«Ο απερίγραπτος Λόγος του Πατρός, εκ σου Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, και την ρυπωθείσαν εικόνα εις το αρχαίον αναμορφώσας τω θείω κάλει συγκατέμειξεν. Αλλ' ομολογούντες την σωτηρίαν, έργω και λόγω ταύτην ανιστορούμεν»
Μέσα στις λίγες γραμμές του ύμνου αυτού ευρίσκεται όλη η θεολογία του μυστηρίου της θείας ενανθρωπίσεως, δια της Θεοτόκου, αλλά και η θεολογία της εικόνας.
Η Εκκλησία, πηγή και χορηγός πάσης δωρεάς και παντός αγαθού καλεί τους πιστούς εις αγιασμό και ομολογία πίστεως. Ομολογία πίστεως δια των έργων, των λόγων και των συμβόλων. Με την ψυχή και το σώμα, με το πνεύμα και την ύλη. Ομολογία πίστεως δια των ιερών εικόνων.
Στην ιστορία της εκκλησίας υπάρχουν πάμπολλοι αγώνες με κάθε λογής αιρέσεις και πλάνες. Έτσι έγινε για άλλη μια φορά και τον 8ο αιώνα. Αιρετικοί, κυρίως Μανιχαίοι και Παυλιανοί, επηρέασαν τους αυτοκράτορες Λέοντα Γ΄ τον ΄Ισαυρο και Κωνσταντίνο Ε΄ και εξεδόθη το 726 το πρώτο διάταγμα για την καταστροφή όλων των εικόνων που επίσης απαγόρευε την προσκύνηση και τις δεήσεις προς τους αγίους. 116 χρόνια κράτησε, με κάποιες διακοπές, η μεγάλη αναταραχή που συγκλόνισε το πλήρωμα της εκκλησίας. Κατά την περίοδο αυτή ύψωσαν τη φωνή και το ανάστημά τους οι μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Πατριάρχης Κων/λεως Ταράσιος, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Ρώμης Αδριανός κ.π.ά. Δια της θεολογίας των κατενοήθη η πλάνη των εικονομάχων και κατέστη δυνατή η σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (797), όπου με την επικύρωση των αποφάσεων της Ενδημούσης Συνόδου της 14 Μαρτίου 843, κατεδικάσθησαν οι εικονομάχοι ως αιρετικοί.
Υποστηρίζοντας οι εικονομάχοι το «ανεικόνιστον» του Θεού υποτιμούσαν και αμφισβητούσαν την ιστορική ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού. Από αυτήν την πλάνην, ξεκινώντας η Εκκλησία, κηρύττει δια στόματος Μακαρίου Χρυσοκεφάλου: «Ό εωράκαμεν μαρτυρούμεν, καθ' ό εθεασάμεθα τοις οφθαλμοίς ημών και οι χείρες εψηλάφησαν τούτο και εν εικόνι προσκυνούμεν και ζωγραφούμεν της ανθρωπότητος το ορώμενον». Διακηρύσσεται δηλαδή η δυνατότητα εικονογραφήσεως του Χριστού, ακριβώς διότι ενηνθρώπησε και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση πραγματικά και όχι φανταστικά «Ου την αόρατον εικονίζω θεότητα αλλά εικονίζω θεού την οραθείσα σάρκα» διακηρύσσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και προτρέπει: «χάρατε του Χριστού την άφατον συγκατάβασιν, την εκ Παρθένου Γέννηση. Πάντα γράφε και λόγω και χρώμασι». Η εικόνα θεολογεί, κηρύττει. Η ίδια αλήθεια, η οποία διατυπώθηκε δογματικώς υπό των ιερών Συνόδων και των Πατέρων, ιστορείται και εικονικώς υπό των ιερών αγιογράφων.
Έτσι, όταν ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεότητα του Λόγου, τα γράμματα Α και Ω, σύμβολα της αιωνιότητος του Θεού, τοποθετούνται αριστερά και δεξιά της εικόνας του Χριστού. Το δόγμα του ομοουσίου της Α΄ Οικ. Συνόδου, δηλώνεται με τη λέξη ο ΩΝ. Όταν αργότερα ο Νεστόριος αρνείται τον τίτλο της Θεοτόκου, εικονογραφείται η Παναγία ως Πλατυτέρα και όταν αμφισβητείται η Παρθενία της, τοποθετούνται οι αστερίσκοι πάνω στα ιμάτιά της. Το ίδιο ισχύει και για τις εικόνες των αγίων. Οι άγιοι είναι Χριστοί κατά χάριν. Και το βεβαιώνει με τρόπο αναντίρρητο ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Θεοειδείς γενόμενοι οι άγιοι μετέχουσι Θεού. Μη μετέχοντες μόνον αλλά και μεταδιδόντες». Να γιατί η εικόνα δεν είναι απλή ζωγραφιά ούτε αναπαράσταση γεγονότων. Αν έμενε στο επίπεδο αυτό του θρησκευτικού πίνακα η εικόνα, θα μας άφηνε μέσα στη φυλακή του κτιστού κόσμου που τόσο καλά γνωρίζουμε μετά την πτώση. Η ορθόδοξη εικονογραφία όμως είναι μαρτυρία νίκης κατά του θανάτου από τον αρχηγό της ζωής. Η εικόνα δεν είναι απλό έργο τέχνης, αλλά ιερό λειτουργικό σκεύος που αγιάζει τον άνθρωπο και τον φέρνει σε άμεση σχέση με την χάρη και την υπόσταση του εικονιζομένου αγίου. «Η εικών προς το αρχέτυπον και ένεστιν και οράται και προσκυνείται» τονίζει ο Αγ. Θεόδωρος Στουδίτης. Η εικόνα είναι ύλη, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Είναι προσφορά εκ των του Θεού, όπως αναφωνεί ο Δαυίδ πάνω από τα συναθροισθέντα υλικά για το χτίσιμο του ναού: «ότι σα πάντα και εκ των Σων Σοι δεδόκαμεν». Η εικόνα δεν παριστά σάρκα. Παριστά το σώμα, την καινή κτίση την μεταμορφωμένη από τον Χριστό.
Λατρεύουμε δηλαδή το σώμα, την κτίση και την ύλη; «Μη γένοιτο», αναφωνεί ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ου προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλη δι' εμέ γενόμενον, και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι' ύλης την σωτηρία μου εργασάμενον και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι' ης η σωτηρία μου ήργασται».
Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν αποδέχεται τον χωρισμό ιερού και κοσμικού. Βεβαιώνει και κηρύττει ότι ο Θεός είναι δημιουργός παντός του ορατού και χρησιμοποιεί κάθε τι υλικό προς δόξαν Θεού. Χρησιμοποιεί την ύλη για να φανερώσει την Παρουσία της Βασιλείας του Θεού. Με την ενανθρώπιση του Κυρίου Ι. Χριστού και αυτή η ύλη μέσα στην εκκλησία αγιάζεται. «Εκαθάρθη ο ουρανός, εκαθάρθη δε και η γη. Ελθών ο Χριστός και της πόλεως έξω παθών, πάσα η γη γέγονεν αγία» λέγει ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ούτε και το σώμα είναι απλό ένδυμα της ψυχής, όπως εδίδασκαν οι πλατωνικοί των οποίων φορέας της διδασκαλίας υπήρξε εκατοντάδες χρόνια αργότερα ο Βαρλαάμ. Και στην περίπτωση του Βαρλαάμ, όπως και στην εικονομαχία, έχομε αποδοχή του δυαλισμού χάριτος και φύσεως. Με αποτέλεσμα να φθάσουμε στις Παλαμικές Συνόδους τον 14ον αιώνα, όπου κατεδίκασαν τις διδασκαλίες του Βαρλαάμ ως αιρετικές, και να συμπληρωθεί το Συνοδικό της Ορθοδοξίας με την ησυχαστική διδασκαλία (1352) επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος διεκήρυττε ότι το σώμα μετέχει στην εμπειρία της θεώσεως και αγιάζεται, ως ναός του εν ημίν οικούντος Αγίου Πνεύματος.
Ο Κύριος λέγει: εγώ ειμί το φώς του κόσμου. Και όπως διδάσκει ο Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, το φως φωτίζει το σκοτάδι και στις καρδιές και στο μυαλό μας. Ομιλεί, Ενεργεί, Ζει. Ζωοποιεί και μεταβάλλει σε φως αυτούς που φωτίζονται απ' αυτό. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία όλα μεταμορφώνονται και επιτυγχάνεται η προπτωτική αρμονία ανθρώπου - κόσμου. Αιώνες τώρα η Εκκλησία αγωνίζεται και μας παραδίδει πάσαν την αλήθειαν. Αλώβητον και ακεραίαν. Και υπενθυμίζει σε μας το του Αποστόλου Παύλου: «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις».
Έτσι ζουν οι πιστοί μέσα στην εκκλησία, μέσα στη χάρη. Και όλοι ευλογούνται και όλοι μαζί κηρύσσουν «Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους Αυτού Αγίους εν λόγοις τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν ναοίς, εν εικονίσμασι» και εύχονται: απάντων των του Χριστού φίλων, αιωνία η μνήμη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου