του Κωνσταντίνου Θεοτόκη
Ἤτανε μία δροσερή Ἀπριλιάτικη αὐγή : ἡ αὐγή τῆς Λαμπρῆς Ὁ ἥλιος δέν εἶχε βγεῖ ἀκόμα, καί οἱ καμπάνες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ ἐσημαίναν καλώντας τούς πιστούς στή λειτουργία. Καί ἔμπαιναν ἀπ’ ὅλες τές πόρ- τες, οἱ ἀνθρῶποι πολλοί τή φορά, καθαροί, χαρούμενοι, ντυμένοι μέ ροῦχα καινούργια, καί κατόπι ὁ ἕνας στόν ἄλλο, μέ τάξη καί εὐλάβεια ἐπροσκυνοῦσαν τές εἰκόνες καί ἐσταμάταιναν ἀπε- κεί στή μέση τῆς ἐκκλησιᾶς καί ἔπαιρναν θέση στά στασίδια. Καί οἱ γυναῖκες ἐρχόταν μπου- λούκια, μπουλούκια μέ τές ἄσπρες μπόλιες τους στό κεφάλι, μέ χρυσάφια στά στήθια, σε- μνές, εὐλαβητικές, στολισμένες καί ἔμεναν ὅλες μαζί ξεχωριστά στό βάθος τῆς ἐκκλησιᾶς, πού δέν εἶχε γυναιτίκι. Ὅλοι ἐπρόσμεναν τώρα ν’ ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία. Ἡ θύρα τοῦ ἱεροῦ ἄνοιξε, ἀκούστηκε ἕνας μικρός σάλαγος ἀνθρώπων πού κινιῶνται, ὁ πα- πάς ἀποτέλειωσε τά μυστικά του, ἐθυμιάτισε, ἐκοντόβηξε, ἔμεινε μία στιγμή σιωπηλός κά- νοντας καί τό σταυρό του ἀρχί- νησε μέ ψιλή φωνή τήν ἱερο- πραξία. Ὅλα τά χέρια ἔκαμαν τοῦ σταυροῦ τό σημάδι. Ἦταν γέροντας ὁ χρυσοφο- ρεμένος λειτουργός, μικρός, μέ μεγάλα λευκά γένια, μέ μακρυά μαλλιά ἀσημένια καί κεῖνα, λι- γνός μέ ζάρες στό γερασμένο μέτωπό του, μέ γαλανά μάτια πού τά γέρα καί οἱ νηστεῖες τά- χαν ξεθωριάσει. Ὅλο τό χωρίο τόν σεβόταν. Μέ τήν ψιλή του φωνή, πού ὁλοένα ἐγενότουν σταθερότερη, ὁ γέροντας ἐδιάβαζε ψαλτά τές εὐκές του, πού τές ἤξερε ὅλες ἀπ’ ὄξω, καί ἡ ἀκολουθία ἐπρο- χωροῦσε καθώς πάντα, ἐπίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, καί ὁ κόσμος, πού κρατοῦσε ἀναμ- μένες λαμπάδες στά σταυρω- μένα χέρια, ἀφοκραζόταν μέ πί- στη καί ἀπό καρδίας ἐδεότουν, σὰ νἄδινε μεγαλύτερη ἀξία στήν προσευκή καί ἡ μεγάλη γιορτή ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Μά ὁ παπάς ἦταν ἀνήσυχος. Τήν πρώτη φορά πού ἐπρό- βαλε στή θύρα γιά νά βλοήσει τό σβυσμένο του βλέμμα ἀνα- ζήτησε κάποιον μέσα στόν κό- σμο, καί μέ χτυποκάρδι ξετα- στικά ἐκοίταξε ἕνα γέροντα πού ἐστεκότουν στήν πρώτη γραμμή, καί πού ἐφαινότουν συγχυσμέ- νος καί ἐκεῖνος, γιατί δέν ἔμνε- σκε ὅπως ὁ ἄλλος κόσμος ἀκί- νητος καί δέν ἐπροσευκόταν μέ εὐλάβεια. Καί εἶπεν ὁ παπάς μέ τό νοῦ του : «Ἐδῶ θανε καί ἐκείνη». Μά τό βλέμμα του δέν ἔλαβε καιρό νά τήν εὕρει ἀνά- μεσα στές γυναῖκες. Καί ἐγιόμαζαν τώρα τήν ἐκκλησία οἱ ὕμνοι πού τούς ἔψαλλαν καλόφωνοι ψάλτες, καί ἡ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ, καί στήν τρεμάμενη δέηση τοῦ ἱερέα ἀποκρινότουν σά μ’ ἕνα στόμα ἡ βοή τοῦ λαοῦ, πού μέ πίστη θερμή, καί ἤθελε ν’ ἀνεβάσει τή δέησή του ὡς τοῦ Θεοῦ τό θρόνο, ποθώντας νά ὑποτάξει τά στοιχεῖα, καί νά λυγίσει τή θέληση τῆς παντοδυναμίας. Ὁ παπάς ἐδιάβαζε πάντα πότε μέ χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα καί ψάλλον- τας, μά ἀπό στιγμή σέ στιγμή ἡ στενοχώρια του ἄξαινε καί μη- χανικά μόνο ἐδιάβαζε τά ἅγια τά ρήματα τῆς θυσίας, ἀλλά ἐδεότουν ἡ καρδία του στόν οὐράνιον πατέρα, ἄλλες ἔγνοιες τοῦ ἀνησυχοῦσαν τό νοῦ. Τοῦ ἦταν μελλάμενο νά ἁμαρτήσει; Ἐκεῖ ἦταν καί ἐκείνη. Τήν εἶχε ξαγναντήσει, ὅταν ἐθυμιά- τισε τό πλῆθος σάν κρυμμένη ἀνάμεσα στές γυναῖκες. Ἡ τα- ραχή της, ὁ φόβος της, ἡ συγκί- νησή της, ἦταν ζωγραφισμένη ἀπάνου στό ὄμορφο τό πρόσωπο τῆς νέας. Ὤ ἡ δύστυχη, οὔτε αὐτή δέν ἔφταιγε. Τό ᾽χε ἀπαι- τήσει ὁ πατέρας της, ὁ γέροντας πού ἐστεκόταν ὀρθός στήν πρώτη γραμμή καί πού δέν ἐπροσευ- χότουν. Πῶς εἶχε κλάψει προχτές στήν ξεμολόησή της, ὅταν συν- τριμμένη καρδιά τοῦ ᾽χε μαρ- τυρήσει τήν ἄτυχη καί ἀπελπι- σμένη ἀγάπη της, τό μεγάλο της τό φταίσμα, μ’ ἕναν ἄντρα παν- τρεμένον. Ἐκείνη ποτέ δέν θά τολμοῦσε νά ζητήσει τά θεῖα δῶρα, μά ὁ πατέρας της τήν ὑποχρέωσε, ὁ πατέρας της ἤθελε βεβαίωση, ἤθελε ἤ νάναι πε- ρήφανος γιά τή θυγατέρα του ἤ νά ξεπλείνει τήν ντροπή του στό αἷμα! Τί θά ᾽κανε ἡ δύστυ- χη; Καί πόσο εἶχε συγχυστεῖ ὁ παπάς ἀκούοντάς την, γιατί τόν εἶχε ἀφήσει ὁ θεός νά ζήσει καί στά ὕστερά του χρόνια τόν ἔριχνε σέ τέτοια στεναχώρια; Γιατί δέν ἐσπλαχνιζόταν τόν κόσμο του, παρά τόν ἄφινε νά ἁμαρταίνει καί δέν ἐδέσμευσε ὁλότελα τή δύναμη τοῦ πειρα- σμοῦ; Καί ἡ λειτουργία ἐπροχω- ροῦσε : μέ τό βασιλέα τοῦ κό- σμου στά χέρια ἀνάμεσα σέ δύο λαμπάδες, ἐβγῆκε στό πρε- σβυτέριο καί ἐστάθηκε μπρός στό πλῆθος. Ἄκρα σιωπή ἐβα- σίλευε. Ψιλόφωνα ἐδεήθηκε γιά τόν κόσμο μία ἀνατριχίλα ἐδιάβηκε ἀπ’ ὅλα τά κορμιά καί τό κύριε ἐλέησον πού ἐβγῆκε ἀπ’ ὅλα τά χείλη, ἔβγαι- νε ἀπό τά βαθύτατα τοῦ εἶναι, ἀπό φοβισμένες καρδιές πού τές ἐταπείνωσε ἐκείνην τήν στιγμή ὁ τρόμος τῆς ἀδυναμίας τους. Μά ὁ γέροντας δέν εἶχε σά πάντα κατεβασμένο τό βλέ- φαρο. Τό σβυσμένο του βλέμμα ἐκοίταζε στό βάθος τῆς ἐκκλη- σιᾶς, ὅπου ἦταν οἱ γυναῖκες, σά νἄθελε νά ἀνταμώσει τή ματιά της καί νά τῆς συστήσει ὅ,τι τῆς εἶχε παραγγείλει προ- χτές στήν ἐξομολόγηση. Δέν ἠμποροῦσε, τῆς εἶχε εἰπεῖ , νά τήν κοινωνήσει. Ὄχι, τέτοιαν ἁμαρτία δέν τήν χωροῦσε ὁ νοῦς του. Ἄς μήν ἐρχότουν καλύτερα τή Λαμ- πρή στήν ἐκκλησιά, ἄς εὕρισκε μία πρόφαση, ὅποιαν ἤθελε, ἄς ἔκανε τήν ἄρρωστη. Μά ἄν πάλι δέν ἠμποροῦσε νά κάμει ἀλλιῶς κι ἄν ἔπρεπε νά πα- ρουσιαστεῖ γιά νά κοινωνήσει, ἄς ἐρχόταν ἀνάμες στές ἄλλες γυναῖκες, καί αὐτός σκήμα μόνο θάκανε πώς τῆς μεταδίνει τή σάρκα καί τό αἷμα τοῦ Σω - τῆρος. Ὄχι, δέν θά τήν κοινω- νοῦσε αὐτήν τήν ἁμαρτία δέν τή χωροῦσε ὁ νοῦς του. Καί ἡ λειτουργία ἦταν τώρα πρός τό τέλος. Εἶχαν εἰπεῖ τό «πιστεύω» καί τό «πάτερ ἡμῶν», οἱ ψάλτες ἔψαλαν τό κοινωνικό, κι ὁ τιμημένος γέ- ροντας χρυσοφορεμένος ἐπρό- βαλε στή μεσινή θύρα καλών- τας τούς πιστούς νά μεταλά- βουν. Τά χέρια του ἔτρεμαν, σάν νά ἦταν πάρα βαρύ τό ἀσημένιο ποτήρι. Τῆς ἔριξε μία ματιά κι ἄρχισε νά κοινωνάει τόν κόσμο, πού κατά τό συνή- θειο ἦταν πολύς αὐτή τήν ἡμέ- ρα. Καί ἐκοινωνοῦσαν πρῶτοι οἱ γέροντες, πού ἔστρεφαν πρῶτα πρός τό λαό ζητώντας συχώρηση, καί κατόπι οἱ ἐπί- λοιποι οἱ ἄντρες καί τέλος οἱ γυναῖκες. Καί ἀνάμεσά τους ἦταν καί ἐκείνη. Κάθε τόσο ὁ παπάς τήν ἐκοίταζε. Μά ἔβλεπε κιόλας πώς καί ὁ γέροντας πα- τέρας ὅλο ἀνησυχοῦσε περσό- τερο, βλέποντας νά ἀφίνει νά διαβαίνουν ἄλλες μπροστά της, τόν εἶδε νά παρατηρεῖ προσε- χτικός τήν κόρη του καί νά ζυ- γώνει σιμά της. Κι αὐτή ὠχρή τότες μέ δειλό βῆμα καί σάν ἀλαλιασμένη , ἔβαζε τό πόδι της στό πρῶτο σκαλί. Ὁ πατέ- ρας σιμά της τήν ἐκοίταζε. Καί μέ ἀναγαλλίασή του εἶδε τόν ἅγιο γέροντα νά τῆς βάζει ἀτά- ραχος τώ ρα, τή λαβίδα μέ τήν κοινωνιά στό στόμα, ἐνῶ μέ τήν ψιλή του φωνή ἐπρόφερνε τά τυπικά: «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρ- τιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Από το περιοδικό Λειμωνάριον της ΙΜ Σερβίων και Κοζάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου