Ο άγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε το έτος 339 στην πόλη Τρέβηροι (σημ. Trier της Γερμανίας). Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί. Σε νεαρή ηλικία έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Έπαρχος της Γαλατίας. Το έτος 353 εγκαταστάθηκε για σπουδές στη Ρώμη. Σπούδασε ρητορική, αλλά και την ελληνική γλώσσα. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος στο Σίρμιο (σημ. Sremska Mitrovica στη Σερβία), αλλά οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν από τη ρωμαϊκή πολιτεία και διορίστηκε το έτος 370 διοικητής (consularis) των Επαρχιών Λιγουρίας και Αιμιλίας με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο). Η άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων υπήρξε υποδειγματική και όλοι, αρειανόφρονες και ορθόδοξοι, τον εκτιμούσαν.
Το έτος 374 ο επισκοπικός θρόνος του Μιλάνου χήρεψε. Ξέσπασαν, τότε, ταραχές για τη διαδοχή του εκλιπόντα αρειανόφρονα επισκόπου Αυξεντίου και ο Αμβρόσιος προσπάθησε να ηρεμήσει το πλήθος. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος από τους συγκεντρωμένους, πιθανώς μικρό παιδί, φώναξε: "Ambrosium episcopum" (τον Αμβρόσιο επίσκοπο). Το πλήθος συναίνεσε στην ιαχή και, ο κατηχούμενος ακόμα Αμβρόσιος, βαπτίστηκε και ύστερα από μια βδομάδα, στις 7 Δεκεμβρίου του 374, χειροτονήθηκε επίσκοπος. Ως επίσκοπος, βοηθήθηκε στο έργο του από τον πρεσβύτερο Σιμπλικιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με την ανατολική γραμματεία και θεολογία.
Το ποιμαντικό του έργο υπήρξε πολύ πετυχημένο. Έθεσε στη διάθεση της Εκκλησίας την περιουσία του, οικοδόμησε ναούς, κήρυττε, εργάστηκε για τη θεολογική κατάρτιση των κληρικών του και στήριξε το μοναχισμό. Αντιμετώπισε με επιτυχία τον Αρειανισμό και συνέβαλε στη σύγκληση των Συνόδων του Σιρμίου (380), της Ακυλείας (Τεργέστης), το έτος 381, και της Ρώμης (382). Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) διαφώνησε με την απόφαση να γίνει δεκτός ως κανονικός επίσκοπος Αντιοχείας ο Φλαβιανός και να χειροτονηθεί ο ΝεκτάριοςΚωνσταντινουπόλεως. Επιτέθηκε με σθένος κατά του παγανισμού. επίσκοπος
Εξαιτίας της υψηλής του παιδείας, του χαρακτήρα, αλλά και του κύρους του, είχε άριστες σχέσεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και υπήρξε σύμβουλος των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Βαλεντινιανού Β' και του Θεοδοσίου. Δε δίστασε μάλιστα να τους επικρίνει για την πολιτική που ασκούσαν, αλλά και να τους επηρεάζει υπέρ των ορθόδοξων συμφερόντων. Ο Αμβρόσιος υπήρξε ο άνθρωπος και ο ποιμένας που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Αυγουστίνου, ο οποίος τον μνημονεύει πολλές φορές στις Εξομολογήσεις του. Συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταστροφή του ιερού άνδρα από το Μανιχαϊσμό στο Χριστιανισμό, ενώ αργότερα τον βάπτισε.
Στις αρχές του έτους 397 αρρώστησε και στις 4 Απριλίου κοιμήθηκε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 7 Δεκεμβρίου. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας.
Ο Αμβρόσιος γνώριζε πολύ καλά τα φιλοσοφικά και θεολογικά πράγματα σε Δύση και Ανατολή. Θαύμαζε τη στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία, τις οποίες μάλιστα ενέταξε κριτικά στο έργο του. Η θεολογική του σκέψη δέχτηκε ισχυρές επιδράσεις από την ανατολική γραμματεία, γεγονός που καταδεικνύει το σεβασμό του στην παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας. Η Εκκλησία αποτελούσε για τον επίσκοπο των Μεδιολάνων το σώμα του ζώντος Χριστού, μέσα στο οποίο σώζεται ο άνθρωπος, μετέχοντας ενεργά στα μυστήρια και εξαγορεύοντας με ειλικρίνεια και δημοσίως τα αμαρτήματά του.
Υπήρξε ένθερμος υποστηριχτής και εισηγητής της εκλαϊκευμένης θεολογίας, αφού κατόρθωσε να εξηγήσει στο λαό του τις λεπτές θεολογικές αλήθειες για την ομοουσιότητα της Αγίας Τριάδας, με μοναδική απλότητα. Ο Αμβρόσιος ήταν ο πρώτος θεολόγος που παρουσίασε στη δυτική εκκλησιαστική γραμματεία συγκροτημένο και ορθόδοξο έργο για τη θεμελίωση της ομοουσιότητας του Αγίου Πνεύματος. Αντιλήφθηκε την ορθόδοξη πνευματολογία με τα κριτήρια που έθεσε στην Ανατολή ο Μ. Αθανάσιος, ο Μ. Βασίλειος και ο Δίδυμος ο Τυφλός. Διατύπωσε τη διδασκαλία του για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα στην αδια και την οικονομική Τριάδα. Έτσι, ομίλησε για την αίδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από το Θεό Πατέρα, ο Οποίος αποτελεί την κύρια πηγή της Θεότητας. Η αποστολή του τρίτου προσώπου, κατά τη φανέρωση της οικονομικής Τριάδας, γίνεται από τον Υιό, χωρίς όμως Αυτός να αποτελεί και την πηγή Του.
Στα αγιογραφικά ερμηνευτικά του υπομνήματα υιοθέτησε την αλληγορική μέθοδο και εξαρτήθηκε κυρίως από το Φίλωνα τον Αλεξανδρέα και τον Ωριγένη. Κατά τη συγγραφή, όμως, της Εξαημέρου του, ακολούθησε τις θεολογικές προϋποθέσεις και τη σκέψη του Μ. Βασιλείου. Μέσα από τα ασκητικά και ηθικά του συγγράμματα, ο Αμβρόσιος ανέπτυξε μία υποτυπώδη ασκητική ανθρωπολογία, η οποία στηριζόταν στην εν Χριστώ υιοθεσία, στην ειλικρινή μετάνοια, την παρθενία και την ανοδική πορεία της ψυχής στο Θεό. Σε αυτά του τα έργα υπήρξε περισσότερο πρωτότυπος, σε σχέση με τα δογματικά, αφού κατόρθωσε να εντάξει φιλοσοφικές θεωρήσεις των Στωικών και Νεοπλατωνικών στη χριστιανική διδασκαλία.
O Αμβρόσιος αναμόρφωσε τη λειτουργική ζωή, εμπλουτίζοντας το υπάρχον λειτουργικό τυπικό των Μεδιολάνων με ύμνους δικής του σύνθεσης, οι οποίοι ψάλλονταν αντιφωνικά. Έτσι, η παράδοση της Εκκλησίας χαρακτήρισε ως αμβροσιανό λειτουργικό τύπο τη συμβολή του αυτή στην υμνολογία της δυτικής Εκκλησίας. Έγραψε έργα ερμηνευτικά, κατηχητικά, ασκητικά, ηθικά, δογματικά, ομιλίες και λόγους, ύμνους, επιστολές και επιγράμματα. Τα περισσότερα από τα έργα του είχαν περιστασιακό χαρακτήρα, αλλά ήταν οικοδομητικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου