Σαν την χελιδόνα πού μαζεύει στην αγκαλιά της τα χελιδονάκια και σαν το μέλι το γλυκύ πού τραβά τις μέλισσες από απόσταση, θα μας μαζέψει η Υπεραγία Θεοτόκος στον Ναό του Υιού της για να πανηγυρίσουμε την ανεκλάλητη ικανοποίηση και το αναφαίρετο προνόμιο, να απευθυνόμαστε στο θεομητορικό πρόσωπο της με μεγαλυνάρια παρακλητικά και με δοξαστικές παρακλήσεις! Τώρα στο απόγειο του πλέον ηδύτατου και λαμπρού θέρους, μαζευόμαστε να χαρούμε την θαλπωρή την υπερκόσμια και την φυσική της χάρη.Ένα αίσθημα εξωπραγματικό ταυτόχρονα, σταλμένο από τις ουράνιες πηγές της μακαριότητας και τόσο φυσικό και επίγειο συνάμα, όσο η αγάπη και η εξάρτηση μας από την φυσική μας μητέρα.
Όταν ο Κύριος πάνω στον Σταυρό παρέδωσε την φροντίδα της Μητέρας Του, στον ηγαπημένο μαθητή και επιστήθιο Ιωάννη, ήταν σαν να μας κατέλιπε, σε μας στην εκκλησία, την φροντίδα και την στοργή της μάνας Του.Ήταν σαν να μας άφηνε παρακαταθήκη και παραγγελία παρηγοριάς προς Αυτήν , πού δίστομος ρομφαία καταξέσκισε την μητρική της καρδιά, όταν είδε τον Γιό της σταυρωμένο και νεκρό. Όμως αυτή η ελάχιστη στοργή και αγάπη πού δείξαμε ως άνθρωποι αδύναμοι και εγκόσμιοι στην μεγάλη και κοινή μητέρα, αυτή η λατρευτική σχεδον απόδοση τιμής στο αγνότατο πρόσωπο της, μετηλλάχθη σε στοργή άπειρη, σε αγάπη ουράνια, σε λατρεία και αφοσίωση ως προς μητρός προς τα τέκνα, από την Παναγία Θεοτόκο προς εμάς τους ολίγιστους. Εμείς την βάλαμε στο μέσον της Εκκλησίας, εκεί ψηλά στην κόγχη του ιερού, να ενώνει γή και ουρανό και αυτή μας έβαλε μέσα στην ποδιά της, στην πανάγια σκέπη της. Και η φροντίδα η δική μας, έγινε φροντίδα δική της και αυτή πού ονομάσαμε πρώτη αδελφή και μάνα μας, έγινε η Μεγάλη μας Μητέρα, η ουράνια σκέπη, η πηγή κάθε στοργής και μέριμνας, η ακαταμάχητη προστασία και η θερμότερη μεσιτεία για όλους, από αμαρτωλού εβδελυγμένου έως αγίου, προς τον Υιο της.
Ο κάματος του βίου και τα πολυποίκιλλα πάθη, ο κλύδωνας ο αφόρητος της δυστυχίας και της ανθρώπινης περιπέτειας μας, μας καταπόνησε, μας εξάντλησε, μας εξουθένωσε. Και πλάκωσε καύσωνας βαρύς και δαιμονική θύελλα , πού θέλησε να μας απολικμήσει σαν το στάχυ πού λυγίζει στον άνεμο και παραδίνεται σε λίγο στο πυρ. Και εμείς βρήκαμε την όαση! Βρήκαμε το δέντρο το ευσκιόφυλλο για να ξαποστάσουμε και την χαρά και παρηγοριά για να ενισχυθούμε. Σε κάθε χαίρε πού της απευθύνουμε, εισπράττουμε εμείς ως αντίδοση την χαρά. Σε κάθε πτώση μας, ατενίζουμε την ανάσταση μας. Στην απελπισία μας βρίσκουμε εγγυήτρια και οδηγήτρια στα ασταθή βήματα μας και νερό ζωντανό να ξεδιψάσουμε στην κόλαση της απόγνωσης και της δίψας μας. Σε κάθε παράκληση λαμβάνουμε και εμείς την παράκληση πού θα πεί παρηγοριά, ως άλλον παράκλητον ευρόντες.
Τα δύο αυτά θρηνητικά και παρακλητικά ποιήματα πού τραγωδώμε στην χάρη της όλον τον Αύγουστο είναι γραμμένα από δύο τέτοιες ψυχές βασανισμένες και απελπισμένες, πού ψάχνουν να βρουν οδηγία, ανακούφιση, διασκέδαση κάθε ζάλης και ξεκούραση και γαλήνη στις προσωπικές τους περιπέτειες και αναζητήσεις. Ο μικρός παρακλητικός κανόνας είναι ποίημα του ομολογητή Θεοστήρικτου και οσίου.Έζησε στην εποχή της εικονομαχίας και υπέφερε τα πάνδεινα για την ορθόδοξη πίστη. Η τύχη του λοιπόν και ο αγώνας του για την πίστη, ταυτίζεται σε αυτό το ποίημα πού λέγεται μικρά παράκλησις,με την εκάστοτε θλίψη και περίσταση παντός ορθοδόξου χριστιανού και δεν ξέρει από πού να πιαστεί, παρά - για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ενός σύγχρονου αγίου- από το φουστάνι της παναγιάς, όπως το βρέφος αγκιστρώνεται στην ποδιά της μάνας του. Το κατανυκτικότατο αυτό ποίημα είναι επίσης συνοδός προσευχής και κραυγής προς σωτηρίαν σε κάθε θλίψη και περίσταση μας. Ο μέγας παρακλητικός κανόνας είναι το ποίημα ικεσίας και η φωνή απόγνωσης ενός διωγμένου και από παντού αποκλεισμένου αυτοκράτορα της Νίκαιας, του δεσπότη Θεοδώρου Λάσκαρη. Το κατανυκτικό αυτό και μεγαλόπρεπο μελώδημα, είναι θα λεγε κανείς η ίδια η φωνή της πάσχουσας και αεί εσταυρωμένης ρωμηοσύνης, προς την Υπέρμαχο Στρατηγό της, από την οποία ζητά βοήθεια και αντίληψη. Γραμμένος και ψαλμωδημένος σε μια εποχή πού η τελευταία ορθόδοξη πραγματικά αυτοκρατορία εβάλετο από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, δεν είναι πιά η φωνή προς σωτηρία, ενός νεόπτωχου βασιλιά πλην άρχοντα, αλλά η απόγνωση του ευγενούς και περίδοξου χριστιανού, πού πάσχει και είναι αποκλεισμένος και πολιορκημένος, από τους κατώτερους στην ευγένεια και αλλότριους της αγάπης ανθρώπους και δαίμονες.Εμείς αναπέμπουμε παράκληση και ικεσία, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο και αυτή πού είναι ταχεία εις αντίληψιν και άμεση εις βοήθεια , εισακούει και προστρέχει. Και διασκεδάζει τα νέφη των παθών και κατευνάζει την οξύτητα των πληγών και αποδιώκει κάθε πνευματικό και εγκόσμιο εισβολέα και παρέχει αφειδώς την αγάπη της, αυτή την ίδια την αγάπη πού ο κόσμος δεν γνωρίζει και δεν θα γνωρίσει ποτέ προς τον πάσχοντα και μοναχικό στο Πάθος του Ανθρωπο.
Όμως το δράμα δεν είναι προσωπικό και η προστασία δεν εξαντλείται σε περιπτώσεις. Η Παναγιά η Δέσποινα δεν είναι μόνο μεσίτις Θεού και Ανθρώπων. Επάξια κρατά τον τίτλο της Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους μας και θεωρείται όχι άδικα φύλακας άγγελος της ελληνορθοδοξίας. Επιτρέψτε μου μια υπερβολή, μια ταύτιση πού μπορεί να ξενίζει και να υπερβαίνει την κρίση την κοινή και την αντίληψη την συμβατική. Βλέπω ψηλά στην κόγχη του ιερού, εικονογραφημένη την δόξα της και δεν ξεχωρίζω τί εικονογράφησε εκεί ψηλά η πάσχουσα και ερωτοπαθής ρωμαίικη ψυχή. Την Παναγιά την Δέσποινα και Μάνα του Θεού ή αυτή την εικονιζομένη μέσα σε φωτοστέφανο και φέροντας στους κόλπους της τον δεσπότη Χριστό, Μάνα Ρωμηοσύνη; Είναι λες και η αρχέγονη μητρική μορφή πού λατρεύτηκε από τούτο το γένος το θεοσεβές και πνευματοφύτευτο, το αρχαίο μητρικό πνεύμα, πού τιμήθηκε από όλους τους ποιητές της ρωμηοσύνης, από Ρωμανού οσίου του Μελωδού, έως και Σεφέρη και Ελύτη, να αποτυπώθηκε εκεί ψηλά, ως λατρευτικό σημείο και μοναδική θεότητα της ελληνορθόδοξης ψυχής.Βλέπω την Παναγιά και βλέπω την Ελλάδα. Και την Ελλάδα ατενίζοντας, την Θεοτόκο ένθρονη προσκυνώ, πού έχει στους κόλπους της τον Θεό, δηλαδή τον θείο Λόγο και φρικιώ και μεγαλύνω την τόση μεγαλοδωρία της στο γένος μας.
Όμως καταλίποντας τα θύραθεν και εγκόσμια , στην ημετέρα θεολογία την υψηλή επιστρέφω και μεγαλύνω την Κοίμηση και την Παναγία Μορφή της! Ποτέ άλλοτε ο θάνατος δεν τιμήθηκε τόσο και τόσο καμία μετάσταση δεν μεγαλύνθηκε. Ψάλλουμε τα επιτάφια και εορτάζουμε τα πασχάλια! Προσκυνούμε τα σάβανα και ατενίζουμε την ανάσταση!Τιμούμε την επι γης Μαριάμ και μεγαλύνουμε αυτή πού κατέχει τα δευτερεία της Τριάδος!Όντως ανέστη ο Υιός και Θεός της και από Χριστού θάνατος ουκ έτι κυριεύει του γένους των βροτών. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η μητέρα της ζωής και η πηγή της σωτηρίας και ο ναός της θεότητας να κατέχετε από τον ηττημένο και παγγέλαστο θάνατο; Ομολογώ την μετάσταση και εορτάζω το δεύτερο πάσχα. Μεγαλύνω τον θάνατο και εορτάζω με χαρά την μετάθεση στην όντως ζωή. Και εγώ πού είμαι από τον θάνατο και την θλίψη καταπονημένος, εγώ πού δεν βρήκα χαρά και ελπίδα στον κόσμο, μπροστά στο θεομητορικό σκήνος πού εικονίζει το τέλος μιας ζωής, βλέπω ανάσταση και μακαριότητα και ατέρμονη χαρά και ζωή και φως και ελπίδα!
Τελειώνοντας, αυτό το σύντομο μεγαλυνάρι, επιθυμώ να κάνω μια διατράνωση χαρμονής!Η Θεοτόκος, μας έδειξε πόσο ψηλά και υπέρ των υψηλών έφτασε ο άνθρωπος. Όπως με την ανάβαση του ο Χριστός ενθρόνισε τον άνθρωπο πλάι στον Θεό, και η Θεοτόκος στο πρόσωπο της ουρανόν εποίησε τον άνθρωπο. Γιατί έγινε ο άνθρωπος Μαριάμ ναός της απεριχωρήτου και αχωρήτου θεότητος και έτι περισσότερο έγινε θεοτόκος ο άνθρωπος, θεός. Κανείς δεν έδωσε αυτό το μεγαλείο και το προνόμιο στον άνθρωπο, πλην του θεομητορικού της προσώπού. Γι αυτό και πάσχω και φωνάζω και κραυγάζω το μεγαλείο όχι μόνο του Υψηλού Θεού, αλλά και του ταπεινού ανθρώπου, πού έγινε ουρανός και υπερ πάνω των ουρανών. Και βλέπω τον διωγμό και την καταφρόνηση και την υπαγωγή του ανθρώπου σε ψηφίο υπολογιστικό και μονάδα χρηματιστική, σε δούλο παθών και έρμαιο ανθρωποφάγων και δυναστών και πάσχω και οργίζομαι! Γιατί μέτρον θέτω όχι το χρήμα και την κοινωνική θέση και την μωρόδοξη σοφία του κόσμου για να ορίσω τον άνθρωπο, αλλά αυτήν την θεοτοκία! Και αυτή την μεγαλόδωρη πρωτόφαντη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, στο πρόσωπο της Παναγίας βλέποντας και ομολογώντας, φρίττω και χαίρομαι την θέση την υψηλή πού μπορεί να κατέχει ο άνθρωπος.Με αυτήν την υπευθυνότητα της επίγνωσης ας βαδίσουμε την μυστηριακή οδό της θεοτοκίας μέσα στην Εκκλησία. Γιατί ο καθένας από εμάς αξίζει πολλά περισσότερα, απ όσα τον έχουν πείσει οι παραδομένοι στον σατράπη σατανά πώς αξίζει. Σε αυτήν την οδό τελείωσης ας έχουμε μέτρο και οδηγό την Παναγία Μάνα μας.
΄Ελα σαν αυγουστιάτικο μελτέμι
- προτού οι εφτά πληγές σφραγίσουνε το τέλος -
παραπονεμένος άνεμος
να χαϊδέψης το κατώφλι μας.
Η φωνή μας σε περιμένει
- έχει απομείνει μονάχη -
τραγούδι επίμονο του τζίτζικα στο κοιμητήρι.
Περιδιάβασε ανάμεσα στις τύψεις μας.
΄Εχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό, που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.
Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου
ν' αναβλύση πλάι στην πληγή μας.
Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσης
στεφάνι στην πόρτα μας!
μ. μουντές, δέηση του δεκαπενταύγουστου
28-7-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου