Του Σεβ. Μητροπολίτου Προικονήσου κ.Ιωσήφ
Στίς 13 Νοεμβρίου η Εκκλησία τιμά
καί γιορτάζει έναν τρισμέγιστο φωστήρα καί Ιεράρχη της, τόν Ιωάννη
Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τόν Χρυσόστομο.
Είναι τόσο σημαντική γιά τή ζωή τής Εκκλησίας διά μέσου τών αιώνων η παρουσία καί η προσφορά τού ιερού Χρυσοστόμου, ώστε, ανήμερα τής μνήμης του, στόν πανίερο Πατριαρχικό Ναό τής Κωνσταντινουπόλεως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέν ανεβαίνει στό θρόνο του, μά κάθεται δίπλα, στό γεντέκι (δηλ. στό παραθρόνιο).
Στόν θρόνο τοποθετείται η ιερά εικόνα τού αρχαίου Αρχιεπισκόπου τής Πόλεως Ιωάννου Α’ τού Χρυσοστόμου, γιά νά φαίνεται ότι ο ιερός αυτός Πατέρας είναι κατά κάποιο τρόπο ο... διαχρονικός προκαθήμενος τής Εκκλησίας τής Βασιλευούσης• ο διά μέσου τών αιώνων Οικουμενικός Πατριάρχης. Εκείνος, πού περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον εστόλισε κι εδόξασε τόν εκκλησιαστικό θρόνο τού Βυζαντίου! Γι’ αυτό άλλωστε καί ο νεοεκλεγόμενος Οικουμενικός Πατριάρχης δεχόταν συνήθως κατά τό Μέγα Μήνυμα τήν ευχετήρια προτροπή: «-Ανάβηθι επί τόν θρόνον τών Χρυσοστόμων καί τών Φωτίων καί κλέϊσον αυτόν ως εκείνοι!»
Γεννημένος ο Ιωάννης στά μέσα τού Δ΄ αιώνος στήν Αντιόχεια τήν επί τού Ορόντου, τάς Συριάδας Αθήνας, όπως ονόμαζαν στήν αρχαιότητα τήν πόλι αυτή λόγω τού έντονου ελληνικού χαρακτήρα της, από πατέρα τόν στρατηγό Σεκούνδο καί μητέρα τήν αγιασμένη Ανθούσα, έμεινε από μικρός ορφανός πατρός, αλλά έλαβε τέλεια χριστιανική ανατροφή από τήν Ανθούσα κι απέκτησε αδαμάντινο χαρακτήρα, λαμπρή κοσμική μόρφωσι (μαθητής τού ρήτορος Λιβανίου καί τού φιλοσόφου Ανδραγαθίου), κι ακόμη λαμπρότερη θεολογική συγκρότησι καί κατάρτισι, μέ δασκάλους τόν Διόδωρο Ταρσού καί τόν Καρτέριο, στοιχεία μεγάλα τού περιώνυμου Ασκητηρίου, δηλ.τής μεγάλης Θεολογικής Σχολής τής Αντιόχειας.
Κατηχημένος καί διδαγμένος πατρικώτατα από τόν Επίσκοπο Αντιοχείας (Άγιο) Μελέτιο, δέχθηκε τό ιερό βάπτισμα, κι αργότερα, μετά τήν οσιακή κοίμησι τής μητέρας του, αποσύρθηκε γιά τέσσερα χρόνια σ’ ένα αυστηρό Μοναστήρι, όπου εσφυρηλάτησε καί ελεπτούργησε τήν προσωπικότητά του μέ αγιοπνευματική υπακοή στούς Γεροντάδες, σκληρότατες νηστείες, ανύστακτη νήψι, ολονύκτιες αγρυπνίες, σκληρές χαμευνίες, βαθυκάρδιες προσευχές, πυκνή καί συστηματική μελέτη τών Θείων Γραφών, πολλές υπομονές, αδιάκοπους κόπους σωματικούς προκειμένου νά «υποπιάζη» καί νά «δουλαγωγή» τό σώμα πρός όφελος τής ψυχής, καί, κατόπιν, γι’ άλλα δυό χρόνια, αποσύρθηκε σ’ ένα ερημικό σπήλαιο, στήν περιοχή τού Σιλπίου, όπου επιδόθηκε κατά μόνας σέ ακόμα αυστηρότερη καί απαιτητικώτερη ασκητική ζωή ως ερημίτης (δέν κοιμήθηκε ξαπλωμένος ούτε μιά νύχτα, κατά τή μαρτυρία τού Παλλαδίου Ελενουπόλεως, καί από τήν υπερβολική άσκησι «νεκρούται τά υπό γαστέρα»), ενοικοκύρεψε τέλεια τόν έσω άνθρωπο καί προετοιμάστηκε φιλότιμα γιά τήν εργασία τού Ευαγγελίου καί τή διακονία τού ιερού θυσιαστηρίου.
Επί δεκαεφτά χρόνια ελάμπρυνε τήν Ιερωσύνη στήν Αντιόχεια, δίπλα στόν άγιο Επίσκοπο Μελέτιο αρχικά, ως διάκονος, καί δίπλα στόν εκλεκτό διάδοχό του Επίσκοπο Φλαβιανό, ως πρεσβύτερος. Εκτός από τό λειτουργικό καί τό πλούσιο κοινωνικό - φιλανθρωπικό έργο του (πτωχωκομείο, γηροκομείο, συσσίτια), διακρίθηκε ξεχωριστά στό κήρυγμα τού λόγου τού Θεού, στήν ερμηνεία τών Αγίων Γραφών καί στή δυναμική αντιμετώπισι τών αιρετικών (Αρειανών καί Ευνομιανών) καί τών φανατικών Ιουδαίων. Η φήμη του ως ιεροκήρυκος, νηπτικού καί αγίου ανδρός, προασπιστού τού ευσεβούς δόγματος καί κοινωνικού εργάτου καί αναμορφωτού, ξεπέρασε σύντομα τά όρια τής Αντιόχειας καί τής γύρω περιοχής κι έφθασε μέχρι τή Βασιλεύουσα.
Έτσι, τό 398 μ.Χ., μετά τήν οσιακή κοίμησι τού Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Νεκταρίου (+17 Σεπτεμβρίου 397), παρά τίς πείσμονες αντιρρήσεις καί διαμαρτυρίες του, οδηγείται βίαια, μέ στρατιωτική συνοδεία, στήν Κωνσταντινούπολι, πρός απαρηγόρητη θλίψι τών Χριστιανών τής Αντιόχειας, πού τόν έχαναν μέσα από τά χέρια τους, καί χειροτονείται στίς 15 Δεκεμβρίου Αρχιεπίσκοπος τής Βασιλεύουσας μέσα σέ κλίμα φρενίτιδας καί ενθουσιασμού τού ευσεβούς λαού τής Πρωτευούσης, πού είπε: «τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς»!
Διακονία τού θυσιαστηρίου, κήρυγμα τού Λόγου, κοινωνική πρόνοια καί φιλανθρωπία υπήρξαν τά πρώτα του μελήματα. Η νοσοκόμησι τών πασχόντων, η προστασία τών ορφανών, τών χηρών καί τών αδικουμένων, τό καθημερινό φαγητό εφτά χιλιάδων εξαθλιωμένων φτωχών, η στηλίτευσι τής κοινωνικής αδικίας, τής διαφθοράς, τής πολυτέλειας, τής περπέρειας, τού ευδαιμονισμού καί τής γενικότερης απομακρύνσεως από τήν ευαγγελική ζωή αρχόντων καί αρχομένων, μεγάλων καί μικρών, κατείχαν κεντρική θέσι στή ζωή καί τό έργο του. Η κάθαρσι τής Εκκλησίας από φαύλους καί αβελτεροπέρπερους κληρικούς («τραπεζογίγαντες», «γυναικοϊέρακες» [μέ τίς περιώνυμες «συνεισάκτους»], «χριστέμπορους» καί «βαλαντιοσκόπους», κατά τήν ακριβολόγο χρυσοστόμεια ορολογία) καί η ανύψωσι στήν Ιερωσύνη αγίων καί αξιόθεων ανθρώπων, η στήριξι τού Μοναχισμού, η ιεραποστολή γιά τή διάδοσι τού Ευαγγελίου στούς Πέρσες, στούς Σκύθες καί στούς εθνικούς τής Φοινίκης, τής Γοτθίας καί τής Κελτικής, υπήρξαν αντικείμενα καθημερινής ανύστακτης φροντίδας καί μέριμνάς του. Καί παράλληλα, η καλογηρική, καλογηρική!...
Ούτε τή νηστεία ξέχασε, ούτε τήν αγρυπνία, ούτε τήν αδιάλλειπτη προσευχή! Η σπεσιαλιτέ τού καθημερινού τραπεζιού του ήταν χυλός από κριθάρι! Διηγούνται ότι είχε κρεμάσει από τό ταβάνι σχοινιά (βαστακτήρες), πού τά περνούσε στίς μασχάλες του, γιά νά στέκεται όλη νύκτα όρθιος στήν προσευχή, χωρίς νά καταρρεύση! Ακόμη, πώς τό τελευταίο λυχνάρι πού έσβηνε στή Βασιλεύουσα κάθε βράδυ ήταν τού κελλίου του!
Προσωπικότητα περίλαμπρη! Πίστι γρανιτένια πού μετακινούσε βουνά! Αρετή εκτυφλωτικά απαστράπτουσα! Εκκλησιαστικό φρόνημα μοναδικό! Υποταγή στό θέλημα τού Θεού πλήρης! Ήθος ακτινοβόλο, ασυμβίβαστο! Ταπείνωσι βαθύτατη! Ανωτερότητα απαράμιλλη! Υπομονή καί μακροθυμία ανεξάντλητη! Θεληματική προσωπική πτωχεία ακραία! Φιλοπτωχεία ανοιχτοχέρα, γαλαντόμα, πλουσιόκαρδη! Φλόγα ιεραποστολική άσβεστη! Ανεξικακία απεριόριστη καί αγάπη γιά τόν άνθρωπο παφλάζουσα! Ζήλος γιά τήν Εκκλησία πύρινος! Ερμηνεία τών Γραφών θεοφώτιστη! (Στό αφτί τού υπαγόρευε τήν ερμηνεία τών Επιστολών του αυτοπροσώπως ο Απόστολος Παύλος, όπως είδε μέ τά ίδια του τά μάτια ο μαθητής καί αργότερα διάδοχός του Άγιος Πρόκλος, καί τό μακάριο εκείνο αφτί -τό αριστερό- σώζεται ώς τά σήμερα αδιάφθορο στήν πολύχαρη καί μεθυστικά πανευώδη αγία κάρα του, πού θησαυρίζεται στό Αγιονορείτικο αρχοντομονάστηρο τού Βατοπεδίου.
Τό είδαμε καί τό προσκυνήσαμε! Κήρυγμα τού λόγου τού Θεού μελίχρυσο, χρυσαυγές, χρυσογάργαρο! Έλεγχος τής ασεβείας σκληρός, ανυποχώρητος! Δικαιοσύνη έμπρακτη χριστομίμητη! Εργατικότητα ακαταπόνητη! Οσιακή άσκησι τραχύτατη! Προσευχή αδιάλλειπτη, θεοπειθέστατη, πάγκαρπη! Λατρεία λογική, ευκατάνυκτη, ευάρεστη στόν Κύριο! (Καί μόνο η Θεία Λειτουργία πού φέρει τό όνομά του αρκεί γιά επιβεβαίωσι!) Θεολογία εκφαντορική! Νούς θεοπτικότατος! Μυστική θεωρία πολλαπλώς μαρτυρούμενη! Ιδού μερικές μόνο πτυχές τού καταπληκτικού φαινομένου πού ονομάζεται Ιωάννης Α’ ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως! Ο πανίερος μυστηριάρχης τών θείων, στόν οποίο «κατεσκήνωσε τών αρετών η πάσα δικαιοσύνη»! Ο ομότροπος τών Αποστόλων! Ο «χρυσουργός τών καρδιών τών πιστών»! Ο «πάγχρυσος τή ψυχή σύν τή γλώττη»! Τό «χρυσόπνοον στόμα τής Χάριτος»!
Όλα αυτά βεβαίως εκίνησαν τόν φθόνο τού διαβόλου καί τών οργάνων του εναντίον τού Αγίου τού Θεού. Μίση, φτηνά συμφέροντα ευτελών ανθρώπων, ανδραρίων τής κοσμικής καί τής εκκλησιαστικής εξουσίας, αδυναμίες αυτοκρατορικές (τής ματαιόδοξης Ευδοξίας), ραδιουργίες, δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, ψεύδη, αδίστακτες συκοφαντίες, οχετοί εμπαθείας, όλα επιστρατεύθηκαν καί ενεργοποιήθηκαν γιά τήν εξόντωσί του. Δυό φορές προσπάθησαν νά τόν δολοφονήσουν! Στό τέλος τόν εξόρισαν. Μέ διάταγμα αυτοκρατορικό αλλαργοξόρισαν τόν δίκαιο, γιατί τούς ήταν «δύσχρηστος» καί «βαρύς καί βλεπόμενος». Ξεσηκώθηκε ο πιστός λαός, ενώ ένας τρομερός φυσικός σεισμός, δίπλα στόν σεισμό τού λαού, ετρόμαξαν τούς εχθρούς τού Αγίου, πολιτικούς καί κληρικούς. Έτσι αναγκάσθηκαν νά τόν ανακαλέσουν από τήν εξορία. Επανήλθε θριαμβευτικά στό θρόνο του, δυστυχώς όμως όχι γιά πολύ. Τά ανάκτορα τόν αντιπαθούσαν, γιατί η θεοκίνητη γλώσσα του ήλεγχε τή διαφθορά πού τά έπνιγε. Ατάσθαλοι κληρικοί, πού καί μόνη η παρουσία του ήταν ένας ηχηρός έλεγχος τής δικής τους κακομοιριάς καί αβελτηρίας, τόν μισούσαν θανάσιμα. Συνάχθηκαν σέ Σύνοδο ανομίας «παρά τήν Δρύν» (403), πού πέρασε στήν ιστορία ως «Ληστρική Σύνοδος» καί τόν «καθήρεσαν» από τήν αρχιερωσύνη!
Τόν Άγιο οι εναγείς! Τόν αδάμαντα οι άνθρακες! Τόν φιλόχριστο οι φιλόχρυσοι! Τόν θεοφόρο οι αθεόφοβοι! Τόν πανάξιο οι ανάξιοι! Τόν ολοφώτεινο οι εσκοτισμένοι! Τόν εν Χριστώ ελεύθερο οι «σκητοτρώκται καί διφθερίαι καί τρίδουλοι εκ προγόνων»! Αμέσως ξανακαταδικάστηκε κι από τό παλάτι σέ εξορία (20 Ιουνίου 404)! Μακρύτερη καί χειρότερη από τήν πρώτη. Πένθος επλάκωσε τήν Εκκλησία! Αίμα αθώο χύθηκε στούς δρόμους τής Κωνσταντινουπόλεως υπέρ τού αγίου Ποιμενάρχη. Πυρκαϊά κατέστρεψε τόν Ναό τής τού Θεού Σοφίας καί τή Σύγκλητο. Σχίσμα έγινε ανάμεσα στούς Επισκόπους... Κι ο αδικημένος καί προδομένος Αρχιεπίσκοπος, άρρωστος βαρειά οδηγήθηκε στή Νικομήδεια, στή Νίκαια, στήν Άγκυρα, στήν Καισάρεια, ώσαμε καί στήν Κουκουσό τής Αρμενίας, όπου έφθασε μισοπεθαμένος. Εδώ βρήκε γιά λίγο κάποια γαλήνη καί θαλπωρή. Ο λαός τής περιοχής τού έδειξε πολλή αγάπη καί ευλάβεια.
Επεκοινώνησε μέ τό ποίμνιό του. Μάς σώζονται κάπου διακόσιες σαράντα επιστολές του από τήν εξορία στήν Κουκουσό. Εξόριστος καί ασθενής, δέ σταμάτησε νά καλλιεργή ευρύτατα τή φιλανθρωπία, νά διδάσκη τό λαό, νά ενδιαφέρεται γιά τήν ιεραποστολή στούς Σκύθες, Πέρσες, Φοίνικες, Κέλτες καί Γότθους!
Όμως οι εχθροί τής ευσεβείας ούτε στήν Κουκουσό θέλησαν ν’ αφήσουν ήσυχο τόν μαρτυρικό Πρωθιεράρχη! Τό καλοκαίρι τού 407 τού επιβάλλουν, μέ διαταγή τής νέας Ηρωδιάδος Ευδοξίας, περαιτέρω εξορία στήν Πιτυούντα τού Καυκάσου. Δέν έφθασε ποτέ εκεί! Μετά από τρίμηνη απερίγραπτη ταλαιπωρία κατέληξε στά Κόμανα τού Πόντου. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τά Κόμανα, έμεινε στό ναό τού Αγίου Βασιλίσκου, ανεψιού τού Μεγαλομάρτυρος Αγ. Θεοδώρου τού Τήρωνος, πού είχε μαρτυρήσει στά Κόμανα επί Μαξιμιανού. Εδώ ήταν τό «Όριο Chandrasekhar» τού «Λευκού Γίγαντα» (καί όχι λευκού νάνου, κι άς μέ συγχωρήσει η επιστήμη τής Αστρονομίας!). Τή νύχτα άκουσε τή φωνή τού Αγίου Βασιλίσκου νά τού λέη: «-Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη, αύριον γάρ άμα εσόμεθα!» Τήν επομένη ο πολύπαθος Αρχιεπίσκοπος ζήτησε νά τόν ντύσουν μέ λευκά άμφια, κοινώνησε τά άχραντα Μυστήρια, είπε τή σύντομη δοξολογία πού συνήθιζε πάντοτε: «Δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν!» καί παρέδωσε τό πνεύμα. Τό ημερολόγιο εσημείωνε: 14 Σεπτεμβρίου 467. «Ενταφιασθείς δέ καί εορτασθείς, καθάπερ αθλητής νικηφόρος τό σωμάτιον, θάπτεται μετά τού Βασιλίσκου εν τώ αυτώ μαρτυρίω» - στόν ίδιο Ναό.
Στή συνείδησι τού εκκλησιαστικού πληρώματος είχε καθιερωθή ενωρίτατα ως μέγιστος φωστήρας τής Τρισηλίου Θεότητος• ως μελίρρυτος ποταμός τής σοφίας, πού καταρδεύει όλη τήν οικουμένη μέ τά νάματα τής Ορθόδοξης Θεολογίας• ως Ομολογητής τού Ονόματος τού Θεού καί τέλειος εργάτης τής ευαγγελικής δικαιοσύνης• ως Πατέρας ύψιστος τής Εκκλησίας, στύλος καί εδραίωμα τής αληθείας• ως βασιλέας τού άμβωνος καί αιώνιο υπόδειγμα Αρχιερέως καί πνευματικού πατρός• ως κανόνας τής αρετής καί τής αγιότητος. Καί τιμήθηκε αμέσως ως μέγας Άγιος! Επειδή, μάλιστα, η ημέρα τής τελειώσεώς του συνέπεσε μέ τήν παγκόσμια Ύψωσι τού Τιμίου Σταυρού, γι’ αυτό από νωρίς η μνήμη του μετακινήθηκε στίς 13 Νοεμβρίου, ώστε νά γιορτάζεται αυτόνομα, όπως αξίζει σ’ ένα τέτοιας λαμπρότητας υπερκαινοφανές αστέρι (σούπερ νόβα ...γιά τούς ελληνομαθείς!) τού νοητού στερεώματος τής Βασιλείας τού Θεού!
Στίς 27 Ιανουαρίου τού 438, μετά από ενέργειες τού μαθητού καί διαδόχου τού ιερού Χρυσοστόμου στόν αποστολικό Θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Πρόκλου, μέ άδεια τού Αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄, τό ιερό λείψανο τού Θεοφόρου Πατρός, πού είχε διατηρηθή ακέραιο, μεταφέρθηκε μέ λαμπρές τιμές στήν Κωνσταντινούπολι, όπου έγινε δεκτό μέ φρενίτιδα ενθουσιασμού. Τό έστησαν όρθιο πάνω στό ιερό Σύνθρονο τού Ναού τής Αγίας Ειρήνης καί φώναζαν: «Απόλαβέ σου τόν θρόνον, Άγιε!», όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης (εντεύθεν καί τό έθιμο τής εγκαθιδρύσεως τής εικόνος του στόν Πατριαρχικό Θρόνο κατά τήν ημέρα τής μνήμης του). Στή συνέχεια τό οδήγησαν στόν Ναό τών Αγίων Αποστόλων. Επανελήφθη καί εδώ η ενθρόνησι στό Σύνθρονο καί εκεί ο Άγιος σήκωσε τό χέρι του, ευλόγησε τό λαό του λέγοντας «Ειρήνη πάσι!» καί ξανάκλεισε τό πάγχρυσο στόμα του μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου...
Θαύματα πολλά καί θεραπείες ασθενών έγιναν μέ τήν παρουσία τού χαριτοβρύτου λειψάνου τού Χρυσορρήμονος. Η λάρνακα πού τό περιέκλειε ετάφη κατόπιν κάτω από τό άγιο θυσιαστήριο, καί τά θαύματα συνεχίζονταν κρουνηδόν. «Βρύει ως μυροθήκη τερπνή, τά τών θαυμάτων θεία ρείθρα, Χρυσόστομε, η λάρναξ η σή εν κόσμω, καί ιαμάτων ροαίς τάς ψυχάς μυρίζει τών τιμώντων σε», διασαλπίζει η εκκλησιαστική μούσα. Αργότερα τό ιερό λείψανο ακολούθησε τήν συνήθη ανθρώπινη διάλυσι καί τά θεοφόρα οστά συνέχισαν νά δέχωνται τήν ευλαβική προσκύνησι κλήρου καί λαού. Τό 1206 οι ληστοσυμμορίτες πού ονόμαζαν κατ’ ευφημισμό τόν εαυτό τους «Σταυροφόρους», μετά τήν κατάληψι τής Βασιλεύουσας καί τήν εγκατάστασι λατινικής ιεραρχίας στή θέσι τού Ορθόδοξου Πατριάρχου, διαγούμισαν, ως γνωστόν, ό,τι πολύτιμο καί ιερό υπήρχε στήν Πόλι καί τό κατηύθυναν στή Δύσι (Βατικανό, Βενετία κ.λπ.).
Ανάμεσα στά άλλα κλοπιμαία τών ιερόσυλων «σκητοτροκτών» καί «διφθεριών», ήταν καί τά άγια λείψανα, καί βεβαίως καί εκείνα τού ιερού Χρυσοστόμου, πλήν τής τιμίας κάρας του πού βρίσκεται, όπως αναφέραμε, στό Βατοπέδι. Στίς 30 Νοεμβρίου 2004, μετά από 798 ολόκληρα χρόνια βίαιου ξενιτεμού, τμήμα τών θείων λειψάνων τού «Καθηγητού τών Θείων», μαζί μέ τμήμα τών λειψάνων τού άλλου μέγιστου Αρχιεπισκόπου τής Νέας Ρώμης Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, μετά από επίμονες καί επίπονες προσπάθειες τού άξιου διαδόχου τους Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, επεστράφη από τόν Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, σέ μιά κίνησι καλής θελήσεως τής Παλαιάς πρός τή Νέα Ρώμη. Τά χαριτόβρυτα λείψανα τών δύο Αγίων βρίσκονται πιά στό βόρειο κλίτος τού Πατριαρχικού Ναού τού Αγίου Γεωργίου μέσα σέ κομψά μαρμάρινα θυριδωτά κιβώτια, δίπλα στήν Παναγία τή Φανερωμένη τής Κυζίκου.
Πέρα από τή 13η Νοεμβρίου (μνήμη) καί 27η Ιανουαρίου (ανακομιδή λειψάνων), η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει κι άλλες γιορτές τού ιερού Χρυσοστόμου: Τή 15η Δεκεμβρίου (χειροτονία σέ Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως), τήν 30ή Ιανουαρίου (μαζί μέ τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Θεολόγο Γρηγόριο) καί τήν 26η Φεβρουαρίου (χειροτονία σέ Πρεσβύτερο). Δέν τόν χορταίνουμε!... Πάντα τόν νοιώθουμε δίπλα μας. Μαζί μας! Ακόμα καί στόν πανεθνικό Θρήνο τής Αλώσεως, χίλια χρόνια μετά, η λαϊκή φωνή τού Πόντου τόν ήθελε νά είναι παρών, νά συμμερίζεται τή συμφορά τών παιδιών του καί νά θρηνή μαζί μέ τήν Παναγία γιά τό κατάντημα τής Πόλεως: «Ναϊλί εμάς, νά βάϊ εμάς, η Ρωμανία επάρθεν!... κι ο Άη Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει, δερνοκοπάται!...» Καί βέβαια, καθημερινά τόν έχουμε κοντά μας, καθώς τελούμε (μέ πολύ λίγες εξαιρέσεις μέσα στό έτος), τή Θεία Λειτουργία του, τόν μεγαλύτερο πνευματικό θησαυρό πού μάς κληροδότησε! Τήν τελούν καί σέ διάφορες Ρωμαιοκαθολικές Κοινότητες, όπως λ.χ. στή Μονή τής Κρυπτοφέρης, καί βέβαια τήν χρησιμοποιούν επίσης οι «Ελληνοόρυθμοι» Παπικοί (Ουνίτες).
Τό προσωνύμιό του (Χρυσόστομος), τό κάναμε όνομα βαπτιστικό, γιά νά μήν τόν συγχέουμε μέ άλλους ομωνύμους του Αγίους, καί είναι προσφιλέστατο κυρίως μεταξύ τών μοναχών καί αγάμων κληρικών μας.
«Έπρεπε τή βασιλίδι τών πόλεων Ιωάννην αυχείν Αρχιερέα, ώσπερ τινά κόσμον βασιλικόν». Έπρεπε στήν Οικουμενική Ορθοδοξία ένα τέτοιο κόσμημα, ένα τέτοιο δώρο τού Ουρανίου Βασιλέως καί Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού!...
Είναι τόσο σημαντική γιά τή ζωή τής Εκκλησίας διά μέσου τών αιώνων η παρουσία καί η προσφορά τού ιερού Χρυσοστόμου, ώστε, ανήμερα τής μνήμης του, στόν πανίερο Πατριαρχικό Ναό τής Κωνσταντινουπόλεως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέν ανεβαίνει στό θρόνο του, μά κάθεται δίπλα, στό γεντέκι (δηλ. στό παραθρόνιο).
Στόν θρόνο τοποθετείται η ιερά εικόνα τού αρχαίου Αρχιεπισκόπου τής Πόλεως Ιωάννου Α’ τού Χρυσοστόμου, γιά νά φαίνεται ότι ο ιερός αυτός Πατέρας είναι κατά κάποιο τρόπο ο... διαχρονικός προκαθήμενος τής Εκκλησίας τής Βασιλευούσης• ο διά μέσου τών αιώνων Οικουμενικός Πατριάρχης. Εκείνος, πού περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον εστόλισε κι εδόξασε τόν εκκλησιαστικό θρόνο τού Βυζαντίου! Γι’ αυτό άλλωστε καί ο νεοεκλεγόμενος Οικουμενικός Πατριάρχης δεχόταν συνήθως κατά τό Μέγα Μήνυμα τήν ευχετήρια προτροπή: «-Ανάβηθι επί τόν θρόνον τών Χρυσοστόμων καί τών Φωτίων καί κλέϊσον αυτόν ως εκείνοι!»
Γεννημένος ο Ιωάννης στά μέσα τού Δ΄ αιώνος στήν Αντιόχεια τήν επί τού Ορόντου, τάς Συριάδας Αθήνας, όπως ονόμαζαν στήν αρχαιότητα τήν πόλι αυτή λόγω τού έντονου ελληνικού χαρακτήρα της, από πατέρα τόν στρατηγό Σεκούνδο καί μητέρα τήν αγιασμένη Ανθούσα, έμεινε από μικρός ορφανός πατρός, αλλά έλαβε τέλεια χριστιανική ανατροφή από τήν Ανθούσα κι απέκτησε αδαμάντινο χαρακτήρα, λαμπρή κοσμική μόρφωσι (μαθητής τού ρήτορος Λιβανίου καί τού φιλοσόφου Ανδραγαθίου), κι ακόμη λαμπρότερη θεολογική συγκρότησι καί κατάρτισι, μέ δασκάλους τόν Διόδωρο Ταρσού καί τόν Καρτέριο, στοιχεία μεγάλα τού περιώνυμου Ασκητηρίου, δηλ.τής μεγάλης Θεολογικής Σχολής τής Αντιόχειας.
Κατηχημένος καί διδαγμένος πατρικώτατα από τόν Επίσκοπο Αντιοχείας (Άγιο) Μελέτιο, δέχθηκε τό ιερό βάπτισμα, κι αργότερα, μετά τήν οσιακή κοίμησι τής μητέρας του, αποσύρθηκε γιά τέσσερα χρόνια σ’ ένα αυστηρό Μοναστήρι, όπου εσφυρηλάτησε καί ελεπτούργησε τήν προσωπικότητά του μέ αγιοπνευματική υπακοή στούς Γεροντάδες, σκληρότατες νηστείες, ανύστακτη νήψι, ολονύκτιες αγρυπνίες, σκληρές χαμευνίες, βαθυκάρδιες προσευχές, πυκνή καί συστηματική μελέτη τών Θείων Γραφών, πολλές υπομονές, αδιάκοπους κόπους σωματικούς προκειμένου νά «υποπιάζη» καί νά «δουλαγωγή» τό σώμα πρός όφελος τής ψυχής, καί, κατόπιν, γι’ άλλα δυό χρόνια, αποσύρθηκε σ’ ένα ερημικό σπήλαιο, στήν περιοχή τού Σιλπίου, όπου επιδόθηκε κατά μόνας σέ ακόμα αυστηρότερη καί απαιτητικώτερη ασκητική ζωή ως ερημίτης (δέν κοιμήθηκε ξαπλωμένος ούτε μιά νύχτα, κατά τή μαρτυρία τού Παλλαδίου Ελενουπόλεως, καί από τήν υπερβολική άσκησι «νεκρούται τά υπό γαστέρα»), ενοικοκύρεψε τέλεια τόν έσω άνθρωπο καί προετοιμάστηκε φιλότιμα γιά τήν εργασία τού Ευαγγελίου καί τή διακονία τού ιερού θυσιαστηρίου.
Επί δεκαεφτά χρόνια ελάμπρυνε τήν Ιερωσύνη στήν Αντιόχεια, δίπλα στόν άγιο Επίσκοπο Μελέτιο αρχικά, ως διάκονος, καί δίπλα στόν εκλεκτό διάδοχό του Επίσκοπο Φλαβιανό, ως πρεσβύτερος. Εκτός από τό λειτουργικό καί τό πλούσιο κοινωνικό - φιλανθρωπικό έργο του (πτωχωκομείο, γηροκομείο, συσσίτια), διακρίθηκε ξεχωριστά στό κήρυγμα τού λόγου τού Θεού, στήν ερμηνεία τών Αγίων Γραφών καί στή δυναμική αντιμετώπισι τών αιρετικών (Αρειανών καί Ευνομιανών) καί τών φανατικών Ιουδαίων. Η φήμη του ως ιεροκήρυκος, νηπτικού καί αγίου ανδρός, προασπιστού τού ευσεβούς δόγματος καί κοινωνικού εργάτου καί αναμορφωτού, ξεπέρασε σύντομα τά όρια τής Αντιόχειας καί τής γύρω περιοχής κι έφθασε μέχρι τή Βασιλεύουσα.
Έτσι, τό 398 μ.Χ., μετά τήν οσιακή κοίμησι τού Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Νεκταρίου (+17 Σεπτεμβρίου 397), παρά τίς πείσμονες αντιρρήσεις καί διαμαρτυρίες του, οδηγείται βίαια, μέ στρατιωτική συνοδεία, στήν Κωνσταντινούπολι, πρός απαρηγόρητη θλίψι τών Χριστιανών τής Αντιόχειας, πού τόν έχαναν μέσα από τά χέρια τους, καί χειροτονείται στίς 15 Δεκεμβρίου Αρχιεπίσκοπος τής Βασιλεύουσας μέσα σέ κλίμα φρενίτιδας καί ενθουσιασμού τού ευσεβούς λαού τής Πρωτευούσης, πού είπε: «τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς»!
Διακονία τού θυσιαστηρίου, κήρυγμα τού Λόγου, κοινωνική πρόνοια καί φιλανθρωπία υπήρξαν τά πρώτα του μελήματα. Η νοσοκόμησι τών πασχόντων, η προστασία τών ορφανών, τών χηρών καί τών αδικουμένων, τό καθημερινό φαγητό εφτά χιλιάδων εξαθλιωμένων φτωχών, η στηλίτευσι τής κοινωνικής αδικίας, τής διαφθοράς, τής πολυτέλειας, τής περπέρειας, τού ευδαιμονισμού καί τής γενικότερης απομακρύνσεως από τήν ευαγγελική ζωή αρχόντων καί αρχομένων, μεγάλων καί μικρών, κατείχαν κεντρική θέσι στή ζωή καί τό έργο του. Η κάθαρσι τής Εκκλησίας από φαύλους καί αβελτεροπέρπερους κληρικούς («τραπεζογίγαντες», «γυναικοϊέρακες» [μέ τίς περιώνυμες «συνεισάκτους»], «χριστέμπορους» καί «βαλαντιοσκόπους», κατά τήν ακριβολόγο χρυσοστόμεια ορολογία) καί η ανύψωσι στήν Ιερωσύνη αγίων καί αξιόθεων ανθρώπων, η στήριξι τού Μοναχισμού, η ιεραποστολή γιά τή διάδοσι τού Ευαγγελίου στούς Πέρσες, στούς Σκύθες καί στούς εθνικούς τής Φοινίκης, τής Γοτθίας καί τής Κελτικής, υπήρξαν αντικείμενα καθημερινής ανύστακτης φροντίδας καί μέριμνάς του. Καί παράλληλα, η καλογηρική, καλογηρική!...
Ούτε τή νηστεία ξέχασε, ούτε τήν αγρυπνία, ούτε τήν αδιάλλειπτη προσευχή! Η σπεσιαλιτέ τού καθημερινού τραπεζιού του ήταν χυλός από κριθάρι! Διηγούνται ότι είχε κρεμάσει από τό ταβάνι σχοινιά (βαστακτήρες), πού τά περνούσε στίς μασχάλες του, γιά νά στέκεται όλη νύκτα όρθιος στήν προσευχή, χωρίς νά καταρρεύση! Ακόμη, πώς τό τελευταίο λυχνάρι πού έσβηνε στή Βασιλεύουσα κάθε βράδυ ήταν τού κελλίου του!
Προσωπικότητα περίλαμπρη! Πίστι γρανιτένια πού μετακινούσε βουνά! Αρετή εκτυφλωτικά απαστράπτουσα! Εκκλησιαστικό φρόνημα μοναδικό! Υποταγή στό θέλημα τού Θεού πλήρης! Ήθος ακτινοβόλο, ασυμβίβαστο! Ταπείνωσι βαθύτατη! Ανωτερότητα απαράμιλλη! Υπομονή καί μακροθυμία ανεξάντλητη! Θεληματική προσωπική πτωχεία ακραία! Φιλοπτωχεία ανοιχτοχέρα, γαλαντόμα, πλουσιόκαρδη! Φλόγα ιεραποστολική άσβεστη! Ανεξικακία απεριόριστη καί αγάπη γιά τόν άνθρωπο παφλάζουσα! Ζήλος γιά τήν Εκκλησία πύρινος! Ερμηνεία τών Γραφών θεοφώτιστη! (Στό αφτί τού υπαγόρευε τήν ερμηνεία τών Επιστολών του αυτοπροσώπως ο Απόστολος Παύλος, όπως είδε μέ τά ίδια του τά μάτια ο μαθητής καί αργότερα διάδοχός του Άγιος Πρόκλος, καί τό μακάριο εκείνο αφτί -τό αριστερό- σώζεται ώς τά σήμερα αδιάφθορο στήν πολύχαρη καί μεθυστικά πανευώδη αγία κάρα του, πού θησαυρίζεται στό Αγιονορείτικο αρχοντομονάστηρο τού Βατοπεδίου.
Τό είδαμε καί τό προσκυνήσαμε! Κήρυγμα τού λόγου τού Θεού μελίχρυσο, χρυσαυγές, χρυσογάργαρο! Έλεγχος τής ασεβείας σκληρός, ανυποχώρητος! Δικαιοσύνη έμπρακτη χριστομίμητη! Εργατικότητα ακαταπόνητη! Οσιακή άσκησι τραχύτατη! Προσευχή αδιάλλειπτη, θεοπειθέστατη, πάγκαρπη! Λατρεία λογική, ευκατάνυκτη, ευάρεστη στόν Κύριο! (Καί μόνο η Θεία Λειτουργία πού φέρει τό όνομά του αρκεί γιά επιβεβαίωσι!) Θεολογία εκφαντορική! Νούς θεοπτικότατος! Μυστική θεωρία πολλαπλώς μαρτυρούμενη! Ιδού μερικές μόνο πτυχές τού καταπληκτικού φαινομένου πού ονομάζεται Ιωάννης Α’ ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως! Ο πανίερος μυστηριάρχης τών θείων, στόν οποίο «κατεσκήνωσε τών αρετών η πάσα δικαιοσύνη»! Ο ομότροπος τών Αποστόλων! Ο «χρυσουργός τών καρδιών τών πιστών»! Ο «πάγχρυσος τή ψυχή σύν τή γλώττη»! Τό «χρυσόπνοον στόμα τής Χάριτος»!
Όλα αυτά βεβαίως εκίνησαν τόν φθόνο τού διαβόλου καί τών οργάνων του εναντίον τού Αγίου τού Θεού. Μίση, φτηνά συμφέροντα ευτελών ανθρώπων, ανδραρίων τής κοσμικής καί τής εκκλησιαστικής εξουσίας, αδυναμίες αυτοκρατορικές (τής ματαιόδοξης Ευδοξίας), ραδιουργίες, δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, ψεύδη, αδίστακτες συκοφαντίες, οχετοί εμπαθείας, όλα επιστρατεύθηκαν καί ενεργοποιήθηκαν γιά τήν εξόντωσί του. Δυό φορές προσπάθησαν νά τόν δολοφονήσουν! Στό τέλος τόν εξόρισαν. Μέ διάταγμα αυτοκρατορικό αλλαργοξόρισαν τόν δίκαιο, γιατί τούς ήταν «δύσχρηστος» καί «βαρύς καί βλεπόμενος». Ξεσηκώθηκε ο πιστός λαός, ενώ ένας τρομερός φυσικός σεισμός, δίπλα στόν σεισμό τού λαού, ετρόμαξαν τούς εχθρούς τού Αγίου, πολιτικούς καί κληρικούς. Έτσι αναγκάσθηκαν νά τόν ανακαλέσουν από τήν εξορία. Επανήλθε θριαμβευτικά στό θρόνο του, δυστυχώς όμως όχι γιά πολύ. Τά ανάκτορα τόν αντιπαθούσαν, γιατί η θεοκίνητη γλώσσα του ήλεγχε τή διαφθορά πού τά έπνιγε. Ατάσθαλοι κληρικοί, πού καί μόνη η παρουσία του ήταν ένας ηχηρός έλεγχος τής δικής τους κακομοιριάς καί αβελτηρίας, τόν μισούσαν θανάσιμα. Συνάχθηκαν σέ Σύνοδο ανομίας «παρά τήν Δρύν» (403), πού πέρασε στήν ιστορία ως «Ληστρική Σύνοδος» καί τόν «καθήρεσαν» από τήν αρχιερωσύνη!
Τόν Άγιο οι εναγείς! Τόν αδάμαντα οι άνθρακες! Τόν φιλόχριστο οι φιλόχρυσοι! Τόν θεοφόρο οι αθεόφοβοι! Τόν πανάξιο οι ανάξιοι! Τόν ολοφώτεινο οι εσκοτισμένοι! Τόν εν Χριστώ ελεύθερο οι «σκητοτρώκται καί διφθερίαι καί τρίδουλοι εκ προγόνων»! Αμέσως ξανακαταδικάστηκε κι από τό παλάτι σέ εξορία (20 Ιουνίου 404)! Μακρύτερη καί χειρότερη από τήν πρώτη. Πένθος επλάκωσε τήν Εκκλησία! Αίμα αθώο χύθηκε στούς δρόμους τής Κωνσταντινουπόλεως υπέρ τού αγίου Ποιμενάρχη. Πυρκαϊά κατέστρεψε τόν Ναό τής τού Θεού Σοφίας καί τή Σύγκλητο. Σχίσμα έγινε ανάμεσα στούς Επισκόπους... Κι ο αδικημένος καί προδομένος Αρχιεπίσκοπος, άρρωστος βαρειά οδηγήθηκε στή Νικομήδεια, στή Νίκαια, στήν Άγκυρα, στήν Καισάρεια, ώσαμε καί στήν Κουκουσό τής Αρμενίας, όπου έφθασε μισοπεθαμένος. Εδώ βρήκε γιά λίγο κάποια γαλήνη καί θαλπωρή. Ο λαός τής περιοχής τού έδειξε πολλή αγάπη καί ευλάβεια.
Επεκοινώνησε μέ τό ποίμνιό του. Μάς σώζονται κάπου διακόσιες σαράντα επιστολές του από τήν εξορία στήν Κουκουσό. Εξόριστος καί ασθενής, δέ σταμάτησε νά καλλιεργή ευρύτατα τή φιλανθρωπία, νά διδάσκη τό λαό, νά ενδιαφέρεται γιά τήν ιεραποστολή στούς Σκύθες, Πέρσες, Φοίνικες, Κέλτες καί Γότθους!
Όμως οι εχθροί τής ευσεβείας ούτε στήν Κουκουσό θέλησαν ν’ αφήσουν ήσυχο τόν μαρτυρικό Πρωθιεράρχη! Τό καλοκαίρι τού 407 τού επιβάλλουν, μέ διαταγή τής νέας Ηρωδιάδος Ευδοξίας, περαιτέρω εξορία στήν Πιτυούντα τού Καυκάσου. Δέν έφθασε ποτέ εκεί! Μετά από τρίμηνη απερίγραπτη ταλαιπωρία κατέληξε στά Κόμανα τού Πόντου. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τά Κόμανα, έμεινε στό ναό τού Αγίου Βασιλίσκου, ανεψιού τού Μεγαλομάρτυρος Αγ. Θεοδώρου τού Τήρωνος, πού είχε μαρτυρήσει στά Κόμανα επί Μαξιμιανού. Εδώ ήταν τό «Όριο Chandrasekhar» τού «Λευκού Γίγαντα» (καί όχι λευκού νάνου, κι άς μέ συγχωρήσει η επιστήμη τής Αστρονομίας!). Τή νύχτα άκουσε τή φωνή τού Αγίου Βασιλίσκου νά τού λέη: «-Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη, αύριον γάρ άμα εσόμεθα!» Τήν επομένη ο πολύπαθος Αρχιεπίσκοπος ζήτησε νά τόν ντύσουν μέ λευκά άμφια, κοινώνησε τά άχραντα Μυστήρια, είπε τή σύντομη δοξολογία πού συνήθιζε πάντοτε: «Δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν!» καί παρέδωσε τό πνεύμα. Τό ημερολόγιο εσημείωνε: 14 Σεπτεμβρίου 467. «Ενταφιασθείς δέ καί εορτασθείς, καθάπερ αθλητής νικηφόρος τό σωμάτιον, θάπτεται μετά τού Βασιλίσκου εν τώ αυτώ μαρτυρίω» - στόν ίδιο Ναό.
Στή συνείδησι τού εκκλησιαστικού πληρώματος είχε καθιερωθή ενωρίτατα ως μέγιστος φωστήρας τής Τρισηλίου Θεότητος• ως μελίρρυτος ποταμός τής σοφίας, πού καταρδεύει όλη τήν οικουμένη μέ τά νάματα τής Ορθόδοξης Θεολογίας• ως Ομολογητής τού Ονόματος τού Θεού καί τέλειος εργάτης τής ευαγγελικής δικαιοσύνης• ως Πατέρας ύψιστος τής Εκκλησίας, στύλος καί εδραίωμα τής αληθείας• ως βασιλέας τού άμβωνος καί αιώνιο υπόδειγμα Αρχιερέως καί πνευματικού πατρός• ως κανόνας τής αρετής καί τής αγιότητος. Καί τιμήθηκε αμέσως ως μέγας Άγιος! Επειδή, μάλιστα, η ημέρα τής τελειώσεώς του συνέπεσε μέ τήν παγκόσμια Ύψωσι τού Τιμίου Σταυρού, γι’ αυτό από νωρίς η μνήμη του μετακινήθηκε στίς 13 Νοεμβρίου, ώστε νά γιορτάζεται αυτόνομα, όπως αξίζει σ’ ένα τέτοιας λαμπρότητας υπερκαινοφανές αστέρι (σούπερ νόβα ...γιά τούς ελληνομαθείς!) τού νοητού στερεώματος τής Βασιλείας τού Θεού!
Στίς 27 Ιανουαρίου τού 438, μετά από ενέργειες τού μαθητού καί διαδόχου τού ιερού Χρυσοστόμου στόν αποστολικό Θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Πρόκλου, μέ άδεια τού Αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄, τό ιερό λείψανο τού Θεοφόρου Πατρός, πού είχε διατηρηθή ακέραιο, μεταφέρθηκε μέ λαμπρές τιμές στήν Κωνσταντινούπολι, όπου έγινε δεκτό μέ φρενίτιδα ενθουσιασμού. Τό έστησαν όρθιο πάνω στό ιερό Σύνθρονο τού Ναού τής Αγίας Ειρήνης καί φώναζαν: «Απόλαβέ σου τόν θρόνον, Άγιε!», όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης (εντεύθεν καί τό έθιμο τής εγκαθιδρύσεως τής εικόνος του στόν Πατριαρχικό Θρόνο κατά τήν ημέρα τής μνήμης του). Στή συνέχεια τό οδήγησαν στόν Ναό τών Αγίων Αποστόλων. Επανελήφθη καί εδώ η ενθρόνησι στό Σύνθρονο καί εκεί ο Άγιος σήκωσε τό χέρι του, ευλόγησε τό λαό του λέγοντας «Ειρήνη πάσι!» καί ξανάκλεισε τό πάγχρυσο στόμα του μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου...
Θαύματα πολλά καί θεραπείες ασθενών έγιναν μέ τήν παρουσία τού χαριτοβρύτου λειψάνου τού Χρυσορρήμονος. Η λάρνακα πού τό περιέκλειε ετάφη κατόπιν κάτω από τό άγιο θυσιαστήριο, καί τά θαύματα συνεχίζονταν κρουνηδόν. «Βρύει ως μυροθήκη τερπνή, τά τών θαυμάτων θεία ρείθρα, Χρυσόστομε, η λάρναξ η σή εν κόσμω, καί ιαμάτων ροαίς τάς ψυχάς μυρίζει τών τιμώντων σε», διασαλπίζει η εκκλησιαστική μούσα. Αργότερα τό ιερό λείψανο ακολούθησε τήν συνήθη ανθρώπινη διάλυσι καί τά θεοφόρα οστά συνέχισαν νά δέχωνται τήν ευλαβική προσκύνησι κλήρου καί λαού. Τό 1206 οι ληστοσυμμορίτες πού ονόμαζαν κατ’ ευφημισμό τόν εαυτό τους «Σταυροφόρους», μετά τήν κατάληψι τής Βασιλεύουσας καί τήν εγκατάστασι λατινικής ιεραρχίας στή θέσι τού Ορθόδοξου Πατριάρχου, διαγούμισαν, ως γνωστόν, ό,τι πολύτιμο καί ιερό υπήρχε στήν Πόλι καί τό κατηύθυναν στή Δύσι (Βατικανό, Βενετία κ.λπ.).
Ανάμεσα στά άλλα κλοπιμαία τών ιερόσυλων «σκητοτροκτών» καί «διφθεριών», ήταν καί τά άγια λείψανα, καί βεβαίως καί εκείνα τού ιερού Χρυσοστόμου, πλήν τής τιμίας κάρας του πού βρίσκεται, όπως αναφέραμε, στό Βατοπέδι. Στίς 30 Νοεμβρίου 2004, μετά από 798 ολόκληρα χρόνια βίαιου ξενιτεμού, τμήμα τών θείων λειψάνων τού «Καθηγητού τών Θείων», μαζί μέ τμήμα τών λειψάνων τού άλλου μέγιστου Αρχιεπισκόπου τής Νέας Ρώμης Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, μετά από επίμονες καί επίπονες προσπάθειες τού άξιου διαδόχου τους Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, επεστράφη από τόν Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, σέ μιά κίνησι καλής θελήσεως τής Παλαιάς πρός τή Νέα Ρώμη. Τά χαριτόβρυτα λείψανα τών δύο Αγίων βρίσκονται πιά στό βόρειο κλίτος τού Πατριαρχικού Ναού τού Αγίου Γεωργίου μέσα σέ κομψά μαρμάρινα θυριδωτά κιβώτια, δίπλα στήν Παναγία τή Φανερωμένη τής Κυζίκου.
Πέρα από τή 13η Νοεμβρίου (μνήμη) καί 27η Ιανουαρίου (ανακομιδή λειψάνων), η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει κι άλλες γιορτές τού ιερού Χρυσοστόμου: Τή 15η Δεκεμβρίου (χειροτονία σέ Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως), τήν 30ή Ιανουαρίου (μαζί μέ τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Θεολόγο Γρηγόριο) καί τήν 26η Φεβρουαρίου (χειροτονία σέ Πρεσβύτερο). Δέν τόν χορταίνουμε!... Πάντα τόν νοιώθουμε δίπλα μας. Μαζί μας! Ακόμα καί στόν πανεθνικό Θρήνο τής Αλώσεως, χίλια χρόνια μετά, η λαϊκή φωνή τού Πόντου τόν ήθελε νά είναι παρών, νά συμμερίζεται τή συμφορά τών παιδιών του καί νά θρηνή μαζί μέ τήν Παναγία γιά τό κατάντημα τής Πόλεως: «Ναϊλί εμάς, νά βάϊ εμάς, η Ρωμανία επάρθεν!... κι ο Άη Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει, δερνοκοπάται!...» Καί βέβαια, καθημερινά τόν έχουμε κοντά μας, καθώς τελούμε (μέ πολύ λίγες εξαιρέσεις μέσα στό έτος), τή Θεία Λειτουργία του, τόν μεγαλύτερο πνευματικό θησαυρό πού μάς κληροδότησε! Τήν τελούν καί σέ διάφορες Ρωμαιοκαθολικές Κοινότητες, όπως λ.χ. στή Μονή τής Κρυπτοφέρης, καί βέβαια τήν χρησιμοποιούν επίσης οι «Ελληνοόρυθμοι» Παπικοί (Ουνίτες).
Τό προσωνύμιό του (Χρυσόστομος), τό κάναμε όνομα βαπτιστικό, γιά νά μήν τόν συγχέουμε μέ άλλους ομωνύμους του Αγίους, καί είναι προσφιλέστατο κυρίως μεταξύ τών μοναχών καί αγάμων κληρικών μας.
«Έπρεπε τή βασιλίδι τών πόλεων Ιωάννην αυχείν Αρχιερέα, ώσπερ τινά κόσμον βασιλικόν». Έπρεπε στήν Οικουμενική Ορθοδοξία ένα τέτοιο κόσμημα, ένα τέτοιο δώρο τού Ουρανίου Βασιλέως καί Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου