Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ἡτοίμασται. 41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ' ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται
τοις Αρχιερεύσι και Γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω…».
Αδελφοί μου,
Πλησιάζει ο χρόνος που ο Υιός και Λόγος του Θεού θα παραδοθεί από τον
προδότη και δόλιο Ιούδα στους Αρχιερείς και Γραμματείς του Ιουδαϊκού
λαού.
Πλησιάζει ο χρόνος πού ο αναμάρτητος Ιησούς Χριστός θα
δικαστή υπό ανόμων κριτών ως κακούργος και θα καταδικαστεί σε φοβερό και
επονείδιστο θάνατο – τον δια σταυρού θάνατο.
Πλησιάζει ο χρόνος
που «ο δρακί έχων την πάσαν κτίσιν», θα απλώσει τα άγια χέρια Του επάνω
στον τετραμερή σταυρό Του, για να ενώσει τα διεστώτα, για να ενώσει γή
και ουρανό, άνθρωπο και Θεό.
Πλησιάζει ο καιρός, που εκουσίως ο
αγιότατος Υιός της Παρθένου, ο Νυμφίος της Εκκλησίας, «ο κάλει ωραίος
παρά πάντα βροτούς» επάνω στον αιματόβρεκτο Σταυρό Του, θα πεί «το
τετέλεσται» «και κλίνας την κεφαλήν» θα παραδόσει το πνεύμα στον Πατέρα
και Θεό Του και Θεό ημών.
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς ανεβαίνει
συνοδευόμενος από τους μαθητές του στην αγία πόλη, στην πόλη των
Βασιλέων και των Προφητών, στην Ιερουσαλήμ, και προλέγει σ’ αυτούς τα
παθήματά Του και τον εκούσιο και φρικτό θάνατό Του, «ήρξατο αυτοίς
λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν».
Οι μαθητές Του όμως,
σκέπτονται και επιθυμούν τα του κόσμου τούτου, οραματίζονται τιμές,
δόξες και μεγαλεία νομίζοντες ότι, ο Κύριος των κυριευόντων και Βασιλεύς
των βασιλευόντων, γενόμενος υπό γυναικός ότε ήλθε το πλήρωμα του
χρόνου, ήλθε στην γη για να ιδρύσει κοσμική βασιλεία.
Οι
συνοδοιπόροι δεν κατενόησαν τους λόγους του διδασκάλου τους , που έλεγε
ότι «η βασιλεία η εμοί ούκ έστι εκ του κόσμου τούτου», αλλά κινούμενοι
από φιλόδοξη επιθυμία κοσμικών αξιωμάτων, πίστεψαν ότι έφθασε ο καιρός
να δοξαστούν εδώ στην γή.
Μάλιστα, μεταξύ των μαθητών Του, δύο,
οι αυτάδελφοι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τολμούν να ζητήσουν και
πρωτοκαθεδρίες «δός ημίν, ίνα είς εκ δεξιών σου και είς εξ ευωνύμων σου
καθήσωμεν εν τη δόξη σου» συνεπικουρούμενοι υπό της μητρός τους
Ελισάβετ.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, Ιάκωβος και Ιωάννης, δεν έρχονται
να παρηγορήσουν τον Κύριο και διδάσκαλό τους, να τον ενισχύσουν στον
αγώνα Του, και δεν πονούν όταν προλέγει τα προσεχή παθήματά του, αλλά
έρχονται να του ζητήσουν πρωτοκαθεδρίες.
Ο Γλυκύς και Πράος
Διδάσκαλος τους λέγει: «ούκ οίδατε τι αιτείσθε», δεν γνωρίζετε τι
ζητείτε. Ζητείτε δόξες και μεγαλεία αυτού του κόσμου που εγώ ήρθα να
καταργήσω.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την αιώνιο και
ανεπανάληπτο αυτή διδασκαλία του ιδρύει ένα άλλο βασίλειο, το βασίλειο
της αρετής και της αυτοθυσίας, το βασίλειο της ταπείνωσης και της αγάπης
προς τον πεπτωκότα άνθρωπο.
Πολλοί άνθρωποι κινούμενοι από
κοσμικά ελατήρια κενοδοξίας ζητούν δόξες πλούτη και μεγαλεία. Ζητούν και
επιδιώκουν αξιώματα και πρωτοκαθεδρίες. Όλα αυτά όμως είναι ξένα και
αλλότρια και δεν ανταποκρίνονται στην αγάπη του Θεού Πατρός.
Οι
δόξες και τα μεγαλεία του κόσμου τούτου είναι μάταια, πάντα ταύτα
έρχονται και παρέρχονται. «Ιδού τα πάντα ματαιότης ματαιοτήτων», μας
λέγει ο σοφός Εκκλησιαστής, και πραγματικά τα πάντα καταλήγουν στον
τάφο, που έξωθεν μεν φαίνεται ωραίος, έσωθεν είναι γεμάτος από οστά
γυμνά και ακαθαρσίας.
«Δεινός ο της δόξης έρως» αναφωνεί ο Ιερός Χρυσόστομος.
Αυτή την δόξα, αυτό τον έρωτα του κόσμου τούτου αρνήθηκε εκ παίδων και ο
σήμερα εορταζόμενος ο όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σάββας, ο της
Καλύμνου θερμός προστάτης, φρουρός και οικιστής.
Οι λόγοι του
Σωτήρα Χριστού προς τους μαθητές Του Ιάκωβο και Ιωάννη, «ουκ οίδατε τι
αιτείσθε», ήταν πάντοτε φλογεροί και πάντοτε νωποί στην ταπεινή καρδιά
του μοναχού Σάββα.
Πράος και ταπεινός, σώφρων και αγάπης έμπλεος
δεν ζήτησε θέσεις και πρωτοκαθεδρίες, αξιώματα και υστεροφημίες αλλά,
αφού εγκατέλειψε άπαντα τα του βίου τερπνά και πρόσκαιρα, στους ισχνούς
ώμους του σήκωσε τον δικό του σταυρό και ζήτησε να βρεί, «ως η διψώσα
έλαφος παρά τας διεξόδους των υδάτων», τον φραγγελωμένο, σταυρωμένο και
αναστημένο Χριστό.
Αδελφοί μου,
Ας μην επιδιώκουμε αδελφοί
μου, λοιπόν, την δόξα του κόσμου τούτου, πού ως καπνός διαλύεται και
χάνεται, αλλά αφού καθαρίσουμε την ψυχή μας από τις αμαρτίες, ας
επιζητούμε την αληθινή δόξα, την δόξα του Θεού Πατρός, «παρά του Οποίου
πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον». Αμήν.Ο.Μ.Λ.Κ.Α.Παΐσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου