Μέσα στὸ μεγαλεῖο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ὑφαίνονται καὶ ἐπεξεργάζονται, παράλληλα μὲ τὴ κατάνυξη, οἱ πλέον εὐλογημένες μνῆμες, γιὰ ν᾿ ἀποτελέσουν κάποτε ἔνδυμα περιούσιο καὶ στοργικὸ, ὅταν ἀναδυθοῦν χρόνια δίσεκτα καὶ ἄσπλαχνα: ὅπως γίνονται τὰ δικά μας…
Δὲν εἶναι διόλου εὔκολο νὰ περιγράψεις τὴ τέλεση μιᾶς Προηγιασμένης Λειτουργίας σὲ κάποιο ἀπρόσιτο καὶ μακρυνὸ μοναστήρι, ὅπως εἶναι ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησὶ μου, ἤ μᾶλλον ὅπως ἦταν πρὶν ἀπό τριάντα χρόνια, ὅταν μονάχα μὲ ἐπώδυνο ὁδοιπορία ἤ μὲ τὸ ὑποζύγιο τὴν προσέγγιζες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁδηγεῖς τὴ μνήμη σου, νοσταλγικὰ καὶ εὐκατάνυκτα, σὲ μέρες ὅπου οἱ ἐκεῖ τελούμενες Προηγιασμένες θεῖες Λειτουργεῖες ἦταν δεμένες ἄρρηκτα μὲ τὴν ἡσυχία, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν Παρουσία Του…
Ὁ Προηγιασμένος Ἄρτος πάντα εὐώδης ἀπό τὸ ζυμωτὸ, τὸ μοναστηρίσιο πρόσφορο καὶ τὸ γνήσιο, ἀνόθευτο, χωρὶς συντηρητικά, νᾶμμα, ποὺ τὸ φρόντιζαν οἱ μοναχὲς, καθὼς τὸν Σεπτέμβριο, στὸν τρύγο, διάλεγαν τὰ καλύτερα σταφύλια, τὰ λιάζανε, δηλ. τὰ βάζανε λίγες μέρες στὸν ἥλιο, ὥστε νὰ ἐλαττωθοῦν τὰ ὄσα ὑγρὰ ἀπόμεναν, κι ὕστερα τὰ στίβανε μὲ εὐλάβεια καὶ κάνανε τὸ νᾶμμα τῆς χρονιᾶς. Νᾶμμα καθαρὸ, κατὰ πάντα εὔγευστο κι ἁγιασμένο, ἀφοῦ εἶχε δεχθεῖ τόσες εὐχὲς καὶ προσευχές.
Ἡ λειτουργία γινόταν στὸ μισοσκότεινο Καθολικὸ μὲ λαμπάδες, κεριὰ καὶ καντήλια. Ἀργότερα, ὅταν πῆγε κι ἐκεῖ τὸ ἡλεκτρικὸ, σταμάτησε αὐτόματα κι ὁ Χρόνος, ἀφοῦ δὲν ἀνέβαινε στὴν ψυχὴ ἡ ἁπλότητα, ἡ συγκίνηση καὶ ἡ εὐπρέπεια ποὺ ἀναδύονται ἀπό τὸ λιτὸ τὸ φωτισμὸ, τὴν ἡσυχασμένη ἀτμόσφαιρα καὶ τὶς προσεγμένες κινήσεις…
Πάντα μέσα στὴ Λειτουργία ὑπῆρχαν ἐκεῖνα τὰ φορτισμένα μὲ εἰρήνη Θεοῦ σιωπητήρια, δηλαδὴ κάποια χρονικὰ διαστήματα, ὅπου ὅλοι σιωπούσαμε: γιὰ νὰ βαδίσει ὁ Θεὸς ἀναμεσά μας… Ἐπειδὴ αὐτὸ τότε ὄλοι ἐπιζητούσαμε κι ὄχι τὸ νὰ κοιτάζουμε νὰ πληρώνουμε, νὰ γεμίζουμε δηλαδὴ τὸ χρόνο μας μὲ τὰ ὅσα περιττὰ καὶ ἄκαρπα, ποὺ φυσικὰ δὲν ἀφοροῦν τὴν πνευματικὴ μας ἐνηλικίωση καὶ ὡριμότητα.
Μόνο, ποὺ καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια ἄρχισε νὰ μᾶς μπολιάζει τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ τῆς αὐτο-προβολῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ στήθηκαν μικροφωνικὲς ἐγκαταστάσεις ἐκεῖ ποὺ κάποτε βημάτιζε ἡ Σιωπὴ, ἡ Γλῶσσα τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ (πρβλ. ὅσιο Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο), κι ἔτσι ἀπόμειναν τὰ εὐλαβικὰ σιωπητήρια Μνήμη καὶ Νόστος, ἀπὸ ἕνα χθὲς καθαγιασμένο.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ πρόσθετε σὲ ὄλη αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα μιὰν ἀκόμα πινελιὰ, δοσμένη μὲ γνήσιο Ποιητικὸ τρόπο καὶ ἐξαγιαστικὸ -ἐξάπαντος ἀπό τὸ Χέρι τοῦ Θεοῦ φερμένη- ἦταν κάτι ποὺ τὸ παρατηροῦσες συνήθως κατὰ τὴ ἐπιστοφὴ πρὸς τὴ Χώρα, ἡ ὁποία γινόταν πάντα ὁδοιπορικῶς.
Καθὼς, λοιπὸν, κατέβαινες τὸ δύσκολο μονοπάτι, ποὺ τὸ φώτιζε τὸ γλυκὸ ἀνοιξιάτικο φῶς τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου ἤ τὸ στεφάνωνε ἐκείνη ἡ γκρίζα, ἀλλὰ πάντα στολισμένη μὲ σταλαγμοὺς νοσταλγίας συννεφιὰ, παρατηροῦσες πὼς ἐκεῖνο τὸ πένθιμο χρῶμα τῶν ἱερῶν καλυμμάτων, τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ τοῦ ἱ. Δισκοπότηρου σὲ ἀκολουθοῦσε… Λὲς καὶ ἡ Χαρμολύπη τῆς Σαρακοστῆς γινόταν συνοδοιπόρος σου, ἀφοῦ στὶς ἄκρες τοῦ μονοπατιοῦ ἐμφανίζονταν ἐκεῖνα τὰ τετράφυλλα μώβ ἀνθάκια -ποὺ δὲν ἔμαθες ποτὲ τὸ ὄνομά τους- καὶ τἄνοιωθες νὰ σὲ ἀκολουθοῦν, καθὼς γέμιζαν ὅλες σχεδὸν τὶς ἄκρες τοῦ δρόμου. Αἰσθανόσουν, λοιπόν, ὅτι αὐτὰ τὰ ταπεινὰ ἄνθη ἀπέπνεαν τὸ δικὸ τους θυμίαμα κατανύξεως καὶ χαροποιοῦ πένθους, στολίζοντας μὲ χάρη τὴ Σαρακοστὴ…
Αὐτά, λοιπόν, τὰ μὼβ ἄνθη τῆς Σαρακοστῆς τ᾿ ἀγάπησες τόσο, γιατὶ κάθε χρόνο, μέχρι νὰ φανεῖ ὁ ἄσπλαχνος «πολιτισμὸς» ὁποὺ μὲ μπουλτόζες, μηχανὲς καὶ ἄλλα παρόμοια μέσα ἐξαφάνισαν τὰ μονοπάτια καὶ ἔσβησαν αὐτὲς τὶς λιτὲς καὶ κατανυκτικὲς παρουσίες, σὲ συντρόφευαν καὶ ἐπιμήκυναν μὲ τρόπο μυστηριώδη καὶ θεοφιλῆ τὴν Προηγιασμένη…
Γιατὶ καταλάβαινες πολὺ καλὰ ὅτι τὸ Χρῶμα τοῦ Πένθους τῆς Σαρακοστῆς ἁπλωνόταν μὲ περισσὴ φροντίδα παντοῦ, ἀκόμα καὶ στὰ ἀθῶα τὰ ἄνθη, μέχρι νἄρθει ἡ Μεγαλοβδομάδα μὲ τὶς ἄλικες τὶς παπαροῦνες γιὰ νὰ μηνύσει ὅτι ἔρχεται Πάσχα. Δηλαδὴ, ἔνας ἄλλος δρόμος, μιὰ ἄλλη μορφὴ ζωῆς ποὺ ἔπρεπε νὰ περπατήσεις, πάντα μὲ τὴ δικιὰ Του τὴ συντροφιὰ, ὅπως τότε, στὸν εὐσκιόφυλλο δρόμο πρὸς Ἐμμαοὺς (πρβλ. Λκ. 23, 13 ἑξ)…
Βλέπεις, ἐκεῖνο τὸ «Πᾶσα ἡ κτίσις ἡλλοιοῦτο φόβῳ», ποὺ λέγεται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, δὲ γράφτηκε τυχαῖα…
Δὲν εἶναι διόλου εὔκολο νὰ περιγράψεις τὴ τέλεση μιᾶς Προηγιασμένης Λειτουργίας σὲ κάποιο ἀπρόσιτο καὶ μακρυνὸ μοναστήρι, ὅπως εἶναι ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησὶ μου, ἤ μᾶλλον ὅπως ἦταν πρὶν ἀπό τριάντα χρόνια, ὅταν μονάχα μὲ ἐπώδυνο ὁδοιπορία ἤ μὲ τὸ ὑποζύγιο τὴν προσέγγιζες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁδηγεῖς τὴ μνήμη σου, νοσταλγικὰ καὶ εὐκατάνυκτα, σὲ μέρες ὅπου οἱ ἐκεῖ τελούμενες Προηγιασμένες θεῖες Λειτουργεῖες ἦταν δεμένες ἄρρηκτα μὲ τὴν ἡσυχία, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν Παρουσία Του…
Ὁ Προηγιασμένος Ἄρτος πάντα εὐώδης ἀπό τὸ ζυμωτὸ, τὸ μοναστηρίσιο πρόσφορο καὶ τὸ γνήσιο, ἀνόθευτο, χωρὶς συντηρητικά, νᾶμμα, ποὺ τὸ φρόντιζαν οἱ μοναχὲς, καθὼς τὸν Σεπτέμβριο, στὸν τρύγο, διάλεγαν τὰ καλύτερα σταφύλια, τὰ λιάζανε, δηλ. τὰ βάζανε λίγες μέρες στὸν ἥλιο, ὥστε νὰ ἐλαττωθοῦν τὰ ὄσα ὑγρὰ ἀπόμεναν, κι ὕστερα τὰ στίβανε μὲ εὐλάβεια καὶ κάνανε τὸ νᾶμμα τῆς χρονιᾶς. Νᾶμμα καθαρὸ, κατὰ πάντα εὔγευστο κι ἁγιασμένο, ἀφοῦ εἶχε δεχθεῖ τόσες εὐχὲς καὶ προσευχές.
Ἡ λειτουργία γινόταν στὸ μισοσκότεινο Καθολικὸ μὲ λαμπάδες, κεριὰ καὶ καντήλια. Ἀργότερα, ὅταν πῆγε κι ἐκεῖ τὸ ἡλεκτρικὸ, σταμάτησε αὐτόματα κι ὁ Χρόνος, ἀφοῦ δὲν ἀνέβαινε στὴν ψυχὴ ἡ ἁπλότητα, ἡ συγκίνηση καὶ ἡ εὐπρέπεια ποὺ ἀναδύονται ἀπό τὸ λιτὸ τὸ φωτισμὸ, τὴν ἡσυχασμένη ἀτμόσφαιρα καὶ τὶς προσεγμένες κινήσεις…
Πάντα μέσα στὴ Λειτουργία ὑπῆρχαν ἐκεῖνα τὰ φορτισμένα μὲ εἰρήνη Θεοῦ σιωπητήρια, δηλαδὴ κάποια χρονικὰ διαστήματα, ὅπου ὅλοι σιωπούσαμε: γιὰ νὰ βαδίσει ὁ Θεὸς ἀναμεσά μας… Ἐπειδὴ αὐτὸ τότε ὄλοι ἐπιζητούσαμε κι ὄχι τὸ νὰ κοιτάζουμε νὰ πληρώνουμε, νὰ γεμίζουμε δηλαδὴ τὸ χρόνο μας μὲ τὰ ὅσα περιττὰ καὶ ἄκαρπα, ποὺ φυσικὰ δὲν ἀφοροῦν τὴν πνευματικὴ μας ἐνηλικίωση καὶ ὡριμότητα.
Μόνο, ποὺ καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια ἄρχισε νὰ μᾶς μπολιάζει τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ τῆς αὐτο-προβολῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ στήθηκαν μικροφωνικὲς ἐγκαταστάσεις ἐκεῖ ποὺ κάποτε βημάτιζε ἡ Σιωπὴ, ἡ Γλῶσσα τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ (πρβλ. ὅσιο Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο), κι ἔτσι ἀπόμειναν τὰ εὐλαβικὰ σιωπητήρια Μνήμη καὶ Νόστος, ἀπὸ ἕνα χθὲς καθαγιασμένο.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ πρόσθετε σὲ ὄλη αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα μιὰν ἀκόμα πινελιὰ, δοσμένη μὲ γνήσιο Ποιητικὸ τρόπο καὶ ἐξαγιαστικὸ -ἐξάπαντος ἀπό τὸ Χέρι τοῦ Θεοῦ φερμένη- ἦταν κάτι ποὺ τὸ παρατηροῦσες συνήθως κατὰ τὴ ἐπιστοφὴ πρὸς τὴ Χώρα, ἡ ὁποία γινόταν πάντα ὁδοιπορικῶς.
Καθὼς, λοιπὸν, κατέβαινες τὸ δύσκολο μονοπάτι, ποὺ τὸ φώτιζε τὸ γλυκὸ ἀνοιξιάτικο φῶς τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου ἤ τὸ στεφάνωνε ἐκείνη ἡ γκρίζα, ἀλλὰ πάντα στολισμένη μὲ σταλαγμοὺς νοσταλγίας συννεφιὰ, παρατηροῦσες πὼς ἐκεῖνο τὸ πένθιμο χρῶμα τῶν ἱερῶν καλυμμάτων, τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ τοῦ ἱ. Δισκοπότηρου σὲ ἀκολουθοῦσε… Λὲς καὶ ἡ Χαρμολύπη τῆς Σαρακοστῆς γινόταν συνοδοιπόρος σου, ἀφοῦ στὶς ἄκρες τοῦ μονοπατιοῦ ἐμφανίζονταν ἐκεῖνα τὰ τετράφυλλα μώβ ἀνθάκια -ποὺ δὲν ἔμαθες ποτὲ τὸ ὄνομά τους- καὶ τἄνοιωθες νὰ σὲ ἀκολουθοῦν, καθὼς γέμιζαν ὅλες σχεδὸν τὶς ἄκρες τοῦ δρόμου. Αἰσθανόσουν, λοιπόν, ὅτι αὐτὰ τὰ ταπεινὰ ἄνθη ἀπέπνεαν τὸ δικὸ τους θυμίαμα κατανύξεως καὶ χαροποιοῦ πένθους, στολίζοντας μὲ χάρη τὴ Σαρακοστὴ…
Αὐτά, λοιπόν, τὰ μὼβ ἄνθη τῆς Σαρακοστῆς τ᾿ ἀγάπησες τόσο, γιατὶ κάθε χρόνο, μέχρι νὰ φανεῖ ὁ ἄσπλαχνος «πολιτισμὸς» ὁποὺ μὲ μπουλτόζες, μηχανὲς καὶ ἄλλα παρόμοια μέσα ἐξαφάνισαν τὰ μονοπάτια καὶ ἔσβησαν αὐτὲς τὶς λιτὲς καὶ κατανυκτικὲς παρουσίες, σὲ συντρόφευαν καὶ ἐπιμήκυναν μὲ τρόπο μυστηριώδη καὶ θεοφιλῆ τὴν Προηγιασμένη…
Γιατὶ καταλάβαινες πολὺ καλὰ ὅτι τὸ Χρῶμα τοῦ Πένθους τῆς Σαρακοστῆς ἁπλωνόταν μὲ περισσὴ φροντίδα παντοῦ, ἀκόμα καὶ στὰ ἀθῶα τὰ ἄνθη, μέχρι νἄρθει ἡ Μεγαλοβδομάδα μὲ τὶς ἄλικες τὶς παπαροῦνες γιὰ νὰ μηνύσει ὅτι ἔρχεται Πάσχα. Δηλαδὴ, ἔνας ἄλλος δρόμος, μιὰ ἄλλη μορφὴ ζωῆς ποὺ ἔπρεπε νὰ περπατήσεις, πάντα μὲ τὴ δικιὰ Του τὴ συντροφιὰ, ὅπως τότε, στὸν εὐσκιόφυλλο δρόμο πρὸς Ἐμμαοὺς (πρβλ. Λκ. 23, 13 ἑξ)…
Βλέπεις, ἐκεῖνο τὸ «Πᾶσα ἡ κτίσις ἡλλοιοῦτο φόβῳ», ποὺ λέγεται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, δὲ γράφτηκε τυχαῖα…
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου