτασμός της
ανθρώπινης ιστορίας, εορτασμός της πίστεως στον άνθρωπο, ένας εορτασμός του
ανθρώπου. Δυστυχώς όμως, ή κληρονομιά του κάκου είναι πολύ πιο ορατή καί γνωστή
σήμερα. Υπάρχει τόσο κακό γύρω μας, ώστε αυτή ή πίστη στον άνθρωπο, στην
ελευθερία του, στη δυνατότητα του να παραδίδει στίς μελλοντικές γενιές μια
φωτεινή κληρονομιά καλωσύνης έχει σχεδόν εξατμιστεί κι έχει αντικατασταθεί από
τον κυνισμό καί την υποψία... Αυτός ό εχθρικός κυνισμός καί ή αποθαρρυντική
υποψία είναι ακριβώς ό,τι μας κάνει ν' απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, τη
στιγμή πού αυτή γιορτάζει, με τέτοια χαρά καί πίστη, τη γέννηση ενός κοριτσιού,
στο όποιο συγκεντρώνεται όλη ή καλωσύνη,ή πνευματική ομορφιά, ή αρμονία καί ή
τελειότητα, πού είναι στοιχεία της γνήσιας ανθρώπινης φύσεως. Μέσα άπ' αυτό το
νεογέννητο κορίτσι, ό Χριστός -το δώρο του Θεού, ή συνάντηση μαζί Του - έρχεται
ν' αγκαλιάσει τον κόσμο. Εορτάζοντας έτσι τη γέννηση της Παναγίας, βρισκόμαστε
ήδη στον δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κινούμενοι προς το χαρμόσυνο μυστήριο της
Παναγίας ως Θεοτόκου.
Από το βιβλίο του π.Αλ.Σμέμαν«Η Παναγία»εκδ.''Ακρίτας''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου