Αυτά τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, για πολλούς ανθρώπους δεν θα είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.
Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να περιπτυχθώσιν αλλήλους», ίσια ίσια αυτές τις μέρες αποξενώνουνται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα ολότελα ξένα τόνα στ’ άλλο, σχεδόν εχθρικά. Από τη μια μεριά είναι οι ευτυχισμένοι οι καλοπερασμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι δυστυχισμένοι κι οι παραπεταμένοι. Αναμεσά τους «χάσμα μέγα εστήρικται» κατά τις γιορτές. Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δυο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι όσοι έχουνε τον τρόπο τους κάνουνε, αλλοίμονο! το παν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τα αγαθά τους στους λιμασμένους. Κι’ αυτό γίνεται στ’ όνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στο παχνί! Για την γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε
οι φτωχοί σαν και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτώχεια του για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να νοιώση κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό του;
Μονάχα ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώσει τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να επιδείξη στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία, αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ’ όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, στα χρόνια μας, ένω ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι’ αυτό ένα από τα ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα κέντρα!
Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.
Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη, «Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής».
Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.
Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη, «Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου