Όπως τα περισσότερα θέματα που συζητούνται δημόσια στην χώρα μας, έτσι και το θέμα της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας γίνεται στην καλύτερη περίπτωση αντικείμενο επιφανειακής συζήτησης και στην χειρότερη περίπτωση αντικείμενο παραπλανητικής συζήτησης.
Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η σύγχυση υπό το κράτος της οποίας γίνονται τρομερά λάθη. Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι η υποστήριξη από πολλούς φτωχούς και τίμιους ανθρώπους (που όμως προφανώς δεν βρίσκονται κοντά στην Εκκλησία) της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αποτέλεσμα ανάλογης σύγχυσης είναι όμως και η παραίτηση κάποιων Μητροπολιτών από τον μισθό τους υπέρ του Κράτους.
Ο μισθός του κλήρου δεν είναι δώρο του Κράτους ούτε και ιδιωτική περιουσία του κλήρου για να την διαθέτει ο κάθε κληρικός κατά το δοκούν. Το Κράτος μισθοδοτεί τον κλήρο έναντι της τεράστιας ακίνητης περιουσίας που η Εκκλησία έδωσε στο Κράτος και έναντι ποσοστού στα έσοδα των ναών που η Εκκλησία αποδίδει στο Κράτος.
Αν κάποιος Μητροπολίτης η άλλος κληρικός επιθυμεί να παραιτηθεί του μισθού του, έχει την υποχρέωση να επιστρέψει τον μισθό του στην Εκκλησία, και όχι στο Κράτος. Βέβαια, έτσι δημιουργεί την εντύπωση ότι έχει άλλη δυνατότητα να εξασφαλίσει τα προς το ζην και ότι το όποιο περίσσευμα από τον μισθό του μέχρι τώρα δεν τον δαπανούσε για το έργο της Εκκλησίας, πράγμα που δεν κάνει καλό ούτε στον ίδιο ούτε στην Εκκλησία.
Αν κάποιος Μητροπολίτης η άλλος κληρικός επιθυμεί να συνδράμει το Κράτος με δώρα η με την αποδοχή αντισυνταγματικής, παράνομης η άδικης φορολογίας, ας το κάνει από όποια ιδιωτική περιουσία διαθέτει, και όχι από την περιουσία της Εκκλησίας. Η ιεραρχία και ο κλήρος έχουν βέβαια το δικαίωμα να διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας αλλά μόνο προς όφελος της Εκκλησίας. Και πάντως δεν δικαιούνται να παραχωρούν περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας στον οιοδήποτε. Διαφορετικά, διαπράττουν παράβαση καθήκοντος και με βάση τους νόμους του Κράτους που αφορούν τα ΝΠΔΔ αλλά και τους κανόνες της Εκκλησίας. Αν αυτοί που έκαναν δωρεές στην Εκκλησία ήθελαν να τα δώσουν στο Κράτος, μπορούσαν να τα δώσουν μόνοι τους και δεν θα χρειάζονταν την Εκκλησία για αυτόν τον σκοπό.
Πρέπει να το πούμε απλά και ξεκάθαρα. Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας θα πλήξει αυτούς που ωφελούνται από το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της, τα ορφανά, τις χήρες, τους γέροντες, τους αρρώστους, τους αστέγους, τους πεινασμένους τους φυλακισμένους, τον απλό λαό δηλαδή και αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Έτσι, η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν είναι μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης. Εκτός βέβαια αν γίνεται κατάχρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας από μέλη της Εκκλησίας, κληρικούς η λαϊκούς, πράξη η οποία βέβαια εμπίπτει στα όρια του ποινικού νόμου και πάντως όχι του φορολογικού νόμου.
Εντελώς αντίθετα, η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι αντιλαϊκό μέτρο κοινωνικής αδικίας. Οι λίγο η πολύ βολεμένοι αφαιρούν από την φτωχούς και τους άκληρους κοινωνικούς πόρους για να πληρώσουν αυτοί λιγότερο. Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι μια ακόμη φορολόγηση του φτωχού, του μισθοσυντήρητου του χαμηλοσυνταξιούχου και του πολύτεκνου. Εκ πρώτης όψεως, δίκιο φαίνεται να έχουν όσοι λένε ότι οποιαδήποτε φορολόγηση πρέπει να επιβάλλεται επί του περισσεύματος, όχι του σημερινού ελλείμματος της Εκκλησίας.
Όμως, σε μια εποχή τέτοιας ανάγκης του λαού δεν νοείται η Εκκλησία να έχει περίσσευμα. Όλες οι δυνάμεις πρέπει να δαπανώνται στη διακονία του λαού. Και επομένως, περίσσευμα για να δοθεί στο Κράτος ώστε να πληρώσουν λιγότερα αυτοί που έτσι κι αλλιώς έχουν περισσότερα από αυτούς που εξαρτώνται από το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, δεν υπάρχει.
Η φορολόγηση των δωρεών προς την Εκκλησία είναι η αποθέωση του παραλόγου. Όποιοι βοηθούν, είτε από το περίσσευμα είτε από το υστέρημα τους, την Εκκλησία στο έργο της, γιατί το θεωρούν αξιόλογο, καλούνται να ενισχύσουν ένα σπάταλο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό Κράτος, το οποίο τώρα λέει ότι έβαλε μυαλό.
Όσα λεφτά και να δαπανήσει όμως το Κράτος για σχολεία, κατασκηνώσεις, νοσοκομεία, γηροκομεία η ορφανοτροφεία, δεν μπορεί να φτάσει την ποιότητα που προσφέρουν οι πιστοί εθελοντές της Εκκλησίας. Αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ένα τέτοιο Κράτος θα ενδιαφερθεί να συνεχίσει ένα τέτοιο κοινωνικό έργο με τους πόρους που θα αφαιρέσει από την Εκκλησία.
Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας όμως σηματοδοτεί και κάτι άλλο. Η φιλανθρωπία γεννήθηκε με την γέννηση της Εκκλησίας. Δεν υπήρχε στον αρχαίο κόσμο. Άλλο αν όλες οι αρχαίες δοξασίες παρουσιάζονται σήμερα σαν ξαναζεσταμένη περσινή σούπα με κάποια μπαχάρια φιλανθρωπίας με αποκλειστικό σκοπό να παρασύρουν αφελείς, πονηρούς η κουρασμένα παλικάρια και να τους απομακρύνουν από την Εκκλησία (λαμβάνοντας με το αζημίωτο σαν αντάλλαγμα την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου που η Εκκλησία φυλλαττει σαν κόρη οφθαλμού). Και η Εκκλησία ανδρώθηκε μεν με τους διωγμούς αλλά σταθεροποιήθηκε με τις φορολογικές απαλλαγές που οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες μας έδωσαν στην Εκκλησία.
Η φορολόγηση της Εκκλησίας αποτελεί αντιστροφή αυτής της πολιτικής των τελευταίων δυο χιλιετιών και αρχή διωγμών για την Εκκλησία. Είναι και αυτό αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης που οδηγεί στην συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια ώστε έτσι οι λίγοι να εξαγοράσουν την ελευθερία των πολλών.
Η Εκκλησία είναι ένα φυσικό εμπόδιο σε αυτή την εξέλιξη και πρέπει να παραμεριστεί, με την σκανδαλολογία και τον διασυρμό των ταγών της, με την αφαίρεση της περιουσίας της και άλλα πολλά που ζούμε αυτήν την εποχή, όχι τυχαία και συμπτωματικά.
Η Εκκλησία, δηλαδή, η Ιεραρχία, ο κλήρος, οι μοναχοί και ο πιστός λαός, αυτό το γνωρίζει και δεν την φοβίζει. Αν η Ιεραρχία λυγίσει, ο μη γένοιτο, η Εκκλησία θα αναδείξει ηγέτες από τις τάξεις του κλήρου, των μοναχών αλλά και των λαϊκών.
Σπύρος Μπαζίνας
από mail
Σπύρος Μπαζίνας
από mail
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου