Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός - Ὕμνος ΛΓ´
Ἔνθρονος ἀπάνω στὰ οὐρανόθρεφτα, τὰ ἡλιοφόρα πλάτη
καὶ ἐπὶ γῆς ἀπέριττος ἀπάνω σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο,
ἐσὺ Χριστέ μου ὁ Θεὸς ὁ ἔνσαρκος,
δεχόσουνα μαβιὰ δοξολογήματα νηπίων καὶ ἀγγέλων:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
α.
Ὄντας αὐτὸς ποὺ τὸ θάνατο τὸν ἔδεσες πίστομα
καὶ τὸν Ἅδη τὸ λαίμαργο ὁποὔχεις νεκρώσει
στὸν κόσμο λουλουδιάζοντας ἀνάσταση,
τὰ νήπια βαγιόκλαδα ἀνεμίζοντας, τὰ νήπια,
Χριστὲ ἐσένα ἀνυμνοῦσαν ἀκόρεστα
ὡς φορέα ὑπέρτατης νίκης πνευματικῆς
κραυγάζοντας σήμερα «Ὡσαννὰ στὸν ὑπαίθριο υἱὸ τοῦ Δαυίδ»·
ἄλλη δὲ θάρθει, λέγασι, μαυρίλα μας ὁποὺ
νὰν τὰ χαλάσουν τόσα σμήνη ἀπὸ βρέφη
γυρεύοντας τὸ βρέφος τῆς Μαρίας νὰ ἀφανίσουν,
ἀφοῦ ἐσὺ σταυρώνεσαι ὁ μέγας ἔρημος
γιὰ ὅλους τοὺς κακόμοιρους ἀνθρώπους
ἀπ᾿ τῶν βρεφῶν ἀρχίζοντας τὴν ἔμορφη
τὴ ζήση μέχρι τοὺς ξεκρέμαστους γερόντους·
σπαθὶ κανένα δέ μας πιάνει τώρα πιά,
γιατί ἡ λόγχη θὰ στομώσει στὴν πλευρά σου·
γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς ἀγαλλιώντας ψάλλουμε:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
β.
Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος,
καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα
νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει.
Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη
καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας
τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση·
παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις
ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη
ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες
ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ,
ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε
στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος
τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά·
μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη
καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων
ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
γ.
Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε
σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο·
καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι
μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο·
ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη,
ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη,
ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς
ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις,
διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις,
καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος
τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου·
εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους,
τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται,
ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
δ.
«Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι
ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν·
λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι
ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ
ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας,
ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα
τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια.
Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως
ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει·
ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων
ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως
δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη·
τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή,
δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως
τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε
ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν·
ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει
ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ε.
Ἀχάριστοι στὸν πλάστη τους ποὺ δείχτηκαν οἱ ἄνομοι,
τῆς ἄγνοιας ντυθῆκαν τὴν ὑποκρισία
σὰν τάχα νὰ μὴν ἤξεραν ἐκεῖνον ὁποὺ σκόπευαν
ἀδίσταχτα νὰ χαντακώσουν·
α, βέβαια, δὲν ἤξεραν οἱ μαῦροι γυιοὶ τοῦ ψεύδους...
Διόλου παράξενο μ᾿ αὐτούς, ὁποὺ τὴν ὡς τώρα
τὴ γηραιὰ τὴν ὕβρη τους ἀνακαινίζουν·
ἂς θυμηθοῦμε πὼς ὅταν ὁ θεολάλητος Μωυσῆς
τοὺς ἐξασφάλισε τὴν ἔξοδο ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο,
μὲ πίκρες καὶ μὲ βάσανα τὸ νόστο στὴν κοιτίδα ὁδηγώντας,
οἰκτρὰ περιφρονήθηκε ἀπὸ δαύτους,
ὡς τώρα κι ὁ Χριστός, ποὺ ἀπ᾿ τὸ θάνατο τοὺς ἔσωσε γιὰ πάντα,
καταφρονήθηκε φρικτὰ σήμερις ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους·
τὸ Μωυσῆ ἀρνήθηκαν οἱ λατρευτὲς τοῦ μόσχου καὶ τῆς ὕλης,
τὸν Ἰησοῦ ἀρνήθηκαν οἱ φίλοι τοῦ Βελίαρ·
αὐτοὶ λοιπὸν δὲν ἤθελαν στὰ ὕψη νὰ βοήσουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
στ.
Τὰ βρέφη βάγια σείοντας υἱὸ σὲ τραγουδοῦσαν,
υἱὸ Δαυὶδ σὲ φώναζαν, υἱὸ σὲ καρτεροῦσαν·
εὔλογη τούτη ἡ φρενίτιδα Κύριε!
Εἶσαι ἐσὺ ὁποὺ τοῦ νοητοῦ Γολιὰθ ἀχρήστεψες τὸ ὄνειδος,
τοῦ χάρου τὴ γιγάντιαν ἁρπάγη·
κείνου γυναῖκες χορευτά, τοῦ πρόγονου, τὰ νικητήρια ψάλλαν:
«Σαοὺλ χιλιάδες χάλασε, μὰ ὁ Δαυὶδ μυριάδες».
Ἔτσι ὁ Νόμος· ὓστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸν ἡ χάρη ἡ δική σου Ἰησοῦ μου.
Ὁ Νόμος ἤτανε Σαούλ, μὲ φθόνο καὶ σκληράδα ὁ διώκτης,
ἀλλ᾿ ὁ Δαυὶδ τὴ χάρη σου βλασταίνει διωκόμενος·
γιατί ἐσὺ τοῦ γίνηκες ἡ φώτιση κι ὁ δρόμος·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ζ.
Ἅρμα φωτὸς ὁ ἥλιος μας κι αὐτὸς διάκονός σου,
ἀχτιδοβόλο ὄχημα τὸν οὐρανὸ φαιδρύνει,
κυρίαρχος καὶ θερμουργὸς κι ὅμως κ᾿ ὑποταγμένος
στοῦ πλάστη τὰ κελεύσματα, τὰ θεῖα μαθηματικά σου,
κι ὡστόσο τώρα σ᾿ ἔτερψε ὁ παλιογαϊδαράκος;
δόξα στὸ μέγα ἔλεος, δόξα στὴν ταπεινότη!
Δὲν τὸ ξεχνῶ πὼς κάποτε τυλίχτηκες μὲ σπάργανα στὴ φάτνη
καὶ τώρα νὰ λοιπὸν ἐσὺ τὸ θρόνο τ᾿ οὐρανοῦ ὁποὺ κατέχεις
ἀπάνω στὸ φτωχούλικο κι ἀνήξερο πουλάρι
μὲ λάμψη ἐποχήθηκες.
Ἀναλογίες τραγουδῶ· τὴ φάτνη ἐκεῖ πέρα
κυκλόφερναν οἱ ἄγγελοι μέσ᾿ τὰ μαλάματά τους,
τὸ πουλαράκι οἱ ταπεινοί σου μαθητὲς ἐδῶ
τὸ βάσταγαν ἀπ᾿ τὴ μουσούδα·
«Δόξα» καὶ τότε ἄκουγες, «Δόξα» καὶ τώρα κράζουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
η.
Τὴ δύναμή σου τὴ φανέρωνες μονάχα μὲ ταπεινοσύνη·
μήγαρις ἤτανε καὶ τίποτ᾿ ἄλλο νὰ καθήσεις
ἀπάνω στὸ φτωχούλη γαϊδαράκο;
Κι ὅμως τὴν ἔσειξες ὁλάκερη τὴν Ἱερουσαλὴμ
ὅπως ἂν ἔφτανες ἐκεῖ μὲ δόξα τυλιγμένος.
Ἤτανε καὶ τῶν μαθητῶν σου τὰ ἱμάτια
τὰ λαϊκὰ ποὺ δείχναν εὐλαβῆ ταπείνωση
κι ἀληθινός σου θρίαμβος καὶ μυρωμένη δόξα
ὁ ὕμνος τῶν παιδιῶν ὁ ἀναμάρτητος
καὶ τῶν μαζῶν ἡ ἰαχὴ ἡ σύγκορμη καὶ οὐρανομήκης,
ἡ ἰαχὴ τοῦ «Ὡσαννά» ὁποὺ σημαίνει: σῶσε μας ἐσὺ
ὁ προαιώνιος κάτοικος τοῦ ὕψους,
ἐσὺ ὁ δυσανάβατος, τοῦ κόσμου σῶσε ἐσὺ
τοὺς ἀναρίθμητους καὶ καταφρονεμένους,
κοιτάζοντας μὲ εὐμένεια τὴν ἐλπίδα μας,
κι ἀπειράγαθος ὄντας ἐλέησέ μας,
δόνησε τὰ σπλάγχνα σου γιὰ μᾶς τοὺς ἄμοιρους
καθὼς ἐμεῖς δονοῦμε τὰ κλωνάρια τῶν βαγιῶνε
στὸν ἀγέρα κραυγάζοντας:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
θ.
Ἔχουμε νὰ ξοφλήσουμε τὸ χρέος ποὺ μᾶς ἄφησε
κληρονομιὰ καταραμένη ὁ δύστυχος προπάτορας Ἀδάμ,
τρώγοντας τὸν καρπὸ τὸν ὄχι του πρεπούμενο,
κι ἀπὸ τότε εἴμαστε σύνολη ἡ ἀνθρωπότητα ὀφειλέτες·
τοῦτο σημαίνει πὼς δὲν ἄρκεσε στὴ θεία βούληση
ὁ πρωτόπλαστος ὀφειλέτης
κι ὁ δανειστὴς ὁ παντοδύναμος
τὸ χρέος τὸ γυρεύει κι ἀπ᾿ τοὺς ἀπογόνους,
ἀδειάζοντας ὁλότελα τὸ σπίτι τοῦ χρεώστη,
βγάζοντας ὅλους ἔξω ἀπὸ δαῦτο·
γι᾿ αὐτό σου κράζουμε ὅλοι ὦ πανίσχυρε:
«πάμφτωχοι εἴμαστε καὶ τὸ ξέρεις ὦ Ἅγιε,
πλούσιος εἶσαι καὶ σβῆσε μας τὸ χρέος·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ι.
Ἔχεις ἔρθει στὴ σάρκα τὴν ἀνθρώπινη γιὰ τὴ σωτηρία μας
καὶ μάρτυρας γι᾿ αὐτὸ ποὺ λέω ὁ προφήτης σου ὁ Ζαχαρίας,
ὁ ποὺ σὲ ὀνόμασε κάποτε κορυφὴ τῆς πραότητας,
κορυφὴ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς σωτηρίας.
Κουραστήκαμε, νικηθήκαμε καὶ εἴμαστε ἀπὸ παντοῦ διωγμένοι,
πιστέψαμε πὼς ὁ Νόμος ἠθελάτανε ὁ μόνος λυτρωτής μας,
μὰ ὁ ἴδιος αὐτὸς καὶ γιὰ καλὰ μᾶς ἔχει ὑποδουλώσει·
ἀκόμη κ᾿ οἱ προφῆτες μας μονάχα τὴν ἐλπίδα μᾶς ἀφῆκαν·
γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς στὰ γόνατα προσπέφτουμε
μαζὶ μὲ τὰ ἀθώα νήπια
καὶ σοῦ ζητοῦμε γοερὰ τὸ ἔλεος οἱ καταφρονεμένοι,
δέξου γιὰ χάρη μας τὸ σταυρικό σου κι ἄδικο θάνατο
καὶ σχίσε τὸ χειρόγραφο τοῦ χρέους·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ια.
«Ὢ πλάσμα τῆς παλάμης μου» ὁ πλάστης ἀποκρίθηκε
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ τέτοια λόγια τὸν ἱκετεῦαν·
«τὄξερα πὼς ὁ Νόμος δὲ γινότανε νὰ σὲ σώσει
κι αὐτὸς εἰν᾿ ὁ λόγος ποὺ ντύθηκα τὴ σάρκα
ἐρχόμενος στὸν κόσμο τῆς πραγματικότητας·
τὄξερα πὼς ὁ Νόμος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ σὲ λυτρώσει,
γιατί δὲν εἰν᾿ ὁ Νόμος ὁποὺ σ᾿ ἔπλασε κι ἀκόμη
δὲ γινότανε νὰ σὲ σώσουν οἱ προφῆτες οἱ ὁσοιδήποτε,
γιατί κι αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς ἔπλασα ὅπως καὶ σένα·
ἐγὼ λοιπὸν ἔχω τὸ χρέος νὰ σὲ σώσω, μονάχα,
ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύτατο χρέος ποὺ σὲ παιδεύει·
θὰ μὲ πουλήσουν καὶ θὰ δεῖς ἐσὺ τὴ λευτεριά σου,
θὰ μὲ σταυρώσουν ἐμένανε γιὰ νὰ γλυτώσεις ἐσὺ
ἀπ᾿ τοῦ θανάτου τὴν ποινὴ καὶ κακουχία,
ὁ θάνατός μου θἆναι σὰν ἕνα θεώρημα θυσίας
νὰ σὲ διδάσκει καὶ χαρούμενος νὰ ψάλλεις:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ιβ.
Μήγαρις γιὰ τοὺς ἀγγέλους τὴν ἀγάπη μου σπατάλησα;
μὰ γιὰ σένα τὸ φτωχὸ κι ἀνήμπορο
ξεχύνω ὁλάκερο τὸν ἔρωτά μου·
καὶ πλούσιος ὄντας ἔγινα φτωχὸς κ᾿ ἐγὼ κατὰ τὸ μέτρο σου·
εἶναι πολὺς ὁ πόθος μου γιὰ νὰ σὲ λευτερώσω·
τὴ δόξα μου τὴν ἔκρυψα στὰ φύλλα τοῦ ἐλέους
καὶ πείνασα καὶ δίψασα καὶ φτώχηνα γιὰ σένα,
στὰ ὄρη ψάχνοντας ἀπάνω, στὰ κρημνὰ καὶ στὰ φαράγγια,
γυρεύοντας ἐσένα τὸν πλανώμενο· κι ὀνομάστηκα πρόβατο
βαθιὰ πονώντας σε μὲ τὸ θέλγητρο τῆς ἁγνότητας νὰ σὲ σώσω
καὶ τσοπάνης ὀνομάστηκα καὶ γιὰ σένα
τὴ ζωή μου θὰ παραδώσω,
θέλοντας ἀπ᾿ τὸ χέρι τοῦ λύκου νὰ σὲ λυτρώσω·
κι αὐτὰ ὅλα τὰ πάσχω ἀπὸ ἔρωτα γιὰ σένα
ποὔχω λαχτάρα νὰ φωνάζεις ἀπ᾿ τὰ βάθια σου:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ιγ.
Μὰ ἤτανε καιρὸς τὰ θεῖα ρήματα
στὰ πράγματα νὰ κάνουν τόπο·
κι ὡς ἔφτασε στὴν πόλη μέσα ὁ Ἰησοῦς
καὶ τῆς ἀλήθειας τοὺς ἐχθροὺς τοὺς ἔκανε ν᾿ ἀφρολυσσάξουν,
ἀπ᾿ τῶν παιδιῶν τὸ τόσο δοξολόγημα,
ὑψώνοντας τὸ βλέμμα του τὸ ἅγιο τὴν πόλη φάνηκε ν᾿ ἀτενίζει
κι ἀφοῦ τῆς εἶπε τὸ ποὺ ὕφανε βαθύ του μοιρολόι
ἀκούστηκε κράζοντας:
«Ὥρα γιὰ νὰ στενάξεις Ἱερουσαλήμ, ὦ ἐσὺ
πούχεις παιδιὰ μὲ φρόνηση πατέρων
καὶ δάσκαλους ἀληθινὰ σοφοὺς τοὺς γυιούς σου·
γιὰ τὸ κακὸ καὶ γιὰ τὴν κάθε πονηριὰ
νεανικὴ ἡ δύναμή σου
καὶ τ᾿ ἀγαθὸ σοὔρχεται βάρος ἀπ᾿ τὸ γῆρας·
καλύτεροί σου εἶν᾿ ὅλοι τοῦτοι ποὺ σὲ μένα τραγουδοῦν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ιδ.
Τώρα σὲ σένα θάμπω σκοπεύοντας
νὰ σ᾿ ἀφήσω γιομάτος περιφρόνηση,
ὄχι κινούμενος ἀπὸ κανένα μίσος,
μὰ γιατί σὺ μὲ μίσησες καὶ μένανε καὶ τοὺς δικούς μου·
γιὰ ποιὰ αἰτία τὸ σταυρὸ ξυλούργησαν τὰ τέκνα σου;
γιατί τὴ θάλασσα τὴν ἔσχισα στὰ δυὸ σὰ νἄτανε χιτώνας
μὲ τὸ ραβδὶ γιὰ νὰ περάσουν·
γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν τάφο μου τονὲ λαξεύουν;
σ᾿ ἀντάμειψη ποὺ μὲ σωτήρια
νεφέλη τοὺς προστάτεψα κάποτε!
Νιώθω ἀήττητη χαρὰ ποὺ γιὰ χάρη τοὺς ἦρθα στὸν κόσμο
καὶ στέργω τὴ θυσία μου ποθώντας τὸ πεσμένο πλάσμα,
γιὰ νὰ φωνάζουν ὅσοι μ᾿ ἔχουν ποθητὸ καὶ νὰ ἀγάλλονται:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ιε.
Ἔτσι τὴ νωθροκάρδια μεμφότανε τὴν πολιτεία
κεῖνος ποὺ βλέπει μέσ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς
καὶ μπαίνει μ᾿ ὅλα του τὰ νήπια, τοῦ Σύμπαντος ὁ ἱερέας,
μεσ᾿ στὸ ναὸ τὸν ἱερό, στὸ πατρικό του σπίτι,
καὶ διώχνει βίαια τοὺς ἔμπορους, διώχνει καὶ τοὺς ἀγοραστάδες,
φωνάζοντας μὲ θεϊκιὰ ὀργὴ καὶ λαῦρο πάθος:
«τίποτα νὰ μὴ μείνει, μὰ τίποτα, ἐδῶ μέσα,
γιατί ἀλλιῶς θὰ φύγουμε
κ᾿ ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας καὶ τὸ Πνεῦμα·
κ᾿ οἱ τρεῖς μας τώρα βρήκαμε τὴν ὤρια κατοικιά μας
στὴν ἴδια τὴν καρδιὰ τῶν πράων,
ὁποὺ κραυγάζουν ἀχόρταγα σὲ μένα καὶ μὲ πίστη:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ιστ.
Υἱὲ Θεοῦ πανάγιε σ᾿ αὐτοὺς
τοὺς νήπιους κι ἀθώους ὑμνητές σου
κι ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἄλλους συναρίθμησε
καὶ δέξου τὴν ἀκόρεστη δική μας προσευχὴ
σὰν τότε ποὺ δεχόσουνα καὶ τῶν παιδιῶν τοὺς ὕμνους.
Ἐλέησέ μας τὰ δικά σου πλάσματα,
ποὺ γιὰ χάρη μας τυλίχτηκες τὴ σάρκα
γιομάτος ἀρίφνητον ἔρωτα·
χάρισε τὴν εἰρήνη σου σ᾿ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες
τὶς τόσο σαλευόμενες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς τῆς καλοσύνης
καὶ σὲ μένα τὸ δύστυχο τὸν ὑμνογράφο τὴ συχώρεση
νὰ μὴν τὴ φειδωλέψεις ὦ σωτήρα μου·
δόσμου τὴ χάρη νὰ λαλῶ γιὰ πάντοτε τὸ θέλημά σου
κι ἂς μὴν τὸ κάνει πιὰ νωθρὸ ἡ θλίψη τὸ μυαλό μου·
κάνε μὲ ἀγλαόκαρπο στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια,
νἄχω φωνὴ φωνάζοντας χαρούμενος·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
Μετάφραση: Νίκος Καροῦζος, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 15, 1977
εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου