...Ο
Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο
Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα
γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι'
ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την
προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου
έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυγίου».
Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο
ερχότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο
καταπάνω στην κακία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη
φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκουραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά
πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο
στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω
σ' ένα ξύλο σαν κακούργος.
Δεν
ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμένους υποταχτικούς, αλλά από άκακους
ψαράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του
σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευθέρωσε από τη
σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του.
Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά
αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που
φωνάζανε «Ευλογημένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και
για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα
στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊδούρι και να περάσει. Κι αυτό το
βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας
τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ
που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι,
μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε
αντρειωμένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊδούρι. Ποιο μάτι δεν
δακρύζει άμα συλλογιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο
Χριστός αναποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για αληθινά ο αμαρτωλός
ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας
έφερε και να ακολουθήσει το πουλάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ'
αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρωτά και να μη μπει στη Ρώμη με
τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασιλιά της ειρήνης στην
Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί,
που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά
και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια
λέγανε κ' οι αρχιερείς κ' οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς
και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω
ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ:
Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε
ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και
καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως». Οι αρχιερείς κ' οι
γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα
προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν
που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και
τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε
πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψουμε; Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς
κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του,
ντρεπόμαστε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω
σ' ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να
γίνει χριστιανός όποιος δεν αγαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες,
Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός
ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρανός; Ο Λάζαρος ήτανε
φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού,
που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το
Ευαγγέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι
αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού;
Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’
όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο
θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρίσεις και δεις γύρω σου
κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι
Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέντες που κάνανε τους θριάμβους οπού
ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους
προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλάμια που τα
γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρνει στον νου του εξόν κάποιοι που
γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά,
διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, όλα πέσανε σ'
έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι
απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τίποτα κι ακόμα πιο
λίγο από τίποτα...
ολοκληρο εδω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου