Της λέγανε, ότι είναι ανάγκη να παντρευτεί για να μην φύγουν από τα χέρια της οι οικογενειακοί τίτλοι. Είναι κρίμα, της τόνιζαν, με τέτοια ομορφιά, με τέτοια μόρφωση και με τόσον πλούτο και οικογενειακή δόξα να μείνεις ανύπαντρη, Τότε η Αικατερίνη, για να πάψουν να την ενοχλούν η μάννα της και οι συγγενείς της τους είπε: - Βρέστε μου εσείς ένα νέον, που να μου μοιάζει σ' αυτά τα χαρίσματα που λέτε, πως τα έχω παραπάνω από τις άλλες κοπέλες και θα τον παντρευτώ. Διότι δεν καταδέχομαι να πάρω κατώτερο μου. Ψάξτε, λοιπόν, παντού. Αν όμως του λείπει έστω και ένα από αυτά, είτε η ευγενική καταγωγή, είτε ο πλούτος, είτε η σοφία, είτε η ομορφιά, να ξέρετε, πως δεν θα τον πάρω. - Είναι, της είπαν, ο γιός του αυτοκράτορα της Ρώμης και μερικοί άλλοι αξιωματούχοι. Αυτοί και από μεγάλη οικογένεια είναι και πλουσιότεροι από σένα. Μόνο στην ομορφιά και στην μόρφωση είναι λίγο κατώτεροι σου. - Αφού είναι κατώτεροι μου, σας είπα, δεν δέχομαι, τους απάντησε. Ο ασκητής την καθοδηγεί Όταν η μητέρα της είδε, ότι δεν μπορούσε να την καταφέρει να παντρευτεί, σκέφθηκε να συμβουλευτή έναν άγιο άνθρωπο, και σοφό Χριστιανό, που τον λέγανε Ανανία. Αυτός ασκήτευε έξω από την πόλη, κρυμμένος σε μια ερημική τοποθεσία. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγανε να τον συμβουλευθούνε. Ο ασκητής τους άκουσε με προσοχή. Στο καθαρό μυαλό του έκαναν εντύπωση τα γνωστικά λόγια της Αικατερίνης και σκέφθηκε να πλησιάσει την καρδιά της στον Ουράνιο Νυμφίο - Χριστό. - Εγώ, τους είπε, ξέρω έναν θαυμάσιο γαμπρό. Αυτός σε περνάει σε όλα τα χαρίσματα που είπες, ότι έχεις. Δεν του βγαίνεις μπροστά Του. Η Αικατερίνη σαν το άκουσε αυτό έχασε το χρώμα της. Νόμισε πως κάποιος επίγειος άρχοντας θα ήταν και θα βρισκόταν τώρα σε δύσκολη θέση ν' αρνηθεί. - Μα υπάρχει τέτοιος άνθρωπος πράγματι; Του είπε. - Παιδί μου με βλέπεις, πως είμαι γέροντας με άσπρα γένια και έχω βάλει όρο στη ζωή μου να μην πω ποτέ ψέμα, διότι το απαγορεύει ο Θεός. - Αφού έτσι είναι, μπορώ να ιδώ και να συναντήσω τον νέον αυτόν; Ρώτησε η Αικατερίνη. - Και βέβαια μπορείς! Αποκρίθηκε ο ασκητής. Αρκεί να με ακούσης σε ότι θα σου πω. - Ευχαρίστως, του απάντησε, γιατί σε βλέπω σεβάσμιο και γνωστικό γέροντα. - Άκουσε, παιδί μου. Πάρε αυτή την Εικόνα της Παναγίας, που κρατάει το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της και πήγαινε στο σπίτι σου. Κλείσε την πόρτα του δωματίου σου και προσευχήσου όλη τη νύκτα. Η Παναγία θα σε οδηγήσει και θα σε φωτίσει. Αύριο δε έλα πάλι να τα πούμε.
Πράγματι η Αικατερίνη πήρε την Εικόνα της Θεομήτορος από τον Ασκητή και πήγε στο σπίτι της γεμάτη σκέψεις και απορίες. Εκεί στο αρχοντικό της άφησε εντολή να μην την ενοχλήσει κανείς και κλείστηκε, όπως της είπε ο ασκητής, ολομόναχη στο δωμάτιο της. Προσευχόταν τη νύκτα συνεχώς. Τα βαθειά μεσάνυχτα, όμως, από την κούραση και την αγωνία, την πήρε ο ύπνος. Και τι βλέπει στον ύπνο της! Βλέπει την Βασίλισσα των Ουρανών, την Παρθένα Μαρία, με το Θείο Βρέφος τον Χριστόν στην αγκαλιά της. Ο Χριστός ακτινοβολούσε περισσότερο από τον ήλιο. Κοίταζε όμως την Μητέρα του και όχι την Αικατερίνη. Η Αικατερίνη δεν μπορούσε να ιδή το Πρόσωπο Του. Βλέπει επίσης στον ύπνο της, πως άλλαξε θέση. Πήγε από το άλλο μέρος για να αντικρύσει το πρόσωπο Του και το βλέμμα Του. Ο Χριστός όμως γύρισε από το αντίθετο μέρος το πρόσωπο Του. Αυτό συνέβη τρείς φορές. Στην τρίτη φορά άκουσε την Παναγία να λέγη: - Κοίταξε παιδί μου, την δούλη Σου Αικατερίνη πόσο ωραία είναι, πόσο όμορφη, πόσο λαμπρή... - Όχι, απάντησε, το Θείο Βρέφος. Είναι άσχημη, μαύρη και σκοτεινή. Δεν μπορώ να την βλέπω. - Μα είναι η πιο όμορφη από όλους τους φιλοσόφους και ρήτορας, η πιο ευγενής και η πιο πλούσια από όλες τις νέες του τόπου, λέγει η Παναγία. - Και Εγώ, λοιπόν Μητέρα, σου λέγω πως είναι αμόρφωτη, φτωχή και άξια περιφρονήσεως. Εφ' όσον βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται ( πλάνη της ειδωλολατρίας ή της αθεΐας ), δεν καταδέχομαι να Μου ιδή το πρόσωπο Μου. - Παιδί μου, μη την καταφρονείς την νέα. Βοήθησε την, καθοδήγησε την, πως να μπορέσει να ιδή το υπέρλαμπρο πρόσωπον Σου, πρόσθεσε η Θεοτόκος. - Να πάει, απάντησε ο Χριστός, στο γέροντα που της έδωσε την Εικόνα και ο,τι εκείνος την συμβουλέψει, να κάνη. Μόνον έτσι θα ιδή το πρόσωπον Μου και θα νοιώσει χαρά ανείπωτη και θα βρει την ευτυχία της. Αυτά βεβαίως η Αικατερίνη τα είδε, όπως είπαμε, στον ύπνο της και ξύπνησε ταραγμένη.
Νύχτα σχεδόν ξεκίνησε με μερικές άλλες γυναίκες, για να συναντήσει τον άγιο εκείνο γέροντα ασκητή. Όταν έφτασε, έπεσε με δάκρυα στα πόδια του και άρχισε να του διηγείται λεπτομερώς όσα είδε στον ύπνο της. Έπειτα τον παρακαλούσε να την συμβουλέψει τι να κάνη, για να μπορέσει να ιδή το πρόσωπον του Χριστού. Ο ασκητής δεν έχασε την ευκαιρία. Της μίλησε για την χριστιανική Πίστη. Για τα μυστήρια του σύμπαντος και τον προορισμό του ανθρώπου. Της είπε έπειτα για τον Νυμφίον - Χριστόν και την αγάπη, που έδειξε για το ανθρώπινο γένος, ώστε να εγκαταλείψει την Βασιλεία των Ουρανών και να έλθει στη γη και να σταυρωθεί για την κάθε ψυχή. Ακόμη της είπε για την ευτυχία, που ευρίσκουν οι ψυχές, που κατορθώνουν να γυρίσουν στον Χριστό, να συνδεθούν μαζί Του και να γίνουν νύμφες Του. Η Αικατερίνη τ' άκουσε όλα αυτά με μεγάλη προσοχή. Το σοφό μυαλό της και η ευαίσθητη καρδιά της δεν άργησαν να κλείσουν μέσα τους την αλήθεια της χριστιανικής Πίστεως. Ζήτησε μάλιστα να βαπτιστεί. Μέχρι τότε ήταν αβάπτιστη. Πράγματι ο ασκητής, που είδε την αγάπη της προς τον Χριστό, την εβάπτισε. Χαρούμενη τώρα η Αικατερίνη, πήγε στο μέγαρο και όλη τη νύχτα προσευχότανε στον Χριστό. Τι χαρά ήταν εκείνη! Τι ευτυχία!... Όταν όμως την πήρε ο ύπνος, βλέπει πάλι την Παναγία, με το λαμπερό Θείο Βρέφος. Αλλά αυτή τη φορά, δεν γύρισε το Βρέφος αλλού τα μάτια Του. Αλλά την κοίταζε με γλυκό και γαλήνιο βλέμμα. - Πως, Τον ρώτησε η Παρθένος, Σου φαίνεται τώρα η νέα; - Τώρα μάλιστα, απάντησε! Τώρα έγινε λαμπερή, ένδοξη, πλούσια και πάνσοφος. Τίποτε από τα παλαιά δεν ευρίσκω επάνω της. Έφυγε το σκοτάδι. Εξαφανίστηκε η ασχήμια της. Χάθηκε η φτώχια και η αμορφωσιά της. Τώρα είναι καλή. Είναι γεμάτη χαρές και αγαθά. Τώρα, μάλιστα, συμφωνώ και αποφασίζω να την μνηστευθώ, για νύμφη Μου άφθορο. Τότε η Αικατερίνη, είδε, πως έπεσε χάμω και πως με δάκρυα Του έλεγε: - Υπερένδοξε Δέσποτα, δεν είμαι άξια να ιδώ την Βασιλεία Σου. Αλλά αξίωσε με να γίνω μια ταπεινή δούλη Σου. Εκείνη τη στιγμή βλέπει - στον ύπνο της πάντα - την Παναγία να της πιάνει το δεξί της χέρι και να λέγει: - Δός της παιδί Μου, το δακτυλίδι, να την νυμφευθής, για να την αξιώσεις της Βασιλείας Σου της αιωνίου. Πράγματι! Ο Δεσπότης - Χριστός της έβαλε στο δάκτυλο ένα ωραίο δακτυλίδι και της είπε: " Ιδού σήμερα σε λαμβάνω για νύμφη Μου άφθορο και αιώνιο. Φύλαξε με ακρίβεια αυτή τη συμφωνία και μη λάβεις πλέον άλλον νυμφίον επίγειον". Με τα λόγια αυτά του Χριστού ξύπνησε η Αγία Αικατερίνη. Κοίταξε το δεξί της χέρι και βλέπει - ώ του θαύματος! - ότι φορούσε το δακτυλίδι, ενώ στη ζωή της ποτέ άλλοτε δεν είχε φορέσει! Πλημμύρισε τότε η καρδιά της από ιερή συγκίνηση και θείο έρωτα. Δόθηκε από τότε ολόψυχα στον Χριστό.
διαβάστε τον λοιπό βιο της εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου